Η μπαλάντα της πόλης που πονάει
Posted by vnottas στο 8 Μαρτίου, 2017
Δεκαετία του ’80. Νύχτα. Ένας πατέρας, άνεργος εργάτης, νιώθει κακό προαίσθημα και παίρνει τους δρόμους. Καταλήγει σε μια αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών την ώρα που γίνεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σ’ έναν μπράβο-κίλερ και μια ομάδα μικροκακοποιών. Ο κίλερ πυροβολεί στα στραβά και ο πατέρας, που μπαίνει ανάμεσα για να προφυλάξει το γιό του, πεθαίνει.
Ο Στέφανο Μπένι (κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γειτονικής Ιταλίας) διαβάζει στις εφημερίδες τη (μικρή) είδηση για το επεισόδιο, εμπνέεται και αποφασίζει να το καταγράψει σε στίχους. Προκύπτει έτσι το Μπλουζ σε Δεκάξι (στροφές).
*
Χτες το βράδυ δεν κλείναν τα μάτια μου. Παίρνω ένα βιβλίο (Η καθημερινή ζωή στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια) από εκείνα που έχω σωρεύσει για την τεκμηρίωση του (γνωστού στους επισκέπτες του Ιστολογοφόρου) ιστορικού μυθιστορήματος και προσπαθώ να το διαβάσω (αποκοιμιστικά), αλλά δε τα καταφέρνω γιατί (δε ξέρω αν φταίει η συγγραφέας ή η μετάφραση, μάλλον και τα δύο) είναι τόσο κακογραμμένο που μου ανεβάζει την αδρεναλίνη.
Σηκώνομαι και ψάχνω κάτι άλλο. Βρίσκω το μικρό τευχάκι με το ¨Μπλούζ¨. Το έχω φέρει επιστρέφοντας από την Ιταλία, δε θυμάμαι πότε, αλλά έχει τρυπώσει ανάμεσα σε άλλα ευτραφέστερα βιβλία και μου έχει διαφύγει.
Αρχίζω να το διαβάζω και κολλάω. Ο Μπένι γράφει ποίηση χωρίς μεγαλόσχημες λέξεις. Ποίηση συναρπαστική και (μου φαίνεται) μεταφράσιμη. Λέω να αποπειραθώ την απόδοση στα ελληνικά καναδυό στροφών. Ξενυχτάω χωρίς παράπονα και γκρίνιες.
Το Μπλούζ έχει οκτώ χαρακτήρες που μονολογούν δυο φορές ο καθένας: ο τυφλός Μάντης, ο Πατέρας, η Μάνα, ο Γιος, η Λίζα, η Πόλη (αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών), ο Κίλερ και η Νεκροκεφαλή.

(Πρώτη κίνηση)
Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΑΝΤΗΣ
Δε ξέρω με ποιο θαύμα και με ποιο σχέδιο βάση
κλαδί – κλαδί το δέντρο μεγαλώνει
παίρνοντας ουρανό
ούτε ξέρω γιατί
τα παιδικά μου μάτια σας κοιτάζουν τώρα
μέσα από το πρόσωπο ενός γέρου.
Ίσως να ξέρω πότε ο κόσμος θα τελειώσει
και πότε ήταν ο παλμός του ο πρώτος.
Μα δε γνωρίζω
τον Γιό με τον Πατέρα τι ενώνει,
και τι τον Γιό με το Κορίτσι
των Αρωμάτων
και τι εκείνη με το Δολοφόνο,
με τη Νεκροκεφαλή
και με τον Raiden τον Φωτεινό
και τι μετέωρους στο σύρμα τους κρατάει όλους
ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία μέρα
ετούτης της πολύτιμης ζωής τους.
*
Μπορώ να ξέρω πότε θα πεθάνω:
θα ’ναι μία μέρα σαν όλες τις άλλες,
αλλά γιατί να νιώθω τέτοια λύπη
για κάθε αλλουνού το τέλος, δεν το ξέρω.
Γιατί -δεν ξέρω- ένα παιδάκι σα κι εμένα
στα δέντρα της αυλής χαρίζει ονόματα
και με φανταστικούς μιλάει φίλους
ενώ στρατιές ολόκληρες κινάνε
και τους νεκρούς φασκιώνουν με σεντόνια.
Αυτό δεν το γνωρίζω και ματώνω.
*
Εγώ δεν είναι πως την πόλη τη φοβάμαι
ούτε τις χίλιες δυο φωνές της,
γιατί έχω μάθει ανάμεσα τους να διακρίνω
εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.
Εγώ τα μάτια δε μπορώ να κλείνω
για νά ‘ρθουν οι ιστορίες μοναχές τους
να μ’ ανταμώσουν σαν αρώματα του κήπου
ή όπως του δέντρου το κλωνάρι
από μακριά τραβάει πίσωθέ του το ποτάμι.
Βάτραχοι, γρύλοι, και καπνοί από καμινάδες
μαζί με παλιοσίδερα βρεγμένα απ’ το φεγγάρι
πλήθη που φίσκα γέμισαν τους δρόμους
κι έπειτα κοιμηθήκαν μοναχά τους
τυφλότητα που τα όνειρα ανάβει
ανυπεράσπιστη η καρδιά, το μυστικό ανθίζει.
*
Εγώ που νέους νόμους δεν γυρεύω
που, όμως, την ψυχή μου την ακούω.
Εγώ βλέπω
-έναν άντρα, έτοιμος καθώς είναι να σκοτώσει,
-έναν που ψάχνει για δουλειά,
-έναν ερωτευμένο,
-ένα κορίτσι αγέρωχο
-μια μαριονέτα από φως πάνω σε μια οθόνη
-κι απάνω σ’ ένα μπράτσο χαραγμένη
μια νεκροκεφαλή,
-και, ακόμη, μια γυναίκα
στην όχθη μίας θάλασσας,
διάφανης τόσο, που κανείς
στα ίσια να κοιτάξει δεν αντέχει.
*
Εγώ, τυφλός και γέρος, βλέπω
τα πεπρωμένα γύρω να σαλεύουν
κι αισθάνομαι σα φύλλο π’ αιωρείται
καθώς το σύμπαν ένα-ένα καταρρέει
μέσ’ στο τρεμάμενό μου το ποτήρι.
Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι
των ημερών τράβηξε την αυλαία
ως τη σκηνή όπου εγώ δεν βλέπω
κι όπου εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.
*
Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις
πικρό σημάδι πάλης
προλέγω εγώ πως η ελπίδα αγγίζει
ζωές που πάλι πάλλονται
δονούνται, ξαναζούνε,
όπως το ψάρι που ξανά
στη θάλασσα επιστρέφει.
***




This entry was posted on 8 Μαρτίου, 2017 στις 2:36 μμ and is filed under ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ. Με ετικέτα: Blues in sedici, Απόδοση, Η μπαλάντα της πόλης που πονάει, Θάλασσα, Θεατρικό κείμενο, Μετάφραση, Ποίηση, Στέφανο Μπένι. You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0 feed. You can leave a response, ή trackback from your own site. Επεξεργασία καταχώρισης.
Posted by vnottas στο 10 Μαρτίου, 2017
(Από το ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ του Στέφανου Μπένι. Πρώτη κίνηση. Η απόδοση του δεύτερου μονόλογου)

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Έτσι στέκομαι εγώ: εσταυρωμένος
πάνω σ’ απόγευμα καθημερνό
όρθιος μπροστά στην άβυσσο
του τραπεζιού της κουζίνας με τ’ άπλυτα πιάτα
-έχουν κι αυτά δροσοσταλίδες-
να σκέφτομαι πως άλλο πια δεν πάει
ορθός να στέκω απέναντι στον άνεμο του πόνου
*
Τραγούδησέ μου το ζεστό τίναγμα του οξέως
τον μόλυβδο στους πνεύμονες
το λιγδερό γαλάκτωμα που ρέει απ’ το ταβάνι
τον βρόντο, τη θερμότητα που ‘ρχεται απ’ τις πρέσες
τραγούδα μου το Κόκκινο,
του Αδέκαστου το Πράσινο
σακατεμένους σύντροφους
ομάδα περιφρούρησης στο χιόνι
και τις γροθιές που φάγαμε και δώσαμε
τραγούδα μου το φάκελο που γράφει
πως απ’ αυτό είσαι ελεύθερος
και πως για αυτό είσαι γέρος.
*
Τραγούδα μου τις μέρες
χωρίς αρχή, χωρίς σκοπό
και πες μου ποιο είναι τ’ Όνομα
που πρέπει να επικαλεστώ;
Έτυχε άραγε ο Θεός να μπει σε σουπερμάρκετ;
να ‘χει τα μάτια χαμηλά και κέρματα στη τσέπη
να ψάχνει γάλα -το φτηνό-
για τον μοναδικό του γιο, τον πεινασμένο;
Ξέρει ο Θεός το ντοματάκι σε κονσέρβα πόσο κάνει;
Έμεινε άραγε άνεργος για χρόνια;
Ξέρει ο Θεός τα κέρματα στη τσέπη να μετράει
σα να ξανάγινε παιδί;
Όχι αυτό δεν το επιτρέπει ο Θεός,
το θέλει μόνο
μέσα στην Ιερή την Κούρασή του.
*
Έτσι τον συναντάμε επιτέλους τον Πατέρα
στο πέρασμα με το ετοιμοθάνατο χαμόγελο
του κοριτσιού στο ταμείο
ύστερα από δεκάωρη εργασία.
Πένθιμα φώτα από νέον, στην ουρά,
διαλέγοντας απορρυπαντικά, να πλύνει στον Αιώνα
αυτά που θα λερώσουμε και θα ξαναφορέσουμε
νύφης φορέματα, στολές δολοφόνων
τα παλαιά πουκάμισα, τα ένδοξα μανικέτια
και μια φανέλα αθλητική, πράσινη, της θαλάσσης.
Αμίλητος με κοίταζε ο γιος μου
τη μακρινή εκείνη μέρα
στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης
για τον πατέρα του περήφανος.
Τον ίδιο τον πατέρα του που τώρα
θέλει ο Θεός να σέρνεται
στου σουπερμάρκετ την ουρά
δίπλα στους γέρους με τα χαρτιά υγείας
και παραδίπλα, μια κυρία, ανήσυχη, ν’ ακούει το σκυλάκι
που δέσμιο σ’ ένα στύλο κλαψουρίζει
-υιός βουβός και ευσεβής που πάντα ίδιος μένει.
Ανάμεσα σε νέους που φιλιούνται
και ξεβουλώνουν μπύρες
και μία άλλη, αναποφάσιστη, κυρία
που έχει πολύ κρέας στο καρότσι :
φαρμακερές γελάδες / κοτόπουλα απ’ τους πόλους / κόκαλα βροντοσαύρου.
*
Εγώ,
που το στερνό κουδούνισμα γνωρίζω του ταμείου
καθώς το βράδυ πέφτει χάφτοντας πεπρωμένα
Σου αγόρασα το γάλα που ξέρω πως σ’ αρέσει
μια πλάκα σοκολάτα μ’ ένα δωράκι μέσα
made in China.
Για τα τσιγάρα, κέρματα δεν περισσέψαν
μα δεν πειράζει λέω, δεν πειράζει.
*
Κι ενώ ο Θεός κοιμάται πάνω σε νέφη μολυσμένα
κι ενώ στο έρμο γήπεδο μια μπάλα αναπηδάει
σελήνη μόνη και ηχηρή, φτιαγμένη από κουρέλια,
στου σουπερμάρκετ την αυλή ξεχύνεται ένα βόδι
σε εφιάλτη είδε ότι το σφάζουν
κι ο φόβος που το τυραννά, είναι που με ξυπνάει.

IL PADRE



Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Απόδοση, Θεατρικό κείμενο, Μπλούζ σε 16, Μετάφραση, Μονόλογος, Πατέρας, Ποίηση, Στέφανο Μπένι | Αλλαγή | 1 Comment »
Posted by vnottas στο 11 Μαρτίου, 2017
Εδώ παρακάτω, η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του τρίτου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Εδώ μιλάει η Μάνα και απευθύνεται σε μας τους άλλους και στον Πατέρα.

Η ΜΗΤΕΡΑ
Εκεί που τώρα ζω
μοιάζει με αμμουδιά ερημωμένη
μ’ αμμόλοφους και μ’ άγρια χορτάρια
ορίζοντα τα κύματα δεν έχουν
κι αλλάζουν ολοένα φως και χρώμα
όπως υπαγορεύουνε τα νέφη.
Δεν έχουμε, εμείς οι πεθαμένοι
ούτε σκοτάδι μήτε φως μηδέ Ημέρες
*
Συχνά μπορώ από ‘δω να σας διακρίνω
πέρα, απ’ της θάλασσας την άλλη όχθη
προσμένω μια σκιά, μία φωνή
τις φράσεις και τα γράμματά σας
τα κατασκοπεύω
και σαν ένα κερί ή ένας γάτος
με ένα φύσημα σας δείχνω την αράδα
που λέει για μένα.
*
Αλλά εδώ είναι ο τόπος μου ο νέος
και δεν μου επιτρέπεται ένα νεύμα
να σας γιατρέψω.
Μόνο κείνο το φύσημα
τ’ ανάλαφρο
σαν μια φωνή ερωτευμένη
σαν ένα κάλεσμα πίσω απ’ τον τοίχο
ή πέρα από το φράχτη με τα ρόδα
ενός πουλιού μυστήριο τραγούδι.
*
Περίμενα έξω απ’ το μπαρ
δε μ’ είδες
με δύναμη και με οργή μιλούσες
γι αγώνες και για δίκιο.
Με είδες και μου γέλασες
Άργησα, δεν κατάλαβαν μου είπες.
Δεν πειράζει.
Στο λόφο πήγαινέ με ν’ ανασάνω.
Να πηδηχτούμε.
Να δούμε από ψηλά
τον τόπο της ζωής μας.
*
Κει κάτω, σταυρωμένος στην κουζίνα
είσαι ακόμη όπως σ’ αγαπούσα
αήττητος, περήφανος, δικός μου
ν’ ακούσεις δε μπορείς, μα στο φωνάζω.

*
LA MADRE


Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Απόδοση, Η μπαλάντα της πόλης που πονάει, Η μητέρα, Θεατρικό κείμενο, Μπλούζ σε 16, Μετάφραση, Στέφανο Μπένι | Αλλαγή | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 13 Μαρτίου, 2017
Απόδοση στα Ελληνικά του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι.
Ο ΓΙΟΣ
Σε είδα από την πόρτα της κουζίνας
είχες τον άσπρο αυχένα ενός γέρου
και είχε πάρει του κενού σου το σουλούπι
το πανωφόρι που στην είσοδο κρεμόταν.
Γύρω παλιές φωτογραφίες
κι ημερολόγια ετών που δεν υπάρχουν
-ναι, ζούμε μερικές φορές
σε χρόνια που ολότελα έχουν λήξει.
Σκυμμένος στο τραπέζι της κουζίνας
τα μπράτσα σου κλειστά και σταυρωμένα
σα να ‘θελες την οικουμένη όλη
σφιχτά να την κρατήσεις να μη φύγει.
Μετρώντας τις σχισμές στο μουσαμά.
Ξεροκέφαλε
Πατέρα.
*
Θα ήθελα να μη μετρώ ορόφους
καθώς βυθίζεται αργά ο ανελκυστήρας
στα ισόγεια βάθη
αυτού του άσχημου κτιρίου
Ούτε να ανασαίνω μ’ ανακούφιση
καθώς αφήνω πίσω πια
αυτούς τους ξεφτισμένους τοίχους
Να ’μαι κοντά σου θα ‘θελα.
Μα δεν μπορώ.
*
Τα κύματα με παίρνουν και με πάνε
-έξω- σ’ ωκεανό κατάφωτο.
Εκεί όπου βροντάνε καταρρέοντας
οι καταρράχτες
σε αίθουσες με βιντεοπαιχνίδια
πάλλονται κινητήρες, φτάνουνε αχοί από μακριά
Japan Redondo Seattle
λάμψεις, αστέρια, μπόνους, νέα όπλα,
σενάρια Mortal Kombat
όπως δεν έχεις δει ποτέ, ούτε στα όνειρά σου.
*
Το βλέμμα της
έρχεται και μ’ αρπάζει
μέσα απ’ αρώματα και διαφημίσεις ψεύτρες.
Η αντανάκλασή της στην βιτρίνα
τα χέρια της καθώς κινούνται
φτιάχνοντας τα πακέτα
να συσκευάζουν λακ για εύθυμους φασίστες
για τα δαιμόνια τζελ,
σπρέι για τις νεράιδες
και μυρωδιές που έρχονται από ‘κεί όπου γιορτάζουν
βαλσαμωμένοι πεζοναύτες
Μπάρμπι σε αποσύνθεση
αρτίστες τους κακούς που προσποιούνται
τενόροι που το παίζουν ευεργέτες
σε μία πολυθρόνα πεθαμένοι
εδώ κι αιώνες
στου Motel Bates
το τελευταίο πάνω πάτωμα.
*
Όμως αποτελούμε, εγώ κι εκείνη
σύννεφο δίδυμο
κι αχτύπητο της κίνησης ζευγάρι.
Κάτω από ήλιο κίτρινο, φτιαγμένο από νέον
που κατακαίει τους δρόμους.
Εκεί όπου ο έμπορας αρέσκεται
να σε φωνάζει ¨αδελφό¨
χάπια, αμφεταμίνες, πρόζακ, ξίφη,
εκεί δίνω τις μάχες μου εγώ και τραγουδώ
μπορείς πατέρα να μ’ ακούσεις;
*
Εσύ που με προστάτεψες βρυχώμενος
όταν πρωτοφοβήθηκα το θάνατο
και δίπλα μου ξαγρύπνησες στον πυρετό μου.
Εσύ που έξω απ’ το σχολείο δίσταζες
να μπεις μέσα μαζί μου ή όχι
κι από του φράχτη τις τσουκνίδες μ’ έβλεπες
να παίζω μπάλα
στ’ αρύ χορτάρι μίας μέτριας μάχης.
Εσύ π’ ακόμη ψάχνεις για ψωμί και γάλα
γέρος, χωρίς δουλειά
σκυφτός, τραυματισμένος, ακτήμονας, ατζέκος
πώς θα μπορέσω να σου πω ότι μεθάω
μ’ αυτό που ίσως εσένα σε σκοτώνει
την πόλη και τα ερπετά της
τον γίγαντα του Φεγγαριού που απόψε
θα κάψει όλες τις στέγες
και λέει, αύριο θα την δεις την πιο ωραία
εκείνη που την ομορφιά της περιφέρει
σαν κάτι που το λαχταράς,
σαν ένα όνομα,
σαν κάτι τι
που είναι αναγκαίο.
***




Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Απόδοση, Η μπαλάντα της πόλης που πονάει, Θεατρικό κείμενο, Μπλούζ σε 16, Μετάφραση, Ο Γιός, Στέφανο Μπένι | Αλλαγή | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 14 Μαρτίου, 2017
(Μονόλογοι από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Η απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα)
ΛΙΖΑ
Εγώ με τα μάτια κλειστά περπατώ
και ονειρεύομαι την ακροθαλασσιά
τι λένε οι άλλοι δεν ακούω
-αν για το σώμα μου μιλάνε
ή για το πεπρωμένο που επίκειται.
Έχω εγώ πόδια μικρά να δραπετέψω
κι έχω έναν κώλο που θαυμάζω
όπως η κυρά-αλεπού θαυμάζει την ουρά της
-με ματαιοδοξία.
Θα ‘θελα να με σέβονται, όπως εγώ
σέβομαι τη βελανιδιά του κήπου
που πίνει τις σταγόνες του αίματός μας
όταν κρύβει τον ήλιο
κι όταν την οροφή ενός ονείρου
μεσ’ στο σκοτάδι υποδείχνει.
Γελάω εγώ και σβήνω το κραγιόν μου
και ύστερα το ξανα-ματα-βάζω
να πω γιατί, δε θα ‘ξερα.
Θα ‘θελα, εγώ, ν’ αλλάζω κάθε ώρα
-μα άστατη μη με πείτε.
Χρειάζομαι αέρα καθαρό, καπνό κι ομίχλη
να φεύγω και να μένω
ν’ ανασηκώνομαι ψηλά, μετά να πέφτω χάμω,
-τρελή να μη με πείτε.
*
Θέλω μια πόλη, εγώ, που να μην είναι
μόνο ταμπέλες φωτεινές
εγώ αγαπώ τη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις
κι όχι ό, τι έρχεται μετά
τους σμπάρους, τις σειρήνες.
Εγώ ακούω των σκύλων τους κλαυθμούς
απ’ τη φωλιά τους.
Στ’ αρώματα δουλεύω εγώ, στα σαμπουάν
κι όμως αισθάνομαι τη βρώμα της ανάσας
των κροκοδείλων.
Εγώ κλαίω σκυφτή
μπρος στο βωμό
του ραδιοφώνου ενός αυτοκινήτου
κλωτσάω εγώ και γρατζουνώ.
Εγώ δε θα ‘θελα ποτέ να γεννηθώ
και θα ‘θελα γριά να είμαι τώρα
όπως είναι φθαρμένο, γέρικο, σαθρό
ό, τι έμαθα ως τα τώρα απ’ τον κόσμο.
Θέλω στα μπράτσα σου να κοιμηθώ
και με τις ώρες να σ’ ακούω να μιλάς
για τον Γονιό σου
αλλά και να σ’ αφήσω μοναχό
κι η μηχανή να φλέγεται στη χαραγμένη άσφαλτο.
Θέλω
με το μικρό το δάχτυλο
το αίμα σου να γλύψω
και να σου τον ρουφήξω
και έπειτα ψυχρή σαν ντίβα σε ταινία
να τον δείξω
στις φίλες μου
και θα ‘θελα για μένανε να γράψεις
σ’ όλους τους τοίχους.
*
Ένα ψαλίδι έχωσα εγώ στο μπράτσο ενός τύπου
που πάνω μου σαλιάριζε
εγώ αιχμάλωτη στο δάσος
στα αποτρίχια των σκυλιών ανάμεσα
δαγκώνω κι υποφέρω.
Εγώ είμαι η βασίλισσα, η δούλα
εγώ δεν ξέρω απόψε που να πάω
ούτε και ξέρω, απόψε, στο σκοτάδι
πού θα σε βρω.




Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Απόδοση, Η μπαλάντα της πόλης που πονάει, Θεατρικό κείμενο, Λίζα, Μπλούζ σε 16, Μετάφραση, Στέφανο Μπένι | Αλλαγή | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 16 Μαρτίου, 2017
(Συνεχίζουμε την προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά των μονολόγων των ηρώων του ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι)

Η ΠΟΛΗ (ως ΑΙΘΟΥΣΑ ΒΙΝΤΕΟΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ)
Είδα το φως.
Εκεί όπου η πόλη σκύβει και προσεύχεται
και ύστερα γκρεμίζεται στον καταρράχτη
της άβυσσου που ‘χει τα μάτια μύγας.
Ονείρου οθόνες,
χρώματα νέα, που κανείς δεν είδε ως τα τώρα
τον cyber Kabuki γοητεύουν.
.
Είδε ο γεροζωγράφος ο Yomiuri
σ’ την κορυφή ενός ουρανοξύστη
μία ροδακινιά
και απ’ αυτήν εσκάρωσε φανέλα
του NBA
κι ύστερα ένα παιχνίδι βίντεο σχεδίασε
που ‘χει να κάνει με το μέλλον
της οικουμένης σύμπασας.

Ρέει το αίμα, τα τέρατα ψοφάνε.
Γυμνές δονούμενες γυναίκες
με δέρμα από πίξελ
μας σαγηνεύουν.
Εκεί ‘μαστε κι εμείς
μελλοντικό μουσείο από κερί
διαφωτισμένοι και νεκροί.
Πολεμιστές που μ’ ένα κέρμα παίρνουν μπρος
πωλούνται σε τιμή του σκοτωμού
σε δέσμες ανά δέκα.
Γυμνά κρανία, τρυπημένες μύτες
φυλή που απ’ τις πολλές τις κατακτήσεις
έχει πεθάνει.
Χωρίς να υπολογίσεις
την έκφραση που έχουμε εμείς
καθώς την Queen Alien εκτελούμε
και την απόχρωση που παίρνουνε τα μάτια
-εκείνη τη στιγμή-
της Φλόγας της Συνθετικής.

Raiden με λένε
τα όπλα μου εκπέμπουν φως και θα σε προστατέψω.
Κι αυτόν που βλέπεις από ‘δω τον λεν’ Κρανίο
ή Νεκροκεφαλή
Έχει απ’ όλα κι όλα τα πουλάει.
Σκάφη που φτάσαν από χώρες μακρινές
με καπετάνιους κάτι πλούσιους, δικούς μας,
λίγο βαριεστημένους,
φέρανε κόκα άφθονη
για το Νεκρό Κεφάλι.
Είμαι ψάρι μικρό γεμάτο αγκάθια
περήφανα δηλώνω, είμαι φασίστας
αλλά και το αντίθετο
μία χαρά μου πάει.
Τσίνα το λένε το κορίτσι μου
πούτσες και παγωτά γι αυτήν κάνει το ίδιο.
Ενδυμιόνη θα τη φώναζα, αν το ήθελε.
Πάρ’ τηνα, παίξε την,
χρησιμοποίησέ την
δε σε ζαλίζει, είναι καλή, μπόνους ζωής σου δίνει
μάζεψ’ το απ’ το δέντρο και πιο μακριά θα φτάσεις.
κούνα το Joystick,
κέρδισε πόντους, χώρο,
πήγαινε ως την έσχατη την Πύλη
εκεί θα βρεις τον Μπος
ή μια φτηνή Νιρβάνα
ή απ’ το Kyoto ένα γκονγκ
ή χάρτινες κορδέλες
μ’ επιθυμίες πάνω τους γραμμένες
από εκείνες που συλλέγουν οι γκουρού
για του MTV τα βίντεο.

Άναψε τώρα το Μαντείο
και ρώτησέ το
για μια δεκάρα από ψεύτικο χρυσάφι
όλα θα σου τα πει για την Wall Street
μία χλωμή Κασσάνδρα

Και από ‘δω, το τζάκι μας, εδώ η θαλπωρή μας
εδώ το φρέον καίγεται κι οι οπτικές οι ίνες
τελειώσανε τα αστέρια εδώ
κι οι απορροφητήρες.
Ρίξε μου, σπρώξε, χόρεψε, σκότωσε, κάν’ τον μάγκα
μάσα την τσίχλα, φίλα με,
σκότωσε τη βασίλισσα
και πρόσεξέ με, είμαι εδώ, ο ουρανός δεν είναι.

Είναι δεκατριών χρονών. Ιζότα τ’ όνομά της
να παντρευτεί ένα τέρας είναι το ριζικό της.
Σωσ’ την.
Μα τι μπορώ να κάνω, αφού είναι όλα τέρατα
και το παιχνίδι τα ξερνά, μυριάδες μεσ’ το δρόμο;
Εμπιστέψου με
Είμαι της Πύλης ο Φρουρός
Αγόρασέ την, δοκίμασέ τηνε, θα δεις, κάνει καλό
προέρχεται από τόσο μακριά
όσο κι οι εξωγήινοι.
Θυμίαμα για τον Rimbaud, (τον ποιητή)
έκσταση για τον Ryu, (τον γιαπωνέζο manga)
εκατομμύρια πόντοι
τριγράμματο έχω όνομα, μα είναι και το πρώτο
(οι μάγισσες γελάσανε με τούτον το χρησμό μου).
Μάζεψα από χάμω
το νέο υπερόπλο
μα ο σφυγμός μου αδύναμος κι έφευγε η ζωή μου
και η ανάσα μου βαριά, σαν μπάρα αναλογική
Έπεσα κάτω, μα…
Καινούργιο κέρμα στη σχισμή
και νά’σου π’ ανασταίνομαι
πολλές φορές εμείς εδώ μπορεί ν’ αναστηθούμε
εδώ είδα το αίμα μου
σταγόνα τη σταγόνα
στις φλέβες να επιστρέφει
εδώ εγώ είδα το φως, καθώς
ερεθισμένες έτρεμαν οι φλέβες του λαιμού μου.
Εγώ θα είμαι ο νικητής
εγώ θα σε γλιτώσω
για μένα άλλος τόπος δεν υπάρχει.
Κι έξω είναι νύχτα.





Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Απόδοση, Η Πόλη, Η μπαλάντα της πόλης που πονάει, Θεατρικό κείμενο, Μπλούζ σε 16, Μετάφραση, Στέφανο Μπένι | Αλλαγή | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 17 Μαρτίου, 2017
(Εδώ παρακάτω η μετάφραση-απόδοση του έβδομου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨του Στέφανου Μπένι)

Ο ΚΙΛΕΡ
Η μυρουδιά από δέρμα
που αναδύεται
απ’ των αυτοκινήτων τα καθίσματα
κι από των όπλων τα θηκάρια
το ξαφνιασμένο τρόμαγμα στα μάτια
αυτών που με φοβούνται.
Μ’ αρέσει βιαστικός να προσπερνάω
όπως οι τίτλοι κι οι επιγραφές
στο κάτω μέρος της οθόνης
χωρίς τίποτα πριν και τίποτα μετά.
Δεν λέω, είναι καλύτερα στα φιλμ
όταν τινάζονται όλα στον αέρα
το αίμα τρέχει και λαμποκοπά
γελάει ο κόσμος και χειροκροτεί
και οι κακοί ανασταίνονται
για να ξανασκοτώσουν.
Μα έχω εγώ υπομονή: μια μέρα
όλοι τους θα με σέβονται
όπως τον δήμιο που του παίρνουνε συνέντευξη
-απ’ τις πλάτες-
στην αίθουσα επισήμων του Ιδρύματος.
Κι η φάτσα μου θ’ απεικονίζεται
σε κάρτες που οι συλλέκτες θ’ ανταλλάσσουν
κι ύστερα θα κολλάν -με ικανοποίηση-
στο Άλμπουμ των Μεγάλων Δολοφόνων.
*
Μη με ρωτάς ποιος είμαι
με ξέρει η καρδιά σου
μη με ρωτάς τι ειν’ αυτό που σου πουλάω
θα ‘ρθει η μέρα που θα τ’ αγοράσεις.
Έχω χαράξει -τατουάζ- ένα κρανίο
που θα ‘ναι το πορτρέτο σου μια μέρα.
Ξέρω εγώ τι θα επιθυμούσες
και τα εγκλήματα που στ’ όνειρό σου βλέπεις.
Ξέρω εγώ τι εσκεμμένα κρύβεις
πίσω από το θολό σου βλέμμα
πίσω απ’ την θωρακισμένη πόρτα σου
πίσω απ’ το αιμοχαρές σκυλί σου
πίσω απ’ τις ξυλιές που δίνεις στα παιδιά σου.
Ξέρω τι θα ‘θελες να πεις
τη νύχτα στο τηλέφωνο.
*
Μη με ρωτάς γιατί γυαλίζω το ντουφέκι
εγώ άλλο δεν κάνω, παρά ακούω
όσα μου ψιθυρίζεις.



Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Απόδοση, Η μπαλάντα της πόλης που πονάει, Θεατρικό κείμενο, Μπλούζ σε 16, Μετάφραση, Ο Κίλερ, Στέφανο Μπένι | Αλλαγή | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 18 Μαρτίου, 2017

Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ
Άναψε την κονσόλα, νεαρέ
και μάθε πώς να σέρνεσαι
αν θέλεις κάποτε να γίνεις
φίδι χωρίς σκιά και ξύπνιο
σαν κι εμένα.
Εγώ είμαι το ψάρι το μικρό
το πιο ιοβόλο.
Εγώ εγκαίρως έμαθα
πώς στο σκοτάδι να δαγκώνω.
Στις τσέπες μου δεν κουβαλάω πια
φωτογραφίες
βρισιές δε γράφω πια στους τοίχους
ούτ’ ερωτόλογα.
Μ’ αρέσουνε οι νικητές
και οι ανοιχτοχέρηδες.
Μ’ αρέσει η Αποκάλυψη
αλλά με φωτισμό σωστό
και με σινιέ κουστούμια.
Να διακινώ μ’ αρέσει
και να καταναλώνω.
Μ’ αρέσει -αν μου επιτρέπετε
έτσι να εκφραστώ-
αυτό που σ’ όλους σήμερα
¨του θανατά¨ αρέσει.

Αγόρασε το πράμα μου
παρ’ το, είτ’ είσαι γέρος
είτε ακόμη είσαι νιος
είτε πατέρας είτε γιος,
αυτή είναι η μόνη μουσική
ολομερής που παίζει
σ’ οθόνες και ραδιόφωνα.
Και πες μου, τι νομίζεις πως
τα βιβλία θα μπορούσαν να βοηθήσουν
όταν θα είσαι πάνω στην καρέκλα
την ηλεκτρική;

Οι έσχατοι ουκ έσονται οι πρώτοι
παρά ψοφάνε απ’ το κρύο ξαπλωμένοι
πάνω στις μαντεμένιες σχάρες
των υπονόμων
κι η νύχτα απ’ το τοπίο τους διαγράφει
σα να ‘ταν βάρκες που φουντάρανε στον πάτο.
Μη δίνεις βάση στις κραυγές
κι έλα να σε κεράσω.
Ξέρω μια Πολωνέζα που μπορεί
να σου ρουφήξει την καρδιά.
Και ξέρω κι ένα χάπι
που τα μυαλά στα ψήνει
έτσι μετά, μπορείς και να τα φας.
O Raiden μπορεί να καθαρίσει
πάνω από εκατό εχθρούς
πατώντας τα σωστά κουμπιά.
Κάτω, στο σκοτεινό σοκάκι
έχω αμάξι αεροδυναμικό
βγαλμένο από τα κόμικς,
χρώμα πράσινος δράκος
που ανέμελος φουμάρει ένα πούρο.
Έλα, σε περιμένω στο ημίφως.
Το σβήσιμο είναι
η υψηλή μου τέχνη.

Θα ‘θελα να πεθάνω ακόμη νέος
μα για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα
να ξανανιώσω
γι αυτό με υπομονή θα περιμένω
η έσχατη κραυγή να ακουστεί
και θα ‘ναι η δική μου, όχι του κόσμου.

[Με τον μονόλογο της Νεκροκεφαλής ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος -primo movimento το λέει ο Στέφανο Μπένι- του ¨Μπλουζ σε 16¨. Όπως είδατε, γοητεύτηκα, κόλλησα και μετέφρασα περισσότερους μονόλογους από όσους είχα προαναγγείλει. Υπάρχει ωστόσο άλλο τόσο ¨μπλουζ¨, όπου οι ήρωες ξαναμονολογούν. Ίσως τους δούμε μαζί στο προσεχές μέλλον. Τώρα λέω να επιστρέψω στους (παραμελημένους) ήρωες του ιστορικού μυθιστορήματος].


Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Απόδοση, Η μπαλάντα της πόλης που πονάει, Θεατρικό κείμενο, Μπλούζ σε 16, Μετάφραση, Νεκροκεφαλή, Στέφανο Μπένι | Αλλαγή | Leave a Comment »