ΜΠΑ!!! (Μέρος Β) Οι θνητοί (3)
Στην ίδια πόλη, το ίδιο πρωί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΦΕΥΓΑΤΟ
Όπου οι καιροί περνούν -και αλλάζουν- και ο Κίμων Αμάρος αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του σε γκρίζες σκέψεις
Νωρίς το ίδιο πρωί.
Η Πόλη δεν έχει ακόμη καλοξυπνήσει.
Η ατέλειωτη νυχτερινή βροχή σταμάτησε και ο Κίμωνας Αμάρος, ο πατέρας του Γιάνου, είπε να επωφεληθεί: φόρεσε τη γκρι αθλητική του φόρμα και τα αθλητικά του παπούτσια, καβάλησε το ποδήλατό του γιου του και κατέβηκε στην πλακοστρωμένη παραλία για να κάνει πέρα-δώθε-τρέξιμο (τζόκιγκ) και υπαίθριες μοναχικές σκέψεις.
Για καλό και για κακό έχει κρεμάσει στη ζώνη του μια αντικαυσαερική μάσκα, αλλά τέτοια ώρα, χαράματα, ένα ελαφρό αεράκι φέρνει από τα βαθιά παράξενες κι απροσδόκητες μυρουδιές -κατά τεκμήριο θαλασσινές, αλλά ποτέ κανείς δε ξέρει τι μιστούρα μπορεί να έχει σκαρώσει το εξώτερο Χάος…
Ωστόσο αυτή η μιστούρα καταφέρνει και εξουδετερώνει τις αναθυμιάσεις του λιμανιού και της Πόλης.
Ο Κίμωνας αφήνει προς στιγμήν τη μύτη ακάλυπτη, τεντώνει τα ρουθούνια, εισπνέει το πρωινό μίγμα και προσωρινά την καταβρίσκει.
Εκείνος που δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θα σκάσει μύτη απ΄ ευθείας ή θα παίξει πρώτα κυνηγητό με κάτι κοντόχοντρα σύννεφα (άγνωστης σύστασης και περιεχομένου) που είναι αραγμένα σαν λοφία πάνω στα γύρω βουνά, είναι ο επιφυλακτικός και καχύποπτος φθινοπωρινός ήλιος. Όλα δείχνουν ότι πρέπει να έχει ήδη πάρει θέση κάπου ανατολικά, αλλά ακόμη δεν διακρίνεται ξεκάθαρα και αυτοπροσώπως.
Έτσι η πρωινή ατμόσφαιρα είναι γκρίζα.
Η ατάραχη θάλασσα αντικατοπτρίζει με ψυχραιμία τη γκριζάδα, στο πιο σκούρο και στο πιο παχύρρευστο.
Η Πόλη ανακλαδίζεται και χασμουριέται και από τις κορυφές των γκρίζων της κτιρίων αποπνέει νυσταγμένες τουλούπες ατμών και καπνών σε όλες τις αποχρώσεις του γκρι: γκρι σκοτεινό, γκρι φωτισμένο, γκρι βελούδινο, γκρι γυαλιστερό, γκρι ψαρό, γκρι ριγέ, γκρι πυκνό, γκρι εστιγμένο, γκρι ασημί, γκρι σπινθηροβόλο, γκρι μελανί… και βάλε.
Ο Κίμωνας δένει το ποδήλατο σε ένα φανάρι που έχει ξεχαστεί αναμμένο (μια πορτοκαλί πινελιά στη γκριζάδα), ανεβάζει την κουκούλα της φόρμας πάνω απ΄ τα γκρίζα του μαλλιά και σφίγγει το κορδόνι της για να φυλαχτεί από την υγρασία.
Έπειτα τραβάει το φερμουάρ του μπουφάν ψηλά, ως το γκρίζο κοντό του γένι και αρχίζει να τρέχει.
Η ανάσα του προσθέτει ασπρόγκριζες τούφες στο τοπίο.
Οι σκέψεις του γίνονται κι αυτές γκριζωπές.
Ο Κίμωνας Αμάρος, αρχιτέκτων – αναστηλωτής το επάγγελμα, αυτήν την περίοδο ζει εν παρενθέσει. Εδώ και καιρό έχει παραιτηθεί από τη δουλειά του στο Πανεπιστήμιο και επιβιώνει ως πνευματικός μικροπωλητής: Μια μικρομελέτη εδώ, μια μικρομετάφραση εκεί, δουλειές που δεν τον ζορίζουν και που του αφήνουν καιρό να σκέφτεται.
Ο Αμάρος ζει με το γιο του το Γιάνο, καρπό από τον πρώτο του γάμο. Η μητέρα του Γιάνου, η πρώτη του γυναίκα, τους εγκατέλειψε για να ακολουθήσει έναν πλούσιο και πολυπράγμονα εργολάβο.
Απ’ ό,τι θυμάται ο χωρισμός εκείνος δεν του είχε στοιχίσει και τόσο. Όμως, από τότε που τον άφησε και η δεύτερη γυναίκα του, η όμορφη Ασπασία, για να ακολουθήσει μια θρησκευτική αίρεση, δεν έχει καταφέρει να συνέλθει τελείως.
Ο Κίμωνας Αμάρος κάνει πολύ παρέα με τον εαυτό του τον τελευταίο καιρό.
Θα ήθελε να έχει κάποιον αξιόλογο συνομιλητή με κοινά ενδιαφέροντα και διάθεση για κουβέντα, αλλά αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει κανένας τέτοιος στον άμεσο περίγυρό του. Από τότε που ’φυγε η Ασπασία δεν έχει καν το κουράγιο να ψάξει. Και αφού δεν καταφέρνει να αρχίσει την αναζήτηση το ’χει ρίξει στο στοχασμό και τη σκέψη .
Διαλογίζεται μόνος του, ρωτάει μόνος του, απαντάει ο ίδιος, καμιά φορά γελάει με τις απαντήσεις που παίρνει, καμιά άλλη κολλάει σε κάποιες ιδέες, θυμώνει, και ανακαλεί τον εαυτό του στην τάξη.
Φαίνεται ότι σκέφτεται παραπάνω από όσο απαιτεί μια λογική αντιμετώπιση της ζωής. Της δικής του τουλάχιστον ζωής, σ΄ αυτήν τη φάση.
Για να αποφύγει το κόλλημα, τις έμμονες ιδέες και τις ανώφελες ανασκοπήσεις, προσπαθεί να κατευθύνει τις σκέψεις του προς τα Μεγάλα Άλυτα Ζητήματα.
Όχι γιατί τα βρίσκει πάντοτε ενδιαφέροντα, αλλά γιατί έτσι καταφέρνει να αφήνει έξω από τις δαιδαλώδεις διαδρομές του στοχασμού του τις προσωπικές εμπλοκές, που μπορεί να του προκύψουν επώδυνες.
Σκέψου σκέψου λοιπόν, κατάφερε να συμφιλιωθεί με τα μη απτά και τα αφηρημένα και τα ιδεατά και εκείνα που απαιτούν αποστασιοποίηση, τα υπερβατικά και τα τέτοια!
Μερικές φορές φτάνει σε κάποιο μικρό συμπέρασμα και μπαίνει στο πειρασμό να το ανακοινώσει στους συνανθρώπους του. Μετά όμως σκέφτεται ότι θα ήταν καλύτερα να μη πάρει κανέναν στον λαιμό του.
Εν τέλει, όπως είναι φυσικό, ολοκληρωμένες απαντήσεις δεν βρίσκει, αλλά που και που καταφέρνει να συνθέτει καλοδιατυπωμένες ερωτήσεις, από εκείνες που δυσκολεύουν τους επαναπαυμένους.
Όμως, πολλές φορές, μετά από ένα πανθομολογουμένως επιτυχημένο ερώτημα οι προσωπικές του αγωνίες -με ένα πλοπ- ξαναγυρίζουν στην επιφάνεια
Έχει κάνει αρκετό δρόμο. Βρίσκεται πια στην άκρη της παραλίας, μπροστά στους πρόποδες του Κεκραμένου λόφου. Δεξιά του η θάλασσα, αριστερά του η πόλη.
Η ανάσα του δηλώνει φορφέ.
Αράζει σε ένα παγκάκι στραμμένο προς τα νερά. Κοιτάζει τη λαδερή γκρίζα επιφάνεια μπροστά του. Συνειρμοί διάφοροι εξακολουθούν να τον περιτρέχουν.
Μετά, το βλέμμα του εστιάζεται σε ένα πράσινο μπουκάλι μπύρας στο καλάθι με τ’ άχρηστα δίπλα του. Ανασηκώνεται και το παίρνει. Βγάζει μολύβι και σημειωματάριο (τσέπες μπόλικες, οι περισσότερες άδειες, μερικές τρύπιες) και γράφει βιαστικά σε μια σελίδα διάφορα εξομολογητικά…
Το σημείωμα αρχίζει κάπως έτσι
Χαμένη μου αγαπημένη
Και καταλήγει κάπως έτσι:
Μπορεί τα μέσα (ακόμη και τα πλωτά) να υποβάλλουν… Να υπερβάλλουν…. Και να διαβάλλουν, διάβολε…
Τα μηνύματα όμως πλέουν.
Σήμερα αποδρώ μ’ ένα μπουκάλι
Και… σε ψάχνω .
Σκίζει τη σελίδα, την κάνει κύλινδρο, τη χώνει στο μπουκάλι και το εναποθέτει στο νερό.
Σπρώχνει το γυάλινο γραμματοκιβώτιο και το κοιτάζει που απομακρύνεται προς τον θολό ορίζοντα, γλιστρώντας χωρίς κυματισμούς, υπερρεαλιστικά ήρεμο!
Έχει σχεδόν μεσημεριάσει…
Ακούει βροντές.
Τα μεγάφωνα του Κυρίου των Καταιγίδων μπουμπουνίζουν σα να είναι στημένα κάπου εκεί, κοντά του.
Αλλά αυτός δεν αντιδρά, κολλημένος στην μπουκάλα που φεύγει στ’ ανοιχτά, δυσδιάκριτο πλέον στίγμα στη θαμπή ζώνη που ενώνει τη θάλασσα με τον ουρανό.
Έτσι δεν παίρνει χαμπάρι τι γίνεται πίσω του, στην άκρη της αμφιθεατρικής Πόλης.
Ώσπου φτάνουν ως αυτόν λαχανιασμένες ανάσες και πνιχτές φωνές. Πλατσουρίσματα από σόλες που κολλάνε στα νερά του δρόμου.
Γυρίζει. Οι τούφες της ομίχλης έχουν αυξηθεί, έχουν κατεβεί στο νοτισμένο έδαφος και εμποδίζουν την ορατότητα… Ποια ορατότητα; Τώρα η πόλη έχει σκοτεινιάσει και πάλι, σαν η μέρα να το μετάνιωσε και ξαναφεύγει προώρως!
Κάποιοι τρέχουν προς την παραλία, προς το μέρος του. Πιο πίσω διαγράφονται δέσμες φωτός που αναβοσβήνουν και διασταυρώνονται χιαστί, πιθανώς από προβολείς αυτοκινήτων. Ακούγονται πνιχτά κλάξον και μαρσαρίσματα.
Ανεβαίνει στο παγκάκι και προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει.
Τίποτα σοβαρό! Η πόλη γέμισε λάσπη. Πολλή λάσπη. Λάσπη μαυριδερή και σκουπιδοφόρα. Λάσπη ζέουσα. Λάσπη για όλους. Οι τηλεοράσεις την πήραν μυρουδιά και την πλαισιώνουν ήδη με συνεργεία, με κάμερες, με υστερικές ρεπόρτερ και με προβολείς που ξεσχίζουν την πρωινή μουντάδα.
Ίσως έγινε κατολίσθηση. Μπορεί να ξεχείλισε κανένα κανάλι ή να κάνει πληθωρικά αστεία ο ποταμός που συνήθως παρακάμπτει την Πόλη. Μπορεί να ’γινε κανένα σαμποτάζ στα φράγματα και να ’σκασε καμιά μπόμπα.
Ο Κίμωνας, τσαλαβουτώντας και χαζεύοντας τη λάσπη, γυρίζει στο μέρος όπου άφησε το ποδήλατο. Ο αέρας μυρίζει πιο άσχημα απ’ ότι συνήθως. Βγάζει από τι τσέπη της φόρμας του ένα φιαλίδιο που κουβαλάει για ανάλογες περιπτώσεις και ψεκάζει τη μύτη του.
Μετά παίρνει το ποδήλατο απ’ το χερούλι και, κόντρα στο παχύρρευστο ρεύμα, παίρνουν μαζί το δρόμο της επιστροφής.
Κάνει ζέστη. Ζέστη αφύσικη.
Προχωρώντας σιγά σιγά στ’ ανηφορικά σοκάκια, προσπερνούν διαφημιστικές αφίσες που μόλις διακρίνονται μεσ’ την ομίχλη και όπου κυριαρχεί το κοροϊδευτικό χαμόγελο της έφηβης υπερμάρτυρος (super testimonial) Μπάρμπυ Μπότον που συμβουλεύει τους πολίτες – καταναλωτές επί παντός του επιστητού, καθώς και κάτι επιγραφές ακόμη πιο αόρατες θαμμένες καθώς είναι ανάμεσα στις γιγαντοσυμβουλές, γραμμένες στους τοίχους με κόκκινο και μαύρο σπρέι.
Επιγραφές που προειδοποιούν και απειλούν τον Κόσμο γενικώς…
Το ίδιο πρωί, στον όγδοο όροφο της Πρυτανείας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ
Όπου αξιοσέβαστοι Πανεπιστημιακοί παίρνουν μια παραγγελιά και προβληματίζονται…
Διευκρινιστική δήλωση σχετική με τις δημοκρατικές μου προθέσεις:
Επειδή διέπομαι από καλή διάθεση απέναντι στους μειονεκτούντες συνανθρώπους μου (καθώς και από καλές προθέσεις, αντωνυμίες και ρήματα), ελπίζω ότι δε θα βρεθεί κανένας στενοκέφαλος λογιότατος ψιψίρης, πολιτικώς ορθός, καθήμενος ή ξαπλωμένος, που να ισχυριστεί ότι από το παρόν αριστουργηματικό χρονικό των χρόνων εκείνων λείπουν οι δημοκρατικές διαδικασίες.
Αντιθέτως, όπως μπορεί να παρατηρήσει αυτοπροσώπως ο κάθε καλόπιστος αναγνώστης, στο ανά χείρας πόνημα απαξάπαντες συνεδριάζουν λίγο πολύ δημοκρατικότατα, ανταλλάσσοντας έγκυρες γνώμες, απόψεις επί του προκειμένου, ιδέες περί του πρακτέου, φιλοφρονήσεις, ενστάσεις, επερωτήσεις, πάσες, κόντρες, ντρίπλες, επεμβάσεις, παρεμβάσεις και παρεκβάσεις, τηρούντες τόσο την ημερησία όσο και την αιωνία διάταξη.
Ως εκ τούτου ουδείς δικαιούται να εκπλαγεί που και στο επόμενο κεφάλαιο, το οποίο -σημειωτέον- διεξάγεται σε έγκυρο ακαδημαϊκό περιβάλλον, οι συμμετέχοντες αντιμετωπίζουν τα τρέχοντα προβλήματα μέσω εκτάκτου συνεδριάσεως.
Ανώνυμος Ένας
Πίσω από τη δίφυλλη πόρτα που χωρίζει τον προθάλαμο όπου περιμένουν οι δύο φίλοι από το κυρίως πρυτανικό Γραφείο, ο επικεφαλής του Δημοσίου Πανεπιστημίου Κούρος Σπαθής (προ Μετονομασίας: Επίκουρος Γιαταγάνης), συνομιλεί με μια ολιγομελή ομάδα υψηλόβαθμων πανεπιστημιακών.
Τα μέλη της μικρής αυτής ακαδημαϊκής ομήγυρης είναι καθισμένα γύρω από ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι. Το παχύ κρύσταλλο που καλύπτει ολοσχερώς την τάβλα του τραπεζιού αντανακλά, στο ανάποδο, τις προβληματισμένες φυσιογνωμίες τους.
Πρόκειται για τους εκπροσώπους της παράταξης που πλειοψηφεί στη Σύγκλητο, οι οποίοι συνεδριάζουν ατύπως αυτήν την ασυνήθιστα πρωινή ώρα, ύστερα από επείγουσα πρόσκληση του πρύτανη.
Το πρυτανικό γραφείο είναι ένας χώρος όπου υπάρχει, συμπυκνωμένη, εκείνη η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει ολόκληρο το Ίδρυμα και που υπενθυμίζει ότι εδώ, ίσως επειδή η αδυσώπητη πορεία των γεγονότων έχει κάνει κάποια μικρή επιτόπια παράκαμψη, έχουν επιβιώσει κάποιες παλιές (καλές και κακές) συνήθειες.
Υπάρχει, για παράδειγμα, μια έντονη μυρωδιά χαρτοβιβλίων ανακατεμένη με μυρωδιές δέρματος από δέρμα και καπνού από καπνό, καθώς και κάποια ανεπαίσθητα όσο και απαγορευμένα ίχνη από αιθυλικές οσμές τυλιγμένες σε αναθυμιάσεις που θυμίζουν λιβάνι.
Υπάρχει επίσης κάτι τι από το διακριτικό άρωμα που φοράει ο Σάρακας πριν επιτεθεί γεμάτος λάγνες προθέσεις ενάντια στη ψίχα του ξύλου των παλιών επίπλων και μια ιδέα από τον μαγικό οσφρητικό συνδυασμό που φτιάχνει η τριβή της σκόνης πάνω στις λουστραρισμένες επιφάνειες.
Υπάρχει ενδεχομένως και μια ιδέα από λίμπιντο παλαιάς κοπής και συλλεκτικής αξίας.
Όλα αυτά διαχέονται στο ψηλοτάβανο δωμάτιο ανάμεσα στις γκρίζες τούφες του πρωινού φωτός που τρυπώνουν από τα ανοίγματα των στενόμακρων παραθύρων με τις βαριές σολομόν κουρτίνες.
Στα σημεία των τοίχων που δεν καλύπτονται από τα βιβλιοφόρα ράφια κρέμονται θαμπές βυζαντινές εικόνες γεμάτες μελαγχολική μεγαλοπρέπεια που υπογραμμίζουν με νοσταλγικό τρόπο τα θεολογικά ενδιαφέροντα του μέρους.
Αυτό το φθινοπωρινό πρωί, ένα ρεύμα ανησυχίας κυκλοφορεί θροΐζοντας, ανάμεσα στους αξιοσέβαστους φορείς των υπερβατικών προβληματισμών και της παραδοσιακής γνώσης του Τόπου, αναστατώνοντας τις συνήθως ατάραχες εκφράσεις τους και ανακατεύοντας τα φύλλα από τα ντοσιέ που βρίσκονται μπροστά τους.
«Δεν μπορούν από τη μια μεριά να μας αγνοούν επιδεικτικά και από την άλλη να ξεφορτώνονται πάνω μας όλες τις καυτές πατάτες! Δεν γίνεται, όποτε τους καπνίσει, να ζητούν από εμάς να βγάζουμε τα κάστανα από τη φωτιά και τα φίδια απ΄ τη τρύπα!», λέει η κυρία Πηνελό(πη) Στρεσά (κη), κοσμήτωρ της Σχολής των Λογοτεχνικών Παραλλαγών και Παραλλάξεων.
Η εξέχουσα ακαδημαϊκός υπογραμμίζει τα λόγια της με την κατάλληλη χειρονομία: πιάνει με τα παχουλά δακτυλάκια της ένα χαρτί από την άκρη και το ανεμίζει προς την πλευρά των άλλων καθηγητών. Η κίνηση αναδεικνύει ταυτόχρονα, τόσο τα λαμπερά φωτο-διαθλαστικά δακτυλίδια, όσο και το αφράτο μπράτσο της.
Στο χαρτί αναφέρεται εν συντομία η αιτία που έχει προκαλέσει αυτήν την έκτακτη συγκέντρωση των πανεπιστημιακών ιθυνόντων. Γράφει :
Επείγον Αίτημα της Επιτροπής Χωρικών Διευθετήσεων του Τοπικού Συμβουλίου Προνομιούχων Μερίδων
Σχετικό με:
α) Την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης από το Δημόσιο Πανεπιστήμιο επί του ¨κτίσματος¨ που ανακαλύφθηκε προσφάτως στον Κεκραμένο Λόφο κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως εκεί χωματουργικών έργων από την Ανώνυμη Εταιρεία Οικιστικής Επέκτασης,
και
β) Την διατύπωση πορίσματος για τις δυνατότητες αξιοποίησης του συνολικού χώρου.
Η κοσμήτωρ, εκτός από παχουλά δακτυλάκια, τα απαστράπτοντα κοσμήματα και τα αφράτα μπράτσα, διαθέτει ταμπεραμέντο ασυνήθιστο για το ακαδημαϊκό περιβάλλον, καθώς και άλλα προεξέχοντα προσόντα που εδώ και καιρό έχουν τραβήξει την προσοχή του κυρίου πρύτανη.
Ο Σπαθής κοιτάζει με θαυμασμό το γενναίο στήθος που προτείνει η συνάδελφος προκειμένου να υπογραμμίσει την δικαιολογημένη δυσφορία της. Ωστόσο διατηρεί αμετάβλητο το παγωμένο χαμόγελο που κρέμεται λοξά από τις μυτερές άκρες των μουστακιών του.
«Και όμως, η διερεύνηση, αυτού του κτίσματος, είναι ένα ζήτημα που άπτεται των αρμοδιοτήτων μας. Όσων, εν πάση περιπτώσει, μας έχουν απομείνει…», παρατηρεί. «Εξάλλου, πώς αλλιώς νομίζετε ότι το Ίδρυμα θα μπορέσει να ξεπεράσει τη σημερινή ύφεση και να αποκτήσει και πάλι έστω και λίγη από την παλιά του αίγλη, αν δεν αποδεχθούμε ακόμη και αυτού του είδους τις αναθέσεις και τις παραγγελίες;»
Ρίχνει μια κυκλική ματιά στους ομοτράπεζους: «Ακόμη κι αν χρειαστεί να διακινδυνεύσουμε κάπως!»,
«Εννοείτε, βεβαίως, τις μελέτες που κανένας άλλος δεν δέχεται να αναλάβει», αποσαφηνίζει με στωικό ύφος ο μουσάτος και ατσαλάκωτος κύριος Μέλλων Τετελέ, της Προφητικής Σχολής των Ετεροχρονισμένων Ιστορικών Προβλέψεων.
Ο Μέλλων Τετελέ ανήκε κάποτε στην επικρατούσα εκκλησία του Τόπου, η οποία είχε πάψει να είναι επικρατούσα μια που είχε εν μέρει εκσυγχρονιστεί και αυτοκαταργηθεί και εν μέρει μεταναστεύσει στις μη προστατευμένες περιοχές αναζητώντας μετάνοια και εξιλέωση. Μερικοί από τους παλιούς ιεράρχες όπως ο Μέλλων Τετελέ είχαν εκκοσμικευθεί και είχαν βρει καταφύγιο στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο.
«Στο σημείο που φτάσαμε, ακόμη κι αυτές», απαντά επιγραμματικά ο κ. πρύτανης. Και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Η πικρή αλήθεια είναι ότι σε ορισμένα θέματα και σε ορισμένους τομείς, ξεμάθαμε πλέον να ερευνούμε» παρατηρεί ο Μετεόρ Φλου, ένας ψηλόλιγνος πενηντάρης με φουλάρι και καρό γελέκο([1]) που υπηρετεί ως καθηγητής Υποβλητικών Προτροπών, Υποτροπών και Κελευσμάτων στη Σχολή των Υπερβατικών Μέσων και Διασυνδέσεων. «Ιδιαίτερα δε, από τότε που μας αφαίρεσαν τους κλάδους των εφαρμοσμένων επιστημών και μας επέτρεψαν να εξετάζουμε οτιδήποτε, αρκεί να μην έχει πρακτική εφαρμογή!»
«Στα Ιδιωτικά Ινστιτούτα μελετούν τα πράγματα μόνον από επιχειρησιακή άποψη, χωρίς να υπεισέρχονται στην ουσία τους», συμπληρώνει ο Μέλλων Τετελέ, «ενώ εμείς εδώ μπορούμε μεν να αναφερόμαστε στην εσώτερη ουσία, αρκεί να μη θίγουμε την εξωτερική τάξη των πραγμάτων. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που το επιστημονικό δυναμικό του ιδρύματός μας κινδυνεύει να ξεχάσει πόσο συναρπαστική περιπέτεια είναι το να διερευνά κανείς συνολικά τα όντα και να ανιχνεύει εκείνες τις άγνωστες παραμέτρους που συνδέουν τα χειροπιαστά πράγματα με την ουσία τους…»
«Έτσι κι αλλιώς η αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων δεν είναι πια της μόδας», καταλήγει με έναν ξεφυσητό αναστεναγμό ο Μετεόρ Φλου.
«Αφού μας αφήνουν συστηματικά στο περιθώριο, θα έπρεπε, τουλάχιστον, να μας αφήνουν και έξω από τις διενέξεις τους», παρεμβαίνει και πάλι η Στρεσά.
«Και όμως, να που τώρα να μας θυμηθήκανε ξαφνικά και θέλουν να μας αναθέσουν την διερεύνηση αυτού του απαίσιου ερειπίου», λέει σαρκαστικά ο (Αγα) Μέμνων Ξείπας, ο παχουλός καθηγητής Σχετικών Διαβεβαιώσεων και Πιστοποιητικών της Σχολής των Διαλεκτικών Δογμάτων, ενώ παράλληλα επιχειρεί να καθαρίσει το τσιμπούκι του από τις στάχτες χτυπώντας το ανάποδα στο κεντρικό κοινόχρηστο τασάκι.
«Μόνο απαίσιο; Και Δύσοσμο! Την δυσοσμία που τη βάζετε;», υπερθεματίζει η κοσμήτωρ. «Λένε ότι επεκτείνεται εκατοντάδες μέτρα γύρω από το ¨εύρημᨻ.
Ο πρύτανης στρέφεται πάλι προς την μόνη εκπρόσωπο του θήλεος γένους στην πανεπιστημονική παρέα, με πρόθεση να την επιπλήξει για αυτήν την τάση της προς την υπερβολή, αλλά προς στιγμήν ξεχνάει τι ακριβώς θέλει να πει, καθώς η θέα των πλουσίων χαρισμάτων της ανακόπτει για λίγο τον επιχειρηματολογικό του ειρμό.
Στο νου του έρχονται οι κακές γλώσσες που διαδίδουν ότι τάχα τα ωραιότατα στήθη της κυρίας Στρεσά, είναι προϊόντα της τελευταίας τεχνολογίας και όχι της επικυριαρχίας του πνεύματος επί της ύλης όπως συνιστούν οι επιταγές του πανεπιστημιακού περιβάλλοντος.
Ούτως ή άλλως, πολύ θα ήθελε να ξεκαθαρίσει αυτοπροσώπως αυτό το θέμα με μία χειροπιαστή και επιτόπια πραγματογνωμοσύνη…«Καλό θα είναι να γίνει πρώτα μια επιτόπια πραγματογνωμοσύνη!» λέει.
«Για τη μπόχα;»
«Ε; Όχι. Ναι, βέβαια, για την δυσοσμία. Κοιτάξτε. Ας είμαστε επιφυλακτικοί σχετικά με αυτές τις μαρτυρίες που βασικά προέρχονται από τα τηλεοπτικά κανάλια και τις εκπομπές των ¨Ανησυχούντων Επικοινωνητών με τα Παράθυρᨻ, διευκρινίζει ο Κούρος Σπαθής. «Αυτοί, το ξέρετε ότι τους αρέσει όλα να τα φουσκώνουν και να κάνουν το τόσο, τοοοόσο!» προσθέτει, -και κοιτάζει τώρα με ένα κάποιο σκεπτικισμό τα άνω διαζώματα της Κοσμήτορος.
«Εγώ διαφωνώ», αντιτείνει η Στρεσά. «Και εξάλλου το πρόβλημα δεν είναι μόνο η αποφορά που εκπέμπει ολόκληρος ο λόφος στον οποίο βρέθηκε αυτή η περίεργη κατασκευή. Θα πρέπει να σας πω, ότι σύμφωνα με όσα άκουσα, γύρω τριγύρω από το ύψωμα έχει δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα πλαδαρής ανασφάλειας και υποβόσκουσας φοβίας που προσβάλλει οποιονδήποτε πλησιάζει το μέρος. Λέγεται ότι ορισμένοι από τους τεχνοκράτες των Ινστιτούτων που αποπειράθηκαν να εξερευνήσουν πρώτοι το ¨εύρημα¨ βρίσκονται σήμερα σε κατάσταση βαριάς κατάθλιψης και τελούν υπό ψυχιατρική παρακολούθηση».
Μα γιατί σήμερα του πηγαίνει έτσι κόντρα η στρουμπουλή συνάδελφος;
Η ένταση του ύφους της κυρίας Στρεσά φέρνει σε δύσκολη θέση τον πρύτανη, γιατί η κοσμητόρησσα, (στο άνθος της μέσης ηλικίας και εάν ξαναφτιαγμένη, σίγουρα μαστορεμένη και φινιρισμένη από καλλιτέχνη πλαστικό χειρούργο) του δημιουργεί ένα σωρό παράπλευρα αισθήματα και συναισθήματα που δεν έχουν να κάνουν με την υπηρεσιακή πλευρά της σχέσης τους. Αν είναι να την στριμώξει, θα προτιμούσε να το κάνει σε καμιά γωνία των απέραντων σκοτεινών διαδρόμων του Ιδρύματος και όχι στο πεδίο των επιχειρημάτων και των επιστημονικών απόψεων.
«Σέβομαι τις απόψεις σας αγαπητοί συνάδελφοι», λέει απευθυνόμενος προς όλους, αλλά κοιτάζοντάς επίμονα την Στρεσάκη. «Θα ήθελα πάντως να λάβετε υπ’ όψιν σας ότι η απόφασή τους να απευθυνθούν σε εμάς σημαίνει ένα από τα δύο:
Το πρώτο ενδεχόμενο είναι ότι το Συμβούλιο αναγνώρισε επιτέλους, έστω και εμμέσως, πως υπάρχουν θέματα και καταστάσεις που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο με τις τεχνοκρατικές μεθόδους των Ιδιωτικών Ινστιτούτων.
Εξάλλου, για σταθείτε μια στιγμή. Ας υποθέσουμε ότι όντως υπάρχουν δυσερμήνευτα φαινόμενα στην περιοχή του ευρήματος, όπως αυτά που ανέφερε η κυρία Στρεσάκη: αφύσικες οσμές, ανεξέλεγκτες καταθλιπτικές ροές κ.λ.π.. Αλλά σ’ αυτήν ακριβώς την περίπτωση -δεν μπορείτε να το αρνηθείτε- η δική μας παρουσία αποκτά ειδικό ενδιαφέρον και περιεχόμενο. Πώς θα μπορούσαμε να αρνηθούμε τη συμβολή μας στην διερεύνησή μιας υποθέσεως με ενδείξεις μεταφυσικών προεκτάσεων, ε;
Μη ξεχνάτε πως η θεωρία ότι «η χωροχρονική ταυτότητα του πλανήτη κατά την τρέχουσα περίοδο χαρακτηρίζεται από μια περίοδο συμπύκνωσης των απιθανοτήτων» και ότι «αυτό αποτελεί ένδειξη ότι κάποιες Μεταφυσικές Οντότητες επιδεικνύουν ανανεωμένο ενδιαφέρον για τα επίγεια», είναι μια θεωρία που έχει προωθηθεί από ορισμένες δικές μας Σχολές, όπως λόγου χάρη η Σχολή Μεταφυσικών Ανησυχιών του Χόμο Σάπιενς.
Όπως καταλαβαίνετε δεν είναι δυνατόν να είμαστε σχεδόν οι μόνοι που εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι τα μη τηλεοπτικά Θαύματα, όχι μόνον υπάρχουν, αλλά και ότι αποτελούν όλο και πιο πιθανές εκβάσεις των γεγονότων και, από την άλλη, όταν μας καλούν να διερευνήσουμε κάποια άτυπα φαινόμενα να λέμε όχι με πεισματικό και τελεσίδικο τρόπο.
«Τότε ας το αναγνωρίσουν ανοιχτά, όχι μόνο ότι μας χρειάζονται, αλλά και το γιατί», επιμένει η Πηνελόπη Στρεσάκη.
«Υπομονή, αγαπητοί συνάδελφοι. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία σαφής ένδειξη ότι πρόκειται για κάτι το υπερβατικό. Ούτε εγώ προσωπικά θεωρώ ότι πρόκειται για κάτι τέτοιο. Ίσως όλα αυτά να μην είναι παρά παρενέργειες αυτής της παράλογης ζέστης που μας καταπλακώνει τον τελευταίο καιρό. Ή πάλι, οι διαδόσεις σχετικά με την εμφάνιση παραφυσικών φαινομένων να ξεκινούν από τις συνήθεις υπερβολές των ¨Ανησυχούντων Επικοινωνητών¨ και το απρόσμενο, πράγματι, ενδιαφέρον του Συμβουλίου για τις απόψεις μας να αποτελεί ένδειξη κάποιας άλλης εκδοχής. Μιας εκδοχής που, με κίνδυνο να χρησιμοποιήσω έναν όρο που εδώ και καιρό δεν είναι πια ιδιαίτερα δημοφιλής, θα χαρακτήριζα ¨πολιτική¨ .
«Αυτές οι ¨πολιτικές εκδοχές¨ είναι που με ανησυχούν ακόμη πιο πολύ», λέει η Στρεσά.
«Τι είδους ¨πολιτική¨ εκδοχή;», απορεί ο Μετεόρ Φλου. «Εμένα μου φαίνεται ότι το όλο θέμα οφείλεται αποκλειστικά σε μια σειρά ατυχών συμπτώσεων».
«Ας ανακεφαλαιώσουμε», λέει ο πρύτανης, «και νομίζω ότι θα γίνει κατανοητό το τι θέλω να πω:
Όσον αφορά την ανακάλυψη του ερειπίου, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι έχετε δίκιο κύριε Φλου: όλοι ισχυρίζονται ότι η άκρη από το κτίσμα ήρθε στην επιφάνεια τυχαία, όταν ένας αδέξιος χειριστής της Εταιρείας Οικιστικής Επέκτασης, έριξε πάνω στον Κεκραμένο Λόφο τη φαγάνα του.
Παρ’ όλα ταύτα, φαίνεται ότι υπάρχουν κι άλλες εκδοχές για το τι ακριβώς συνέβη. Θα ήθελα λοιπόν να σας ενημερώσω σχετικά με ορισμένες φήμες που κυκλοφορούν στο Σπίου Νετ».
Σταματάει, κατεβάζει τα γυαλιά στην άκρη της μύτης του και κοιτάζει, από πάνω τους, τους συνομιλητές του έναν – έναν.
Αυτοί πνίγουν αμέσως κάτι μισά χαμόγελα που προκλήθηκαν από την άμεση αυτή ομολογία του πρύτανη, δηλαδή πως έχει πρόσβαση όχι απλώς σε ένα οποιοδήποτε Δίκτυο, αλλά στο πιο κουτσομπόλικο και κακόπιστο από τα Νετ που περιτυλίγουν την Πόλη. Αυτό είναι κάτι έξω από τα πανεπιστημιακά ήθη και έθιμα. Οι έγκριτοι πανεπιστημιακοί κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να σνομπάρουν τα δίκτυα και ιδιαίτερα τα πιο κουτσομπόλικα, αλλά δεν τα καταφέρνουν πάντα.
«Τι συμβαίνει;» λέει ο πρύτανης. «Σας φαίνεται παράξενο που είμαι ενήμερος για αυτά που κυκλοφορούν στα δίκτυα; Είναι περιττό να μου παριστάνετε τις μωρές παρθένες, και είναι καλύτερα να μη σχολιάζετε άμα δεν ξέρετε ακριβώς τι συμβαίνει!»
«Περί τίνος πρόκειται κύριε Σπαθή; Τι ακριβώς μας διαφεύγει;» ρωτάει, σεμνά αυτή τη φορά, η Πηνελόπη Στρεσάκη
Ο Σπαθής αισθάνεται την ανάγκη να δώσει ορισμένες διευκρινίσεις:
«Ακούστε: Τον τελευταίο καιρό είχαμε έντονες πιέσεις από την Εκπαιδευτική Επιτροπή του Συμβουλίου των Ενισχυμένων Μερίδων που μας ζητούσε με αρκετά φορτικό τρόπο να προσθέσουμε στο πρόγραμμα σπουδών μια σειρά μαθημάτων με θέμα τον απόπλου, την πλοήγηση και τον ελλιμενισμό στα πληροφορικά κανάλια. Ισχυρίζονταν ότι λόγω της καθυστέρησης που παρουσιάζει το Ίδρυμα στον τομέα των πληροφορικών διασυνδέσεων, οι υπολογιστές τους δυσκολεύονται να ελέγξουν ορισμένες οικονομικές μας δραστηριότητες, όπως π.χ. τους εράνους, τις λαχειοφόρους αγορές και τις θεατρικές παραστάσεις που διοργανώνουμε για να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή του εκπαιδευτικού μας έργου. Όπως καταλαβαίνετε δεν στάθηκε δυνατό να αρνηθούμε. Έτσι προσθέσαμε αυτό το μάθημα στον Τομέα Προληπτικών Υπερβατικών Δράσεων της Σχολής Μεταφυσικών Ανησυχιών του Χόμο Σάπιενς.
Μην ανησυχείτε όμως. Δεν πρόκειται για μία ακόμη οπισθοχώρησή του Πανεπιστημίου μας στις πιέσεις του Συμβουλίου που παρουσιάζονται ως επιταγές των καιρών. Και αυτό γιατί εμείς, στην ουσία, μετατρέψαμε το μάθημα που μας επιβλήθηκε σε ένα μάθημα Πληροφορικής Ανοσίας. Τοιουτοτρόπως έχουμε τη δυνατότητα να εκπαιδεύσουμε ορισμένους προικισμένους φοιτητές μας ώστε να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε όλων των ειδών τα δίκτυα χωρίς να υπόκεινται στις κυριότερες αρνητικές τους παρενέργειες.
Τελικά πρόκειται για μια καινοτομία που αποδεικνύεται πολύ ενδιαφέρουσα.
Και επιπλέον, τα εργαστήρια αυτού του μαθήματος αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφόρησης της Πρυτανείας σχετικά με τα όσα κυκλοφορούν στα Δίκτυα, τους Ιστούς και τα Κανάλια. Και σας διαβεβαιώ ότι ορισμένα από αυτά που κυκλοφορούν, άμα τα περάσεις από το κατάλληλο φίλτρο, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Εξάλλου αυτό μπορεί να σας το επιβεβαιώσει και ο υπεύθυνος για αυτά τα προγράμματα Πληροφορικής Πλοήγησης, ο καθηγητής κύριος Φίλος Νάφτης, τον οποίο παρακάλεσα να έρθει σήμερα εδώ, ακριβώς λόγω του θέματος που προέκυψε και ο οποίος μπορεί ενδεχομένως να μας παράσχει κάποιες από τις εξειδικευμένες γνώσεις του.
«Πράγματι,» επιβεβαιώνει ο (Θεο)Φιλος ( Καντηλα) Νάφτης, κάποτε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής που με τη Μετονομασία έχει στερηθεί το Θεό και τα καντήλια του και που στη συνέχεια είχε ειδικευτεί στους πληροφορικούς εξορκισμούς.
Ο Νάφτης φαίνεται νεότερος από τους υπόλοιπους, είναι ντυμένος στα άσπρα και κάθεται λίγο απομακρυσμένος από τους άλλους της ομήγυρης. Μέχρι στιγμής δεν έχει πάρει το λόγο. Τώρα διευκρινίζει:
«Τα μαθήματα Πληροφοριακής Ανοσίας βρήκαν ανταπόκριση ανάμεσα στους φοιτητές, αν και προς το παρόν δεχόμαστε μόνο ένα περιορισμένο αριθμό ταλαντούχων τελειοφοίτων».
«Ώστε έτσι!» μουρμουρίζει συμπερασματικά ο Μέλλων Τετελέ. «Ώστε κατάφεραν τελικά να μας μπλέξουν με τα δίχτυα τους. Έστω! Και τι κυκλοφορεί λοιπόν μέσα σ’ αυτόν το βόρβορο; Τι βγήκε τελικά απ’ αυτήν την ιστορία;»
«Θα σας πω όλα όσα ξέρω. Αρκεί να μη με ξαναδιακόψετε», υπόσχεται ο Σπαθής.
[1] Σημείωση περί των ενδυματολογικών συρμών (μάστ) της εποχής εκείνης
Τον καιρό εκείνο υπήρχαν πολλοί τρόποι να ντυθεί κανείς.
Κατ΄ αρχήν υπήρχαν οι ενδυματολογικές προτάσεις των μεγάλων μετρ, η κάθε μία κι ένας τρόπος ζωής. Αλλά, βέβαια, υπήρχαν και οι μικρότερες θυγατρικές φίρμες που άφηναν περιθώρια για κάποιες προσωπικές επιλογές.
Διάλεγες ρούχα ανάλογα με το τι ήθελες να δηλώσεις. Παραδείγματος χάρη, τις σεξουαλικές σου προτιμήσεις ή ο φύλο που είχες διαλέξει για εκείνη την περίοδο. Τι ήθελες; Το παρακμασμένο πλέον πρώτο;
Το ανερχόμενο δεύτερο; Την κρατούσα συμμαχία ανάμεσα στο τρίτο το τέταρτο και το πέμπτο;
Υπήρχαν για όλα οι κατάλληλες ενδυματολογικές αναφορές.
Όσο για το ύφος που επικρατούσε μεταξύ των καθηγητών του Δημόσιου Πανεπιστήμιου, αυτό ήταν ως επί το πλείστον το αμιγώς αλαλούμ με αυτοσχεδιαζόμενες παρελθοντολογίες νύξεις.
Σχολιάστε