ΜΠΑ!!! (Μέρος Β) Οι θνητοί (4)
Την ίδια ώρα, στο σπίτι των Αμάρων
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟΝ
Οι αντιφατικές και μπερδεμένες σκέψεις του Κίμωνα Αμάρου καθώς προσπαθεί να τα βρει με τον εαυτό του επιδιδόμενος σε αναζήτηση πλοκών και μύθων.
Ο Κίμωνας γύρισε στο σπίτι του, μια μικρή πέτρινη μονοκατοικία στριμωγμένη άσχημα ανάμεσα σε δύο νεο-μεταμοντέρνα τσιμεντένια μεγαθήρια. Άφησε το ποδήλατο στο μικρό κήπο της πρασιάς και μπήκε μέσα, κατ’ ευθείαν στο μπάνιο, να βγάλει τις λάσπες από πάνω του. Εκεί ανακάλυψε ότι το νερό είχε κοπεί.
Τελικά, καταφέρνει να ξελασπώσει με δυσκολία, χρησιμοποιώντας ό,τι νερό έχει απομείνει στους σωλήνες.
Μετά, τυλιγμένος στην αφρατάδα ενός λευκού μπουρνουζιού αισθάνεται κάπως αλλιώς. Μπαίνει στον προσωπικό του χώρο και κάθεται στο παλιό μεγάλο γραφείο.
Κι αυτήν τη φορά, στην αρχή, είναι κάτι σαν παρόρμηση.
Και ποιος είπε ότι οι παρορμήσεις δεν προκαλούν σκέψεις;
Ή ότι υλοποιούνται αυτομάτως χωρίς να δημιουργούν άγχη, κρίσεις, αναστατώσεις, αναμπουμπούλες, αναθεωρήσεις, αναταραχές, και εσωτερικούς αναβρασμούς;
Όποιος κι αν ήταν είχε άδικο, μερικές προκαλούν. Και εν πάση περιπτώσει ο Κίμων Αμάρος, στην ψυχολογική φάση που είναι σήμερα, αυτόν τον κάποιον τον αγνοεί επιδεικτικά, για να μην πούμε ότι τον έχει κανονικά γραμμένο.
Ο Κίμων, λοιπόν, πρώτα σκέφτεται για λίγο την παρόρμησή του και μετά λέει «εντάξει!».
Έτσι τώρα, καθισμένος μπροστά σε μια στοίβα από ασύμμετρα και σκονισμένα χαρτιά, ψάχνει. Και μετά τραβάει έξω εκείνο το φάκελο, που το θαλασσί του χρώμα δεν είναι πια τόσο έντονο και όπου είναι αποθηκευμένες οι παλιές του ιστορίες και οι παλιοί του ήρωες.
Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που ο Κίμωνας άγγιξε για τελευταία φορά το φάκελο με το θαλασσί χρώμα και τις αφημένες στη μέση διηγήσεις:
Πρώτα ήταν μια περίοδος -Ασπασία!- που ήταν απασχολημένος με την ευτυχία του. Ύστερα, όταν η Ασπασία βρήκε το δρόμο του Θεού και τον άφησε, ο λόγος ήταν, ίσως, ότι φοβόταν τους ήρωές που είχε κάποτε δημιουργήσει και που βρίσκονταν ακόμα κρυμμένοι μέσα στα χαρτιά της σκονισμένης στοίβας: Αυτούς που είχαν ήδη αποκτήσει χαρακτήρα, αλλά και εκείνους που είχε αφήσει ανάμεσα στις σκόρπιες σελίδες μισοτελειωμένους και ανολοκλήρωτους.
Που μπορεί να διατηρούσαν περισσότερη δόση από αγνή νεανική τρέλα απ’ αυτόν και να του ζητούσαν τα ρέστα μόνο και μόνο γιατί οι ενθουσιασμοί του είχαν καταλαγιάσει, ενώ οι δικοί τους παρέμεναν νεανικοί, μισοτελειωμένοι και ανολοκλήρωτοι.
Άλλοτε πάλι, είχε αντιδράσει στην παρόρμηση να ψάξει για τον φάκελο με τα ημιτελή παραμύθια γιατί φοβόταν ότι οι ίδιες οι ιστορίες του θα είχαν ξεθυμάνει και το αντίδοτο δε θα λειτουργούσε πια. Κι ας ήταν το τελευταίο του καταφύγιο.
Τελικά όμως, σήμερα, υπόκυψε στο κέντρισμα, πάστρεψε τις σκόνες, τράβηξε τα χαρτιά απ’ το ξεθωριασμένο τους περιτύλιγμα, έβγαλε τους συνδετήρες, άρχισε να αναθαρρεύει, και είπε: Τώρα θα φτιάξω ιστορίες καινούργιες. Πιο ώριμες.
Και άρχισε να ψάχνει ένα νέο μύθο -τελάρο, για να συνεχίσει το πλέξιμο.
Ο Κίμων Αμάρος ψάχνει και σιγοψιθυρίζει τη συνταγή που ξέρει από παλιά:
Ο μύθος -τελάρο πρέπει να καλουπώνεται μέσα σε μια σειρά από ασυνήθιστες καταστάσεις, αλλά όχι σώνει και καλά πολύ ασυνήθιστες. Τόσο μόνο, όσο φτάνει για να μπορέσεις να πεις μερικά από ’κείνα που σου χουν κάτσει εδώ δα, στο λαιμό. Τόσο, όσο χρειάζεται για να λειτουργήσει το καθαρκτικό και να πιάσει το ξόρκι.
Ασυνήθιστες καταστάσεις που ωστόσο να παραπέμπουν στα συνήθη μυστήρια της ζωής, όπως ο έρωτας κι ο θάνατος, το χάος και η τάξη, η εξουσία κι η υποταγή.
Και που, πάντως, να αγκυρώνονται στις αδυσώπητες δεσμεύσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ας πούμε στην κατηφορική δύναμη της βαρύτητας, στο αμετανόητο βέλος του χρόνου, στην καταλυτική ισχύ της ανθρώπινης βλακείας.
Αλλά πάλι -σκέφτεται καθώς αναθαρρεύει ακόμη περισσότερο- όλοι έχουν δικαίωμα στο ξέφρενο παραμύθι. Και πιο πολύ ανάγκη και δικαίωμα το ’χουν οι παραμυθάδες (ακόμη κι όταν το παίζουν συγγραφείς).
Αυτοί οι μικροί-θεοί-χάριν-παιδιάς!
Αυτοί οι κοσμοπλάστες που κινδυνεύουν να αμαρτήσουν από Υπερηφάνεια μόνο αν χάσουν την ικανότητα να γελάνε με το τετελεσμένο και το χωμάτινο μέρος της ύπαρξής τους.
Ωραία! Τώρα ο Αμάρος έχει ανανεώσει μέσα του το κουράγιο να προχωρήσει και πάλι στην κατασκευή απίθανων ιστοριών.
Μπορεί πλέον να αφεθεί και να απολαύσει το φούσκωμα του (οξέως) θεϊκού συνδρόμου μέσα του. -το φούσκωμα που είναι απαραίτητο για να πάει πάρα πέρα η διαδικασία της γένεσης…
(Εντάξει, είναι μόνο ένα υποκατάστατο, που όμως λειτουργεί… έστω για λίγο).
Και τώρα, ίσα ίσα για να τσεκάρει τις νέες του υπερδυνάμεις, δεν μένει παρά να γίνει για λίγο -για προθέρμανση- κακός και αυθαίρετος:
Γιατί, τι νόημα (και τι ευχαρίστηση) έχει να ασκείς την υπέρτατη γραφιδο-εξουσία άμα είσαι τελικά υποχρεωμένος να υπακούς αποκλειστικά σε ανώτερες αγαθές αρχές και τελεολογίες και να προσαρμόζεσαι πλήρως σε θείες (γραμματολογικές) σκοπιμότητες, σε ιερούς (λεξικογραφικούς) κανόνες, σε άνωθεν (συντακτικές) ντιρεκτίβες και σε νόμους πλαίσιο (καλής συμπεριφοράς) φτιαγμένους σε άλλες φάσεις, από άλλους βαρεμένους πάνω κάτω σαν κι εσένα;
Ε, όχι! Που και που και χάριν παιδιάς, ναζιού και σκέρτσου πρέπει να μπορείς να κάνεις και καμία παράκαμψη και να βγάζεις το οξύ θεϊκό άχτι σου.
Και ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι πρώτοι υποψήφιοι για δοκιμαστικό καταχεριασμό;
Δεν είναι πολύ δύσκολο.
Κάποιοι που κάπως να του μοιάζουν κι όμως να μην τους πηγαίνει. Κάποιοι γραφιάδες από την τελευταία εποχή των βιβλίων και των ιστοριών. Κάποιοι που να φταίνε που η ιστορίες κινδύνεψαν να μπουν σε αναστολή μαζί με την Ιστορία.
Εκεί δίπλα, ανάμεσα στα βιβλία που στριμώχνονται πάνω στα ράφια της παλιάς βιβλιοθήκης και παραδίπλα ανάμεσα στις παρατεταγμένες κασέτες με τις κινηματογραφικές ιστορίες, είναι κρυμμένοι κάμποσοι τύποι, που ενώ κάποτε ο Αμάρος πίστευε ότι είχανε κάτι να πούνε, τώρα του προκύπτουν αντιπαθείς και ανυπόφοροι.
Δεν έχει παρά να διαλέξει.
Ιδού, για παράδειγμα μερικοί που πάσχουν από το ίδιο σύνδρομο μ’ αυτόν, μόνο που δεν καβαλάνε το καλάμι (και τη γραφίδα) για να παίξουν τους ωραίους τρελούς, παρά παίρνουν την ασημαντότητά τους στα σοβαρά ταλαιπωρώντας εαυτούς και αλλήλους.
Νάτοι λοιπόν -σκέφτεται τώρα ξεθαρρεμένος και σχεδόν ζόρικος- νάτοι οι ομφαλοσκόποι ήρωες της Εποχής του Νάρκισσου, που καταφέρνουν με περίσσια επιδεξιότητα -και πολύ ύφος- να περιστρέφονται γύρω απ’ τον άξονά τους.
Έτσι είναι: οι άνεμοι των ¨καιρών που αλλάζουν¨, άλλους τους ωθούν μπροστά, άλλους τους σπρώχνουν πίσω και άλλους, γερά αγκιστρωμένους στην αφεντομουτσουνάρα τους, το μόνο που καταφέρνουν, οι άνεμοι, είναι να τους φέρουν μια γυροβολιά 360 μοιρών, -τη μια λιγότερο μοιραία από την άλλη- με συνεπαγόμενο αποτέλεσμα η προοπτική να παραμένει αφαλός.
Όντας επιπλέον ανίκανοι, οι παραπάνω ναρκισσευόμενοι, να επινοήσουν μια ιστορία, νάτους που καταλήγουν να προσπαθούν να ¨καταθέσουν¨, στην τράπεζα που δίνει τόκους σε Ηροστράτεια υστεροφημία, ένα στυλάκι, ή μια πόζα.
Και όταν δεν τους βγαίνει -δεν είναι εύκολο, διάβολε, να διηγηθείς ένα στιλ, αποφαίνεται απτόητος ο Κίμων- καταλήγουν σε τεχνάσματα και ασκήσεις ύφους, ρευόμενοι, περδόμενοι, ανασκολοπιζόμενοι, κανιβαλιζόμενοι, παρακμιαζόμενοι και γυαλοκαθρεφτιζόμενοι ταυτοχρόνως, χωρίς τουλάχιστον μια στοιχειώδη αιτία, πέρα από την έμφυτη κακομοιριά τους.
Το αποτέλεσμα, βέβαια, δεν είναι παρά το να προκαλούν εν τέλει κουρασμένα χασμουρητά και κορεσμένη πλήξη, -σ’ όλους πλην όσων τους μοιάζουν αρκετά ώστε, κατά βάθος, να ζηλεύουν που δεν έδωσαν αυτοί τη σωστή κλανιά στη σωστή στιγμή!
Και σαν να μην έφταναν αυτοί, σε μια φάση είχαν πλακώσει κι από τους αγρούς κι οι αγροίκοι.
Ήταν την εποχή της πρώτης απορύθμισης, ή λίγο πιο μπροστά, τότε που οι αστοί παραμυθάδες του Τόπου προσπαθούσαν να βρουν κανένα κομμάτι αμόλυντη ύπαιθρο για να μετοικήσουν και να γλιτώσουν έτσι από τους βόθρους και τα σκουπίδια των πόλεων, αλλά δυσκολεύονταν, γιατί ο μύθος της αγνής υπαίθρου είχε δύσει για πάντα.
Αντίθετα, στις πόλεις είχε καταφτάσει και είχε αναπαραχθεί ταχέως ένα είδος παραμυθάδων που μόλις είχαν φτάσει φρέσκοι-φρέσκοι από τα χωράφια και τα τρακτέρ, που κατανάλωναν κατά κόρον ό,τι πλαστικούρα τους είχε λείψει στους αγρούς και που με εκδικητική οίηση παινευόντουσαν ότι, άμα λάχει, είναι και πιο διεφθαρμένοι από τους αστούς (άρα περισσότερο του συρμού -και πιο εμπορικοί- από δαύτους).
Διατυμπάνιζαν λοιπόν τις αγροτικές τους ψιλοαμαρτίες (όπως να πούμε αιμομιξίες, κτηνοβασίες, και άλλα παρόμοια σλατερ-όφρονα πα(λ)πάρια, συμπεπλεγμένα και όχι πλέον συμπλεγματικά) και δεν τολμούσε να τους κουνηθεί κανείς.
Να γιατί -συμπεραίνει ασυνεπώς και πάλι ο Κίμωνας- συμφέρει να φτιάχνει κανείς τους δικούς του ήρωες και να τον παιδεύουνε και να τους παιδεύει στον ελεύθερό του χρόνο.
Αυτά κι άλλα τέτοια αντιφατικά και μπερδεμένα σκέφτεται ο Αμάρος, καθώς περιμένει την Έμπνευση που τον έχει στήσει στο ραντεβού.
Αλλά επειδή ο Κίμωνας διαθέτει μια κάποια Αίσθηση του Δικαίου και επομένως διατηρεί την ικανότητα να οργίζεται όχι μόνο με ό,τι τον θίγει προσωπικά, αλλά και με ό,τι δεν τον αφορά ευθέως, μπορεί να ελπίζει. Γιατί η οργή είναι μια περίφημη πηγή ενεργοποίησης και ένα καθώς πρέπει κίνητρο για δράση.
Ακόμα και κράχτης για την πουτάνα την έμπνευση.
Και ποιος ξέρει αν είναι επειδή το λειρί του Αμάρου έχει ανασηκωθεί, ή αν είναι επειδή το λοφίο του ανεμίζει στις ριπές του αυτοαναφλεχθέντος ερεθισμού του, ή για κάποιον άλλο λόγο ακόμα αδιευκρίνιστο, αλλά να που κάποιες φράσεις εισαγωγικές και μάλλον τετριμμένες αρχίζουν να ξετυλίγονται σιγά σιγά στο χαρτί:
Αν και θα έπρεπε να το περιμένω, δεν το περίμενα.
Έτσι, μου χρειάστηκε ένας απροσδιόριστος χρόνος για να συνέλθω από την έκπληξη και να αρχίσω να κάνω υποθέσεις για το ποιοι ήταν αυτοί, από που ξεφύτρωσαν και τι ήθελαν.
Και, μεταξύ μας, ακόμα και τότε, οι υποθέσεις που άρχισαν να παρελαύνουν στο κεφάλι μου στηρίζονταν σε στέρεα λογικοφανή υπόβαθρα και επομένως δεν είχαν πολλές πιθανότητες να με βοηθήσουν να καταλάβω τι γίνεται.
Είχαν εμφανιστεί μπροστά μου χωρίς προειδοποίηση μ΄ ένα ελαφρό πλάφ, στο οποίο δεν είχα δώσει σημασία απορροφημένος καθώς ήμουν με το διαγώνιο διάβασμα των εφημερίδων…
Έτσι ο Κίμωνας Αμάρος ξαναπαίρνει τους δαιδαλώδεις δρόμους της γραφής, ένα συννεφιασμένο και λασπωμένο πρωινό και έτσι περνάει σχεδόν η μέρα και φτάνει τ’ απομεσήμερο χωρίς να το πάρει χαμπάρι…
Πίσω στην Πρυτανεία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΒΑΠΤΙΣΤΟ (αν και ταγμένο)
Όπου οι παλιοί προσφεύγουν στους νέους
«Ας επανέλθουμε λοιπόν στο θέμα μας», συνεχίζει ο πρύτανης.
«Σύμφωνα λοιπόν με τις διαδόσεις που κυκλοφορούν στο Σπίου Νέτ και σε αντίθεση με τις επίσημες εκδοχές, το περίφημο αυτό κτίσμα εντοπίσθηκε αμέσως μόλις άρχισαν οι εργασίες διευθέτησης του εδάφους, δηλαδή πριν από την πρόσκρουση της φαγάνας στα πλευρά του υψώματος. Αιτία ήταν οι παράξενες αντιχήσεις που εξέπεμπε ο Λόφος στα πρώτα κτυπήματα των εκσκαπτικών μηχανών.
Οι μηχανικοί δε μπορεί παρά να αντιλήφθηκαν ότι κάτι το κούφιο υπήρχε από κάτω.
Όμως τα στελέχη-σαίνια της εταιρείας, λένε πάντα οι φήμες, κατάλαβαν ότι αυτά που έκρυβε το υπέδαφος θα είχαν πιθανότατα αρχαιολογικό – ιστορικό ενδιαφέρον και ότι κάτι τέτοιο αντιστρατευόταν τους κατασκευαστικούς και εμπορικούς στόχους της Επιχείρησης.
Διότι, παρά την πρόσφατη κατάργηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, μια ενδεχόμενη ανακάλυψη με έντονο ιστορικό ενδιαφέρον ήταν πιθανότατο να προκαλέσει καθυστερήσεις των εργασιών, αναστολές, ίσως ακόμη και τη ματαίωση του έργου. Λέγεται λοιπόν ότι σκέπασαν τις πρώτες ρωγμές με άφθονο μπετόν και ότι συνέχισαν τις εργασίες σφυρίζοντας αδιάφορα.
«Λογικό», παρατηρεί ο καθηγητής Μετεόρ Φλου. «Άλλωστε τα υπάρχοντα αρχαιολογικά μνημεία καλύπτουν και με το παραπάνω όλες τις τρέχουσες ανάγκες για επιδείξεις μόδας, για διαφημιστικά ντεκόρ, για σκηνικά χασκογελαστών πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών και για τις εκδηλώσεις δημοσίων σχέσεων των Εταιρειών. Τι να τα κάνουν κι άλλα;»
«Έστω», συμφωνεί ο Σπαθής. «Αν λοιπόν δεν ήταν, αφενός το ατύχημα με την τρελή φαγάνα και αφετέρου το γεγονός ότι το πήραν αμέσως χαμπάρι οι ¨Ανησυχούντες Επικοινωνητές με τα Παράθυρα¨, ίσως και να έθαβαν οριστικά όλη την ιστορία και να ησύχαζαν».
Ο πρύτανης εισπνέει και πάλι βαθιά.
«Πάντως, επαναλαμβάνω ότι αυτά που μόλις σας είπα είναι διαδόσεις και ψίθυροι που κυκλοφορούν στις πειρατικές και στις ιογόνους σελίδες του δικτύου. Πράγμα που σημαίνει ότι δε ξέρουμε τι ποσοστό αξιοπιστίας περιέχουν».
«Επομένως;» ρωτάει ο Μέμνων Ξείπας. «Πού καταλήγετε κύριε πρύτανη;»
«Είναι νωρίς ακόμη για τελικά συμπεράσματα. Όμως, όπως και να ’χει το πράγμα, όλα δείχνουν ότι στο Συμβούλιο των Προνομιούχων Μερίδων υπάρχει ισχυρή πίεση, τόσο από την Εταιρεία της Οικιστικής Επέκτασης που εκτελεί τα έργα, όσο και από τον ισχυρό μητρικό Όμιλο των Αναπτυκτών Επεκτατών.
Όπως καταλαβαίνετε οι εργολάβοι εξακολουθούν να επιθυμούν το θάψιμο του ευρήματος και τη συνέχιση των εργασιών για την ανέγερση του πολυτελούς συγκροτήματος.
Έχουν ήδη δαπανήσει μεγάλα ποσά για την απόκτηση του παραθαλάσσιου αυτού υψώματος και δεν πρόκειται να υποχωρήσουν χωρίς να δώσουν μάχη. Από τότε που οι πάγοι άρχισαν να λιώνουν και τα νερά πήραν να ανεβαίνουν ξέρετε δα σε τι ύψη έφτασαν οι τιμές των οικοπέδων στους λόφους!
Από την άλλη πλευρά, όπως σας είπα, για το ¨εύρημα¨ έχει ενδιαφερθεί το Τάγμα των ¨Ανησυχούντων Επικοινωνητων με τα παράθυρα¨, οι οποίοι περιμένουν πως και πως το πράσινο φως για να το κάνουν πρώτο θέμα σε όλα τα μαζικά Μέσα.
Θα θυμάστε ότι όταν ανακαλύφθηκε το Κτίσμα είχαν καταφθάσει επί τόπου με όλο τον βαρύ επικοινωνιακό εξοπλισμό τους. Όμως, τα στελέχη της Εταιρείας Οικιστικής Ανάπτυξης κατέφυγαν στο Συμβούλιο και κατάφεραν να τους σταματήσουν σχεδόν αμέσως. Δεν ήθελαν, είπαν, να δημιουργήσουν ανώφελες ανησυχίες στη μάζα των μετόχων – καταναλωτών, τουλάχιστον προτού επιβεβαιωθεί η πραγματική αξία του ευρήματος. Αν δεν παρενέβαινε το Συμβούλιο, οι ¨Ανησυχούντες ¨ θα είχαν ξεσηκώσει τον κόσμο ήδη από τότε.
Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να πούμε ότι οι ¨Ανησυχούντες Επικοινωνητές¨ δεν διαθέτουν πια την επιρροή που είχαν παλιά και ιδιαίτερα κατά τις εποχές της Πρώτης και της Δεύτερης Απορύθμισης, όταν αποτελούσαν το βασικό στήριγμα της Πειθωργάνωσης.
Σήμερα, που τα πράγματα έχουν καταλαγιάσει και η Νέα Τακτοποίηση έχει εδραιωθεί, είναι κοινό μυστικό ότι το πάνω χέρι στην Πειθωργάνωση το έχουν και πάλι οι ηρεμότεροι ¨Εξωραϊστές Πειστικοί¨, οι οποίοι απεχθάνονται την προβολή θεμάτων με ανεξέλεγκτες παραμέτρους.
Ωστόσο, οι ¨Ανησυχούντες Επικοινωνητές με τα Παράθυρα¨ είτε λόγω της δύναμης της αδράνειας είτε γιατί αποτελούνται από τύπους που δεν διαλύονται εύκολα, εξακολουθούν, όπου και όταν μπορούν, να δημιουργούν σαματά και φασαρία.
Και έτσι αγαπητοί συνάδελφοι βρεθήκαμε στην σημερινή δύσκολη θέση. Την οποία αναγνωρίζω ότι περιγράψατε εύστοχα στις παρεμβάσεις σας:
Πράγματι, από τη μια μεριά έχουμε το Συμβούλιο, όπου ο ισχυρότατος Όμιλος και οι θυγατρικές του ασκούν αποφασιστική επιρροή, ενώ από την άλλη υπάρχουν οι Ανησυχούντες Επικοινωνητές καθώς και κάποιες περιθωριακές ομάδες πίεσης που ωστόσο μπορούν να δημιουργήσουν γενικότερες αναταραχές και αμφισβητήσεις. Στη μέση βέβαια βρισκόμαστε εμείς, με άμεσο κίνδυνο να συνθλιβούμε.
Διότι: Εάν μεν, αντίθετα με τα όσα βοώνται, αποφανθούμε ότι το εύρημα είναι αμελητέας σημασίας και εγκρίνουμε την συνέχιση των εργασιών, θα είμαστε εμείς εκείνοι που θα αναλάβουν το πλήρες κόστος της συγκάλυψης.
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπάρχει τίποτα για συγκάλυψη, θα έχουμε σίγουρα να αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον τους δυσαρεστημένους Επικοινωνητές με τα Παράθυρα. Και να είστε σίγουροι ότι δε θα αργήσουν να κυκλοφορήσουν φήμες που θα λένε ότι προδώσαμε τις αρχές μας και ότι χάσαμε πλέον το όποιο κύρος και την όποια αξιοπιστία μας έχει απομείνει ανάμεσα στους μη πάση θυσία νεωτεριστές.
Εάν πάλι αρνηθούμε το ¨κουκούλωμα¨ και αποφανθούμε ότι πρέπει να ματαιωθεί το έργο, υπάρχει άμεσος κίνδυνος να επισύρουμε τη μήνη του Συμβουλίου με αποτέλεσμα το οριστικό κλείσιμο του Δημοσίου Πανεπιστημίου. Άλλωστε ξέρετε ότι ήδη μας κατηγορούν για αναποτελεσματικότητα και για παρασιτισμό».
«Ακριβώς, αγαπητέ Κούρο. Ένας λόγος παραπάνω υπέρ της άποψης που διατύπωσα προηγουμένως: να αρνηθούμε να γνωμοδοτήσουμε», λέει με γλυκύτερο τώρα ύφος, η Στρεσάκη.
«Θα συμφωνούσα μαζί σου αγαπητή Πινελό», ανταποδίδει αμέσως την οικειότητα ο Σπαθής, «εάν, τουλάχιστον, υπήρχε πλήρης ομόνοια μεταξύ των καθηγητών του Πανεπιστημίου μας. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τι θέμα δεν έχει αμιγώς θεωρητικό ενδιαφέρον και επομένως αφορά περισσότερο τα Ιδιωτικά Ινστιτούτα. Αλλά το ξέρεις ότι δεν υπάρχει σύμπτωση απόψεων μεταξύ όλων των συναδέλφων. Αντίθετα, υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν ότι ήρθε ο καιρός να εκμοντερνιστούμε και να ενσωματωθούμε και εμείς στο κυρίαρχο ρεύμα του αυτοανατροφοδοτούμενου ελαφρού νεωτερισμού».
Ο πρύτανης στρέφεται προς τους υπόλοιπους ομοτράπεζους:
«Να μην έχετε αμφιβολίες ότι η αντιπολίτευση στην Σύγκλητο είναι έτοιμη να μας υποσκελίσει σε περίπτωση που αρνηθούμε να πάρουμε θέση. Και κάτι τέτοιο, με διαφορετικό ίσως τρόπο, θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα: το τέλος του Δημόσιου Πανεπιστημίου, όπως τουλάχιστον το ξέρουμε μέχρι σήμερα.»
Για ένα διάστημα ανάμεσα στην μικρή ομήγυρη επικρατεί σιωπή. Εκτός ίσως από το ρυθμικό τακ τακ που παράγουν τα κομπολόγια ορισμένων από τους προβληματισμένους παρευρισκόμενους.
Τελικά το λόγο τον παίρνει ο Μέλλων Τετελέ.
«Έχετε δίκιο κύριε πρύτανη. Μας συνέβη τελικά εκείνο που είχαμε καταφέρει να αποφύγουμε τόσα χρόνια. Εμπλακήκαμε, άθελά μας, με τους τοπικούς μικροανταγωνισμούς. Νομίζω ότι ο μόνος ελιγμός που μας απομένει είναι να επιδιώξουμε να κερδίσουμε κάποιο χρόνο. Τουλάχιστον μέχρις ότου αποσαφηνιστούν μερικά πράγματα και μπορέσουμε να πάρουμε τις ορθότερες δυνατές αποφάσεις. Γι αυτό θα πρότεινα, πριν από την έναρξη οποιαδήποτε έρευνας από την πλευρά του Δημοσίου Πανεπιστημίου, να ζητήσουμε να προηγηθούν ορισμένες προκαταρκτικές μετρήσεις και εκτιμήσεις από τους τεχνοκράτες των ιδιωτικών Εξειδικευμένων Ινστιτούτων».
«Αυτό το έκανα ήδη φίλτατε Τετελέ. Την απάντηση την έχω εδώ. Ο πρύτανης τραβάει από τα χαρτιά που έχει μπροστά του έναν λεπτό φάκελο. «Προέρχεται από το Γραφείο Επωφελών Σχέσεων του Ομίλου των Αναπτυκτών Επεκτατών. Αυτοί ισχυρίζονται ότι ανέθεσαν σε δικά τους ειδικευμένα συνεργεία τις πρώτες επιτόπιες έρευνες, αμέσως μετά την ανακάλυψη του Κτίσματος. Εδώ είναι τα αρχικά τους πορίσματα. Φυσικά, στο ντοσιέ δεν υπάρχει καμία αναφορά ούτε σε δυσοσμίες που να προέρχονται από το κτίσμα ούτε σε ψυχολογικές αλλοιώσεις των ερευνητών…»
«Αυτό δεν με εκπλήττει», παρεμβαίνει η κοσμήτωρ. «Όλοι ξέρουν ότι το γραφείο Επωφελών Σχέσεων έχει μηδαμινές αναστολές όταν πρόκειται να υπερασπισθεί την δημόσια εικόνα του Ομίλου και των θυγατρικών του. Είναι πασίγνωστο ότι δεν έχει πρόβλημα να χειραγωγήσει οποιοδήποτε πόρισμα. Πολύ περισσότερο αν το έχουν συντάξει οι δικοί τους άνθρωποι».
Μερικά κεφάλια ανεβοκατεβαίνουν επιδοκιμάζοντας την παρατήρηση της Στρεσά. Εκείνη θεωρεί καλό να προσθέσει ακόμα ένα επιχείρημα υπέρ των όσων ισχυρίζεται:
«Εξ άλλου κύριε πρύτανη, τώρα που το σκέπτομαι, υπάρχει και κάτι άλλο που έρχεται και δένει με όσα σας έλεγα προηγουμένως»
«Τι είναι αυτό κυρία Στρεσά;»
«Να, εάν τα όσα σας είπα προηγουμένως για το κύμα φόβου και απαισιοδοξίας που αποπνέεται από το ¨εύρημα¨ συνδυασθούν με αυτά που μας μεταφέρατε εσείς από εκείνα που κυκλοφορούν ευρέως στο Σπίου Νετ, ότι δηλαδή υπήρξαν ρωγμές στο Λόφο πριν από την σύγκρουση, τότε μπορεί κανείς να ερμηνεύσει ευκολότερα και την αυτοκτονική πράξη του χειριστή της Φαγάνας που εξερράγη πάνω στις παρειές του Λόφου.
Γιατί, αν θυμάστε τα όσα γράφτηκαν αμέσως μετά το ατύχημα και πριν θαφτεί η ιστορία, ο άνθρωπος ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και είναι πολύ απίθανο να έκανε λανθασμένους χειρισμούς με τόσο δραματικές επιπτώσεις. Αν όμως υποθέσουμε ότι υπήρχαν ήδη διαρροές κυμάτων ανασφάλειας και απαισιοδοξίας από το Κτίσμα, τότε η πράξη του μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή».
Πριν ο Σπαθής προλάβει να σχολιάσει την άποψη της Στρεσά, το λόγο παίρνει και πάλι ο Μέλλων Τετελέ: «Τι περιέχει λοιπόν αυτός ο φάκελος;» ρωτάει.
«Όχι πολλά πράγματα», απαντά ο πρύτανης. «Υπάρχουν κατ’ αρχήν κάποιες υποθέσεις των ειδημόνων γεωλόγων, σύμφωνα με τις οποίες το Κτίσμα είναι αρχαιότερο από το Λόφο. Ο σχηματισμός του λόφου δεν συντελέστηκε σε κάποια προϊστορική γεωλογική περίοδο, αλλά σχετικά πρόσφατα, κατά την πρώιμη ιστορική αρχαιότητα, όταν, ύστερα από έναν ισχυρό σεισμό, βράχια και χώματα αποσπάσθηκαν από τα γύρω βουνά και αφού κατρακύλησαν στην κατηφορική κοιλάδα προς τη μεριά της θάλασσας, έφτασαν ως το Κτίσμα, το σκέπασαν και το μετέτρεψαν σε κάτι που κατέληξε να μοιάζει με φυσικό γήινο καρούμπαλο.
Φαίνεται ότι εκείνος ο σεισμός και οι κατολισθήσεις που προκάλεσε προξένησαν κι άλλες μεγάλες καταστροφές στη Αρχαία Πόλη. Έτσι δεν στάθηκε δυνατό να αποκατασταθεί η ζημιά και σιγά σιγά το Κτίσμα που είχε πλέον μεταμφιεστεί σε λόφο ξεχάστηκε. Στις πλαγιές του μάλιστα φύτρωσαν πεύκα και κυπαρίσσια ενώ, αργότερα, στη κορφή του χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Ηλία των Προφητειών,
Τώρα, όσον αφορά στην ηλικία του ίδιου του κτίσματος, ο φάκελος δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός. Φαίνεται ότι οι ειδήμονες των Ινστιτούτων διαφωνούν μεταξύ τους και αποφεύγουν να εκφραστούν δημόσια. Κάνουν βέβαια κάποιες νύξεις ότι ενδεχομένως είναι αρχαιότατο, πιθανώς εκτός της ιστορικής περιόδου, αλλά αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε θεωρίες περί χαμένων πολιτισμών και κατά συνέπεια, εάν γινόταν γνωστό, θα προκαλούσε αναπόφευκτα έξαψη της συλλογικής περιέργειας, πράγμα αντίθετο με τα άμεσα συμφέροντα των Αναπτυκτών Επεκτατών. Άλλωστε οι έρευνές τους δεν προχώρησαν πέρα από τον χώρο πίσω από το άνοιγμα που δημιούργησε η φαγάνα. Ενώ είναι πιθανότατο να υπάρχουν και άλλοι χώροι στα σπλάχνα του Λόφου.
Τέλος, αναφέρονται στην ύπαρξη κάποιων χαράξεων πάνω στα μάρμαρα, που θα μπορούσαν να αποτελούν ίχνη κάποιου είδους γραφής. Οι χαράξεις αυτές όμως δεν έχουν ακόμη μελετηθεί αναλυτικά ώστε να μπορέσει κανείς να αποφανθεί εάν ανήκουν σε κάποιο από τα γνωστά αλφάβητα ή είναι τυχαίες γρατζουνιές.
Καταλήγουν λοιπόν ότι πιθανότατα πρόκειται για αμελητέα ανακάλυψη, αλλά προσθέτουν, προσπαθώντας να νίψουν καλύτερα τα χέρια τους, ότι θεωρούν καλό να υπάρξει και κάποια πρόσθετη πραγματογνωμοσύνη που θα αποφανθεί τελεσίδικα για την αξία του ανευρεθέντος Κτίσματος».
«Και η λειτουργία που εξυπηρετούσε το Κτίσμα;»
«Όλα δείχνουν ότι το τμήμα που ήρθε στο φως αποτελεί μέρος κάποιου δημοσίου κτιρίου ή ναού, αν και οι ειδήμονες επιφυλάσσονται να αποφανθούν όταν γίνει η πλήρης ανασκαφή».
«Δηλαδή, εάν κατάλαβα καλά κύριε πρύτανη, ακόμη και οι τεχνικοί των ινστιτούτων, οι οποίοι υποτίθεται ότι, σε αντίθεση με εμάς, διακρίνονται για τη σαφήνεια των πορισμάτων τους, αυτήν τη φορά το παίζουν αόριστοι και ζητούν περισσότερες έρευνες».
«Εμμέσως πλην σαφώς, κύριε Τετελέ, κάνουν ακριβώς αυτό», συμφωνεί ο Σπαθής. «Και, βέβαια, όπως σωστά παρατηρήσατε και εσείς προηγουμένως, εάν το κάνουν αυτοί, δεν βλέπω το λόγο για τον οποίο εμείς θα έπρεπε να βιαστούμε».
Υψώνει λίγο τον τόνο της φωνής του, παίρνει εκείνο το ύφος που σημαίνει ¨καιρός να τελειώνουμε¨ και συνεχίζει:
«Συγκεκριμένα, αγαπητοί συνάδελφοι, η προσωπική μου γνώμη είναι η ακόλουθη:
Κατ’ αρχήν πρέπει να αποδεχθούμε την ανάληψη της πραγματογνωμοσύνης που μας ζητάνε. Όπως σας εξήγησα δεν υπάρχουν περιθώρια για άρνηση. Με τη διαφορά ότι θα καταστήσουμε σαφές στο Συμβούλιο ότι θα πρέπει να αφεθούμε απερίσπαστοι κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του θέματος.
Δεύτερον, όπως σωστά υποστήριξε και ο κύριος Τετελέ, δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιδείξουμε υπερβάλλοντα ζήλο. Η διερεύνηση θα πρέπει να ακολουθήσει τις διεξοδικές επιστημονικές μεθόδους που επιβάλλονται από την ιδιαιτερότητα των περιστάσεων.
Τρίτον, τις πρώτες τουλάχιστον επιτόπιες έρευνες δεν είναι αναγκαίο να τις κάνουμε εμείς προσωπικώς. Νομίζω ότι κατά το πρώτο στάδιο είναι δυνατόν να ανατεθούν σε ορισμένους τελειόφοιτους φοιτητές μας, τους οποίους βεβαίως θα επιτηρούμε εκ του σύνεγγυς.
Οι καθηγητές κοιτάζονται μεταξύ τους.
«Μήπως μια τέτοια επιλογή θεωρηθεί υποτιμητική και αντιμετωπίσουμε κακόβουλες αντιδράσεις;», αναρωτιέται συνεσταλμένα ο Μετεόρ Φλου.
«Αντίθετα! Αυτό θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική ιδέα», πετάγεται η κυρία Στρεσά. Μήπως αυτοί δεν είναι που μας κατηγορούν ότι κρατάμε τους φοιτητές μας μακριά από την απτή πραγματικότητα και ότι τους παρασύρουμε σε θεωρητικές αναζητήσεις και αντιπαραγωγικούς στοχασμούς; Ε, τώρα θα τους αποδείξουμε ότι, αντιθέτως, εμείς μπορούμε να εμπιστευτούμε στους νέους μας σοβαρές πρακτικές διερευνήσεις». Χαμηλώνει λίγο τη φωνή της και προσθέτει: «Έτσι, για να πάρουν κι ένα μήνυμα ότι δεν μπορούν να μας έχουν σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε!»
Και οι υπόλοιποι δείχνουν την κατά το μάλλον ή ήττον συγκατάνευσή τους, άλλος εξαπολύοντας ηχηρό αναστεναγμό συμφωνίας και ανακούφισης, άλλος κουνώντας καταφατικά πάνω κάτω το κεφάλι του, κι άλλος κρούοντας επιδοκιμαστικά τις χάντρες του κομπολογιού του (κίνηση που απαιτεί ανεπτυγμένες επιδεξιότητες πανεπιστημιακού επιπέδου).
Ο Πρύτανης αναπτερωμένος από την συναίνεση των συναδέλφων του, συνεχίζει με πιο συγκεκριμένες προτάσεις επί του θέματος:
«Τώρα, όσον αφορά τους φοιτητές στους οποίους θα μπορούσαμε να εμπιστευτούμε αυτήν την ειδική αποστολή, νομίζω ότι καταφέραμε, σε συνεργασία με τον κύριο Νάφτη, να εντοπίσουμε τους πλέον κατάλληλους. Έτσι δεν είναι Θεόφιλε;
«Πράγματι», συμφωνεί ο Νάφτης. «Πρόκειται για δύο νεαρούς τελειόφοιτους που έχουν επιδείξει δημιουργικό πνεύμα και σημαντική δυνατότητα λήψης πρωτοβουλιών. Επιπλέον παρακολουθούν με επιτυχία το Πρόγραμμα Πληροφορικής Πλοήγησης-Ανοσίας
Ο ένας μάλιστα είναι γιος ενός συναδέλφου που είχε αυτοβούλως αποσυρθεί κατά την περίοδο που το Πανεπιστήμιό μας αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες. Μερικοί ίσως τον θυμούνται. Ήταν ο Κίμων Αημαρκσίδης».
«Μα ναι», αναφωνεί η Στρεσάκη, «τον θυμάμαι πολύ καλά. Έχει γιο τελειόφοιτο ο Κίμωνας; Για φαντάσου!».
«Και βέβαια. Και θα τον γνωρίσεις αμέσως». Ο πρύτανης Κούρος Σπαθής σκύβει στην ενδοεπικοινωνία: «Μερόπη, έφτασαν οι δύο νεαροί; Ναι; Φέρε τους αμέσως μέσα σε παρακαλώ».
Σχολιάστε