ΜΠΑ!!! (Μέρος Γ) Η εμπλοκή (1)
Στο σπίτι των Αμάρων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΝΑΚΑΤΕΜΕΝΟ
(Φύρδην Μίγδην)
Όπου οι νέοι προσφεύγουν στους παλιούς
Απομεσήμερο.
Η πόρτα του γραφείου του Κίμωνα, χτυπάει, -από κείνα τα συμβατικά χτυπήματα που δεν περιέχουν ερωτήσεις- και αμέσως μετά ανοίγει.
Ο Αμάρος ανασηκώνει το κεφάλι από τα γραψίματά του και βλέπει στο πλαίσιο της πόρτας τη φιγούρα του γιου του και πάρα πίσω ορισμένα τόξα από το γεροδεμένο περίγραμμα του Βρασίδα Καραμπόλα. Είναι κι οι δυο λασπωμένοι.
Η φωνή του Γιάνου ακούγεται λαχανιαστή αλλά και ανακουφισμένη:
«Α, πατέρα, είσαι εδώ. Ωραία. Και γράφεις, έτσι; Βλέπεις Βρας; γράφει. Ωραία. Θέλουμε να σε απασχολήσουμε για λίγο, γίνεται; Έχουμε νέα και πρέπει να μιλήσουμε. Είναι μάλλον επείγον».
Ο Κίμωνας βάζει την έμπνευσή του στο stand by και κλείνει τα χαρτιά του.
Μετά, για να δείξει στα παιδιά ότι είναι πλέον στην διάθεσή τους, και μάλιστα απερίσπαστος, βάζει στόχο με το μολύβι του το κυλινδρικό δοχείο στην άλλη άκρη του μεγάλου τραπεζιού, εκεί όπου αναπαύονται όσα μολύβια δεν έχουν ακόμη αναλωθεί στο ηρωικό πεδίο της μάχης της έκφρασης.
Το πετάει με μια καλοζυγιασμένη κίνηση. Εκείνο όμως προτιμάει να κάνει μια ανεξάρτητη πτήση και έτσι, αντί για το στόμιο του κυλινδρικού δοχείου, καταλήγει στο πάτωμα: το μεγάλο αποδέκτη παντός είδους αδέσποτης ύλης, γραφικής και άλλης.
Ο Αμάρος πατέρας στρέφεται προς το γιο του (που κουνάει το κεφάλι με κατανόηση) και παίρνει την έκφραση που πρέπει να έχει κάθε μεγάλος για να εμπνέει εμπιστοσύνη και ασφάλεια στους νεότερους:
«Εντάξει παίδες», λέει. «Ηρεμίστε, καθίστε, και πείτε τά μου τα όλα».
Ο Γιάνος καθαρίζει τις δίδυμες πολυθρόνες απέναντι από το γραφείο του πατέρα του από τα ετερόκλητα αντικείμενα που συχνάζουν εκεί, κάνει νόημα στον Βρασίδα και κάθονται αμφότεροι με μια συγχρονισμένη κίνηση.
Έπειτα, επειδή ξέρει ότι του Κίμωνα δεν του αρέσουν οι εισαγωγικές περιπλοκάδες, προσπαθεί να μπει στο θέμα με τον πιο άμεσο δυνατό τρόπο.
«Θυμάσαι χτες που σου ’λεγα ότι μας ζητούσαν επειγόντως στην Πρυτανεία; Εμένα και τον Βρας;»
«Ναι. Και σου ’πα να μην ανησυχείς. Στο Ίδρυμα, εδώ και πάρα πολύ καιρό -σχεδόν από τότε που ήμουν κι εγώ εκεί- δε συμβαίνει τίποτα το συγκλονιστικό».
«Πήγαμε. Το πρωί».
«Λοιπόν; Τι ’θελαν οι Μεγάλοι Αλλοπαρμένοι;»
«Το είπες! Ήταν όντως εκεί κάμποσοι από τους μεγάλους και ο Σεφ αυτοπροσώπως!»
«Ο Γιαταγάνης;»
«Τώρα λέγεται μόνο Σπαθής».
«Έστω. Αρκεί να μην καταντήσει Σουγιάς!».
«Α, να μη το ξεχάσω. Ήταν εκεί και η Στρεσά η κοσμήτορας της Σχολής των Λογοτεχνικών Παραλλαγών και Παραλλάξεων και σου στέλνει χαιρετίσματα. Ήσασταν λέει παλιά μαζί συνεργάτες στην ίδια Σχολή. Λέει ότι κακώς τα βρόντησες και ότι θα μπορούσες να συμβάλεις…»
«Ας τη να λέει. Και ο λόγος της πρόσκλησης;»
«Ήθελαν να μας προτείνουν θέμα», πήρε το λόγο ο Βρας, ο οποίος παράλληλα κατέβαλε φιλότιμη προσπάθεια να προσαρμόσει τον όγκο του στους περιορισμούς που επέβαλε η όχι υπερβολικά βολική πολυθρόνα.
«Θέμα;»
«Για την πτυχιακή μας εργασία».
«Μπα; Και χρειάστηκε να σας καλέσουν στην Πρυτανεία μόνο γι αυτό;», γελάει ο Κίμωνας. «Τι συμβαίνει; Αλλάξανε οι διαδικασίες στο Σεπτό Ίδρυμα; Ή μπας κι έχουν προβλήματα και με τις φοιτητικές εργασίες τώρα».
Τους κοιτάζει απορημένος.
«Ξέρω, βέβαια, πως αντιμετωπίζουν ένα σωρό δυσχέρειες τον τελευταίο καιρό, και – όπως τους είχα πει πριν τα βροντήξω και παραιτηθώ- θα είναι δύσκολο να τη βγάλουν καθαρή έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα…»
«Πατέρα», διευκρινίζει ο Γιάνος, «θέλουν να μελετήσουμε το Κτίσμα που ανακαλύφθηκε τις προάλλες στον Κεκραμένο Λόφο».
«Και θα δεχτούν να παρουσιάσουμε αυτή τη μελέτη ως τελική εργασία για το πτυχίο», προσθέτει ο Βρασίδας.
«Μάλιστα στην αρχή είπαν διάφορα κολακευτικά για μας, ότι έχουν ακούσει καλά λόγια και άλλα τέτοια… Και ακόμη, ότι μας απαλλάσσουν από όλες τις προκαταρκτικές ασκήσεις και μας επιτρέπουν να αρχίσουμε κατ’ ευθείαν με το κυρίως θέμα: το Κτίσμα», συμπληρώνει ο Γιάνος
«Το Κτίσμα; Α, ναι. Κάτι πήρε τ’ αυτί μου. Κάτι βρήκαν, λέει, τυχαία, σκάβοντας. Κάτι ενδιαφέρον. Είχα μάλιστα υπόψη μου να κοιτάξω να μάθω λεπτομέρειες γιατί λένε πως το εύρημα παρουσιάζει αρχαιολογικό και κατασκευαστικό ενδιαφέρον.
Αλλά, αν δεν κάνω λάθος, εσείς είχατε ήδη επιλέξει θέμα για τη διπλωματική σας εργασία, έτσι δεν είναι; Κάτι σχετικό με τις λέξεις. Κάτι έχει πάρει τ’ αυτί μου για λεξ-εξουσία, για λεξ-ηθική και άλλα παρόμοια… Αυτό δεν είναι; τα λέω καλά;» εξακολουθεί να απορεί ο Κίμωνας
«Ναι, πάνω κάτω. Αυτό ήταν το πλαίσιο», απαντάει ο Γιάνος
«Και βέβαια είχε να κάνει με αυτά που σκαρώνετε στη λέσχη σας, το… πώς το λέτε; ¨Αλαλούμ¨; ¨Άνω Κάτω¨;».
«Περίπου», αποσαφηνίζει ο Βρασίδας.
«Θυμήθηκα: ¨Φύρδην Μίγδην!¨
Λοιπόν, για να δούμε… Εσείς υποθέτω ότι τους είπατε πως τους ευχαριστείτε πολύ, αλλά το θέμα το έχετε διαλέξει και έτσι εκείνοι θα αναγκάστηκαν να σας εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους απόκτησαν αυτό το ειδικό ενδιαφέρον για σας και για το Κτίσμα του λόφου. Είμαι μέσα;»
«Περίπου» ξαναποσαφηνίζει ο στρογγυλός φοιτητής.
«Όχι ακριβώς» διορθώνει ο Γιάνος. «Δηλαδή, δεν φάνηκε να ιδρώνει τ’ αυτί τους που είχαμε ήδη διαλέξει αντικείμενο έρευνας. Αντίθετα, ο Νάφτης, ο καθηγητής της Σχολής μας που ήταν εκεί, είπε πως το φανταζόταν ότι θα προτείναμε κάτι τέτοιο ως θέμα και πως είχε προσέξει ότι δείχναμε υπερβολικό ενδιαφέρον για τις λέξεις».
«Ο πρύτανης ήταν πολύ σαφέστερος», συνεχίζει ο Βρας. «Είπε ότι ξέρουν αρκετά πράγματα για τη Λέσχη μας. Και όχι μόνο όσον αφορά τη γνωστή της δράση, αλλά και για ορισμένες άλλες δραστηριότητες που θεωρούνται, αν όχι τελείως παράνομες, πάντως όχι συμβατές με τα κρατούντα ήθη. Και ότι μπορεί μεν, μέχρι στιγμής, το Πανεπιστήμιο να δείχνει κατανόηση και να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, αλλά εάν δεν επιδείξουμε και εμείς από την μεριά μας το αντίστοιχο πνεύμα συνεργασίας μπορεί να πάψουν να κάνουν τα στραβά μάτια και να έχουμε δυσάρεστες εκπλήξεις…»
«Όπως για παράδειγμα ανοιχτή παρέμβαση των ανθρώπων του Μελανιάδη».
«Οι οποίοι έτσι κι αλλιώς είναι πάντοτε ανάμεσα στα πόδια μας».
«Ώστε έτσι», αναστενάζει ο Κίμωνας. Εδώ που τα λέμε κι εγώ το περίμενα ότι αργά η γρήγορα θα σας έπαιρναν χαμπάρι.»
«Γιατί; Είχες κι εσύ καταλάβει ότι κάναμε κάτι το άτοπο;»
«Για να είμαι ειλικρινής δεν είναι τόσο ότι είναι προφανές το αντικείμενο των ερευνών σας, όσο το ότι δίνετε την εντύπωση πως προσπαθείτε να βάλετε στην πράξη τα πορίσματά σας, όποια και αν είναι αυτά.
Αυτό, όπως ξέρετε, λέγεται ¨πολιτική¨ και στους καιρούς μας -που έχουν αλλάξει- είναι κοινωνικώς δυσάρεστο έως απαράδεκτο και επισύρει τη μήνη της εξουσίας. Και μη μου πείτε ότι το αντικείμενο σας είναι ¨μόνο λόγια¨ γιατί ούτε κι εγώ είμαι από κείνους που μασάνε…».
Στην πραγματικότητα ο Κίμωνας, σε αντίθεση με τους περισσότερους μπαμπάδες της γενιάς του, λόγω της νοοτροπίας του και των εμπειριών που είχε μαζέψει απ’ την εποχή που ήταν νέος και επαναστατημένος, κατανοούσε αρκετά καλά τη συμπεριφορά του νεαρού Γιάνου και των φίλων του.
Πώς δηλαδή, αντί να συχνάζουν στα πολυήμερα ρέιβ εικονο-συνέδρια και να ξεδίνουν στις φαντασμαγορικές τριπ-ο-δεξιώσεις που διοργάνωναν τα καθιερωμένα και καθώς πρέπει στελέχη του καθεστώτος για να θυμηθούν το ηρωικό τους παρελθόν και για να δοξάσουν το προνομιούχο τους παρόν, προτιμούσαν να συγχρωτίζονται με περιθωριακούς φίλο-λόγους, με απομονωμένους μετανοούντες κυβερνο- ερημίτες και να ανακατεύονται με τα σκουριασμένα αλλά πάντοτε επικίνδυνα όπλα του παρελθόντος: τις λέξεις και το λόγο.
Η κρατούσα άποψη, πρωτοδιατυπωμένη ήδη τον προηγούμενο αιώνα, βρισκόταν πλέον σε πλήρη εφαρμογή: Εάν το Μήνυμα έχει, ίσως, μια κάποια σημασία, το Μέσο έχει πολύ μεγαλύτερη.
Και αφού σε συγκεκριμένα Μέσα Επικοινωνίας αντιστοιχούν δεδομένες μορφές εξουσίας, δεν είναι επιτρεπτό να υπονομεύει κανείς τη σημερνή μορφή κοινωνικής οργάνωσης και διοίκησης αναμοχλεύοντας τα Μέσα του παρελθόντος.
Που πάει να πει ότι κανένας δε μπορούσε να περιφρονεί ατιμωρητί τη θριαμβεύουσα οπτικοακουστική ¨αλήθεια¨ ή τις φιλότιμες εικον-ηχ-οσμο-γευσ-απτικές προσπάθειες της ¨εικονικής πραγματικότητας¨ να κεντρίσει νευρώνες και να φτιάξει ευτυχισμένους καταναλωτές, χάριν του ξεπερασμένου πλέον Λόγου ή της ξεπεσμένης Γραφής.
Ωστόσο, είναι γνωστό ότι οι νέοι είναι -ανέκαθεν ήταν- πνεύματα αντιλογίας και κόντρας.
Έτσι κι ο μικρός Αμάρος, ο Βρας και οι φίλοι τους, κάτω από τον παραπλανητικό, απορυθμιστικό και ¨μοδάτο¨ τίτλο του «Φύρδην Μίγδην» είχαν στήσει μια μικρή και δραστήρια ομάδα που όχι μόνο διερευνούσε τις δυνατότητες που διέθετε ακόμη ο λόγος ως φορέας ουσιαστικών αλλαγών, αλλά και προσπαθούσε να ανιχνεύσει την επαναστατικότητα της κάθε λέξης και να αποθησαυρίσει τις αιχμηρότερες φράσεις σε ειδικό αρχείο, όπου θα περίμεναν τις ωριμότερες συνθήκες και την καταλληλότερη ευκαιρία για να μπουν και πάλι σε ενεργό ανατρεπτική χρήση.
Λέξεις και λόγια που είχαν ανασύρει εδώ κι εκεί στις λογοεξορμήσεις τους και άλλα που ανήκαν στους μεγάλους αμφισβητίες της κατεστημένης τάξης, από τον καιρό του Προμηθέα και του Ιησού μέχρι τους αιώνες του Κάρολου και του Ερνέστου.
Λόγους εναντιωματικούς, λόγους εμπρηστικούς, λόγους ανατρεπτικά υποθετικούς, λόγους ποιητικούς, λόγους εμπνευσμένους, λόγους πεζούς, λόγους πτερόεντες, λόγους παρακινητικούς, λόγους προφητικούς, λόγους πανηγυρικούς, λόγους δεκάρικους, λόγους δίφραγκους, λόγους ύπαρξης, λόγους δοσμένους, λόγους παρμένους (πίσω), λόγους ρητορικούς, λόγους εκφερόμενους (απνευστί), λόγους του αέρος, λόγους παχείς, λόγους μετρημένους, λόγους δικανικούς, λόγους κατηγορηματικούς, λόγους αθώους, λόγους περί ορέξεως (οι πιο σπάνιοι), λόγους περιπαικτικούς, λόγους περιπατητικούς και λόγους παιχνιδιάρηδες.
Όμως, εάν η απεγνωσμένη ανάγκη για Λόγο με νόημα , άφθαρτο από τη κοινή δημοσιοσχετίστικη χρήση που υπήρχε την εποχή εκείνη, είχε οδηγήσει τους ¨αλλοπαρμένους¨ καθηγητές του Δημοσίου Πανεπιστημίου σε αμιγείς νεο-μεταφυσικές και νεο-θεολογικές αναζητήσεις του τύπου «εν Αρχή ην ο Λόγος», δεν συνέβαινε το ίδιο και με τους νεαρούς φοιτητές, οι οποίοι δεν είχαν καμία αναστολή να επιδείξουν εμπιστοσύνη και στα ευφυή δημιουργήματα του Ανθρώπου.
Έτσι, η υπόγεια δραστηριότητα της φοιτητικής λέσχης χρωστούσε πολλά σε ορισμένους βαρεμένους κυβερνο-ερημίτες και τις συσκευές τους.
Αυτοί ήταν συνήθως πρώην στελέχη των μεγάλων πολυ-υπολογιστικών εταιρειών, που η ζωή -και η καριέρα- τους την είχε δώσει κατακούτελα με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν μεν τις υψηλόβαθμες θέσεις τους για χάρη του περιθωρίου, όχι όμως και το χούι του ερευνητή και του κομπιουτερόβιου.
Οι φοιτητές, λοιπόν, της ¨Φύρδην Μίγδην¨, και ιδιαίτερα ο Βρασίδας, που και ο ίδιος είχε μια έμφυτη προδιάθεση για επικοινωνία με τις μνήμονες μηχανές, βρίσκονταν σε τηλε-επαφή με κάποιους τέτοιους αναχωρητές και εκπονούσαν μαζί πολύπλοκα λεξι-προγράμματα.
Χάρη σ’ αυτά ήταν σε θέση να επιχειρούν καταδύσεις σε απίθανα λεκτικά και λογικά παρελθόντα ή και προβολές σε εξ ίσου συναρπαστικά λεκτικά μέλλοντα.
Χάρη σ’ αυτά μπορούσαν επίσης να προσανατολίζονται στο περιπετειώδες Σύμπαν των Λέξεων, να αποφεύγουν τον πειρασμό της λεξιλαγνείας των παρακμιακών περιόδων, καθώς και την άνοια των ξεμωραμένων εποχών όταν οι άνθρωποι έλεγαν και ξανάλεγαν τα ίδια και τα ίδια, περιποιούμενοι τη μορφή και αγνοώντας την ουσία των Λόγων.
Κατά τις εξορμήσεις τους κατάφερναν συχνά να εξορύσσουν λέξεις και έννοιες που τους έδιναν την εντύπωση ότι θα επέτρεπαν επιτέλους στις πράξεις να αναδομηθούν και που έτσι θα έκαναν δυνατή μια κάποια αντίσταση στους εκατό αγράμματους (πλην όμως εικονογραφικά στοιχειοθετημένους) που κυβερνούσαν πλέον τον κόσμο.
Βέβαια, υπήρχε και ο γηραλέος, αλλά δαιμονικά δραστήριος Φρίξος Μελανι(άδης) και οι χαφιέδες του.
Ο δηλητηριώδης γέρων είχε πολλές αρμοδιότητες και πολλές εξουσίες και ανάμεσα στ’ άλλα διηύθυνε τον Τομέα που εξασφάλιζε και προμήθευε το καθεστώς με τις λίγες λέξεις που ήταν απαραίτητες για την κατασκευή των καθεστωτικών συνθημάτων.
Του χρειάζονταν επίσης εκείνες οι λέξεις – χαλάκι που στα πλαίσια της Λιτής και Ορθής Επικοινωνιακής Στρατηγικής του Καθεστώτος θα σκέπαζαν τις βρωμιές και τα ράκη της πραγματικότητας. Λέξεις ¨ορθές¨ και νομιμόφρονες, οι οποίες -επιπλέον- θα έπρεπε να ανανεώνονται διαρκώς.
Πώς θα ονομάζονταν, για παράδειγμα, οι πεινασμένοι των ¨μη προστατευμένων περιοχών¨ όταν ο χαρακτηρισμός ¨οι διαιτόφρονες¨, μετά από μικρό διάστημα χρήσης θα είχε αποκτήσει την ίδια σημασιολογική απόχρωση με το αντιαισθητικό ¨ψωμολυσσάρηδες¨, το χοντροκομμένο ¨πειναλέοι¨ και το άκομψο ¨λιγούρηδες¨; Ή οι σακάτηδες της υπόγειας Πόλης εάν εγκαταλειφθεί το κομψό ¨Λιτοί στα άκρα¨;
Όχι, υπήρχε σίγουρα ακόμη ανάγκη από λίγες μεν, πλην όμως ευρηματικές λέξεις.
Ο Μελανιάδης είχε αντιληφθεί ότι, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά Ινστιτούτα και τα τηλεοπτικά στούντιο, όπου ο λόγος ήταν περιορισμένος στα κλειστά σχήματα της άμεσης επιχειρηματικότητας, το Δημόσιο Πανεπιστήμιο ήταν ακόμη πηγή λεκτικής πρωτοτυπίας και ότι εκεί μπορούσε να ανιχνεύει και να υποκλέπτει λέξεις με περιεχόμενο.
Λέξεις και φράσεις που, αφού πρώτα τις προσάρμοζε στις καθεστωτικές ανάγκες και επιδιώξεις, τις πλάσαρε στη συνέχεια μέσω της Πειθωργάνωσης και του Συμβουλίου, τόσο στους διάφορους τομείς της κοινωνικής και της οικονομικής ζωής του Τόπου, όσο και στη Μεγάλη Παγκόσμια Αγορά.
Οι πράκτορές και οι πρακτορίνες του λοιπόν, με τα τατουάζ τους κρυμμένα κάτω από ειδικές βιο-πλαστικές πέτσες και ντυμένοι με την εξοργιστικά ανατρεπτική απλότητα των δημόσιων φοιτητών, κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους με τα αυτιά τεντωμένα, προσπαθώντας να βρουν ευκαιρία για να εμφιλοχωρήσουν στις παρέες όπου διατυπωνόταν πρωτότυπος λόγος.
Οι Φύρδην Μίγδην έπρεπε να κάνουν συνεχείς προσπάθειες για να τους κρατήσουν μακριά τους και μακριά από τις λέξεις που με τόση φροντίδα αποθησαύριζαν.
«Έτσι λοιπόν, ε! Εάν, προκειμένου να σας πείσουν, έφτασαν ως το σημείο να αναφέρουν τον Μελανιάδη -τον οποίο να ’στε σίγουροι ότι τον αντιπαθούν και αυτοί βαθύτατα-, σημαίνει ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα απ’ ό,τι φαίνονται εκ πρώτης όψεως», αποφαίνεται χαμογελώντας ο Κίμων Αμάρος. «Ίσως και λίγο ανησυχητικά», προσθέτει πιο σοβαρά. «Υποθέτω, πάντως, ότι μετά από όλα αυτά δεχτήκατε τελικά τη μελέτη που σας πρότειναν, έτσι δεν είναι;»
«Πράγματι, δεν είχαμε και πολλά περιθώρια για αντιρρήσεις».
«Και μετά σκεφτήκατε -και κάνατε πάρα πολύ καλά- ότι θα έπρεπε να συμβουλευτείτε κάποιο πρόσωπο με πείρα, στο οποίο να έχετε παράλληλα και την απαραίτητη εμπιστοσύνη… Οπότε, να σας εδώ, στον πατέρα Κίμωνα».
«Η αλήθεια είναι ότι δεν ήρθαμε αμέσως εδώ», λέει ο Γιάνος.
«Ήταν ακόμη πρωί. Έπρεπε να τρέξουμε, να δούμε αν οι λέξεις ήταν ασφαλείς», λέει ο Βρας.
«Γιατί το γεγονός ότι ήξεραν τόσα πράγματα για το Φύρδην μας είχε ανησυχήσει».
«Μόλις, λοιπόν, τελειώσαμε με τους καθηγητές….»
«Και παρόλο που είχα φροντίσει νωρίς το πρωί να αλλάξω τους κωδικούς πρόσβασης στα αρχεία…»
«Καβαλήσαμε το τρίκυκλο του Βρας και κατευθυνθήκαμε ολοταχώς στα όρια της Πόλης, στα παλιά νταμάρια κάτω από την Δεξαμενή, εκεί όπου έχουμε βρει κάποιες εγκαταλειμμένες κατασκευές και έχουμε μεταφέρει τα αρχεία της Λέσχης».
«Εκεί, στις ¨Παράγκες¨, συνέβησαν κι άλλα πράγματα…»
«Πράγματα και θαύματα, θα ’λεγα».
«Πολύ πιο παράξενα.»
«Που μας προβλημάτισαν ακόμη περισσότερο».
***************************************************************
Νωρίτερα, την ίδια μέρα,
στο παλιό λατομείο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΑΡΕΜΒΑΛΟΜΕΝΟ
Ιδού -πάνω κάτω- αυτά που διηγήθηκαν οι δύο νέοι στον Κίμωνα
Το τρίκυκλο όχημα, τυλιγμένο στην ομίχλη και στις αιθυλικές του εξατμίσεις, πήρε τις τελευταίες ανηφορικές στροφές και μετά μπήκε στη μεγάλη αλάνα, τη γεμάτη χωμάτινους κώνους, μπροστά στο παλιό λατομείο.
Το εγκαταλειμμένο νταμάρι έχασκε σα γιγάντια δαγκωματιά στα πλευρά ενός από τους ελάχιστους ακόμη άχτιστους λόφους που περιέβαλαν την Πόλη. Δεν ήταν όμως ορατό από την πόλη γιατί μεγάλο μέρος κρυβόταν πίσω από μια σειρά τεράστιες γιγαντοαφίσσες που απεικόνιζαν τη νεαρή Μπάρμπυ Μπότον σε ποικίλες πόζες να συνηγορεί υπέρ διαφόρων νεωτερισμών
Ήταν το ύψωμα που παλιά λεγόταν Λόφος της Πέτρας, αλλά τώρα το αποκαλούσαν ¨Λόφο της Δεξαμενής¨ γιατί στη κορυφή του, ως λοφίο, είχε κατασκευαστεί η τεράστια λιμνο-δεξαμενή που προμήθευε με νερό τα ανατολικά προάστια. Το ύψωμα αυτό βρισκόταν λίγο ανατολικότερα από το χαμηλό Όρος των Κεραιών και αμέσως πριν απ’ τον Κεκραμένο λόφο.
Τα ελαστικά των τριών τροχών άφησαν ένα διαπεραστικό στρίγκλισμα καθώς ο Βρας φρενάρισε στο υγρό τσιμεντένιο δρομάκι, μπροστά στη σειρά με τα παρατημένα παραπήγματα του νταμαριού.
Ο Γιάνος πήδησε έξω πρώτος και έτρεξε προς μια μισανοιγμένη πόρτα.
Ο Βρας κατάλαβε την ανησυχία του φίλου του, μια που η συγκεκριμένη πόρτα θα έπρεπε κανονικά να είναι κλειστή και κλειδαμπαρωμένη. Ήταν η πόρτα της λυόμενης κατασκευής όπου είχαν μεταφέρει τους υπολογιστές και τ’ αρχεία της λέσχης, γιατί είχαν κρίνει ότι τα γραφεία της στο Πανεπιστήμιο είχαν γίνει ευάλωτα στην διαρκή πολιορκία των λεξιπρακτόρων του Μελανιάδη.
Κατέβηκε κι αυτός από το τρίτροχο με την ελαστικότητα και τη χάρη θαλάσσιου ελέφαντα σε υποβρύχιες ασκήσεις ακριβείας και έκανε να τρέξει προς το οίκημα, όταν ξαφνικά σταμάτησε μια στιγμή για να παρατηρήσει μια φρεσκοβαμμένη κόκκινη επιγραφή που ξεχώριζε ανάμεσα σε ένα σωρό παλιότερες μουτζούρες, στη πρόσοψη της κατασκευής. Δε θυμόταν να την είχε προσέξει όταν, σήμερα, νωρίς το πρωί, είχε ξανάρθει εδώ για να αλλάξει, προληπτικά, κωδικούς ασφαλείας στις λέξεις.
Έγραφε: ¨Μη πλησιάζετε το Λόφο¨ και από κάτω, σα να ’τανε υπογραφή ή βρισιά, συμπλήρωνε: Βλάσφημοι». Ο Βρασίδ κούνησε το κεφάλι του ερωτηματικά, και ξαναόρμησε προς την πόρτα.
Μπήκε, φρενάρισε και ησύχασε. Μέσα εκτός απ’ τον Γιάννο βρισκόταν μόνον η Ευγενία η συμφοιτήτριά τους από το δεύτερο έτος, η αποκαλούμενη και Τζένη το Τζίνι, που ήταν μέλος της ερευνητικής ομάδας της Λέσχης και κατά συνέπεια είχε το δικαίωμα να επισκέπτεται τους υπολογιστές και τ’ αρχεία.
Η Τζένη είχε δικό της κωδικό εισόδου και μπορούσε να παρακάμψει την περιφρούρηση που είχε επινοήσει ο Βρας. Παρ’ όλα αυτά, ήταν μια αξιοπερίεργη ώρα για επισκέψεις, αφού συνήθως κανείς απ’ τους ερευνητές της λέσχης δεν ερχόταν εδώ πριν απ’ το βραδάκι.
«Όλα καλά;», ρώτησε ο Βρας.
«Εδώ δεν μοιάζει να έχει πειράξει κανείς τίποτα», απάντησε η Τζένη. Μου το επιβεβαίωσε και η Μαρίκα, αν και δεν πρόλαβα ακόμη να τη διερευνήσω συστηματικά.
Ευτυχώς που ήρθες Βρας, γιατί από ’σένα ειδικά δεν κρύβει τίποτα».
Η Τζένη ήταν δόκιμο ακόμη μέλος της λέσχης αλλά έδειχνε ιδιαίτερη δραστηριότητα και ήταν πανταχού παρούσα Ήταν μια όμορφη κοπέλα, με έξυπνα χαρακτηριστικά που οι δύο φίλοι -και ιδιαίτερα ο Βρας-, έδειχναν να εκτιμούν ιδιαίτερα.
Η Μαρίκα πάλι, ήταν ένας παλιός οικιακός υπολογιστής τύπου M–RCA που είχε αγοραστεί με πόρους του ταμείου της Φίρδην Μίγδην σε μια δημοπρασία άχρηστου επικοινωνιακού υλικού και ο Βρασίδας, που ανάμεσα στ’ άλλα ήταν ικανός ανακυκλωτής, είχε αναλάβει να τον επιδιορθώσει και να τον τροποποιήσει.
Δύο υπήρξαν τα αποτελέσματα αυτής της επέμβασης:
Το ένα ήταν ότι ο M–RCA μετατράπηκε στη Μαρίκα, μια ικανή συνεργάτιδα της λέσχης, πολύ πιο ανθρωπόμορφη από τον Φώτη της Πρυτανείας και μάλιστα με τα εξωτερικά γυναικεία της χαρακτηριστικά δεόντως σιλικονισμένα, στην οποία ανατέθηκε μεταξύ άλλων η φύλαξη των πιο ευαίσθητων χώρων του ¨Φύρδην Μίγδην¨.
Το άλλο αποτέλεσμα ήταν ότι η έξυπνη όσο και γοητευτική κατασκευή απόκτησε ένα ηλεκτρονικό (Ηλέκτρειο) ερωτικό σύμπλεγμα προς τον Βρας, μπροστά στον οποίο δεν έκρυβε μεν τίποτα, αλλά και πάθαινε ελαφρά βραχυκυκλώματα, ηλεκτρικά τικ, ξαφνικά σπινθηρίσματα και άλλα παρόμοια μπερδεμένα και ηλεκτρονικώς δυσερμήνευτα.
Πάντως, για να δώσουμε ένα πιο ολοκληρωμένο περίγραμμα των αισθηματικών δονήσεων που αναπτύσσονται και διαχέονται στη μικρή αυτή παρέα, θα πρέπει να πούμε ότι στην περίεργη έλξη που ασκεί ο Βρασίδας στη Μαρίκα, αντιστοιχεί μια περίπου ανάλογη αναστάτωση που προκαλεί στον, κατά τα άλλα ψύχραιμο νέο, η παρουσία της Τζένης.
Αυτή η τελευταία όμως, αν και συμπαθεί εξαιρετικά τον ευτραφή συμφοιτητή της, τρέφει μια όχι κρυφή αδυναμία για το Γιάννο.
Ο Γιάνος πάλι είναι ο μόνος που δεν δείχνει να έχει προσέξει τίποτα από τις συναισθηματικές ροές που κυκλοφορούν στη λέσχη του Φυ Μι, απορροφημένος όπως είναι με την εκπλήρωση των υψηλών λεξ-επαναστατικών ιδανικών που είχε θέσει στον εαυτό του.
«Λοιπόν;», ρώτησε ανήσυχος ο νεαρός Αμάρος.
«Λοιπόν», άρχισε να διηγείται η Τζένη, «Μόλις που είχα φτάσει στα γραφεία της λέσχης στο Πανεπιστήμιο και είχα ανοίξει τον υπολογιστή για να ελέγξω το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, όταν το μάτι μου πήρε ένα επείγον μήνυμα χωρίς αποστολέα που έλεγε ¨Μείνετε μακριά απ’ το λόφο. Κίνδυνος!¨.
Δεν κατάλαβα πολλά πράγματα, αλλά η πρώτη υπόθεση που έκανα ήταν ότι κάποιος μας συνιστούσε να εγκαταλείψουμε αυτόν εδώ το χώρο. Ανησύχησα κάπως που το μέρος εντοπίστηκε κιόλας και προσπάθησα να συνδεθώ με τη Μαρίκα για να δω αν ήρθε κανείς εδώ ή αν προσπάθησε κάποιος να μπει στα αρχεία μας. Όμως ο Βρασίδας έχει κάνει την πρόσβαση στην Μαρίκα τρομερά δύσκολη και περίπλοκη…»
«Είναι για λόγους ασφαλείας», απολογήθηκε ο Βρας. «Θα ήταν εξαιρετικά επιβλαβές για την ασφάλεια του υλικού μας αν την αποπλανούσε κανείς».
«Το καταλαβαίνω. Έτσι αποφάσισα να έρθω εδώ η ίδια. Πήρα ένα ταξί και είπα στον ταξιτζή ότι ανήκω στην ομάδα των χημικών που κάνουν τον περιοδικό έλεγχο στο νερό της Πόλης. Έτσι του ζήτησα να με πάει επάνω, στην Δεξαμενή. Μόλις απομακρύνθηκε κατηφόρισα αμέσως εδώ».
«Εντάξει» είπε επιδοκιμαστικά ο Γιάνος. «Τήρησες όλα τα μέτρα ασφαλείας».
«Αντίθετα από εσάς που, απ’ ότι κατάλαβα απ’ τα μουγκρίσματα της μηχανής, μου ήρθατε μέρα μεσημέρι με το μπεκρο – τρίκυκλο».
«Κοίτα, ανησυχήσαμε και εμείς. Είχαμε τους λόγους μας. Θα στα διηγηθούμε», είπε ο Γιάνος.
«Έξω έχει μια περίεργη ομίχλη», πρόσθεσε ο Βρας. «Δε φαινόμαστε».
«Καλά», ανησύχησε η Τζένη. «Αλλά την είδατε την κόκκινη επιγραφή εδώ απέξω;»
«Ναι», απάντησε ο Βρας.
Ο Γιάνος τους έκανε νόημα να διακόψουν για λίγο τη συζήτηση και βγήκε έξω να την παρατηρήσει κι αυτός.
Ξαναμπήκε μέσα. «Είναι πάνω κάτω το ίδιο μήνυμα. Ώστε μας εντόπισαν», είπε και άφησε να του ξεφύγει ένας μισός αναστεναγμός. Έπειτα τους έδειξε το κοκκινισμένο του δάκτυλο. «Κοιτάξτε, η μπογιά είναι ακόμα νωπή! Ποιοι να ’ναι άραγε αυτοί οι ¨Βλάσφημοι¨; Καμιά καινούργια θρησκευτική σέχτα; Ή μας βρίζουν εμάς ¨βλάσφημους¨; δεν κατάλαβα. Και τι τους πειράξαμε;»
«Λέτε να πρόκειται για κόλπα του Μελανιάδη;» αναρωτήθηκε η Τζένη.
«Δε μπορεί να είναι ο Φρίξος. Δεν τον συμφέρει. Αυτός και οι άνθρωποί του βολεύονται με το να μας βουτάνε καμιά λέξη ή καμιά φράση που και που και να τη βάζουν μετά στα ¨δημιουργικά¨ τους σλόγκαν για απορρυπαντικά ή για μεταλλαγμένες τροφές. Από πού θα τις κλέβουν αν δυσκολέψουν τις έρευνες και τις δραστηριότητές μας;»
«Μπορεί να άλλαξαν πολιτική».
«Μπορεί. Μπορεί όμως και να είναι η Εταιρεία Υδάτων εδώ από πάνω. Να έχουμε μπερδευτεί στις συχνότητες των υπολογιστών τους ή να πήραν χαμπάρι ότι τους βουτάμε ρεύμα από το υπόγειο καλώδιο…»
«Η ενέργεια που τους κλέβουμε είναι μηδαμινή. Κι έπειτα, αν είχαμε ενοχλήσει την Εταιρεία να είστε σίγουροι ότι θα μας είχαν ήδη στείλει τους σικιουριτάδες τους και όχι μηνύματα στους τοίχους».
«Τίποτα δεν αποκλείεται», παρενέβη ο Βρασίδας Καραμπόλας. «Όμως δε νομίζετε πως πρέπει να δούμε τι έχει να μας πει η Μαρίκα;»
«Σωστά», συμφώνησαν οι άλλοι δύο και έστρεψαν τα βλέμματά τους προς το ευφυές κατασκεύασμα που, υπακούοντας σε ένα νεύμα του Βρας, πλησίασε τσουλώντας αθόρυβα στα ρουλεμάν που υπήρχαν κρυμμένα κάτω από τις ψηλοτάκουνες γόβες του.
Η Μαρίκα τοποθετήθηκε αυτοβούλως απέναντι από τον Βρας και αφού πήρε μία, κατά τη γνώμη της, αισθησιακή στάση, του χαμογέλασε με ηλεκτρονική σημασία.
«Λοιπόν Μαρίκα, για πες μας», ρώτησε εκείνος. «Τι συμβαίνει; Παρατήρησες κάποια ασυνήθιστη κίνηση; Μήπως σε πείραξε κανένας;»
Η Μαρίκα πήρε το λόγο και, με φωνή βραχνιασμένου βαρύτονου, διατύπωσε την ακόλουθη δήλωση: «Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι μετά την τελευταία και εκτός προγράμματος, επαφή μου με το σύντροφο Βρας, σήμερα το πρωί, ώρα επτά, πέντε πρώτα και δυο δεύτερα, όταν επισκέφτηκε τον χώρο προκειμένου να αλλάξει τους κωδικούς πρόσβασης στα αρχεία, ουδείς με άγγιξε. Προσθέτω ότι σήμερα το πρωί, δεκαπέντε λεπτά και τρία δεύτερα πριν από την άφιξη της Τζένης, παρατήρησα ασυνήθιστη κίνηση στο εξωτερικό περίβλημα του επιτηρούμενου χώρου».
«Πρέπει να της διορθώσεις τα φωνητικά τσιπ», παρατήρησε ο Γιάνος.
«Δε φταίνε τα τσιπ. Είναι που άμα την πλησιάζει ο Βρας παθαίνει την πλάκα της», διόρθωσε η Τζένη.
«Δεκαπέντε λεπτά πριν ε; Δηλαδή παρά λίγο να πέσουμε απάνω τους. Για πες μου τώρα», είπε ο Βρασίδας στην Μαρίκα σε μάλλον τρυφερό τόνο, «αν σε συνδέσουμε με τις συσκευές των Γραφείων θα μπορέσεις να εντοπίσεις τον αποστολέα του ηλεκτρονικού μηνύματος;».
Αυτήν τη φορά η φωνή της ανθρωπόμορφης συσκευής επανήλθε στην ελαφρά αισθησιακή θηλυκή απόχρωση και την κάπως εξωτική προφορά που της είχε εμφυτεύσει ο δημιουργός της: «Θα το επιχειρήσω, καλέ. Δώστε μου την άδεια να συνδεθώ με τις συσκευές των Γραφείων, και θα σαρώσω όλες τις συχνότητες των τελευταίων είκοσι τεσσάρων ωρών. Και τις εισερχόμενες και τις εξερχόμενες, ούφα!».
«Την έχεις. Θα σου πάρει πολύ;»
«Ζήτημα μερικών λεπτών, ντε».
«Εντάξει».
Η Μαρίκα τοποθετήθηκε μπροστά στο τραπέζι όπου ήταν τοποθετημένος ο περιφερειακός της εξοπλισμός και έβαλε τα άνω της άκρα στις ειδικές υποδοχές που εξασφάλιζαν την άμεση σύνδεση με τα επικοινωνιακά διαδίκτυα.
Οι τρεις φίλοι εκάθησαν γύρω της, πιο χαλαρωμένοι τώρα, και παρακολουθούσαν στην οθόνη του τραπεζιού εργασίας τις προσπάθειες της τεχνητής διάνοιας να εντοπίσει το περίεργο μήνυμα, όταν σε μια στιγμή είδαν την υπολογίστρια χωροφυλακίνα να αναταράζεται ελαφρά, ενώ τα πράσινα λεντ φωτάκια του περίτεχνου περιδέραιού της αναβόσβησαν με ένταση.
«Τι τρέχει Μαρίκα;», ρώτησε ο Βρας.
«Κάποιος προσπαθεί επίμονα να μπει στις συχνότητές μου. Ζητάει άμεση προτεραιότητα. Να του το επιτρέψω;»
Ο Βρασίδας κοίταξε το Γιάννο και την Τζένη, που του έγνεψαν ¨ναι¨. Ύστερα στράφηκε προς τη Μαρίκα: «Δήλωσε τα στοιχεία αναγνώρισης;»
«Ναι. Nestor@Aen.exon »
«Α, ο δικός μας. Τώρα που το σκέφτομαι ο Νες πάντα ξέρει κάποια ενδιαφέροντα πράγματα. Σύνδεσέ τον.»
********************************************************
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΘΕΤΟ (Στο προηγούμενο)
Περί του αινιγματικού όσο και μυστηριώδους Νέστορα Αέναου
Ο Νέστωρ Αέναος, ή Νες, ή θείος (μπάρμπας) όπως τον έλεγαν καμιά φορά τα παιδιά για να απομυθοποιήσουν όσο μπορούσαν αυτήν την μυστηριώδη φυσιογνωμία, γνώριζε πολύ περισσότερα, απ’ όσα νόμιζαν ο Βρας και ο Γιάνος. Αλλά οι νεαροί ΦυΜιτες δεν ήταν σε θέση να το ξέρουν.
Εκείνο που ήξεραν ήταν ότι ο Νέστωρ ήταν ένας από τους σάιμπερ ασκητές με τους οποίους συνδέονταν αποκλειστικά μέσω των υπολογιστών και οι οποίοι τους βοηθούσαν στην σύνταξη των ειδικών προγραμμάτων για την συλλογή και την επεξεργασία των λέξεων. Ένας από τους πιο προχωρημένους.
Ανάμεσα στους κυβερνοερημίτες, μάλιστα, κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Νες είναι σε θέση να φτιάξει προγράμματα που να διερευνούν αρχαίες μαγγανείες και που θα μπορούσαν να ανασύρουν στην επιφάνεια μυστήριες λεκτικές γητειές, αρχαία ξόρκια, και μαγικές επωδούς.
Εκείνο που δεν ήξεραν ήταν ότι ο Νέστωρ Αέναος ήταν γνωστός ανάμεσα στα πιο ενημερωμένα στελέχη του δαιμονόκοσμου ως, ο Παπούλης, ένας από τους άτυχους θνητούς που είχαν γεννηθεί με την ιδιότητα να μπορούν να προβλέπουν το μέλλον.
Πράγματι, ο Νες ήταν ένας εκ γενετής δέκτης και αποκωδικοποιητής οπισθοδρομικών προβλεπτικών ταχυονίων. Αυτό, από μόνο του, ήταν βέβαια κάτι το αρκετά σπάνιο, αλλά όχι τελείως ασύνηθες.
Ο Νες όμως ανήκε σε μια ανώτερη κατηγορία μαντικών φαινομένων: Ήταν, παράλληλα, Καταλυτικός Επιλογέας και Σταθεροποιητής Πιθανολογικού Σύμπαντος. Αυτό είναι όντως ένα σπάνιο φαινόμενο που όμως, όταν εμφανίζεται, δημιουργεί τέτοια ανακατωσούρα στο Τμήμα Προγραμματιστών της Υπερβατικής Σφαίρας, ώστε να αντιμετωπίζεται με την εντελώς ειδική μεταχείριση των άτυχων φορέων.
«Προσοχή!», έγραφε το Εγχειρίδιο Αντιμετώπισης Απρόβλεπτων Ανωμαλιών για χειριστές και επιδιορθωτές Συμπάντων: «Σε μια τέτοια περίπτωση μην αφήσετε το εν λόγω υποκείμενο να αποδημήσει προς τις υπερβατικές σφαίρες. Όχι τουλάχιστον όσο οι προβλέψεις του μένουν ανεκπλήρωτες. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν κάτι τέτοιοι τύποι σκάσουνε μύτη στο Υπερπέραν χωρίς να έχει εκτονωθεί επαρκώς η προβλεπτική τους τάση, η επιρροή τους πολλαπλασιάζεται και μπορεί να ανατρέψει την δια-λογική των Πάντων.
Φροντίστε επομένως να μένουν εκεί που είναι μέχρις ότου επαληθευθούν οι προβλέψεις τους και εκτονωθεί η προφητική τους προδιάθεση. Επίσης, κάντε κάτι για να μην έχουν μεγάλη απήχηση και κάνουν μεγάλη ζημιά».
Έτσι ο Νέστωρ προικίστηκε με μια ασυνήθιστη εκδοχή ακούσιας αθανασίας: έπρεπε να παραμείνει ζωντανός μέχρις ότου υλοποιηθούν οι προβλέψεις που κατά καιρούς έκανε και εντάχθηκε ανάμεσα στους λίγους θνητούς που, άλλοι λόγω τιμωρίας και άλλοι επειδή είχαν μπλέξει σε ποικίλα μεταφυσικά τερτίπια, κόλπα και μυστικές συμφωνίες, έπαιρναν αλλεπάλληλες παρατάσεις διαβίωσης. Μια μεταχείριση που, με την πάροδο των καιρών (που αλλάζουν), κατέληξε ισοδύναμη με σκληρή τιμωρία..
Ο ίδιος ο Αέναος, παρά το γεγονός ότι το προβλεπτικό του ταλέντο μηδενιζόταν όταν τα ερωτήματα τον αφορούσαν προσωπικά, μια που διέθετε αρκετή οξυδέρκεια και άφθονο διαθέσιμο χρόνο κατάληξε σε ορισμένα συμπεράσματα που δεν απείχαν πολύ από την αλήθεια.
Όταν λοιπόν συνειδητοποίησε ότι αυτή η κουραστική διαρκής παράταση διαβίωσης σχετίζεται με τις προβλέψεις του (και δεδομένου ότι μετά από την παρέλευση μερικών αιώνων το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είχε εκτονωθεί σχεδόν εντελώς και το μόνο που επιθυμούσε ήταν μια αξιοπρεπή αποχώρηση), είχε κάνει δύο πράγματα:
Το πρώτο ήταν ότι προσπάθησε να σταματήσει τις προφητείες.
Βασικά, έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει την Έκσταση. Ή εν πάση περιπτώσει εκείνη την κατάσταση που έμοιαζε κάπως με έκσταση και κατά την οποία έχανε την επαφή με την τρέχουσα πραγματικότητα και ερχόταν σ’ επαφή με τα μελλούμενα.
Εκείνο που ήθελε ήταν η ηρεμία, η αποστασιοποίηση, η αμφίπλευρη λήθη…
Αλλά για να αποφύγει την έκσταση ή εκείνο που της έμοιαζε έπρεπε να είναι σε διαρκή επαγρύπνηση.
Αλλιώς, εκείνες οι λιγοστές στιγμές της αποκοπής αρκούσαν για να γίνει στόχος σε σμήνη ταχυόνια που έρχονταν κατά ριπές με την όπισθεν από το μέλλον και που βομβάρδιζαν μόνον εκείνον.
Τότε, ό,τι και να ’κανε, τα μελλούμενα τρύπωναν σα φίδια στο μυαλό του. Και μετά δε μπορούσε να τα ξεριζώσει παρ’ όλες τις υπεράνθρωπες ιδιότητές του. Και έτσι η ποινή του ανανεωνόταν και η τιμωρία του συνεχιζόταν
Όταν, μετά από σκληρές προσπάθειες βασισμένες στην αυτοσυγκέντρωση, κατάφερε να περιοριστεί μόνο στις βραχυπρόθεσμες προβλέψεις διαπίστωσε ότι του είχαν ήδη ξεφύγει κάποια μελλούμενα (που έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ προχωρημένα και κανένας δεν τα πίστευε) τα οποία θα αργούσαν πολύ να υλοποιηθούν. Έτσι, -ήταν ένα λογικό συμπέρασμα και όχι μια πρόβλεψη- θα αργούσαν ακόμη πολύ να τον αποσύρουν από το βασανισμένο κόσμο των Πεπερασμένων…
Το δεύτερο πράγμα που έκανε ήταν ότι έπαψε να κοινοποιεί τα οράματά του, μπας και έτσι οι Προγραμματιστές εξευμενιστούν και του επιτρέψουν να πάρει κι αυτός το μερδικό του από την Αιώνια Ανάπαυση.
Ωστόσο, που και που, αν και συνειδητοποιούσε ότι μ’ αυτόν τον τρόπο πήγαινε κόντρα στη θέληση της Μοίρας του Ριζικού και του Πεπρωμένου, έτσι, για πείσμα ή για λόγους που μόνο αυτός ήξερε, βραχυκύκλωνε για λίγο τη ροή των πραγμάτων ανακοινώνοντας κάποια διαίσθησή του επί του μέλλει γενέσθαι.
Όπως τώρα.
Τώρα που ο Νέστωρ Αέναος, καθώς έγραφε το ημερολόγιό του, είχε πάθει εντελώς απροσδόκητη μελλοντική προειδοποίηση. Και που δε μπορούσε να καταλάβει από που του ’ρθε.
Εκείνο που διέκρινε κανείς στο γαλαζωπό ημίφως του μόνιτορ ήταν βασικά ένα αινιγματικό περίγραμμα. Το περίγραμμα του Νέστορα Αέναου που, αν και καθισμένος στη βαριά πολυθρόνα, φάνταζε ψηλός και επιβλητικός.
Ήταν σκεπασμένος ολόκληρος μ’ έναν σκούρο μανδύα απ τον οποίο προεξείχαν μόνο τα οστεώδη δάκτυλα των χεριών του που έστεκαν αιωρούμενα πάνω απ’ το πληκτρολόγιο.
Το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο, αλλά όχι άσχημο. Έμοιαζε πλέον με μάσκα που, με ένα αδιόρατο κωμικοτραγικό μειδίαμα, περιγελούσε το χρόνο. Ένα πρόσωπο που εξέπεμπε απιθανότητα, ίσως λίγο δέος, και είχε το κάρμα κάποιου που βρίσκεται πέρα από τα τετριμμένα και έχει πληρώσει βαρύ αντίτιμο γι αυτό.
Ο Νέστωρ Αέναος απορροφήθηκε για λίγο από τις σκέψεις του. Το βλέμμα του έμεινε να κοιτάζει την οθόνη πάνω στην οποία διακρίνονταν τα περίεργα σύμβολα που χρησιμοποιούσε στις καταγραφές και τους προγραμματισμούς του, όμως ο νους του ήταν αλλού.
Μετά, ξανάρχισε να πληκτρολογεί μηνύματα στο κρυπτογραφημένο του ημερολόγιο. Ή μήπως αιωνολόγιο είναι η καλύτερη λέξη;
Είχα πάλι ένα προαίσθημα, αδελφέ μου!
(Τα αισθήματα, τα προαισθήματα, τα αδιευκρίνιστα μηνύματα, τα ξύπνια που ‘ναι άπιαστα κι αόρατα, κι αόριστα… βαράνε πάλι το συναγερμό!)
Και είπα:
Ας πω τουλάχιστο στους μικρούς να φυλαχτούνε.
Φυλαχτείτε μικροί κι άμαθοι.
Είδα λάσπη!
Βλέπω λάσπη!
Να κολλάει παντού. Ν’ αλλοιώνει το σχήμα των πραγμάτων. Να μπερδεύει τους αναλυτές και τους ειδήμονες. Να φθείρει τις προοπτικές. Ν’ αναγουλιάζει τα χρώματα. Να κάνει τις όψεις γλοιώδεις και τα επίπεδα γλιστερά.
Η Λάσπη!
Μακριά απ’ το λόφο τον ετοιμόρροπο…
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Τα τρομερά επέρχονται!
Βλέπω Αναμπουμπούλα και Χαμό και Μπέρδεμα.
Κι νοιώθω την ελπίδα και τον τρόμο του Τέλους.
Εγώ, Βοηθός και Δωρητής. Εγώ, αιώνια καταραμένος.
(Μικροί την έχετε άσχημα!)
Τρύπα, δόλος, δυνάμεις αντικρουόμενες και αναιρετικές.
Κι εγώ; Τι θα μπορούσα να προσφέρω;
Μια χαραμάδα αμυδρή, μονάχα.
Ναι, μπορεί..
Μικροί, εκείνο που χρειάζεστε είναι…
Έναν που να ρωτάει…
Μα, προπαντός, έχετε ανάγκη…
Εκείνον που γράφει.
Κι άρχισε να ψάχνει τους νεαρούς του φίλους στις γνωστές συχνότητες που χρησιμοποιούσαν στις μεταξύ τους επαφές…
Για κάποιο λόγο που είχε καταφέρει να μην προβλέψει, δυσκολεύτηκε να τους βρει.
Η μορφή του Νέστορα Αέναου σχηματίστηκε στην οθόνη απότομα, χωρίς να προηγηθεί το συνηθισμένο εναρκτήριο σήμα των εκπομπών του: το αιωρούμενο στριφογυριστό τρίγωνο με τις τρεις σαύρες να δαγκώνουν η μια την ουρά της άλλης.
Το πρόσωπό του ήταν περισσότερο τεντωμένο και απόκοσμο από τις άλλες φορές, τόσο που ο Γιάνος θεώρησε σίγουρο ότι ο ασκητής φοράει προσωπείο ή χρησιμοποιεί ειδικό οπτικό φίλτρο στις συνδιαλέξεις του.
«Επιτέλους σας βρίσκω νεαροί φίλοι. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι εντελώς εναντίον μου».
«Χαίρε Πεπειραμένε», αντιχαιρέτησε ο Γιάνος. «Τι δεν είναι ενάντιο;»
«Η Αδυσώπητη Ροή των Πραγμάτων. Τι άλλο; Πείτε μου όμως, είναι επείγον, λάβατε το μήνυμα που σας έστειλα;»
«Τα μόνα μηνύματα που λάβαμε λένε ¨μακριά απ’ το λόφο¨ και δεν είμαστε ακόμη τελείως σίγουροι τι θέλουν να πουν, ούτε ποιος τα έστειλε. Έχεις εσύ μήπως καμιά ιδέα;»
«Ναι. ¨Μακριά απ’ το Λόφο¨, αυτό το μήνυμα σας το έστειλα εγώ, με σκοπό να σας αποτρέψω από το να επισκεφθείτε το Λόφο σήμερα. Δεν το υπέγραψα για λόγους δικούς μου. Γιατί δεν είχα σκοπό να σας αποκαλύψω ούτε ποιος ήταν ο αποστολέας ούτε τις πηγές των πληροφοριών μου».
«Και ήταν ανάγκη να μας το γράψεις και στον τοίχο με μπογιά;»
«Δεν ξέρω τίποτα για μπογιές και για τοίχους. Αυτό που ξέρω είναι πως δεν τα κατάφερα να σας κρατήσω μακριά από εκεί που είστε τώρα και έτσι αναγκάζομαι να παρουσιαστώ και να σας το ανακοινώσω αυτοπροσώπως. Ακούστε με λοιπόν χωρίς να με διακόψετε, γιατί έχετε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή σας».
Η Τζένη πήγε κάτι να πει, αλλά ο Βρας της έσφιξε τον καρπό με νόημα και εκείνη σώπασε.
«Με τρόπο που δε μπορώ να σας εξηγήσω αυτήν τη στιγμή, αλλά από πηγή σίγουρη, έμαθα, ξέρω, ότι μέσα σε μηδαμινό χρόνο από τώρα πρόκειται να γίνει ισχυρή έκρηξη στη δεξαμενή του νερού στην κορυφή του Λόφου, πάνω από τα κεφάλια σας.
Έχετε ελάχιστα χρονικά περιθώρια και το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε είναι να φύγετε ολοταχώς από εκεί. Φροντίστε να βγείτε από τη πορεία του νερού που θα πλημμυρίσει το λατομείο και μετά θα κυλήσει ίσα κάτω στην Πόλη και τη θάλασσα. Φύγετε. Τέλος τους μηνύματος.
Η μορφή ξάσπρισε και εξαφανίστηκε.
Οι τρεις φίλοι είχαν μείνει άναυδοι.
Πρώτος συνήλθε ο Γιάνος. «Πάμε» είπε. «Έξω!»
«Μια στιγμή», είπε ο Βρασίδας και άρπαξε τη Μαρίκα απ’ τη μέση και την έριξε στον ώμο του.
Η Τζένη, ψύχραιμα, πήρε ένα πλαστικό φύλλο που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για να ενισχύσουν τη στεγανότητα των τοίχων και το τοποθέτησε πάνω από τα μηχανήματα.
Βγήκαν τρέχοντας έξω.
Η Τζένη μπήκε πρώτη στο πίσω μέρος του οχήματος και ο Βρασίδας της έδωσε με προσοχή τη Μαρίκα. Ύστερα κάθισε στο τιμόνι. Ο Γιάνος πριν μπει σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω, αλλά η ομίχλη δεν επέτρεπε τη θέα της δεξαμενής.
Τη στιγμή εκείνη η πάχνη τριγύρω τους απόκτησε ξαφνικά μια πορφυρή ανταύγεια, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος και αμέσως μετά ένα υπόκωφο βουητό.
Ο Γιάνος βούτηξε στο εσωτερικό του τρίκυκλου, ενώ ο Βρασίδας πατούσε το γκάζι με όλο το αξιοσημείωτο βάρος του.
Πήραν τον κατήφορο ενώ πίσω τους ένας καταρράκτης νερού εγκατέλειπε την καταστραμμένη δεξαμενή και έπεφτε με βρόντο στην αλάνα του λατομείου.
Εκείνο που εμπόδισε το νερό να καταπιεί το τρίκυκλο που απομακρυνόταν όσο πιο γρήγορα μπορούσε ήταν αφενός οι χωμάτινοι κώνοι από τις παλιές εκσκαφές που ήταν ακόμη αφημένοι εδώ κι εκεί στο πλάτωμα και αφετέρου οι πινακίδες με τις γιγαντοαφίσσες της Μπάρμπυ Μπότον που για λίγο αντιστάθηκαν στο ρεύμα. Το νερό ανακατεύτηκε με τα χώματα, έγινε λάσπη και καθυστέρησε για μια στιγμή την κατηφορική πορεία του. Μετά ξαναόρμησε προς τα κάτω.
Τους τρεις νέους, τη Μαρίκα και το αλκοολικό όχημα που κατέβαιναν σχεδόν κουτρουβαλώντας την πλαγιά του Λόφου της Δεξαμενής, τους κυνηγούσε τώρα ένας φουσκωμένος καφετής χείμαρρος.
*******************************************************
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΝΑΚΑΤΕΜΕΝΟ
(υπόλοιπο)
Ο Κίμωνας έχει σηκωθεί από το γραφείο του και παρακολουθεί τη διήγηση των δύο φίλων βηματίζοντας μπρος πίσω.
«Λοιπόν; Τι κάνατε μετά;»
«Στρίψαμε δυτικά στον πρώτο χωματόδρομο που συναντήσαμε», συνεχίζει ο Γιάνος. «Ο χείμαρρος πίσω μας ακολούθησε τη κλίση του εδάφους και στην κατηφόρα βρήκε σκουπίδια και άλλα υλικά που τον μετέτρεψαν σε ένα πηχτό μαύρο ποτάμι πριν φτάσει στη θάλασσα, όπως είχε προβλέψει ο Νές. Το ανατολικό τμήμα της πόλης αποκόπηκε για λίγο από το κέντρο…»
«Την είδα τη και ’γω τη μαύρη λάσπη», συμφωνεί ο μεγάλος Αμάρος. «Ήμουν στην παραλία. Έφτασε ως εκεί. Και μετά;»
« Μετά, μη μπορώντας να πάμε στα γραφεία της Λέσχης γιατί ανάμεσα σε μας και το Πανεπιστήμιο μεσολαβούσε πια μόνο παχύρρευστη γλίτσα, κατευθυνθήκαμε στο σπίτι της Τζένης…».
«Στο δρόμο παρατηρήσαμε ότι υπήρχαν κι άλλα φρέσκα συνθήματα στους τοίχους με κόκκινη μπογιά», συμπληρώνει ο Βρας.
«Άλλα έλεγαν τα γνωστά: ¨Μετανοείτε γιατί έφτασε η ώρα¨, άλλα ασυναρτησίες του τύπου: ¨Ευλογημένοι όσοι υπακούσουν και αποσυρθούν πρώτοι¨, άλλα πάλι έμοιαζαν μ’ αυτό του λατομείου και προειδοποιούσαν ¨Μακριά απ’ το Λόφο!¨».
«Καταλάβαμε ότι αυτή η προειδοποίηση αυτή απευθυνόταν σ’ όλη την πόλη και όχι σε μας ειδικά».
«Ουσιαστικά μόνο η προειδοποίηση του Νέστορα απευθυνόταν αποκλειστικά σε μας, και μας έσωσε».
«Αλλά όπως μάθαμε λίγο μετά και οι απειλές των επιγραφών στους τοίχους μας αφορούν!».
«Όμως με άλλο τρόπο».
«Πρέπει όμως να στα πούμε με τη σειρά».
«Για προσπαθήστε …», αναστέναξε ο μεγάλος Αμάρος.
Οι δύο φίλοι διηγήθηκαν στον Κίμωνα πως φτάσανε αγκομαχώντας στο σπίτι της Ευγενίας, μία μεζονέτα σ’ ένα ασφαλισμένο οικισμό στη βόρεια άκρη της πόλης. Το τρίκυκλο τα ’χε παίξει, αλλά και το πλήρωμά του δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Η Ευγενία ή Τζένη το Τζίνι ήταν η μοναχοκόρη μιας γιατρίνας-μετόχου και απολάμβανε τα σχετικά προνόμια. Στο σπίτι είχε έναν χώρο αποκλειστικά δικό της διακοσμημένο με τρόπο που έδειχνε ότι το γούστο της κατά βάθος ήταν περισσότερο νεορομαντικό παρά νεομεταμοντέρνο. Αυτό όμως τα δύο αγόρια θα το πρόσεχαν αργότερα.. Αυτό που πρόσεξαν αμέσως ήταν ότι το δωμάτιο ήταν εφοδιασμένο με έναν προχωρημένο Παραπέντιουμ Χ υψηλών προδιαγραφών και ικανοτήτων.
Έτσι ύστερα από λίγο είχαν καταφέρει να επανασυνδέσουν τη Μαρίκα.
«…και αναζητήσαμε επειγόντως τον Νέστορα».
«Καλά αυτόν τον Αέναο πόσο καλά τον γνωρίζετε;», τους διακόπτει ο Αμάρος πατέρας.
«Το θείο; Τον γνωρίσαμε μέσα στο δίκτυο», απαντάει ο Γιάνος.
«Για να λέμε την αλήθεια εκείνος μας έστειλε πρώτος τα μηνύματά του», λέει ο Βρας. «Εμείς στην αρχή ήμασταν λίγο δύσπιστοι, αλλά σιγά σιγά ανακαλύψαμε ότι είχε σπάνιες ικανότητες στην διερεύνηση του κόσμου των λέξεων. Μόνο να, στην οπτική επικοινωνία είναι λίγο παράξενος. Κάπως σα να φοράει προσωπείο».
«Ναι», επιβεβαιώνει ο Γιάνος. «Οι μυς του προσώπου του δε κινούνται πολύ φυσιολογικά όταν μιλάει. Από την άλλη μεριά κατά βάθος είναι ωραίος τύπος και αυτά που λέει είναι πάντα ενδιαφέροντα».
«Εντάξει, συνδεθήκατε. Τι σας είπε; Ποιος ανατίναξε τη Δεξαμενή;»
«Αυτό, εδώ που τα λέμε, δεν το ξεκαθάρισε αν και θα στοιχημάτιζα μια αρχαία ρηματική διακοίνωση από τη συλλογή μας αντί για τα άπαντα του Καζαμία, ότι κάτι ξέρει», λέει ο Βρας. «Μας είπε όμως κάτι άλλο σημαντικό».
«Ότι, κατά τη γνώμη του, οι επιγραφές στους τοίχους της πόλης που συμβουλεύουν τους κατοίκους να μείνουν μακριά απ’ το Λόφο, δεν εννοούν το Λόφο της Δεξαμενής, αλλά τον Κεκραμένο Λόφο παραδίπλα».
«Δηλαδή το λόφο με το Κτίσμα!».
«Εκεί που πρέπει να τρυπώσουμε αύριο».
«Και ότι υπάρχουν δυνάμεις πανίσχυρες που εναντιώνονται στην ανάμιξη οποιουδήποτε με το Κτίσμα και τον Κεκραμένο λόφο».
«Και ότι αν θέλουμε να τα βγάλουμε πέρα σ’ αυτήν την ιστορία χρειαζόμαστε βοήθεια».
«Δηλαδή;»
«Λεπτομέρειες θα μας πει απόψε το βράδυ. Έχουμε ραντεβού στο υπόγειο του ταχυφαγείου»
«Μπρρρ! Θα είναι η πρώτη φορά που θα τον συναντήσουμε από κοντά».
«Πάντως μια πρώτη συμβουλή μας την έδωσε».
«Τι είδους συμβουλή;»
«Να, ο Νέστωρ λέει ότι θα χρειαστούμε βοήθεια από ¨κάποιον που να ρωτάε騻.
«Αλλά προ παντός θα μας χρειαστεί ¨κάποιος που να γράφει¨. Δυο πράγματα δύσκολα στην εποχή μας. Και έτσι σκέφτηκα…»
«Εντάξει», συμφωνεί προώρως ο Κίμωνας
«Σκέφτηκα», συνεχίζει ο Γιάνος χαμογελώντας, ότι έναν που γράφει, έστω κι αν το κάνει μόνο που και που και μόνο όταν είναι μόνος του, τον ξέρω! Αν λοιπόν πρόκειται για ένα παιχνίδι ρόλων έχω τον καλύτερο υποψήφιο, εσένα!».
Ο πατέρας Αμάρος δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν όλες αυτές οι ιστορίες θα πρέπει να τις πάρει τοις μετρητοίς και να ανησυχήσει ή αν θα πρέπει να τις θεωρήσει μία νεανική φαντασίωση πλεγμένη γύρω από την πρωινή έκρηξη της δεξαμενής και ίσως γύρω από την ανάθεση της εργασίας για το μυστηριώδες Κτίσμα και έτσι να ευχαριστηθεί που οι νεαροί έχουν αποφασίσει να τον ¨παίξουν¨ κι αυτόν.
Είναι πιο ήρεμος τώρα. Εντάξει, οι μικροί πάνε γυρεύοντας για μπελάδες αλλά αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό, ίσως και χρειαζούμενο για την ψυχική τους ισορροπία.
Επιπλέον, ως νέοι είναι φυσικό να τους αρέσει να κάνουν τη ζωή τους μυθιστόρημα… Έτσι θα έχουν αργότερα κάτι να θυμηθούν.
Αλλά, άκου εκεί ¨κάποιος που να γράφει και ένας που να ρωτάει…!¨ Δε θα μεγαλώσουν ποτέ!
Σύμφωνοι, και ο ίδιος έχει μείνει κάπως έξω από τις παραδοσιακές διαδικασίες ωρίμανσης και το ξέρει… κατά βάθος το έχει κρυφό καμάρι, αλλά….
¨Δε βαριέσαι¨, καταλήγει, ¨ας τους να παίξουν λιγάκι ακόμη¨.
Χαμογελάει και λέει: «Εντάξει. Αν είναι ένα παιχνίδι ας παίξουμε μαζί. Κι αν πάλι, άθελά σας, έχετε μπλέξει σε κάτι πιο ζόρικο, θέλω έτσι κι αλλιώς να είμαι πλάι σας».
«Τότε δε μας μένει παρά να βρούμε έναν που να ρωτάει», λέει ο Βρας.
Ο Κίμωνας σκέφτεται μια στιγμή και η σκέψη του τον οδηγεί κατ’ ευθείαν σε κάποιους παλιούς καλούς φίλους που έχει καιρό να τους δει. Χαμογελάει ξανά. «Σας έχω και γι αυτό λύση», λέει.
(συνεχίζεται)
Σχολιάστε