ΜΠΑ!!! (Μέρος Γ) Η εμπλοκή (2)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΦΙΛΙΚΟ προς τον χρήστη
Ο Κίμων Αμάρος ξεκινάει να βρει ¨κάποιον που να ρωτάει¨ όπως υποσχέθηκε στα παιδιά.
Ήταν απόγευμα όταν η εντολή έφτασε στο Συνεργείο Τεκμηρίωσης Ανυποταξιών και Λοιπών Ανατρεπτικών Τάσεων της Πειθωργάνωσης.
Το Συνεργείο ετοιμάστηκε αμέσως και περίμενε πότε το Τμήμα Παρακολούθησης Ενοχλοφώνων θα έδινε το πράσινο φως.
Προς το δειλινό τους ειδοποίησαν να σπεύσουν. Ο στόχος είχε εκδηλώσει πρόθεση να βγει.
Πράγματι, μόλις η τριμελής ομάδα έφτασε στο σπίτι του Αμάρου εκείνος απομακρυνόταν ήδη με το όχημά του. Ένα μέλος του Συνεργείου τον πήρε από πίσω. Τα άλλα δύο χτύπησαν την πόρτα και αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν ήταν κανένας μέσα, μπήκαν χρησιμοποιώντας με άνεση τα πειθω-αντικλείδια τους που ως γνωστόν ανοίγουν όλες τις πόρτες.
Οι ερωτήσεις και οι περιέργειες και οι αμφιβολίες είχαν ανέκαθεν ένα κάποιο κόστος.
Την εποχή της ιστορίας μας ακόμη περισσότερο.
Η αμφισβήτηση δεν είναι πια της μόδας κι επιπλέον θίγει τις ευαισθησίες του μέσου καταναλωτή.
Άσε που είναι και ψυχοφθόρα.
Γιατί, στο κάτω κάτω, όπως τονίζει συχνά ο αρθρογράφος Επαιτά(κος) στα κυριακάτικα σχόλιά του, δεν μπορείς από τη μια να απαιτείς να είσαι προνομιούχο μέλος μιας ¨προστατευμένης περιοχής¨ και από την άλλη να το παίζεις αντιρρησίας και προβληματιζόμενος.
Οι μόνοι που διατηρούν κάποια σχετική αν και ελεγχόμενη δυνατότητα να αναρωτιούνται και να ρωτούν είναι τα μέλη του επικοινωνιακού τάγματος των ¨Ανησυχούντων Επικοινωνητών με τα Παράθυρα¨, αλλά όπως είπαμε κι αυτοί βρίσκονται πια σε φάση μειωμένης απήχησης μια που οι Απορυθμίσεις έχουν ολοκληρωθεί, το σύστημα πλέον αυτορυθμίζεται, και τώρα το πάνω χέρι το έχει και πάλι το ηρεμότερο τάγμα των ¨Εξωραϊστών Πειστικών¨.
Ωστόσο, ο Κίμων Αμάρος είναι βέβαιος ότι ξέρει τουλάχιστον δύο πρόσωπα με γνήσια ερωτηματική διάθεση. Και τα δυο τα θεωρεί παλιούς καλούς φίλους. Και τα δυο έχει καιρό να τα δει.
Ο ένας είναι ο Παύλος Δέλτας, ο δημοσιογράφος. Ο άλλος ο Άρης Καραμούζος, ο στρογγυλοπρόσωπος αστυνομικός με την παιδική έκφραση. Τον Παύλο τον γνωρίζει από παιδί, τον Καραμούζο τον γνώρισε αργότερα, τότε με την περίφημη υπόθεση του Πολυτεχνείου([1]).
Με τον δημοσιογράφο είχαν ζήσει παρέα μια ανήσυχη νιότη με περιπέτειες και γλέντια και έρωτες παράλληλους. Όμως, τα τελευταία χρόνια έχουν χαθεί. Μπορεί να φταίει η Πόλη που παραμεγάλωσε απομακρύνοντας τους ανθρώπους, μπορεί να φταίει ο ίδιος ο Κίμωνας που έχει απομονωθεί, μπορεί να φταίει γενικότερα η ζωή έτσι όπως έχει γίνει τελευταία…
¨Θα πρέπει να ‘χουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που πάψαμε να βλεπόμαστε τακτικά¨, σκέφτεται ο Κίμων Αμάρος καθώς οδηγεί αφηρημένα το ηλεκτροκίνητο όχημά του στην λεωφόρο που καταλήγει στους πρόποδες του Όρους των Κεραιών.
Ο Ήλιος δύει στην πλάτη του και η εξασθενημένη λάμψη χτυπάει και αντανακλάται στον εξωτερικό καθρέφτη. Τον στρίβει χωρίς να προσέξει το είδωλο του μαύρου οχήματος που τον ακολουθεί.
Ανοίγει το ραδιόφωνο. Μεταδίδουν διαφημίσεις θαυματουργών ταξιδιών με χαρμάνια και κομπιούτερ. Το ’κλείνει.
Ο Παύλος ο Δέλτας… Δημοσιογράφος εξ ενστίκτου, και μετά εκδότης και μετά άνεργος και εν τέλει και πάλι στο κουρμπέτι σε μια ανώδυνη θέση που του πρόσφεραν τα Τάγματα των Μέσων στο όνομα της παλιάς καλής του φήμης.
¨Πόσοι έχουν μείνει πια που να ρωτάνε; Λίγοι!¨ αποφαίνεται ο Κίμωνας.
Οι σκέψεις του σκαλώνουν στα παλιά, καθώς εξακολουθεί να οδηγεί αφηρημένα, πλατσουρίζοντας στις λάσπες που ’χουν φτάσει μέχρι τις άκρες της Πόλης.
Οι δυο τους είχαν σταματήσει να βλέπονται σε μια περίοδο που η συναισθηματική τους ζωή άλλαζε. Ήταν τότε που ο Κίμωνας έχοντας πια ξεπεράσει οριστικά το σοκ του χωρισμού του από την πρώτη του γυναίκα (η μητέρα του μικρού τότε Γιάννου τον είχε εγκαταλείψει για τη σιγουριά που της πρόσφερε η ζωή με έναν δικτυωμένο νεοταξικό επιχειρηματία), είχε γνωρίσει την όμορφη Ασπασία και περνούσε και πάλι μια φάση ευεξίας και έρωτα.
Αλλά και ο Δέλτας την ίδια εποχή έκλεινε οριστικά με μια περιπετειώδη και παθιασμένη σχέση που τον είχε πια κουράσει. Αυτή η παλιά του αγάπη, η Καλλιόπη, ήταν μια γυναίκα ενδιαφέρουσα αλλά ιδιαίτερα κτητική και τον καταπίεζε. Έτσι έφτασε στο αμήν και έφτιαξε μια καινούργια σχέση με την Δωροθέα, τη γοητευτική και ευρηματική πανεπιστημιακή γραμματέα.
Ο Κίμωνας τις γνώριζε και τις δύο: η Καλλιόπη –τότε την φώναζαν Κάλυ- ήταν ο πρώτος μακροχρόνιος δεσμός του φίλου του, με τη Δωροθέα πάλι δούλευαν μαζί στον ίδιο τομέα στο Πολυτεχνείο.
Ο Δεσμός του Δέλτα με την Καλλιόπη ήταν μια σχέση κάθε άλλο παρά ήρεμη.
Ακόμη και τώρα ο Αμάρος αναρωτιέται αν η Καλλιόπη αγαπούσε απελπισμένα τον Δέλτα ή αν ήταν μόνο μια ισχυρογνώμων γυναίκα που δε την ενδιέφερε παρά μόνο η επιβεβαίωση της προσωπικότητάς της από τους άλλους, πάση θυσία.
Όταν έγινε φανερό ότι η κρίση ανάμεσα στο φίλο του και την Καλλιόπη ήταν σοβαρή, ο Κίμωνας είχε προσπαθήσει να μιλήσει μαζί της, έτσι, ως καλοπροαίρετος τρίτος. Αυτή όμως είχε αρνηθεί τη μεσολάβηση.
Ήταν φανερό πως τον θεωρούσε συνυπεύθυνο για τον χωρισμό της με τον Δέλτα.
Κι αυτό γιατί πρώτα πρώτα τη Δωροθέα, ο Δέλτας, την είχε γνωρίσει στο περιβάλλον του φίλου του και έπειτα γιατί η Καλλιόπη ποτέ δε χώνεψε τις αντρικές φιλίες που θεωρούσε ότι εν τέλει είχαν σαν αποτέλεσμα οι άνδρες να την παραμελούν ή και να αγνοούν ακόμη.
Έτσι μετά το χωρισμό της με τον Δέλτα δεν ξαναμίλησε ποτέ στον Κίμωνα, και σιγά σιγά τα ίχνη της χάθηκαν.
Οι δύο φίλοι θέλησαν να ζήσουν με ένταση τους νέους τους έρωτες, με αποτέλεσμα να απομονωθούν στους καινούργιους τους κόσμους. Όμως οι ευτυχισμένες μέρες δε διάρκεσαν πολύ.
Οι σκέψεις του Κίμωνα παίρνουν στροφή, αφήνουν τον Παύλο, την Καλλιόπη και την Δωροθέα και γυρίζουν και πάλι στα δικά του.
Η Ασπασία τον αγαπούσε, είναι σίγουρος. Αλλά οι αγάπες, έστω κι αν γεννιούνται σ’ ένα σύμπαν μαγικό, μετά ζουν κι ανθίζουν ή μαραίνονται μέσα στον υπαρκτό κόσμο και επομένως επηρεάζονται από αυτά που συμβαίνουν στο γύρο.
Η Ασπασία, είχε σπουδάσει Αισθητική. Ήταν μια ειδικευμένη ερευνήτρια των Μορφών και του Κάλλους. Έτσι πίστεψε τελικά ότι η Ωραιότητα δεν είναι μια οποιαδήποτε εκδοχή της μορφής των πραγμάτων, αλλά ένας ειδικός προνομιούχος κώδικας που δεν μπορεί παρά να κρύβει μέσα του σημαντικές αλήθειες. Και η δική της συνεισφορά δεν μπορούσε παρά να είναι το να βρει και να διαδώσει τις αλήθειες αυτές. Της αλήθειες της Ομορφιάς!
Και αφού την εποχή εκείνη η Ηθική είχε θεωρηθεί περιττός περιορισμός της ελευθερίας των προνομιούχων και οι κανόνες συλλογικής συμπεριφοράς είχαν αντικατασταθεί με αποφθέγματα περί αισθητικής, η Ασπασία ήταν μια επιστήμων με ζήτηση στα καλύτερα τηλεοπτικά σόου.
Όμως εκείνη ήταν ένας άνθρωπος ευαίσθητος και, τον καιρό της ιστορίας μας, οι άνθρωποι αυτού του είδους ήταν ευπρόσβλητοι στον ιό της αμφιβολίας. Αμφιβολίες λοιπόν άρχισαν να τρυπώνουν και στο δικό της το μυαλό και να κατατρώγουν τις αισθητικές της βεβαιότητες.
Παρατηρώντας αυτά που συνέβαιναν γύρω της άρχισε να υποπτεύεται ότι σε μια εικονολατρική και ναρκισσιστική κοινωνία σαν αυτήν όπου ζούσε, το Κάλλος μπορούσε να μη βοηθά στον εντοπισμό της Αλήθειας, αλλά, αντίθετα, να συντίθεται από είδωλα απατηλά και παραπλανητικά.
Και έτσι άρχισε να αισθάνεται ένοχη.
Όχι μόνο για τα όσα πρέσβευε μέχρι τότε, αλλά και επειδή η ίδια ήταν (κατά γενική παραδοχή) όμορφη.
Μάταια ο Αμάρος προσπαθούσε να την πείσει ότι έχει άδικο και ότι η ομορφιά, όσο κι αν κακοποιούταν από την ειδωλολατρική κοινωνία των οθονών και των προϊόντων, εξακολουθούσε να είναι ζωή και ελπίδα. Και ότι η δική της ομορφιά ήτανε σίγουρα ζωή και ελπίδα για εκείνον. Η Ασπασία έπαψε να εμφανίζεται δημόσια, αποτραβήχτηκε και αρνιόταν πεισματικά να τον ακούσει.
Από το σημείο αυτό ως τη μεταφυσική κρίση, η απόσταση υπήρξε μικρή.
Η Ασπασία θεώρησε ότι για να είναι έντιμη και να αισθανθεί δίκαιη έπρεπε να ασχημύνει. Και αποφάσισε να κάνει κάτι γι αυτό. Άρχισε με παραίτηση, με θερμίδες, με γκριμάτσες, με ζαρώματα, με σακούλες, με σκύψιμο, με κούρεμα…
Μάταια! Στα μάτια του Κίμωνα έμενε πάντα πανέμορφη και αρκούσε να διασταυρωθούν τα μάτια της με τα δικά του για να την πλημμυρίσουν και πάλι οι ενοχές και οι αμφιβολίες.
Θα προχωρούσε σε πιο ριζικές τομές, αλλά ξαφνικά μια άλλη ιδέα την κατακυρίεψε:
Έπρεπε να απομακρυνθεί. Να γυρίσει τον πλανήτη. Έτσι η ζωή της θα αποκτούσε και πάλι ένα στόχο και μια ευγενή αποστολή: να ενημερώσει τον κόσμο για την απατηλότητα των ωραίων μορφών.
Ο Κίμωνας σκέφτηκε ότι για να ξεπεραστεί η κρίση θα έπρεπε να την αφήσει να ολοκληρωθεί.
Και έτσι άφησε την Ασπασία να φύγει με μια ομάδα εικονομάχων τηλεμοναχών.
Την περιμένει ακόμα.
Όμως η σχέση του φίλου του με τη Δωροθέα είχε καταλήξει ακόμα πιο άσχημα… τραγικά!
Έχει πια φτάσει στην παλιά γειτονιά του Δέλτα.
Επιβραδύνει το όχημα και αρχίζει να εξετάζει με προσοχή τις εισόδους των σπιτιών. Ξέρει ότι ο Παύλος μένει ακόμα εδώ, αλλά η περιοχή έχει αλλάξει και δυσκολεύεται να βρει αναγνωρίσιμα σημεία και γωνιές.
Λίγο μετά, το βλέμμα του σταματάει σ’ ένα δίπατο κτίσμα: στο ισόγειο πίσω από μια μικρή πρασιά υπάρχει μια πρασινωπή γκαραζόπορτα κι από πάνω μια βεράντα σκεπασμένη με τέντα και ένας όροφος με κεραμίδια. Κάτω, πίσω από το χαμηλό μαντρότοιχο της πρασιάς την προσοχή του τραβάει ένα περίεργο κατασκεύασμα κι αισθάνεται ένα κύμα νοσταλγίας να αναβλύζει μέσα του.
Είναι η μοτοσικλέτα του Δέλτα. Περιποιημένο κι ακόμη γυαλιστερό έμβλημα της βιομηχανικής αίγλης του περασμένου αιώνα, δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσε να ξαναπάρει μπρος με ένα μόνο χτύπημα στην μανιβέλα της.
Παρκάρει παράνομα ακριβώς απέναντι.
Το μαύρο όχημα σταματάει κι αυτό παραπίσω και ο τύπος στο τιμόνι μιλάει στο διαδικτυωμένο κινούμενό του. «Είναι στη περιφέρεια της Πόλης, στα υψώματα προς το όρος των Κεραιών», λέει, «να μείνω;»
« Δε χρειάζεται», του απαντάει το κινούμενο. «Βάλε έναν κοριό στο αμάξι του κι έλα να βοηθήσεις».
Ο Αμάρος κατευθύνεται προς την εξώπορτα του δίπατου.
Πριν φτάσει εκεί διακρίνει πάνω στη βεράντα μια φιγούρα ίσως λίγο πιο γεμάτη απ’ όσο τη θυμάται, αλλά πάντως γνώριμη, να του κάνει νόημα με τα χέρια ανοιχτά, σαν να του λέει: «επιτέλους αδελφέ, βρεθήκαμε!»
**************************************************************************
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΟΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΕΝΙΟΤΕ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟ([2]):
{με ενσωματωμένο Αστραπιαίο Χρονικό Πισωγύρισμα.([3])}
Όπου ο δημοσιογράφος Δέλτας αναπολεί τα περασμένα
Η μέρα τελειώνει, ο ουρανός έχει κάπως ξαστερώσει και, παρά την ζεστή υγρασία που άρχισε να του μουλιάζει τα κόκαλα, ο Δέλτας είναι καθισμένος χαλαρά στην πάνινη πολυθρόνα του, στην βεράντα.
Κρατάει ένα βιβλίο, ένα πραγματικό βιβλίο με ραφτό δέσιμο και όχι ένα ξέβρασμα του εκτυπωτή και δίπλα του είναι ακουμπισμένο ένα φλιτζάνι με καφέ.
Ο Δέλτας μοιάζει απόμακρος κι αφηρημένος. Τα μάτια του είναι στυλωμένα στον μεγάλο φθινοπωρινό κόκκινο ήλιο που έχει πάψει να αστράφτει και τώρα, ήρεμος, εμβαπτίζεται στη θάλασσα. Η σκούρα μπλε λωρίδα του νερού στο βάθος φαντάζει τώρα υγρή και καθαρή όπως παλιά. Μεταλλικές χρυσαφιές ανταύγειες εκτοξεύονται προς την πόλη που σιγά σιγά σκουραίνει.
Ο Δέλτας αναστενάζει.
Το τηλεφώνημα του Κίμωνα, λίγο πριν, άγγιξε χορδές νοσταλγίας και τον έχει ξαναστείλει στα παλιά. Εικόνες από παλιές ευτυχίες αναθάρρησαν μέσα του, αναταράχτηκαν, σκαρφάλωσαν, κι έσκασαν μύτη στην επιφάνεια.
Εικόνες που έσπρωξαν απαλά το εκκρεμές με την αδρεναλίνη κι αυτό πήρε να πηγαινοέρχεται μέσα του προκαλώντας ανεπαίσθητες παλίρροιες από εσωτερικές δονήσεις και ρίγη.
Εικόνες που άρχισαν να υλοποιούνται, μετέωρες, ανάμεσα στη λάμψη της θάλασσας και τις χαρακιές από σκούρο πορτοκαλί φως που κόβουνε εδώ και εκεί, όλο και πιο αδύναμα, τη γκριζάδα της Πόλης.
Εικόνες όπου κυριαρχεί η μορφή μιας ψηλής αεράτης γυναίκας που δεν υπάρχει πια.
Όπως πια δεν υπάρχουν γι αυτόν πολλά πράγματα.
Εκτός από αναμνήσεις από παλιές ευτυχίες που εξακολουθούν να εμφανίζονται, να τον τυραννούν και να τον συνεπαίρνουν, μερικά κοκκινωπά δειλινά σαν κι αυτό.
Αλλά…
Ένα διαφημιστικό τηλεοπτικό τραγουδάκι ξετρυπώνει ξαφνικά από κάποιο γειτονικό παράθυρο, ανακατεύεται με τις αναπολήσεις του δημοσιογράφου και του γρατζουνάει τ΄ αυτιά.
Ο καρφωτός ρυθμός εξυμνεί έμμετρα μεν (τρόπος του λέγειν), αλλά με τη δέουσα ανατολίτικη/new-new age αποστασιοποίηση, τις ταξιδιωτικές χάρες ενός νέου χαρμανιού με θαυματουργές τζούρες.
…Φωνή υψίφωνη: Ευτυχία αν θες…
Χορωδία δερβίσικη: «Ο σκισμένος χασές»
Φωνή βαρύτονη: Για να πας όπου θες…
Χορωδία που δεν χορρωδεί προ ουδενός: «Ο σκισμένος χασές»
Φωνή βεβαρημένη: Τι ζητάει ο λουλάς και ποθεί ο ναργιλές;
Χορωδία χορεισήβιος: «Ο σκισμένος χασές»
Φωνή σαγηνευτική: «Ο σκισμένος χασές», στα καλύτερα μαγαζιά
Φωνή ξύπνια: Αλλά και παράδοση κατ΄ οίκον από το βαποράκι της γειτονιάς σας…
Οι συνειρμοί που κινητοποιεί το διαφημιστικό τραγουδάκι στο ασυνείδητο του βετεράνου δημοσιογράφου, παίρνουν τις χορδές της νοσταλγίας και τις μπλέκουν κόμπο γύρω από μια ακατανίκητη διάθεση για απόδραση.
Ο Δέλτας, που έχει τις προσωπικές του προτιμήσεις (εκτός μόδας και νομιμότητας) στο θέμα «φυγή», σηκώνεται, πάει στην άλλη άκρη της βεράντας και χώνει το χέρι του μέσα σε μια γλάστρα όπου ευημερεί ένα φουντωτό φυτό εμπλουτισμένο με αντι-καυσαερικά γονίδια.
Αυτό που τραβάει από μέσα μοιάζει μ’ ένα πασίγνωστο μπουκάλι αναψυκτικού σε οικονομική συσκευασία του ενάμισι λίτρου. Όμως, η μυρουδιά που βγαίνει από το στόμιο είναι αιθυλική και επισήμως απαγορευμένη. Φέρνει κάπως σε μαστίχα, άνηθο και κοτσάνι από αμετάλλαχτο τσαμπί με στρογγυλές ρόγες.
Κατεβάζει την τέντα της βεράντας ακόμη πιο χαμηλά, αν και τώρα πια έχει σκοτεινιάσει κι η σκιά της είναι άχρηστη. Γυρίζει στη θέση του.
Ρίχνει μια εποπτική ματιά γύρω, μετά τραβάει την πολυθρόνα λίγο προς τα μέσα για να δυσκολέψει όποια τυχόν αδιάκριτα βλέμματα και σηκώνει το μπουκάλι ψηλά, με μία κίνηση πρόποσης.
«Σε σένα Δωροθέα», λέει στην ανάερη γυναικεία ανάμνηση που του κάνει παρέα, και τραβάει μια γερή γουλιά από το απαγορευμένο εθιστικό υγρό.
Ο ήλιος έδυσε, αλλά το φως της μέρας αντιστέκεται ακόμη.
Το κεφάλι του Δέλτα έχει βαρύνει, αλλά τώρα δεν είναι μόνο οι εικόνες από παλιές ευτυχίες και το χαμογελαστό είδωλο της Δωροθέας που το γεμίζουν.
Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει οι σκέψεις του αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από τον φαύλο κύκλο του ¨τι θα γινότανε αν;…¨ : Αυτό το πολύ, πάρα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι που μπορεί να σε βάλει σε λαβύρινθους που οδηγούν κατ’ ευθείαν στο πουθενά.
Το μυαλό του κολλάει. Δέκα, δεκαπέντε χρόνια πριν. Του φαίνεται σαν χτες, αλλά, τότε, η χιλιετία δεν είχε πάρει ακόμη στροφή, και οι καιροί άρχιζαν ακόμη από χίλια εννιακόσια τόσο…
Η σκέψη του σκαλώνει στο ατύχημα.
Η νοσταλγική ευτυχία του Δέλτα μετατρέπεται γοργά σε αδιέξοδη απόγνωση.
Τι θα γινότανε αν τότε…
Τι θα γινόταν εάν εκείνη τη νύχτα ο Δέλτας και η Δωροθέα δεν είχαν πάει στη μεγάλη γιορτή που παρέθετε το Επιμελές Επιμελητήριο σε συνεργασία με τον Δήμο της Πόλης;
Η δεξίωση δινόταν για να τιμηθούν οι χορηγοί, οι διαφημιστικές εταιρίες, και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας που είχαν συνδιοργανώσει, με μεγάλη επιτυχία, την εκστρατεία για την υποχρεωτική ασφάλιση του πληθυσμού κατά μιας σειράς ιδιαίτερα επικινδύνων καταστάσεων([4]).
Άλλοτε, την εποχή που Δέλτας δούλευε ακόμη σαν ρεπόρτερ στα τοπικά κανάλια, τον έστελναν συχνά σ΄ αυτές τις «επίσημες κοινωνικές εκδηλώσεις» για να εκμαιεύσει καμιά ακυκλοφόρητη είδηση, να περιγράψει το «κλίμα» και να καταγράψει τις δηλώσεις των «επωνύμων».
Όμως, εδώ και λίγο καιρό ήταν πια αυτόνομος εκδότης ενός εξειδικευμένου περιοδικού και ήταν τώρα η σειρά του να στέλνει στο «κυνήγι των εορτών και των τελετών» τους νεώτερους. Ο ίδιος, ιδιαίτερα ως επίσημος προσκεκλημένος, προτιμούσε να αποφεύγει αυτές τις «επιχειρησιακές» γιορτές.
Οι εμφανείς τους σκοπιμότητες, του την δίνανε.
Οι διάφοροι εκπρόσωποι των εξουσιών του Τόπου, που πηγαινοέρχονταν πέρα δώθε στημένοι σαν ευτυχισμένα ξόανα, ανταλλάσσοντας στερεότυπα χαμόγελα και άδειες φράσεις, τον ενοχλούσαν. Οι πανταχού παρόντες επιτήδειοι, οι υπεργολάβοι, οι μεσολαβητές και οι αναρριχητές που προσπαθούσαν να πιάσουν επαφές, να καλωδιώσουν διασυνδέσεις και να κλείσουν δουλειές, τον απωθούσαν.
Όμως αυτή τη φορά είχε ενδώσει.
Οι λόγοι δεν ήταν τελείως σαφείς. Ούτε στον ίδιο.
Είπε στον εαυτό του ότι θα πρέπει να είχαν σχέση με μια περίεργη ευεξία που διαχεόταν μέσα του τις τελευταίες μέρες. Μια ευεξία που τον έσπρωχνε να δοκιμάσει την αντοχή του σε πράγματα που θεωρούσε ανυπόφορα. Ακόμη και σε μερικές δυσβάσταχτες κοινωνικές συμβατικότητες.
Η ευεξία μπορεί να είχε να κάνει με την απρόσμενη επιτυχία των πρώτων τευχών του περιοδικού του, «Ο Σοφιστής και ο Αντιρρησίας – Αδέσποτα κείμενα για τις Επικοινωνίες». Δεν την πολυπερίμενε αυτή την επιτυχία και το ηθικό του είχε προκύψει ξαφνικά ενισχυμένο και αναζωογονημένο.
Μπορεί όμως να αποφάσισε να πάει στην δεξίωση γιατί είχε πάρει τ΄ αυτί του ότι ορισμένοι Χορηγοί, κάποιοι Εξωραϊστές και μερικοί δραστήριοι Επικοινωνητές ετοιμάζονταν να συσπειρωθούν σε μια νέα μεγάλη Οργάνωση Πειθούς και ήθελε να δει τι μπορούσε να μάθει παραπάνω γι αυτό και να ετοιμάσει ένα αφιέρωμα για το επόμενο τεύχος του «Σοφιστή».
Αλλά μπορεί και να ήταν, πιο απλά, ότι ήθελε να δείξει τη νέα του αγάπη, την Δωροθέα, σε όλον τον κόσμο. Ακόμη και στους «στημένους» της τιμητικής δεξίωσης. Περίεργο, γιατί νόμιζε ότι τα είχε ξεπερασμένα κάτι τέτοια, και έτσι κι αλλιώς δεν του είχαν ξανασυμβεί απ΄ την εφηβική εποχή και μετά.
Έπειτα, εκείνη την περίοδο ήταν ικανοποιημένος γιατί είχε καταφέρει να κλείσει έναν παλιό αισθηματικό δεσμό που είχε κρατήσει περισσότερο απ΄ ότι έπρεπε, με τρόπο που πίστευε ότι ήταν ειλικρινής και τίμιος.
Ο παλιός αυτός δεσμός λεγόταν Καλλιόπη άλλά διέθετε διάφορα υποκοριστικά και χαϊδευτικά, παρανόμια. Ήταν ένας έρωτας που είχε αρχίσει καλά, είχε κρατήσει αρκετά, αλλά όταν αποφάσισαν να ζήσουν μαζί, ο δεσμός είχε ξαφνικά στουμπώσει και είχε καταλήξει να τον τυραννά και εκείνον και εκείνη. Η κατάσταση είχε γίνει πλέον αδιέξοδη και κάποιος έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία για ριζική αντιμετώπιση.
Η Καλλιόπη, παρά το ότι ήταν γυναίκα αποφασιστική και ενεργητική και παρά το ότι συμφωνούσε και υπερθεμάτιζε ότι «κάτι δεν πάει καλά», δεν έλεγε να παραδεχτεί ότι ο χωρισμός τους θα ήταν η καλύτερη λύση. Το παραδέχτηκε μόνον όταν κατάλαβε ότι στη ζωή του Δέλτα άρχιζε να γίνεται σημαντική μια άλλη γυναίκα. Αυτό το διαισθάνθηκε πιο μπροστά κι από τον Δέλτα τον ίδιο.
Ήταν, μάλιστα, η αντίδραση της Καλλιόπης, βίαιη στην αρχή, που έκανε τον Δέλτα να συνειδητοποιήσει ότι πραγματικά στη ζωή του είχε εμφανιστεί ένα άλλο «ενδεχόμενο αισθηματικής ευτυχίας»([5])
Στο τέλος όμως τα πράγματα είχαν εξομαλυνθεί.
Είχαν κάνει μια μεγάλη κουβέντα. Είχαν μιλήσει σχεδόν για όλα. Ο Δέλτας ήταν βέβαιος ότι δεν είχε πει τίποτα που να την πληγώσει και να χειροτερέψει τη κατάσταση. Τελικά η Καλλιόπη είχε δείξει να συμφωνεί σε ένα είδος συναινετικού χωρισμού.
Έτσι τώρα, εκείνος, μπορούσε να περιφέρει δημόσια, χωρίς αναστολές και προφυλάξεις, τον αναπάντεχο νέο έρωτά του με την Δωροθέα .
Η Δωροθέα εκείνο το βράδυ έλαμπε μέσα στο φόρεμα που είχε ράψει μόνη της -η Δωροθέα ήξερε να φτιάχνει πράγματα- από ύφασμα, σύρμα και πολύχρωμα σιρίτια και που αναδείκνυε με περισσή σοφία την ευζώνια κορμοστασιά και το γενναίο στήθος της. Ο Δέλτας το είχε ήδη θαυμάσει και ονομάσει: «Το ανέξοδο φόρεμα των μεγάλων Εξόδων».
Αν…
Αν εκείνο το βράδυ δεν είχαν φύγει από τη γιορτή νωρίς και μόνοι τους…
Κάποια στιγμή, ο Θωμάς Αντενάκος, ένας κάμεραμαν, παλιός συνεργάτης του Δέλτα που έφτασε φορτωμένος με τα σύνεργα του επαγγέλματος για να τραβήξει σκηνές απ’ τη δεξίωση για λογαριασμό ενός τοπικού καναλιού, τον πλησίασε και του είπε εμπιστευτικά ότι εκείνη την ώρα, στα περίχωρα, κοντά στο ποτάμι που περιέβαλε την Πόλη, χάρη σε κάποιο περίεργο μετεωρολογικό φαινόμενο, ήταν ορατός ο έναστρος ουρανός. Μέχρι και η λεωφόρος του Γαλαξία με τη διαχωριστική της γραμμή, τα στηθαία, τη σήμανση και τα όλα της…
«Πάμε;» είχε προτείνει γελώντας η Δωροθέα.
Ο Δέλτας ήταν έτοιμος να της εξηγήσει ότι μια που είχε πάρει την δύσκολη απόφαση να έρθει στην αξιοσημείωτη αυτή μάζωξη, έλεγε να αντισταθεί λίγο περισσότερο πριν την κοπανίσει.
Αλλά εκείνη την ίδια στιγμή είδε, ή του φάνηκε πως είδε, από μακριά, μια σιλουέτα που έμοιαζε πολύ με το αθλητικό περίγραμμά της Καλλιόπης. Η σιλουέτα χαριεντίζονταν με κάτι στενόμακρους μαυροφορεμένους τύπους και πλησίαζε προς το μέρος του.
Χαμογέλασε στη Δωροθέα.
« Εντάξει», της είπε. «Πάμε».
Έτσι είχαν φύγει νωρίτερα από τη γιορτή του Δήμου και του Επιμελούς Επιμελητηρίου, μόνο και μόνο γιατί ήθελαν να δουν τ΄ αστέρια του ουρανού, που κάποιος ισχυρίστηκε ότι ακόμα ήταν ορατά στην γειτονική εξοχή ….
Είχαν σταματήσει στη γέφυρα του ποταμού.
Ο Θόλος.
Η αυλαία είναι προσωρινά τραβηγμένη και πρωτόγονα ζωτικά μηνύματα κατεβαίνουν αιωρούμενα απαλά από τα αστραφτερά ουράνια σώματα.
Η Δωροθέα κοιτάζει το Σύμπαν που κι αυτό την κοιτάζει.
Εκείνος κοιτάζει τον άσπρο της λαιμό, και αισθάνεται μια αβάσταχτη επιθυμία να τον φιλήσει.
Η Δωροθέα γελάει. Κάνει τάχα πως τα αστέρια την ενδιαφέρουν πιο πολύ από τα φιλιά του. Κάνει -τάχα- πως θέλει να του ξεφύγει. Και κανένας τους δεν δίνει προσοχή στους προβολείς που εμφανίζονται στο βάθος του δρόμου και διαρκώς μεγαλώνουν.
Δεν ήξερε, δεν ήθελε να ξέρει. To νοηματικό του σύστημα όταν προσπαθούσε να γυρίσει σε εκείνες τις στιγμές έκανε τίλτ και έσβηνε.
Ακαθόριστες εικόνες: Κρατάει το χέρι της και εκείνη -αργά- περιστρέφεται σε μια φιγούρα χορού. Το φόρεμά της απλώνεται καμπανιστά και μαζί του απλώνονται λεπτοί κρυστάλλινοι ήχοι. Το σπιθοβόλημα των αστεριών τους ζαλίζει.
Το Σύμπαν είναι δικό τους.
Απομακρύνονται από τον υπερυψωμένο διάδρομο των πεζών -η γέφυρα είναι το πλοίο τους που αρμενίζει στο Διάστημα και το κατάστρωμά της, ολόκληρο, τους ανήκει.
Η Δωροθέα χαμογελάει και το πρόσωπό της φωτίζεται από το φως των αστεριών. Ύστερα στρέφει και πάλι το βλέμμα προς τον αστραφτερό ουράνιο θόλο σαν ξαφνικά να συνειδητοποιεί κάτι αναπάντεχο.
«Τι τρέχει με τ’ αστέρια;», αναρωτιέται, αλλά δε θα πάρει ποτέ απάντηση. Οι δίδυμοι προβολείς πλησιάζουν και -ξαφνικά- το πρόσωπο της Δωροθέας γίνεται λευκό-διάφανο.
Το χαμόγελό της που θα μείνει στη μνήμη του, το τελευταίο της χαμόγελο, είναι λευκό – διάφανο – απορημένο.
Ο θόρυβος: Βοή από αφηνιασμένα σατανικά μηχανικά άλογα. Φρένα; Ξέφρενη πορεία που περνάει από πάνω τους. Από μέσα τους.
Και ενοχές. Ένας καταρράκτης από ενοχές να τον πνίγει…
Όταν θα αποκτήσει και πάλι επαφή με το περιβάλλον θα βρίσκεται στο νοσοκομείο της πόλης.
Ήταν σε κώμα, θα του πουν. Για πολύ καιρό.
Έπειτα φτάνουν οι φίλοι: Ο Κίμωνας, η Ασπασία, ο Άρης.
Θα μάθει ότι ο ίδιος βρέθηκε ματωμένος και αναίσθητος στο κατάστρωμα του δρόμου, ότι το προστατευτικό κιγκλίδωμα της γέφυρας είχε σπάσει και ίσως από εκεί το σώμα της Δωροθέας είχε πέσει στο ποτάμι. Δε βρέθηκε παρά ένα αυλάκι από αίμα ως την άκρη της γέφυρας.
Το αυτοκίνητο που τους κτύπησε είχε εξαφανιστεί. Οι προσπάθειες της τροχαίας να το εντοπίσει, του είχε πει ο Άρης, δεν είχαν δώσει ακόμη αποτελέσματα, αλλά που θα πάει, θα τους έπιαναν τους αλήτες που είχαν αφήσει τα θύματά τους αβοήθητα.
Οι προσπάθειες της Τροχαίας δεν τελεσφόρησαν ποτέ. Ούτε το σώμα της Δωροθέας βρέθηκε.
Ο Δέλτας έμεινε στο νοσοκομείο για πολύ καιρό ακόμη. Κάποια στιγμή τον επισκέφτηκε η Καλλιόπη. Δεν θέλησε να της μιλήσει. Εκείνη έμεινε για λίγο να τον παρατηρεί ανέκφραστη. Μετά έφυγε και δεν την ξαναείδε.
Πριν πάρει το εξιτήριο οι γιατροί του είπαν πως την είχε γλιτώσει φτηνά. Θα μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι του, στη δουλειά του και να ζήσει μια ζωή που οι ίδιοι την ονόμαζαν φυσιολογική.
Εκτός από μια μικρή λεπτομέρεια: Από σεξουαλική άποψη εντάξει, αλλά από αναπαραγωγική ο μηχανισμός είχε χαλάσει.
Δεν θα μπορούσε να κάνει παιδιά. Τουλάχιστον με την παραδοσιακή έννοια της διαιώνισης. Ίσως με άλλους τρόπους. Το κακό δεν ήταν μεγάλο, του είπαν. Μπορούσε πάντα να καταφύγει σε μία γενετική παρέμβαση και να φτιάξει κάποιο είδος απογόνου.
Εκείνη την εποχή ο Δέλτας δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στις προσωπικές του απώλειες: Του έλειπε μόνον η Δωροθέα.
Βγαίνοντας από το νοσοκομείο προσπάθησε να αναστήσει τον «Σοφιστή και τον Αντιρρησία», αλλά δεν τα κατάφερε. Η μακριά απουσία του από το περιοδικό είχε δημιουργήσει προβλήματα. Οι συνεργάτες του είχαν προσπαθήσει να το κρατήσουν και, πράγματι, είχαν καταφέρει να εκδώσουν καναδυό τεύχη. Αλλά τελικά το περιοδικό ήταν ένα δημιούργημα στενά δεμένο με τις δικές του ανησυχίες και χωρίς την δική του παρουσία δεν άντεχε.
Προσπάθησε να ψάξει και πάλι την ιστορία της Πειθοργάνωσης γιατί εκείνο τον καιρό, -σε αντίθεση με ό,τι θα συνέβαινε λίγο αργότερα- η σύσταση ισχυρών συμπράξεων στο χώρο της πληροφόρησης αποτελούσε είδηση που ενδιέφερε το κοινό. Δε βρήκε όμως τρόπο να μάθει περισσότερα. Κανένα παράθυρο, καμία ρωγμή. Καμία πηγή δεν ήταν προσιτή πια. Ακόμη και οι αρχικοί του πληροφοριοδότες είχαν κάνει φτερά.
{Θα έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να γίνει γνωστή επισήμως η ύπαρξη της Πειθοργάνωσης. Και να ανακοινωθεί ότι είχε πρωτοσυσταθεί ακριβώς εκείνη την εποχή.}
Ο Δέλτας ήταν απελπισμένος και έτεινε να γίνει αδιάφορος. Ακριβώς τότε, του παρουσιάστηκαν ταυτόχρονα δύο δελεαστικές προτάσεις:
Η μία ήταν να πουλήσει τον «Σοφιστή», ουσιαστικά τον τίτλο του γιατί το περιοδικό δεν έβγαινε πια από αρκετούς μήνες. Η προσφορά προερχόταν από τον παλιό εργοδότη του Δέλτα, τον Μπιριμπόπουλο, πίσω του όμως, -ο Δέλτας το ήξερε- βρισκόταν η πανίσχυρη υπερεθνική Threw Bon Oil (Θρούμπον Όιλ), η οποία είχε ήδη διεισδύσει στο χώρο των «πολιτιστικών» μπίζνες.
Ο Μπιριμπόπουλος του είπε ότι δεν θα γινόταν άμεση επανέκδοση, αλλά ίσως, αργότερα, το περιοδικό θα χρησίμευε για να καλύψει τις ανάγκες για έγκυρη εξειδικευμένη πληροφόρηση των πιο προχωρημένων στελεχών των εταιρειών.
Η άλλη πρόταση προερχόταν από το Δίκτυο και αφορούσε μια διευθυντική θέση στον παραμελημένο τομέα παραγωγής ντοκιμαντέρ. Μια προσφορά που του έκαναν στην ουσία οι παλιοί συνάδελφοι στο όνομα του κύρους που εξακολουθούσε να έχει στους δημοσιογραφικούς κύκλους.
Ο Δέλτας ένοιωθε απογοήτευση και μοναξιά. Ήταν πια ευάλωτος στην τρομακτική δύναμη των νέων εξουσιών που διαφέντευαν πλέον τον Τόπο. Δέχτηκε χωρίς αντιρρήσεις και περιττά νάζια.
Έχει σκοτεινιάσει για καλά. Από το δρόμο, κάτω, ακούει μια πόρτα αυτοκινήτου να κλείνει. Ρίχνει μια ματιά και διακρίνει το περίγραμμα του Κίμωνα, όχι πολύ αλλιώτικο από παλιά, να πλησιάζει την εξώπορτα. Ανάβει τα φώτα της βεράντας, πηγαίνει κοντά στο στηθαίο και ανοίγοντας πλατιά τα χέρια, του κάνει νόημα που σημαίνει ¨επιτέλους αδελφέ, βρεθήκαμε!¨.
********************************************************************
ΚΕΦΑΛΑΙΟ αμοιβαίως ΦΙΛΙΚΟ
Όπου το ενδεχόμενο μιας νέας περιπέτειας ξαναδίνει ενθουσιασμό στους δύο αποτραβηγμένους φίλους
Αγκαλιάζονται, για λίγο δεν λένε τίποτα, έπειτα σα να τους πιάνει και τους δυο ξαφνική λογοέκρηξη αρχίζουν ταυτόχρονα να μιλάνε και να ρωτάνε.
Μετά βάζουν τα γέλια και πάνε και κάθονται κοντά στο σβηστό τζάκι και πιάνουν να πίνουν με κάτι μικροσκοπικά ποτηράκια από το μπουκάλι που μοιάζει με φιάλη αναψυκτικό του ενάμιση λίτρου, αλλά που δεν είναι ούτε αναψυκτικό ούτε αυτό που περιέχει είναι πια ενάμιση λίτρο, παρά έχει απομείνει πλέον λιγοστό κι ύστερα από καναδυό γύρους τελειώνει ολότελα.
Μιλάνε για τα παλιά. Ο Δέλτας ρωτάει τον Αμάρο αν έχει νέα από την Ασπασία κι εκείνος του απαντάει πως όχι, εδώ και καιρό δεν ξέρει πια τίποτα γι αυτήν, και ότι του λείπει, και πως το ’χει μετανιώσει, κι ότι δεν θα ’πρεπε να την είχε αφήσει να φύγει.
Ο Δέλτας αναστενάζει και του λέει πως είναι τυχερός που έχει τουλάχιστον κοντά του τον Γιάνο, ενώ εκείνος είναι μόνος του, τελείως μαγκούφης, κι αυτό τον βαραίνει όλο και πιο πολύ.
Και τι δε θα ’δινε για να ’χει κι αυτός ένα γιο ή ακόμα καλύτερα μια κόρη. Εντάξει, τα παιδιά μεγαλώνουν και φεύγουν, αλλά και πάλι έχεις κάποιον να νοιάζεσαι…
¨Αλλάξαμε!¨, σκέφτεται ο Κίμωνας. ¨Κάποτε μας αρκούσε να νοιαζόμαστε μόνο για τον κόσμο ολόκληρο¨.
Θα ’θελε να ρωτήσει το φίλο του αν έχει τουλάχιστο ξεπεράσει το σοκ από το χάσιμο της Δωροθέας, αλλά πάλι, διακριτικός όπως είναι αποφεύγει να τον ρωτήσει άμεσα.
Όμως όλα δείχνουν πως όχι, ο Δέλτας δεν το έχει ξεπεράσει.
Έτσι του λέει μόνο ότι έκαναν άσχημα που χάθηκαν και πως πρέπει να βρίσκονται πιο συχνά, να τα λένε.
Ο Δέλτας συμφωνεί, σηκώνεται, και σε λίγο επιστρέφει με ένα νέο μπουκάλι, που κι αυτό στην ετικέτα δηλώνει κάτι άλλο, αλλά που είναι επίσης γεμάτο με το θαυματουργό απαγορευμένο οινοπνευματώδες.
Ο Αμάρος τον ρωτάει για τη δουλειά του στο Μεγαδίκτυο και ο Δέλτας τον πληροφορεί ότι ο Τομέας Τεκμηριωμένων Ντοκιμαντέρ δεν είναι ακριβώς μια δουλειά, άλλα μάλλον ένα είδος αργομισθίας, ένα μέρος κατάλληλο για να παρκάρει κανείς παλιούς ερευνητές δημοσιογράφους, έτσι ώστε να τους κρατάει μακριά από τυχόν αυτοκαταστροφικές και οικουμενικώς επικίνδυνες τάσεις, όπως, παραδείγματος χάρη, την παρόρμηση να αρχίσουν και πάλι να ερευνούν.
Ωστόσο, του εκμυστηρεύεται ότι, που και που, καταφέρνει να φτιάξει κάποια μικρή έρευνα, εστιασμένη, έστω, στον κόσμο των φυτών και των ζώων, αλλά εμπλουτισμένη με αλληγορικό περιεχόμενο για όποιον θέλει να καταλάβει, και να την περάσει από τον έλεγχο των ανθρώπων της Πειθοργάνωσης. Αυτοί, όντας πια αρκετό καιρό στην εξουσία, έχουν γίνει επαρκώς τυπολάτρες και γραφειοκράτες έτσι ώστε να μην είναι τελείως αδύνατο να τους γυροφέρει κανείς.
Το διάφανο υγρό του μπουκαλιού τους ζεσταίνει σιγά σιγά την ψυχή κι έτσι ξεχνούν την περίεργη νοτερή ζέστη που διαπερνάει την λασπωμένη Πόλη.
Αισθάνονται ξαφνικά εκείνη την περίεργη ευεξία που σημαίνει ότι βρήκανε συνομιλητή που να του ’χουν εμπιστοσύνη, και η κουβέντα γυρίζει, όπως παλιά, στα μεγάλα αγαπημένα τους θέματα.
Κι αρχίζουν να μιλάνε για φιλοσοφίες διάφορες και για θεωρίες ολικές και να αναρωτιούνται αν ο φουκαράς ο Χομο Σάπιενς θα τα καταφέρει κι αυτή τη φορά να τη βγάλει καθαρή ή αν θα’ ναι ο τύπος ο Οπτικοακουστικός ή ο άλλος ο Γενετικά Χειραγωγημένος που θα πάρει τελικά το πάνω χέρι…
Και έπειτα το γυρνάνε στα κοινωνικά και μιλάνε για την πολιτική και την εξουσία, και παίρνουν να λένε διάφορα, και να προβληματίζονται για το κατά πόσο υπάρχουν ή όχι σπέρματα αντιπολίτευσης στην νέα-νέα τάξη πραγμάτων, και εάν το νέο αστέρι της καταναλωτικής πειθούς -η ήδη πασίγνωστη Μπάρμπυ Μπότον- θα καταφέρει να συγκρατήσει τις αποκλίνουσες αντικαταναλωτικές συμπεριφορές που άρχισαν να επανεμφανίζονται, και εάν οι ενδο-εταιρικές αντιθέσεις μπορούν να δώσουν αφορμή σε γενικότερη αντίσταση των α-μέτοχων μικροκαταναλωτών, και εάν οι μη προστατευμένες περιοχές μπορούν ακόμη να παίξουν κάποιο ρόλο στις εξελίξεις και, ακόμη, ποιος άραγε ανατινάζει κάθε τόσο τις κάμερες παρακολούθησης στα κομβικά σημεία των δρόμων, ποιος καταφέρνει να παρεμβάλλεται στα δορυφορικά σήματα και τι τρέχει με τους ¨ανώνυμους προφητικούς¨ που γεμίζουν τον Τόπο με απειλητικές επιγραφές.
Ο Δέλτας αναφέρει στον Αμάρο μια φήμη που κυκλοφορεί τελευταία ανάμεσα στους ¨ενημερωμένους¨ των δικτύων.
Η φήμη λέει πως, όσο κι αν αυτό μοιάζει απίθανο, τα μεσαία στελέχη των εταιρειών είναι δυσαρεστημένα και ανήσυχα και πως οι αυτοί οι ¨μεσαίοι διεκπεραιωτές¨ παραπονιούνται πλέον ανοικτά.
Τα ’χουν κυρίως με το εργασιακό δόγμα της «δημιουργικής ανασφάλειας». Λένε ότι η ανασφάλεια μέσα στην οποία τους κρατούν οι ελάχιστοι μετοχο-μάνατζερ έχει γίνει πια τόσο ενοχλητική και οξεία που δεν τους αφήνει να ευχαριστηθούν ούτε τα πριμ παραγωγής ούτε τις προνομιούχες κόνσουμ-κάρτες που τους παραχωρεί δωρεάν το Συμβούλιο των Ενισχυμένων Μερίδων, ούτε καν τα εικονικά ταξίδια αναψυχής που δικαιούνται κάθε τόσο για εκτόνωση.
Αν κάτι τέτοιο αληθεύει, υπογραμμίζει ο Δέλτας, σημαίνει ότι τα ιδεώδη της παραγωγικότητας και της αποτελεσματικότητας πάνω στα οποία έχει βασιστεί η Οικουμενική Σύγκλιση των Προστατευμένων βρίσκεται σε ανοιχτή κρίση, και μάλιστα στο πιο κομβικό σημείο της νέας – νέας τάξης πραγμάτων δηλαδή ανάμεσα στους μεσαίους διεκπεραιωτές.
Ο Κίμωνας είναι μάλλον σκεπτικιστής και παρατηρεί ότι τους μεσαίους νεογιάπηδες οι μέτοχοι τους κρατούσαν γερά από τ’ αρχίδια και ότι κατά τη γνώμη του θα έχουν τελικά την τύχη των ¨ακυβέρνητων φιλάνθρωπων¨ και των ¨ελεγχόμενων οικολόγων¨ και πως θα είναι οι τελευταίοι που θα μπορέσουν να ξεφύγουν από τον έλεγχο και να αρθρώσουν δικό τους λόγο.
Μιλάνε ακόμη για τους νεομεταφυσικούς και για το Δημόσιο Πανεπιστήμιο και ο Κίμωνας λέει στον παλιό του φίλο, για τα γλωσσικά πειράματα που κάνει ο Γιάνος και ορισμένοι συμφοιτητές του με την σιωπηρή ανοχή, απ’ ότι φαίνεται, των καθηγητών τους.
Οι λέξεις! Η γραφή! Στο άκουσμά τους, τον Δέλτα τον διαπερνάει ακόμα ένα κύμα νοσταλγικής αναπόλησης.
Αλλά ο Κίμωνας μιλάει τώρα για τη διπλωματική εργασία που ο Γιάνος και ο συμφοιτητής του ο Βρας πρέπει να εκπονήσουν και για τα προβλήματα που έχουν προκύψει σχετικά με την εξερεύνηση του ευρήματος στον Λόφο. Και, ακόμη, για την πρωινή έκρηξη που γέμισε την Πόλη με λάσπη, καθώς και για τις προειδοποιήσεις αυτού του μυστηριώδους κομπιουτανθρώπου που, εδώ που τα λέμε, ο Αμάρος δεν τις έχει πάρει τελείως στα σοβαρά. Ισχυρίζεται όμως ότι όλα αυτά ξύπνησαν μέσα του τα παλιά επιστημονικά του ενδιαφέροντα και ότι αυτό το μυστηριώδες εύρημα πολύ θα ήθελε να το εξερευνήσει.
Ο Δέλτας δείχνει αμέσως να τσιμπάει: «Ώστε έτσι», λέει. «Ο Γιάνος μεγάλωσε και φτιάχνει κιόλας την πτυχιακή του δουλειά. Αλήθεια, έχω μια κάποια αδυναμία σ’ αυτόν τον πιτσιρίκο. Γιατί δεν τον έφερες μαζί σου;»
«Είμαι σίγουρος ότι κι αυτός θέλει να σε δει. Απόψε όμως μου είπανε ότι θα συναντηθούν με αυτόν τον περίεργο τύπο που τους βοηθάει και μετά θα διανυκτερεύσουν στη Λέσχη. Πάντως θα τον δεις. Ιδιαίτερα αν μπεις και συ στο παιχνίδι, ως ¨εκείνος που ρωτάε騻.
«Ως τι;»
«Θα σου εξηγήσω. Είσαι μέσα;»
«Άκου λόγια! Και βέβαια είμαι. Αυτό έλειπε, να θέλει ο Γιάνος βοήθεια και να μη του τη δώσουμε!».
«Για να σου πω την αλήθεια, εγώ νομίζω ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι. Τα παιδιά παίζουν ένα παιχνίδι ρόλων στο οποίο όμως, όλως παραδόξως, υπάρχουν ρόλοι και για μας. Τάχα μου τάχα μου, θέλουν έναν που γράφει κι έναν που να ρωτάει! Οι μικροί, γύρω απ’ αυτή την εργασία έχουν φτιάξει μια ολόκληρη ιστορία. Μου θυμίζει λίγο τα παλιά τα δικά μας. Μια ιστορία με ανακαλύψεις, με περίεργους τύπους, με μηνύματα και προαισθήσεις και τέτοια!».
«Κάνουν πολύ καλά να φτιάχνουν τον κόσμο τους», αποφαίνεται ο Δέλτας. «Η πραγματική πραγματικότητα πάει δύσκολα κάτω και η εικονική παραείναι γεμάτη με διαφημιστικά μηνύματα».
Και μετά προσθέτει ότι το θέμα του κεντρίζει το ενδιαφέρον και ότι, όπως και να το κάνουμε, περίεργα πράγματα συμβαίνουν πολλά τον τελευταίο καιρό. Όποιος θέλει μπορεί να τα δει, αρκεί να δείξει λίγη προσοχή και λίγη περιέργεια. Η δική του η περιέργεια, λέει, κάθε άλλο παρά είχε εξαντληθεί.
Μετά ρωτάει τον φίλο του τι ακριβώς θα μπορούσαν να κάνουν για να βοηθήσουν τα παιδιά. Ο ίδιος δε θα ’χε αντίρρηση να τα συνοδεύσουν στην εξερεύνησή τους στο κτίσμα, έστω κι αν θα πρέπει να το κάνουν στη ζούλα, γιατί το Κτίσμα βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη πρόσφατη λίστα με τα θέματα για τα οποία το Μέγαδίκτυο συμβουλεύει τους ανθρώπους του να μένουν μακριά και να τα αποφεύγουν. Αλλά αυτή ακριβώς η ¨συμβουλή¨ είναι που κάνει το θέμα πιο ελκυστικό για τον Δέλτα.
«Όχι, εντάξει», λέει ο Αμάρος. «Τα παιδιά θ’ αρχίσουν αύριο κιόλας την εξερεύνησή τους με μια πρώτη επίσκεψη στο εσωτερικό του Λόφου και είναι αδύνατο να τα συνοδεύσουμε χωρίς ειδική άδεια εισόδου. Αν τα καταφέρουμε να βρούμε μια άδεια θα μπορέσουμε ίσως να πάμε μαζί τους τις επόμενες μέρες. Αλλιώς, αν θέλουμε να είμαστε κοντά τους, θα πρέπει να βρούμε άλλο τρόπο για να μπούμε στο κτίσμα».
Ο Δέλτας σκέφτεται για λίγο το πρόβλημα και μετά λέει:
«Η Πειθωργάνωση αποκλείεται να εγκρίνει άδεια για αυτό το περίεργο εύρημα. Ήδη κάνουν ότι μπορούν για να κρατήσουν το θέμα μακριά από τους Ανησυχούντες Επικοινωνητές. Ξέρεις τι θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε;»
«Τι;»
«Τον Άρη!»
«Τον Άρη;», απορεί ο Αμάρος.
«Ναι τον Άρη. Μη μου πεις ότι δε θυμάσαι τον Καραμούζο;»
«Πώς δεν τον θυμάμαι, τον σκεφτόμουν μάλιστα τώρα δα, καθώς ερχόμουν να σε βρω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί όταν οι μικροί μου ζήτησαν κάποιον που να ρωτάει, εκτός από σένα, τον δημοσιογράφο, ο νους μου πήγε και σ’ εκείνον: τον Μπάτσο».
«Μπάτσος μεν, πλην όμως καθόλου δήθεν και καλό παιδί, άρα εντάξει», παρατηρεί ο Δέλτας.
«Δεν διαφωνώ. Γι αυτό και τον σκέφτηκα. Στη μνήμη μου είχαν γυρίσει όλα τα παλιά.. Και αναλογιζόμουν, μετά απ’ όλη εκείνη την περιπέτεια, πώς τα καταφέραμε και χαθήκαμε και τον χάσαμε κι αυτόν. Αλλά, εντάξει, θα μου πεις ότι ο Καραμούζος, όσο καλό παιδί κι αν ήταν, ήταν από άλλο ανέκδοτο, ήταν αστυνομικός, είχε άλλες παρέες, ανήκε σε άλλους κύκλους. Αλήθεια τι απέγινε αυτή η ψυχή;»
«Τι απογίνονται οι αστυνομικοί όταν τα καθεστώτα αλλάζουν;»
«Παραμένουν αστυνομικοί;».
«Ακριβώς! Πολύ περισσότερο όταν είναι γεννημένοι λαγωνικά όπως ο δικός μας! Ο Καραμούζος λέγεται τώρα Άρης Κασμίρ και απ’ ότι ξέρω βρίσκεται στο Σώμα της Ευτυχισμένης Πολιτιστικής Εποπτείας. Και μάλιστα επικεφαλής!»
«Μη μου πεις!».
«Σου λέω. Είναι γεγονός».
«Τότε, αν χρειαστεί, δεν έχουμε παρά να τον ψάξουμε».
«Θα τον βρούμε. Ας το σε μένα».
Σηκώνουν τα ποτηράκια με το διάφανο υγρό και τα τσουγκρίζουν πανηγυρικά.
Εκείνη τη νύχτα τα μέλη του Συνεργείου Τεκμηρίωσης Ανυποταξιών και Λοιπών Ανατρεπτικών Τάσεων, της Πειθωργάνωσης που μπήκαν με πειθωαντικλείδι στο σπίτι του Κίμωνα Αμάρου τα έκαναν όλα ανάστα ο διάβολος.
Όταν έφυγαν, το πρωί, πήραν μαζί τους ορισμένα έγγραφα που τα θεώρησαν επαρκή ανταμοιβή για τον κόπο τους
([1]) Η πιστή περιγραφή των συνταρακτικών εκείνων γεγονότων βρίσκεται στο χρονικό που κατέγραψε ο Ανώνυμος Ένας στο βιβλίο «Το Πολυτεχνείο Τρέμει. Ένα μυθιστόρημα Πανεπιστημιακής Φαντασίας με αστυνομικές αποχρώσεις», Εκδόσεις Παραπέντε, Αθήνα, 1995.
([3])Συστατικά: Μία δόση Φλας, Μπακ κατά βούλησιν. Το μπακ σε άμεση συνεργασία με το φλας, επιφέρουν χρονικές αναστροφές και αναπολήσεις
([4]) Όπως: Το κρυολόγημα από παρατεταμένη παράθεση σε ανανεωτικά ρεύματα * Η ηλίαση από προβολείς αβλαβούς μαυρίσματος * Η φαγούρα από τσίμπημα αρσενικού ανωφελούς κώνωπος, ο οποίος -όπως ήταν δικαίωμά του- είχε παρεκκλίνουσες τάσεις και άλλες παραπλήσιες πληγές του ύστερου μεταμοντερνισμού.
Σχολιάστε