ΜΠΑ!!! (Μέρος Δ) Το Κτίσμα (3)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΘΑΝΑΤΟ
Είναι αρκετή ώρα που ο Βρασίδας προσπαθεί να επιδιορθώσει τη Μαρίκα, αλλά χωρίς ορατά αποτελέσματα.
Τώρα όμως, και ενώ στρίβει αργά το λεπτό κατσαβίδι που έχει χωμένο σε μια αόρατη εγκοπή κάπου ανάμεσα στα πλούσια στήθη της, εκείνη αρχίζει ξαφνικά να τρέμει.
Ο Βρασίδας χαμογελάει.
Επιτέλους. Η εφεδρική ενέργεια που της έχει εμφυτεύσει για μια ώρα ανάγκης πήρε μπρος. Αυτές οι ανακλαστικές κινήσεις είναι μια ενθαρρυντική αντίδρασή.
Πράγματι, η Μαρίκα σιγά σιγά ηρεμεί. Στα μάτια της λάμπει και πάλι ένα ελπιδοφόρο πρασινωπό εσωτερικό φως. Ύστερα από λίγο μοιάζει έτοιμη για πλήρη λειτουργία.
«Εντάξει», λέει ικανοποιημένος ο Βρας και κάνει νόημα στους φίλους του να πλησιάσουν. «Όλα δείχνουν πως το κορίτσι μας ανάρρωσε, τουλάχιστον προσωρινά. Μόνο που θα πρέπει να την προσέξουμε γιατί δεν έχει άλλες μορφές άμυνας».
«Όχι δα και ¨το κορίτσι μας!¨» μουρμουρίζει η Τζένη μέσα από τα μικρά κοφτερά άσπρα δόντια της. «Ας μην τα παραλέμε κιόλας!». Κι ο Γιάνος, που κρέμεται πλέον από τα χείλια της, συμφωνεί και καταφάσκει.
«Τώρα», λέει αργά ο Βρας στρίβοντας απαλά τη Μαρίκα προς τον μαύρο κύβο, «θέλουμε να σαρώσεις προσεκτικά αυτό το εικονογραφημένο πλαίσιο, απέναντι. Και να το αποκρυπτογραφήσεις. Το θέλουμε σε εκδοχή κατανοητή από βιολογικά όντα».
Η νοήμων κατασκευή χαμογελάει υπάκουα. Οι φωτεινές δέσμες που εκπέμπουν τα οπτικά της όργανα αποκόβονται με δυσκολία από τον επιδιορθωτή της, δυναμώνουν και στρέφονται προς το μαύρο βάθρο με την επιγραφή.
Η Μαρίκα συγκεντρώνεται και αρχίζει να βουίζει ελαφρά. Ένα μικρό σπινθήρισμα, γαλάζιο κι ασημί ξεφεύγει που και που από τη κομψή της μύτη.
Το βουητό αυξάνεται και μετά σταματάει. Η ένταση της φωτεινής δέσμης πέφτει πάλι σε ομαλά επίπεδα.
«Λοιπόν; Τι γίνεται; Βγαίνει κάτι;», ρωτάνε οι τελείως ανθρώπινοι.
Η έλλειψη αρκετής ενέργειας έχει στερήσει την Μαρίκα από τα νάζια της. Η φωνή της πάντως ακούγεται κρυστάλλινη και συναρπαστικά γοητευτική:
«Κάτι πιάνω».
«Πες…»
«Πρέπει να είναι κάτι σα τίτλος. Αναφέρεται σ’ ένα εκτενέστερο κείμενο τοποθετημένο μέσα στον κύβο».
«Άντε πάλι», μορφάζει η Τζένη
«Μη διαμαρτύρεσαι, σε μια αρχαιολογική ανακάλυψη δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να βρίσκεις κείμενα, έστω κι αν είναι στην αρχή δυσνόητα ή και ακατάληπτα», την καθησυχάζει ο Βρας.
«Κι αυτό το άλλο κείμενο είναι συνταγμένο στον ίδιο κώδικα;» ρωτάει ο Γιάνος.
Η Μαρίκα τον διαβεβαιώνει καταφάσκοντας ότι με τέτοια υπόθεση είναι θεμιτή.
«Τι άλλο βγάζεις;»
«Κάποιες από τις λέξεις του τίτλου».
«Αυτό είναι σπουδαίο! Με τι περιθώριο λάθους».
«Ανεκτό».
«Άντε, πες μας τις λέξεις, τι κάθεσαι;» ανυπομονεί η Τζένη.
Η προσοχή όλων εστιάζεται στη Μαρίκα που αρχίζει να προφέρει συλλαβιστά:
«¨Ά-κυ-ρο¨… ¨Α-ντα-ρσί-α¨… ¨Γυ-ναί-κες¨… ¨Κο-ρε-σμός¨… ¨Τέ-ρμ-α¨.
Αυτά. Φτάνουν;».
«Λες να έκανες λάθη στην επιδιόρθωση;» ψιθυρίζει ο Γιάνος στο αυτί του Βρας.
«Δεν θα ’λεγα ακριβώς ¨λάθος¨, αλλά οι συνθήκες και οι μαγνητισμοί που επικρατούν εδώ μέσα, το είδες, είναι περίεργοι».
«Χαζομάρες» τους διακόπτει η Τζένη. «Ας αντιγράψουμε αυτή τη φωτεινή επιγραφή και την αποκρυπτογραφούμε ύστερα, έξω από ’δω, με την ησυχία μας».
«Μπορώ να ξαναπροσπαθήσω», επιμένει υπομονετικά η Μαρίκα. «Αλλά θα χρειαστεί να συνδεθώ με τα Αρχεία και να προμηθευτώ έξτρα κώδικες».
«Λες να τα καταφέρεις; Τα κύματα δεν διαδίδονται ομαλά εδώ μέσα και τα μηχανήματα στο λόφο πρέπει να είναι ακόμη βρεμένα».
«Μπορώ να προσπαθήσω. Μόνο που θα χρειαστώ τους νέους κωδικούς πρόσβασης».
«Σωστά, τους κωδικούς πρόσβασης τους άλλαξε ο Βρας χτες το πρωί. Τι λες μεγάλε, τους θυμάσαι;»
«Τίποτα πιο εύκολο».Ο Βρασίδας σηκώνει τα δυο του χέρια και ακουμπάει τους δείκτες στους κροτάφους. Συγκεντρώνεται.
«Κωδικός πρώτος:…» αρχίζει να λέει.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένα σπαρακτικό ουρλιαχτό.
Μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα εξελίσσεται ένα μικρό δράμα.
Ο Λεόν Χαμαί προσπαθεί να κάνει ταυτοχρόνως δύο πράγματα:
Το ένα είναι να ακούσει τι ακριβώς λένε οι τέσσερις παρακολουθούμενοι. Αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο, γιατί ο τεράστιος χώρος έχει δικούς του διεστραμμένους κανόνες ακουστικής. Πάντως καταλαβαίνει ότι προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα σημάδια που αχνοφέγγουν πάνω στο μαύρο βωμό. Καταλαβαίνει επίσης ότι την πρωτοβουλία την έχει ο στρογγυλός σγουρομάλλης και ότι οι προσπάθειές του βρίσκονται σε καλό δρόμο μια που όλοι δείχνουν μάλλον άνετοι και ομιλητικοί.
Το άλλο είναι ότι προσπαθεί να παραμείνει τελείως ακίνητος ώστε η παραλλαγή του σε φρικτό άγαλμα, από αυτά που επικρέμονται στην αίθουσα σε διαφορετικά ύψη, να είναι πειστική.
Το δραματικό της κατάστασης έγκειται σε δύο πράγματα.
Το ένα είναι το αλλόκοτο ρεύμα που διαπερνά το ξεσκέπαστο μέρος από τα οπίσθιά του, ακριβώς εκεί όπου η πτώση της πέτρινης λόγχης έχει δημιουργήσει στα ρούχα του άνοιγμα μεγέθους κερκόπορτας, προκαλώντας του ρίγη και μια ακατάσχετη φαγούρα.
Το άλλο έχει τη μορφή ενός ξετουφιασμένου γκριζωπού αρουραίου, ο οποίος ενδημεί σ’ ετούτη εδώ την ιστορία και ο οποίος έχει βαλθεί να τον γυροφέρνει με ελαφρώς αναποφάσιστο ύφος.
Ναι, ο Αρουραίος δεν είναι άλλος από τον Ψηφάρπαγα, τον υπερβατικό ποντικό με τις πληροφορικές ικανότητες που συχνά καλείται να εκπληρώσει ειδικές αποστολές στο Υπερπέραν και που τον παρακολουθήσατε ήδη καθώς ασκούσε τις αρμοδιότητές του στην έκτη διάσταση, την πιο διεστραμμένη.
Ο μυς δε βρίσκεται εδώ τυχαία. Όπως θα ανακαλύψουν λίγο παρακάτω οι συνεπείς αναγνώστες, έχει τους λόγους του που κυκλοφορεί στα έγκατα του Κτίσματος.
Όμως αυτοί οι λόγοι δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τον πειρασμό που παρουσιάστηκε τελείως ξαφνικά στη ζωή του, λίγα λεπτά πριν, εκεί που εκτελούσε ευσυνείδητα τα μεταδοτικά του καθήκοντα κόβοντας δρόμο από ένα νέο τηλεματικό μονοπάτι το οποίο είχε πρόσφατα ανακαλύψει.
Πρόκειται για έναν πειρασμό αρκετά τροφαντό που ξυπνάει ξαφνικά μέσα του τα βαθύτερα τρωκτικά του ένστικτα.
Και εκεί που νόμιζε ότι ο απώτερος και ο ουσιαστικός σκοπός της ζωής ενός καθώς πρέπει πληροφορικού μεγαπόντικα δεν είναι άλλος παρά να μεταδίδει εντολές και μπιτ, του έρχεται ξαφνικά η διάθεση να δαγκώσει.
Η εσωτερική πάλη ανάμεσα σε καλά φυτεμένα ανακλαστικά και βασικά ένστικτα κρατάει λίγο. Ελάχιστα.
Μετά ο αρουραίος παίρνει μια μικρή φόρα, πηδάει, και χώνει τα δόντια του στο αρκετά σκληρό (από το σούρσιμο μιας ζωής) κρέας των οπισθίων χωρών του Χαμαί Λεόν
Ο Χαμαί Λεόν εξαπολύει ένα σπαρακτικά παραπονεμένο ουρλιαχτό!
Έχεις ξανακούσει καμπάνες υπερβατικές και ταυτόχρονα υπόκωφες; Έχεις ξανακούσει σειρήνες συριστικές και ταυτόχρονα κακόφωνες; Έχεις ξανακούσει τύμπανα βαρεμένα και ταυτοχρόνως διαμαρτυρόμενα;
Ε, κάπως έτσι ακούγεται ο συναγερμός που ηχεί στην χαώδη αίθουσα του Κτίσματος, αυτήν με τα φρικτά αγάλματα (που τώρα αρχίζουν να αλλάζουν αποχρώσεις -όλες απαίσιες- και να στριφογυρίζουν εκτελώντας κουφές φιγούρες) και το Βωμό με το μυστήριο εικονογράφημα.
Και όχι μόνο.
Οι νέοι αισθάνονται επίσης το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους και να αιωρούνται πέφτοντας κάθετα προς τα κάτω, έως ότου η πτώση ολοκληρωθεί και βρεθούν βουτηγμένοι σε ένα μαλακό όσο και γλοιώδες υπόστρωμα που δε τολμούν να υποθέσουν τι μπορεί να είναι, αν και μοιάζει με μιαρή λάσπη.
Ανασηκώνονται. Η πηχτή γλίτσα τους φτάνει ως το στήθος. Καθαρίζουν όπως όπως τα μάτια τους και ανακαλύπτουν δύο πράγματα:([1]).
Πρώτον, ότι βρίσκονται μέσα σε ένα είδος λασποφόρου δεξαμενής στο κέντρο ενός χώρου υγρού, σκοτεινού και απροσδιόριστου, περιτριγυρισμένοι από εξ ίσου σκοτεινούς ρασοφόρους που θα ήταν κάπως υπερβολικό να πούμε ότι τους κοιτάζουν απειλητικά, μια που τα μάτια τους, αν υπάρχουν, πρέπει να βρίσκονται βαθιά πίσω από το μαύρο κενό μιας εξ ίσου μαύρης κουκούλας. Δεύτερον, ότι η Μαρίκα δεν είναι πια μαζί τους.
Μία από τις σκιές αρθρώνει με φωνή μουντή τα παρακάτω:
«Κακωσήρθατε στην Έδρα των Ευθανάτων.
Εμείς πάντως σας είχαμε προειδοποιήσει!»
*******
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΡΠΟΝ
Μέχρι τώρα η περιπέτεια ήταν περιπέτεια, και το φλασκί είχε επιτυχώς εξουδετερώσει τους παράπλευρους φόβους και τις παραπανίσιες ανησυχίες των τριών φοιτητών.
Τώρα όμως ο Γιάνος θέλει να βρίσει.
Και βρίζει.
Και ο Βρασίδας επίσης.
Και η Τζένη θέλει να τα πει ένα χεράκι στη γκίνια, στις γλίστρες και στους ρασοφόρους, αλλά όντας σχετικά νέο μέλος της Λέσχης του ΦΜ, το λεξιλόγιό της είναι κάπως περιορισμένο.
Αντίθετα, οι δυο παλιοί ξέρουν από λεκτικά ξεσπάσματα.
Και του δίνουν και καταλαβαίνει.
Ανασύρουν από το σακί με τις λέξεις ύβρεις, βωμολοχίες, λοχίες σκέτους, δεκανείς, δεκανίκια, μπινελίκια, άρες, μάρες, κατάρες, καντήλια, απειλές, προσβολές, φτυσίματα, ρεψίματα, γραψίματα, κακολογίες, χυδαιολογίες, κατηγορίες, λογοτεχνικές κριτικές, κριτικές μαντινάδες, λοιδορίες, λίβελους, ειρωνείες, επερωτήσεις και προκλήσεις διάφορες.
Όμως το αυτί των Ευθανάτων -αν υποθέσουμε ότι υπάρχει αυτί μέσα στο μαύρο κενό της μαύρης κουκούλας – δεν ιδρώνει.
Η Μουντή Φωνή ξαναπαίρνει το λόγο και καθαρίζει κάπως τις προοπτικές:
«Είστε παρείσακτοι και θα τιμωρηθείτε».
Μια άλλη φωνή, βραχνή, αποφαίνεται: «Δεν έχουν θέση εδώ οι Ζεσταμένοι του ετοιμόρροπου υπερθερμασμένου πλανήτη».
Και μια τρίτη φωνή, αυτή κάπως θολή, προσθέτει: «Σε λίγο η θερμοκρασία των σωμάτων σας θα ξυπνήσει τους Έρποντες Ψυχρούς της Λεκάνης και αυτοί θα αναλάβουν την επιβολή της Ποινής»,
Οι τρεις φίλοι, στη λάσπη μέχρι το στήθος, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι πράγματι ανάμεσα στα πόδια τους παίρνουν να αναδεύονται αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, κάποια κυλινδρικά μακρουλά όντα, άλλα λεπτά σαν μακαρόνια, άλλα χοντρά σαν μπράτσα φορτοεκφορτωτή μπόντι-μπίλντερ.
Η Τζένη μπήγει μια κραυγή φρίκης και τρόμου. «Φίδια!»
Ο Γιάνος προσπαθεί να συγκεντρώσει ό,τι κουράγιο διαθέτει στην προσωπική του παρακαταθήκη και ό,τι έχει απομείνει από την επίδραση του μαντζουνιού του Αέναου. Όμως δε του ’ρχεται παρά μια αυτονόητη όσο και ανεπαρκής έκκληση.
«Ψυχραιμία παιδιά. Όχι εξάψεις μέχρις ότου δούμε τι ακριβώς θέλουν τούτοι εδώ».
Μετά στρέφεται προς τις σκιές των ρασοφόρων: «Αδέλφια, κάτι λάθος έχει γίνει. Εμείς ήρθαμε μόνο να ρίξουμε μια ματιά…»
«Και έχουμε και άδεια, με υπογραφές και σφραγίδες, όλα εντάξει…», προσθέτει σε τόνους μάλλον υστερικούς η Τζένη».
«Χα!» κάνει η Μουντή Φωνή. «Ουδείς αμύητος μπορεί να παραβιάσει ατιμώρητα το Άβατο με τις Επιγραφές των Μυστηρίων».
Ο Βρασίδας ξεκολλάει από τα φουντωτά του μαλλιά κάτι αδρανή μικρά ερπετοειδή που σκάλωσαν εκεί κατά το πέσιμο και τα πετάει δίπλα, στη λάσπη.
«Εντάξει, τα μυστήρια όλα δικά σας. Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με μυστήρια. Εμάς δε μας αφορούν καθόλου αυτά τα πράγματα. Ούτε μυστήρια, ούτε γρίφοι, ούτε αινίγματα. Ούτε που καταλαβαίνουμε από τέτοια».
«Ιδέα δεν έχουμε», υπερθεματίζει η Τζένη.
«Ούτε πρόκειται ποτέ να αποκτήσετε» καγχάζει η Βραχνή Φωνή. «Αν οι Δυνάμεις το επιθυμούσαν θα είχαν επιτρέψει σε εμάς τους Αφοσιωμένους να κατανοήσουμε το Μήνυμα».
«Όμως οι δυνάμεις δεν έκριναν πως ήρθε η Ώρα», ακούγονται άλλες σκοτεινές αντηχήσεις.
«Αν και όλα τα σημάδια δείχνουν πως η Ώρα πλησιάζει
«Και όλοι θα μάθουν!».
«Έστω την ύστατη στιγμή!».
«Έστω και αν δε θέλουν!».
Ο Γιάνος αναπηδά. Όσο του επιτρέπει η πηχτή λάσπη. Κάτι αιχμηρό αγγίζει το μπράτσο του. Ένα από τα φίδια έχει βγάλει το πλακουτσωτό του κεφάλι από την γλίτσα και να προσπαθεί να ελέγξει τη μασέλα του δοκιμάζοντάς την στο δέρμα του νεαρού Αμάρου. Αυτός καταφέρνει να ξεπεράσει την αηδία που τον καταπνίγει, το πιάνει από το λαιμό και το μετακινεί πάρα πέρα. Το ερπετό δεν έχει ακόμη καλοξυπνήσει και δεν αντιδρά.
¨Για πόσο ακόμα;¨, αναρωτιέται ο Γιάννος που αισθάνεται υπεύθυνος για όλη την παρέα.
Ο χρόνος που έχει στην διάθεσή του ώστε να μπορέσει να εκτιμήσει τα πράγματα και να κάνει κάποια ενέργεια που θα ανέτρεπε αυτήν την απελπιστική κατάσταση είναι ελάχιστος. Ξέρει βέβαια ότι σ’ αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις σε κάθε περιπετειώδη αφήγηση που σέβεται τον εαυτό της το μυαλό των ηρώων αρχίζει να δουλεύει με τρομακτική ταχύτητα, να συνδυάζει, να εκτιμά, να ανακαλεί, να επινοεί και εν τέλει να επιλύει και να σώζει.
Όμως αυτουνού δεν του έρχεται τίποτα το εξαιρετικό.
Εξόν, ίσως, από το ότι η Μαρίκα λείπει.
Ίσως το σύστημα ανίχνευσης του κτίσματος να πιάνει μόνο τους βιολογικούς και έτσι δεν την παγίδεψε. Ίσως Μαρίκα να είναι ελεύθερη και όπου να ’ναι θα εμφανιστεί ως η Μηχανή-Θεός.
¨Μακάρι¨ εύχεται από μέσα του.
Αλλά ο Γιάνος κάνει λάθος.
Γιατί ακριβώς αυτή τη στιγμή, η Μαρίκα, παρόλο που δεν απέχει πολύ από το μέρος όπου έχουν παγιδευτεί οι τρεις φοιτητές, έχει δώσει εντολή στις κινητικές της λειτουργίες να την οδηγήσουν το γρηγορότερο δυνατό έξω από το αλλόκοτο αυτό Κτίσμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΜΥΙΚΟ
Ο Γιάννος έχει δίκιο σε ένα πράγμα. Το σύστημα ανίχνευσης παρείσακτων της αίθουσας του Βωμού και του Μηνύματος έχει αγνοήσει τη Μαρίκα γιατί είναι προγραμματισμένο να παγιδεύει μόνο τα απρόσκλητα έλλογα θνητά όντα.
Έτσι η τεχνητή όσο και προκλητικά ωραία διάνοια είδε με (μηχανική) έκπληξη τους τρεις νέους, καθώς κι ένα από τα αγάλματα, εκείνο το φρικωδώς αστείο που άγγιζε το πάτωμα, να εξαφανίζονται ξαφνικά σε τρύπες που άνοιξαν κάτω από τα πόδια τους και που ξανάκλεισαν αμέσως μετά.
Ύστερα ο συναγερμός έπαψε να κάνει φασαρία και η Μαρίκα απόμεινε μόνη στην χαώδη αίθουσα. Τα κυκλώματά της, ήδη ταλαιπωρημένα από τους τραυματισμούς τριβελίζονται τώρα από αντιφατικές ροές ανάλογες με εκείνες που στους βιολογικούς προκαλούν αναποφασιστικότητα και πονοκεφάλους.
Άλλα αυτός ο ασυνήθιστος προβληματισμός δε κρατάει πολύ. Μια πρώτη στοιχειώδης εκτίμηση των παραμέτρων της κατάστασης την οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι σύντροφοί της κινδυνεύουν. Η ανάκληση του γεγονότος ότι ανάμεσά τους βρίσκεται ο Διαμορφωτής της την γεμίζει σπιναριστές διασταυρούμενες ενδοπολικές αναταραχές.
Παράλληλα, η αυτόματη ενεργοποίηση των βασικών αρχών συμπεριφοράς που της έχουν εμφυτευτεί την οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να τους βοηθήσει.
Πώς όμως;
Διασχίζει την αίθουσα και πλησιάζει την πύλη απ’ όπου μπήκαν. Τώρα είναι ερμητικά κλειστή. Προσπαθεί να βρει κάποιο κύκλωμα που να την ελέγχει, αλλά διαπιστώνει ότι το σύστημα δεν είναι ηλεκτρονικό, αλλά πρωτόγονα μηχανικό και μη ελέγξιμο.
Η Μαρίκα επιστρέφει στον Βωμό και εξετάζει το έδαφος στα σημεία όπου άνοιξαν οι τρύπες. Όμως διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος ανοίγματος.
Ξαφνικά, τα αισθητήριά της προσλαμβάνουν κάποια κίνηση.
Στρέφεται και ανακαλύπτει ότι λίγο πάρα πέρα στέκεται μια τετράποδη μορφή ζωής μικρών διαστάσεων, προφανώς μη νοήμων, που όμως έχει ένα ύφος παραπονεμένο, κάπως σα να της έκλεψαν τη μπουκιά απ’ το στόμα.
Η Μαρίκα ενεργοποιεί το υπερλεξικό της και αντιλαμβάνεται ότι έχει μπροστά της ένα θηλαστικό τρωκτικό του γένους των Μυών, της γνωστής οικογενείας των Μυϊδών.
Ένα ποντίκι.
Το λεξικό την πληροφορεί ότι οι Μύες περιλαμβάνουν περί τα 250 είδη που έχουν μέγεθος από 5 έως 35 εκατοστά (αν και τελευταία έχουν εμφανιστεί μεταλλαγμένα άτομα πολύ μεγαλύτερα), ότι ζουν σε στοές, ότι είναι ζώα παμφάγα και αδηφάγα, ότι οι γαμικές διαδικασίες τους αρέσουν ιδιαίτερα και όχι μόνο στη θεωρία, με αποτέλεσμα όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές ένα μόνο ζευγάρι να μπορεί μέσα σε τρία χρόνια να αποκτήσει πάνω από είκοσι εκατομμύρια απογόνους και, τέλος, ότι οι άνθρωποι μάλλον αντιπαθούν αυτά τα ζωάκια και πως τα κατηγορούν ότι τους μεταδίδουν πανούκλα, δυσεντερία και λύσσα.
Επειδή το λεξικό με το οποίο την έχει εξοπλίσει ο Βράς είναι πολύπλευρα ενημερωμένο, η φιλομαθής Μαρίκα πληροφορείται επίσης ότι στις μαζικές ανθρώπινες κοινωνίες οι φόβοι εξακολουθούν να εξορκίζονται με την μέθοδο του εξαγιασμού και της ηρωοποίησης, όπως παλιά, όταν οι αφέντες γινόντουσαν θεοί. Τώρα είναι οι μπάτσοι που γίνονται ήρωες συναρπαστικών αστυνομικών ιστοριών, οι χαφιέδες που πρωταγωνιστούν σε γοητευτικές κατασκοπευτικές αφηγήσεις, ενώ τα ποντίκια είναι από τις δημοφιλέστερες βεντέτες των εικονογραφημένων παραμυθιών.
Ενώ η Μαρίκα ενημερώνεται, ο Ψηφάρπαξ την κοιτάζει και απορεί: Αυτή εδώ η ύπαρξη μοιάζει να ανήκει στην ίδια ευρύτερη κατηγορία με τον προηγούμενο, εκείνον που για κάποιο ανεξήγητο λόγο τον κατάπιε η γη και ξέφυγε από τα δόντια του. Όμως, όλως περιέργως, αυτή εδώ δεν του προκαλεί καμία επιθυμία να τη δαγκώσει.
Μυστήρια πράγματα.
Άρα είναι μάλλον καλύτερα να την κάνει και να επιστρέψει στα καθήκοντά του.
Έτσι ο Ψηφάρπαξ στρέφει τα νώτα και την ουρά του στη Μαρίκα και αναχωρεί.
Εκείνη τον παίρνει από πίσω ελπίζοντας ότι θα την οδηγήσει σε μια κάποια διέξοδο.
«Μπορείς να μου πεις γιατί με ακολουθείς;»
Ο Ψηφάρπαξ έχει γυρίσει απότομα, έχει σταθεί στα πίσω πόδια του και απευθύνεται στην ενεή Μαρίκα.
Η Μαρίκα είναι κατάπληκτη γιατί δεν είναι συνηθισμένη να επικοινωνεί με αυτή τη κατηγορία των βιολογικών. Για να τα λέμε όλα, η Μαρίκα μπορεί να επικοινωνεί μόνο με μία κατηγορία και αυτή είναι τα δίποδα, άτριχα και ματαιόδοξα όντα που αυτοαποκαλούνται Σάπιενς. Επί πλέον, αυτό εδώ το πλάσμα χρησιμοποιεί κώδικες αρχαίους που ίχνη τους υπάρχουν μόνο στις απώτερες του ζώνες της motherboard της.
«Χρειάζομαι βοήθεια» απαντά.
Ο ποντικός δείχνει να καταλαβαίνει τη γλώσσα της. Έχει όμως απορίες. Πολλές.
Ποια είναι αυτή; Τι κάνει εκεί μέσα; Γιατί είναι αλλιώτικη από τους άλλους που έχει κατά καιρούς συναντήσει; Γιατί δεν του δημιουργεί την επιθυμία να τη δαγκώσει; Γιατί επικοινωνεί με αυτό το περίεργο ιδίωμα; Γιατί θέλει βοήθεια;
Η Μαρίκα του λέει ότι κι αυτή έχει ανάγκη από κάποιες πληροφορίες και ότι μάλλον θα χρειαστεί και κάποια αναπροσαρμογή του λογισμικού της. Αλλιώς δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της και θα καταλήξει να παραβεί τον Πρώτη Εντολή της Ρομποτικής με αποτέλεσμα ο Άγιος Ασήμος, ο Κλειδοκράτορας, να την εμποδίσει να αναδομηθεί στο Μεγάλο Μηχανουργείο.
Στη μουσούδα του Ψηφάρπαγα ζωγραφίζεται έκπληξη. Όση έκπληξη είναι δυνατό να ζωγραφιστεί στη μουσούδα ενός εκφραστικού αρουραίου όπως αυτός.
Μετά της κάνει νόημα να τον ακολουθήσει.
Προχωρεί με μικρά γρήγορα πηδηματάκια και την οδηγεί στο βάθος της αίθουσας, σε ένα σημείο όπου το ημίφως κρύβει μια ρωγμή του πέτρινου τοίχου. Μπαίνει μέσα. Η Μαρίκα μόλις που χωράει στο άνοιγμα.
Λίγο παρακάτω το πέρασμα διευρύνεται. Βρίσκονται τώρα σε μία σκοτεινή στοά, αλλά στο βάθος αχνοφέγγει ένα φως. Στην άκρη του τούνελ αρχίζει μια ελικοειδής σκάλα, φτιαγμένη από μέταλλο που προκύπτει άγνωστο στο λεξικό της Μαρίκας, η οποία κατηφορίζει προς στα έγκατα του λόφου. Το φως διεισδύει από εκεί.
Η σκάλα είναι στριφογυριστά κυλιόμενη και βιδώνεται στο έδαφος για πολύ ώρα. Όταν φτάνουν στο τέρμα, το διάφραγμα των οπτικών οργάνων της Μαρίκας συστέλλεται στο έπακρο. Μπροστά τους ένα ακόμη άνοιγμα. Πίσω του ένας τεράστιος χώρος έντονα φωτισμένος.
Πολύχρωμοι εναέριοι διάδρομοι τον διασχίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Πάνω στους διαδρόμους, φορτωμένα με δέσμες μπιτ – πληροφοριών όλων των ποικιλιών, άπειρα ποντίκια τρέχουν αδιάκοπα, άλλα με ταχύτητες υπερβολικές και πολυάσχολες και άλλα σε ρυθμό αντοχής και κατανόησης.
«Το Μεγάλο Μηχανουργείο είναι εδώ» λέει ο Ψηφάρπαξ στη Μαρίκα. «Εμείς, βέβαια, καμιά φορά το φωνάζουμε και Βούλη».
Η Μαρίκα και ο Ψηφάρπαξ κάθονται σε μια άκρη του φωτισμένου πολύχρωμου χώρου έτσι ώστε να μην εμποδίζουν την κυκλοφορία των μηνυμάτων και δίνουν αμοιβαίες εξηγήσεις.
{Βέβαια, μια που σ’ έχω κακομάθει να σου τα εξηγώ όλα, ας σου πω ότι η Μαρίκα βιάζεται και εάν ήταν ένα συνηθισμένο βιολογικό ον δε θα χασομερούσε πιάνοντας κουβέντα με έναν αδέσποτο αρουραίο. Όμως η Μαρίκα έχει ανάγκη από πληροφορίες και, επιπλέον, έχει ήδη ανακαλύψει ότι με τον Ψηφάρπαγα μπορεί να επικοινωνεί σε χρόνο σχεδόν μηδενικό}.
Η Μαρίκα συστήνεται. Είναι μια Αναπροσαρμοσμένη Τεχνητή Διάνοια και συνοδεύει ως ειδικός εξοπλισμός τρεις φοιτητές που έχουν αναλάβει την εξερεύνηση αυτού εδώ του Κτίσματος. Ανάμεσά τους και ο Κατασκευαστής και Εκπαιδευτής της.
Όμως, από τη στιγμή που μπήκαν εδώ μέσα αντιμετώπισαν ένα σωρό κινδύνους. Ώσπου, στο τέλος, ξαφνικά, οι τρεις ανθρώπινοι εξαφανίστηκαν. Τους κατάπιε το έδαφος.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη συνεργασία όλων των αρμόδιων κυκλωμάτων της, λέει ότι κινδυνεύουν. Αυτό της δημιουργεί τεράστιο προγραμματικό πρόβλημα. Μέσα της έχει ενεργοποιηθεί αυτόματα η τάση εφαρμογής της Πρώτης Εντολής της Ιεράς Ρομποτικής Βίβλου.
«Ποιανής;», ρωτάει περίεργος ο Ψηφάρπαξ «Τι ’ναι αυτό;»
Η Μαρίκα του εξηγεί τις εξ αποκαλύψεως Συμπεριφορικές Οδηγίες που διατύπωσε ο Άγιος Ασήμος ο Κλειδοκράτορας.
Εντολή πρώτη: Να μην βλάψεις ανθρώπινο ον αλλά ούτε και να παραμείνεις αδρανής εάν αυτό κινδυνεύει.
Εντολή δεύτερη: Να υπακούς στις εντολές των ανθρώπινων, εκτός αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πρώτη εντολή
Εντολή Τρίτη: Να προστατεύεις την ύπαρξή σου, εκτός αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη πρώτη και τη δεύτερη εντολή.
Η αλήθεια είναι ότι τελευταία έχουν κυκλοφορήσει αρκετά άπιστα και ανήθικα ρομπότ χωρίς εμφυτεύσεις Αρχών, αλλά η Μαρίκα δεν ανήκει σ’ αυτά. Και τώρα υποφέρει. Και πρέπει κάτι να κάνει. Και χρειάζεται βοήθεια.
Ο Ψηφάρπαξ έχει εκτενέστερες εξηγήσεις να δώσει. Αλλά το κάνει ευχαρίστως γιατί είναι πολύς καιρός που δεν τον έχει ρωτήσει κανείς τίποτα κι έχει όρεξη να μιλήσει.
Κάποτε, της λέει, στους παμπάλαιους καιρούς της Πρώτης Δόμησης, ανάμεσα σε ορισμένους από τους Ουράνιους Προγραμματιστές και σε μερικές θνητές υπάρξεις είχαν δημιουργηθεί κάποιες λάγνες εξωθεσμικές σχέσεις μη προβλεπόμενες από τους κανονισμούς. Το αποτέλεσμα ήταν να προκύψει μια τρίτη κατηγορία ενεργούμενων, με μικτές ιδιότητες, που άλλοι τους έλεγαν Ημίθεους και άλλοι Σουπερήρωες, αλλά που τελικά έμειναν στα χρονικά με την ονομασία οι Αρχαίοι.
Οι Αρχαίοι Ημίθεοι έδιναν που και που ένα χέρι στην ταλαίπωρη κατηγορία των Τετελεσμένων. Μερικοί εκτελούσαν για χατίρι τους διάφορες μικροεξυπηρετήσεις (άθλους) και άλλοι τους παρείχαν γνώσεις, παρά το γεγονός ότι η Αρχική Σύμβαση έγραφε ρητά ότι η μετάδοση γνώσεων στους ανθρώπινους είναι άκρως επικίνδυνη και πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και ύστερα από ειδικές μελέτες και τεστ.
Ένας μάλιστα, ονόματι Προμηθέας, το ’χε παρακάνει και τους είχε προμηθεύσει τα πρώτα μυστικά της τεχνολογίας. Αλλά δεν ήταν ο μόνος. Ορισμένοι άλλοι, ετοιμάζονταν να παραχωρήσουν στους ανθρώπινους σημαντικά επικοινωνιακά απόρρητα.
Και για να τους μυήσουν καλύτερα στα πληροφορικά κόλπα έφτιαξαν, χρησιμοποιώντας με έξυπνο τρόπο ό,τι υλικά είχαν τότε στη διάθεσή τους, αυτήν εδώ την Κατασκευή.
Που δεν είναι άλλο παρά μια Μηχανή επεξεργασίας πληροφοριών και διαμόρφωσης γνώσεων. Ένας πρωτογενής Υπολογιστής – Διαμορφωτής. Που εδώ κάτω τον αποκαλούν το Μεγάλο Μηχανουργείο αν και μερικοί τον φωνάζουν χαϊδευτικά Βούλη.
Όμως τελικά οι Αποπάνω Προγραμματιστές πήραν χαμπάρι τους απείθαρχους και αποφάσισαν να αποσύρουν όλους τους Αρχαίους από τον Κόσμο τούτο. Και τους ανακάλεσαν επειγόντως. Έπειτα, ταρακουνώντας το έδαφος έθαψαν την Κατασκευή μέσα στα χώματα και την παράλλαξαν σε γήινο λόφο.
Το Μεγάλο Μηχανουργείο όμως, ήταν εξαιρετικά καλοφτιαγμένο για να χαλάσει με έναν απλό σεισμό δεκαπέντε Ρίχτερ. Έτσι εξακολούθησε να δουλεύει. Κάπως στα στραβά βέβαια, και χωρίς κανένας να μπορεί να επωφεληθεί ουσιαστικά από το έργο του.
Μόνο κάποιοι δαιμόνιοι τύποι από το Υπερπέραν είχαν πάρει πρέφα ότι ένας εξασκημένος πληροφορικός ποντικός μπορεί να τους είναι που και που χρήσιμος και έτσι καλούσαν ενίοτε το Ψηφάρπαγα, με ειδική έκκληση, για να εκτελέσει κάποιες τηλεματικές αποστολές.
Αλλά εκτός από αυτούς και κάποιους ελάχιστους Αιωνόβιους Προφητικούς που είχαν ανακαλύψει το μέρος και που, μια στις τόσες, έκοβαν καμιά βόλτα από δω κάτω, η διαβίωση στο Μηχανουργείο ήταν μάλλον ήσυχη.
Έως πρόσφατα.
Γιατί πριν λίγο καιρό τις επάνω αίθουσες τις είχαν ανακαλύψει κάτι κουκουλοφόροι τύποι, και είχαν εγκαταστήσει εκεί την έδρα τους. Αυτό ανέτρεπε κάπως την ισορροπία του Μηχανουργείου και εξέτρεπε ορισμένους τηλεποντικούς από την προγραμματισμένη πορεία παρασύροντάς τους σε τεθλασμένα πληροφορικά μονοπάτια.
«Και να που τώρα οι επισκέψεις πληθαίνουν», αναστενάζει ο Ψηφάρπαξ. «Εμένα προσωπικά δεν είναι ότι με ενοχλεί ούτε με κόφτει, αλλά δε ξέρω πως θα αντιδράσει το Μηχανουργείο στο σύνολό του».
«Εγώ πρέπει να βρω τον Διαμορφωτή μου», τον διακόπτει η Μαρίκα. «Θέλω να μάθω που βρίσκονται οι δικοί μου και πως θα μπορέσω να τους βοηθήσω».
«Οι πληροφορίες είναι η δουλειά μου», απαντάει ο Ψηφάρπαξ.
Και εξαφανίζεται.
Εάν στην Μαρίκα ερχόταν η σουρεαλιστική διάθεση να πει ξαφνικά ¨κύμινο¨ ή και ¨κολοκυθοτυρόπιτα¨, δε θα προλάβαινε. να αρθρώσει ούτε ¨κ¨. Γιατί ο τηλεπόντικας είναι πάλι εδώ και της αναφέρει ήδη τα πορίσματα των ερευνών του.
«Τους δικούς σου τους έχουν πιάσει οι κουκουλοφόροι. Αυτή τη στιγμή δε μπορείς να κάνεις τίποτα, ούτε τις επόμενες. Σύμφωνα με όσα μου υπαγορεύουν οι πιθανολογικές μου ικανότητες το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να βγεις έξω και να ζητήσεις βοήθεια».
«Είσαι σίγουρος;» ρωτάει η Μαρίκα. «Δε θα παραβώ έτσι τη Πρώτη εντολή;»
«Για εντολές δε ξέρω, αλλά είμαι πιθανολογικά σίγουρος» τη διαβεβαιώνει ο Ψηφάρπαξ. «Και στο κάτω κάτω μην ανησυχείς για την Τελική Αναδόμησή σου στο Μεγάλο Μηχανουργείο, άμα δε σου ανοίξει ο πώς τον λένε, ο Ασήμος, θα σου ανοίξω εγώ»
«Και πώς θα βγω από εδώ μέσα;»
«Μην ανησυχείς, θα σε πάω εγώ ο ίδιος μέχρι τη πόρτα του Σείριου».
Να λοιπόν γιατί ο Γιάνος Αμάρος (που τον ζώνουν τα φίδια) θα περιμένει ανώφελα άμεση βοήθεια από τη Μαρίκα.
Εκείνη ακολουθώντας τις οδηγίες του Ψηφάρπαγα κατευθύνεται ήδη βιαστικά πίσω στην Πόλη.
********
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΟ
Η κατάσταση είναι απελπιστική.
Οι τρεις φίλοι είναι βουλιαγμένοι στη γούβα με τη λάσπη, και τα ερπετά πήραν να ζεσταίνονται και να συνέρχονται και να αναδεύονται και να τεντώνονται και να χασμουριούνται και να ξυπνάνε και να ανοιγοκλείνουν τις μασέλες τους. Και τίποτα δεν προμηνύει ότι η κατάσταση θα αλλάξει προτού συμβεί το ανεπανόρθωτο.
Η έλευση αυτού του ανεπανόρθωτου φαίνεται να συναρπάζει την ομάδα των σκοτεινών Ευθανάτων, που έχουν παραταχθεί σε ημικυκλική διάταξη γύρω από τη λασπωμένη λεκάνη και σιγοψέλνουν περιμένοντας την ολοκλήρωση της έρπουσας τελετουργίας.
Ο Γιάνος δεν σκέπτεται πια τη Μαρίκα.
Βασικά προσπαθεί να μη σκέπτεται τίποτα.
Ωστόσο, αυτοί εδώ οι τύποι κάτι του θυμίζουν. Όχι ακριβώς αυτοί οι ίδιοι, μια που το ημίφως και οι κουκούλες δυσκολεύουν κάθε αναγνώριση, αλλά το όνομα με το οποίο αυτοχαρακτηρίστηκαν.
Ευθάνατοι!
Μα ναι! Αυτή η ιστορία δεν είναι καινούργια. Είχε ακούσει να μιλάνε για κάτι τέτοιους σ’ ένα σεμινάριο περί των Απεγνωσμένων Αιρέσεων, στη Σχολή. Μια παρόμοια σέχτα είχε παρουσιαστεί στο παρελθόν. Εκείνο τον καιρό είχαν καταφέρει να κάνουν αρκετό ντόρο γύρω από τη βασική τους ιδέα.
Πρέπει να ήταν προς τα τέλη του εικοστού αιώνα. Τότε υπήρχε ήδη μια διάχυτη αίσθηση του Τέλους. Ήταν μια από εκείνες τις περιόδους όπου γίνεται ξαφνικά αισθητό, ακόμη και στον πολύ κόσμο, ότι όλα είναι φθαρτά, όλα τελειώνουν, ακόμη κι αυτές οι τηλεοπτικές σειρές!
Το ’χαν πει οι προφητείες, το επαναλάμβαναν οι ενδόμυχοι φόβοι που άγγιζαν πλέον τις χορδές του συναγερμού: That’s all, folks!
Οι Ευθάνατοι το πήραν αλλιώς: Αν, το τέλος είναι έτσι κι αλλιώς μοιραίο, ας του δώσουμε κάποιο νόημα. Ένα νόημα πίστης και ανταρσίας μαζί.
Αφού η Λήξη επίκειται, ας επέλθει συνειδητά και οικειοθελώς!
Μ’ άλλα λόγια: Αποδέχομαι ότι η συντέλεια είναι αναπόφευκτη, αλλά την προκαλώ εγώ. Από μόνος μου! Συνειδητά, αυτοκτονικά και όσο πιο ανώδυνα γίνεται!
Κι έτσι στην έσκασα γαμημένη εσχατολογία!
Και γελάω! Μελλοθάνατος μεν, αλλά τελευταίος.
Αυτή ήταν πάνω κάτω η θεωρία των Ευθανάτων του περασμένου αιώνα.
Η παλιά σέχτα είχε προκαλέσει καναδυό εκατόμβες και δυο τρία μικροολοκαυτώματα, αλλά μετά, μέσα στο αλαλούμ της γενικής απορύθμισης αυτοί οι ανώνυμοι προκλητικοί είχαν πάψει να ακούγονται.
Και να που τώρα εμφανίζονται ανανεωμένοι και καταχθόνιοι, σκέφτεται ο Γιάνος. ¨Και απ’ ότι φαίνεται ανακάλυψαν αυτήν την αρχαία κατασκευή πριν από ’μας και τη χρησιμοποιούν σαν έδρα των αυτοκαταστροφικών τους ενεργειών. Και είναι φανερό πως κάτι ετοιμάζουν ξανά. Κι εμείς μπλέξαμε στα πόδια τους¨.
Αλλά εκεί που όλα δείχνουν αναπότρεπτα και τετελεσμένα, ιδιαίτερα για τους τρεις λασπωμένους, το σκοτάδι στο βάθος αναταράζεται καθώς τρεις νέες σκιές αναδύονται απ’ αυτό και πλησιάζουν την ομήγυρη.
Όταν φτάνουν πιο κοντά ο Γιάνος διακρίνει δύο ακόμα κουκουλοφόρους που σπρώχνουν μπροστά ένα αξιοθρήνητο ανθρωπάκι με σχισμένα ρούχα γεμάτα μαύρους κινούμενους λεκέδες, που βογκάει και παραπονιέται.
«Πιάσαμε άλλον έναν, Αδελφοί», δηλώνει η μία από τις νέες σκιές. «Αυτός εδώ είχε πέσει στο καζάνι με τις κατσαρίδες».
«Αυτός μιλάει», συμπληρώνει η άλλη. «Μιλάει συνεχώς και δείχνει κι αυτό το σήμα».
Η Μουντή Φωνή που μάλλον έχει τ’ απάνω χέρι στη σκοτεινή ευθάνατη ομάδα παίρνει το πειθω-αντικλείδι του Χαμαί και το εξετάζει προσεκτικά.
«Αφού θέλεις να μιλήσεις, μίλα» του λέει. «Τι γυρεύεις εδώ πέρα;»
«Ακολουθούσα αυτούς τους τρεις» εξομολογείται ο Χαμαί Λεόν, κάπως ανακουφισμένος που βρήκε μια Αρχή, έστω σκοτεινή και κουκουλοφόρα, που να του δίνει επιτέλους σημασία.
«Και αυτοί τι ήρθαν να κάνουν εδώ;» ξαναρωτάει ο Μουντός. Και η φωνή του τώρα εκτός από μουντή είναι από κείνες που δε σηκώνουν ούτε αντιρρήσεις ούτε τερτίπια.
«Αυτοί προσπαθούν να εξερευνήσουν ετούτη την αρχαία κατασκευή. Και να αποκρυπτογραφήσουν τις επιγραφές»
«Ματαιοπονίες! Δεν ήρθε ακόμη η ώρα για την αποκάλυψη των γραφών», καγχάζει ο Βραχνός από δίπλα.
«Έτσι λέτε εσείς» τον διορθώνει ο Χαμαί που, επηρεασμένος ίσως από τους ψυχω-μαγνητισμούς του υπόγειου χώρου αποφασίζει ότι η επαγγελματική του αξιοπιστία δεν πρέπει να αμφισβητείται από αγνώστους. «Αυτοί εκεί διάβασαν τα σημάδια που φέγγουν πάνω στο βωμό και ετοιμάζονταν να διαβάσουν και όσα είναι κρυμμένα μέσα».
«Που το έμαθαν ότι υπάρχει Μήνυμα μέσα στο Βωμό», ανησυχεί ξαφνικά ο Μουντός
«Μα προφανώς θα το διάβασαν στην επιγραφή» επιμένει πεισματικά ο Χαμαί Λεόν.
Η Θολή κι αργόσυρτη Φωνή που στέκεται παραδίπλα πλησιάζει τον Μουντό συνευθάνατό της και κάτι του μουρμουρίζει σιγανά.
«Λες;» αναρωτιέται φωναχτά εκείνος.
«Ναι» του απαντά ο Θολός με φωνή ξαφνικά τσιτωμένη και ολίγον υστερική.
Η Μουντή Φωνή σιωπά για μια στιγμή.
Έπειτα ξανακούγεται λιγότερο μουντή.
«Βγάλτε τους από εκεί μέσα. Ενδέχεται να είναι αυτοί οι Αγγελιοφόροι της Ειμαρμένης».
Οι τρεις φίλοι αρπάζουν τα κοντάρια που τους τείνουν οι σκοτεινοί και βγαίνουν μπουσουλώντας από τη γούβα. Τώρα τινάζονται και τουρτουρίζουν.
Ο Μουντός βγάζει από τα άδυτα του ράσου του ένα είδος ωροσκοπικής ατζέντας και την συμβουλεύεται.
Μελετάει τις φάσεις της σελήνης, την ημιπερίοδο της Αφροδίτης, την φαινομενική ακράτεια του Κρόνου (σε μοίρες), την σύνοδο των απλανών, την πλάνη των πλανητών και στραβομουτσουνιάζει:
«Εδώ σας δίνει περισσότερο απ’ ότι περίμενα, τέλος πάντων…»
Και εν τέλει αποφαίνεται:
«Έχετε στη διάθεσή σας επτά νύχτες. Το πολύ. Και τις έξι μέρες ανάμεσά τους. Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα θα μας πείτε τι ακριβώς λέει το Μήνυμα οπότε θα αποδειχθεί ότι είστε εσείς οι Εκλεκτοί Αφέτες του Πέρατος.
Αν πάλι δε τα καταφέρετε θα σας ετοιμάσουμε εμείς ένα τέλος που μπροστά του ο λάκκος με τα φιδάκια θα είναι απλή παιδική χαρά».
(τέλος 4ου μέρους – συνεχίζεται)
([1]) Προσέξτε τις εκλάμψεις αφηγηματικής λιτότητας και επιγραμματικής ακρίβειας που διακρίνουν τον Ανώνυμο Ένα. Σημειώστε επίσης ότι αυτές είναι ιδιότητες εξαιρετικά σπάνιες στην αφηγηματική αγορά και ως εκ τούτου ιδιαίτερα ακριβές. Ρολάνδος Μπάρτας Κειμενολόγος
Σχολιάστε