ΜΠΑ!!! (10)
Κάτω κάτω Κόσμος (Τέρμα θεού και σύμφωνα με ορισμένες εικασίες τόπος κατοικίας της διαβολικής μητρός)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΙΣΦΑΛΕΣ
Όπου ο Λιμοκτονώχ και ο Μακιαβέλιος Εξ Ουσίας κατευθύνονται προς το Τόπο όπου οι Θεοί παίζουν Ζάρια και άλλα τυχερά παιχνίδια.
Πριν φύγουν προμηθεύονται ορισμένα απαραίτητα εργαλεία προσανατολισμού, γιατί ξέρουν ότι ο δρόμος θα είναι δαιδαλώδης και απροσδόκητος.
O Λιμοκτονώχ κρίνει ότι πρέπει να πάρει μαζί του την πολυδιάστατη στρογγυλή του πυξίδα που είναι ευαίσθητη σε όλα τα περιρρέοντα διαισθητικά ρεύματα.
Ο Μακιαβέλιος Εξ Ουσίας βάζει στο σάκο την τελείως αναίσθητη τετράγωνη λογική του, ώστε, για κακό και για καλό, να μπορεί να κάνει τις τυχόν αναγκαίες διορθώσεις στο στίγμα. Παίρνουν ακόμη μπαταρίες αυτοτροφοδοτούμενες με απίστευτη αντοχή.
Μετά ξεκίνούν ακολουθώντας τις υποδείξεις του προσανατολιστικού εργαλείου του Λιμοκτονώχ.
Το πρόβλημα είναι ότι οι συντεταγμένες του αναζητούμενου σημείου αλλάζουν διαρκώς.
Το μοιρογνωμόνιο της Πυξίδας τα ’χει παίξει τελείως.
Πότε υποδεικνύει επέλαση, αλλά με πιρουέτες 360 μοιρών ανυψωμένων εις τη ν (όπου ν αριθμός τελείως φανταστικός και εξωπραγματικός) και πότε συμβουλεύει προσγείωση με τα τέσσερα.
Πότε υπαγορεύει άλμα τριπλούν εις πλάτος και πότε συνιστά βήμα σημειωτόν και υπογραμμισμένον.
Οι δύο δαίμονες, όσο κι αν είναι εφοδιασμένοι με ακόρεστη υπομονή και ακατανίκητη εμπιστοσύνη στον ιστορικό τους ρόλο, αρχίζουν να αμφιβάλουν αν τελικά θα τα καταφέρουν.
Είναι γεγονός ότι αυτό το ατελέσφορο στριφογύρισμα ανάμεσα στις πολύπλοκες και λαβυρινθώδεις διαστάσεις της έξω-πραγματικότητας τους αποκαρδιώνει και τους εξαντλεί.
Οι κάθετες αναβάσεις στους γλιστερούς βράχους και τα ξαφνικά γλιστρήματα στις μιαρές αβύσσους ξεσκίζουν τις χλαμύδες τους, ενώ οι σκελέες τους αρχίζουν να γίνονται ράκη, αποκαλύπτοντας διαιτολογικά και εξουσιαστικά μυστικά που δεν έχουν ακόμα μελετηθεί([1]) επαρκώς από τους ειδήμονες
Τελικά κατακάθονται και οι δύο χάμω, στον πάτο ενός απύθμενου κατασκότεινου φαραγγιού.
Γύρνα ξεγύρνα δεν έχουν καταφέρει να πλησιάσουν το Σύνορο και βρίσκονται ακόμα μέσα στη δαιμονική επικράτεια.
Ο Λιμοκτονώχ κλείνει το καπάκι της Πυξίδας και την χώνει απογοητευμένος στον κόρφο του. Ύστερα παραχωρεί την πρωτοβουλία στον Μακιαβέλιο Εξ Ουσία, ο οποίος βγάζει αμέσως έξω την Τετράγωνη Λογική του και της καταχωρεί τα βασικά δεδομένα της υπόθεσης:
Παραδοχή: Έστωσαν δύο δαίμονες, ενός κάποιου εκτοπίσματος και όχι ό,τι κι ό,τι, αλλά χωρίς ειδική άδεια και απόχη.
Οι οποίοι βρίσκονται σε αναζήτηση του Τόπου όπου, με τρόπο τυχαίο ή μη, διαμορφώνεται το Πεπρωμένο, το Ριζικό και η Μοίρα. Και όλα αυτά για λόγους γενικής ασφάλειας και όχι προσωπικούς.
Ερώτημα: Από που στρίβουμε;
Μετά πατάει το enter.
Το τετράγωνο δημιούργημα αρχίζει να εφαρμόζει επί του ερωτήματος τις ποικίλες εναλλακτικές μεθόδους που προβλέπει ο προγραμματισμός του:
Μεθόδους μαθηματικές, φιλοσοφικές, παραψυχολογικές, άνευ διδασκάλου, άνευ μαθητού, περιληπτικές, αφηρημένες, κλινικές, μαιευτικές, επαγωγικές, συναγωγικές και λοιπές (τις καλύτερες!), χωρίς κανένα ορατό αποτέλεσμα.
Απλώς κάθε τόσο, μετά το χαρακτηριστικό «μπιπ» που σημαίνει την ολοκλήρωση της προσπάθειας, αναφωνεί: «Τζίφος!» και αρχίζει φτου κι απ’ την αρχή.
Ο Μακιαβέλιος βγάζει τον αναγεννησιακό του σκούφο, σκουπίζει με τη φούντα τον ιδρώτα που ρέει στο πρόσωπό του και παίρνει μια βαθιά θειούχο ανάσα.
Μετά κάνει ένα απογοητευμένο νεύμα προς το κατασκεύασμα το οποίο και σβήνει αδιαμαρτύρητα.
Μένουν και οι δύο σιωπηλοί για ένα απροσδιόριστο διάστημα.
Ξέρουν ότι μετά την αποτυχία της Διαισθητικής Πυξίδας και της Τετράγωνης Λογικής οι πιθανότητες να βρούνε την Άκρη έχουν μειωθεί στο ελάχιστο.
Δεν απομένει παρά μόνο μία ελπίδα, έστω απομεμακρυσμένη: η Ξαφνική και Απρόβλεπτη Έμπνευση. Αλλά αυτηνής δεν είναι να της έχει κανείς εμπιστοσύνη.
Κυρίως ο Μακιαβέλιος.
Κι όμως σ΄ αυτόν ήρθε κατακέφαλα, μόλις μια – δυο χρονοεκλάμψεις αργότερα.
Ο Εξ Ουσίας γυρίζει ξαφνικά προς το μέρος του εξαντλημένου Λιμοκτονώχ και τον ρωτάει:
«Πού πάμε;»
Αυτός, βέβαια, δεν απαντάει, καθώς η εμπιστοσύνη στις ικανότητες του ορθολογιστή συνοδοιπόρου του, έχει μειωθεί αισθητά τις τελευταίες χρονομονάδες. Μένει αμίλητος να παρατηρεί αφηρημένα τις απόμακρες βυσσινιές ανταύγειες που διακρίνονται πάνω από τη κορυφή του φαραγγιού.
«Πού πάμε;», επιμένει ο Μακιαβέλιος.
«Στο Καζίνο που να πάρει… Και για να στο πω πιο αναλυτικά πάμε στην Άκρη, πέρα από τη δαιμονική επικράτεια, εκεί όπου ελπίζουμε να βρούμε το Εργαστήρι όπου με τρόπο τυχαίο και τζογαδόρικο διαμορφώνεται το Πεπρωμένο και Σία», ενδίδει βαριεστημένα στο τέλος ο Λιμ. «Αλλά δεν μας φτουράει», προσθέτει χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τον εν αμαρτίαις συνένοχό του.
«Και τι γίνεται εκεί; Μου λες σε παρακαλώ;»
«Μα, απ΄ ότι μου έλεγες εσύ, μόλις στο προηγούμενο κεφάλαιο, εκεί βρίσκεται ο Χώρος όπου καταφτάνουν δυνάμεις ετερογενείς και ποικιλόμορφες και συνεργάζονται αντιθετικά και ολίγον τυχαία για να δώσουν στα όντα την υπαρκτή τους μορφή και στις καταστάσεις την τελική τους έκβαση.
Επομένως εκεί θα μπορούσαμε να μάθουμε πώς να μπλοκάρουμε τους Νεοντέμ και να σώσουμε το γένος των δαιμόνων από την ανεργία, αν όχι από την εξαφάνιση. Τι έπαθες; Διάλειψη;»
«Έπαθα Έμπνευση», ομολογεί ο Εξ Ουσίας.
Ο Λιμοκτονώχ γυρνάει και τον κοιτάζει με ανανεωμένο ενδιαφέρον.
«Λοιπόν;»
«Λοιπόν το είπες! Και, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες μαρτυρίες, είναι ΣΩΣΤΟ μα τον Πρώτο! Εκεί γίνεται η διαλεκτική σύσμιξη των διάφορων αντιθέτων και τα όντα μπαίνουν στην τελική τους συσκευασία πριν σταλθούν -τσιφ- στην προσλαμβάνουσα πραγματικότητα.»
«Λοιπόν;»
«Λοιπόν τα ¨αντίθετα¨ . Τα αντίθετα και τα καλώδια. Εκεί βρίσκεται το κλειδί!»
«Καν΄ τα μου λιανά, γιατί αλλιώς θα πάθω καμιά κρίση βουλιμίας και δεν εγγυώμαι για τις συνέπειες», ξεκαθαρίζει τη θέση του ο Μέγας Διάτανος Λιμοκτονώχ, προσπαθώντας να αποκαταστήσει το απαραίτητο κύρος απέναντι στον εξουσιαστικό συνδαίμονά του.
«Δεν υπάρχει αντίθετο χωρίς τη δική μας συμμετοχή. Εξ ορισμού!» αποσαφηνίζει ο Εξ Ουσίας. «Είμαστε το ένα άκρο του φάσματος και ταυτόχρονα παράγουμε το ένα τουλάχιστο από τα συστατικά της τελικής έκβασης των πραγμάτων. Άλλωστε θα τα ΄χεις παρατηρήσει και συ τα καλώδια…
Να στο πω μ’ άλλα λόγια: ο τζόγος δεν έχει νόημα χωρίς χάσιμο και ποινή. Ε, λοιπόν το χάσιμο ξεκινάει από ’δω. Αν οι Αποπάνω είναι η Φέξη εμείς είμαστε η Χάση!. Επομένως η λύση είναι τα καλώδια».
«Ανάθεμα με κι αν καταλαβαίνω που το πας. Ποια καλώδια; Ποια απ΄ όλα;»
«Τα μαύρα με τις κίτρινες ρίγες!»
«Δεν ξέρω. Ο δαιμονόκοσμος είναι γεμάτος καλώδια. Δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις από που έρχονται και που πάνε όλα αυτά τα σύρματα…»
«Μα ναι! Η αρνητική εκδοχή που μόνο εμείς παράγουμε, διοχετεύεται στα μαύρα καλώδια με τις κίτρινες ρίγες. Χωρίς τη δική μας συμμετοχή δεν μπορούν να υπάρξουν αξίες. Ούτε ηθική, ούτε αισθητική, ούτε τάξη, ούτε οργάνωση, ούτε τίποτα! Αυτό είναι γνωστό.
Η δική μας παραγωγή από ¨αντίθετα¨, περνάει στους υπεραγωγούς.
Εκείνο που απ΄ ό,τι φαίνεται κανένας δεν φρόντισε να καταγράψει είναι το που καταλήγουν τα μαύρα καλώδια με τις κίτρινες ρίγες, εκτός βέβαια από τις απολήξεις που πάνε κατ΄ ευθείαν στις νοήμονες μορφές ζωής με ανησυχίες;»
«Πού πάνε δηλαδή;»
«Μα στο Άντρο του Πεπρωμένου, του Ριζικού και της Μοίρας. Στο Μεγάλο Καζίνο!
Φτάνει να ακολουθήσει κανείς το Χοντρό Μαύρο Καλώδιο που μεταφέρει την δαιμονική ροή και προσδίδει στα όντα και στα γεγονότα την απαραίτητη εξισορροπητική ενέργεια, και δεν μπορεί παρά να φτάσει ανυπερθέτως εκεί», λέει ο Μακιαβέλιος και πετάγεται επάνω.
Ο Μέγας Διάτανος Λιμοκτονώχ , συνηθισμένος σε απλούστερες εκδοχές του δαιμονικού πεπρωμένου, τον κοιτάζει για λίγο σκεπτικός.
Μετά όμως φαίνεται να άλλάζει διάθεση:
«Α! Εντάξει τότε…», λέει. «Πάμε». Και σηκώνεται κι αυτός.
Λίγο πιο πέρα, ένα μαύρο καλώδιο που εάν δεν έπασχε από κιτρινισμό (όπως δείχνουν οι αραιές κίτρινες ραβδώσεις στην ράχη του), δύσκολα θα το διέκρινε κανείς στο μισοσκόταδο, σέρνεται στο έδαφος παράλληλα με τον πάτο του φαραγγιού.
Το παίρνουν από πίσω…
Ακολουθούν το καλώδιο – αγωγό των διαβολικών ανατροπών και αντιθέσεων μέσα από σκοτεινές κοιλάδες, ανθυγιεινά έλη και καταθλιμμένες ερήμους.
Σιγά σιγά εγκαταλείπουν τα μέρη που κάτι τους θυμίζουν και μπαίνουν σε τόπους με τελείως άγνωστα σκηνικά, σημάδι ότι πλησιάζουν στην Συνοριακή Ζώνη.
Ο Εξ Ουσίας μοιάζει να έχει ξεπεράσει την κούραση και προχωράει με μικρά χαριτωμένα πηδηματάκια. Είναι ευχαριστημένος που η μακιαβελική του έμπνευση αποδείχνεται σωστή.
Ο Λιμοκτονώχ όμως είναι σιωπηλός, ανήσυχος και προχωράει με δέος και περίσκεψη. Δεν είναι καθόλου σίγουρος ότι η αυτοπρόσωπη παρουσία τους θα γίνει ανεκτή σ΄ ένα τόσο ευαίσθητο μέρος.
Έχει ακουστεί ότι οι Αποπάνω έχουν γίνει ορθολογιστές τον τελευταίο καιρό και δεν τα παραπηγαίνουν τα οριακά και τα μπερδεμένα όπως άλλοτε. («είναι πολύ καιρό στην εξουσία» σκέφτεται, αν και για τα θέματα εξουσίας έχει μαζί του τον ειδικό και θα ήταν καλύτερο να τον ρωτήσει).
Έξάλλου, υπάρχουν φήμες ότι το Άντρο προστατεύεται από φουσκωτούς αυτονομημένους κέρβερους και άλλους σικιουριτάδες εξοπλισμένους με ρομφαίες και ευχελαιοβόλα, ενώ γύρω τριγύρω υπάρχουν επικίνδυνα λιβανοπέδια.
Το κιτρινόμαυρο σύρμα έχει χωθεί τώρα στο ξεδοντιασμένο στόμα ενός είδους σπηλιάς.
Ο Μακιαβέλιος το ακολουθεί με τα ενθουσιασμένα του πηδηματάκια, ενώ ο Λιμ νοιώθει την κοιλιά του να σφίγγέται από επώδυνα αισθήματα πληρότητας και στουμπίσματος που του φέρνουν ένα είδος ναυτίας.
Εδώ το σκοτάδι είναι απόλυτο.
Ύστερα από λίγο όμως, στο βάθος, σχηματίζεται μια ομίχλη απιθανότητας -πάνω από ένα είδος ορίζοντα των γεγονότων- που παίρνει να αχνοφέγγει.
Πλησιάζουν και διακρίνουν μια βιοτεχνική κατασκευή, όχι ιδιαίτερα μεγάλη.
Ούτε κέρβεροι ούτε σικουριτάδες.
Μόνο διάφοροι χρωματιστοί αγωγοί που καταλήγουν σ΄ ένα κυλινδρικό σιλό. Από κει ξεκινούν σωληνωτές αποφύσεις που διοχετεύονται σε ένα κεντρικό σφαιρικό κατασκεύασμα από το οποίο προεξέχει μια κάθετη ψηλοκρεμαστή καμινάδα.
Μπροστά από τη σφαίρα υπάρχει ένα τόξο που σχηματίζει ένα είδος Πύλης.
Από μακριά διακρίνουν την επιγραφή που κοσμεί την είσοδο: «Φυγείν Αδύνατον».
Πλησιάζουν και βλέπουν μια μικρότερη που πληροφορεί: «Εγκαταστάσεις γενικού ελέγχου και Γενέσεων». Και από κάτω: «Απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες δημιουργία. Οι προφήτες μόνο με ειδική άδεια».
Καταλαβαίνουν ότι έφτασαν στο Μέρος όπου φιλοτεχνείται ή κακοτεχνείται (είναι θέμα αισθητικής αντίληψης και πολιτικών πεποιθήσεων) η Μοίρα και το Ριζικό και το Πεπρωμένο.
O δύο Παλαιοδαίμονες κατευθύνονται διστακτικά προς το Χώρο όπου τα όντα και οι καταστάσεις αποκτούν μια τελευταία πινελιά αλληλοπροσαρμογής προτού εξαπολυθούν προς τις διάφορες διαστάσεις. Ειναί το αδιαμφισβήτως περιβόητο άντρο των ύστατων καταγραφέων και κατονομαστών.
Ο Εξ Ουσίας έχει πάψει να χοροπηδάει.
Περνάνε κάτω από το Τόξο της εισόδου.
Μπαίνουν στη σφαίρα, αλλά το μέσα μέρος δεν μοιάζει με «μέσα».
Μοιάζει με έναν χώρο που δεν τον ορίζει τίποτα πέρα από ένα αίσθημα δέους και -βέβαια- μια αίσθηση του μοιραίου και του αναπόφευκτου.
Αν υπάρχει ένα Μέρος που ξεδαιμονίζει τους δαίμονες και που τους προκαλεί κατάνυξη και φόβο και αναλεπίδα, είναι αυτό!
Εδώ δεν υπάρχει ούτε οροφή ούτε πάτωμα ούτε τοίχος ούτε όριο και όμως ο χώρος είναι απαράβατα ορισμένος.
Νήματα και καλώδια ξεφυτρώνουν από το τίποτα και τυλίγονται παντού δίνοντας στα πράγματα νόημα κρυφό και μυστήριο και δένοντάς τα με ύφανση άλλοτε ορατή, άλλοτε αόρατη…
Καταλαβαίνουν ότι εδώ καταλήγει η Χοάνη που από μέσα της ξεχύνονται οι οντότητες, φρεσκοδημιουργημένες και ακόμη ασχημάτιστες και ασυνάρτητες, χωρίς αιτιολογικό περίβλημα και στοιχειώδη αιδώ.
Βλέπουν, βαμμένα με τα χρώματα ενός άλλου φάσματος όλα εκείνα που δεν υπάρχουν, γιατί δεν είναι παρά ενδεχόμενα και θαυμάζουν την υπέροχη και απίστευτη ποικιλία τους.
Και διαισθάνονται ότι εκεί, στο μεγάλο κεντρικό καζάνι, και στον υπερμεγέθη Άβακα-καταγραφέα που υψώνεται από πίσω, βρίσκεται το σημείο της αλυσίδας όπου οι πιθανότητες οπισθοχωρούν για να κατευθυνθούν ίσως σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, και όπου οι χαοτικές συγκλίσεις και κανονικότητες είναι ξεφρακταλιασμένες και δεν μπορούν να κοροϊδεψουν κανέναν.
Τα μυτερά τους αυτιά καταγράφουν τον πάταγο που κάνουν οι συμπτώσεις καθώς συμπίπτουν από μόνες τους και χωρίς καμία προσπάθεια.
Και βλέπουν την άκρη του μαύρου καλωδίου με τις κίτρινες ρίγες που προέρχεται από την επικράτεια των δαιμόνων να αγγίζει το καζάνι δημιουργώντας λάμψεις και αστραπές και φωτισμούς και αναταραχές και βράσιμο και ζύμωση και φουσκάλες που σκάνε με ένα πλαφ κι ένα πλουφ, εναλλάξ!
Και βλέπουν τις οντότητες να περνούν από την πρέσα της συνύπαρξης για να μπορούν να συμβιώνουν αντιθετικά και διαλεκτικά και τελικά να μπαίνουν στα καλούπια με τα διακριτικά της Μοίρας και να φεύγουν, να πάνε να το παίξουν οντότητες υπαρκτές, αυτούσιες και κατά κάποιο τρόπο μετρήσιμες από πάντα ενδιαφερόμενο.
Και βλέπουν τα ζάρια!
Σημείο κοινό: και θείο και απρόβλεπτα ανθρώπινο.
Ο Λιμ τώρα πείστηκε ότι ο Μακ έχει δίκιο. Εδώ, δοσμένες με τρόπο μυστηριακό ή όχι, κάποιες απαντήσεις θα πρέπει να υπάρχουν.
Ο Μέγας Διάτανος Λιμοκτονώχ κάνει μερικά βήματα με τον τελετουργικό τρόπο που τόσο καλά ξέρει και φτάνει μπροστά στον μεγάλο Άβακα.
Εκείνος του χαμογελάει απειλητικά μετακινώντας πέρα δώθε τις κίτρινες μπαλίτσες του και συνεχίζει να φλυαρεί για τον καιρό με έναν μαυροπίνακα και ένα ξεχαρβαλωμένο πληκτρολόγιο που του κάνουν παρέα.
Ο Λιμοκτονώχ καταλαβαίνει ότι ήρθε ο καιρός να κάνει την ερώτηση.
Ρώτάει λοιπόν
-και για κακό και για καλό την πληκτρολογεί κιόλας την ερώτηση στο ξεχαρβαλωμένο και αναιδές πληκτρολόγιο-
«μπορεί να γίνει τίποτα που να εξορκίσει τη ροή που πάνε να πάρουν τα πράγματα και οι δυνάμεις;»
Ο Άβακας, ο μαυροπίνακας, το πληκτρολόγιο και τα ζάρια χασκογελάνε (ο Λιμοκτονώχ τεντώνει τ΄ αυτιά του και ο Εξ Ουσίας βγάζει απ’ το αναγεννησιακό του ράσο το δεφτέρι του, προκειμένου να κρατήσει σημειώσεις) και παραμερίζουν.
Πίσω τους,
πώς και δεν τον είχαν προσέξει τόση ώρα;
υψώνεται επιβλητικός και τεράστιος ο Μονόχειρας Ληστής, ο επιλεγόμενος και Κουλοχέρης, με τη λεία γυαλιστερή του επιφάνεια να εξαπολύει ιριδισμούς και αντανακλάσεις, με το τριπλό παραθυράκι στο στήθος φωτισμένο, να δείχνει τρεις ροζ καρδούλες και με το μοχλό του γαντοφορεμένο και απλωμένο, έτοιμο για τη Χειραψία.
Ο Μακιαβέλιος κρίνει σωστό να εκτελέσει μία τακτική οπισθοχώρηση και να πάει να κουρνιάσει πίσω από το μεγάλο καζάνι.
Τον Λιμ τον ζώνουν φίδια κολοβά, αλλά αυτό δεν αρκεί για να τον ενθαρρύνει. Φοβάται μήπως οι Αποπάνω τον αποπαγώσουν αν αποτολμήσει τη χειραψία με τον Ληστή. Ματα-ξαναθυμάται ότι τον τελευταίο καιρό οι Αποπάνω έχουν γίνει ορθολογιστές και δεν τα πολυπηγαίνουν τα οριακά και τα μπερδεμένα.
Ύστερα οι σκέψεις του σταματάνε να είναι γραμμικές και περιγράψιμες και ξαναπαίρνουν τον δαιμονικό τους ρυθμό.
Αυτοσυγκεντρώνεται…
Το σώμα του παίρνει να φεγγοβολάει και να ταράζεται.
Απλώνει το χέρι του… κι αρπάζει απεγνωσμένα το γαντοφορεμένο άκρο
– οι δονήσεις του Κουλού αρχίζουν να τον διακατέχουν και να τον διαπερνούν-
… και κατεβάζει το μοχλό, αποφασισμένος να πάρει μία απάντηση.
Οι εσωτερικοί ρυθμοί του Μονόχειρα επιταχύνονται.
Στα παραθυράκια του στήθους του μισοφαίνονται για μια στιγμή περιστρεφόμενα ( με ημιπεριστροφές και σπιναρίσματα) διάφορα ρήματα και κρίματα.
Οι περιστροφές στέλνουν στο διάστημα αόρατα κύματα και μαγνητισμούς και ρίγη που κάνουν τα λέπια του δαίμονα να ανασηκωθούν και να τον κάνουν να μοιάζει με τρίφτη για σκληρό κεφαλοτύρι ξεχασμένο ξεσκέπαστο στον αέρα, και την ουρά του να πάρει τρεις κόμπους απανωτούς και περιπεπλεγμένους, ανύπαρκτους στα προσκοπικά εγχειρίδια.
Μετά, και καθώς η περιστροφή γίνεται πιο έντονη, τα παραθυράκια χρωματίζονται με ίχνη αδιόρατα και όμως υπαρκτά από διάφορες φιγούρες.
Φιγούρες από τραπουλόχαρτα κι από χαρτονομίσματα, από χορούς κι από φιγουρατζήδες, από καραγκιόζηδες και από φιγουρίνια ιλουστρασιόν. Εικονογραφήσεις σε διαστάσεις απίθανες εξ ορισμού και de facto.
Τέλος, και ενώ το στριφογύρισμα των σωθικών του ληστή αποκορυφώνεται μ΄ ένα εφιαλτικό σούρσιμο και στο μεταλλικό του στόμα διαγράφεται ένα τρομερό μισό χαμόγελο, στα παραθυράκια αχνοπαίζουν για μια στιγμή κρίσεις οικουμενικές και τελεσίδικες.
Τώρα, ένας ένας οι τροχοί επιβραδύνονται κι ο ένας μετά τον άλλον, σταματάνε.
Στο πρώτο παραθυράκι διαγράφεται μία μορφή. Μοιάζει κάπως με θνητή, όμως το έμπειρο μάτι του Λιμοκτονώχ διακρίνει ότι στα μάτια της γυροφέρνουν κι αναβοσβήνουν δαιμονικές λάμψεις. Επί πλέον, αυτό το ον μοιάζει λαμπερό και νέο και, ταυτόχρονα, χιλιοφθαρμένο κι απίθανα πολυκαιρισμένο.
Ο Λιμοκτονώχ συγκεντρώνεται και το αναγνωρίζει.
Αμέσως μετά στη δεύτερη οθόνη σχηματίζεται ένα αντικείμενο.
Μία Βίβλος;
Ναι, κάτι σαν βιβλίο. Χωρίς τίτλο ή άλλα χαρακτηριστικά, εξόν από μια κλειδαριά. Μια αμπάρα που του σφραγίζει τις σελίδες και το κάνει να μοιάζει κάπως με τα λευκώματα που διατηρούσαν τον παλιό καιρό οι νεαρές παρθένες.
Και μετά, στην τρίτη οθόνη, μια άλλη μορφή. Τελείως άγνωστη. Κάπως θολή, κάπως σαν αγουροξυπνημένη, μέσα σε μια πάχνη ασάφειας, κινείται σα να αναρωτιέται τι της συμβαίνει, αλλά ο Λιμ διαισθάνεται ότι είναι μ’ έναν ακατανόητο τρόπο περιβεβλημένη από ισχυρές ανταύγειες εξουσίας και αυθαιρεσίας..
Δυο μορφές κι ένα βιβλίο είναι η απάντηση!
Ο Λιμοκτονώχ, εξαντλημένος εκ κατασκευής, είναι τώρα κουρέλι και ράκος και για πέταμα.
Όμως κάνει κουράγιο και έρποντας απομακρύνεται από τον Ληστή που έχει ξαναπάρει το περιπαικτικό του ύφος.
Γυρίζει πίσω, δίπλα στο Καζάνι όπου είχε κρυφτεί ο Μακιαβέλιος, ο οποίος τον κοιτάζει τώρα ερωτηματικά.
«Δυο μορφές κι ένα βιβλίο», του λέει κι η φωνή του μεταφέρει ακόμη το τρέμουλο των δονήσεων του ληστή.
«Το βιβλίο πρέπει να περιέχει τη λύση. Η δεύτερη μορφή είναι ασαφής αλλά ισχυρή, Όμως την πρώτη μορφή την αναγνώρισα».
«Λοιπον;»
« Είναι ο Νέστορας Αέναος ο επιλεγόμενος και Νες».
«Ποιος Νες;».
Ο Μεγαδιάτανος Λιμοκτονώχ κάθεται εξουθενωμένος χάμω, και ακουμπάει με ευχαρίστηση τη πλάτη του στο ζέον τοίχωμα του καζανιού. Ο Μακ πιο ήρεμος τώρα βολέυεται ανακούρκουδα δίπλα του.
«Αν θυμάμαι καλά, ο Νέστορας ήταν ένας θνητός με ειδικά χαρίσματα. Βασικά μπορούσε να κάνει προβολές στο μέλλον και να προβλέπει τι πάει να γίνει.
Τύποι αυτού του είδους εμφανίζονται που και που και, όπως καταλαβαίνεις, μπορεί να κάνουν ζημιά τόσο στην παγκόσμια Τάξη όσο και στην οικουμενική Αταξία.
Επομένως ούτε οι Αποπάνω ούτε οι Αποκάτω μπορούν ν’ αφήσουν τέτοιες περιπτώσεις ανεξέλεγκτες όταν σκάνε μύτη. Έτσι, άλλους τους τυφλώνουν για να τους μπερδέψουν, άλλους τους καταδικάζουν να μη γίνονται πιστευτοί από τους θνητούς ό,τι κι αν λένε, και σ΄ όλους γενικά κάνουνε διάφορα χουνέρια.
Αυτόν εδώ, αν θυμάμαι καλά, τον καταδίκασαν σε αθανασία. Ό,τι προβλέπει είναι καταδικασμένος να το παρακολουθεί να υλοποιείται, όχι εκ του ασφαλούς και εκ του μακρόθεν από το κόσμο των μακαριτών ή των κολασμένων, αλλά ζωντανός μέσα στον Άνω Κάτω Κόσμο των θνητών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Αέναος είναι ακόμα εκεί κάτω».
«Και ο άλλος;»
«Ο άλλος είναι δυσδιάκριτος και μη αναγνωρίσιμος. Ωστόσο η αχλύς που τον περιβάλλει εμπεριέχει στοιχεία αποφασιστικής παρέμβασης και καταλυτικής αυθαιρεσίας. Κάτι μου λέει ότι αυτός έχει τα κλειδιά της Βίβλου και της υπόθεσης».
«Αν αυτές είναι οι ενδείξεις», λέει κάπως αναθαρρημένος ο Μακιαβέλιος, «δεν έχουμε παρά ν’ αρχίσουμε απ’ αυτόν που αναγνώρισες, τον, πως τον είπες; τον Παππούλη. Αυτός είναι η άκρη του νήματος για το θέμα μας
Αν είναι υπεραιωνόβιος δε θα είναι δύσκολο να τον ανακαλύψουμε, ανάμεσα στους ολιγόζωους επίγειους».
«Μη σε ξεγελάει το παρατσούκλι Μακιαβέλιε, αυτοί οι Υπεργέροντες σωρεύουν γνώσεις που τους επιτρέπουν καμιά φορά να ξεπερνάνε τις ασφυκτικές δεσμεύσεις της ύλης. Άλλωστε στο στέρνο του Μεγάλου Κουλοχέρη μου εμφανίστηκε κάπως αλλιώτικος μεν, αλλά σε γενικές γραμμές έξω απ’ το χρόνο».
«Τότε δεν έχουμε παρά να γυρίσουμε αμέσως πίσω και να ξεκινήσουμε τις έρευνες» καταλήγει ο ο Μακ κι ανασηκώνεται.
«Καλά λες», συνφωνεί ο Λιμ. «Δε νομίζω ότι εδώ θα μάθουμε τίποτα άλλο. Άλλωστε αυτά που μάθαμε μπορεί να μην είναι πολλά, αλλά αν όχι τίποτα άλλο δείχνουν πως και οι Αποπάνω δεν έχουν τελεσίδικες αντιρρήσεις…
Αλλά πάλι ξέρεις, αυτοί, αντίθετα από ’μας που είμαστε κακοί μονοσήμαντα και εξ ορισμού, διαθέτουν ως γνωστόν βουλές ανεξερεύνητες, και δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις πως θα σου τη βγούνε…»
ΤΈΛΟΣ ΤΟΥ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ(συνεχίζεται…)
Σχολιάστε