ΜΠΑ!!! (6)
Τόπος: Ταβέρνα των Αποδομημένων Ελπίδων, λίγο έξω από το Συνεδριακό Απόκεντρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΠΡΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟ([i]) (Μανιχαϊκό)
Όπου οι Παλαιοδαίμονες -παλιές γραφικές και γραφειοκρατικές καραβάνες- απηυδισμένοι από το χαβαλέ της Συνέλευσης, διαισθάνονται τις ανατρεπτικές διαθέσεις των νέων και προβληματίζονται σχετικά με το χάσμα των γενεών.
{ Ι. Πανοραμική λήψη }
Το συγκρότημα της έκτης διάστασης (της πιο διαβρωμένης), όπου συνήθως στεγάζονται τα Κακά Συναπαντήματα και τα άλλα Πανδαιμόνια είναι, κατά γενική παραδοχή, εξαιρετικά εξοπλισμένο.
Πράγματι, πέρα από την πολυδιάστατη κύρια αίθουσα των συνελεύσεων, διαθέτει κι ένα σωρό άλλους συμπληρωματικούς χώρους αφιερωμένους στη σίτιση, την ανάπαυση και τη διασκέδαση των συνέδρων, καθώς και στις παράπλευρες συνεδριακές δραστηριότητες.
Κι επίπλέον υπάρχουν ειδικά διαρρυθμισμένοι διάδρομοι με προκατασκευασμένα πηγαδάκια για τους διαδρομιστές και, οπωσδήποτε, πολλές μικρότερες σκοτεινές αίθουσες αφιερωμένες στα συνεδριακά παρασκήνια.
Σε μια απ’ αυτές έχουν μαζευτεί, όπως είδαμε, οι ανήσυχοι και συνωμοτούντες Νεοδαίμονες
Σε μια άλλη, πολύ πιο πολυτελή και υποβλητική, την Πρώτη Αίθουσα των Παρασκηνίων, θα έπρεπε κανονικά να έχουν αποσυρθεί οι Παλαιοδαίμονες του Προεδρείου, μετά την αγανακτισμένη τους έξοδο από την Συνέλευση.
Όμως, οι μπαϊλντισμένοι μεγαλόσχημοι προτίμησαν να καταφύγουν στην Ταβέρνα των Αποδομημένων Ελπίδων, ένα καπηλειό που βρίσκεται λίγο παραέξω από την πύλη του συνεδριακού απόκεντρου και που το δουλεύουν κάτι καλικαντζαραίοι γαστρονόμοι.
Ατμόσφαιρα οικογενειακή, καζάνι περιωπής και επιπλέον απεριόριστη θέα, τόσο στα κοχλαστά βάθη του ταρταρικού βαράθρου, όσο και, πάνω από τον τεθλασμένο ορίζοντα, στη μελιτζανιά μαγνητόσφαιρα που την κομματιάζουν κάθε τόσο οι αστραφτερές σπίθες της επερχόμενης θύελλας.
Εδώ, εκτός από το προεδρείο αύτανδρο, ήτοι τον Αφέντη – Πρόεδρο Μεγαδιάτανο Λιμοκτονώχ, τον μονίμως δύσθυμο Συφιλίδιο Μπισμπίκη και τον λίαν οργανωτικό και παρα-μορφωμένο δαίμονα Μακιαβέλιο Εξ Ουσία, έχουν συρρεύσει και μερικοί άλλοι εξ ίσου παλαιοφρονούντες και συντηρητικοί, όπως: ο φονταμενταλιστής δαίμονας Ανάφ Ανδών, ο εριστικός Εμπόλεμος (Μάκης) Συμβατικός, ο νωπός Πλημμύρας Βρεγμένος, η εύοσμος Δυσεντερίτσα, ο κουνημένος Εγκέλαδος Ταρακούν, ο παιδαγωγικός Παιδονόμος Εκ Παιδευτικός, ο θερμόαιμος Καύσωνας Ιδρωμένος, η ανισόρροπη Ολισθηρή Κατολίσθηση, ο ιερόσυλος Πατ Ερημών, η διαρκώς ανασηκωμένη Σεξουαλική Καταπίεση, ο εκρηκτικός Λάβας Βουλκάνιους, ο τελετουργικός Μονάρχιος Αυτάρχιος Κράτωρ, ο ασυνεπής δαίμων των ακαλύπτων επιταγών Ταπάν Ταπληρών, ο ακόλαστος Σωρηδών με την αχώριστη Παρτ Ουζίτσα του, οι τρίδυμοι Παλαιοδαίμονες του ¨φαίνεσθαι¨ Κραγιών, Ασετών, και Μανών Κορσές, ο νωχελής Μαχ Μουρλώφ με τον Τεμπέλ Χαν και την Σπαρή Λίτσα, ο απαραίτητος κοσμικός παλαιοδαίμων της προσκολλήσεως, Μαϊντανώχ Παντάχ Ου Παρών, ο νομομαθής Χας Ο’ Δίκ παρέα με τον ιαματικό Κομπ Ο’ Γιανν και σιγά σιγά μαζεύονται κι άλλοι…
{ΙΙ. Οικογενειακό πλάνο:}
Οι Παραδοσιακοί αδιαφορούν για το εντυπωσιακό θέαμα πού δίνουν έξω από την ταβέρνα τα παρακαιρικά φαινόμενα και έχουν διατάξει τις ορντινάντσες τους να τραβήξουν τις παρδαλές κουρτίνες με τα ζωντανά κρόσσια.
Οι φωνές τους γρατζουνούν υψηλές οκτάβες και ακραίους τόνους, καθώς συζητούν με ένταση σχετικά με την εξέλιξη των εργασιών της συνέλευσης.
Αν και τα αίτια της τεταμένης ατμόσφαιρας είναι βαθύτερα, η φανερή αφορμή για τον εκνευρισμό τους είναι η πλημμυρίδα από θορυβώδη χαβαλέ, που εκδηλώθηκε στην κεντρική αίθουσα, αμέσως μόλις ξεκίνησαν οι διαδικασίες του Πανδαιμονίου.
Ακόμη και τώρα ο απόηχος από τη φασαρία φτάνει μέχρι εδώ έξω και όλα δείχνουν ότι η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί ακόμα περισσότερο.
Οι Πολυβλασφημισμένοι έχουν απηυδήσει.
Η απειθαρχία της συγκεντρωμένης δαιμονομάζας σε τούτο το Δαιμονοσυνέδριο είναι έκδηλη και περιελαμβάνει αστεϊσμούς, φωνασκίες, καυγάδες, σκουντιές, τρικλοποδιές, σαίτες-με-ξυραφάκια, ροχάλες με βλέννες, πορδοκοντσέρτα και, ακόμη, αγενείς άμιλλες όπως κακιστεία, πορνοπηδήματα, κωλοπιλάλες, τσουτσουνομαχίες και άλλες ατασθαλίες που δεν έχουν, καν, το ελαφρυντικό της πρωτοτυπίας.
Αυτό πια δεν είναι Κακό Συναπάντημα, αλλά μοιάζει περισσότερο με τα Αμαρτωλά Αλαλούμια που γιορτάζονται κάθε τόσο στην επέτειο της επικράτησης του Ανίερου Μπάχαλου της Νέας Αταξίας.
Όλος αυτός ο σαματάς θα ήταν δικαιολογημένος και ανεκτός (διάβολε, δεν πρόκειται δα και γι αγιοπαίδια!) αν δεν εμπόδιζε συστηματικά την απρόσκοπτη εφαρμογή της ημερήσιας διάταξης και δεν είχε αποτρέψει μέχρι τώρα την παρουσίαση του βασικού θέματος του συνεδρίου.
Ενός θέματος που έχει επιλεγεί από το Μέγα Διάτανο αυτοπροσώπως και έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο των Πολυδιεστραμένων Αξιοκατάκριτων ύστερα από ιδιαίτερη σύσκεψη και περισυλλογή.
Γιατί μπορεί μεν τα διακοσμητικά πανό του συνεδρίου να τσαμπουνάνε συνθήματα της μόδας περί διαφόρων εκσυγχρονισμών και μεταλλάξεων, αλλά η επιλογή του βασικού θέματος είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας των Παλαιών Καραβανών.
Και το κύριο θέμα είναι το εξής:
«Κάθε πράγμα στον καιρό του
ή οι απρόβλεπτες συνέπειες της ανυπομονησίας των βιαστικών».
Κάτω από τον κεντρικό αυτόν άξονα έχουν εγκριθεί ορισμένες επί μέρους εισηγήσεις που αρθρώνονται γύρω από διδακτικούς τίτλους όπως:
«Κάλλιο αργά κι ηδονικά, παρά γοργά και αρπαχτά»,
ή «Τα ζώα μου αργά και τα Κτήνη μου επίσης»,
ή, ακόμη, «Όποιος βιάζεται σκοντάφτει και πέφτει»,
και άλλους παρόμοιους.
Η επιλογή του θέματος δεν είναι βέβαια τυχαία, αλλά υπακούει στις παραμέτρους της ιδεολογίας και της πάγιας πολιτικής των Παλαιοδαιμόνων.
Διότι, η βιασύνη των νεότερων, και η μανία να επιδεικνύουν τις επιδόσεις τους έχει γίνει αντιληπτή από τους κωλοπετσωμένους Παραδοσιακούς.
Σκοπεύουν λοιπόν να τους δώσουν κατ’ αρχήν ένα θεωρητικό μάθημα πάνω στην αναποτελεσματικότητα της ανυπομονησίας και μετά, αν είναι απαραίτητο, ίσως θα χρειαστεί να τους δώσουν κι ένα μάθημα πρακτικό, χειροπιαστό και χειροτονικό.
Αν και, εδώ που τα λέμε, η ορμέμφυτη επιθετικότητα των Παλιών παρουσιάζεται λίγο πεσμένη τον τελευταίο καιρό και αυτά τα τσογλάνια, οι νέοι, το έχουν καταλάβει.
Και τώρα, ορίστε που οι Φλώροι άρχισαν να αισθάνονται αρκετά δυνατοί ώστε να αμφισβητούν έμμεσα έναν από τους πλέον κατοχυρωμένους θεσμούς της διαβολοκοινωνίας: το Τακτικό Κακό Συναπάντημα.
Και να τους που περιφρονούν τις πάγιες και κατοχυρωμένες διαδικασίες, που εξάλλου -και αυτό είναι το κατ’ εξοχήν εξωφρενικό και απαράδεκτο- αυτοί οι ίδιοι είχαν ζητήσει και εκμαιεύσει από τον Κερασφόρο τον Πρώτο εδώ και κάμποσες χρονοδέσμες.
Οι Παλαιοί, αρχικά, είχαν αντιταχτεί σ’ αυτά τα καραγκιοζιλίκια: Συνελεύσεις; Πανδαιμόνια; Ερωτηματολόγια και δημοσκοπήσεις; Σεμινάρια και επιμόρφωση μεσαίων στελεχών…;
Πουφ! Γαϊδουρομουνότριχες περμανάντ και σκατά φραπέ!
Οι παλιοί προτιμούν τις ωραίες παραδοσιακές τελετές με τα γραφικά τους πεντάλφα, τα αμπρακατάμπρα τους και τις άλλες φαντασμαγορικές επικλήσεις και ευ-δαιμονίες. Αυτά είναι που έχουν μαγεία και ποίηση!
Τι πιο ωραίο από το να παίρνεις ένα νόμο, φυσικό ή ηθικό -αδιάφορο, και να τον παραβιάζεις στα ίσια. Με μαγκιά, τσαχπινιά και νταϊλίκι!
Όχι Τακτικές Μαζώξεις, και Συνέδρια, και τάχατες «ορθολογική εξουδετέρωση του ορθολογισμού» και δήθεν «η πειθώς εξουσιάζει τους νεόπλουτους (τα εκλεκτότερα υποκείμενα) καλύτερα από τη βία» και άλλα τέτοια κουνημένα.
Οι Φλώροι όμως, έχουν -φαίνεται- πείσει τον Πρώτο ότι για να παραμείνουν όλα ως έχουν, η αλλαγή είναι απαραίτητη. Και αυτός έχει ενδώσει – τα ’χει παίξει λίγο ο Πρώτος, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση!
Και οι τσόγλανοι, βέβαια, απ’ τη μεριά τους, έχουν εκμεταλλευτεί τη νέα κατάσταση και έχουν καταφέρει να περάσουν ψηφίσματα και νέες πατέντες με αποτέλεσμα να παραδυναμώσουν.
Τουλάχιστον στις Κεντρικές Περιοχές.
Έτσι τώρα τους ακολουθεί από κοντά ένας σωρός από δαιμόνια, τελώνια, και άλλα παράσιτα και φρικιά.
Κι έχουν και απαιτήσεις!
Άσε, μέγιστε, χάλασε ο κόσμος.
{ΙΙΙ. Εστίαση (ζουμ-οειδής) στον εκάστοτε ομιλούντα}
«…και μη μου πεις ότι άμα ήθελαν δεν θα μπορούσαν να παρέμβουν και να σταματήσουν το χαβά», λέει ακριβώς τώρα ο Πλημμύρας Βρεμένος.
«Στα σίγουρα. Αλλά είναι φανερό ότι αφήνουν επίτηδες τη πλέμπα ανεξέλεγκτη, για να δείξουν ότι εμάς δε μας λογαριάζει κανένας», απαντάει εριστικά ο Εμπόλεμος (Μάκης) Συμβατικός, προσπαθώντας να συγκρατήσει την μόνιμη ιδιοσυγκρασιακή του τσαντίλα σε επίπεδο ανεκτό από τους υπόλοιπους. (Ο Μάκης φέρει βαρέως ότι το μικρό του αδελφάκι, ο Μεγατόνος Πυρηνικούλης, γοητευμένος από την εκσυγχρονισμένη νεοδαιμόνισα Ολαρία Μπράιτ, -τη λεγόμενη και Μαγδάλω- το έχει σκάσει απ’ το οικογενειακό στρατόπεδο και τώρα ανδρώνεται παρέα με τους φιόγκους τους νεωτεριστές}.
Οι Παλαιοδαίμονες έχουν βολευτεί στα καθίσματα που πλαισιώνουν την στενόμακρη τάβλα των καταποσιών. Στο κέντρο έχει πάρει θέση και πόζα ο Αφέντης Μεγαλοδιάτανος, έχοντας εκατέρωθεν τους δύο μπιστικούς του, τον βετεράνο Σιφυλίδιο Μπισμπίκη και τον σχετικά καινούργιο Μακιαβέλιο Εξ Ουσία.
Αυτός ο τελευταίος, έχει επιβραβευτεί επειδή επέλεξε ενσυνείδητα στρατόπεδο κατά τη φάση της Μετάβασης([ii]) και έχει ανακηρυχτεί Μεγαλοδαίμονας με τους επιλεγόμενους ¨εκ προσωπικοτήτων¨. Ο Εξ Ουσίας είχε αρχίσει τη δαιμονική του καριέρα ασχολούμενος με τη μακιαβελική επιμόρφωση ορισμένων νεοδαιμόνων και ,στη συνέχεια, ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας. Τώρα, απ’ ότι λέγεται, ασκεί μεγάλη επιρροή στην Κλίκα των Παλαιών και ιδιαίτερα στον Μεγαδιάτανο προσωπικώς.
Για αρκετή ώρα η τριάδα, παρακολουθεί τις διαμαρτυρίες των ομοτράπεζων συνέδρων χωρίς σχόλια, αλλά τώρα ο Μεγαδιάτανος κάνει νόημα στον Εξ Ουσία και εκείνος καταλαβαίνει ότι έχει την άδεια να παρέμβει και να καθησυχάσει, κατά το δυνατόν, τους συνδαιμονες.
Ο Μακιαβέλιος σηκώνεται όρθιος.
«Αφήστε τους να νομίζουν ό,τι θέλουν!» λέει με επιτηδευμένη αποστασιοποίηση. Και ξανακάθεται.
«Τι θες να πεις Υστεροβουλότατε;», ρωτάει με τον απαραίτητο σεβασμό η Εύοσμος Δυσεντερίτσα, μια παλιά κολλητή του Λιμοκτονώχ. «Θες να πεις πως όλα αυτά τα κάνουν επειδή θέλουν απλώς λίγη προσοχή;»
«Λες, να παρουσιάζουν τα ψυχολογικά προβλήματα της ηλικίας και αυτό που χρειαζόμαστε να μην είναι άλλο παρά ένας εξειδικευμένος παιδοψυχοβγάλτης;» εκφράζει την απορία του το Χτικιό, που τελευταία παρουσιάζει ορισμένες εξάρσεις μοντερνισμού και ενδιαφέρεται για την κλινική ψυχοβγαλσία.
«Εγώ, αυτό που λέω, είναι ότι τους χρειάζεται ένα γερό χέρι ξύλο με βρεμένο μαγιόξυλο», λέει ο Παιδονόμος ο Εκ Παιδευτικός, προκαλώντας το ειρωνικό χαμόγελο πολλών που θυμούνται ότι η μόνη παραπληροφόρηση που κατάφερε να διαδώσει στην πολύχρονη καριέρα του, είναι πως τάχα «το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο».
«Αφήστε τις βλακείες», παρεμβαίνει ο Σιφυλίδιος Μπισμπίκης. «Ο Μέγας Διάτανος ασφαλώς κάτι έχει στο νου του».
Τα κέρατα των παριστάμενων στρέφονται προς τον Πρόεδρο κροταλίζοντας, καθώς συγκρούονται εδώ κι εκεί μεταξύ τους.
Ο μεγαλοπρεπής Διάτανος σφουγγίζει τα μουσκεμένα λέπια του και μένει για λίγο σιωπηλός.
Έπειτα ξεφυσάει, ρίχνει μια περιστροφική ματιά στην ομήγυρη κι αναρωτιέται:
«Είναι εδώ ο Καύσωνας;»
«Παρών, Αξιοκατάκριτε», ακούγεται μια καυτή φωνή προερχόμενη από μια μάζα αναδυόμενων ατμών.
«Καλά το κατάλαβα. Είναι καιρός να πάρουμε ένα ενισχυμένο αναψυκτικό και μετά συνεχίζουμε. Μας χρειάζεται», λέει ο Λιμοκτονώχ και κάνει νόημα στον Αρχικαλικαντζαραίο Γαστρονόμο που στέκεται μισοκρυμμένος πίσω από ένα παράπλευρο παραβάν.
Ο Αποσκελεθρωμένος Παλαιοδαίμονας Λιμοκτονώχ, οφείλει τη γενική εκτίμηση της οποίας χαίρει στην διαβολοκοινωνία στο γεγονός ότι είναι αδυσώπητος εχθρός μιας από τις βασικές προϋποθέσεις της ζωής, δηλαδή της αλληλεξάρτησής της με τις άλλες μορφές του ζειν (που είναι το φαί -ως τρώγειν και ως τρώγεσθαι).
Για το πιοτό, το δαιμονικό του πεπρωμένο δεν κάνει νύξεις. Έτσι είναι γνωστό, τόσο ευρέως, όσο και μεταξύ των ταβερνιάρηδων καλικαντζαραίων γαστρονόμων, ότι ο Λιμοκτονώχ δεν τρώει μεν, αλλά πίνει τον Αγλέουρα. Ως εκ τούτου, αυτός ο τελευταίος -ο Αγλέουρας- οφείλει να είναι πάντα παρών στα μεγαλοδιατανικά τσιμπούσια και μάλιστα σε ρευστή κατάσταση.
«Αμέσως Μποχαδοραδότατε», απαντάει ο Καλικαντζαραίος και τραβάει προς τον πάγκο του Μπαρ, πίσω από τον οποίο υπάρχουν ράφια γεμάτα με καλοταγκισμένα αλκοολούχα, αλκαλούχα, ταλαντούχα, πολιούχα, ευνούχα και αεριούχα ποτά.
Μπροστά στον πάγκο, φορώντας μονάχα τις κοντές τους ποδιές και τα πνευματώδη τους χαμόγελα, έχουν ήδη πάρει θέση προσφοράς τα δύο καλλίγραμμα και διανοούμενα ψηλοκάπουλα πνεύματα: η Ψιλή και η Δασεία. Οι δύο γραμματιζούμενες μπαργούμαν, εκτελούν μονίμως πλέον αυτήν την αγγαρεία, ως ποινή για όσα βάσανα είχαν προκαλέσει στο παρελθόν σε γενιές και γενιές φιλομαθών και μη μαθητών.
Ανάμεσα στον πάγκο και τα ράφια, εκτελώντας με τις μπουκάλες του ταχυδακτυλουργικά πετάγματα και ανεπιτυχή ξαναπιασίματα, τρικλίζει ο μπάρμαν Διόνυσος Σούρας.
«Νιόνιο, ποτά σε όλους», λέει μεγαλόφωνα ο Μέγας Διάτανος.
***********
ΣΦΗΝΑ (Τεκμηριωμένη)
Για τον Νικολάκη Μακιαβέλι και τις επιλογές του
Ήταν Ιούνιος, το έτος του Κυρίου 1527, νύχτα.
Ο Νικολό Μακιαβέλι κοιμόταν κι ονειρευότανε.
Ήτανε λέει κάπου αλλού, σε μέρος απροσδιόριστο και αλλόκοτο και παράδοξο.
Θα ΄θελε να ’ξερε πού βρίσκεται, αλλά δεν φαινόταν ψυχή στα πέριξ να ρωτήσει και να μάθει.
Προσπάθησε να εντοπίσει τη θέση του αναζητώντας τριγύρω σημεία αναφοράς, για να τα συνδυάσει μεταξύ τους με εκείνη τη νέα ελπιδοφόρα μέθοδο που, αργότερα, οι σχολιαστές και οι καταγραφείς θα την καταχωρούσαν ως «αναγεννησιακή» ή και ως «μοντέρνα», αλλά δεν τα κατάφερε.
Σημεία αναφοράς δεν υπήρχαν στο γύρο και κάτι τι από τη νέα λογική -που και ο ίδιος είχε συμβάλει στη γέννησή της- σήμερα δεν λειτουργούσε.
Ένοιωσε ανήσυχος και οργισμένος.
Μετά είδε στο βάθος να διαγράφονται κάτι τύποι και να πλησιάζουν προς το μέρος του.
Τύποι ξασπρισμένοι και διάφανοι πέρα από το κανονικό και το καταγράψιμο. Με εκφράσεις καταπλακωτικής ευτυχίας και με φωνές χαζοχαρούμενα μπερδεμένες συζητούσαν μεταξύ τους, ή μάλλον αντάλλασσαν μονόλογες καταφάσεις.
Τον πλησίασαν και τον προσπέρασαν χωρίς να του δώσουν τη παραμικρή σημασία.
«Ε, παιδιά», είπε ο Νικολός, «για πού το βάλατε;»
Ένας από την παρέα γύρισε και τον κοίταξε. Στο ασπρισμένο και διάφανο πρόσωπό του ήταν απλωμένο ένα πλατύ χαμόγελο.
«Για τον Παράδεισο!» του απάντησε. «Είμαστε οι φτωχοί τω πνεύματι!»
«Α!», είπε ο Νικολός και ένοιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά κάθετα.
Οι μακάριοι φουκαράδες απομακρύνθηκαν και αυτός έμεινε εκεί, επί τόπου αγνώστου.
Ήξερε πως απ΄ έξω έμοιαζε αποσβολωμένος, αλλά από μέσα του είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως κι έφτασε κιόλας ο καιρός το έργο του να αναθεωρηθεί.
Και μήπως, -παρά να αφήσει τη δουλειά αυτή σε μεταγενέστερους αναθεωρητές που θα του ήταν και άγνωστοι- δε θα ’ταν καλύτερα να αρχίσει να κάνει τη «ρεβιζιονιστική ανανέωση» από μόνος του.
Δεν είχε προλάβει να βγάλει συμπέρασμα όταν άκουσε και πάλι φωνές.
Αυτή τη φορά ήταν αποκόμματα από συζητήσεις ζωηρές, σε αποχρώσεις εναντιωματικές και αμφιβάλλουσες και σε τόνους ερωτηματικούς και αμφισβητίες.
Είδε στο βάθος να υλοποιούνται και να τον πλησιάζουν άλλοι τύποι, τυλιγμένοι σε χλαμύδες, που κουβέντιαζαν με έξαρση.
«Τι είναι πάλι τούτοι εδώ;» είπε μόνος του, αν και άρχιζε, με μακιαβελική διαίσθηση, να καταλαβαίνει.
Ένας από τη νέα παρέα γύρισε προς το μέρος του και χωρίς να περιμένει την ερώτηση τον πληροφόρησε:
«Είμαστε αρχαίοι φιλόσοφοι ερευνητές. Της κλασσικής εποχής. Από τους πιο ανήσυχους και ανυπότακτους. Αιώνες ολόκληρους στριφογυρνάμε στη φυγόκεντρο του καθαρτήριου, αλλά ούτε το πρόγραμμα για τις πιο δύσκολες περιπτώσεις δεν κατάφερε να μας διαλευκάνει τα ερωτήματα!
Το αποτέλεσμα; Τραβάμε ντουγρού για την κόλαση. Και μάλιστα με τις απορίες μας άλυτες!».
«Περιμένετέ με», είπε ο Νικόλαος, «έρχομαι!» και ξύπνησε.
Πέθανε λίγες μέρες μετά. Αλλά πρόλαβε και διηγήθηκε τ’ όνειρό του στους φίλους του. ([iii])
(συνεχίζεται… )
…………………………………………………………………………………
([i]) Aφιερωμένο στους σινεφίλ.
([ii]) Βλέπε στις επόμενες σελίδες την τεκμηριωμένη ¨Σφήνα¨ σχετικά με το πως ο Νικολό έχασε το λεωφορείο για τον Παράδεισο.
([iii])Σχετικά με το τελευταίο όνειρο του Νικολό Μακιαβέλι, βλέπε την εισαγωγή του Corrado Vivanti στο Niccolo Machiavelli, Scritti politici, επιμέλεια: Corrado Vivanti, εκδόσεις: Einaudi-Gallimard 1997, Biblioteca della Pleiade.
Σχολιάστε