Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

ΜΠΑ!!! (7)

Πάντοτε στην Ταβέρνα των Αποδο­μημένων Ελπίδων

  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΓΚΛΙΜΑΤΙΚΟ([1])

Τώρα τα περισσότερα ποτά έχουν πια καταναλωθεί, όπως μαρτυράει η διάχυτη ξινίλα, τα απανωτά ρεψί­ματα και οι μου­σταρδιές μικροεκρήξεις που γέμισαν τη σάλα.

Οι ήχοι και τ’ αρώματα θυμίζουν τρύ­πιες εξατμίσεις σε κόντρες μηχανόβιων που κα­τα­ναλώνουν σιτεμένο μεθάνιο και χαλασμένο λιβάνι, χωρίς φίλτρο και κα­ταλύτη.

Αλλά, σιγά-σιγά, η ταγκίλα κατακάθε­ται, οι εξατμίσεις μία μία σβήνουν και η Ψιλή με την Δασεία μαζεύουν τα δισκο­πότηρα και αντικαθιστούν τα καθαρά τασάκια με μιαρά.

Οι μολυσματικοί παλαιοδαίμονες, (οι οποίοι τελευταία είναι τεντωμένοι και μουρτζού­φληδες, γιατί δεν έχουν συνέλ­θει από το σοκ της ανταγωνιστικής επι­τυχίας των νέων ιών του Ανανεωμένου Υ/πάτου Λοιμώδους), μοιά­ζουν τώρα κάπως πιο ήρεμοι: Η Πανούκλα σταμά­τησε επιτέλους να αλλάζει τη μασέλα της με τη Χολέρα ενώ η Λύσσα έπαψε να δαγκώνει τον Τύφο.

Ο Βουλκάνους στραβοκαταπίνει μια γουλιά λάβα που του είχε κάτσει στον κρατήρα και κόβει για λίγο το  κάπνισμα.

Ακόμα και ο Εγκέλαδος Ταρακούν, που όπως είναι γνωστό πάσχει από ανε­ξέλε­γκτα τικ, έχει κάπως καλμάρει και δεν κλωτσάει πια το αναπηρικό καρο­τσάκι της Ολισ­θηρής Κατολίσθησης.

Οι παλιοί κοιτάζουν τώρα σιωπηροί προς τον Μεγαδιάτανο.

Οι παλιοί ξέρουν από σεβασμό και τρόπους.  Επ’ αυτού δεν μπορεί να πει κα­νείς τί­ποτα!

Ο Μέγας Διάτανος, όπου να `ναι, θα εξηγήσει γιατί κατά βάθος δεν θα ’πρεπε ου­δαμώς να ανησυχούν με τα καμώματα των γιαπο-μπεμπέδων

Και πράγματι, ο κοκαλιάρης πλην όμως κραταιός Παλαιοδαίμων, αφού κατεβάσει μο­νορούφι το μαυριδερό πε­ριεχόμενο του αμφορέα που έχει τοποθε­τήσει μπροστά του ο Αρχιταβερνιάρης, παίρνει αυτήν τη φορά το λόγο τόσο ο ίδιος όσο και αυτοπροσώπως:

«Αξιόπτυστοι συνάδελφοι», λέει.  «Καταλαβαίνω την ανησυχία σας, αλλά δεν την συμμερίζομαι.

Καταλαβαίνω ότι  φοβάστε μήπως η απειρία των καινούργιων, καθώς και -γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;-  οι αυ­ξημένες δυνάμεις που διαθέτουν τον τε­λευταίο καιρό, τους οδηγήσουν σε πρω­τοβουλίες και ρίσκα που θα προκαλέ­σουν γενικότερες ανατροπές και ανισορ­ροπίες.

Φοβάστε, και ίσως να μην έχετε άδικο, ότι η αναταραχή που υποθάλπουν στις δια­δικα­σίες του Κακού Συναπαντή­ματος δεν είναι απλώς μια υγιής διαβο­λική πλάκα, αλλά ότι μπορεί να είναι ο πρόδρομος για άλλες ανυπακοές που θα μας βάλουν τελικά σε κίν­δυνο και σε μπελάδες.

Όλους μας.

Φοβάστε ότι οι νέοι  δεν έχουν επαρ­κώς αντιληφθεί ότι δεν πρέπει να το πα­ρακά­νουν με υπερβολικούς ζήλους και παράλογες ζήλιες και ότι μια οριστική καταστροφή των Χομο “Χα” Σάπιενς συνεπάγεται και τη δική μας οριστική εξουδετέρωση.

Εμείς, μισητοί μου συνδαίμονες, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι εάν αυτά τα μικρά θνητά πλάσματα εξαλειφθούν ορι­στικά, εμάς μας περιμένει, στην καλύ­τερη περίπτωση, το τα­μείο ανεργίας για μια απροσδιόριστη περίοδο, ή -τουλάχι­στον- έως ότου κάποιο άλλο είδος, ας πούμε τα έντομα, αποκτήσουν αρκετή νόηση για να μπορούν να αμαρταί­νουν και, κατά συνέπεια, να μας χρειάζονται.

Και βέβαια, ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση θα χρειαστεί να υποστούμε επώδυ­νες μεταμορφώσεις, αλλαγές και λίφτινγκ, γιατί δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι θα τρο­μάξουμε τις κατσαρίδες και τις αράχνες με τις φάτσες που έχουμε σήμερα.

Από την άλλη πλευρά, τίποτε δεν αποκλείει, μετά το οριστικό τέλος των “Χα”, να χα­ρακτηριστούμε υπεράριθμες περιττές οντότητες, να μας περάσουν από τους εξορκιστι­κούς θαλάμους αγιο­ψεκασμού και να μας απαλείψουν ορι­στικά.

Φοβάστε ότι οι νέοι, ανίκανοι να πιά­σουν το πνεύμα της Αρχικής Σύμβασης, ανίκα­νοι να καταλάβουν ότι Υψηλή Πο­λιτική σημαίνει άλλο να λες και άλλο να κάνεις, ανίκα­νοι να παίξουν με τη φωτιά όπως εμείς οι βετεράνοι του Κολασμού, θα φτάσουν στο ση­μείο να επικαλεστούν το “γράμμα” των Αρχικών Νόμων και να παραβλέψουν την ουσία τους. 

Να ισχυριστούν ότι εκείνοι, επιτέλους, θα εκπληρώσουν τον Σκοπό που ανα­γράφε­ται στις Γραφές. Ότι εκείνοι είναι προορισμένοι να επιφέρουν την Ύστατη Ώρα των Τε­λικών Λογαριασμών θνητών τε και αθανάτων.

Φοβάστε λοιπόν ότι έτσι, μέσα στη βιασύνη, την ανυπομονησία και την μα­νία για πα­ραγωγικότητα που τους χαρα­κτηρίζει, θα την κάνουν την μεγάλη Αποκοτιά που θα μας αφανίσει όλους.

Και είναι φυσικό ν’ αναρωτιέστε: Εμείς τι κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε αυτήν την πρόκληση των ύστερων μετα-μοντέρνων καιρών;

Σας υπενθυμίζω λοιπόν, ότι χάρη στη διαίσθησή μας και μόνο, και χωρίς δη­μοσκο­πή­σεις και άλλες τσουτσουνοπαι­ξίες, είχαμε ήδη διαπιστώσει τις τάσεις που επικρατούν στη νεολαία και, όπως θα είδατε, στο πρόγραμμα του συνεδρίου υπήρχαν αρκετές εισηγή­σεις με σκοπό να τους νουθετήσουν».

«Ναι, αλλά και εσύ Αξιοκατάκριτε θα είδες ότι το Συνέδριο το φτύνουν κι ας είναι δι­κός τους θεσμός. Έχουν κι αυτοί ξυπνήσει και καλό θα είναι να μην τους υποτιμάμε», παρεμβαίνει ο Ταπάν Τα­πληρών που ενίοτε εμφανίζει δόσεις τραπεζιτικού ρεαλισμού.

Ο Λιμοκτονώχ  κοιτάζει τις ανήσυχες φάτσες και τις κοκκινωπές εκκενώσεις που γέμι­ζαν την ευρύχωρη αίθουσα της Ταβέρνας των Αποδομημένων Ελπίδων και καταλαβαίνει ότι μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να καθησυχάσει το ακροατή­ριό του. Μάλλον το αντί­θετο.

«Αν συνεχίσουν έτσι», λέει, «το Συνέ­δριο θα το ακυρώσω εγώ. Παρ’ όλα αυτά δεν νο­μίζω ότι η κατάσταση είναι ιδιαί­τερα κρίσιμη. Το γιατί θα σας το εξηγή­σει ο Μακιαβέλιος, στον οποίο, όπως ξέρετε, έχω αναθέσει τον τομέα ασφα­λείας και ο οποίος έχει ασχοληθεί ειδικά με αυτό το θέμα».

Κάνει νόημα προς τον Εξ Ουσία και αυτός σηκώνεται και πάλι όρθιος. Με μία ελαφρώς νευρωτική κίνηση του κεφαλιού του στέλνει τη φούντα του αναγεννησια­κού σκούφου, που έχει σκαλώσει στη γαμψή του μύτη, στην πλάτη, και μετά μιλάει:

«Με βάση τις εμβριθείς και ενδελεχείς μου μελέτες, μπορώ, αξιομίσητοι συν­δαίμονες,  να σας διαβεβαιώσω για τα ακόλουθα:

Πρώτα απ΄ όλα, οι νεαροί αμφισβητίες για να περάσουν από τη ανώδυνη γκρίνια σε ουσιωδέστερες πρά­ξεις ανυπακοής, θα πρέπει να πείσουν, όχι μόνο τους συνέ­δρους και τα λοιπά μεσαία στελέχη, αλλά και τη πλέμπα της βάσης ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό και ότι δεν θα προκαλέσει τις τελεσίδικες αντιδράσεις των Απο­πάνω, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.

Αλλιώς, ουδείς πρόκειται να τους ακολουθήσει και η απόπειρά τους θα είναι καταδικα­σμένη.

Αλλά να είστε σίγουροι ότι δεν πρό­κειται να καταφέρουν να πείσουν κα­νένα!

Και αυτό, όχι γιατί δεν είναι σαΐνια στις τεχνικές πειθούς, αλλά γιατί, όπως πολύ καλά ξέρετε, τα δαιμόνια της βά­σης, όσο κι αν ψοφάνε για πλάκες και για νίλες, είναι κατά βά­θος όντα  βαθύτατα συντηρητικά και επομένως ασυζητητί δικά μας.

Επί πλέον η δαιμονομάζα, όπως όλες οι υγιείς μάζες, κρατάει ψηλά τη σημαία, τόσο των κατεστημένων ιδανικών, όσο και των στερεοτύπων της φυλής. Ως εκ τούτου παθαίνει οξεία αλεργίτιδα κάθε φορά που ακούει για ενστάσεις και αμφι­σβητήσεις της Αρχικής Σύμβασης. Και όπως ξέρετε καλύτερα από μένα  που ανήκω στους επιλεγέντες εκ προσω­πικο­τήτων και προστέθηκα στην εκλεκτή σας συνομοταξία με κάποια καθυστέρηση, η Αρχική Σύμβαση μπορεί μεν να ανέχεται κάποιες γρίνιες και ορισμένες ψιλοαμφι­σβητή­σεις, αλλά δεν προβλέπει άλλες ανταρσίες πέρα από την ήδη συντελε­σθείσα Μεγάλη Πα­λαιά Ανταρσία! (ΜΠΑ!)».

Παρά το προσεγμένο του ύφος, που συνδυάζει την αξιοπιστία δέκα ειδημό­νων, είκοσι (περίπου) πραγματογνωμό­νων και καμιά τριανταριάς ισχυρογνωμό­νων, τα επιχειρήματα του Μακιαβέλιου δεν φαίνεται να καταλαγιάζουν τις ανη­συχίες και να ηρεμούν το παλαι­οδαιμο­νικό ακροατήριο. Η αποφορόσφαιρα της ταβέρνας εξακολουθεί να μαστιγώνεται από θορυβώδεις εκκενώσεις νευρικότη­τας και ταραχής.

Ο Μακιαβέλιος προσπαθεί να γίνει πιο πειστικός. Εξάλλου οι δυσκολίες εξά­πτουν πά­ντοτε το εξουσιαστικό του σύν­δρομο.

 «Από την άλλη πλευρά», συνεχίζει, «δεν πρέπει να ξεχνάμε το άλλο βασικό τους μειο­νέκτημά, εξ αιτίας του οποίου δεν θα καταφέρουν ποτέ μόνοι τους να επιτύχουν μια κα­ταστροφή της προκο­πής».

Η γλώσσα του παίρνει μια χροιά που θυμίζει εδώ κι εκεί – περίεργα πράγματα- τους εκ­μοντερνισμένους:

«Ο άλλος λόγος λοιπόν που δεν μπο­ρούν να καταφέρουν έναν γερό όλεθρο, είναι ότι μπορεί μεν να φλυαρούν συνε­χώς περί εκσυγχρονισμού, αλλά από Συγχρονισμό δεν σκα­μπάζουν τίποτα.»

 Ο Μακιαβέλιος κάνει ένα ανεπαί­σθητο νόημα στον διπρόσωπο βοηθό του, τον Κις & Γκαιρ, και αυτός τσακίζε­ται να βουτήξει από το ταγάρι του Παι­δονόμου έναν πτυσσόμενο μαυροπίνακα τον οποίο, εν συνεχεία, συναρμολογεί δίπλα στον Μακιαβέλιο.

«Προσέξτε με παρακαλώ αξιοβλά­σφημοι συνάδελφοι.  Όπως διδάσκουν τα παθήματα και συμβουλεύει η εμπειρία, οι αντιδράσεις των Χόμο ¨Χα¨ Σάπιενς είναι ως ένα σημείο αναμενόμενες».

Απ’ το φαρδύ μανίκι του Μακ ξεπρο­βάλλει μια κιμωλία με την οποία σκιτσά­ρει στον πίνακα ένα κολοβό και ακέρατο δαιμονάκι που συμβολίζει την εν λόγω θνητή ποικιλία.

«Τον βασανίζεις; Υποφέρει. 

Τον τσιγκλάς; Πονάει.

Τον πιέζεις; Σκάει. 

Τον βάζεις σε πειρασμό; Υποκύπτει».

 Το σκίτσο γίνεται ως δια μαγείας κι­νούμενο και αρχίζει να μιμείται τις κατα­στάσεις που περιγράφει ο ομιλητής.

«Όμως, από ένα σημείο και μετά, οι αντιδράσεις του γίνονται απρόβλεπτες. Απρό­βλε­πτες και επικίνδυνες θα πρό­σθετα.

Από  εκεί και πέρα,  μπορεί να τον τυ­ραννάς και να αρχίζει να το ευχαριστιέ­ται, να τον παιδεύεις και να σου λέει “κι άλλο, κι άλλο”, οπότε και ο πιο ψυλλια­σμένος δαίμων πρέπει να αρχίζει να ανη­συχεί. 

Και όχι μόνο:  Εάν δεν ξέρεις πότε να παρέμβεις και πότε να σταματήσεις, εάν σου λείπει, όχι ο “εκσυγχρονισμός” αλλά ο στοιχειώδης συγχρονισμός -το τάιμινγκ που λένε βαρβαριστί και εκείνοι-, τότε είναι δυνατό να συμβούν και άλλα, πιο αρνητικά πράγματα.

Ένα παράδειγμα;

Αφού θέλετε να κάνετε τους κουτούς, γιατί όχι;

Πείτε λοιπόν ότι αποφασίζετε χάριν παιδιάς και αναψυχής (δικής σας) να τους στεί­λετε ένα υπερσάπιο ξεκωλια­σμένο υπερδιεφθαρμένο σεξοδαιμόνιο.

Αλλά δεν έχετε προσέξει (γιατί είστε βιαστικοί, κακή ώρα όπως τα καλόπαιδα οι νέοι) ότι οι καιροί δεν είναι κατάλλη­λοι, ούτε οι χρόνοι πρόσφοροι.

Πέφτετε λοιπόν σε μια εποχή που οι “Χα” Σάπιενς το ’χουν ρίξει στον πουρι­τανισμό και την αυτομαστίγωση.

Αποτελέσματα;

Πρώτον: Αντί να τους δημιουργήσετε νέα προβλήματα, τους λύνετε τα προη­γούμενα και τους βοηθάτε να ξεφύγουν από τους μπελάδες που έχουν φτιάξει μόνοι τους.  Χάρη σε εσάς και το ξεκω­λιασμένο και υπερδιεφθαρμένο σας δαι­μόνιο, ξεμπλέκουν από το ζόρι της υπο­κρισίας και της αυτοκαταπίεσης (που στο κάτω κάτω είναι μια χαρά δαιμονι­σμοί) και “απελευθερώνονται”.

Δεύτερον: Το σεξοδαιμόνιό σας ανα­κηρύσσεται περίοπτη και επηρεάζουσα προσω­πι­κότητα και, θέλει δε θέλει, περ­νάει ανεπιστρεπτί με την πλευρά των αντιπάλων μας.

Τρίτον: Γίνεστε ρεζίλι των σκυλιών και των κέρβερων.

Καταλάβατε Στούρνοι;

Όχι;

Θέλετε κι άλλο παράδειγμα;

Ας πάρουμε λοιπόν την αντίστροφη περίπτωση, Τούβλα.

Πείτε ότι βλέπετε τους ανθρώπινους γελαστούς κι ευτυχισμένους -Ναι, μη διαμαρτύρεστε, ξέρω ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι σπα­νιότατες και σχεδόν αμελητέες, αλλά δεχθείτε το χάριν πα­ραδείγματος.

Πείτε, λοιπόν, πως σας τα σπάνε και αποφασίζετε να τους στείλετε ένα δαιμό­νιο ηθι­κολόγο, μισαλλόδοξο και φανα­τικό που να τους φορτώσει ενοχές και τύψεις για την προ­σβλητική τους ευτυ­χία.

Και δεν προσέχετε επαρκώς.

Γιατί σας έπιασαν οι πρεμούρες, όπως τους φιόγκους. τους νέους.

Και μέχρι να τον ετοιμάσετε και να τον πακετάρετε για το ταξίδι, αυτοί εκεί πέρα έχουν περάσει στη φάση του κορε­σμού.

Όπου το γέλιο έχει γίνει χάχανο και η ευτυχία καλοπέραση.  Ό,τι  πρέπει δη­λαδή για να μην χρειάζεται πια καμία δική σας  παρέμβαση και το μόνο που θα ’πρεπε να κάνετε είναι απολύτως τίποτα.

Όμως, είπαμε, δεν έχετε τάιμινγκ!

Και τους τον ξαποστέλνετε.

Και αντί να τους παιδέψετε, νάτους  που υποδέχονται τον δικό σας σαν Σω­τήρα και Λυτρωτή.  Και άντε πάλι εξα­γιασμοί και ηρωοποιήσεις.  Και ο Άλλος, ο ΑποΠάνω, να γελάει. Και ο Πρώτος, ο δικός μας, να ντρέπεται για τα χάλια των πρακτόρων του. 

Αίσχος!»

Ο Μακιαβέλιος πετάει τη κιμωλία κι κάθεται οργισμένος στη θέση του 

Ο Λιμοκτονώχ, ηρεμότερος και αρχη­γικός, ξαναπαίρνει το λόγο:

«Εμείς τέτοια λάθη δεν τα κάνουμε πια», λέει. «Η πολύχρονες εμπειρίες έχουν ενισχύ­σει το δαιμονικό μας ένστι­κτο και ξέρουμε πλέον να φυλαγόμαστε.

Εντούτοις, ο Μακια­βέλιος έχει δίκιο, αυτό δεν ισχύει για τους καινούργιους. Αυτοί δεν γνωρίζουν καλά-καλά ούτε καν τις επιπτώσεις των ενεργειών τους και το μόνο που τους νοιάζει είναι υπο­τιμάνε τις παλιές αξίες και δόξες!

Πάντως, όπως τόνισε και ο Μακ, δεν υπάρχουν λόγοι πανικού. Δεν πρόκειται να κατα­φέρουν τίποτα ούτε αυτή τη φορά. Πέρα από λίγη φασαρία ίσως. Και σε κάθε περίπτωση η Ηγεσία, δηλαδή Εγώ και το Αξιόπτυστο Συμβούλιό μου, αγρυπνούμε».

Το Ακροατήριο προς στιγμήν δεν αντιδρά.

Ύστερα το λόγο ζητάει, σηκώνοντας το σκήπτρο του με ύφος παρε­ξηγιάρικο, ο Μονάρχιος Αυτάρχιος Κράτωρ που αν και έχει στοιχειώσει σχετικά πρόσφατα, ανήκει κι αυτός, λόγω έμφυτου συντηρη­τισμού, δικαιω­ματικά στους Παλαιοδαί­μονες.

Είναι ένα στοιχειό με ένδοξο παρελ­θόν, αλλά με απλώς διακοσμητικό παρόν και τε­λείως αβέβαιο μέλλον, το οποίο οι νέοι το σνομπάρουν αν και επιδεικνύει μια κάποια βε­βιασμένη κλίση προς τον εκσυγχρονισμό μπας κι έτσι καταφέρει κι επιβιώσει.

Ο Μονάρχιος Αυτάρχιος ίσαμε τότε παρέμενε χολωμένος στην άκρη των συνδιαλέ­ξεων.  Έχει δε τη μονομανία να νομίζει ότι είναι πολλοί.

«Νομίζουμε Μεγαλοδιάτανε ότι αν και οι διαπιστώσεις του Μακιαβελίου είναι κατά τας γενικάς των γραμμάς ορ­θαί,  τα συμπεράσματά του είναι τεμά­χιον παρακεκινδυνευ­μένα».

«Τι εννοείς Μεγαλειότατε;»

«Εννοούμε ότι οι Νεωτερισταί επεξεργά­ζονται συνεχώς αριθμούς και μηχανάς. Δη­λαδή ενώ ημείς συμπεριφερόμενοι ευπρεπώς και υγιώς, ακολουθούμε ρυθ­μούς ίππου, αυτοί κινούνται επί αλογο­ρύθμων.  Κατόπιν τούτου ερωτώ: είναι δυνατόν να μην έχουν ανακα­λύψει τας συντεταγμένας των σημείων κορεσμού των “Χα” Σάπιενς, ώστε να ξέρουν πως να παρέμβουν και πότε να σταματή­σουν;»

«Μην ανησυχείς Αυτού Υψηλότης, έχουμε κι εμείς τις πληροφορίες μας. Οι συντε­ταγ­μένες που καθορίζουν τις κα­μπύλες κορεσμού αφορούν τον βασικό προγραμματισμό των “Χα!” και δεν υπάρχουν καταχωρημένες σε κανένα εγχειρίδιο.  Και, βέβαια, δεν υπάρχουν ούτε στις μαγνητοταινίες, ούτε στις ψη­φιδωτές τράπεζες δεδομένων των σπασι­κλασμένων βουτηρογιάπηδων.

Κάποιες φωνές που είχαν κυκλοφο­ρήσει παλιότερα και που υποστήριζαν ότι πλη­ροφο­ρίες σχετικές μ’ αυτούς τους τομείς του βασικού προγραμματισμού των “Χα” υπήρ­χαν απεικονισμένες σε κάτι ψηφιδωτά ενός Αρχαίου τρελαμένου καλλιτέχνη σε κάποιο ναό του παρελθό­ντος, αποδείχτηκαν μέχρι στιγμής ανα­κριβείς.

Επομένως ο μόνος τρόπος για να εντοπίσεις, τα σημεία κορεσμού, και αυτό σχε­τικά, -υπογραμμίζω: σχετικά– , είναι αυτό που λείπει από τους ανανεω­μένους: η Πείρα και η έλλειψη βιασύ­νης.»

  Για λίγο, στην Σάλα της Ταβέρνας των Αποδομημένων Ελπίδων επικρατεί σιγή.  Απ’ έξω μόνο, φτάνουν οι ήχοι από τις σπίθες που σκάνε όλο και πιο συχνά και, απ’ τη μεριά του καταραμένου κή­που, τα κλαδιά που σφυρίζουν ένα σατα­νικό μπαρ-ροκ, σε απαγο­ρευμένες συ­χνότητες. Και στο βάθος-βάθος, πίσω από τη βουή που φτάνει  ως εδώ από την αίθουσα των συνεδριάσεων, για όσους έχουν γερό αφτί, ακούγεται κι ο απόη­χος από τον κοχλασμό του βαρά­θρου.

Ύστερα, ο Μεγαδιάτανος Λιμοκτονώχ αποφαίνεται:

«Λοιπόν και για να μην απεραντολο­γούμε:

Πρώτον: Όπως ελπίζω να έγινε αντι­ληπτό και στον πλέον καλόπιστο μπου­μπουνοκέ­φαλο από σας, ουσιαστικοί λόγοι ανησυχίας δεν υπάρχουν. Γι αυτό, επομένως, και κατά συνέπεια, ας σταμα­τήσουν οι ψίθυροι και οι ηττοπαθείς δια­δόσεις.

Δεύτερον: Σε κάθε περίπτωση και για να μην τους αφήσουμε να παίρνουν και πολύ αέρα, έλα εδώ Παιδονόμε παιδί μου, πάρε χαρτί και  κονδύλι και γράψε ότι οι εργασίες του Πανδαιμονίου ανα­στέλλονται έως νεοτέρας.

Έτσι μπράβο, δώσε μου να βάλω και την Βούλα των εκτάκτων περιστατικών! 

 Τρίτον: Τους ζυγούς λύσατε γιατί με μπαϊλντίσατε και δε σας μπορώ άλλο.

Όχι εσύ Μακιαβέλιε, μείνε.

Οι δυο μας έχουμε να πούμε μια δυο κουβεντούλες ακόμη».

________________

(!) Αφιερωμένο στις εγκλίσεις και της αντεγκλήσεις

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

 
Αρέσει σε %d bloggers: