Περιπέτειες συγγραφής
Εδώ παρακάτω δημοσιεύονται συγκεντρωμένα, τα σημειώματα ¨περί συγγραφής¨ που αναρτήθηκαν στην κύρια σελίδα σε διάφορετικές ημερομηνίες.
Περί συγγραφής διατριβών (ή πώς αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα) (Ι)
Δημοσιεύθηκε από vnottas στο 5 Δεκεμβρίου, 2008
Σε κάποια στιγμήτου απομακρυσμένου (όχι πολύ, αλλά αρκετά) παρελθόντος, συνέβαιναν τα εξής:
α.Είχα μόλις ξεμπερδέψει με τη συγγραφή της επί διδακτορία διατριβής μου
β.Στο πανεπιστήμιο στο οποίο ήδη εργαζόμουν, παρουσιάστηκαν τα κλασσικά πανεπιστημιακά απρόοπτα, μπερδέματα, γραφειοκρατήματα και άλλα, με αποτέλεσμα η πανεπιστημιακή μου δραστηριότητα να μπει για ένα μεγάλο (όχι πολύ, αλλά αρκετά) χρονικό διάστημα σε παρένθεση.
Έτσι αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα!
Αλλά ας γίνω σαφέστερος.
α 1.Τα περί διατριβής
Η διατριβή είναι (ήταν ανέκαθεν, πιθανότατα είναι ακόμη) μια εν μέρει τελετουργική, μυητική πράξη.
Από τη μια μεριά, υποτίθεται ότι συγγράφεις με όλους τους κανόνες της (διανοητικής) εντιμότητας κάτι το οποίο αποτελεί συνεισφορά στην εξέλιξη της οικείας επιστήμης, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύεις ότι το κατέχεις το θέμα, ξέρεις τι έχει ειπωθεί γι αυτό, και μπορείς έτσι να συνδέσεις το ήδη γνωστό με εκείνο που εσύ διερεύνησες και προτείνεις. Αυτό είναι το ουσιαστικό μέρος.
Από την άλλη, την τυπική, την τελετουργικά επιβεβαιούμενη, η αποδοχή της διατριβής (με ποδοκρότημα, τραπεζοκρότημα, χειροκρότημα, χειροτόνημα, ή ανευ) πιστοποιεί ότι έχεις μάθει και αποδέχεσαι τους κανόνες, ρητούς και υπονοούμενους, που καθορίζουν την ιδιαίτερη πανεπιστημιακή γλώσσα, αλλά επίσης ότι έχεις μάθει και αποδέχεσαι τις σχέσεις και συμπεριφορές που ισχύουν μεταξύ του πανεπιστημιακού προσωπικού.
Αυτό το τελευταίο είναι εξαιρετικά σημαντικό ιδιαίτερα στην περίπτωση που αποσκοπείς να ενταχθείς στο (ή είσαι ήδη συνεργαζόμενος με το) ευαγές πανεπιστημιακό ίδρυμα στο οποίο υποβάλλεις τη διατριβή σου.
Με άλλα λόγια πρέπει να αποδείξεις, αν μη τι άλλο, ότι είσαι και θα είσαι ¨συνεργάσιμος¨.
Προσωπικά, για να αποφύγω τις πολλές υποχρεώσεις, αλλά και γιατί είχα διπλή επιστημονική ταυτότητα, διάλεξα ένα ευαγές διαφορετικό από εκείνο με το οποίο συνεργαζόμουν. Πάντως, στην Τριμελή Επιβλέπουσα είχα μέλη και από τα δύο πανεπιστήμια, άρα θα έπρεπε να μιλάω (γράφω) σε δύο παράλληλα γλωσσάρια, αλλά δε τρέχει τίποτα, αυτό δεν είναι πρόβλημα για κάποιον που φιλοδοξεί να αναγνωριστεί ως ειδήμων σε θέματα επικοινωνίας…
α 2. Περί όγκου της διατριβής.
Ω επίδοξοι διδακτορούχοι των θετικών επιστημών, σας ζήλεψα. Εσείς που παίρνετε ένα αμφισβητούμενο ή μη επαρκώς γνωστό φαινόμενο, το βάζετε στον υαλοσωλήνα των παρατηρήσεων και το παρακολουθείτε για ικανό χρονικό διάστημα, ώστε να βγάλει (ξεζουμίσει) τη ζητούμενη επιστημονική αλήθεια, και μετά καταγράφετε τις παρατηρήσεις και τα πορίσματα σας σε καμιά πενηνταριά, το πολύ, σελίδες, τις παραδίδετε, τις υποστηρίζετε, σας τις εγκρίνουν και πάει τελειώσατε.
Άντε να επιχειρήσεις κάτι το ανάλογο με ένα κοινωνικό, επικοινωνιακό ή, άντε, πολεοδομικό θέμα! Χρειάζεσαι τόμους! Για να μη σας τα πολυλογώ, εμένα μου χρειάστηκαν μόνο οκτακόσιες δακτυλογραφημένες σελίδες, μετά από γραφή, διόρθωση, ξεσκαρτάρισμα, πολύ περισσότερων.
Όμως, και αυτό μετράει (και θα το χρωστάω στην Αλέξανδρο που με αλεξανδρινή επιμονή και υπομονή καλούπιαζε τις δραπετεύσεις μου) για τις μελλοντικές συν/γραφικές μου δραστηριότητες, ¨ουδέν επίπονον αμιγές θετικών επιπτώσεων¨: όταν γράψεις 800 εγκεκριμένες σελίδες, το χέρι λύνεται, το άσπρο χαρτί δεν σε τρομάζει πια, τη γραφή την έχεις δαμάσει και δε σου κουνιέται πλέον!
α 3. Περί του ύφους των επί διδακτορική διατριβή λόγων και γραφών.
Όπως (δεν ξέρω αν) διευκρίνισα επαρκώς παραπάνω, το ύφος των διατριβών δεν αποτελεί θεμιτό στοιχείο εκφραστικής αναζήτησης, αλλά ένα ακόμη τεκμήριο εσωτερίκευσης και αφομοίωσης από την πλευρά του υποψηφίου, της τελετουργικής όψεως της πανεπιστημιακής ιδιολέκτου και των παρεπο/συνεπαγο/μένων της.
Πράγματι, από ένα σημείο και μετά, δε μετράει το τι λες, αλλά αν το λες με επαρκή (επιστημονική) σεμνότητα, σοβαρότητα, ενδελέχεια, περιεκτικότητα, τακτ, και βάλε. Ενδεχομένως, σε κάποιο σημείο των 800 σελίδων, σου τη δίνει, καθώς διαπιστώνεις ότι το γλίστρημα από τη σοβαρότητα στη σοβαροφάνεια, από την διεξοδική παράθεση στο σχολαστικισμό, από την θεμιτή αμφισβήτηση στη ανέξοδη γκρίνια είναι παραπάνω από πιθανό!
Τότε τι κάνεις; Δεν έχεις πολλές επιλογές, ή μάλλον δεν έχεις καθόλου. Προσπάθησα, και το μόνο που βρήκα, ήταν η επί τούτου υπερβολή: αν η διατύπωση έπρεπε να είναι ¨περιδιαγραμμάτων¨ μία, εγώ μπορούσα να την κάνω, τόσο χάριν παιδείας όσο και χάριν παιδιάς, δύο ή και δυόμιση. Ευτυχώς κανένας δε πρόσεξε την περιρρέουσα περιπαικτική μου διάθεση (που κατά τη γνώμη μου, εδώ που τα λέμε, ουδόλως έβλαπτε την παράθεση των βασικών νοημάτων) και έτσι μου ενέκριναν την διατριβή με άριστα.
β. Οι αναβολές, οι καθυστερήσεις και τα απρόοπτα στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Υπάρχουν δύο τουλάχιστον ειδών: αυτές που αφορούν στους φοιτητές (διανομή συγγραμμάτων, έκδοση αποτελεσμάτων, έκδοση πιστοποιητικών κ.α.) και αυτές που αφορούν στο διδακτικό προσωπικό. Στη δεύτερη περίπτωση [μπάρμπα από την Κορώνη, μέσου, άκρης, κονέ, δοντιού, κλπ (πόσο πλούσια που είναι η νεοελληνική γλώσσα σε πράγματα που ξέρει καλά) μη συνυπολογιζομένου] οι διαδικασίες είναι υπερχρονοβόρες. Πολύ περισσότερο εάν, όπως συνέβη σε ‘μένα, πέσεις ταυτόχρονα σε τροποποίηση του νομοθετικού πλαίσιου, περίοδο φοιτητικών καταλήψεων και πανεπιστημιακού λοκ-άουτ. Τότε ο συνυπολογισμός του διδακτορικού διπλώματος στα προσόντα σου μπορεί να καθυστερήσει ως και τρία χρόνια. Και εσύ ενώ περίμένεις τι κάνεις;
Πρόταση: εκμεταλλεύεσαι το λυμένο χέρι και την συμπιεσμένη εκφραστικότητα και γράφεις μυθιστόρημα.
(συνεχίζεται – μόλις βρω χρόνο)
Πώς έγραψα ένα μυθιστόρημα (ΙΙ)
Δημοσιεύθηκε από vnottas στο 25 Ιανουαρίου, 2009
(ή) Περιπέτειες και εμπειρίες ενός ακόμη επίδοξου συγγραφέα, μέρος β.
Σας έλεγα λοιπόν (σε προηγούμενο κείμενο, εδώ παρακάτω) πώς συνέβη και η συγγραφή της διατριβής μπορεί να προκαλέσει συγγραφικές παρενέργειες: ένα δεξί χέρι ¨λυμένο¨, ξεαγκυλωμένο, εν τινι μέτρω χειραφετημένο, μπορείς να το πεις και ξεκολλημένο και ξεκωλωμένο και προπονημένο και σε φόρμα και σε ¨όρμα¨, κι έξω απ’ τη νόρμα, ενώ ταυτόχρονα φουντώνει μέσα σου μία έντονη εκφραστική ανάγκη, επί μακρόν καταπιεσμένη από την τυπικότητα του ύφους που χαρακτηρίζει τις επιστημονικές εργασίες και ειδικότερα τις διατριβές.
Έτσι κι εγώ, που σε μυθοπλασία ίσαμε τότε δεν είχα γράψει απολύτως τίποτα και που οι γραφές μου εξαντλούνταν σε μερικά δοκίμια (για την κοινωνία, τον χώρο και την επικοινωνία -τα αγαπημένα μου θέματα), συν κάποιες νεανικές ερωτικές επιστολές και μερικές μαθητικές εκθέσεις ιδεών, άρχισα να σκέπτομαι (και αμέσως μετά να υλοποιώ) τη συγγραφή μιας εκτεταμένης μυθιστορίας.
Αναζητώντας δακτυλογράφο
Ας προσθέσω όμως ότι στο μεταξύ (δευτερεύον ίσως, αλλά καθόλου αμελητέον για τις νέες μου δραστηριότητες), είχε συντελεστεί γύρω μου μια σημαντική ¨γραφική¨ επανάσταση.
Δηλαδή:
*είχα αρχίσει να γράφω τη διατριβή στο χέρι, με μολύβι, καθώς αγνοούσα το χειρισμό της γραφομηχανής (αν και είμαστε ήδη στην τελευταία δεκαετία του εικοστού)
*έδωσα τα πρώτα χειρόγραφα σε επαγγελματία δακτυλογράφο με γραφείο στο κέντρο της πόλης
*τα ξαναπήρα μετά από εκνευριστικά μακρύ χρονικό διάστημα και τα επέστρεψα πίσω μόλις διαπίστωσα ότι ο αριθμός των λαθών ξεπερνούσε κατά πολύ τον αναμενόμενο.
Οδηγίες: επαναλάβετε αυτό το πήγαινε/έλα επί το ¨κάμποσες φορές¨, πολλαπλασιάστε το αποτέλεσμα επί ικανό αριθμό κεφαλαίων και θα κατανοήσετε ακόμη έναν λόγο για τον οποίο, τον παλιό εκείνο τον καιρό, τόσο οι μυθοπλασίες όσο και οι επιστημονικές διατριβές ήταν εγχειρήματα δύσκολα, γεμάτα δοκιμασίες, απογοητεύσεις, μουτζούρες, παραπομπές, παροράματα, διορθωτικές παρεμβάσεις με γόμα, με ξυραφάκι, με σκολορίνη, με λεξικά, με υπομονή, στο περιθώριο, στο τέλος, ή στην επόμενη έκδοση (επαυξημένη, αναθεωρημένη, ανακαινισμένη, εξωραϊσμένη και προπαντός διορθωμένη).
Όμως ο μικρός μου αδελφός, ο Μάριος, με λυπήθηκε και μου ενεχείρισε μικρή μαγνητική δισκέτα με πρόγραμμα εκμάθησης πληκτρολογίου, μαζί με πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου, ονόματι firstchoice, πρωτόγονο για τα σημερινά μέτρα, αλλά θαυματουργό για τα τότε. Έτσι, ο Άλλος, ο επιλεγόμενος Ατίθασος καθώς επίσης και Ανυστερόβουλος Υπολογιστής, μπήκε στη ζωή μου. Μετά από μια λογική περίοδο άσκησης, τα κείμενα μου άρχισαν να σουλουπώνονται, τουλάχιστον οπτικά, και η εποπτεία μου πάνω τους ήτανε πλέον εφικτή χωρίς ζόρι και, κυρίως, χωρίς ανακατέματα τρίτων.
Ας πούμε λοιπόν ότι η συνταγή συγγραφής (τι να ρίξεις στο καζάνι όπου βράζουν οι καλές σου προθέσεις για την σύνταξη μιας λογό ή παρά λογο-τεχνικής παραγωγής) στην περίπτωσή μου περιλαμβάνει: α) χέρι λυμένο (το είπαμε), β) εκφραστική συμπίεση (την περιγράψαμε), και γ) την υιοθέτηση μιας τεχνολογικής καινοτομίας σχετικής με τα εργαλεία γραφής (την συμπληρώσαμε κι αυτή).
Άρα όλα είναι έτοιμα για να πάμε παρακάτω: στην αναζήτηση του στοιχειώδους εναρκτήριου μύθου προς επεξεργασία.
Αναζητώντας τον μύθο
Ένθετη συμβουλή προς νέους συμπάσχοντες: Ακόμη και αν έχετε αδυναμία στις φανταστικές αφηγήσεις, όπως ο υπο(μη)φαινόμενος, διαλέξτε μια θεματολογία αγκυρωμένη στις άμεσες εμπειρίες σας. Έτσι θα πατάτε σε στέρεο έδαφος και η αφήγηση θα δέσει καλύτερα. Όσο αφορά εμένα, τον καιρό εκείνο οι πιο επίκαιρες, (αν και όχι οι πιο συναρπαστικές) εμπειρίες μου αφορούσαν στην πανεπιστημιακή ζωή. Έτσι σιγά σιγά οι μυθοπλαστικές μου ιδέες άρχισαν να διαμορφώνονται και να περιπλέκονται ως εξής:
*Ας πούμε ότι βρισκόμαστε σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, υποθετικό μεν, αλλά με πραγματικά χαρακτηριστικά.
*όπου ξαφνικά οι καθηγητές του αρχίζουν ένας ένας να κιτρινίζουν, να αποδημούν, ενώ ταυτόχρονα ο, τι απομένει από αυτούς εξαφανίζεται…
*ας φτιάξουμε κι έναν νεαρό ήρωα, χαμηλόβαθμο πανεπιστημιακό και ας τον κάνουμε βασικό ύποπτο, (έχει κίνητρο μια που του κλέβουν συστηματικά τις εργασίες οι οποίες υπογράφονται από ολιγόνοες ανωτέρούς του, έτσι ώστε να αποκτήσουν κι αυτοί ένα λαμπερό curriculumvitae. Αυτόν τον Ήρωα ας τον ονομάσουμε Αημαρξίδη, όχι, Αημαρκξύδη… ή καλυτέρα Αημαρκσίδη. Κίμωνας Αημαρκσίδης, ποντιακής καταγωγής, χωρισμένος με παιδί και πεθερά.
*ας του δημιουργησουμε κι έναν φίλο, δημοσιογράφο, για να εμπλέξουμε και τα ΜΜΕ και ας του δώσουμε το όνομα ενός γράμματος της αλφαβήτου. Δέλτας.
*ας φιλοτεχνήσουμε και έναν ευαίσθητο αστυνομικό από χωριό, και ας τον αποκαλέσουμε Καραμούζο, έτσι, για να δώσουμε στην ιστορία μία αστυνομική απόχρωση
* ας προσθέσουμε και κάμποσους άλλους περιφερειακούς ήρωες, κατά βούληση…
και ας τους αφήσουμε να δράσουν, να ερωτευτούν, να ερευνήσουν, να καταδιωχθούν και να καταδιώξουν.
Τα άλλα θα διαμορφωθούν στην ανηφορική φάση της αφήγησης, αναζητώντας τους αυτό- και έτερο- καθορισμούς τους, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.
Όλα αυτά σε ένα τοπίο κάπως θολό, με μια φύση που παραπονιέται καθώς κάποια περίεργα γεωφυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται αναπάντεχα, για να μπερδέψουν ακόμη περισσότερο τα νήματα της παραμυθίας.
Και μετά, από ένα σημείο και πέρα, ο αφηγητής-Θεός παύει να κάνει τα πάντα, οι ήρωες χειραφετούνται και κάνουν του κεφαλιού τους, οπότε η ¨λύση¨ έχει όλο και λιγότερες εναλλακτικές και η ιστορία αρχίζει να κατρακυλάει προς το Τέλος της. Αν και κινδυνεύεις να χάσεις τον έλεγχο, κακά τα ψέματα, είναι το πιο ευχάριστο και παραγωγικό μέρος της συγγραφής.
Αναζητώντας όνομα και τίτλο
Καθώς, ευτυχισμένος, το ατενίζεις έτοιμο, φρεσκοξεφουρνισμένο από τον εκτυπωτη, δεν αποφεύγεις να αναρωτηθείς ¨τι ακριβώς είναι τούτο¨;
Προϊόν φαντασίας (ενδεχομένως αχαλίνωτης); σίγουρα. Περιπέτεια; εν μέρει… Αστυνομικό; στις άκρες. Κάτι σαν αυτό που οι αγγλοσάξονες αποκαλούν campusroman (μυθιστορία πανεπιστημιακής θεματολογίας); ίσως, αλλά τότε το είδος δεν μου ήταν γνωστό, δεν ήξερα καν ότι υπήρχε.
Φτιάχνεις έναν προσωρινό τίτλο, και επειδή ¨ουδέν μονιμότερον¨, σου μένει μέχρι το τέλος: “Το πολυτεχνείο τρέμει”. Και για να μη το μπερδέψει κανείς με το γνωστό Μετσόβιο και απαιτήσει άμεσες πολιτικές προεκτάσεις, προσθέτεις τη διευκρίνιση που κρίνεις καταλληλότερη σε υπότιτλο: Μυθιστόρημα Πανεπιστημιακής Φαντασίας με Αστυνομικές Αποχρώσεις.
Εντάξει, αλλά ¨Υπό¨; που έλεγαν κάποτε; Υπό ποίου ετελέσθη το αδίκημα. Ποίος ο υπεύθυνος λογοπλόκος;
¨Εγώ¨, απαντάει ένα τμήμα του εαυτού μου που δεν το γνωρίζω καλά, γιατί μιλάει αλλιώτικα από το πώς μιλάω συνήθως εγώ, γελάει πιο πολύ, ενίοτε παραληρεί και βγάζει γλώσσα. ¨Εντάξει¨, του λέω, ¨αλλά ανώνυμα, τουλάχιστον μέχρι να γνωριστούμε¨.
Λάθος. Εκ των υστέρων είμαι σίγουρος ότι πρόκειται περί λάθους. Οι ανωνυμίες κάνουν κακό. Σου δημιουργούν (όπως οι μάσκες μια βραδιά καρναβαλιού) μια ψεύτικη ευεξία που κρατάει λίγο (έως ότου ο εκδότης του επόμενου βιβλίου σου σε αποκαλύψει) και τελικά θα σου βγουν σε κακό. Κάτι ξέρω.
Εν πάση περιπτώσει, τότε είπα: υπογραφή: ένας ανώνυμος. Μετά το αντέστρεψα στο πιο εμφαντικό: Ανώνυμος Ένας (με τ’ όνομα!)
Και για την απαραίτητη βιογραφική αναφορά που προορίζεται για το αυτί του εξώφυλλου, σημείωσα τα ακόλουθα (προφητικά):
Ο Ανώνυμος Ένας
στην Αρχή ήταν ένας
φυσιολογικός άνθρωπος
κάποτε όμως διαπίστωσε
ότι -απροσδόκητα- τα πράγματα
γύρω του είχαν
αρχίσει να παίρνουν
λάθος στροφές
Στο Παρά Πέντε
συνειδητοποίησε τότε
πως ξανάρθε ο καιρός να πάρει
ριζοσπαστικές αποφάσεις
Είχε κάνει κι άλλες φορες
ριζικές ανακατατάξεις στη ζωή του
Μόνο που τούτη τη φορά
του βγήκε κάπως αλλιώς
Κάπως σα μυθιστόρημα πανεπιστημιακής
φαντασίας με αστυνομικές αποχρώσεις
Έτσι πέρασε
στην Ανωνυμία.
(συνεχίζεται μόλις βρω χρόνο… )
(προσεχώς μεταξύ άλλων: ο Α.Ε.
σε αναζήτηση εκδότη και ο Α.Ε.
σε αναζήτηση κοινού)
Δημοσιεύθηκε από vnottas στο 28 Φεβρουαρίου, 2009
Μετά τα σημειώματα Ι και ΙΙ (βλέπε εδώ παρακάτω -και, όλα μαζί, αριστερά, στις ¨σελίδες¨), τα οποία με διαφορετικούς τίτλους αναφέρονται στο πως (στην περίπτωσή μου) γράφτηκε ένα μυθιστόρημα, ιδού το σημείωμα νούμερο ΙΙΙ όπου, επιτέλους, το εν λόγω δημιούργημα έχει ολοκληρωθεί και βρίσκεται στη φάση αναζήτησης εκδότη.
Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο εκείνο όπου ο μπόγος που εξέβρασε ο εκτυπωτής συμπτύσσεται σε έναν εμφανίσιμο, αξιοπρεπή φάκελο, ο τίτλος, έστω προσωρινός, παίρνει θέση στο εξώφυλλο και η ώρα της αυτό-έκθεσης πλησιάζει αδυσώπητα.
Πάντως, το γεγονός ότι το κείμενο τελείωσε και είναι εκεί, μπροστά σου, καταγεγραμμένο, ολοκληρωμένο, δομημένο, αρτιμελές, με αρχή, μέση και τέλος, ήδη σε γεμίζει με αισιοδοξία. Το κοιτάς που σου βγήκε πιο μεγάλο απ’ όσο έλπιζες και λες: ¨Για δες πως γεμίζουν οι λευκές σελίδες έτσι και πάψεις να προβληματίζεσαι για το αν θα γεμίσουν ή όχι!¨
Όμως, έτσι κι αλλιώς, το πρώτο στοίχημα το κέρδισες. Ο τοκετός ολοκληρώθηκε, ο γεννήτορας επέζησε, και για το πόνημα ελπίζουμε τα καλύτερα!
Είναι μάλιστα τόση η αισιοδοξία σου, που αποφασίζεις να εμπιστευτείς το πνευματικό σου τέκνο απ’ ευθείας στους ¨μεγάλους¨ εκδότες. Και μάλιστα μένοντας Ανώνυμος. Δεν τηλεφωνείς λοιπόν στους παλιούς σου συμφοιτητές, μερικοί εκ των οποίων σταδιοδρομούν στον εκδοτικό χώρο, άλλοι ως σύμβουλοι εκδόσεων, άλλοι ως πολιτισμικοί πολύ-παράγοντες, αλλά προβαίνεις στο διάβημα προς τους ¨μεγάλους¨, ταχυδρομικώς, αφ εαυτού και άνευ ενδιάμεσων κρίκων.
Αφελές!
Τότε δεν ήξερα ότι οι ¨μεγάλοι¨ σε τέτοιου είδους περιπτώσεις:
α . δε σου απαντούν καθόλου
β . σου απαντούν ύστερα από έξι μήνες για να σου πουν ότι για να το διαβάσουν πρέπει να διαβεβαιώσεις γραπτώς ότι δεν το έδωσες (για διάβασμα) και σε άλλο εκδότη (έτσι, για να το δείξεις σε τρεις τέσσερεις από αυτούς, χρειάζεσαι περίπου τρία τέσσερα τέρμινα)
γ. διαθέτουν ¨ομάδες αναγνωστών¨ οι οποίες δεν ελέγχουν απλώς αν το κείμενο ¨διαβάζεται¨, αλλά που συχνά συμπεριλαμβάνουν εκπροσώπους διαφόρων ¨τάσεων¨ και ¨δυνάμεων¨ που ελέγχουν την (ανά περίπτωση) ¨πολιτική ορθότητα¨ των κειμένων. Η πλάκα είναι ότι αν απορριφθείς για λόγους μη επαρκούς πολιτικής ορθότητας, ουδέποτε θα το μάθεις. Σε αυτή την περίπτωση γυρνάμε στο πρώτο σημείο α΄: δε σου απαντούν καθόλου.
Εδώ νομίζω ότι χρειάζεται μια διευκρινιστική υποσημείωση:
Αν τύχει και είσαι εν ενεργεία πανεπιστημιακός, τότε ο κόσμος των εκδοτών μπορεί να χωριστεί σε δύο ομάδες.
Υπάρχουν:
α. Αυτοί που εκδίδουν πανεπιστημιακό υλικό και που ενδιαφέρονται για σένα, σου στέλνουν ευχητήριες κάρτες, σου αποστέλλουν τους καταλόγους τους, σε αγαπάνε, σου χαμογελάνε, σε κολακεύουν και -κυρίως- είναι έτοιμοι να εκδώσουν τις (επιδοτούμενες, τουλάχιστον όσο αφορά την κυκλοφορία) διδακτικές πανεπιστημιακές σου συγγραφές, και
β1. Αυτοί που δεν εκδίδουν πανεπιστημιακό υλικό, παρά παρουσιάζονται ταμένοι (από μικροί) γενικώς ή κυρίως στη λογοτεχνία και τα παρακλάδια της και οι οποίοι -εκ προοιμίου, φίλε ανώνυμε- ποσώς ενδιαφέρονται και για τις δικές σου λογοτεχνικές ανησυχίες.
Αυτοί οι δεύτεροι μπορούν να χωριστούν σε:
β. Μικρο Μεγάλους, (δηλαδή την ελληνική εκδοχή του όρου ¨μεγάλος¨) , για τους οποίους είπαμε παραπάνω
β2. Μικρο Μεσαίους, για τους οποίους θα πούμε παρακάτω
β3. Μικρο Ανύπαρκτους, που επιβιώνουν κυρίως από την εκμετάλλευση των αυτοεπιδοτούμενων συγγραφικών ονείρων μερικών πρωτοεμφανιζόμενων λογοπλόκων, πρόθυμων να επιδοτήσουν την έκδοση και τον εκδότη από τη τσέπη τους. Αυτούς τους αποκλείουμε από την αρχή και ξεμπερδεύουμε.
Όταν οι μέν ¨μικροί¨ είναι εκ προοιμίου αποκλεισμένοι, οι δε ¨μεγάλοι¨ τσιμουδιά (κάποτε βαριέσαι να τους περιμένεις), δε μας απομένουν παρά αυτοί που δεν βασίζονται σε ομάδες και συμβούλους, ούτε περιμένουν από σένα να χρηματοδοτήσεις το εγχείρημα, και κατά συνέπεια εύλογα υποθέτεις ότι βασίζονται, όσο αφορά τις εκδοτικές τους επιλογές, στο ένστικτο και τη μύτη τους: οι ¨Μεσαίοι¨.
Αποφάσισα να απευθυνθώ σ’ αυτούς.
Έτσι λοιπόν, μία ωραία πρωία πήρα υπό μάλης τέσσερα αντίγραφα (που λέει ο λόγος, -αν τα έβαζα υπό μάλης θα με δυσκόλευαν στην οδήγηση-, η αλήθεια είναι ότι τα έβαλα σε μικρό ταξιδιωτικό σάκο και τα πέταξα στο πορτ μπαγκάζ) και κατέβηκα στην Αθήνα με σκοπό να ¨χτυπήσω¨ ισαρίθμους εκδότες ανήκοντες στην σωστή εκδοτική κλίμακα.
Για να μη σας τα πολυλογώ, τα αποτελέσματα υπήρξαν τα εξής:
· οι δύο το έπαιξαν αφυψηλούδες ή άσχετοι και δεν απάντησαν
· ο ένας πρότεινε σύντμηση του πρωτόλειου δημιουργήματος στο μισό περίπου, γιατί ύστερα από μακρόχρονη παρατήρηση του εκδοτικού του κοινού είχε καταλήξει ότι οι νεοέλληνες από βιβλία διαβάζουν μόνο τα μισά.
και…
· ένας ενθουσιάστηκε!
Επρόκειτο για τον Γιώργο Μπαζίνα εκδότη βιβλίων επιστημονικής φαντασίας και κόμικς, συγγραφέα ¨παράλογων ιστοριών¨ συγγενών κατά κάποιο τρόπο με τις δικές μου.
Περιττό να σας πω ότι (όχι μόνον κατόπιν τούτου) οι Αφοι Μπαζίνα, (υπάρχει και ο Νίκος, επί των οικονομικών-οργανωτικών) μου προέκυψαν αμέσως συμπαθέστατοι. Εξ άλλου ο Γιώργος έσπευσε ευθύς εξ αρχής να μου εξηγήσει ότι οι καλές σχέσεις ανάμεσα σε συγγραφέα και εκδότη αποτελούν τη μόνη σοβαρή εγγύηση, όχι μόνο για την αποτελεσματικότητα του κοινού εγχειρήματος, αλλά και για την τελική έκβαση εκείνης της (επί του παρόντος δευτερεύουσας αν και όχι αμελητέας) όψεως αυτών των σχέσεων που θα μπορούσαμε (με τη δέουσα σεμνότητα) να αποκαλέσουμε “οικονομική”.
Πράγματι, ο Γιώργος μου επεσήμανε ότι, όπως και να το κάνουμε, ¨ο εκδότης δεν ελέγχεται¨. Έτσι εγώ (σε επαφή αργότερα και με άλλους, λιγότερο συμπαθείς εκδότες) συμπληρώνοντας τις κοινωνιολογικές μου παρατηρήσεις επί του προκειμένου, κατάλαβα ότι στις πρώτες απόπειρες έκδοσης, ο συγγραφέας μάλλον δεν πρόκειται να λάβει απάντηση στα ακόλουθα (σεξπηρικά) ερωτήματα:
α. Πόσα ακριβώς αντίτυπα του έργου του τυπώθηκαν;
β. Πόσα από αυτά πωλήθηκαν μέσα σε ένα ¨άλφα¨ χρονικό διάστημα;
γ. Σε ποια ακριβώς τιμή πωλήθηκαν;
δ. Ποια θα μπορούσε να είναι η δική του απολαβή από αυτά τα έσοδα (αν δεν ήταν αυτή που τελικά ήταν, αν ήταν…)
Όμως οι δικοί μου πρώτοι εκδότες υπήρξαν -επαναλαμβάνω- συμπαθείς και ειλικρινείς. Αυτό σημαίνει ότι όταν, ένα χρόνο περίπου μετά, έλαβα από τον εκδοτικό οίκο μία επιταγή (ήμουν τότε στη Ρώμη, αλλά αυτή είναι μια ιστορία που θα σας διηγηθώ άλλοτε), αντί να την εξαργυρώσω και να την δηλώσω στην εφορία, θα έπρεπε μάλλον να την είχα κορνιζώσει και αναρτήσει μεταξύ των πολυτίμων κειμηλίων/παραγώγων της πνευματικής μου ζωής.
Αλλά
μέχρι να συμβεί αυτό, θα συμβούν και κάμποσα άλλα ενδιαφέροντα συγγραφικά, που θα σας εξιστορήσω προσεχώς…
Β.Ν.
(συνεχίζεται…)
Περιπέτειες Συγγραφής ΙV: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης γράφει για το ¨Πολυτεχνείο Τρέμει¨
Αναρτήθηκε από τον/την vnottas στο 12 Απριλίου, 2009
Στρουμφίζοντας το κέλυφος
Ο Ανώνυμος Ένας γράφει ένα μυθιστόρημα που αποφλοιώνει το ¨Στρούμφειον¨ Πολυτεχνείον: διαλύει το δήθεν φωτοστέφανο του μεγάλου Ιδρύματος που υποτίθεται προσπορίζει γνώση, ραμφίζει την σοβαροφάνεια, τους κώδικες επιβολής, τις ρητορικές της εξουσίας, τους ρόλους των μεγαλο-καθηγητάδων, τις πόζες, τα διαχειριζόμενα ιδεολογήματα προς ανέλιξιν, τον αμοραλισμό, τον καριερισμό, την κενότητα, τον γλύψιμο, την μεγαλοστομία.
Οι ήρωες- ρόλοι είναι αντιπροσωπευτικοί και εμβληματικοί ενός κόμικ, με αντίστοιχα, σημαντικά και παρασημαντικά ονόματα, που μπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι απομυθοποίησης, στο οποίο τίποτε δεν μένει όρθιο – ούτε και η περισφρέουσα έξωθεν δημοσιογραφία και αστυνομία.
Η υπόδυση, το στιλάκι, η αυταρέσκεια, τα συνθηματικά και η αργκό μιας ένδον κατασκευασμένης ιεραρχίας και μιας διαρκούς, μάταιης διαπάλης συνθέτουν ένα μικροσύμπαν ανθρωπαρίων, μια πινακοθήκη μονοδιάστατων, επιβλητικών και φαιδρών αντι-ηρώων που αγωνίζονται για την επιβίωση, την επικυριαρχία και την δόξα διαγκωνιζόμενοι όπως τα γουρουνάκια στην ταϊστρα.
Με γνώση πολύχρονη, εκ των ένδον, ο Ανώνυμος, βιτριολίζει ανελέητα όλους και όλες εκείνους, που οχυρωμένοι πίσω από την παρένυση του «επιστήμονος» και του καθηγητού, πίσω από αξιοπρεπή και ιδιάζοντα λεκτικά ισχύος και συμπεριφορές ενός ιδιόμορφου ιερατείου, κρατικοδίαιτοι και – συνήθως- εκ του ασφαλούς προοδευτικοί, πασκίζουν να υπάρξουν και να νικήσουν, ως Στρουμφάκια που φοβούνται μήπως κάποιος, απ’ τους κοντινούς ή από τους έξω, τους αρπάξει το κουβαδάκι που παίζουν.
Έτσι γίνεται, όπως τα λέει ο Ανώνυμος και μάλλον έτσι θα γίνεται, σ’ αυτούς τους χώρους – που από μια άποψη μπορεί να είναι και χειρότεροι της λαχαναγοράς- πάντα, εκτός λαμπρών εξαιρέσεων, βεβαίως, που κι αυτές τείνουν να γίνουν είδος προς εξαφάνισιν.
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε για να συνοδέψει τη 2η έκδοση
του Μυθιστορήματος Πανεπιστημιακής Φαντασίας ¨ Το Πολυτεχνείο τρέμει¨. Η επανέκδοση προς το παρόν παίζεται, αλλά τα καλά λόγια μένουν (χρωματίζοντας τις αίσιες φάσεις των ¨περιπετειών συγγραφής¨). Ηλεκτρονικά αποσπάσματα από το βιβλίο στο εγγύς μέλλον. Β.Ν.
Δημοσιεύθηκε στο ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Πανεπιστήμιο, Φαντασία,μυθιστόρημα | Επεξεργασία | Αφήστε Σχόλιο »
Σχολιάστε