Κεφάλαιο Α10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10. Επιτόπια έκρηξη (συναισθημάτων)
Εκείνη κάθησε στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα μπροστά στην
τεράστια κεντρική κονσόλα και άρχισε να του εξηγεί.
Εκείνος πήρε ένα κυλιόμενο κάθισμα, το έσπρωξε και
κάθησε δίπλα της.
Εκείνη τεντώθηκε προς τα μπρος, άπλωσε τα γυμνά της
μπράτσα πάνω στο ταμπλό, έπιασε δύο από τους μοχλούς και τους
έστριψε προς τα πάνω. Δυο οθόνες φωτίσθηκαν και τους
κοίταξαν ερωτηματικά.
Εκείνος ένοιωσε το μηρό της να τρίβεται πάνω στο δικό
του.
Μετά ένοιωσε τη μυρουδιά του κορμιού της.
Ύστερα ένοιωσε τα μαλλιά της να του αγγίζουν το πρόσωπο.
Έπειτα η μύτη του μυρμήγκιασε.
Δεν άκουγε λέξη απ’ αυτά που του έλεγε. Η απόσταση
μεταξύ τους είχε μειωθεί πέρα από το κρίσιμο σημείο. Ο εαυτός
του που ισχυριζόταν ότι είχε μάθει απ’ τα πάθη, κούρνιασε σε
μια γωνιά της ψυχής του -ενώ ο αναστηλωτής μέσα του
αναστηλωνόταν ραγδαία.
Έπιασε το πηγούνι της ενώ εκείνη εξακολουθούσε να μιλάει
και να πληκτρολογεί. Της γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του.
…και τη φίλησε.
Εκείνη του δάγκωσε ελαφρά το κάτω χείλι. Μετά τράβηξε
λίγο το κεφάλι της, το έγειρε από τη μια μεριά και τον
κοίταξε χαμογελώντας.
“Αημαρκσίδη, το μόνο που δεν μου είχαν πει για σένα ήταν
ότι είσαι μπερμπάντης”.
Μπερμπάντης! Μια λέξη που την είχε σχεδόν ξεχάσει. Ήταν
καλή ή κακή;
Ότι και να ’ταν όμως, τι ενδιαφέρουσα λέξη όταν την
πρόφερε εκείνη!
Είχε κάτι από νησιά Μπαρμπάντος, μια γεύση μπύρας, μια
ιδέα από μπελά!
Πέρασε το χέρι στη μέση της και την τράβηξε πάνω του. Τα
δύο κυλιόμενα καθίσματα σκουντούφλησαν το ένα στο άλλο καθώς
η Ασπασία εγκατέλειπε το δικό της και καθόταν στα πόδια του.
Την ξαναφίλησε.
Τα χέρια του απέπλευσαν για να εξερευνήσουν τις
κοιλάδες του κορμιού της.
Του ‘στειλαν μηνύματα για απαλές καμπυλωτές επιφάνειες.
Για δυο δίδυμους αφάσκιωτους υπέροχους λόφους με ροζ σκληρές
ανασηκωμένες κορυφές. Για ζεστούς σκουρόχρωμους κήπους που
οδηγούσαν σε υγρές χαράδρες και άλλα τέτοια που του εξύψωσαν
κάθετα το ηθικό.
Εκείνη ανασηκώθηκε ελαφρά για να τον βοηθήσει να της
βγάλει το γυαλιστερό φόρεμα με τα μπλε κυκλάκια.
Το φουστάνι διέγραψε αμέσως μετά μια παραβολική πορεία
που το οδήγησε πάνω σε μια απ’ τις λάμπες γραφείου που φώτιζαν
το χώρο (Το φως πήρε μεταξωτές αποχρώσεις με μπλε κυκλάκια).
Το ακολούθησε το σλιπάκι με τις νταντέλες που κατέληξε
πάνω στο μποξ που φιλοξενούσε ένα τμήμα από το κεντρικό
μάδερμποαρντ του Ανυστερόβουλου. Ο Υπολογιστής αναστέναξε.
Αυτά ήταν όλα.
Αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη για την πρωινή ζέστη.
Μετά ασχολήθηκε με τον εαυτό του, εξαπολύοντας όλα τα
ρούχα του στα πέριξ.
“Κίμωνα μήπως ξέχασες κάτι”, ακούστηκε ψιθυριστά η φωνή
της.
Ναι είχε ξεχάσει τα πάντα. Την ακαδημαϊκή του ευπρέπεια.
Τις προειδοποιήσεις του άλλου του εαυτού. Τις αναστολές ενός
χωρισμένου πατέρα με παιδί και πεθερά. Έπρεπε να ξεχάσει και
τίποτα άλλο;
Ο Κίμωνας πάγωσε.
Διάολε.
Φτου και πάλι φτου γκίνια.
Τόσες εκστρατείες! Τόσες δημόσιες προειδοποιήσεις! Και
αυτός να φτάνει στη μάχη του έρωτα (την πιο ωραία και φορές-
φορές την πιο ύπουλη) χωρίς ασπίδα:
Χωρίς προφύλαξη!
Τώρα θα μου πεις ποιος το περίμενε ότι θα συμβεί ακριβώς
σήμερα… Μετά από τόσο καιρό άνευ…
Αυτό το διάστημα σχετικής ερωτικής αδράνειας μετά το
χωρισμό τον είχε αποδιοργανώσει τελείως.
Κι αν όχι τίποτα άλλο, θα έπρεπε να απολογηθεί (νοερά)
στον μικρό Γιαννάκη, που επηρεασμένος έως πανικόβλητος από τη
μανιώδη τηλεοπτική καμπάνια κατά των μολυσματικών νόσων, του
υπενθύμιζε κάθε πρωί αδιαλείπτως: “μπαμπά πήρες κλουβάκι για
το πουλάκι σου” (είχε παρανοήσει ελαφρά την ακριβή
ωφελιμότητα του καλύμματος, το είχε περάσει για κατάλυμα).
Το μυαλό του , στην απελπισία, άρχισε να παίρνει στροφές
έστω και ανάποδες, ζητώντας απεγνωσμένα λύση.
Αλλά για στάσου!
Χτες δεν ήταν που καθώς έβγαινε απ’ την πύλη τον
σταμάτησαν με το ζόρι εκείνοι οι φοιτητές.
Ναι εκείνοι του κινήματος για την επίλυση του παγκόσμιου
δημογραφικού προβλήματος :”Οι Λίγοι και Καλοί”, που
τσακώνονταν συνεχώς με τους άλλους, από το “Σύνδεσμο για τον
Πολλαπλασιασμό των Αναδέλφων”.
Χτες δεν ήταν που του έβαλαν στη τσέπη την τετράγωνη
μικρή πλακέ συσκευασία και απαίτησαν να καταβάλει την
συνεισφορά του για την προώθηση των σκοπών του κινήματος;
Το ίδιο παντελόνι δε φοράει (φοράει; Όχι: φορούσε) και
σήμερα;
Μα, ναι. Ναι είναι το ίδιο.
Το παντελόνι! Που είναι το παντελόνι;
Ευτυχώς δεν είχε πετάξει πολύ μακριά.
Είχε γαντζωθεί σ’ ένα τροφοδοτικό ακριβώς σε απόσταση που
του επέτρεπε να το πιάσει χωρίς να εγκαταλείψει τη γλυκιά
λαβή που τον έδενε με την καλύτερη υπόσχεση ευτυχίας που είχε
εδώ και καιρό. Άπλωσε το δεξί χέρι και το ‘πιασε.
Ανακάλυψε την τσέπη.
Έπιασε το κουτάκι με το δείκτη και τον αντίχειρα. Το
έδειξε στην Ασπασία χαμογελώντας με ένα χαμόγελο που
οφειλόταν σε σκέτη ανακούφιση, αλλά που ήθελε να μοιάζει
πονηρό.
Εκείνη αφέθηκε.
Εκείνος έκανε μερικές ελαφρά ανασούμπαλες κινήσεις με το
κουτάκι και το περιεχόμενό του και μετά εισχώρησε
θριαμβευτικά στη νέα φάση της ζωής του…
Αόρατα κουδούνια καμπάνισαν.
Πολύχρωμες μετέωρες μπουρμπουλίθρες πήραν να σκάνε
κάνοντας μελωδικά “φλόπ”, “φλόπ”.
Απόμακροι ορίζοντες έχασαν την παραδοσιακή τους
ευθύγραμμη ισορροπία και τεμαχίστηκαν σε αισιόδοξες
ανεξάρτητές γραμμές και καμπυλωτά λαμπερά σχήματα.
Το μεταξωτό ημίφως καμπυλώθηκε κι αυτό για να
φιλοξενήσει εύθυμα αεροπλανάκια και αλαφροίσκιωτους
διάτοντες.
Σκερτσόζοι κομήτες εγκατέλειψαν τις τετριμμένες τους
συνήθειες για να πάρουν μέρος στο πάρτι, αγκαλιασμένοι με
πρακτικούς δορυφόρους που ξέφυγαν για λίγο από την
προκαθορισμένη πορεία για χάρη μιας μικρής χαριτωμένης
κυκλικής απόκλισης.
Παλιά αριστοκρατικά γρανάζια συμφιλιώθηκαν με
κυβερνητικά άουτπούτ και χόρεψαν μαζί τους μινουέτο και
χασαποσέρβικο.
Μετά ο σφαιρικός ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει γλυκά-
γλυκά, όπως οι αίθουσες των θεάτρων μετά το τρίτο κουδούνι.
Φωτισμένα απόμειναν μόνο τα κορμιά του Κίμωνα και της
Ασπασίας ξαπλωμένα πλάι πλάι πάνω στη κεντρική κονσόλα.
Και μια οθόνη που φωσφόριζε στο μισοσκόταδο.
(τ0 πολυτεχνείο τρέμει -συνεχίζεται)
Σχολιάστε