Κεφάλαιο Α12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12. Πανηγυρικώς Πιτουρίδιον
Η μεγάλη αίθουσα απονομών, ορκομωσιών, ανακυρήξεων και
λοιπών τετελεσμένων τελετών ήταν ήδη σχεδόν γεμάτη.
Το σεπτόν Ιδρυμα εόρταζε πανηγυρικά το ιωβηλαίον (και
γιαυτό πολλοί περίμεναν κάποιο είδος άφεσης αμαρτιών) της
ίδρυσής του, δέκα δεκαετίες πρίν, από τον Ναπολέοντα
Στρούμφο, ευεγέρτη και φιλάνθρωπο.
Οι τοπικές αρχές ήσαν σχεδόν όλες παρούσες καθώς και τα
μέσα μαζικής ενημέρωσης και εκτός αυτών, είχαν έρθει και
ορισμένοι αντ-αποκριτές, αντ-υποκριτές, αντι-δήμαρχοι, αντιρ-
ρησίες και αντ-αυτού από πάρα έξω.
Σε διακεκριμένη θέση στην πρώτη σειρά των καθισμάτων ο
υπουργός παιδείας, παραπαιδείας και παιδειάς, εν αναμονη της
έναρξης της σεμνής τελετής, ψιθύριζε ανέκδοτα για τις
μελαχροινές στο αυτί του παναγιώτατου που καθόταν ακριβώς
δίπλα του. Οι αντιδράσεις αυτού του τελευταίου καλύπτονταν
σχεδόν εντελώς από τη πλούσια γενειάδα και το ανεξερεύνητο
ύφος του.
Ο Δέλτας καλωδιωμένος κατάλληλα και με το μικρόφωνο στο
χέρι είχε σκαρφαλώσει στον εξώστη της αίθουσας απ’ όπου
μπορούσε να έχει μια πανοραμική εποπτεία του χώρου. Μαζί του
είχε ανεβεί ο Αημαρκσίδης που τώρα ακουμπούσε τους αγκώνες
στο παραπέτο και κοίταζε κάτω, πάντα με ονειροπαρμένο ύφος.
Δεν είχαν προλάβει να μιλήσουν και έτσι δεν είχε μάθει
τι ακριβώς τρέχει μ’αυτόν. Γιατί, σίγουρα, κάτι έτρεχε.
Μαζί τους ήταν και ο Παναγιώτης ο Πλάνος, που εστίαζε
τώρα τη φορητή κάμερα πάνω στο δημοσιογράφο.
Το βλέμμα του Δέλτα γυρόφερε τον ψηλοτάβανο χώρο με τον
επικρεμμάμενο πολυέλαιο.
Ο Αντενάκος και ο Βύσμας είχαν πάρει θέση μαζί με τα
άλλα συνεργεία στον κεντρικό διάδρομο και στοχευαν με τους
φακούς τους την εξέδρα όπου θα διαδραματιζόταν η τελετή.
Δίπλα στην εξέδρα, η προτομή του Ναπολέοντα Στρούμφου
διατηρούσε το σοβαρό ύφος της και εξακολουθούσε να παρατηρεί
περισπούδαστα και αφ’υψηλού την αίθουσα, παρά το στεφάνι από
κλαδιά ελιάς που της είχαν φορέσει στραβά και που της σκέπαζε
το αριστερό μάτι (εκείνο με το μονόκλ).
Στους περιμετρικούς τοίχους, οι τέως πρυτάνεις (μαζί με
τους πρώην), ζωγραφισμένοι με αυστηρά ακαδημαϊμακό ύφος και
κρεμασμένοι με ιεραρχική ασυμμετρία, ατένιζαν αυτάρεσκα από
το ύψος των πορτρέτων τους την πολυκοσμία.
Πάνω από την εξέδρα του προεδρείου δέσποζε ευμεγέθης
ταινία-πανώ επί της οποίας ήταν γραμμένο με αρχαιοπρεπείς
χαρακτήρες το νέο σύνθημα του Ιδρύματος.
Το σύνθημα συντασσόταν κάθε χρόνο (ύστερα από εμβριθή
διερεύνηση της δεκτικότητας του πανεπιστημιακού κοινού και
των λοιπών συναλλασομένων) από την Πανέξυπνη Επιτροπή
Δημοσίων Σχέσεων. Για φέτος η επιλογή ήταν:
«Η επιστήμη δεν είναι ούτε παίξε, ούτε γέλασε».
Είχε θεωρηθεί ότι το σλόγκαν αυτό εμψύχωνε τους
διδασκόμενους και τους προέτρεπε προς πνευματικές και
επιστημονικές προσπάθειες, αποτρέποντάς τους ταυτόχρονα από
ασκοπες σκωπτικές ασχολίες, ότι έδινε πίστη και
αυτοεμπιστοσύνη στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, και
ότι συνέβαλε στην αύξηση της τιμής των παρεχόμενων υπηρεσιών
(προς το κοινωνικό σύνολο).
Στα δεξιά της κεντρικής, είχε τοποθετηθεί μια δεύτερη
εξέδρα, όπου είχε πάρει θέση η χορωδία του Ιδρύματος
αποτελούμενη από σαράντα καλλίφωνους συνταξιούχους
εκπαιδευτικούς και η οποία προς το παρόν ξερόβηχε προκειμένου
να αντιμετωπίσει το υψιπετές καλλιτεχνικό της έργο με καθαρό
λαρύγγι κατάλληλο για βαθιές νότες.
Η αντιπροσωπεία των φοιτητών έμπαινε εκείνη τη στιγμή,
με τα λάβαρα και τα εμβλήματά της, στην αίθουσα.
Αποτελούταν από τους εκπρόσωπους της πρωτοπορίας του
φοιτητικού κινήματος και συμπεριελάμβανε μέλη της Ρ.Ε.Φ.Φ.
(Ριζο-φαγικής Ενωσης Φυτοφάγων Φοιτητών), με έμβλημα το
καρώτο, των Ο.Π.Δ.(Κ.τ.Α) (Ομάδες Πρωτοβουλιακής Δράσης (Κατά
των Αλλων), με έμβλημα την ανοιχτή παλάμη, τους Λάτρεις των
Ανατολικών Αιρέσεων των Δυτικών Διαιρέσεων και των Νότιων
Πολλαπλασιασμών (Λ.Α.Α-Δ.Δ.& Ν.Π.) με έμβλημα τον Βούδα ο
οποίος στο ένα χέρι κρατά ένα φιάσκο (κρασιού), στο άλλο μία
παπαρούνα, ενώ με τα υπόλοιπα κάνει ευγενείς χειρονομίες, το
Κίνημα Υπέρ της Αποκατάστασης και Συνταξιοδότησης των
Βετεράνων Αγωνιστριών του Φεμινιστικού Κινήματος (με έμβλημα
μια τρύπα στο νερό), τη Διακομματική Πρωτοβουλία Απεξάρτησης
από τις (κακές) Παιδικές Συνήθειες (με έμβλημα το ιπτάμενο
βλήμα) και τον Αντιβλασφημικό φοιτητικό όμιλο ο «Αγιος
Νεκτάριος», του οποίου οι αντιπρόσωποι, ως διακριτικό,
κρατούσαν υπό μάλης μια λογοκριμένη (μονοσέλιδη) έκδοση των
απάντων του Αριστοφάνη.
Το διαχεόμενο μουρμουρητό άρχισε να κοπάζει καθώς στην
αίθουσα εμφανίσθηκαν οι πρώτοι τηβεννοφόροι και η χορωδία
άρχισε επιτέλους να άδει το γνωστό διαχρονικό σουξέ «Στερνή
μου γνώση να σ’είχα πρώτα».
Τρεις απ’αυτούς κατευθύνθηκαν στην εξέδρα και
τοποθετήθηκαν με αξιοθαύμαστη χάρη στις ψηλόπλατες-
ξυλόγλυπτες πολυθρόνες, πίσω από το μακρύ τραπέζι του
τιμητικού προεδρείου.
Ο Δέλτας πήρε σήμα από το κοντρόλ-Ρούλα, που
παρακολουθούσε από το φορτηγάκι τις εικόνες που έστελναν οι
κάμερες, να αρχίσει την περιγραφή. Πράγματι οι κάμεραμεν
ειδοποιημένοι κι αυτοί είχαν στρέψει τον προβολέα και τα άλλα
μηχανήματα απάνω του.
«Αγαπητοί τηλεθεατές, είστε συνδεδεμένοι με την αίθουσα
τελετών του πανεπιστημίου, απ’όπου θα παρακολουθήσετε τη
πανηγυρική τελετή για τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του
ιδρύματος.
«Αυτή τη στιγμή παίρνουν τη θέση τους στο προεδρείο
ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς επιστήμονες του τόπου…»
Ο Δέλτας είχε την ικανότητα να μιλάει και ταυτόχρονα να
σκέπτεται άλλα πράγματα, παρεμφερή ή άσχετα. Αυτή η ικανότητα
ήταν συνήθως πολύ χρήσιμη στο δύσκολο επάγγελμά του, γιατί
έτσι μπορούσε, την ίδια στιγμή που περιέγραφε ζωντανά μια
οποιαδήποτε σκηνή στους τηλεθεατές ή μιλούσε με διάφορους
προσκεκλημένους, να λύνει διάφορα τεχνικά ή σκηνοθετικά
προβλήματα, όπως π.χ. προβλήματα σχετικά με τη γωνία λήψης,
ή με το φωτισμό ή με την λεκτική δυστοκία των συνομιλητών
του.
Όμως, μερικές φορές οι σκέψεις εγκατέλειπαν τελείως τις
συμβατικές περιγραφές που έκανε η γλώσσα του και έπαιρναν
άλλα μονοπάτια.
Όπως τώρα, που μη έχοντας τις αναστολές του Αημαρκσίδη,
του δημιουργήθηκε η επιθυμία να εκμοντερνίσει -ενδομύχως- την
παρουσίαση και να προσανατολίσει την εκφώνηση προς πιο
διασκεδαστικές περιγραφές:
«Αριστερά κυρίες και κύριοι, με το νούμερο «ένα», ένα
μοντελάκι μάξι, ειδικό για παχουλούς χαρακτήρες και
χαρακτηριστικούς όγκους.
>Το σιρίτι στη μέση είναι από γνήσια απομίμηση χρυσού
και τα διακοσμητικά ρέλια προσδίδουν ιδιαίτερο κύρος και
ώριμη γοητεία.
>Το μοντελάκι παρουσιάζει ο καθηγητής αρχιτέκτονας και
αντιπρύτανης Βαντζέλις Βαρωνάκος γνωστός και ως Βα-βά.
>Ευχαριστώ Βαντζέλις.
«Ακολουθεί με το νούμερο «δύο», και καταλαμβάνει την
κεντρική θέση στην εξέδρα, ο καθηγητής διεθνών νομικών
αμφιβολιών και περίπλοκων ακυρωτικών ενστάσεων, πρύτανης
Ηλίας-Λακις Φυροζύμης.
>Τήβεννος μίνι πάνω από παντελόνι μίνι ώστε να μπορείτε
να θαυμάσετε τόσο τις ριγωτές ερυθρόλευκες κάλτσες, όσο και
αποσπάσματα από τις αρρενωπές τριχωτές γάμπες.
>Το μοντελάκι περιλαμβάνει επίσης διακοσμήσεις από
ακαδημαϊκά μετάλλια, διπλώματα σε στυλ πιέτας, ειδική αλυσίδα
για τα γυαλιά και συμβολική βέργα -μπαστούνι.
>Θένκς Λάκις.
>Και τώρα, το νούμερο «τρία» κυρίες και κύριοι!
>Τήβεννος με σχισμή κατά μήκος του αριστερού μηρού
απ’όπου μπορείτε να διακρίνετε μελλοντικές αποκαλύψεις,
ανακαλύψεις, αναλήψεις και καταθέσεις διάφορες.
>Το μοντελάκι φοράει για σάς ο καθηγητής Αμέσου
(Πλαστικής-Χειρουργικής) Επέμβασης, πλην όμως και πρόεδρος
της Πανέτοιμης Επιτροπής Δημοσίων Σχέσεων, ιατρός Διονύσιος
Νυστερόπουλος ο νεότερος.
>Μερσί Νιονιός!»
Και ενώ ο Δέλτας έκανε αυτές τις διχασμένες σκέψεις,
πράγματι, ο χαρακτηριστικός όγκος του Βαρωνάκου, μαζί με τον
Φυροζύμη (που με το αφηρημένο του ύφος θύμιζε απόντα σε
εκφώνηση καταλόγου) και το Νυστερόπουλο, που είχε εκτός των
άλλων φορέσει ειδικά για την τελετή το οριζόντιο χαμόγελό του
(αυτό που ένωνε -μεταξύ τους- τα πεταχτά του αυτιά ενώ –
ταυτόχρονα- αποκάλυπτε τους οξείς του κυνόδοντες), είχαν
τακτοποιηθεί στο προεδρείο και ατένιζαν με εμπιστοσύνη το
συγκεντρωμένο κόσμο.
Οι υπόλοιποι Συγκλητικοί συνέκλιναν προς μια άλλη σειρά
από σχεδόν εξ ίσου ξυλόγλυπτες και ψηλόπλατες πολυθρόνες και
τις κατέλαβαν με ανάλογη χορευτική ευελιξία. Οι πολυθρόνες
αυτές είχαν παραταχθεί στο δάπεδο, κάτω από την εξέδρα και σε
όλο της το μήκος, με το μέτωπο προς τα καθίσματα των
καλεσμένων. Έτσι το κοινό της σεβάσμιας τελετής μπορούσε να
θαυμάσει όλοκληρη σχεδόν την ακαδημαϊκή ελίτ εν τη τελέσει
των τελετουργικών της καθηκόντων.
Ο Φυροζύμης, άπλωσε το δάκτυλο και έκανε Πατ-πατ πάνω
στο κεφάλι του μικρόφωνου. Το όργανο λειτούργησε
αδιαμαρτύρητα και έτσι ο πρύτανης πήρε το λόγο.
Ιδού λοιπόν ο λόγος αυτός (όπως έφτασε στα αυτιά του
Δέλτα ο οποίος -για να λέμε την αλήθεια- δεν πολυπρόσεχε):
«Αγιότατε Αγιε.
>Κύριε υπουργέ της παιδείας της παραπαιδείας και της
παιδειάς.
>Κύριε υφυπουργέ των τοπικών θεμάτων, των εντοπισμένων
προβλημάτων και των λοιπών προβληματικών καταστάσεων που
φτάσατε καθυστερημένος και σας έχω ήδη βάλει απουσία.
>Κύριε Δήμαρχε.
>Κύριοι Βουλευτές.
?Κύριοι εκπρόσωποι των ευγενών και λοιπών παραγωγικών,
απαγωγικών, συναγωγικών, επαγωγικών, αναγωγικών και ανάγωγων
τάξεων.
>Κυρίες των κυρίων.
>Κύριοι των κυριών.
>Δεσποινίδες με το συμπάθιο.
>Αξιαγάπητοι φοιτητές και αξιολάτρευτες φοιτήτριες.
>Μορφωνόμενοι, διαμορφωνόμενοι, αναμορφωνόμενοι καθώς
και εσείς ω ανεπίδεκτοι!
>Μου ανετέθη σήμερον η εξόχως ιδιαιτέρα Τιμή να ομιλήσω,
λέγω, επ’ευκαιρία της επετείου αυτής ταύτης, ήτοι των εκατο
ολοκλήρων ετών από της ιδρύσεως του ιδρύματος τού-του.
>Θα ήτο, λέγω, καλόν, προκειμένου να αισθανθώμεν το
μεγαλείον της αποφάσεως του ευεργέτου Ναπολέοντος Στρούμφου
όπως κάμνομεν μίαν μικράν αναδρομήν εις τους χρόνους
εκείνους, ίνα ανακαλύψωμεν πώς και του ήρθε η ιδέα του
ανθρώπου να ιδρύσει ένα πανεπιστήμιον;
>Μήπως δεν υπήρχαν άλλαι, λέγω, ιδέαι καλύτεραι ή και
οικονομικώς αποδοτικότεραι;
>Μήπως ήτο μία έμπνευσις της στιγμής; Ή μήπως άραγε
επρόκειτο δια μίαν θείαν επιφοίτησιν;
>Δια να απαντήσωμεν εις τα ερωτήματα ταύτα και να
επιλύσωμεν το μυστήριον της γενέσεως και της καταγωγής του
ιδρύματος τού-του, θα πρέπει, λέγω, να μεταφερθώμεν εις τα
μέσα του προηγουμένου αιώνος, ότε εις εν ορεινόν επαρχιακόν
χωρίον εγεννήθη παις τις, όστις ήτο μικρός όταν ήτο μικρός,
άλλα όταν εμεγάλωσεν εγένετο Μέγας.
>Ο πατήρ του παιδίου τού-του, ο Αγαθοκλής Στρούμφος, ήτο
δημοδιδάσκαλος και βοναπαρτικών πεποιθήσεων και δια τού-το
αποσπασμένος δια βίου εις τα απανταχού ορεινά και απομονωμένα
δημοδιδασκαλεία.
>Ως εκ τού-του ο μικρός Ναπολέων έβοσκεν αιγοπρόβατα εις
τα πράσινα λειβάδια του ορεινού χωρίου αναλογιζόμενος τας
δυσκολίας της ζωής εις τας ορεινάς περιοχάς, όταν του ήλθεν
κατακούτελα μία έμπνευσις!
>Διατί άραγε, ανελογίσθη,
ο μισθός του πατρός/ είναι τόσον μικρός;
>Προφανώς διότι διδάσκει τα ζωντόβολα του δημοτικού
σχολείου. Εάν όμως υπήρχε ένα ανώτατον ίδρυμα όλον ιδικόν
του και εδίδασκε εις αυτό, προφανώς θα ελάμβανε έναν
μεγαλύτερον μισθόν.
>Κατόπιν τού-του έθεσεν εαυτόν εις την υπηρεσίαν του
σκοπού όπως δημιουργήσει ένα πανεπιστήμιον, έστω μικρόν, το
οποίον να προσφέρει αφιλοκερδώς, τόσον εις τον πατέρα αυτού,
όσον και εις την μητέρα πατρίδα!
>Τα έτη παρήλθον όπως και τα χρόνια, λέγω, και ο
Ναπολέων εγνώρισεν μεν την επιτυχίαν εις τας οικονομικάς του
δραστηριότητας καταστάς ο αυτοκράτωρ, τόσον των αεριούχων
ποτών, όσον και των υδρούχων αερίων, αλλά, αλίμονον,
ελησμόνησεν τον ιερόν σκοπόν που είχε θέσει εις εαυτόν ως
νέος.
>Εν τω μεταξύ -ω τι μοίρα σκληρά!- ο πατήρ Στρούμφος
αδυνατών να αποδημίσει αλλα-χού, απεδήμησεν εις Κύριον…»
Ο Δέλτας που είχε αποδεσμευθεί από το καθήκον της
περιγραφής αφού η γραμμή είχε συνδεθεί τώρα απευθείας με τα
μικρόφωνα του προεδρείου, σκούντησε με τον αγκώνα του τα
πλευρά του Αημαρκσίδη.
«Βλέπεις αυτό που βλέπω;»
«Όχι. Τι;»
«Ο δικός σου.»
«Ποιός;»
«Έλα βρε. Ο Βαρωνάκος.»
«Τι έχει;»
«Δε σου φαίνεται ότι έχει γίνει λίγο χλωμός ή μάλλον
έγχρωμος;»
«Ε; Μπά, δίκιο έχεις. Σαν να κιτρίνισε λιγάκι.»
«Κιτρίνισε; Τι κιτρίνισε. Κοίτα τον. Σαν λεμονόκουπα
έχει γίνει.»
Ο Φυροζύμης στο μικρόφωνο συνέχιζε απτόητος:
«Εν τω μεταξύ, λέγω, και η οικονομία της πόλεώς μας
ανεπτύσσετο ραγδαίως.
>Αλλά, αγαπητοί φίλοι, τι είναι ο πλούτος εμπρός εις την
γνώσιν και την τέχνην;
>Τι παναπεί νάσαι πλούσιος άμα είσαι τούβλον ή και ξύλον
απελέκητον και από πίσω σου σε λοιδωρούν και σε φτύνουν;
>Και όμως, ολίγοι ήσαν διαθέσιμοι όπως βάλωσι το χέρι
στην τσέπην προκειμένου να χρηματοδοτήσωσι την δημιουργίαν
ενός τριτοβαθμίου ιδρύματος.
>Ο δε Ναπολέων Στρούμφος είχε μεν παντελώς λησμονήσει
την νεανικήν υπόσχεσιν, πλήν όμως δεν ησθάνετο και τόσον
καλά. Παρουσίαζε το σύνδρομον της αναδρομικής ενοχής και δι
αυτό είχε προσφύγει εις την βοήθειαν του διασήμου
ψυχοερευνητή Βρασίδα Φυροζύμη του προδρόμου του Σιγιγμουνδίου
και προγόνου του ομιλούντος, πάντα με το συμπάθειο.
>Ο δόκτωρ Φυροζύμης εφήρμοσε επί του ασθενούς Στρούμφου
την μέθοδον της «Τρυπανοειδούς Εμβάθυνσεως», της οποίας
διέθετε την αποκλειστικήν πατένταν καθώς και το κόπι ράιτ.
>Η μέθοδος έδωσε τά καλύτερα των αποτελεσμάτων και
έξαφνα, κατά μίαν απρόσμενον στιγμήν, ο Ναπολέων ανέκραξε
(μεταφέρω εδώ χάριν της επιστημονικής πληρότητος αυτούσια τα
ιστορικά εκείνα λόγια) κρούων ταυτοχρόνως την κεφαλήν με το
αντίστροφον της δεξιάς παλάμης αυτού:
«Ω ο μαλάκας! Εξέχασα την υπόσχεσίν μου. Φέρτε μου
αμέσως μίαν από τας επαιτειακάς ερανικάς επιτροπάς,
να τους δώσω εγώ λεφτά/ εις την μνήμην του μπαμπά.»
>Ιδού λοιπόν κυρίες και κύριοι, πώς η ιδιωτική
πρωτοβουλία με την βοήθειαν της ψυχοερευνητικής επιστήμης
είναι δυνατόν να αποδώσει μεγάλα έργα…»
Ο Φυροζύμης έβαλε φρένο στον ειρμό του γιατί ξαφνικά
πήρε χαμπάρι ότι κανένας δεν τον πρόσεχε πια. Όλων η προσοχή
ήταν στραμένη ακριβώς δίπλα του.
Ακόμα και οι κάμερες στρίβανε προς τη θέση που
κατελάμβανε ο Βαρωνάκος του οποίου το δέρμα είχε τώρα την
απόχρωση του στιλβωμένου μπρούντζου. Ακόμα και τα γένια
είχαν πάρει κίτρινες ανταύγειες.
Ο Φυροζύμηςς γύρισε, τον είδε και αναπήδησε στην
πολυθρόνα του.
«Κύριε καθηγητά, είστε καλά;»
Ο Βαρωνάκος δεν απάντησε.
Τα χαρακτηριστικά του είχαν κοκκαλώσει. Μια έκφραση
έκπληξης, αλλά και ένα αμυδρό χαμόγελο μιας κάπως ηλίθιας
ευδαιμονίας απλωνόταν στο κατακίτρινο ολοστρόγγυλο πρόσωπο.
Το ακροατήριο παρακολουθούσε πια παγωμένο, εκτός από την
Παραμαουλίδου, στο βάθος, που δε μπόρεσε να συγκρατήσει μια
οξεία στριγγλιά που ως εκ θαύματος κατέληγε σ’ένα στρογγυλό
τελικό «ν».
«Ένα γιατρό. Καλέστε ένα γιατρό» φώναξε ο Νυστερόπουλος
που δεν φάνηκε να συνειδητοποιεί εγκαίρως ότι και ο ίδιος
ήταν ένας ακόλουθος του Ιπποκράτη.
Όταν το κατάλαβε, συνήλθε, φόρεσε το επαγγελματικό του
ύφος, απομάκρυνε με μία αποφασιστική κίνηση τον Τυριτόμπα και
πλησίασε τον παγωμένο Βαρωνάκο.
Του τσίμπησε με αποφασιστικότητα το μάγουλο.
Ο Βαρωνάκος αγόραζε αγρούς σε τιμή ευκαιρίας.
Ο Νυστερόπουλος του ανασήκωσε το αριστερό βλέφαρο και
κοίταξε από κάτω.
«Πιτουρίδιο» ψέλισε.
Β. Ν. (Το πολυτεχνείο τρέμει – συνεχίζεται)
Σχολιάστε