Κεφάλαιο Α13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13. Το πολυτεχνείο τρέμει
Οι κάμερες έκαναν όλες μαζί: «ζουμ».
Οι ψίθυροι έγιναν φωνές, φωνασκίες, φασαρία που απλώθηκε
στην αίθουσα καθώς και στο φουαγιέ απ’έξω, όπου είχαν κιόλας
σερβίριστεί οι μεζέδες της δεξίωσης που θα ακολουθούσε την
τελετή και όπου οι βιαστικοί είχαν ήδη παρει θέση με τα
πηρούνια ανασηκωμένα.
Ο Δέλτας δυσκολευόταν να παρακολουθήσει και να
περιγράψει τις εξελίξεις από τον εξώστη και γι αυτό μαζί με
τον Παναγιώτη που κουβαλούσε πάντα τη φορητή κάμερα στον ώμο,
κατέβηκαν τρέχοντας τις σκάλες και κατευθύνθηκαν προς την
εξέδρα. Εκεί ο Νυστερόπουλος πασπάτευε με μανία τον κίτρινο
όγκο αλλά δεν έμοιαζε ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα.
«Τις Πρώτες βοήθειες, καλέστε όλες τις πρώτες βοήθειες»
τσίριξε ο Φυροζύμης.
Ο Νυστερόπουλος ανασήκωσε το μυτερό πηγούνι του από την
αδρανή κίτρινη μάζα.
«Πολύ αργά κύριοι. Ο κ. καθηγητής είναι νεκρός.»
Tο κοινό δεν ήταν πια το κοινό μιας αξιοσέβαστης
επετειακής τελετής. Είχε μεταβληθεί σε μια άλλη, διαφορετική
κοινωνιολογική οντότητα. Δεν ήταν ακόμη όχλος, διότι λόγω
της ειδικής του σύνθεσης διέθετε αυξημένες αναστολές που το
συγκρατούσαν, αλλά εδώ που τα λέμε δεν απήχε και πολύ.
Το βασικό χαρακτηριστικό για την ώρα ήταν η περιέργεια
για τα αίτια που είχαν, τόσο απρόβλεπτα, ανατρέψει το σκηνικό
και το τελετουργικό της εκδήλωσης.
Περιέργεια ανακατεμένη με μια ισχυρή δόση διαμαρτυρίας:
Δεν είναι πράγματα αυτά! διεκήρυσσε η φωνή της κοινωνικής
κοσμιότητας.
Δεν είναι δυνατόν, ούτε καθώς πρέπει ένα μέλος του
προεδρείου και μάλιστα ο αντιπρύτανης του Στρουμφείου, καθώς
επίσης και επίλεκτο μέλος της Πανέτοιμης Επιτροπής Δημοσίων
Σχέσεων να γίνεται κατακίτρινος και να μένει ξερός!
Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, μερικοί από τους παρόντες
θεώρησαν σωστό να πάρουν πρωτοβουλίες που να επιβεβαιώνουν
τις ηγετικές τους ιδιότητες.
Ο Αγιότατος Αγιος έκανε το σταυρό του (τρις) και ύστερα
στράφηκε προς το πλήρωμα (της αίθουσας) και το ευλόγησε
κατανυκτικά. Εν συνεχεία παράγγειλε, για καλό και για καλό
(το κακό απαγορευόταν δια ροπάλου όταν ήταν εν υπηρεσία), το
εγκόλπιο με τους εξορκισμούς στον παρατρεχάμενο ρασοφόρο
γραμματέα του.
Ο Μπιριμπόπουλος επωφελήθηκε από τη διακοπή για να
προσπαθήσει να καμακώσει τον πανικόβλητο υπουργό Εθνικής
Παιδείας, Παραπαιδείας και Παιδειάς και να του εξηγήσει τον
επιμορφωτικό ρόλο που ασκούν τα τοπικά μέσα μαζικής
επικοινωνίας στην ωρίμανση τόσο των πνευματικών όσο και των
οπωροκηπευτικών προϊόντων της περιοχής.
Ο υφυπουργός των τοπικών θεμάτων, των εντοπισμένων
προβλημάτων και των λοιπών προβληματικών καταστάσεων ετοίμασε
(από μέσα του) το λογίδριο με το οποίο θα συνέχαιρε τον
Φυροζύμη για την εμβριθή του εισήγηση. Προφανώς δεν είχε
ακόμη καταλάβει τι είχε συμβεί, γιατί έχοντας φτάσει στην
τελετή καθυστερημένος -και έχοντας μια γενικότερη έφεση στην
καθυστέρηση- δεν είχε προλάβει να συντονιστεί με τα δρώμενα.
Ο διευθυντής του Κρατικού Ωδείου, αφού τοποθέτησε την
ακουστική κόρνα στο δεξιό του αυτί, έβγαλε από το τσεπάκι του
γελέκου του ένα διαπασόν και άρχισε να ηχομετρεί με
εξαιρετικό ενδιαφέρον τις κραυγές που έβγαζε -ανα τακτά
διαστήματα τώρα- η κα Προγουλίδου Παραμαγουλάκη Λίτσα-Λέκτωρ
συνεπικουρούμενη πλέον και από την δεσποινίδα Στρεσάκη (η
οποία είχε αναγορευθεί, προσωρινά, από συνεργάτιδα της
Επιστήμης σε συνεπίκουρο της Λίτσας).
Ο δήμαρχος έχοντας παρατηρήσει πως το μικρόφωνο είχε
μείνει προς στιγμή ελεύθερο, εφόρμησε να το οικειοποιηθεί
προκειμένου να απευθύνει έκτακτο διάγγελμα στους παρόντες
δημότες του, αλλά ο Φυροζύμης το ξαναπήρε -αστραπιαία- στην
κατοχή του φωνάζοντας ότι, αν όχι όλες τις πρώτες βοήθειες,
θα έπρεπε κάποιος να ειδοποιήσει τουλάχιστον την Αστυνομία.
Η έκκλησή του είχε θετική ανταπόκριση και την κλήση
ανέλαβε να κάνει αυτοπροσώπως ο Αρχηγός της, που ήταν παρών
και την γνώριζε και καλύτερα.
Ο Δέλτας διαισθανόμενος όχι μόνο ότι κάτι δεν πήγαινε
καλά (αυτό δεν απαιτούσε δα και πολλή διαίσθηση), αλλά και
ότι κάτι θα πήγαινε χειρότερα στο άμεσο μέλλον, είπε στον Αη
που είχε βρεθεί προς στιγμήν δίπλα του ότι η κατάσταση ίσως
να εκτονωνόταν κάπως εάν άνοιγαν οι πόρτες της αίθουσας. Του
έδειξε τις εξόδους κινδύνου, δίπλα στην κεντρική εξέδρα, που
οδηγούσαν στο πίσω μέρος του κτιρίου και ο ίδιος κατευθύνθηκε
προς τις πόρτες που ήσαν προς την μεριά της εισόδου και
ένωναν την αίθουσα με το φουαγιέ.
Σε λίγο οι πόρτες ήταν ορθάνοικτες. Ωστόσο ένα νοσηρό
μαγνητικό ενδιαφέρον κρατούσε το ανήσυχο και αλαφιασμένο
κοινό στη θέση του. Προφανώς δεν είχε συνέλθει από το σοκ
της πτώσης του Βαρωνάκου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του.
… Εως ότου άρχισε να κινείται κάποιος του οποίου η
κίνηση αφήνει κατά κανόνα το κόσμο παγερά αδιάφορο.
Επρόκειτο για τον πολυέλαιο!
Που είχε αρχίσει να το παίζει εκκρεμές.
Και που με αργό και μεγαλόπρεπο ρυθμό περιέφερε τα τέως
καντηλέρια του (που τώρα είχαν αντικατασταθεί από ηλεκτρικές
λάμπες «μινιόν» σε απομίμηση φλόγας) πέρα, και ύστερα δώθε,
και μετά πάλι πέρα.
Κι όμως. Αυτή τη φορά κανείς δεν είπε «σιγά τον
πολυέλαιο!».
Αντίθετα, παρατήρησαν την κίνησή του με βουβό
ενδιαφέρον.
Ύστερα παρατήρησαν ότι μαζί του κουνιόταν και το ταβάνι.
Και οι τοίχοι (ταράζοντας το αγέρωχο ύφος των
πορτραίτων).
Και το πάτωμα!
Και πώς οι λαμπτήρες που εξασφάλιζαν τον άπλετο φωτισμό
της αίθουσας (παρότι έξω ήταν ακόμη σχεδόν μέρα) άρχιζαν να
σκάνε ο ένας μετά τον άλλο παράγοντας τσιριχτά τσαφ-τσαφ και
χοροπηδηχτές σπίθες.
Ο Αγιότατος Άγιος δεν πρόλαβε να εξορκίσει…
Ο Μπιριμπόπουλος δεν πρόλαβε να ζητήσει από τον Υπουργό
ΠΠ&Π την προνομιακή επιχορήγηση, που είχε στο νου του…
Ο Υφυπουργός ΠΤΘ/ΕΠ/ΛΠΚ δεν πρόλαβε να καταλάβει τι
συμβαίνει…
Ο διευθυντής του Ωδείου δεν πρόλαβε να ανακαλύψει δύο
νέες σούπερ σοπράνο…
Ο δήμαρχος, αν και είχε ανέβει σε μιά άδεια πολυθρόνα,
δεν πρόλαβε να απευθύνει το προφορικό διάγγελμα προς τους
δημότες του…
Ο Αρχηγός της αστυνομίας ίσα-ίσα που πρόλαβε να πει
«ειδοποιήσατε επειγόντως διαθέσιμην μονάδα …» στο αυτί της
κινητής του τηλεφωνίας…
Μετα είπε «Σεισμόοοοος» και εξαφανίσθηκε.
Και έγινε Ο χαμός μαζί με το «όπου φύγει-φύγει», το «έλα
να δεις» και το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω!»
Ο Παναγιότατος, τρέχοντας προς την έξοδο άρχισε να
ψέλνει ένα λαϊκό σουξέ που του είχε σφηνωθεί από το πρωί στο
μυαλό με τέτοιο τρόπο που ήταν πια σίγουρος ότι επρόκειτο για
το (μεσαίο) δάκτυλο του εξαποδώ.
Οι δύο υπουργοί, αν και ανήκαν σε αντίπαλα ρεύματα της
κυβέρνησης, δώσαν τα χέρια και ζήτησαν αμοιβαία συγχώρεση για
τα κτυπήματα κάτω από τη ζώνη που είχαν έως τότε ανταλλάξει,
όντας σίγουροι πως αυτή ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία για να
την εξασφαλίσουν.
Κάμποσοι φοιτητές την βρήκαν με την χάπενινγκ-
αναμπουμπούλα και πριν συνειδητοποιήσουν το επικίνδυνο της
κατάστασης ανέβηκαν στα έδρανα και άρχισαν να χοροπηδούν ως
χαζά παιδιά, γεμάτα χαρά και συλλογική ευθυμία.
Άλλοι, όμως, έγιναν λαγοί και βρέθηκαν αγκαλιασμένοι με
τους δασκάλους τους και τους λοιπούς προσκεκλημένους στα
σφηνώματα που δημιουργήθηκαν στις πόρτες.
Β.Ν. (Το πολυτεχνείο τρέμει -συνεχίζεται)
Σχολιάστε