Την ίδια ώρα που ο Αημαρκσίδης και ο Δέλτας τα έλεγαν στο κυλικείο, αρκετά μέτρα πιο κάτω (σε κάθετη ευθεία γραμμή) ο καθηγητής Αινείας Εντροπιδάκης βρισκόταν καθισμένος στο γραφείο του και, υπό το δροσερό βόμβο του κλιματιστικού, μελετούσε με προσοχή ορισμένα φύλλα χαρτιού γεμάτα στοιχεία και σύμβολα.
Τα παράξενα αυτά σημάδια για οποιονδήποτε άσχετο δεν θα ήταν παρά ακατανόητα ιερογλυφικά. Το παράδοξο ήταν ότι ακριβώς το ίδιο έμοιαζαν και σε ‘κείνον.
Τα φύλλα αυτά τα είχε ξεφουρνίσει πριν λίγη ώρα ο Γουτεμβέργιος, ο προσωπικός εκτυπωτής του Βούλη. Βούλης, ήταν το χαϊδευτικό του Ανυστερόβουλου Υπολογιστή (ΑΝΥΠΟΛ), του πιο πρόσφατου δημιουργήματος του καθηγητή και της ομάδας του.
Ο Βούλης εκτός από τον Γουτεμβέργιο διέθετε μια ατέλειωτη σειρά από προσωπικές διασυνδέσεις και κυκλώματα και γενικά θεωρείτο μια πολύ σπουδαία φυσιογνωμία. Επιπροσθέτως, ο Βούλης, όντας το τελικό αποτέλεσμα ενός πολύπλοκου παζλ από εξαρτήματα που είχαν την πιο περίεργη και ετερογενή προέλευση, είχε αναπτύξει πολυσύνθετη προσωπικότητα για την οποία ο πατέρας Εντροπιδάκης ήταν περήφανος.
Το κεντρικό και κατά γενική ομολογία το πιο ωραίο κομμάτι του Ανυστερόβουλου ήταν στην αίθουσα Ελέγχου.Απαρτιζόταν από την κεντρική κονσόλα (μια τεράστια επίπεδη έκταση γεμάτη πολύχρωμους φωτεινούς δείκτες, κουμπιά, διακόπτες, πλήκτρα και συρταρωτούς μοχλούς) και το υπόλοιπο κεντρικό χαρντγουέρ, που ήταν τοποθετημένο κάθετα μπροστά στους περιμετρικούς τοίχους.
Στο κέντρο της κονσόλας στο βάθος ήταν το μεγάλο μόνιτορ, ενώ άλλα μικρότερα ήταν σπαρμένα σε άλλα σημεία της αίθουσας. Τα υπόλοιπα συμπληρωματικά κυκλώματα, καθώς και οι μηχανές που εκτελούσαν τις εντολές του, βρίσκονταν σε διάφορα μέρη των υπόγειων χώρων. Άλλα εκεί κοντά, όπως ο Γουτεμβέργιος και άλλα ως και εκατοντάδες μέτρα μακριά.
Τώρα, σχετικά με τον Αινεία Εντροπιδάκη, αν νομίζετε ότι θα ενδώσω στην εύκολη λύση να σας τον περιγράψω σαν κάτι παρόμοιο με την κλασσική φιγούρα του Αλβέρτου, να πούμε δηλαδή σαν ένα ακτένιστο γριζο-μακρυ-μάλλη με σχετικά περιπαικτικό ύφος (όταν τον κάνουν αφίσα), μακριά εξωστρεφή γλώσσα γεμάτη (αϊστάνειες) εξισώσεις και άσπρη μακριά μπλούζα, ε, έχετε απόλυτο δίκιο. Τέτοιος ακριβώς μου προέκυψε ο καθηγητής και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Συν τοις άλλοις, ο Εντρόπ ήταν ένας θαυμαστής του Αλβέρτου, του οποίου το γνωστό φωτο-πορτραίτο ήταν αναρτημένο σε περίοπτη θέση πάνω από το γραφείο του. Ο Εντροπιδάκης λοιπόν, μελετούσε τα περίεργα σύμβολα προβληματισμένος.
Σε μια στιγμή ανασηκώθηκε και πήγε ως στην βιβλιοθήκη που κάλυπτε τον αριστερό (όπως μπαίνεις) τοίχο του γραφείου. Κατέβασε έναν τόμο που στη πλάτη του έγραφε: Μέγα Λεξικό Πρωτογόνου Αλγοριθμικής -Αναζητούμενης Νεοελληνικής.
Βυθίστηκε στη μελέτη.
Μετά σήκωσε το κεφάλι όπου εξακολουθούσε να κυριαρχεί μια έκφραση απορίας. Πάτησε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας. Στην μικρή οθόνη, στα δεξιά του, σχηματίστηκε το είδωλο της Μερόπης, της γραμματέας, που ανάμεσα στα άλλα της καθήκοντα περιλαμβανόταν και ο έλεγχος των χώρων των Τυφλοπόντικων.
Η Μερόπη είχε ένα βασικό πρόβλημα: Οι αρσενικοί επιστήμονες των υπογείων ήταν πολύ απασχολημένοι με την έρευνά τους για να την προσέξουν. Και ο καιρός περνούσε. Έτσι, αφού έλειπε οποιαδήποτε πιθανότητα για μια υπόγεια αισθηματική περιπέτεια, αρκούνταν να ονειροπολεί άλλες περιπέτειες, κατά κανόνα κατασκοπευτικές. Κατά τα άλλα ήταν μια επαρκής και ικανή γραμματέας.
“Ναι κύριε καθηγητά..;”
“Μερόπη, κάνε μου μια χάρη αν σου είναι εύκολο. Πάρε μου τον Οπερέδη και παρακάλεσέ τον εκ μέρους μου να περάσει από ‘δω όσο πιο γρήγορα μπορεί”.
“Βεβαίως κύριε Εντροπιδάκη, θα τον πάρω αμέσως, απάντησε το είδωλο και έσβησε”.
Ο Εντρόπ ξαναβυθίστηκε στη μελέτη του κειμένου, έως ότου η οθόνη ξαναφωτίστηκε, ανασύροντάς τον στην επιφάνεια:
“Ο κύριος Οπερέδης κατεβαίνει κύριε καθηγητά”.
Αμέσως μετά, στην οθόνη εμφανίσθηκε το εσωτερικό του αριστερού ασανσέρ, απ’ όπου μια μυστική (αν και αθώα) κάμερα, εγκατεστημένη στην οροφή, έστελνε την κάτοψη του καθηγητή Δημητρίου Ξενοφώντος Οπερέδη. Ο Εντροπιδάκης ήξερε ότι δεν χρειαζόταν να κατεβάσει τον ειδικό εκείνο μοχλό που απελευθέρωνε όλες τις εμπλοκές που είχαν εντέχνως τοποθετηθεί στο δρόμο όσων φιλοδοξούσαν να κατευθυνθούν απρόσκλητοι προς τα υπόγεια εργαστήρια.
Ο Δη. Ξε. αρκούσε να μιλήσει απλώς στο ασανσέρ για να εξουδετερώσει οποιεσδήποτε αναστολές του. Δεν τον ονόμαζαν τυχαία “ο μικρός αφέντης των μηχανών”. Και πράγματι, να που ο ψηλόλιγνος, κομψός Όπερ κατέφθασε μέσα στην ατσαλάκωτη καμπαρντίνα του, που είχε τις ίδιες ασημιές αποχρώσεις με το άψογο γενάκι του (αλά Ισπανό ιδάλγο). Η αγαπημένη του πίπα από ρίζα δεντρολίβανου κρεμόταν, όπως πάντα, από τα αριστοκρατικά του χείλη.
Ο Οπερέδης Δη. Ξε. ήταν φιλόσοφος. Με πτυχίο και διδακτορικό. Το πως βρέθηκε με τους πολυτεχνίτες ήταν μια άλλη ιστορία. Η εξής (από την αρχή και εν περιλήψει):
Σε εκείνο τον Tόπο, την εποχή εκείνη, για να μπεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (ως φοιτητής) έπρεπε αφενός να περάσεις από μια σειρά εξετάσεις που διαπίστωναν αν έχεις αρκετά γερή μνήμη ώστε να θυμάσαι τις εντολές των μελλοντικών σου αφεντικών, ή για να συντάσσεις μνημόνια και υπομνήματα σε κάποιο υπουργείο και αφετέρου να σου τύχει κάπου μια κενή θέση, άσχετα με την κλίση ή την προετοιμασία σου.
Ετοιμαζόσουν π.χ. για (σκληρός) δικηγόρος και έμπαινες στην Θεολογική. Έκανες φροντιστήριο (και προσευχές) για θεολόγος και σε παίρνανε στη Σχολή Θεάτρου. Είχες κλίση για ηθοποιός, αλλά η θέση σου τύχαινε στη Σχολή Μαιών.
Αν τώρα, μετά την αποφοίτησή σου και αφού είχες μαζέψει τίτλους και κύκλους (με επιρροή) ήθελες να ξαναμπείς στο πανεπιστήμιο, αυτή τη φορά ως μέλος του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, προτού ακόμη χρειαστεί να αποδείξεις ότι είσαι -και θα είσαι- συνεργάσιμος (με εκείνους που θα υπερψήφιζαν τον διορισμό σου), αντιμετώπιζες και πάλι τη βασική προϋπόθεση:
Να υπάρχει μια θέση κενή (ει δυνατόν οργανική αλλά εν ανάγκη και ανόργανη). Το που ακριβώς ήταν αυτή η θέση ήταν και εδώ δευτερεύον. Στην περίπτωση του Οπερέδη η Φιλοσοφική Σχολή είχε δηλώσει αδυναμία να τον δεχτεί. Και αυτό γιατί τη χρονιά
εκείνη ο καιρός ήταν καλός και είχε δημιουργηθεί τέτοια υπερπαραγωγή φιλοσόφων, που μερικούς τους είχαν θάψει σε χωματερές και χαβούζες (απ’ όπου παρ’ όλα ταύτα εξέπεμπαν τηλεοπτικές εκπομπές και συνέγραφαν πολιτικο-κοινωνικές αναλύσεις), ενώ άλλους (τους στωικούς) τους είχαν στείλει για βοήθεια στον Τρίτο Κόσμο.
Έτσι, με λίγο σπρώξιμο (που χάρη στην αριστοκρατική του καταγωγή δεν έκανε ο ίδιος αυτοπροσώπως, αλλά κάποιοι τρίτοι αντ’ αυτού), στον Οπερέδη Δή. Ξε. έλαχε η έως τότε κενή έδρα “Θεωρητικές Φιλοσοφικές Ανησυχίες του Homo Faber”, στην Πολυτεχνική, και βρέθηκε να συνεργάζεται, λόγω των ιστορικών του γνώσεων, με τον Τομέα των αρχιτεκτονικών αναστυλώσεων.
Ωστόσο, ουδέν κακόν αμιγές καλού όπως έλεγαν και οι ημών πρόγονοι προτού γίνουν αρχαίοι. Το σύστημα, χάρη στις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, μερικές φορές αναδείκνυε την πραγματική κλίση και την ενδότερη φύση των ανθρώπων Ο Οπερέδης λόγου χάρη (που δεν ήθελε να γίνει τίποτα), έγινε ένας καλός φιλόσοφος.
Επιπλέον η θέση του στην Πολυτεχνική τού επέτρεψε να ασχοληθεί με επιτυχία με μια νέα εκδοχή της διαλεκτικής μεθόδου, η οποία θα μπορούσε να έχει άμεσες πρακτικές εφαρμογές στο λογισμικό των υπολογιστών.
Η θεωρία του άνοιγε νέους δρόμους στην κυβερνητική επικοινωνία. Άνθρωποι και μηχανές είχαν πια νέα κοινά σημεία αναφοράς. Νέα πεδία επαφής. Από εκείνη τη στιγμή ο Δημήτριος Ξενοφών ήταν μοιραίο να γίνει, αργά ή γρήγορα, το καπάκι στον τέντζερη όπου έβραζαν οι ανακαλύψεις του Εντροπιδάκη.
Πράγματι, αποτέλεσμα της συνάντησης και της συνεργασίας τους ήταν να αναγνωρισθεί ο Όπερ ως επίλεκτο μέλος της ομάδας των Τυφλοπόντικων των Υπογείων και να του αποδίδεται η τελική διαμόρφωση της προσωπικότητας του Βούλη, του οποίου και, κατά γενική παραδοχή, ήταν ο πνευματικός πατέρας.
Με τον Βαρωνάκο, πάλι, ταίριαζαν όπως μια ισλαμόφρων γάτα Περσίας με έναν άθεο αμερικανό αρουραίο, όπως ένας Βαζέλας από το Κολωνάκι με έναν Γαύρο από την Τρούμπα, όπως ένα ταγκό Αργεντινής με ένα ραπ του δρόμου. Ο Βαρωνάκος δεν μπορούσε να βλέπει τον Φιλόσοφο, ο οποίος θα μπορούσε να είναι, ή μάλλον κατά βάθος ήταν, το πρότυπό του (καθότι ήταν πλούσιος και αριστοκράτης και απέπνεε και έναν αέρα άνεσης και ηρεμίας), να περιφρονεί όλα όσα ο ίδιος θεωρούσε απαραίτητα για να γίνει μια μέρα κι αυτός πρότυπο.
Ο Ευάγγελος έτρεχε, ο Δη. Ξε. στοχαζόταν. Ο Ευάγγελος δούλευε σαν σκυλί, ο Όπερ έλεγε στους συνεργάτες του ότι η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη και άλλες τέτοιες σάχλες. Ο Ευάγγελος μισούσε τους πληβείους (από τους οποίους λίγο-πολύ προερχόταν), ο Δημήτριος Ξενοφών τους συμπαθούσε. Ο καθηγητής Βαρωνάκος πήγαινε με την Μπε-Εμ-Βε του (τελευταίο μοντέλο) μόνο στις αποκλειστικές λέσχες του ιστιοπλοϊκού και του ιππικού ομίλου, ο καθηγητής Οπερέδης έπινε μαζί με τον Εντροπιδάκη και τους παρακατιανούς συνεργάτες του, τσίπουρα στην κεντρική αγορά και στις ταβέρνες της παλιάς πόλης.
Τον Όπερ δεν έδειχνε να τον απασχολεί η υποβόσκουσα ή η εμφανής έχθρα του Βαρωνάκου. Μπορεί να μην την είχε προσέξει καν. Ή αν την είχε προσέξει να την είχε “φιλοσοφήσει” με ψυχραιμία και ανεκτικότητα. Αυτό όμως έκανε τον Ευάγγελο να σκάει ακόμα περισσότερο και, τελευταία, κάθε φορά που ο δρόμος του διασταυρωνόταν με εκείνον του συναδέλφου του, έμοιαζε έτοιμος να εκραγεί . Αντίθετα, οι σχέσεις του Δη. Ξε. με τον Εντροπιδάκη ήσαν εγκάρδιες γι αυτό και το χαμόγελο του τελευταίου, καθώς ο πρώτος έμπαινε στο γραφείο, ήταν ένα ειλικρινές χαμόγελο.
“Χαίρε αγαπητέ Αινεία”.
“Γεια σου φίλτατε Δημήτριε”.
“Έχουμε τίποτε έκτακτο;”
“Ναι, έχουμε. Κάθισε. Θα τα πούμε”.
Ο Οπερέδης κάθισε στον καναπέ που βρισκόταν απέναντι από το γραφείο. Ο Εντροπιδάκης κάθισε δίπλα του, αφού πρώτα πήρε από ένα μικρό ψυγείο, όμοιο μ’ αυτά που υπήρχαν σ’ όλα σχεδόν τα γραφεία του Στρούμφειου, μια μπουκάλα τσικουδιά κι ένα πιάτο με μπουρεκάκια. Θεωρούσε πάντα σωστό να προσφέρει ένα μεζέ πριν μπει στο ψητό οποιασδήποτε συζήτησης.
Σερβιρίστηκαν.
“Λέγε”, είπε ο Οπερ.
“Ο Βούλης”.
“Ο Βούλης τι;”
“Ο Βούλης κουζούλεψε”.
“Τι έπαθε λέει;”
“Άρχισε να παραμιλάει”.
“Δοκίμασες να τον σκουντήσεις;”
Ο Εντροπιδάκης του έδειξε τον επίδεσμο που περιτύλιγε το δεξί του χέρι. “Τίποτα;”
“Τίποτα!”
“Και τι λέει;”
Ο Εντροπιδάκης πήρε από το γραφείο τα φύλλα που μελετούσε προηγουμένως και τα έδωσε στον συνάδελφό του.
“Κοίτα και πες μου αν εσύ καταλαβαίνεις οτιδήποτε.”
Ο Δη.Ξε. έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά με χρυσό σκελετό, κοίταξε τα σύμβολα και συνοφρυώθηκε. Μετά πήρε ένα λευκό χαρτί απ’το γραφείο και έβγαλε απ την εσωτερική του τσέπη μια επίσης χρυσή πέννα.
Κοιτώντας με προσοχή τα μπαρμπαδάκια του Βούλη σημείωσε μερικές γραμμές στο χαρτί. Το έδειξε στον Εντρόπ.
“Δες”.
Ιδού, λοιπόν, οι παραληρηματικές φράσεις του Ανυστερόβουλου Υπολογιστή όπως είχαν καταγραφεί από την καλλιγραφική γραφή του Κοσμοπόλ:.
C<< Μη! A>> Επιστρέψατε στην αφετηρία ^^ Κατω… @# Οχι! && Σε βλέπω )) Οπίσω μου ^# …ξερά σου! !! Τρέμω !! ** Κάτω τα ξερά σου%“Ύπαγε οπίσω μου Σατανά” {{Οχι έτσι, “” Διάολε”»}} $$$$ ΟΥΣΤ $$$$$
Ο Δημήτριος Ξενοφών κοίταξε ερωτηματικά τον Εντρόπ. “Είσαι σίγουρος ότι δεν του έδωσες πρωί-πρωί τσικουδιά; Για να τον ετοιμάσεις, ίσως, για καμιά σοβαρή επίλυση;”
“Απολύτως αρνητικόν”, απάντησε φορμαλιστικά ο άλλος.
“Τότε δεν μένει παρά μια εξήγηση”.
“Δηλαδή;”
“Κάποιος παρενέβη, κάποιος τον πείραξε, κάποιος τρίτος του ’βαλε χέρι!”
Σχολιάστε