Κεφάλαιο Α4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4.
Όπου ο Tομέας ΑΠΑΣ συνεδριάζει…
Πίσω από την τελευταία πόρτα στο βάθος αριστερά ο Τομέας ΑΠΑΣ συνεδρίαζε υπό τη προεδρία του διευθυντή του, καθηγητή σκέτου, αλλά και αντιπρύτανη του Στρουμφείου, Ε υάγγελου Βαρωνάκου.
Ο Κίμων Αημαρκσίδης, ο επιλεγόμενος ενίοτε χάρη συντομίας και Αη([1])([2]), αρχιτέκτονας μεταπτυχιακά κατοχυρωμένος στην ειδικότητα του αναστηλωτή και επιστημονικότατος συνεργάτης του Τομέα, χάιδεψε με μια κυκλική κίνηση τα γένια και τα μουστάκια του, κρύβοντας ταυτόχρονα ένα βαθύ χασμουρητό που κινδύνευε να καταλήξει σε ρέψιμο.
Ένιωθε λίγο ζαλισμένος αλλά σκέφθηκε ότι κάτι τέτοιο ήταν μάλλον φυσιολογικό, μια που η συνεδρίαση είχε αρχίσει από τα άγρια χαράματα (με τα μέτρα του ευαγούς) και ήταν πια κοντά έντεκα χωρίς να ΄χει παρθεί καμιά απόφαση. Κάποια στιγμή μάλιστα του φάνηκε ότι οι τοίχοι κουνιόνταν. Παραίσθηση από ζαλάδα;
Έριξε μια κυκλική ματιά γύρω από το τραπέζι των συνεδριάσεων που αποτελούταν από δέκα περίπου σχεδιαστήρια διαφορετικού σχήματος και ύψους, ενωμένα με σπρώξιμο. Κανένας από τους άλλους δεν έμοιαζε να είχε προσέξει το φαινόμενο. Άρα ζαλάδα!
Οι συνεδριάσεις του Τομέα σίγουρα δεν του προκαλούσαν τεράστιο ενδιαφέρον. Εκείνο που κύρια τον ενοχλούσε δεν ήταν που ουσιαστικά δεν είχε δικαίωμα ψήφου, όπως άλλωστε όλο το βοηθητικό διδακτικό προσωπικό([3]), αλλά το ότι, ύστερα από μακρά εμπεριστατωμένη έρευνα και βαθεία εντρύφηση, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις θα μπορούσαν να παίρνονται οπουδήποτε αλλού, αλλά σίγουρα όχι στην αίθουσα συνεδριάσεων του Τομέα.
Μετά την καινοφανή αυτή ανακάλυψη, σνομπάριζε με τρόπο και αυτό ακόμη το δικαίωμα λόγου που του έδινε ο εσωτερικός κανονισμός, σιωπώντας και κουνώντας το κεφάλι του ανεπαίσθητα και ανά τακτικά χρονικά διαστήματα: μια καταφατικά και μια αρνητικά (εναλλάξ), άσχετα με το ποίος μιλούσε και τι έλεγε.
Τα υπόλοιπα μέλη του Τομέα, [καθηγητές σκέτοι, καθηγητές αναπληρωτές, καθηγητές αναπληρούντες (τους αναπληρωτές), καθηγητές αναπληρωματικοί (μέχρι δύο εντός και οι υπόλοιποι στην εξέδρα), καθηγητές καλοπληρωτές, καθηγητές κακοπληρωτές, καθηγητές επίκουροι, καθηγητές επικούρειοι, καθηγητές επιτήδειοι, καθηγητές Διόσκουροι, καθηγητές ανακούρκουδοι, καθηγητές υπόκουροι, καθηγητές ιπποκόμοι, λέκτορες, αλέκτορες και εκλέκτορες, καθώς και οι λοιποί βοηθοί, ειδικοί επιστήμονες, επιστήμονες ανειδίκευτοι αλλά με κλίση στις τέχνες και τα γράμματα, επιστημονικοί συνεργάτες, συνεργάτες της επιστήμης, συνεργάτες συνεργαζόμενοι (ΣΣ) και συνεργάτες μη συνεργαζόμενοι (ΣΜΣ)] -οι εκπρόσωποι των διοικητικών και των φοιτητών δεν ήταν παρόντες λόγω της γνωστής αποχής- στην πλειοψηφία τους δεν έμοιαζαν να συμμερίζονται τις απόψεις του Αημαρκσίδη και συμμετείχαν ενεργά στη συζήτηση.
Τη στιγμή εκείνη πήρε το λόγο η κα Προγουλίδου Παραμαγουλάκη Λίτσα – λέκτωρ ειδικευμένη στη διατήρηση κτιρίων με ειδικές ανάγκες, αλλά και (όπως πολλοί εκσυγχρονιστές της εποχής εκείνης, όπως λόγου χάρη -ή λόγου ατυχία- ο πρύτανης του Στρουμφείου καθηγητής Φυροζύμης) μέλος της Υπερτοπικής Ενώσεως δια την Διάσωσιν της Υποδιαστολής και την Διατήρησιν του Τελικού “Ν” εις τας Ελληνικάς Λέξεις, έλκοντας προς το μέρος της το απλανές βλέμμα του Αημαρκσίδη.
Η κα Προγουλίδου Παραμαγουλάκη Λίτσα – λέκτωρ, είχε ως κύριο χαρακτηριστικό της έντονης φυσιογνωμίας της τα μακριά (γύρω στο ενά μέτρο και είκοσι εκατοστά), γυαλιστερά μαλλιά της, σε μόνιμη φουσκωτή περμανάντ με τρόπο ώστε, αν και ξερακιανή σαν ρέγκα, να καταφέρνει να διατηρεί άδεια τα δύο εκατέρωθεν καρεκλάκια.
“Εγώ” είπε, διορθώνοντας τα χοντρά στρογγυλά γυαλιά πάνω στη γαμψή της μύτη, “θα διεφώνουν κατ’αρχήν με τον προλαλήσαντα επί της σκοπιμότητος μιας τέτοιας prise de position, η οποία αντίκειται, τόσον εις την επιστημονικήν δεοντολογίαν, όσον και εις το καλώς φαίνεσθαι μιας καλλιτεχνικοεπιστημονικής προσεγγίσεως εις το πρόβλημα. Θα έλεγον μάλλον”, συνέχισε χρησιμοποιώντας με εκπληκτική ευχέρεια τον υποθετικό επιστημονικό λόγο, “ότι αντιμετωπίζοντες το θέμα υπό μίαν διαφορετικήν οπτικήν γωνίαν θα ηδυνάμεθα να κατατοπισθώμεν αρκούντως ώστε να απορρίψωμεν δεόντως τα όσα ο προλαλήσας υπεστήριξεν!”
Ο προλαλήσας, κ. Παραμαγουλάκης, σύζυγος της κας Προγουλίδου Παραμαγουλάκη Λίτσας- λέκτορος, αναπληρωτής καθηγητής Μηχανικών Υποστυλωμάτων και Αοράτων Υποστηρίξεων, φιλήσυχου χαρακτήρα και τεχνοκρατικών τάσεων, χοντρούλης, κοντούλης και με μπάσα φωνή, όπως αμέσως επαληθεύτηκε, διεκδίκησε και πήρε το λόγο από τον Βαρωνάκο, που παρακολουθούσε συνοφρυωμένος την άνοδο της έντασης στη συζήτηση. “Ένα κι ένα κάνουν δύο” είπε, ενώ στην αίθουσα έπεφτε βαθιά σιγή. “Και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς”, πρόσθεσε και κάθισε ικανοποιημένος στο καρεκλάκι του.
Η Κα Προγουλίδου Παραμαγουλάκη είχε ήδη σηκωθεί για να αντικρούσει τον συνάδελφο σύζυγο, αλλά ο Βαρωνάκος επενέβη αποφασιστικά. “Κύριοι” είπε, “νομίζω όσα ελέχθησαν ως εδώ είναι αρκετά για μία πρώτη εξέταση του θέματος. Προτείνω να επανέλθωμεν επ’αυτού στην επόμενη συνεδρίαση του Τομέα. Συμφωνείτε;” “Μα κύριε διευθυντά, είναι ήδη δεκατέσσερις συνεδριάσεις που ασχολούμεθα μ’ αυτήν την -δε λέω-ενδιαφέρουσα επιστημονική διένεξη χωρίς να πάρουμε θέση”, ακούστηκε μια φωνή από το βάθος της αίθουσας, όπου καθόταν ένας εκπρόσωπος της συμπαθούς κατηγορίας των υποτρόπων μεταπτυχιακών υποτρόφων. “Νομίζω ότι ο κύριος και η κυρία Παραμαγουλάκη δεν έχουν αντίρρηση για μία περαιτέρω διερεύνηση”, ξέκοψε ο Βαρωνάκος συνοφρυώνοντας ακόμα περισσότερο το βλέμμα του προς την κατεύθυνση του ζεύγους. Οι Παραμαγουλάκηδες παρέμειναν σε μια καταφατική σιγή.
Ο Αημαρκσίδης σκέφτηκε ότι το ζευγάρι -ταιριαστό κατά τα άλλα- είχε την απρονοησία να μην λάβει υπόψη του, όταν αποφάσιζε να ενωθεί εις σάρκαν μία (με κουμπάρο τον Βαρωνάκο), τον σημαντικό ρόλο που θα έπαιζε στην πάρα-πέρα ζωή τους, όχι μόνο ότι θα δούλευαν και οι δυο στην ίδια σχολή, αλλά κύρια το γεγονός ότι ο καθένας τους είχε σπουδάσει σε διαφορετική χώρα.
Πράγματι, η κα Προγουλίδου είχε σπουδάσει στη Γαλλία και ήταν φυσικό να έλκεται από τις κομψές θεωρητικές διατυπώσεις της γαλλικής τάσης της Σχολής, πράγμα που ο κ. Παραμαγουλάκης θεωρούσε εξ ίσου βαρύ με συζυγική απιστία. Η κα Προγουλίδου, όμως, αντέκρουε δημοσίως ότι δεν είναι του πατρός της, δεν είναι του ανδρός της (κάποια φημολογούμενη σχέση με τον Βαρωνάκο δεν έπαιζε κανένα ρόλο δεδομένου ότι αυτός ανήκε μάλλον στην αμερικανική τάση) και κατά συνέπεια ότι είχε κάθε δικαίωμα να προτιμάει τους “γάλλους” από τους τετραγωνισμένους, ανευαίσθητους, ρομποτοειδείς, γερμανοσπουδαγμένους φίλους του συζύγου της.
Τους στοχασμούς αυτούς του Αημαρκσίδη πάνω στα επιστημονικά-εθνοφυλετικά στερεότυπα που κυκλοφορούσαν στη Σχολή, διέκοψε η φωνή του καθηγητή σκέτου Βαρωνάκου που είχε πάρει ξαφνικά έναν ιδιαίτερα σοβαρό τόνο. “Αγαπητοί μου, είναι γεγονός ότι καταναλώσαμε πολύ χρόνο στο πρώτο σημερινό μας θέμα `επί της χρήσεως της τεθλασμένης στις πραγματώσεις της πρώιμης μετανατουραλιστικής αρχιτεκτονικής’. Φοβάμαι ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος για να συζητήσουμε άλλα θέματα σήμερα. “Ας μην ξεχνάμε εξ άλλου ότι απόψε θα πρέπει να είμεθα όλοι παρόντες στην πανηγυρική συνεδρίαση για την επέτειο της ίδρυσης του Πανεπιστημίου μας. Ο εορτασμός, σας υπενθυμίζω, θα γίνει φέτος στην μεγάλη αίθουσα τελετών του δικού μας κτιρίου. Στην εκδήλωση θα είναι παρούσες οι Αρχές καθώς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τόσο εγώ όσο και η επιτροπή δημοσίων σχέσεων του ιδρύματος, της οποίας όπως ξέρετε είμαι διακεκριμένο μέλος, θα θέλαμε να μην μας απογοητεύσετε με ενδεχόμενη απουσία σας”.
Το συνοφρυωμένο βλέμμα του Βαρωνάκου πήρε μια απόχρωση υποβόσκουσας απειλής. Έκανε μια μικρή παύση κατά τη διάρκεια της οποίας φόρεσε τα τεράστια μαύρα γυαλιά του. “Πριν, όμως, ολοκληρώσουμε τη σημερινή συνεδρίαση θα ήθελα να σας ανακοινώσω κάτι, στο οποίο αποδίδω προσωπικά ιδιαίτερη σημασία. Κάτι που, μεταξύ άλλων, αφορά το διεθνές κύρος του ΤΑΠΑΣ και τη δίκαιη προβολή των μελών του: “Μετά από ακούραστες ενέργειες προς τα αρμόδια υπουργεία, τόσο ορισμένων σημαντικών τοπικών παραγόντων, όσο και της επιτροπής δημοσίων σχέσεων του πανεπιστημίου μας, αποφασίσθηκε η σύγκληση διεθνούς διεπιστημονικού συνεδρίου, του οποίου ενδεχομένως θα έχουμε την τιμή να αναλάβουμε τη διοργάνωση. Στο συνέδριο αυτό, του οποίου οι χορηγοί θα αποτελέσουν έκπληξη, αναμένεται να γίνουν σημαντικότατες ανακοινώσεις εθνικού και διαβαλκανικού ενδιαφέροντος, αν εννοείτε τι θέλω να πω. “Προς το παρόν δεν θα σας πω περισσότερα. Η ώρα είναι περασμένη και άλλωστε θα προτιμούσα κατά τη συζήτηση του θέματος να είναι παρών και ο έτερος των τακτικών([4]) καθηγητών του Τομέα, ο κ. Οπερέδης. Διότι δεν θα ήταν κομψό να συζητήσουμε το θέμα εν απουσία του. Θα πρότεινα λοιπόν να το εξετάσουμε την επόμενη εβδομάδα. Οκέι;
“Ο Βαρωνάκος να ανησυχεί για την απουσία του Όπερ! Ε, αυτό είναι από τ’ άγραφα!” σκέφτηκε ο Αημαρκσίδης. Ύστερα άφησε να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός ανακούφισης για την επικείμενη λήξη της συνεδρίασης, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία.
“Εξ άλλου απουσιάζουν και οι εκπρόσωποι των φοιτητών” πρόσθεσε η δεσποινίς Στρεσάκη, επιστημονική συνεργάτις και συγγενής εξ αγχιστείας του Βαρωνάκου, γνωστή υπέρμαχος των φοιτητικών θέσεων, σπρώχνοντας με το αριστερό χέρι μια τούφα της μεταπάνκ κόμμωσής της, η οποία ανεβαίνοντας από τη βάση του κρανίου, της έκρυβε το δεξί μάτι.
“Βεβαίως, βεβαίως…” αποδέχθηκε βιαστικά ο Βαρωνάκος και άρχισε να τοποθετεί τα χαρτιά που είχαν συγκεντρωθεί μπροστά του στο δερμάτινο χαρτοφύλακα μάρκας “χαμψιονίτ” προικισμένο με κλειδαριά ασφαλείας, τετραπλό πάτο και αυτόματη έκκριση μολυσματικού νέφους (σε περίπτωση διάρρηξης).
Ο Αημαρκσίδης είχε κιόλας ανασηκωθεί στοχεύοντας την έξοδο, που φρόντιζε άλλωστε να βρίσκεται ακριβώς δίπλα του για να γλιτώνει πολύτιμο χρόνο στο τέλος των συνεδριάσεων, αλλά το λόγο πήρε ο επίκουρος Γιαταγάνης ηγετική φυσιογνωμία της “ομάδας των επτά”, η οποία αποτελούσε την επίσημη εσωτερική αντιπολίτευση στην εξουσία του Βαρωνάκου.
Ψηλός, αδύνατος, με ιάγειο γενάκι, κινήσεις Ντ’Αρτανιάν και μαύρα μαλλιά με γκρίζες αποχρώσεις που ενάντια στη μόδα της εποχής κατηφόριζαν (μόνο) ως το σβέρκο, ο Γιαταγάνης, ήταν βετεράνος-ευρωπαϊκού επιπέδου- των εξεγέρσεων του ‘68 και όλα έδειχναν ότι είχε πια αποφασίσει να περιορίσει το πεδίο της πολιτικής του παρέμβασης μέσα στις λείες έδρες του πολυτεχνικού κύβου. Ο Αημαρκσίδης υποπτευόταν πως τη νοσταλγική αντιεξουσιαστική πολιτική του επίκουρου την εκμεταλλεύονταν τα άλλα έξη μέλη της “ομάδας των επτά” οι οποίοι ήθελαν απλώς να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του Βαρωνάκου. Όπως και να ‘χε το πράγμα ο Γιαταγάνης έτεινε τώρα τον δείκτη του μακριού του χεριού προς τον Ευάγγελο Βαρωνάκο παίρνοντας ειρωνικο-φαρμακερή έκφραση:
“Ο κ. καθηγητής, προτού μας εγκαταλείψει για απεριόριστο χρονικό διάστημα, υπεραπασχολημένος όπως είναι στις διάφορες βαλκανικές, ευρωπαϊκές και λοιπές πολυεθνικές του δραστηριότητές, θα ήταν καλό να μας αποκαλύψει, τουλάχιστον, το θέμα αυτού του τόσο σημαντικού συνεδρίου που μας προανήγγειλε με τόση έμφαση”.
Ο Βαρωνάκος έκλεισε με δύναμη το καπάκι της Χαμψιονίτ και άρχισε να εισπνέει δυνατά τον αέρα που εκπνεόμενος θα του έδινε τη δυνατότητα να αρθρώσει την απάντηση, όταν η πόρτα άνοιξε και στο πλαίσιό της φάνηκε η ψηλοπαχουλή σιλουέτα της γραμματέας, η οποία επωφελούμενη από την προσωρινή σιγή απευθύνθηκε στον καθηγητή σκέτο. “Κύριε καθηγητά, σας ζητούν επειγόντως δύο κύριοι”. “Τι κύριοι;” έκανε αγριεμένος ο Βαρωνάκος. “Μου φαίνονται ξένοι.” “Τι είδους ξένοι;” επέμενε ο καθηγητής. “Ξένοι-ξενοι” επανέλαβε η γραμματέας. “Μιλάνε σπαστά ελληνικά και διαμαρτύρονται για την καθυστέρηση. Λένε ότι είχατε ραντεβού μαζί τους.” “Α ναι, βέβαια, δεν το ξέχασα, έρχομαι αμέσως”, είπε ο Βαρωνάκος πιο ήρεμα. “Όσο για σας κύριε Γιαταγάνη” πρόσθεσε στρεφόμενος προς το δάκτυλο που αιωρείτο ακόμη στραμμένο προς το μέρος του, “το μόνο που μπορώ να υπογραμμίσω τη στιγμή αυτή είναι ότι στο συνέδριο θα γίνουν ανακοινώσεις σημαντικότατες για τον πανβαλκανικό, πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο ρόλο της πόλης και της χώρας μας.”
“Σε ρούμπωσε” ,ψιθύρισε στον Γιαταγάνη χαμογελώντας ειρωνικά η Στρεσάκη, ή οποία εκτός από τους φοιτητές θεωρούσε σωστό να υπεραμύνεται και των συγγενικών της δικαιωμάτων. “Το πράγμα μου μυρίζει” αποφάνθηκε ο Γιαταγάνης ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια του.
Ο Αημαρκσίδης ολοκλήρωσε το ανασήκωμά του, βούτηξε την κρεμαστή τσάντα από αμιγή πλαστική ουσία που είχε ακουμπήσει στο πάτωμα, δίπλα του, από την αρχή της συνεδρίασης και στράφηκε προς την πόρτα, αλλά ο Βαρωνάκος με δύο εκπληκτικούς για τον όγκο του ελιγμούς ανάμεσα στα καρεκλάκια, κατάφερε και βγήκε πρώτος, παρασέρνοντας και ανατρέποντας τον δημοσιογράφο Δέλτα που, έχοντας γευτεί τον νοστιμότατο καφέ της γραμματέας, περίμενε πλέον στο διάδρομο την έξοδο του φίλου του.
——————————————————————————–
[1] Αη… όπως Αη Γιάννης; Όχι. Αη… όπως Αει πηδήσου; Α πα πα! Αη… όπως Νυν και [Άει] και εις τους αιώνες των αιώνων Αμήν; Ούτε. Απλώς, Άη όπως Αημαρκσίδης.
[2] Όπως είναι γνωστό στους ειδήμονες της Εραλδικής και τους καλλιεργητές γενεαλογικών φυτών και ζώων, το όνομα Αημαρκσίδης φέρεται ακόμα και σήμερα από τους απογόνους (του ιερατικού κλάδου) του Καρόλου, του τέως μαρκησίου της Έσω Τραπεζούντας και των περιχώρων
[3] Μή προστατευόμενο είδος εν εξαλείψει. Ξεχασμένο απομεινάρι από μια ξεπερασμένη πια νομοθεσία, ασχολούμενο κυρίως με τη συγγραφή ποικίλων (και -προπαντός-πρωτοτύπων) διατριβών, εντριβών και (επιστημονικών) προστριβών.
[4] Η ορολογία του Βαρωνάκου σχετικά με τις ονομασίες του διδακτικού προσωπικού ήταν λίγο παρωχημένη και αφορούσε στην εποχή που στα πανεπιστήμια υπήρχαν (σε περίληψη): Τακτικοί καθηγητές με έδρα (συνήθως μεγάλη), τακτικοί καθηγητές χωρίς εδρα (ακόμα), έκτακτοι καθηγητές, άτακτοι καθηγητές, επιμελείς επιμελητές, βοηθοί, ανθυποβοηθοί και λούστροι.
(Το πολυτεχνείο τρέμει/συνεχίζεται)
Σχολιάστε