Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Το πολυτεχνείο (όπως άλλωστε και το πανεπιστήμιο) τρέμει…

Posted by vnottas στο 6 Ιουλίου, 2009

Όπως σας είχα υποσχεθεί, ιδού μερικά αποσπάσματα από «Το Πολυτεχνεί τρέμει…», ένα μυθιστόρημα πανεπιστημιακής φαντασίας, πρώτη έκδοση: εκδόσεις Παραπέντε -1995. (Έχει εξαντληθεί – Ψάχνω εκδότη για επανέκδοση).

(Μιάμιση δεκαετία μετά ίσως και να τρέμει πιο πολύ!).

Αρχίζουμε με την εισαγωγή

 Σημείωμα2 002

EΙΣΑΓΩΓΗ

      Τον καιρό εκείνο ο Τόπος άλλαζε και μαζί του άλλαζε και

η Πόλη.

     Μια νέα εποχή ήταν να γεννοβοληθεί στον πλανήτη, αλλά

κανείς δεν ήξερε,  ούτε μπορούσε να προβλέψει πώς θα ’ταν.

     Άλλοι έλεγαν πως θα ΄ναι μια καλή εποχή και όλα εκείνα τα

αυθεντικά που ως τότε έλειπαν (αν και κανείς δε μπορούσε να

τα ονοματίσει ρητά) θα έπαυαν να λείπουν.

     Άλλοι πάλι φοβόντουσαν και προφήτευαν μύρια κακά.

     Στο μεταξύ οι παλιές παραδοσιακές εποχές τα ΄χαν παίξει.

     Το καλοκαίρι μύριζε πετρέλαιο και μούχλα.

     O ήλιος κρυφογελούσε περιπαικτικά και είχε αρχίσει να

φοράει μαύρα γυαλιά. Κάθε τόσο αμολούσε περίεργες ακτίνες που

έκαιγαν και άφηναν στα δέρματα μυστηριώδη και ανεξίτηλα

σύμβολα.

     Ο χειμώνας ήταν απρόβλεπτος και η άνοιξη και το

φθινόπωρο δεν αποτελούσαν πια εποχές αλλαγής, αλλά, γεμάτες

με αλλεπάλληλα ξεσπάσματα και νάζια, έμοιαζαν περισσότερο με

αναμνήσεις από ένα καλύτερο παρελθόν.

     Μαζί με τις εποχές τα ΄χαν παίξει κι οι άνθρωποι.

 

     Τον καιρό εκείνο στον Τόπο επικρατούσε Σύγχυση.

     Αόρατα δίχτυα με πυκνή ύφανση και ανθεκτικούς αν και

αόρατους ιστούς πολλαπλασιάζονταν στον αέρα του πλανήτη.  Με

χοντρούς κορμούς και λεπτεπίλεπτα άκρα, κάλυπταν όλο και πιο

πολύ τις πόλεις και τα χωριά, προκαλώντας στους ανθρώπους

ξαφνικές αλλαγές συμπεριφοράς χωρίς οι ίδιοι να

συνειδητοποιούν το γιατί.

     Άλλοι άρχισαν να εθίζονται στην σφικτή αγκαλιά των

διχτυών και να ονομάζουν την κάθε απρόσμενη αλλαγή Ελευθερία.

     Στον Άφαντο δημιουργό της νέας Ελευθερίας, που απάλλασσε

από παλιές υποχρεώσεις και νέες ενοχές, αφιέρωσαν ειδικές

τελετές, ιδιωτικά αυτοκαταναλωνόμενες, κυρίως τα βράδια από

τις οκτώ μέχρι τις δώδεκα.

     Σε άλλους πάλι, τα δίχτυα προκαλούσαν ζαλάδες και

πονοκεφάλους, αλλά και στομαχόπονους καμιά φορά.

     Τέλος, μερικοί ιερόσυλοι προσπαθούσαν να τα διερευνήσουν

και να τα αναλύσουν, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία.

 

     Οι αόρατες παραφυάδες είχαν περιτυλίξει πρόσφατα τον

Τόπο της ιστορίας μας.  Οι αντιδράσεις των ντόπιων ήταν ακόμη

μπερδεμένες και δεν  μπορούσε κανείς να τις ταξινομήσει με

ευκολία.

     Εξάλλου ο Τόπος είχε ανέκαθεν τις ιδιομορφίες του,

θετικές και αρνητικές, χάρη στις οποίες, λίγο-πολύ, τα ‘χε

βγάλει πέρα στις εξετάσεις της Ιστορίας.

     Η σύγχυση δεν τους ήταν άγνωστη ως παράμετρος της ζωής

και ήξεραν ότι ένα από τα αντίδοτά της ήταν το Ζόρι.

     Όταν ζορίζονταν έβλεπαν τα πράγματα πιο απλά και πιο

καθαρά.

     Τα δίχτυα όμως δεν ζόριζαν.

     Ή τουλάχιστον δεν ζόριζαν ζόρικα.

     Τα δίχτυα πίεζαν μόνο με ανεπαίσθητους συμβουλευτικούς

υπαινιγμούς, ενώ ταυτόχρονα στηρίζονταν σε υποστηρίγματα

ορατά, καθ’ όλα αξιοσέβαστα και καθώς πρέπει.

     Όπως, μεταξύ άλλων, η ελευθερία να αγαπάς τον εαυτό σου,

όσο μικρός και ταπεινός κι αν είναι, αρκεί να συμβιβάζεται με

ορισμένες -καθόλου δύσκολες και προπαντός καθόλου ηρωικές-

προδιαγραφές.

     Κι ακόμη, η ελευθερία να λατρεύεις τον μικρό σου εαυτό

σε μεγάλα αντίγραφα που, π.χ.  τραγουδούσαν άσχημα, που

υποκρίνονταν με αφοπλιστική ατεχνία, ή και που διοικούσαν

όπως ακριβώς θα διοικούσες και εσύ.

 

     Μερικοί, για να τα βγάλουν πέρα και να βρουν καταφύγιο

άρχισαν να ψάχνουν μέσα τους.

     Εκεί τους είχανε πει, από παλιά, πως υπάρχει ελπίδα,

όταν απέξω όλα αλλοιώνονται και χαλάνε.

     Ήταν μια σοφή συμβουλή το να μάθεις ποιος είσαι.

     Αλλά για να μάθεις κάτι χρήσιμο από σένα έπρεπε να

κοιτάς ευρυγώνια και από κάποια απόσταση.

     Άμα κολλούσες το κεφάλι στο πετσί σου ή, ακόμα

χειρότερα, άμα το έχωνες στις σάρκες σου δεν έβλεπες παρά

παραμορφωμένα τέρατα, όμοια με εκείνα που σου δείχνανε κάθε

βράδυ στον κάθετο  βωμό των κινουμένων ειδώλων.

     Στο τέλος βέβαια συμφιλιωνόσουνα με τα δικά σου τέρατα

καθώς και με τα τέρατα των άλλων.

     Ύστερα, αυτά έπαιρναν αέρα και σιγά σιγά βγαίνανε στην

επιφάνεια, έκαναν το δικό τους σόου και είχανε και εμπορική

επιτυχία.

     «Και τι τρέχει;» έλεγαν.  «Τέρατα είμαστε, είναι

φυσιολογικό τα κακά και οι ματσακωνιές να μας αρέσουν.  Και

άμα λάχει είμαστε και πλειοψηφία στους καλοφαγωμένους και

στους καλοφαγάδες».

     Ήταν, τέλος, κι εκείνοι που βλέποντας πως όταν τρυπούσαν

το αύριο έβγαινε έξω καταχνιά, προτιμούσαν να τρυπάνε τη μάνα

Γη, ψάχνοντας για ελπίδες και για γνώσεις κρυμμένες σε

καλύτερα παρελθόντα.

 

     Στον Τόπο υπήρχαν από παλιά ορισμένα Ιδρύματα αναζήτησης

και διατήρησης της γνώσης, φτιαγμένα και καθαγιασμένα πολύ

προτού δημιουργηθούν τα δίχτυα.

     Εκεί η Σύγχυση που προκαλούσε το γεννοβόλημα της Νέας

Εποχής στον Τόπο προσλάμβανε ιδιόμορφες όψεις, μερικές φορές

αλλόκοτες, που και που διασκεδαστικές…

(συνεχίζεται)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

 
Αρέσει σε %d bloggers: