Ο Λυσίστρατος, σκηνή δεύτερη (στο Τροφώνιο μαντείο)
Posted by vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2012
Χτες το βράδυ, φίλοι πολλοί, ήρθαν στο θεατράκι του Βαφοπούλειου και γνώρισαν από κοντά τον Λυσίστρατο, διαβασμένο με θεατρική επιδεξιότητα απ’ τον Κώστα, τον Νίκο, τον Βαγγέλη, τον Αγγελο την Πέννυ και την Πέγκυ. Τους ευχαριστώ θερμά όλους,
Σήμερα σας έχω το κείμενο της δεύτερης σκηνής. Την πρώτη σκηνή και το προοίμιο θα τα βρείτε εδώ παρακάτω.
Σκηνή δεύτερη
[Το εσωτερικό του Τροφώνειου Μαντείου. Ατμόσφαιρα σκοτεινή και μυστηριώδης. Ο βωμός όπου θυσιάζει ο Τειρεσίας, ο θρόνος από τον οποίο εκφέρει τους χρησμούς ]
Αφηγητής
Μακρύ δρόμο επήρανε, μακρύ δρόμο αφήσανε
-ο Στράτος και ο Βούλης-
τα σύνορα περάσανε, στη Βοιωτία φτάσανε
κι εκεί κοντά στης Λειβαδιάς το Άλσος,
του Αγαμίδη βρήκανε, τον γαμημένο λάκκο.
Οπού ’πεσε ο Τροφώνιος, τ’ αδέλφι του Αγαμίδη
και ζωντανός ρουφήχτηκε, στα άδυτα του Άδη
και δεν ξανα-εφάνηκε!
Κι όπου μαντείο στήσανε -οι Βοιωτοί-
στη μνήμη του Τροφώνιου
του εξαφανισμένου.
Εκεί ’χαν πληροφορηθεί πώς έχει καταφύγει
τους τελευταίους τους καιρούς
ο νέος Τειρεσίας,
ο μάντης ο περίφημος!
Ο τελευταίος γόνος
του γένους των Τειρεσιδών!
Που όπως όλοι ξέρουν, από τα χρόνια τα παλιά
φύλο μπορούν να αλλάζουνε
-μια άντρες, μια γυναίκες –
και έτσι καλά γνωρίζουνε, τα μυστικά αμφοτέρων.
Σκεφτήκανε λοιπόν, αυτός,
ο νέος Τειρεσίας,
θα ναι ο πιο κατάλληλος για την περίπτωσή τους.
Μα να προσέξουν έπρεπε, την ημερομηνία,
να τον πετύχουν δηλαδή τη μέρα τη κατάλληλη,
που διέθετε αρχίδια,
και των αντρών το πρόβλημα, θα το κατανοούσε
καλύτερα,
κι όχι τις μέρες που ’τανε φτιαγμένος Τειρεζίνα.
Τώρα θα πρέπει να σας πω, ότι τα βρήκαν σκούρα
σα φτάσαν στου Τροφώνειου το σκοτεινό μαντείο.
Γιατί προτού αντικρίσουνε το διάσημο το μάντη,
δοκιμασίες τρομαχτικές έπρεπε να περάσουνε:
Φίδια να αγκαλιάσουνε,
σκουλήκια να μασήσουνε,
και να ακροβατήσουνε πάνω από μαύρη τρύπα,
απύθμενη,
(κι άλλα πολύ φρικιαστικά, χειρότερα ακόμη
που φέρνουν αναγούλα, αλλά δε πρέπει να τα πω
γιατί ο νόμος του ιερού, ρητά τ’ απαγορεύει!)
Και όταν τα κατάφεραν
– άντρες ήταν γενναίοι –
Η τελευταία έκπληξη:
Τα τιμολόγια του ναού, στα ύψη είχαν ανέβη,
γιατί όπως ανάφερε και μία πινακίδα,
τον τελευταίο τον καιρό, έχει η ζωή ακριβύνει
και οι μισθοί και τα αγαθά, πτερόεντα έχουν γίνει.
Και είπαν οι δύο φίλοι:
μπας
οι πονηροί οι Βοιωτοί, επίτηδες το κάνουν
τους Αθηναίους γείτονες για να περιγελάσουν,
γιατί έχουν άχτι ιστορικό, επάνω τους να βγάλουν;
Το θέμα είναι ότι,
δώσε από δω, δώσε από κει,
ως και τον Πριαπάκη – τον Πάκη, το γαϊδούρι–
ενέχυρο τον άφησαν για να τα βγάλουν πέρα
κι ως τις πηγές να φτάσουν.
Κι έτσι –μην τα πολυλογώ,
της Μνημοσύνης το νερό
αφού ήπιαν, και της Λήθης,
στο τέλος τα κατάφεραν, τον ένδοξο το μάντη
να δουν αυτοπροσώπως.
Ήτανε επιβλητικός!
Δαιμονικός! Διεισδυτικός! Είχε πολλή σαγήνη!
Ήταν ψηλός τα μάλα
-και ψεύδιζε μια στάλα.
Μα ήταν σαφής απ’ την αρχή:
Τειρεσίας
[Μακρύς χιτώνας και μακρύ μπαστούνι στο μπόι του-πίσω του ένας θρόνος- μπροστά του ο βωμός των θυσιών. Προφέρει το σ=θ και το ζ=δ]
Για να πιάθω επαφέθ, με του Ολύμπου τιθ κορφέθ,
βγάλτε έ(ξ)κθω τα βαλάντια, για να θτήθουμε θυθία.
Και δε θέλω οβολούθ, θκουριαθμένουθ και βαριούθ.
Οι θεοί και οι δαιμόνοι, δεν γουθτάρουν τθιγκουνιέθ.
Γι αυτό των Ελλήνων παίδεθ, για να έχετε αποκρίθειθ,
κι όλα να μην πάνε θτράφι,
βάλτε αθήμι και χρυθάφι εδώ πάνω θτην εθτία
και δε θέλω αντιρρήθειθ!
Λυσίστρατος
Θα σου δώσουμε ό, τι θέλεις,
δηλαδή ό, τι έχει μείνει στων θυλακίων μας τον πάτο,
μα την πίστη την αγία, φτάνει να τα καταφέρεις
να μας δώσεις απαντήσεις, παραινέσεις, συμβουλές.
Συ που διερευνάς και ξέρεις, των Ολύμπιων τις βουλές
και τι τρέχει αυτές τις μέρες, στις ουράνιες τις σφαίρες.
Όμως πρέπει να σου πούμε:
Τα ’χουμε δοσμένα όλα,
όσα ως τώρα μας ζητήσαν του μαντείου οι ανθρώποι,
πού πολύ μας βασανίσαν, μέρες τώρα αναμονή…
Κλεόβουλος
Και μελόπητες αφράτες
Και αρνάκι για θυσία
Και μοσχάρι και κριάρι
που αγοράσαμε βαρβατο
και πληρώσαμε αλμηρό
στο παζάρι εδώ πιο κάτω!
Λυσίστρατος
-Αμέ!
Τειρεσίας
Ήταν προκαταρκτικά, όλα τούτα που μου λέτε,
για να δούμε αν οι θεοί, δέχονται να θαθ μιλήθουν
Μα αφήθτε τα αυτά -αν τελειώθαν τα λεφτά
Κατεβάδ(ζ)ω τα ρολά!
Τέλειωθε κι βίδ(ζ)ιτά θαθ!
Λυσίστρατος
Τειρεσία κάνε κάτι.
Δέξου αύριο να ρθούμε,
μα το Δία, τον παντογνώστη
Κλεόβουλος
Κάτι θε να σοφιστούμε…
Κι άλλους παράδες,
-ικανούς-
μα τη πίστη μου θα βρούμε.
Τειρεσίας
Αύριο θα ’μαι γυναίκα… Και θα μείνω με φουθτάνια
ένα μήνα πάνω κάτω, να ολοκληρωθεί ο κύκλοθ.
Άμα θέλετε ελάτε,
μα θα είναι η Τειρεδίνα που θα θαθ υποδεχτεί.
Κι επείδη θαθ βλέπω λαύρουθ, ρωμαλαέουθ και βαρβάτουθ,
ίθωθ άλλη γνώμη να’χει κι ίθωθ να θαθ απαντήθει,
αν και δεν το αποκλείω
και τον κώλο να κουνήθει…
Κλεόβουλος
Α!, το βύθθινο… χμ… το βύσσινο ας λείπει!
Τειρεσίας
Τότε ω άντρεθ Αθηναίοι, θτην πατρίδα θαθ γυρίθτε.
Δίχωθ του πθητού τη τθίκνα και χωρίθ θηκωταριά
χάνω τ’ ουρανού τα ίχνη
και δεν έρχονται οι δαιμόνοι
να μαθ πουν το τι θυμβαίνει.
Γιατί εδώ, θε μαθ, δεν είναι, θαν το θτέκι της Πυθίαθ,
που το δρόμο τηθ για νάβρει και θε έκθταθη να πέθει,
φύλλα πρέπει να μαθάει, θαν να ήτανε κατθίκα!
Λυσίστρατος [στο κοινο]
Φύλλα; Φύλλα!
Βρήκα; Βρήκα!
Μα τι έμπνευση! Τι λύση!
Μου ’ρθε τώρα στο κεφάλι.
Φτάνει να τον καταφέρω…
[στον Τειρεσία]
Φεύγουμε μεγάλε μάντη.
Μόνο θέλω να σου πω,
πως για έκσταση αν μιλάμε, στο δισάκι μου εδώ
ξεχασμένα από παλιά, έχω φύλλα από Κοκία
που μου δώσαν κάτι ναύτες, που τους πήρε ένα μπουρίνι
και τους πήγε μακριά, ως του ωκεανού τις άκρες.
Και να ξέρεις:
Απ’ τις δάφνες που μασάει η Πυθία,
το ταξίδι με Κοκία
είναι ανώτερο πολύ!
Τειρεσίας [με ξαφνικό ζωηρό ενδιαφέρον]
Τι λέθθθθ;!
Κάτι έχω ακουθτά.
Φέρε για να δοκιμάθω, κι αν το βότανο δουλεύει
τιθ θυχνότητεθ αν πιάθω, τότεθ επωφεληθείτε
Γιατί δαίμονεθ θα δείτε, που ’ναι πληροφορημένοι
και που θα τα πούνε όλα.
Λυσίστρατος και Κλεόβουλος [μαζί]
Είμαστε έτοιμοι ω μάντη.
Να σου πούμε τι ζητάμε;
Τειρεσίας
Δε χρειάζεται, το κθέρω!
Ειδαλλιώθ τι μάντηθ θάμαι!
Τώρα άνθρωποι θιγήθτε:
Να μιλήθουν οι θεοί!
[προς τα παρασκήνια-φωναχτά:]
Ατμόθφαιρα!
[Ακολουθούν ηχητικά και φωτιστικά εφέ (τύμπανα, πιάτα, μουσική, ατμοί κλπ) που φτάχνουν ατμόσφαιρα, ο Τειρεσίας σφίγγεται, αλλάζει χρώματα, στο τέλος επικρατεί σκότος]
(τέλος δεύτερης σκηνής -συνεχίζεται)
Σχολιάστε