Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Η έβδομη (και τελευταία) σκηνή του Λυσίστρατου

Posted by vnottas στο 16 Μαρτίου, 2012

Σκηνή έβδομη

 [ η σκηνή φωτίζεται και ο προβολέας επικεντρώνεται στον Δία, που έχει πάρει κεντρική ανυψωμένη θέση]

Δίας

[γυρισμένος στο πλάι, ελαφρά εκνευρισμένος και  μιλώντας στον εαυτό του]

Τώρα, τα ’πε όλα ετούτος, του τρανού του συγγραφέα

ο ειδικός μαντατοφόρος, κι αυτό είναι ζαβολιά,

κόλπο και μπαγαποντιά.

Μου ’κλεψε λίγο το ρόλο, αλλά όπως και να έχει,

έχω πράγματα να κάνω, και ο λόγος μου προέχει…

[γυρίζει από την άλλη πλευρά και απευθύνεται στους Αθηναίους]

Άκουσα τι λένε οι μοίρες, κι όπως είναι φυσικό

ξέρω και το μυστικό.

Πάει να πει ότι μπορώ, δίχως να καθυστερώ

να ερμηνέψω το χρησμό, κι αυτό κάνω τώρα αμέσως:

Κείνη που ήταν, μα δεν είναι, και την έχετε ανάγκη,

σεις ω άντρες Αθηναίοι, της Παλλάδας οπαδοί,

είναι η έρμη η Ουτοπία, όνειρο κι ιδανικό σας

και μυστήρια ελπίδα.

Που χωρίς σταλιά χαμπάρι, να το πάρετε κορόϊδα,

σας την βούτηξε ο Ερμής, κι είναι τώρα κλειδωμένη,

χειροπόδαρα δεμένη.

Και στη θέση της με κόλπο, σας πασάρει εικονικές

ονειροκαταληψίες, και αιώνιες αυταπάτες,

εκσυγχρονισμένες πλέον και εικονογραφημένες:

πότε τάχα σε παιχνίδια, παραμύθια και ειδήσεις,

μελανές διαφημίσεις και ατελείωτες σειρές,

τέλεια ανακατωμένα, να μην έχεις πια ιδέα

τι να πάρεις, τι να αφήσεις.

 

Μα όλα αυτά δεν είναι ελπίδα,

έστω αχνή, έστω στο βάθος,

παρά μόνο μια παγίδα, που γυρνάει στριφογυρνάει,

μα κουράγιο δε γεννάει, παρά μαύρη απελπισία

και βαθιά σε μαύρη τρύπα, κατευθείαν σε τραβάει

 

Που πάει να πει: καταλαβαίνω: Και για να σας κάνω χάρη

λέω να τη λευτερώσω, την χλωμή την Ουτοπία,

κι εδώ δα να την καλέσω, ο χρησμός να εκπληρωθεί.

[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται η Ουτοπία. Μοιάζει ξόανο, αλλά σε λίγο θα ζωντανέψει…]

Όμως, σα θεός που είμαι, κι έτσι που μ’ έχετε φτιάξει,

μ’ όλα τα δικά σας πάθη, και με των θνητών τα βίτσια,

τελικά δίκιο δεν δίνω, σε κανέναν απ’ τους δύο

Μήτε άντρες μήτε γυναίκες:

Ούτε στον Παρά τον τρύπιο, ούτε και στην Ουτοπία

(πού όνειρο και ευτυχία, πως σας δίνουνε θαρρείτε,

 και ο ένας και η μία!)

 

Κι αφού εγώ είμαι ο Δίας, κι αφού κάνω ό, τι θέλω…

[γυρίζει από την πλευρά των συλλογισμών, χάνει τον ειρμό, αναλογίζεται και μονολογεί:]

 

(ή τουλάχιστον νομίζουν,  κάτι τέτοιο οι θνητοί,

γιατί έχω και την Ήρα, με την κρεβατομουρμούρα,

και να αντιμετωπίσω, θεϊκές συνομωσίες,

σκοτεινές δολοπλοκίες…

Τα ηνία να κρατήσω, κι όλες τις ισορροπίες 

που έχει ανάγκη η εξουσία.

Κι όλο μία από τα ίδια…

κι όλα αυτά μ’ έχουνε σκάσει

και μου σπάσανε τ’ αρχίδια!)

[επανέρχεται σοβαρός προς τους Αθηναίους]

Επαναλαμβάνω:

…Και αφού είμαι ο Ζευς,

λέω και αποφασίζω:

πως την πρόκληση αυγατίζω, και τ’ αναποδογυρίζω

όσα θα ’πρεπε να κάνω:

δεν σας ανασκολοπίζω, -θα ’τανε το πιο σωστό –

παρά σας αναβαθμίζω.

Έτσι, να ‘χετε ευθύνη, σαν θα δείτε τι θα γίνει!

 

Λέω λοιπόν:

Σεις ω άντρες Αθηναίοι, αλλά και εσείς Ατθίδες

Που σας έχουν καλομάθει

οι θεοί

και δικαίωμα σας δίνουν, να ’χετε άποψη και λόγο

-αλλά είσαστε κι ατσίδες-

(όπως χρόνια πριν, ας πούμε, τότε που ο Ποσειδώνας

-το μικρό μου τ’ αδελφάκι –

για να γίνει πολιούχος, υποσχέθηκε νερό

-για να λέμε την αλήθεια, βγήκε λίγο αρμυρό-

Αλλά εσείς είχατε γνώμη, του το βγάλατε ξινό,

και εδώσατε την ψήφο στο δεντράκι της ελιάς,

προσφορά της Αθηνάς…)

 

Ε λοιπόν το ξανακάνω!

Πλειοδοσία προκηρύττω!

Και ας έλθει ο Παράς, να σας πει και να σας τάξει.

Τι θα κάνει, τι θα πράξει, τι καλούδια θα σας δώσει

αν αυτόν εμπιστευτείτε.

[χτυπάει τα δάχτυλα και φωτίζεται ο ευτραφής Παράς, ως ξόανο αρχικά κι αυτός]

Αλλά πριν, το λόγο ας πάρει, -οι κυρίες προηγούνται –

(μα τι λέω! ο Μεγάλος!)

Η αιθέρια Ουτοπία, πού ήτανε αποδιωγμένη

και στα σίδερα κλεισμένη, με την Ιστορία αντάμα

ακινη-τοποι-ημένη

Κι έχει χρόνια να μιλήσει, ας σας πει κι αυτή τι δίνει.

 

Κι ύστερα εσείς ψηφίστε, όπως είστε μαθημένοι.

Και εγώ μα τους Ολύμπιους, και τους δώδεκα μαζί,

ό, τι κι αν αποφασίστε, ίσως να το επιτρέψω.

Με μονάχα έναν όρο: Πως πιστοί σ’ εμέ θα είστε,

όποιος απ’ αυτούς [απ’ τους δυο]  κερδίσει.

 

Θέλω:

Τάματα κι αφιερώσεις, με τις τακτικές τους δόσεις.

Επικλήσεις, λιτανείες, σταθερές τελετουργίες.

Θησαυρούς στα ιερά μου, και τα σφάγια δικά μου!

Να με αποκαλείτε πάντα, Παντοδύναμο Αφέντη

και Ουράνιο Αστραποβρόντη!

Και στις ιερές γιορτές μου, θέλω τις πομπές με ουρές,

και παιάνες και παρθένες, όμορφες και δροσερές.

 

Και να έχετε στο νου σας: Θεός είμαι όμοιός σας.

Δε με φτιάξατε, το ξέρω, για να ’ρθω και να υποφέρω,

σα σωτήρας να ξεπλένω, τις δικές σας αμαρτίες…

 

Ήρθα για να κάνω λάθη. Όπως κάνετε και εσείς.

Και να έχω τα ίδια πάθη!

Στα ουράνια να βολτάρω, και να κάνω ό, τι γουστάρω

Όπως μόνο στα όνειρά σας, θα τολμούσατε ποτέ

Γιατί με θελήσατε έτσι, κι έτσι χρησιμεύω κάτι!

[κάνει γκριμάτσα σα να είπε πολλά, και μετά κάνει νόημα προς την Ουτοπία η οποία «ζωντανεύει» και αρχίσει να μιλάει]


 

Ουτοπία

Έχω χρόνια να μιλήσω, συγχωρήστε με αδέλφια

και για σας να ζωγραφίσω, όνειρα υπερβατικά!

Όλα όσα ξεπερνάνε την ανθρώπινη μιζέρια,

απ’ την ύλη ξεκινάνε, όμως φτάνουνε στα αστέρια!

κι έτσι λίγο από το Θείο, τ’ άγ-ι-ο το ιερό

το ουράνιο στοιχείο

-με απλό ενθουσιασμό –

μεσ’ τον άνθρωπο μπολιάζουν.

 


Με της ποίησης τα λόγια, κέρδιζα την αφθαρσία
Μόνο εγώ για αθανασία σας μιλούσα
Μόνον εγώ τιθάσευα την σαρκοβόρα τύψη
και στη μνήμη σας κεντούσα,
με του έρωτα τα βέλη
ξόρκια ενάντια στη θλίψη.

 

Με χορό και με τραγούδια και με της ζωής το πάθος

ήξερα να απογειώνω,

τα μελλούμενα να πλάθω και τα τωρινά να εμπνέω

την χαρά να ανακυκλώνω και το άγχος να μειώνω.

 

Για ξανά-αναλογιστείτε τις καλές τις εποχές,

κλασικές, ηρωικές, που ’ζησε η ανθρωπότης

και να! δείτε!, θα με δείτε: πάντα ήμουνα παρούσα

και βασίλισσα οδηγούσα των καλλιτεχνών εμπνεύσεις:

Και ποιητών, μα και ζωγράφων, συγγραφέων, τροβαδούρων

και ηθοποιών, και όλων, των ευαίσθητων ανθρώπων.

 

Και μετά: Νόμος και Δίκιο

Που απ’ τα ζωντανά της πλάσης, ειν’ προνόμιο και καθήκον

όσων θέλουνε να λένε, πως διαθέτουν λογική:

Και αυτά, χάρη σε εμένα, μπόρεσαν να σχεδιαστούνε

κι έστω κι αν δεν τα τηρούνε, παραμένουνε πυξίδες

για να ξέρουν οι ανθρώποι, που πατάν και που τραβούνε.

 

Της υπέρβασης βλαστάρι, μόνη ορατή ελπίδα,

με όνειρο και λογική, δίνω νόημα στον κόσμο

Δίνω γεύση στη ζωή

Και με το Αιώνιο Σύμπαν, μόνο εγώ έχω επαφή!

 

Μα κι εσείς άνδρες / γυναίκες, ευτυχία που ζητάτε

στην πραγματική αγάπη, που είναι πάνω απ’ τα εγκόσμια

τα φτηνά τα ταπεινά…

ξαναφέρτε με στην πλάση και να δείτε πως  με εμένα

θάβρετε την αρμονία, την υπέρτατη, τη σπάν-ι-α,

του φθαρτού και του αιώνιου,

όταν δένουνε μαζί.

 

Παράς [που ενώ μιλούσε η Ουτοπία έκανε (ως ξόανο) μόνο γκριμάτσες κοροϊδευτικές και αποδοκιμασίας, τώρα ζωντανεύει κι αυτός]

Μα τι λες αλλοπαρμένο;!

Αιθεροβαμόνων βάρκα!

Που δεν ξέρεις τι στην πράξη είναι εκείνο που μετράει!

 

Ουτοπία

Μη μου πεις ¨ό, τι πουλάει¨…

 

Παράς

Μα και βέβαια μουρλέγκω, δίκιο έχει, ό, τι πουλάει

κι ό, τι ευτυχία δίνει σ’ όποιον έχει να αγοράσει!

 

Για δες πόσα προϊόντα, με εμένα θα αποκτήσεις!

Πέρνα κόσμε να τα δεις! Όχι λόγια του αέρα,

όπως ήταν τα δικά σου.

 

Δες κουζινοσυσκευές. Δες ηλεκτρικά καλούδια,

δες  κονσόλες, χειριστήρια, δες για κινητά, τραγούδια.

δες και μόνιτορ, οθόνες, δες δισκάκια με εικόνες,

δες και τις ταινίες όλες και τρισδιάστατα παιχνίδια!

 

Κι από περιττό ό, τι θέλεις: Να αγοράζεις να πετάς,

να θριαμβεύει ο Παράς

 

Ό, τι να ΄ναι πλαστικό, το διαθέτω μόνο εγώ

Πλαστικά άμα θέλεις πιάτα, και κανάτες και καριέρες

και μπουκάλια και αγάπες,

Τα πουλάω πέρα ως πέρα, στης υδρόγειου την άκρη!

Και χειρούργους πλαστικούς, έχω αν θέλεις κι απ’ αυτούς!

 

Έχω βίντεο ¨τραβηγμένα¨, έχω τράπεζες εμβρύων

και γονίδια παγωμένα!

 

Έχω σνομπ, έχω εστέτ, και για όλους έχω όπλα

Έχω κλώνους και κλωνάρια, έχω και μεταλλαγμένα

Για να φάνε κι οι φτωχοί, προσφορά από εμένα.

 

Τελευταία έχω πάλι, βάλει στην κυκλοφορία

Μία νέα μου πατέντα:

Δούλους που έρχονται μονάχοι και ζητάνε να δουλέψουν

τρώγοντας τα αποφάγια!

Τι μυαλό! Και τι ιδέες!

 

Μα τι λέτε Αθηναίοι και ωραίες μου Αθηναίες

Είναι να το συζητάμε;

Εγώ θα ’μαι ο σπόνσοράς σας, χορηγός, νουνός, κουμπάρος…

 

Ουτοπία [κοροϊδευτικά]

Κι όποιον θέλει ας πάρει ο χάρος…

 

Παράς [δε δίνει σημασία]

Α, ναι.

Μια που πήρε το αφτί μου κάτι για προβληματάκια

Που ανάμεσα στα φύλα παρουσιάστηκαν προσφάτως,

προσοχή! μη γελαστείτε, πέσετε σε ουτοπίες

και του σεξ τις λειτουργίες

-τις καινούργιες εννοώ-

προπαντός μην αρνηθείτε:

 

Μόνο εγώ μπορώ να φτιάξω, όλες τις δια-σταυρώσεις,

ζευγαρώματα καινούργια, και γεμάτα φαντασία,

όλα στη σωστή τιμή!

Και τα παραδοσιακά;

Άφθονα έχω κι απ’ αυτά:

Άμα θέλεις δονητές, ή και κούκλες φουσκωτές

εγώ μόνο τα διαθέτω, σ’ όλες τους τις ποικιλίες

Κι όχι εκείνη η τρελή.

 

Αφηγητής

Αυτά είπαν, κι είπαν κι άλλα, η αιθέρια Ουτοπία

κι ο πραγματιστής Παράς.

Κι αν οι Αθηναίοι πολίτες, κατά βάθος μπερδευτήκαν,

η αλήθεια είναι ότι, δεν το μάθαμε ποτέ,

κι αυτό γιατί όταν ο Δίας -άρχων της πλειοδοσίας,

έκρινε πως όλα τούτα, εκρατήσανε πολύ,

κι ότι παν να μας ζαλίσουν,

διέταξε να σταματήσουν, των θεών οι προσφορές,

και οι ψήφοι να αρχινήσουν.

 

Και πώς έγινε ακριβώς;

Μα με τρόπο θεϊκό. Χωρίς ένσταση καμία,

μα και δίχως αντιρρήσεις.

Οι θεοί αποφασίσαν κι αναθέσανε σε μένα,

που το παίζω στο απέξω -τάχα αντικειμενικός-

να μετρήσω προτιμήσεις.

 

Αλλά!

[γκονγκ]

Ω!

Μια ανατροπή καινούργια, που το νήμα περιπλέκει

και το δίδαγμα μπερδεύει, αναφαίνεται και πάλι:

 

Πρέπει να εξομολογηθώ,

πως εγώ δεν είμαι εγώ!

Τώρα μόλις κάτι μού ’ρθε! Μού ’γινε μια εισβολή

ένδο-εσω-τερική!

Κάτι μούρθε σαν ταμπλάς!   Κάτι άλλαξε εντός μου

και δεν είμαι ο εαυτός μου

πια!!!

 

Που σημαίνει πως δεν είμαι, πλέον ο αφηγητής

του τρανού του συγγραφέα, πληρεξούσιος κριτής

Αλλά είμαι….

Ο Κεκλιμένος

Δόκτωρ εκσυγχρονισμένος!

[Βγάζει την τήβεννο και μετατρέπεται στον γνωστό δόκτορα του προοιμίου]

Τώρα πρέπει να επέμβω και νέο-επιστημονική

να εφαρμόσω εκδοχή!

 

[γκονγκ]

Κεκλιμένος

Δώστε φως και δώστε ήχο!

Τώρα να σας αναγγείλω, τ’ αποτέλεσμα απ’ την ψήφο

[γκούχου γκούχου]

[γκονγκ]

[Ειρωνικά, περιπαικτικά]

Μα τι βλέπω εδώ πέρα;

Η διαφορά δεν είν’ μεγάλη. Μ’ αν μετρώ, ξαναμετράω,

πάλι έρχονται μπροστά, οι υποσχέσεις του Παρά!

[Περιπαικτικά]

Η κακόμοιρη Ουτοπία, νάτη που ξανά χλομιάζει

Ενώ, δείτε πως ξανάβει, και ευτυχισμένος κλάνει [ακούγεται η εκτόνωση)

ο δημοφιλής Παράς!

 

Να λοιπόν που επιτέλους, φτάσαμε κι εμείς στο τέλος

του πειράματος  [διορθώνει ειρωνικά] –συγγνώμη-

της αρχαίας παροδίας, στις παρόδους που συμβαίνει

της Μεγάλης Ιστορίας

 

Να που ο Δίας σκεφτικός, τα μαζεύει για να φύγει…

Να που κι ο Παράς κηρύττει, το μεγάλο πανηγύρι!

Τον μεγάλο το χορό!

Ας πιαστούμε χέρι χέρι…

[πιάνονται όλοι χέρι χέρι, ο δόκτωρ τελευταίος, εκτός από τρεις αρσενικούς  που θα είναι οι φιλόσοφοι.

Καθώς χορεύουν, μετατρέπονται και πάλι σε εργαζόμενους και, καθώς φτάνουν στην άκρη της σκηνής, ο πρώτος πηδάει κάτω, και ο χορευτικός γύρος επαναλαμβάνεται με τους υπόλοιπους]

 

[μουσική]

Χορός

Έχετε γεια βρυσούλες,

μόνον εμφιαλωμένο

Θα είναι πλέον το νερό, σε μπουκάλι πλαστικό!

 

Στη στεριά δεν ζουν τα ψάρια, αλλά ούτε στα νερά…

Αμμουδιά πια δεν υπάρχει, μόνο πίσσα και σκουριά.

 

Έχετε γεια ραχούλες: δεν υπάρχει γιατρικό

Το τοπίο τώρα θα είναι, μόνο βιομηχανικό! 

 

Γεια σας λόγγοι και βουνά

και παραμυθένια δάση, που τελειώσατε και τώρα

πάει, ο κόσμος έχει σκάσει!

 

Η πλαστικοποιημένη επανάσταση αρχίζει,

μα προθέσεων καλών και πολιτικώς ορθία.

Γαμώ την ατυχία μου, γαμώ την αβλεψία

θνητών, δαιμόνων και θεών!

 

Έχετε γεια Αθηνιώτισσες, μη ξανακαμωμένες

Με τις ρυτίδες ζωντανές, και όχι τσιτωμένες

που από  γενιές των γενεών

ήσασταν λατρεμένες!

 

Ελάτε να χορέψουμε χορό ευδαιμονίας

κι ας πάει και το παλιάμπελο και η ξανθιά ρετσίνα!

Στης νέας κοινωνίας, τους δρόμους ταξιδεύουμε

με άλλα, νέα εθιστικά, κι όχι τσιγάρα και κρασιά

Και ζήτω ζήτω στον Παρά: Αφέντη στην Αθήνα!

 

Αφηγητής /Κεκλιμένος [αφήνει το χορό, του α-λόγου – που συνεχίζεται,

καθώς ακούγονται οι πτώσεις με πάταγο των συμμετεχόντων  και στρέφεται πονηρά προς το κοινό:]

Προτού να φύγουμε από ’δω, ας ρίξουμε ένα βλέφαρο,

να δούμε οι χαμένοι, πως πήρανε την ήττα.

[Ο Φωτισμός εστιάζει στο σημείο όπου βρίσκονται οι 3 φιλόσοφοι]

Για κοιτάξτε εκεί στο πλάι  –στο ιγκόγνιτο νομίζω…-

Τους αναγνωρίζω: είναι

τρεις φιλόσοφοι που υπήρξαν, εραστές της Ουτοπίας

Πού ’φτασαν από παρόδους, χωριστές της ιστορίας

Για να μάθουνε το τέλος, τούτης εδώ της παροδίας.

Ένας είναι της εκκλησίας, και την ¨Πόλη του Θεού¨

είχε για ιδανικό του!

Ο άλλος σοσιαλιστής που τις τάξεις καταργούσε!

Και ο τρίτος, απ’ τους πρώτους, εραστές της Ουτοπίας

είναι ο Πλάτων ο μεγάλος, που είχε φτιάξει Πολιτεία

άψογη (μες το μυαλό του!)

Για να δούμε, πώς σχολιάζουν τ’ αποτέλεσμα της ψήφου…

 

Ρασοφόρος

Έλα τώρα φίλε Πλάτων και κατάκαρδα μην παίρνεις

της πλατείας τα τερτίπια, και του όχλου τις βουλές.

Άλλωστε εσύ δεν είπες, ότι μόνον οι σοφοί

γνώμες έχουνε ορθές κι όλα τ’ άλλα είναι σκιές;

[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]

Πλάτωνας

Έχεις δίκιο ρασοφόρε λίγο να με αποπαίρνεις.

Να σου πω όμως κι εγώ: Η δική σου ουτοπία

είναι εύκολη στα λόγια,

γιατί παίρνεις το Θεό, σαν εγγυητή για όλα.

Αλλά μήτε στον Θεό τους  

τούτοι εδώ πια δεν πιστεύουν…

[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]

Σοσιαλιστής

Τι να πω κι εγώ,  ω φίλοι, αιώνιοι συνοδοιπόροι!

Που ως τα χτες ήμουν στ’ απάνω, και σχεδόν χειροπιαστή

πρότεινα την Ουτοπία.

Κι όμως, έχω καταρρεύσει, έχω ιδρώσει κι έχω ρέψει…

[γκουπ, πτώση από τη σκηνή]

Πλάτωνας

Περπατήστε ω αδέλφια

Και αντάμα ας σκεφτούμε

Για μια ουτοπία νέα

Στους καιρούς ανθεκτική

Και ας πέσει η αυλαία!

 

[ Αυλαία]

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

 
Αρέσει σε %d bloggers: