Φύλλα του χαλκοπράσινου
Posted by vnottas στο 14 Φεβρουαρίου, 2013
Ήταν προχτές. Ο Ηλίας και η Μαρία με τα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, είχαν φορέσει τα κράνη τους, είχαν ιππεύσει τη 1200άρα στρίγκλα τους και είχαν ανηφορίσει στη πάνω Πόλη, να τα πούμε. Είχαμε τσίπουρο και κρασάκι και η Σόφη είχε σκαρώσει την μακαρονάδα των αγανακτισμένων καρβουνιάρηδων. Και τα ήπιαμε. Και ο Ηλίας έλεγε πως η νοσταλγία κατά κάποιο τρόπο δεν τον αφορά, και ρωτούσε εμένα τι κυρίως νοσταλγώ από τις χώρες του πέρα και του τότε. Και εγώ του έλεγα: τις επιθυμίες! Κι εκείνος έκανε ότι δεν καταλαβαίνει. Και οι γυναίκες κοίταγαν με τρόπο που υποδήλωνε ότι θα έπρεπε να φανεί ως κατανόηση. Και αφού είπαμε πολλά, την άλλη μέρα ο Ηλίας μου έστειλε τους (εκπληκτικούς και αδημοσίευτους) στίχους του που ακολουθούν… (πείτε μου τώρα εσείς…)
Φύλλα του χαλκοπράσινου μέσα μου
από δάση που περπάτησα μικρούλης
χωρίς διόλου να φοβάμαι
μέσα σε όνειρα πως ήμουν άλλος
και δήθεν έφευγα σε χώρες μαγικές
όπου φυσούσαν άνεμοι ασημένιοι και μιναρέδες είχανε
φτιαγμένους από κατακόκκινα φιλιά
Φύλλα πεσμένα που σας βλέπω
που προσπαθείτε με απόγνωση
στο γκρίζο μίζερων πεζοδρομίων
να δώσετε ελεημοσύνη μάταια,
αχ, νάσασταν ιπτάμενα χαλιά,
αντί να σας μαζεύουν το πρωί
εργάτριες του δήμου με φραπέ στο χέρι…
Πώς πέφτετε ξερά γαμώ τη τύχη μου;
ε, πώς;
Μου λέτε δήθεν
να περιμένω κι άλλη άνοιξη
αφού σας το ‘χω πει χίλιες φορές:
τίποτα δεν ανοίγει μπρος μου, τόσες Άνοιξες,
κι οι άλλοι γύρω μου έχουν παραιτηθεί.
Περίμενε, περίμενε, περίμενε
κοντεύω να γεράσω εξήντα χρόνια τώρα
με κοντό παντελονάκι και στα γόνατα πληγές
και να το παίζω πως μεγάλωσα
Πότε θα ’ρθει αυτός ο άνεμος
να με σκορπίσει σαν και σας,
ε πότε;
Κρυφτό να παίξουμε, κυνηγητό,
κλέφτες και αστυνόμοι,
Πότε στους ασημένιους μιναρέδες με τα κατακόκκινα φιλιά
πότε θα φτάσω;
ας μου πείτε….
Σχολιάστε