Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Μα πού πήγαν οι κηδείες οι παλιές;

Posted by vnottas στο 9 Ιανουαρίου, 2014

dia_de_los_muertos_esqueleto-28440


Είμαι της
άποψης που υποστηρίζει ότι γελάμε με ό,τι κατά βάθος φοβόμαστε: σε συλλογικό επίπεδο, για παράδειγμα, με τους τρελούς, τους γιατρούς, τις κακές πεθερές, τους βλάκες, και με τις κάθε λογής εξουσίες. Σε ατομικό επίπεδο τίποτα δεν εξορκίζει καλύτερα τον πόνο και το θάνατο, όσο το γέλιο. Αλλά και σε στοιχειωδέστερες καθημερινές καταστάσεις ισχύει το ίδιο: Ας πούμε πως βλέπεις κάποιον να σκουντουφλάει και να πέφτει. Το ¨μήνυμα¨ θα περάσει άμεσα από τους περίφημους νευρώνες ¨καθρέφτες¨ (εκείνους που αποτελούν τη βιολογική βάση της ταύτισης με τους άλλους, άρα και κάθε αλτρουισμού και κάθε κοινωνικής ή αισθητικής ¨συμμετοχής¨) που θα σε ταυτίσουν μαζί του και θα σε βάλουν αυτόματα σε κατάσταση στιγμιαίου συναγερμού (η γλίστρα μπορεί να απειλεί κι εσένα). Αλλά αμέσως μετά, όταν ο υπόλοιπος εγκέφαλος σε ειδοποιήσει ότι δεν κινδυνεύεις,  τότε το  γέλιο εκδηλώνεται ανακουφιστικά ιαματικό, βοηθώντας στην αποκατάσταση της ψυχραιμίας. Ίσως έτσι μπορέσεις να συντρέξεις αποτελεσματικότερα αυτόν που έπεσε.. Καταλήγω: το γέλιο κάνει καλό και το μαύρο είναι το πιο ιαματικό χιούμορ.

Ωραία. Τώρα, μετά απ’ αυτή την μικρή θεωρητική παρένθεση,  ας δούμε τι λέει ο Μπρασένς για τις κηδείες του παλιού καλού καιρού.

Σημείωση: Την ¨μακαρία¨ ομολογώ ότι δεν την ήξερα. Την βρήκα στο λεξικό. Υπάρχει, ως επιθανάτιο γεύμα (ρίξτε μια ματιά στον Μπαμπινιώτη).

[Μετά την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα, ακολουθούν τα βίντεο με τον Μπρασένς, με τον  Le Père Valdu (παπάς στην ενορία Notre Dame de Montcuq) το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά και, για να μείνουμε στο πνεύμα, Θεοδωράκης και Μποστ από  Χιώτη και Μπιθικώτση: Η Νήσος των Αζορών]

441745

Μα πού πήγαν οι κηδείες οι παλιές;

Παλιά  οι συγγενείς του κάθε τυχόν μακαρίτη

τους φίλους καλούσαν να κλάψουν παρέα στο σπίτι

«Αν θέλετε αντίο να πείτε στον πεθαμένο,

στη μνήμη του θα ‘χουμε απόψε τραπέζι στρωμένο».

Μα χάσανε πια οι ζωντανοί τη γενναιοδωρία

κι οι νεκροί του ξεπροβοδίσματος την ευκαιρία

Εδώ που τα λέμε αυτή βασικά ειν’ η αιτία

που για καιρό δεν πάτε / σε μια καθώς πρέπει κηδεία

και που δεν φάγατε εσχάτως  / καμία καλή ¨μακαρία¨

 *

Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;

Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,

που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές

και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.

Με τους κληρονόμους να κερνάν:

τεθλιμμένους, παπάδες,  σκαφτιάδες,  ακόμη και τα κοράκια…

Πια δεν υπάρχουν, παν’,

πια ξεπεράστηκαν,

τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και παπαδάκια…

Φύγαν για τα καλά,

δε θα γυρίσουν πια,

της νιότης τα μυστήρια

τα θεα-μα-τικά!

*

Όλες οι νεκροφόρες διαθέτουνε πια μηχανές

και τους μακαρίτες μπορούν να τους παν όπου θες,

αυτοί όμως τώρα δε βλέπουν, δεν χασκογελούν

με τους κληρονόμους στις λάσπες να παραπατούν…

Πατώντας τέρμα το γκάζι προχτές κάτι τύποι,

αντί τον δικό τους να παν στο στερνό του το σπίτι,

με φόρα στη θάλασσα βούτηξαν απ’ την προκυμαία

και στα θυμαράκια πήγαν / όλοι μαζί παρέα

και στα θυμαράκια έτσι / κατάληξαν όλοι παρέα

*

Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;

Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,

που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές

και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.

Με τους κληρονόμους να κερνάν:

τεθλιμμένους, παπάδες,  σκαφτιάδες, μ’ ακόμη και τα κοράκια…

Πια δεν υπάρχουν, παν’,

πια ξεπεράστηκαν,

τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…

Φύγαν για τα καλά,

δε θα γυρίσουν πια,

της νιότης τα μυστήρια

τα θεα-μα-τικά!

*

Αν είναι να με ξαποστείλουν χωρίς τσιριμόνιες

και χωρίς τελετές να βρεθώ στις μονές τις αιώνιες

τότε δεν ξέρω και τη ταφή, μου, τι να την κάνω

ας πνιγώ, ας καώ, ή, άμα λάχει, ας μην πεθάνω…

Ω, ας γυρίζανε οι καιροί των καλοπεθαμένων

των μακαρίων και των κατά-ευχαριστημένων

τότε που σκέπτονταν όλοι «αν είν’ εδώ να πεθάνω»

τουλάχιστον ας πάω / κάπου παραπάνω

τουλάχιστον ας πάω / κάπου από εδώ παραπάνω

*

Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;

Με (τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,

που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές

και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και θρεμμένες.

Με τους κληρονόμους να κερνάν:

τεθλιμμένους, παπάδες,  σκαφτιάδες, μ΄ ακόμη και τα κοράκια…

Πια δεν υπάρχουν, παν’,

πια ξεπεράστηκαν,

τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…

Φύγαν για τα καλά,

δε θα γυρίσουν πια,

της νιότης τα μυστήρια

τα θεα-μα-τικά!

funerale-t64791

Georges Brassens – Les funérailles d’antan

Le Père Valdu – Les funérailles d’antan

Les funérailles d’antan

Jadis, les parents des morts vous mettaient dans le bain,

De bonne grâce ils en faisaient profiter les copains:

«Y a un mort à la maison, si le cœur vous en dit,

Venez le pleurer avec nous sur le coup de midi…»

Mais les vivants d’aujourd’hui ne sont plus si généreux,

Quand ils possèdent un mort ils le gardent pour eux.

C’est la raison pour laquelle, depuis quelques années,

Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.

Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.

*

Mais où sont les funérailles d’antan?

Les petits corbillards, corbillards, corbillards, corbillards,

De nos grands-pères,

qui suivaient la route en cahotant,

Les petits macchabées, macchabées, macchabées, macchabées,

Ronds et prospères…

Quand les héritiers étaient contents,

Au fossoyeur, au croque-mort, au curé, aux chevaux même,

Ils payaient un verre.

Elles sont révolues,

elles ont fait leur temps,

Les belles pom, pom, pom, pom, pom, pompes funèbres,

On ne les reverra plus,

et c’est bien attristant,

Les belles pompes funèbres de nos vingt ans.

*

Maintenant les corbillards à tombeau grand ouvert

Emportent les trépassés jusqu’au diable Vauvert,

Les malheureux n’ont même plus le plaisir enfantin

De voir leurs héritiers marron marcher dans le crottin.

L’autre semaine, des salauds, à cent quarante à l’heure,

Vers un cimetière minable emportaient un des leurs…

Quand sur un arbre en bois dur, ils se sont aplatis

On s’aperçut que le mort avait fait des petits.

On s’aperçut que le mort avait fait des petits.

*

Plutôt que d’avoir des obsèques manquant de fioritures,

J’aimerais mieux, tout compte fait, me passer de sépulture,

J’aimerais mieux mourir dans l’eau, dans le feu, n’importe où,

Et même à la grande rigueur, ne pas mourir du tout.

O, que renaisse le temps des morts bouffis d’orgueil,

L’époque des mas-tu-vu-dans-mon-joli-cercueil,

Où, quitte à tout dépenser jusqu’au dernier écu,

Les gens avaient le cœur de mourir plus haut que leur cul.

858534000

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

 
Αρέσει σε %d bloggers: