Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Έπεα ραντισμένα

Posted by vnottas στο 12 Ιουνίου, 2014

Ήτανε μέρα Κυριακή, μεσημεράκι. Σκόρπιες ξαφνικές ριπές ανέμου και το μπουρίνι έριχνε κουβάδες νερό (τον ένα πίσω από τον άλλο με ασυνεχή τρόπο) πάνω στις λαμαρίνες των δυο αυτοκινήτων που προσπαθούσαν να βγουν από τη Θεσσαλονίκη τραβώντας προς τα νότια. Μπροστά πήγαινε ο Ηλίας και η Μαρία. Ο Ηλίας είχε ξαναπάει στη παραθαλάσσια ταβέρνα με τη ¨σερβιτόρα που εξαφανίζεται πίσω απ την κουρτίνα¨ κι ήξερε το δρόμο. Πίσω εγώ οδηγώντας τσαλαβουτηχτά τον ¨Χοντρό¨ μαζί με τη Σόφη και τον Νίκο με την Ιωάννα, κοντά μας τις μέρες εκείνες. Όπου, που λέτε, φρενάρει ο Ηλίας   έξαφνα μπροστά μου δεξιά. Σταματάω κι εγώ παραπίσω και τον βλέπω να κατεβαίνει, να πλησιάζει το παράθυρο του συνοδηγού και να δίνει στον Νίκο χαρτί τυλιγμένο σε κύλινδρο και ασφαλισμένο με κόκκινη κορδέλα. Μετά τρέχοντας για να προφυλαχτεί από το κατεβατό επιστρέφει στο αμάξι του και βάζει μπρος.  Λίγο αργότερα φτάσαμε στη ¨σερβιτόρα¨ όπου μας περίμεναν ο Φάνης και η Μαρία. Καθησαμε έξω, η μπόρα σταμάτησε και το τσίπουρο ήταν καλό.

Το χαρτί έγραφε τα εξής:

2822D

Αλλάχ ου ακμπάρ…

Επειδή είμαι ηττημένος κατά κράτος

οριζοντίως και καθέτως

επί δεκαετίες οργισμένος είμαι.

Κάποιες νύχτες

όταν το μίσος κάνει κόκκινο το μυαλό μου

για εντελώς συγκεχυμένους λόγους

βγαίνω έξω μ ένα σπουδαίο

κοφτερό κυρτό μαχαίρι

και σφάζω λάστιχα ακριβών αυτοκινήτων

ή μια γραμμή τραβάω

από τη μία άκρη ως την άλλη

της τσίλικης μοντέρνας λαμαρίνας…

Ω τι ωραία που είναι

να σκέφτομαι την άλλη μέρα

τον καθώς-πρέπει κύριο

που θ’ αντικρύσει το τέλειο  κωλάμαξο του

σημαδεμένο με βαθιές γραμμές…

Και χέστηκα για αυτούς που βρίσκουν

αυτή τη πράξη βάρβαρη ή κομπλεξική.

Εξάλλου πάντα ήμουνα κομπλεξικός από μικρός

πιστεύοντας πως είμαι λύκος

και κάθε που ερχότανε πανσέληνος

ήθελα να ουρλιάζω σ’ ένα πατέρα που δεν έχω

γιατί εξαφανίστηκε σε κάποια νεφελώματα

του σύμπαντος

που δεν μπορεί ούτε ο Χαμπλ να δει

ούτε το τηλεσκόπιο Αρεσίμπο…

Μονάχος είμαι

και έχω μέσα μου δεκάδες άλλους

που το κουμάντο κάνει ένας Αραβας

μ’  ένα καμπυλωτό δαμασκηνό σπαθί.

τον έχω δει να κατασφάζει τους αγγέλους μου

τον έχω δει αγριεμένο να μου φωνάζει ‘βούλωστο’

Όμως όταν γυρνώ τις νύχτες

απ’ τους βανδαλισμούς των ακριβών αυτοκινήτων

κάθεται ήρεμος, χαιδεύει τη γενειάδα του

χαμογελάει και μου λέει

‘Αλλάχ ου ακμπάρ…’

ΥΓ Αν είναι αλήθεια ότι τα καλλιτεχνικά μηνύματα ολοκληρώνουν την διαδρομή τους ανοικτά στις υποκειμενικές/προσωπικές αποκωδικοποιήσεις του καθε  ¨αναγνώστη¨, τότε το παραπάνω έξοχο ποίημα του Ηλία Κουτσούκου,  θα ανακαλεί  (μαζί με άλλα που τα κρατάω για μένα) λόγια ραντισμένα από χοντρές ψιχάλες βροχής με γεύση τσίπουρου, καθώς και την ανάμνηση μιας εφηβικής συλλογής καμωμένης από (αποκολλημένα) σήματα αυτοκινήτων.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

 
Αρέσει σε %d bloggers: