Μοναχικός δίκυκλος ταξιδευτής ΙΙΙ
Posted by vnottas στο 1 Φεβρουαρίου, 2015
Αφηγείται ο φίλος Βασίλης (Μεταλλινός)
INDIA 2
Ταξιδιωτικές ιστορίες σε stand up συσκευασία.
Δεν περιέχουν γλουτένη.
Package no3
7 το πρωί. Καραβίσιος, παστέλι, ανοιγμένος Lonely Planet στην επαρχία Haryana. Προορισμός το Chandigarh (κοινή πρωτεύουσα του Punjab και Haryana), γύρω στα 275 χλμ. και βλέπουμε…
7.30′ είμαι στο δρόμο. Η κίνηση είναι εφιαλτική και με ακραίο κυκλοφοριακό αυτισμό. Στόχος να βγώ απ’ το Δελχί και να πιάσω την θρυλική Grand Trunk road, έναν από τους αρχαιότερους δρόμους που συνέδεε το Μπαγκλαντές με το Πακιστάν. Δεν χρησιμοποιώ gps από την εποχή του …»στρατηγού ανέμου» και σε κάθε φανάρι φωνάζω σε αυτοκίνητα και μηχανάκια …»Chandigarh!» και «Grand Trunk!» Ακολουθώ το νεύμα κι όπου βγεί…
Χάνομαι σε πλατείες… Ξαναμπαίνω μαγικά στο παιχνίδι! Με μισοάδειο σακίδιο στην πλάτη, πάνω στην χαμηλή κι ελαφριά Bullet, χωρίς βαλίτσες και με θόρυβο να προκαλεί έξαρση στα κράσπεδα, αντέχω στις σφήνες και τα κλεισίματα των Ινδών, που οδηγούν σαν ημιπαράφρονες καμικάζι καθέτου εφορμήσεως.
Κατά τις 9 παρά, βγαίνω στον αυτοκινητόδρομο, με τον τσαμπουκά περντέ πιλάφ! Βρίσκομαι μόνος, σε αμηχανία μπροστά στο άγνωστο, που δεν καταδέχεται υπερφίαλες κομπορρημοσύνες και ντελίβερι ταξιδιωτικών ριπόρτς μοτοσυκλετιστικού body building.
Ανοίγω το γκάζι, συγκεντρώνομαι στην οδήγηση κι αρχίζω να νοιώθω το ταξίδι με όλους τους πόρους του κορμιού μου…
…όταν ένα σαράβαλο φουργκόν -καμιά 50αριά χλμ πριν τη Chandigarh- με κλείνει ξαφνικά από τα δεξιά, αγγίζω τη μανέτα του φρένου κόβοντας ελαφρά προς τ’ αριστερά, πατάω μια φρέσκια σβουνιά και γλυστρώντας βγαίνω στο χωμάτινο έρεισμα του δρόμου. Σ’ εκείνο το σημείο το έδαφος είναι αμμώδες και κατηφορικό. Πέφτω στ’ αριστερά με μικρή ταχύτητα. Με την κλήση του εδάφους προς τα χωράφια και τη βοήθεια των προστατευτικών σιδεριών, η μηχανή τουμπάρει, σπάνε τα καθρεφτάκια και στραβώνει η μανέτα του συμπλέκτη.
Ξαφνιασμένος και σε φάση ψαϊκολότζικαλ κολάψους, βρίσκομαι ο μισός κάτω από τη μηχανή. Τραβιέμαι απότομα γιατί βλέπω από το καπάκι του ντεπόζιτου να τρέχει η βενζίνη κρουνηδόν. Σηκώνω τη μηχανή και την στηρίζω στον πλαγιοστάτη. Δεν έχει σταματήσει κανένας οδηγός… Ευτυχώς δεν χρειάζεται.
Με τρεμάμενο χέρι πατάω το κουμπί της μίζας. 3-4 μιζιές και τελικά παίρνει μπροστά. Βάζω και μια ταχύτητα. Όλα καλά και με τον συμπλέκτη. Σβήνω. Αυτή η ελευθεριάζουσα αντίληψη των Ινδών, για την χρήση των λωρίδων κυκλοφορίας και την προτεραιότητα, έχει πλέον ξεφύγει από τη σφαίρα του φολκλόρ κι αρχίζει ν’ αγγίζει τις παρυφές της εγκληματικής πράξης με ενδεχόμενο δόλο.
Ξέρω ότι κάνω το καλύτερο δυνατό. Ξέρω ότι δεν έφταιγε το κλείσιμο του Ινδού, αλλά η γκαντεμιά να πατήσω πάνω στον ελιγμό, την φρέσκια ήδη πατημένη σβουνιά. Ξέρω απ’ το προηγούμενο ταξίδι μου στην Ινδία, όλες τις …στάσεις του οδηγικού σεξ στην κυκλοφοριακή παρτούζα. Ξέρω ότι πρέπει να κρατήσω ζεστά τα ταξιδιωτικά ρεφλέξ και να ολοκληρώσω αυτό που άρχισα…
Τα πράγματα είναι απλά. Οι δρόμοι της Haryana, Punjab, Himachal Pradesh και Uttar Pradesh είναι μπροστά μου…
«Σκούπισε τα πόδια σου και πέρασες» είπα μέσα μου …κατά το Παντελίδειον στιχούργημα, τινάζοντας τις σκόνες και τα χώματα απ’ τα μπατζάκια του παντελονιου και πατάω τη μίζα…
Είμαι πάλι στον Grand Trunk road. Έναν δρόμο όπου οι κανόνες οδήγησης είναι βγαλμένοι από την ζούγκλα του Βόρνεο…
Θέλω διακαώς έναν καραβίσιο να στανιάρω από το σοκ αλλά δεν είμαι σε καλό το σημείο.
2-3 χιλιόμετρα παρακάτω σταματάω σ’ ένα από τα κλασικά ημιυπαίθρια εστιατόρια του δρόμου.
Μπουρμπουριστά καζάνια, τηγάνια να τσιρτσιρίζουν με διάφορες λαχανοκροκέτες, τεράστια τηγάνια με noodle, αχνιστά φακόρυζα, σάλτσες και μυρωδιές από μπαχάρια να σΕ φεύγει ο τάκος…
Καμιά 15αριά φορτηγατζήδες περιμένουν να σερβιριστούν σ’ έναν μεγάλο πάγκο. Μπαίνω στη σειρά, γράφοντας σε στρατηγικό σημείο την ταξιδιωτική μου δίαιτα με ξηρούς καρπούς και παστέλια, αποφασισμένος να «την κάνω» χορτάτος άμα το αποφάσιζαν οι επουράνιοι εισαγγελείς Βράχμα, Βισνού και Σίβα…
Δείχνω -με κανιβαλίζουσα διάθεση- στον Ινδό μάγειρα μια στίβα με λαχανοκροκέτες κι ένα δίσκο με το κλασικό thali. Κάθομαι σ΄ενα ξύλινο τραπέζι στην αυλή κι εξαφανίζω τα πάντα απ’ τα πιάτα μου, σ’ ένα άναρχο σαβούρωμα.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία ρέουσας ταξιδιωτικής περιπλάνησης. Eικόνες που αποτελούν μαγιά για ατέρμονες ταξιδιωτικές, φιλοσοφικές και υπαρξιακές συζητήσεις. Εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο όμως, να μεταφέρει κανείς το κλίμα και την ατμόσφαιρα. Όπως το 2013 με το Νεπάλ και την Ν. Ινδία, έτσι και σ’ αυτό το ταξίδι διαπιστώνεις το «αμετάδοτον» της εμπειρίας.
Στάση, διανυκτέρευση στο Chandigarh. Την επομένη, ενώ βρίσκομαι δίπλα στο Himachal Pradesh, βλέπω τον καιρό να μου δείχνει ότι προλαβαίνω να πάω πρώτα στο πνευματικό κέντρο των Σιχ, το Amritsar. Γύρω στα 230 χλμ. Έμεινα 2 βράδια.
Ανοίξτε και κανα χάρτη στο ιντερνέτ… Μη τα κάνω όλα εγώ…
Από το Amritsar μέσω Pathankot συνεχίζω για Dharamsala. Έχω κλείσει guesthouse για 2 βραδιές 9 χλμ μακριά στο MacLeod Ganj -στη Μικρή Lhasa- ένα μικρό χωριουδάκι στα 2100 μέτρα υψόμετρο, με Θιβετιανό πληθυσμό. Εκεί βρίσκεται και η κατοικία του Δαλάι Λάμα.
Από εκεί οδηγώντας στους στενούς δρόμους των Himalayas συνεχίζω να διανυκτερεύω σε μικρά χωριουδάκια μέχρι το Μanali.
Στο old Manali, που αποπνέει μια ρομαντίλα χίπικης αξέχαστης εποχής, τα πάντα είναι κλειστά από το τέλος Οκτωβρίου γιατί αγριεύει ο καιρός και βρίσκω ένα guesthouse σ’ ένα ήσυχο μέρος πίσω από το main bazaar.
Όλες αυτές τις μέρες οι θερμοκρασίες στα Himalayas παίζανε μεταξύ 14 max και 5 min. Στο Manali ήδη είχε πέσει κάτω από τους 7 max με 0 το βράδυ. Σημειωτέον ότι κανένα guesthouse δεν έχει θέρμανση.
Η εξαιρετική παρέα με έναν Τούρκο πιανίστα jazz και δυό ανατομικές βόμβες Καναδικής προέλευσης, ήταν η αιτία να παραμένω επ’ αόριστον στο Μanali. Τις Καναδέζες τις είχα συναντήσει στο Macleod Ganj, όπου έκαναν yoga και μαθήματα θιβετιανής κουζίνας δίπλα στο guesthouse που έμενα. Ταξίδευαν με λεωφορεία και τρένα. Ο Τούρκος ήταν επαγγελματίας μουσικός κι έτυχε να έχει συνεργαστεί με τον Bulent Ortacgil και την Jehan Barbur των οποίων είμαι σκληρός φαν.
Μέχρι που ένα πρωί -γύρω στις 11- ενώ είχαμε ραντεβού σ’ ένα τσαγάδικο, άρχισε ξαφνικά να χιονίζει. Το accuweather το ‘λεγε, εγώ δεν το άκουγα… Όταν μιλάμε για νιφάδες, εννοούμε τούλια ολόκληρα από μπομπονιέρες. Σε μισή ώρα ασπρίζουν τα πάντα. Περιμένω 20 λεπτά στο καφέ κι ακόμα δεν έχει έρθει κανείς. Τα ραντεβού με τα ζωντανά θαυμαστικά είναι πάντα λάρτζ. Ο Τούρκος είχε πάει να παζαρέψει ένα σιτάρ σ΄ένα σπίτι ενός Ινδού. Βλέπω να το στρώνει γερά και τρέχω σαν τρελλός στο guesthouse. Ο δρόμος γλιστράει, με πούδρα κοντά στους 5 πόντους και κάνει και ψοφόκρυο! Βάζω διπλά σλιπάκια, διπλά t shirts, ψιλή μπιτζάμα από το bazaar (έχω ξεχάσει στην ελλάδα τα ισοθερμικά), μπλουτζίν κι από πάνω το Spidi.
Διπλά πουλόβερ και το δερμάτινο Dainese. Δεν έχω αδιάβροχα γιατί δεν προβλέπονταν πουθενά βροχή στα μέρη που επισκεπτόμουν. Ψάχνω να πληρώσω τον ιδιοκτήτη του guesthouse, ένα μούτρο που όταν μου έδειξε το δωμάτιο, μου άφησε στο τραπέζι έναν μπάφο κι ένα μικροσκοπικό κουτάκι με σαφράν για καλά ντουζένια και δυνατό σεξ όπως μΕ είπε… «Δείγμα δωρεάν…»
Σκουπίζω τη μηχανή και κατεβαίνω άρον-άρον προς το main bazaar όπου βρίσκονταν ο σταθμός των λεωφορείων, ταξί κλπ. Παίρνω από πίσω ένα πούλμαν που μόλις ξεκινούσε και πατάω στις ροδιές του. Τα πάντα έχουν ασπρίσει και με τα βίας ο δρόμος κρατιέται με ανακατεμένο λασπωμένο χιόνι που αν δεν φρενάρεις, σε κρατάει ακόμα στο δρόμο.
Πέρασε ένα εφιαλτικό δίωρο, με τις τρελές στάσεις εξ αιτίας ντελαπαρισμένων αυτοκινήτων, για να κατέβω περίπου στα 1000 μέτρα υψόμετρο στο Mandi, όπου οι δρόμοι ήταν τελείως στεγνοί. Σταματάω ταλαιπωρημένος και με ψυχολογία ποδήρη για ένα τσάι και συνεχίζω για Panchkula, να στεγνώσω και να διανυκτερεύσω.
Τις τελευταίες μέρες έφαγα πολύ κρύο και το μόνο πράγμα που είχα στο μυαλό μου ήταν να κατευθυνθώ προς νότο για να ζεσταθώ…
Το βράδυ τηλεφωνώ για να βρω την παρέα. Ο ξενοδόχος τους με πληροφόρησε ότι οι Καναδέζες έφυγαν με βραδυνό λεωφορείο για Δελχί κι ο Τούρκος ήταν άφαντος.
Τρώω μια ζεστή θιβετιανή σούπα και vegetarian momos, βάλσαμο τη γαστέρα, σ’ ένα μικροσκοπικό Tibetan restaurant. Μπύρα ούτε για δείγμα. Λες και ζούμε στη ποτοαπαγόρευση…
Το κρύο είναι αφόρητο στο απερίγραπτο δωμάτιο. Πληρώνω περίπου 6 ευρώ για να μου δώσει ο ξενοδόχος μια ηλεκτρική σόμπα… Όσο το ενοίκιο του δωματίου. Ευτυχώς μου βόλεψε τη μηχανή σε μια αυλή στο απέναντι κτίριο.
Aνοίγω τον Lonely Planet. Έπρεπε να βρω κάποιον προορισμό για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Με ανοιχτό το φως και το βιβλίο στο στήθος μΕ κολλάει το υπνόσημο στη γκλάβα…
…zzzzzzzzzzzzzzzzzzzzzzz
Σχολιάστε