Ο Εύελπις ο Μεγαρεύς γράφει… (ΙΙ)
Posted by vnottas στο 11 Φεβρουαρίου, 2015
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της ¨Εισαγωγής¨ στο μυθιστόρημα με ιστορικές αναφορές και (προσωρινό) τίτλο ¨Κύλικες και Δόρατα¨.
Σημείωση: Στην εισαγωγή αλλά και στην υπόλοιπη αφήγηση, παρουσιάστηκε το γνωστό πρόβλημα των υποσημειώσεων: Φτιαγμένες για να προσφέρουν συμπληρωματικές εξηγήσεις, (εδώ για να αγκυρώσουν τον μύθο στο ιστορικό πλαίσιο) συχνά κόβουν το νήμα της ανάγνωσης, μπερδεύουν και ενοχλούν. Σε ένα επιστημονικό δοκίμιο κάτι τέτοιο είναι συγχωρητέο αν όχι αναγκαίο κακό. Σε μια μυθοπλασία όχι. Ομολογώ ότι στα προηγούμενα μυθιστορήματα (Το πολυτεχνείο τρέμει, ΜΠΑ!) χρησιμοποίησα τις υποσημειώσεις κυρίως για να τις σατιρίσω. Τις έβαζα εδώ κι εκεί ως σουρεαλιστική γαρνιτούρα. Στην ειδική όμως περίπτωση του αφηγήματος με ιστορικές αναφορές (όπως φιλοδοξεί να γίνει αυτό εδώ) η χρήση των υποσημειώσεων απαιτεί (τουλάχιστον) διευκρινίσεις.
Διευκρινίζω λοιπόν ότι ειλικρινά δεν ξέρω αν θα υιοθετήσω τελικά τις υποσημειώσεις για να συνδέσω την πλοκή με το ιστορικό πλαίσιο ή αν θα φτιάξω ένα ξεχωριστό ¨παράρτημα¨ με τις απαραίτητες συμπληρωματικές πληροφορίες. Πάντως, μάλλον θα κρατήσω μερικές στο κάτω μέρος της σελίδας για να δώσω την μετάφραση στη νεοελληνική ορισμένων ¨ξεχασμένων¨ λέξεων της αρχαίας ή της κοινής ελληνικής, λέξεις που μου χρειάζονται για να δώσω στις περιγραφές άρωμα ιστορίας. Δεν αποκλείω εξ άλλου το περιεχόμενο ορισμένων υποσημειώσεων να είναι εξ ολοκλήρου φανταστικό.
Β. Νόττας
Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση)
Κύλικες και δόρατα
(Η συνέχεια και το τέλος της εισαγωγής)
Α.5 Ο Εύελπις κάνει μνεία στα τελευταία γεγονότα πριν την έναρξη της εξόρμησης κατά των Περσών
Στο τριετές χρονικό διάστημα ανάμεσα στην εκφώνηση των ύστατων δημόσιων ομιλιών του Ισοκράτη και την επιστροφή του Αριστοτέλη στην Αττική, συνέβησαν αλλεπάλληλα γεγονότα, τα οποία είχαν αποφασιστικές επιπτώσεις στις μετέπειτα εξελίξεις. Θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να αναφερθώ συνοπτικά στα σημαντικότερα από αυτά: Τη μάχη της Χαιρώνειας, την Πανελλήνια κοινή Συνεδρία των Ελλήνων στην Κόρινθο και τη δολοφονία του βασιλέα Φιλίππου.
Κατ’ αρχήν, παρά τις παραινέσεις που περιέχονταν στους τελευταίους λόγους του Ισοκράτους και υπό τη σαγηνευτική επίδραση των αγορεύσεων του ρήτορα Δημοσθένη του Παιανιέα, οι Αθηναίοι συνασπισμένοι με το Κοινό των Θηβαίων και άλλες πόλεις, επιτέθηκαν κατά του Φιλίππου. Οι Μακεδόνες είχαν, βέβαια, ήδη προσπεράσει τις Θερμοπύλες, ανακαλώντας στους νότιους Έλληνες αμφίσημες μνήμες. Στο σημείο αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι ο Δημοσθένης του Δημοσθένους ο Παιανιεύς, αν και υιοθετούσε απόψεις που αντιπολιτεύονταν τις δικές μας, και ήταν οπαδός διαφορετικής ρητορικής τεχνικής, ήταν και είναι ένας ρήτορας πρωτοφανούς δεινότητας. Οι Αθηναίοι λοιπόν πείσθηκαν να επιτεθούν και η σύγκρουση έλαβε χώρα στη Χαιρώνεια. Στη μάχη θριάμβευσαν οι Μακεδόνες.
Όμως στη συνέχεια δεν ακολούθησαν ούτε σφαγές ούτε καταστρεπτικά μέτρα κατά των ηττημένων. Αντίθετα, συνέβη εκείνο που ο σχεδόν εκατοντάχρονος Ισοκράτης -ο οποίος διάβηκε τον Αχέροντα λίγο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας- είχε σφόδρα επιθυμήσει, αλλά δεν πρόλαβε να δει: Σε πανελλήνιο συνέδριο στην Κόρινθο αφού πρώτα αναγνωρίζεται από τους νικητές η ανεξαρτησία των ηττημένων πόλεων, δημιουργείται πανελλήνιος συνασπισμός. Η ηγεσία των κοινών στρατευμάτων ανατίθεται στους ισχυρότερους των ελλήνων, τους Μακεδόνες, οι οποίοι αναλαμβάνουν να συντονίσουν την εκστρατεία για την απελευθέρωση των μικρασιατικών ελληνικών πόλεων από την περσική επικυριαρχία.
Μετά το συνέδριο, ο Φίλιππος επιστρέφει στην Πέλλα ως πανελληνίως αναγνωρισμένος ηγέτης[1], αλλά, προτού προλάβει να αρχίσει τις προετοιμασίες της εκστρατείας, δολοφονείται κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου της κόρης του Κλεοπάτρας.
Στη πόλη των Αθηνών κυκλοφόρησαν τότε διάφορες εκδοχές για την δολοφονία αυτή. Άλλοι μίλησαν για πολιτική σκευωρία, άλλοι για κίνητρα που ανάγονταν σε ζηλοτυπίες στο εσωτερικό της μακεδονικής αυλής, ενώ πολλοί απέδωσαν την ευθύνη σε περσικό δάκτυλο, υπενθυμίζοντας τις αναλογίες ανάμεσα στη δολοφονία του Φίλιππου και εκείνη του Θεσσαλού βασιλιά Αίσονα. Είναι σε όλους γνωστό ότι ο Αίσονας δολοφονήθηκε κατ’ εντολήν των Περσών όταν αυτοί πληροφορήθηκαν ότι σχεδίαζε πανελλήνια εκστρατεία κατά της Αυτοκρατορίας.
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες αμφισβητήσεις όσον αφορά στη διαδοχή. Ο Αλέξανδρος ανακηρύσσεται βασιλεύς και αμέσως, με ακόμη μεγαλύτερη ζέση, αναλαμβάνει την προετοιμασία της εκστρατείας προς την Ανατολή, αρχίζοντας με την εξασφάλιση των βορείων συνόρων. Πράγματι, πλαισιωμένος και από τα νότια στρατιωτικά σώματα που προέβλεπε η συμφωνία της Κορίνθου, εκστρατεύει με επιτυχία ενάντια στις επικίνδυνες φιλοπόλεμες φυλές, από την ορεινή περιοχή των Ιλλυρίων έως την νότια όχθη του μεγάλου πλωτού ποταμού Ίστρου.
Εν τω μεταξύ, ο Αριστοτέλης του Νικομάχου αποφάσισε ότι έφτασε ο καιρός να επιστρέψει στην πόλη των φιλοσόφων. […]
Α.6 Ο ενήλικος πλέον Εύελπις παίρνει αποφάσεις για το μέλλον
Όταν ο Αριστοτέλης έφτασε και πάλι στο Άστυ των Αθηνών ύστερα από απουσία δώδεκα χρόνων, ο Ευρύνους, συνομήλικος και οικείος του από παλιά, τον συνάντησε, τον καλωσόρισε και είχε μαζί του μακρά συνομιλία.
Εγώ ήμουν τότε νεαρός άνδρας είκοσι και ενός ετών. Εκτιμούσα την κοινωνία των Αθηναίων, αν και, παρά το ότι είχα πολλούς φίλους ανάμεσα στους νέους γηγενείς ευπατρίδες, δεν ήμουν πλήρως ενσωματωμένος σε αυτήν. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι ως Μεγαρεύς δεν θα μπορούσα να θεωρηθώ ο πιο κατάλληλος για αφομοίωση στην κυριότερη πόλη των Ιώνων, αλλά και στο ότι, ακόμη κι εγώ ο ίδιος –επηρεασμένος ενδεχομένως από τις παραινέσεις του Ευρύνου και του Ισοκράτους- ήθελα να πιστεύω ότι ανήκω σε μια νέα, πανελλήνια αριστοκρατία, ουσιαστικά ανώτερη από τις τοπικές, ακόμη και από τη αθηναϊκή, την τόσο σπινθηροβόλο και ποικιλόμορφη.
Μία άλλη αιτία για την σχετική απομόνωσή μου από την κοινή δημόσια ζωή της πόλης, αιτία που ως Δωριεύς κατανοούσα και κατά βάθος συμμεριζόμουν, ήταν ότι δεν μπορούσα να συμμετάσχω στις πολεμικές επιχειρήσεις των Αθηναίων με την ιδιότητα του πολίτη, αλλά μόνον, εάν το επιθυμούσα ιδιαίτερα, ως μισθοφόρος. Αλλά δεν το επιθυμούσα. Μπορεί να γυμναζόμουν και να ασκούμουν κανονικά στις τέχνες του πολέμου, αλλά αποστρεφόμουν την ιδέα ότι η συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε πολεμική διένεξη -και πολύ περισσότερο στις μεταξύ ελλήνων, εμφύλιες συγκρούσεις, θα μπορούσε να έχει ως κίνητρο τη χρηματική αμοιβή.
Από την άλλη πλευρά τον καιρό εκείνο, -δεδομένου ότι, όπως οι παιδαγωγοί μου συχνά υποστήριζαν, η ανθρώπινη φύση υφίσταται αντιφατικές ροπές- πρέπει να ομολογήσω ότι ήμουν απολύτως γοητευμένος από δύο πράγματα.
Το ένα ήταν η σαγήνη που ασκούσε πάνω μου η ανάγνωση. Όντως, παρά το ότι σπούδαζα ρητορική σε μια πόλη που εθεωρείτο μοναδική σε αυτό το είδος επικοινωνίας, και παρά το ότι βρισκόμουν πλάι σε ορισμένους από τους καλλίτερους χειριστές του προφορικού λόγου όλων των πόλεων και όλων των εποχών, εγώ ήμουν ερωτευμένος με τον ακινητοποιημένο γραπτό λόγο, που εντρυφούσε σε τόσο διαφορετικά θέματα, και που ήταν για μένα όχημα όχι μόνο γνώσεων, αλλά και ταξιδιών σε τόπους συναρπαστικούς, έως τότε άγνωστους.
Το άλλο που με γοήτευε τότε, ήταν κι αυτό ένα σύνολο από υπερβάσεις. αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την πόλη των Αθηνών. Υπερβάσεις σχετικές, όχι τόσο με τον νου, όπως η ανάγνωση των συγγραφών, όσο με την ικανότητα του να αισθάνεται και να συναισθάνεται κανείς ο, τι ενδεχομένως υπάρχει πέρα από τα κοινά καθημερινά βιώματα. Υπερβάσεις εφικτές με τη συνδρομή των τεχνών του κάλλους, της μίμησης και του θεάτρου. Υπερβάσεις σχετικές με την υποβλητικότητα των αθηναϊκών αρχιτεκτονημάτων, με την μέθεξη των εορταστικών τελετών και, ακόμη, έσχατον μεν, ουκ έλασσον δε, εφικτές χάρη στη συναναστροφή με εκείνη την σπάνια κατηγορία των ωραίων, καλλιεργημένων, και φιλόμουσων γυναικών, που οι Αθηναίοι αποκαλούν ¨εταίρες¨. Υπερβάσεις που απ’ ο, τι γνωρίζω, μόνο η Αθηναϊκή Δημοκρατία προσέφερε τόσο απλόχερα και τόσο χειροπιαστά στους κοινωνούς της.
Όσο όμως ελκυστικά κι ήσαν όλα αυτά, φτάνοντας στην πλήρη ανδρική ηλικία έπρεπε να πάρω οριστικότερες αποφάσεις. Το είχα ήδη συζητήσει με τον γεννήτορα, αλλά να που είχα την ευκαιρία, όχι μόνο να έχω ακόμη μια έγκυρη γνώμη, αλλά, ίσως, και μια πολύτιμη συμβολή στην υλοποίηση μιας νέας πορείας. Παρακάλεσα λοιπόν τον Ευρύνου να φροντίσει να συναντήσω κι εγώ τον παιδαγωγό του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα, τον Αριστοτέλη.
[…]
Α.7 Η αναχώρηση
[…] Ο Δημάδης είχε καταφέρει να απαλλαγεί από τα παλιά του χρέη[2] και η πόλη των Αθηνών είχε γλιτώσει από τις κυρώσεις για την τελευταία της παρασπονδία. Η πόλη των Θηβών όχι. Οι αγγελιοφόροι και οι κατάσκοποι μετέφεραν ότι στην πρωτεύουσα πόλη των Βοιωτών, το μόνο σπίτι που έστεκε ακόμη όρθιο χωρίς να καπνίζει, ήταν εκείνο του ποιητή Πινδάρου. ¨Οι Μακεδόνες εκτιμούν τουλάχιστον την υμνητική ποίηση¨, σχολίαζαν τώρα πικρόχολα ορισμένοι ευπατρίδες. Αλλά πλέον στο Άστυ η περιρρέουσα κατάσταση είχε αλλάξει και οι Αθηναίοι ξανάρχισαν εσπευσμένα τις προετοιμασίες για τη συμμετοχή τους στην κοινή εκστρατεία.
[…]
Στον αμαξιτό δρόμο που παρέτρεχε το βόρειο σκέλος των Μακρών Τειχών συνωστίζονταν οχήματα, ιππείς και πεζοί παντός είδους, ενώ στην πειραϊκή απόληξη των τειχών και στο Νεώριο λιμένα, επικρατούσε γενικός αναβρασμός. Ένας μεγάλος αριθμός ποικιλόμορφων πλοίων είχε ανασυρθεί από τους νεώσοικους, ενώ ένα πλήθος από τεχνίτες, ναυτικούς και λιμενεργάτες ανεβοκατέβαινε στα κήτη, τα καταστρώματα και τους ιστούς, εκτελώντας έργα ανασκευής, όπου κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο, και φορτώνοντας τα πλοία που κρίνονταν ετοιμοπόλεμα με προμήθειες και πολεμικό υλικό. Κωπηλάτες και πεζοναύτες ετοιμάζονταν στην προκυμαία για την επιβίβαση.
Η πόλη της Παλλάδος ήταν ακόμη κυρίαρχη στις θάλασσες και ήταν απολύτως φυσικό η συμμετοχή της στην εκστρατεία να είναι κυρίως ναυτική. Ήταν άλλωστε γνωστό ότι οι Μακεδόνες δεν κατείχαν αξιόλογο στόλο και ότι ήδη, μετά τις συμφωνίες της Κορίνθου, είχαν ενισχυθεί με πλοία από τα νησιά και άλλες ναυτικές πόλεις, όπως -ας το υπογραμμίσω- η ευημερούσα μεγαρική αποικία που ίδρυσε στο Βορρά ο ήρωας Βύζας: το Βυζάντιο.
Ένα τμήμα των εμπορευόμενων παροικούντων, οι οποίοι κατά τα φαινόμενα διέθεταν δικές τους πληροφορίες για τα επικείμενα, καθώς και ένα τμήμα από τους ενδεέστερους των κατοίκων της Αττικής, οι οποίοι ήσαν πάντα έτοιμοι να ενδώσουν σε υποσχέσεις πλουτισμού, είχαν ήδη αρχίσει να αναχωρούν πεζή προς βορράν, προκειμένου, πιθανώς μαζί με άλλους ομοίους που θα προσθέτονταν καθ’ οδόν, να συμμετάσχουν στην εκστρατεία ως ¨συνακολουθούντες¨. Είναι αυτονόητο ότι από τον αναχωρούντα συρφετό δεν έλειπαν οι αυλητές, οι κιθαρωδοί, οι ηθοποιοί, που θα διασκέδαζαν και θα ενίσχυαν το ηθικό του στρατεύματος, ούτε, βεβαίως, οι πόρνες και οι πορνοβοσκοί επιχειρηματίες που τις εκμεταλλεύονταν.
Εγώ, χάρη στην ειδική άδεια που μου είχε παραχωρήσει το Στρατηγείο, θα επιβιβαζόμουν σε ένα από τα πολεμικά πλοία που έσπευδαν στα στενά του Ελλήσποντου, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διεκπεραίωση των στρατευμάτων από την ευρωπαϊκή στην ασιατική όχθη. Εκεί θα αποβιβαζόμουν για να παρουσιαστώ στον Καλλισθένη, τον γραμματέα και επίσημο εξιστορητή του βασιλέα, ενώ τα πλοία θα παρέπλεαν την μικρασιατική ακτή βοηθώντας στην απελευθέρωση των παραλίων ελληνικών πόλεων.
Για τον Καλλισθένη προοριζόταν η εκτενής επιστολή του Αριστοτέλους, που αυτήν τη στιγμή βρισκόταν επιμελώς συσκευασμένη ανάμεσα στις αποσκευές μου.
Όπως ήδη ανέφερα[3], ο Σταγειρήτης, όχι μόνο είχε συναινέσει με έκδηλη ικανοποίηση στο αίτημά μου να συμμετάσχω στην πανελλήνια εκστρατεία, αλλά και είχε εκφράσει την επιθυμία να συμπαρασταθώ εκ του σύνεγγυς στον μαθητή του, όχι τον Αλέξανδρο -όπως προς στιγμήν ήλπισα, αλλά τον Καλλισθένη, ο οποίος θα κατέγραφε την αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, καθώς και ό, τι άλλο έκρινε ενδιαφέρον και χρήσιμο από τις γνώσεις και τις συνήθειες των ανατολικών λαών. Όλα αυτά, για τον φιλόσοφο, δεν ήταν μόνο απλές καταγραφές που θα ενίσχυαν το νου των μελλοντικών αναγνωστών, αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο: ¨Οι μεγάλες αλλαγές¨, είχε παρατηρήσει χαμογελώντας αινιγματικά, ¨υλοποιούνται, ίσως, από τα ξίφη, αλλά προετοιμάζονται, σίγουρα, από τις γραφίδες, ακόμη κι όταν αυτές μοιάζουν να αναφέρονται σε πράξεις που έχουν ήδη συντελεστεί¨.
Έτσι λοιπόν, εκείνη την ηλιόλουστη αττική ημέρα, αφού είχα αποχαιρετίσει νωρίς το πρωί στις προς τον Πειραιά πύλες των Αθηνών την συγκινημένη μητέρα και τις μικρότερες αδελφές μου, και αφού είχαμε, μαζί με τον πατέρα Ευρύνου και τον ακόλουθο υπηρέτη Οινοκράτη, διανύσει έφιπποι τον δρόμο των βόρειων Μακρών τειχών, βρισκόμασταν επιτέλους στον σφύζοντα Νεώριο λιμένα αναζητώντας την τριήρη με τον Ιχθυοκένταυρο ως επίσημον αναγνώρισης. Την ανακαλύψαμε στο βάθος του λιμενοβραχίονα σχεδόν έτοιμη προς απόπλου. Οι απαραίτητοι για τους ελιγμούς εξόδου ερέτες βρίσκονταν ήδη στις θέσεις τους, ο τυμπανιστής δοκίμαζε το ηχηρό όργανο συντονισμού με την συνεπικουρία του αυλητή, οι φωνές του κελευστή ήσαν σχεδόν ευδιάκριτες πάνω από τον γενικό αχό, ενώ μια μικρή ομάδα βαφέων έβαζε τις τελευταίες χρωματιστές πινελιές στη διπλή, εκατέρωθεν της πλώρης, απεικόνιση του Ιχθυοκένταυρου.
Ο Οινοκράτης ανέλαβε να μεταφέρει τις αποσκευές από τον ημίονο που μας συνόδευε, στο κήτος. Το πλοίο δεν ήταν ιππαγωγό, οι ίπποι και ο ημίονος θα επέστρεφαν στο Άστυ με τον γεννήτορα, ενώ εγώ θα προμηθευόμουν τα απαραίτητα ζώα μετά την αποβίβαση στην απέναντι όχθη του Αιγαίου πελάγους.
Ο Ευρύνους ήταν συγκινημένος, όσο κι αν η δωρική του καταγωγή τον εμπόδιζε να το δείξει. Προσπαθούσε να με αποχαιρετίσει επαναλαμβάνοντας τις βασικότερες από τις παραινέσεις του, αλλά μια βουή αποτελούμενη από θορύβους παράταιρους και αταίριαστους με το λιμενικό σκηνικό τον διέκοψε. Ο Ευρύνους κατάλαβε πρώτος περί τίνος επρόκειτο, και μου έδειξε την καταφθάνουσα θορυβώδη πομπή με μια κίνηση της κεφαλής συνοδευόμενη από ένα μισό χαμόγελο.
¨Φαίνεται ότι θα έχεις ενδιαφέροντες συνεπιβάτες¨, μου είπε.
Το δικό μου χαμόγελο ήταν πλήρες. Πράγματι, κατά τα φαινόμενα δεν ήμουν ο μόνος που διέθετε ειδική άδεια για να ταξιδέψει με το πολεμικό πλοίο.
Από το φορείο που είχε μόλις εναποτεθεί στην προκυμαία έβγαινε μια πασίγνωστη, πανέμορφη, απρόσμενη οπτασία. Πλαισιωμένη από μια ομάδα γυναικών και ευνούχων που τιτίβιζαν αδιάκοπα, προχώρησε αγέρωχη προς την τριήρη, ενώ μια νέα βοή από επιφωνήματα, θαυμασμού αυτή τη φορά, επικάλυψε τον ακραίο προβλήτα: Η εταίρα Θαΐδα, η Θεά!
[…]
(Στο επόμενο: Μέρος Α΄: Τρίτο δεκαήμερο του Ανθεστηριώνα, ημέρα Τρίτη από το τέλος του Μήνα. Κεφάλαιο πρώτο: . Ο Εύελπις στα Σούσα)
[1] Ας σημειωθεί ότι στο κείμενο δεν γίνεται αναφορά στις διαφωνίες και την μη συμμετοχή των Σπαρτιατών. Τουλάχιστον στα διασωθέντα τμήματα.
[2] Εδώ γίνεται αναφορά στη, μετά το θάνατο του Φιλίππου, νέα υπαναχώρηση της Αθηναϊκής πολιτικής και στην εκ νέου, από κοινού με τους Θηβαίους, εξέγερση, η οποία καταστάληκε με την ταχεία κάθοδο του Αλεξάνδρου και των συμμάχων και κατέληξε στην καταστροφή των Θηβών. Γίνεται επίσης νύξη στον ρήτορα Δημάδη (και αυτός Παιανιεύς όπως ο Δημοσθένης), ο οποίος αν και εκ των ηγητόρων του φιλομακεδονικού κόμματος είχε συμμετάσχει στην μάχη της Χαιρώνειας, όπου και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Μακεδόνες. Ο Δημάδης, μεγαλόστομος και πνευματώδης, κατάφερε εν τέλει να γίνει συμπαθής στον τότε διάδοχο Αλέξανδρο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου όταν οι συμπολίτες του ζήτησαν να μεσολαβήσει ώστε η τύχη των Αθηνών να είναι διαφορετική από εκείνη των Θηβών, απαίτησε ως αντάλλαγμα την παραγραφή των σωρευμένων χρεών του. Εκείνοι συναίνεσαν.
[3] Δυστυχώς η λεπτομερέστερη εξιστόρηση της συνάντησης του Εύελπι με τον Αριστοτέλη δεν διασώθηκε.
Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 1 « Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο said
[…] την εισαγωγή (που ήδη ανάρτησα εδώ κι εδώ) ιδού το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους του υπό […]