Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Δ΄, κεφάλαιο πέμπτο: Συναπαντήματα
Posted by vnottas στο 14 Απριλίου, 2016
Μέρος Δ΄
Κεφάλαιο πέμπτο: Συναπαντήματα. (Στη μέση περίπου της απόστασης Σούσα – Περσέπολη, απομεσήμερο).
Στις παρυφές της βασιλικής οδού η καταιγίδα έχει κοπάσει. Ο απογεματινός ήλιος, ορατός και πάλι, κατηφορίζει ανέμελος προς τα δυτικά, ενώ η πορεία του Εύελπι και των σωματοφυλάκων του προς τα νοτιο-ανατολικά, όχι μόνον έχει ανακοπεί, αλλά και κινδυνεύει με οριστικό, όσο και μοιραίο τέλος.
Μπορεί μεν να έχουν εξουδετερώσει τρεις – τέσσερεις από τους ένοπλους που τους επιτέθηκαν εξορμώντας από την αγροικία πάνω στον λόφο, αλλά τώρα βλέπουν πολύ περισσότερους να κατεβαίνουν από το ύψωμα και να προσπαθούν να τους περικυκλώσουν.
Και δεν είναι μόνον αυτό: Οι σκέψεις που περνούν (αστραπιαία-εννοείται) από το νου του Εύελπι, του υπενθυμίζουν ότι ορισμένα από τα σημαντικά μηνύματα που μεταφέρει βρίσκονται σε γραπτή μορφή στον σάκο με τις αποσκευές, πάνω στο άλογό του. Σκέφτεται ότι προκειμένου να σώσει τις επιστολές, η ταχύτατη υποχώρηση είναι πλέον η μόνη ενδεδειγμένη λύση.
Ή μάλλον θα μπορούσε να είναι, αν τα άλογα βρίσκονταν ακόμη δίπλα τους. Όμως οι τρεις έλληνες, όταν αντιλήφτηκαν ότι είναι στόχος τοξοτών, ξεκαβαλίκεψαν, προκειμένου να τα προφυλάξουν τα πολύτιμα ζώα από τα βέλη. Τώρα, τα τρία άλογα ενοχλημένα από την φασαρία της συμπλοκής έχουν απομακρυνθεί και βρίσκονται στην άλλη μεριά του καλαμώνα, δίπλα στον δρόμο. Για να τα φτάσουν πρέπει να διασχίσουν και πάλι το στενό μονοπάτι ανάμεσα στα καλάμια.
Δεν θα είναι εύκολο. Μερικοί από τους άγνωστους ένοπλους έχουν ήδη καταφέρει να φτάσουν ως το μονοπάτι και να το φράξουν προτείνοντας τα αιχμηρά τους ακόντια. Οι τρεις προσπαθούν να μετακινηθούν προς τα κει με πλάγια βήματα και κρατώντας τις ασπίδες ψηλά, έτσι ώστε να εξουδετερώσουν τυχόν βολές δοράτων από την μεριά του λόφου. Αλλά, οι ανατολίτες έχουν πλέον συσπειρωθεί στους πρόποδες και τώρα επιτίθενται κραδαίνοντας ξίφη και δόρατα, και συγκλείνοντας με ορμή, εναντίον τους.
Οι θεοί που θα επέμβουν την κρίσιμη αυτή στιγμή δεν είναι ούτε από μηχανής, ούτε εκ προμελέτης. Δεν είναι καν θεοί. Είναι ταξιδιώτες επαρκώς περίεργοι και δεόντως γενναίοι, οι οποίοι έχοντας ξαναπάρει το δρόμο προς την Περσέπολη, ύστερα από μια παρατεταμένη διακοπή σε ένα χάνι (πρώτα για φαί και μετά λόγω της ξαφνικής μπόρας), παραξενεύονται όταν βλέπουν τα τρία άλογα να στέκονται φορτωμένα με πλήρη ταξιδιωτικό εξοπλισμό, αλλά χωρίς καβαλάρηδες, στο ρείθρο του βρεμένου δρόμου.
Οι ταξιδιώτες είναι τέσσερεις: Δύο οπλισμένοι ιππείς και άλλοι δύο πάνω σε μια πολυτελή τρίιππο αρμάμαξα: ο ένας επιβάτης και ο άλλος ηνίοχος. Ένα ακόμη άλογο ακολουθεί δεμένο χαλαρά πίσω απ’ την καρότσα.
Σε μια στιγμή, ο προπορευόμενος ιππέας, τραβάει τα χαλινάρια, και κάνει νόημα στον άλλο. Ο άλλος, ένας μεγαλόσωμος καβαλάρης κάνει με την σειρά του νεύμα ότι, ναι, τα είδε κι αυτός τα εγκαταλειμμένα άλογα και πλευρίζει την άμαξα για να αναφέρει σχετικά στον επιβάτη. «Τα δύο είναι σίγουρα θεσσαλικά…» ακούγεται να λέει. Ο επιβάτης κάτι του απαντάει και ο σωματώδης γνέφει στον ηνίοχο να κάνει κράτει.
Ο αμαξάς σταματάει το όχημα, και μετά σηκώνει το χέρι δείχνοντας έναν μικρό λόφο στα δεξιά τους, λίγο παρακάτω. Κάποιες φιγούρες κινούνται εκεί πέρα, ενώ τώρα που σταμάτησε ο θόρυβος της άμαξας, φτάνουν ως εδώ απόηχοι από κραυγές.
Ο σωματώδης ξεκαβαλικεύει και ξεκινάει, προφανώς για αναγνώριση, προς τις καλαμιές που χωρίζουν τον δρόμο από τον λόφο. Ο άλλος ιππέας κατεβαίνει κι αυτός απ’ το άτι του και φέρνει το άλογο, που ως τώρα ακολουθούσε, δίπλα στην άμαξα. Έπειτα, αφού βοηθήσει τον επιβάτη που εμφανίζεται στην πόρτα να το καβαλήσει, ακολουθεί τον προηγούμενο στα καλάμια. Ο αμαξάς κάτι ψάχνει πίσω του και μετά ανασηκώνεται, πάντα στην υπερυψωμένη του θέση κρατώντας ένα μικρό, αλλά όπως σύντομα θα αποδειχθεί θαυματουργό, θρακιώτικο τόξο.
Ο Εύελπις (που μάχεται χρησιμοποιώντας όλα τα τεχνάσματα που έχει μάθει όταν εκπαιδευόταν στην εκ του σύνεγγυς μάχη, στα γυμναστήρια της Αθήνας) όσο κι αν είναι θανάσιμα αφοσιωμένος στην σωστή εκτέλεση των σωστών κινήσεων, έχει ξαφνικά την εντύπωση ότι από πάνω του ξανάρχισαν να ίπτανται βέλη, και μάλιστα, αν είναι δυνατόν(!), αυτή την φορά με ανάποδη φορά!
Και πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τις επιπτώσεις αυτής της διαπίστωσης, αντιλαμβάνεται ότι ένας από τους αντιπάλους (στην δεξιά του πλευρά, εκείνη στην οποία είναι ακάλυπτος αφού οι δύο άλλοι έλληνες μάχονται στα αριστερά του) πέφτει ακαριαία από καίριο χτύπημα προερχόμενο από άγνωστο ξίφος. Ρίχνει μια λοξή ματιά και συνειδητοποιεί ότι ένας εύσωμος πολεμιστής έχει εμφανιστεί δίπλα του και προχωρεί ακάθεκτος αποδεκατίζοντας τους επιτιθέμενους. Παρακάτω, ένας ακόμη μάχεται με αποτελεσματικότητα, ενώ ένας τρίτος, έφιππος, τους καθοδηγεί από την πλευρά του δρόμου, χωρίς να είναι άμεσα αναμειγμένος στη μάχη. Κάποιος πρέπει επίσης να βοηθάει ρίχνοντας απανωτά εύστοχα βέλη από μακριά.
Ε ναι! Έστω και αν, αριθμητικά, ο συσχετισμός ανάμεσα στους πολλούς επιτιθέμενους και τους σχετικά λίγους αμυνόμενους δεν άλλαξε δραματικά, στην ουσία η παρουσία των απρόσμενων ενισχύσεων δίνει τώρα στην σύγκρουση άλλη τροπή. Όσοι από τους ανατολίτες δεν έχουν ακόμη πλησιάσει, αποφασίζουν τελικά να κάνουν μεταβολή και, παρακάμπτοντας τον μικρό λόφο, να εξαφανιστούν πίσω του. Προφανώς εκεί έχουν αφήσει τα άλογά τους, πράγμα που επαληθεύεται από τα ποδοβολητά που θα ακουστούν να απομακρύνονται από εκείνη την κατεύθυνση, αμέσως μετά. Αλλά και εκείνοι που βρίσκονται πλησιέστερα δεν αργούν να πετάξουν τα όπλα τους για να καταφέρουν καλύτερα μια άτακτη αλλά ταχύτατη υποχώρηση/φυγή προς την ίδια κατεύθυνση. Όσοι δεν προλαβαίνουν, εξουδετερώνονται με ευκολία από τους (τώρα πέντε) μαχητές.
Ο Εύελπις θηκαρώνει το ξίφος του και απλώνει το χέρι προς τον εύσωμο πολεμιστή:
«Αναρωτιέμαι ποιος καλός Θεός σας έστειλε, φίλε. Εύχαρεις στώμεν για την παρέμβαση και την βοήθειά σας».
«Πέρα από τους θεούς, απευθύνσου στον κύριό μας», απαντά εκείνος, προτείνοντας την δεξιά παλάμη, ενώ με τον δείκτη της αριστερής δείχνει προς τον δρόμο από όπου ατενίζει τις εξελίξεις, ο (τώρα έφιππος) τέως επιβάτης της πλούσιας κλειστής άμαξας. «Αυτός αποφάσισε να σας δώσουμε ένα χέρι».
Ο Εύελπις σφίγγει το στιβαρό άκρο και στρέφει το βλέμμα του προς τον καβαλάρη, αλλά ο ήλιος που έχει γείρει αποφασιστικά πλέον προς τα εκεί τον εμποδίζει να τον δει καθαρά.
«Βέβαια», συμφωνεί με τον γιγαντόσωμο. «Μόνο πες μου πως ονομάζεται ο κύριός σου».
Την απάντηση δίνει ο άλλος πολεμιστής που πλησιάζει κι αυτός τον Εύελπι, αφαιρώντας το κράνος του και επιτρέποντας έτσι σε ένα ευμέγεθες ζεύγος ακουστικών πτερυγίων να αναπτυχθεί πλήρως στην απογευματινή αύρα. «Είναι ο Άρπαλος, ο Άρχοντας Εταίρος από την Αιανή της Μακεδονίας», λέει. «Εγώ είμαι ο Σωσίβιος, όνομα και πράγμα θα έλεγα, και αυτός από δω ο μικρούλης, λέγεται Κάνθαρος».
***
Ο Άρπαλος του Μαχάτα, ζορίζοντας κάπως τον εαυτό του, είχε καταφέρει να παραμείνει, σχεδόν ως το τέλος, στην Σύσκεψη των Ανησυχούντων Αυτοκρατορικών. Πήρε όμως την απόφαση να εγκαταλείψει, το ίδιο εκείνο βράδυ, το βαρύ και δυσάρεστο περιβάλλον του ναού του Μαρδούκ και, πάντα υπό την (υποτιθέμενη) ιδιότητα του εμπόρου, μετακόμισε σε έναν πολυτελή παλιό ξενώνα των Σούσων. Ήθελε να αφιερώσει τις επόμενες μέρες στο να περιηγηθεί αυτή την μεγάλη παλιά πρωτεύουσα του βασιλείου του Ελάμ, η οποία του φάνηκε σαγηνευτικά μυστηριώδης.
Εντούτοις δεν κατάφερε να αποφύγει μία (εδώ που τα λέμε αναμενόμενη) επίσκεψη του Ανάξαρχου. Το μόνο που -όχι εύκολα- κατόρθωσε απέναντι στον επίμονο και πονηρό Αβδηρίτη, ήταν να μην πάρει συγκεκριμένες δεσμεύσεις σχετικά με τις (σύμφωνα με εκείνον) δελεαστικές του προτάσεις.
Πάντως, αυτές οι μέρες των νυχτερινών περιηγήσεων τον βοήθησαν να ξεκαθαρίσει κάπως τις ιδέες του σχετικά με το άμεσο μέλλον. Τελικά αποφάσισε να ξαναπάρει την ταυτότητα του Μακεδόνα Άρχοντα και, χωρίς να ζητήσει τη βοήθεια του επίσημου στρατεύματος, αρκέστηκε στο να προσλάβει έναν ικανό ιπποκόμο/ηνίοχο -παλιό φίλο του σωματοφύλακα Σωσίβιου, να αγοράσει μερικούς ακόμη ίππους και να ξεκινήσει και πάλι το ταξίδι. Αυτή τη φορά με προορισμό την Περσέπολη και τον Αλέξανδρο.
Στα μισά περίπου του δρόμου, συνάντησε τρία αδέσποτα αλλά φορτωμένα άλογα. Οι αναβάτες πρέπει να ήταν έλληνες και προφανώς κινδύνευαν. Ήταν μια μέρα που είχε ξεκινήσει αισιόδοξα. Η ιδέα να ανεβεί στο άλογό του και να ρίξει τους στρατιώτες του στη μάχη, του άρεσε.
Σχολιάστε