Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Δ΄κεφάλαιο Όγδοο: Η μύηση του Οινοκράτη
Posted by vnottas στο 20 Μαΐου, 2016
Μέρος Δ΄
Κεφάλαιο όγδοο. Ο Οινοκράτης και η μυητική τελετή
Εάν ο Οινοκράτης δεν είχε δει τον τελευταίο καιρό όνειρα, όνειρα από εκείνα που εξελίσσονται κάπου ανάμεσα σ’ ένα ασαφές υπερβατικό σκηνικό και σε μια θολή γήινη πραγματικότητα, ίσως δεν θα είχε μέτρο σύγκρισης προκειμένου να περιγράψει την εμπειρία της ημέρας εκείνης. Ωστόσο, καταλήγει ότι αυτήν την αίσθηση, την κάπως περίεργη, την κάπως ανησυχητική, την με κάποια έξαρση, την με κάποιο κατακάθι, την είχε ¨εν τινι μέτρω¨ ξανααισθανθεί μόνον σε αυτά τα αλλόκοτα όνειρα που τον κατακλύζουν τελευταία.
Είχαν έρθει να τον πάρουν δύο εντυπωσιακοί παιδαράδες οπλίτες, ντυμένοι με την καλή τους στολή, που είναι και οι τελευταίοι των οποίων είδε τα πρόσωπα εκείνη τη μέρα. Αυτοί, χωρίς περιττά λόγια, -για να είμαστε πιο ακριβείς, χωρίς να βγάλουν μιλιά – περιορίστηκαν στο να του δέσουν τα μάτια με ένα μαλακό μαύρο ύφασμα και, μετά, να τον επιβιβάσουν σε μια κλειστή άμαξα.
Καλπασμός, τίκι τάκα πάνω στο λιθόστρωτο των δρόμων των Σούσων και μετά σούρσιμο πάνω σε χωματόδρομους ποιος ξέρει που.
Χλιμίντρισμα, σταμάτημα κάπου, ή κάπου αλλού!
Κάποιος να τον τραβάει για να κατεβεί απ’ την άμαξα.
Κάποιος να του δίνει την άκρη ενός μπαστουνιού. Κάποιος, που κρατάει την άλλη άκρη, να τον τραβάει προς τα κάπου.
Περπάτημα. Στροφές. Μυρωδιά υγρασίας, ίσως μούχλας.
Σκαλοπάτια ανηφορικά. Σκαλοπάτια κατηφορικά, γλιστερά.
Αντήχηση. Για να φτιάχνει τέτοια αντήχηση, ο χώρος πρέπει να είναι κλειστός και ψηλοτάβανος, ίσως θολωτός.
Τον στήνουν όρθιο σε κάποιο σημείο. Μυρωδιές μυστηριώδεις, απροσδιόριστης προέλευσης, που αιωρούνται…
Τώρα επικρατεί απόλυτη σιγή!
Έξαφνα, μια συγχρονισμένη χορωδιακή βοή αρχίζει υπόκωφα και ανελίσσεται αστραπιαία σε οξύτατη ιαχή.
Ο Οινοκράτης τρομάζει, όπως θα τρόμαζε οποιοσδήποτε που θα του έκαναν ξαφνικά και απροειδοποίητα ¨μπαμ¨ πίσω από τ’ αφτί∙ για να τα λέμε όλα: ίσως και λίγο περισσότερο.
Η ιαχή καταλαγιάζει και μετατρέπεται σε μια σχεδόν ψιθυριστή μουρμούρα. Ο Οινοκράτης ηρεμεί και προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς λένε. Δεν τα καταφέρνει.
Παύση. Δονούμενη ανησυχητική σιγή.
Κάποιος του βάζει ένα κουτάλι ανάμεσα στα δόντια. Κατάποση εκ των πραγμάτων στραβή. Γεύση γλυκόπικρη!
Παύει να είναι ακριβώς ξύπνιος ή ακριβώς εν υπνώσει, αλλά αρχίζει να καταλαβαίνει για ποιο πράγμα μιλάει το μουρμουρητό που ξαναρχίζει.
Πρόκειται για μια θεϊκή ιστορία!
Άγνωστη;
Όχι. Γνωστή!
Ζωντανεύει ο ¨μύθος¨ του τιτάνα Προμηθέα, εκείνου που ¨πρώτα σκέφτεται¨. Του γιού του Ιαπετού και της Θέμιδας, της μητέρας προστάτιδας της ανθρώπινης τάξης και των θεσμών.
Του Προμηθέα που μεγαλώνει αλλιώτικος από τους άλλους τιτάνες και αλλιώτικος κι από τους Ολύμπιους.
Του Προμηθέα που αγαπάει τους θνητούς σε βαθμό που να αποπειραθεί, για χάρη τους, να ξεγελάσει τους θεούς.
Του Προμηθέα που μπάζει τους θνητούς στο θεϊκό παιχνίδι, χαρίζοντάς τους καινούργια μυστήρια όπλα!
Του Προμηθέα που δρα κρυφά για το κοινό ανθρώπινο καλό.
Του Προμηθέα που δρα κρυφά, αλλά χαρίζει τη Γνώση!
Του Προμηθέα που παρακούει, αλλά ¨προμηθεύει¨ την φωτιά της κατασκευής και της κάθαρσης!
Του Προμηθέα που θα διωχθεί, θα βασανιστεί!
Του Προμηθέα που θα δικαιωθεί τελικά χάρη στην παρέμβαση του ημίθεου προγόνου: του μαχητή Ηρακλή!
Μία φωνή, μόνη, αναρωτιέται:
«Είναι ένοχος για όλα αυτά ο Προμηθέας;»
«Όχι», απαντούν εν χορώ πολλές φωνές. «Είναι αθώος!»
«Είναι αθώος», ψελλίζει και ο Οινοκράτης, πεισμένος μεν, αλλά με βαριά βλέφαρα.
Πρέπει κάπου να υπάρχει ένα κύμβαλο με ήχο βαθύ. Ηχεί και η αφήγηση ολοκληρώνεται.
Κάποιος πλησιάζει και αφαιρεί τον μαύρο επίδεσμο από τα μάτια του Οινοκράτη.
Η ορατότητα δεν βελτιώνεται. Η αίθουσα είναι μαύρη. Η οροφή δεν διακρίνεται, ούτε οι περιμετρικοί τοίχοι. Οι παρόντες είναι τυλιγμένοι στο ανεπαρκές ημίφως λίγων και ασθενικών επικρεμάμενων καντηλιών και σε μελανές τηβέννους. Και φορούν μάσκες που μοιάζουν με εκείνες των ηθοποιών στις τραγωδίες.
Ένας απ’ αυτούς κάνει δυο βήματα μπροστά και ρωτάει υψηλόφωνα.
«Εσύ ποιος είσαι;»
Ο Οινοκράτης δεν είναι σε θέση να απαντήσει και κατά συνέπεια δεν απαντά. Βρίσκεται ακόμη στον Καύκασο και παρακολουθεί με δέος την απελευθέρωση του Προμηθέα από τον Ηρακλή τον ροπαλοφόρο, κάτω από τις επευφημίες των θνητών που έτυχε να είναι ζωντανοί εκείνη την ηρωική-θεϊκή περίοδο.
Ένας καταρράκτης από ψυχρό νερό που προέρχεται από κάπου ψηλά, τον κατάμουσκεύει και τον επαναφέρει στην (αλλοιωμένη) πραγματικότητα.
«Εσύ ποιος είσαι;», επαναλαμβάνει η Φωνή.
«Ο Οινοκράτης», λέει ο Οινοκράτης με επιφύλαξη.
«Και τι θέλεις;» επιμένει η Φωνή.
«Να υπηρετήσω», απαντά ο Σικελός που για αυτή την ερώτηση είναι κατάλληλα δασκαλεμένος.
«Στο όνομα ποίου;» ρωτάει μια άλλη φωνή.
«Του προστάτη της Γνώσης. Του Προμηθέα».
«Για ποιον;»
«Για την πατρίδα, τον βασιλέα, την εκστρατεία».
«Και ποίος ο ανάδοχος;» ακούγεται μια ακόμη φωνή.
Ευτυχώς σε αυτή την ερώτηση απαντούν από μόνοι τους και από κοινού οι υπόλοιποι, γιατί ο Οινοκράτης νόμιζε ότι ανάδοχος ήταν ο αφέντης του.
«Ο φέρων το Κάλλος του Σθένους!» χορ-ωδούν οι φωνές έμπλεες σεβασμού.
Του έγιναν κι άλλες ερωτήσεις, περισσότερο για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του τελετουργικού, παρά για να μάθουν κάτι καινούργιο οι μασκοφόροι, γιατί ο Οινοκράτης είχε ήδη καταθέσει γραπτά τις βασικές απαντήσεις στα πιο εύλογα ερωτήματα των υπηρεσιών, ακολουθώντας τις συμβουλές που του είχε δώσει ο Εύελπις πριν φύγει.
Όταν οι ερωτήσεις τελείωσαν, του ζητούν να μπει μέσα σε μια ξύλινη κάσα που βρίσκεται ακουμπισμένη εκεί κοντά, αν και δε την είχε παρατηρήσει πρωτύτερα. Μπαίνει και ξαπλώνει μέσα της, ενώ οι μασκοφόροι αποχωρούν ένας ένας, προφανώς για να πάνε να συσκεφτούν και να βγάλουν την τελική ετυμηγορία.
Κάποιος, πριν φύγει, καρφώνει το καπάκι του κιβώτιου που εγκυμονεί πλέον Οινοκράτη σε κατάσταση ημιεγρήγορσης. Ευτυχώς οι σανίδες του κουτιού έχουν μεταξύ τους κενά απ’ όπου ο υγρός αέρας της αίθουσας μπορεί να φτάσει ως τα ρουθούνια του -συμβολικά νεκρού- μουσκεμένου επίδοξου κρατικού λειτουργού
Στη κοιλιά της κάσας το υποψήφιο μέλος των υπηρεσιών περιμένει… Ώρες, που του φαίνονται ατέλειωτες. Φτερνίζεται. ¨Πάλι καλά που μου κάνουν τη συντομευμένη διαδικασία… Πού και να μου κάνανε την ΄αναλυτική΄¨, σκέφτεται (καθώς σιγά σιγά ανακτά την γνωστή του θυμοσοφία) και παρηγοριέται.
Κάποτε ακούγονται και πάλι ήχοι προσέλευσης. Ένας ξεκαρφωτής ανοίγει την κάσα, ενώ οι λοιποί μασκοφόροι επιδίδονται σε άσματα μάλλον πανηγυρικού χαρακτήρα.
Ο Οινοκράτης βγαίνει με δυσκολία από το κιβώτιο και προσπαθεί να ξεαγκυλωθεί και να στηθεί όρθιος. Ίσως και να τα κατάφερνε, εάν δεν τον πλησίαζε ένας, με τραγική έκφραση (στη μάσκα) και δεν τού έλεγε με εγκάρδια ιλαρότητα: «Συγχαρητήρια νέε! Τα κατάφερες!», ενώ παράλληλα του καταφέρει ισχυρή κατραπακιά οικειότητας στην πλάτη. Ο Οινοκράτης παραπαίει.
«Είσαι πλέον εις εξ ημών», τον διαβεβαιώνει ένας άλλος, με μια κατραπακιά που, προερχόμενη από την άλλη του πλευρά, τον βοηθάει να ξαναβρεί μια στοιχειώδη ισορροπία, πριν πλακώσουν ενθουσιασμένοι και οι υπόλοιποι.
Τελικά του ξαναδένουν τα μάτια και του δίνουν πάλι το μπαστούνι.
Όχι πολύ αργότερα από ¨σε λίγο¨ θα βρεθεί και πάλι μπροστά στην πόρτα της οικίας που έχει παραχωρηθεί ως κατάλυμα στον Εύελπι και τον πιστό του (τέως υπηρέτη, νυν συνεργάτη και, κυρίως – πλέον- μέλος των αφανών υπηρεσιών) Οινοκράτη (τον πρώτο, μεταξύ άλλων, στη σύνθεση ευεργετικών αφεψημάτων).
Σχολιάστε