Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Δ΄, κεφάλαιο δέκατο τέταρτο. Η ερωτική εξομολόγηση του Εύελπι

Posted by vnottas στο 1 Αυγούστου, 2016

Μέρος Δ΄Κεφάλαιο 14. Η ερωτική εξομολόγηση του Εύελπι

η

Περίμενα. Πολύ. Ίσως πιο πολύ από ότι έπρεπε. Μη νομίσεις ότι ήταν μια αναμονή ανώδυνη. Κάθε άλλο. Όλος αυτός ο χρόνος ήταν γεμάτος με αντιφατικά συναισθήματα. Θα σου εξηγήσω.

Από τη μια είχα εξάρσεις επιθυμίας. Ξέρω ότι πρέπει να τις είχες μαντέψει, δεν μπορεί να ‘ναι καινούργιο, μήτε εξαιρετικό γεγονός για σένα το να ξυπνάς επιθυμίες στους άλλους. Σε όλους τους άλλους. Δε μπορεί παρά να ξέρεις ότι δεν υπάρχει ασπίδα ικανή να εξουδετερώσει τη γοητεία και την έλξη που αποπνέεις.

Αλλά και όταν, όντας μακριά σου, δεν ήταν η απτή, ζωτική επιθυμία εκείνη που κύρια με τυραννούσε, ήσυχος και αποκομμένος από σένα και την οπτασία σου (που κατοικεί πλέον μόνιμα στην κεφαλή και την καρδιά μου) δεν ήμουν.

Σε σκεφτόμουν Θαίδα. Ή μάλλον σε ονειρευόμουν. Κι ήταν τα όνειρα, άλλοτε πανέμορφες αναλαμπές κοιμισμένης ευτυχίας, κι άλλοτε άγχος και ανησυχία, και ερωτήματα και φόβοι, μαζί μ’ ένα αίσθημα ανημποριάς και αμφιβολίας.

Ριχνόμουν τότε με εμμονή στην εκτέλεση των καθηκόντων μου, προσπαθώντας να ανακτήσω την κυριότητα πάνω στις σκέψεις και στις προτεραιότητές μου, που νόμιζα πως ήξερα ποιες ήταν. 

Ανώφελα. Έφτανε μια στιγμή, μια απειροελάχιστη στιγμή ειλικρίνειας με τον εαυτό μου και να που η θεϊκή σου εικόνα εμφανιζόταν και κάλυπτε οτιδήποτε άλλο στον ορίζοντα. 

Είσαι πολύ ψηλά για μένα Θαΐδα. Τόσο που μόνο ως θεά -δεν υπερβάλλω- να μπορώ να σε σκέπτομαι. Και έστω κι αν με ξέρεις λίγο, δε μπορεί παρά να μη με θεωρείς ούτε ντροπαλό ούτε υπερβολικά ταπεινόφρονα. Δεν είμαι.

Όμως εσύ ήσουν για μένα κάτι που απ’ την αρχή ήταν σημαντικό, αλλά απροσδιόριστο, και μετά  έγινε όλο και πιο πολύ σημαντικό και απρόσιτο.

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να εικάσω  τι μπορεί να σκέφτεσαι. Μπορεί να λες από μέσα σου: Μα τι λέει τώρα ο Εύελπις, πώς πήραν τα μυαλά του τόσο αέρα, και πώς τολμάει… Ή να λες: τι τον έπιασε ξαφνικά, αν είναι αληθινά τα όσα θέλει να πει, γιατί δεν τα έδειξε τόσο καιρό τώρα….

Η επιστολή σου Θαίδα, το γράμμα σου,  πρέπει να ήταν η αφορμή που περίμενα για να πάρω το κουράγιο και να σου εκφράσω τα όσα με τυραννούν. 

Με σκεφτόσουν, ανησυχούσες για μένα. Δε δίστασες να αγνοήσεις τους κινδύνους που συνεπάγεται το να πάει κανείς κόντρα σε μια ισχυρή και επικίνδυνη ομάδα αυλικών και να με ειδοποιήσεις για όσα σκοτεινά εξυφαίνονται.

Πρέπει να τ’ ομολογήσω… Είναι η επιστολή σου που έριξε στον δίσκο της ζυγαριάς το πετραδάκι που έλειπε, κι έτσι εκεί που έβραζα στο ζωμό του φόβων και των αμφιβολιών που εξισορροπούσαν αδυσώπητα την έλξη που ασκείς πάνω μου,  κατάλαβα… ο δίσκος δεν είχε πια ισορροπία, και εγώ, με όλο μου το είναι, με ολόκληρη την απελπισμένη μου επιθυμία, έγερνα προς εσένα… Γέρνω προς εκείνη  που ήταν για μένα απρόσιτη οπτασία από παλιά, ήδη από τον καιρό που βρισκόμασταν και οι δύο στην Πόλη της  Αθηνάς, ανέκαθεν.

Η Πόλη της Αθηνάς…

1153989uac1bsggbc

Σου έγραψα ότι θέλω να σου μιλήσω και να που αφήνω απόψε την καρδιά μου να σου εξομολογηθεί όσα την τυραννάνε…

Όμως  αγαπημένη μου Θαίδα, το ξέρω, όπως το ξέρεις και εσύ, ότι έλαχε να ζούμε σε μια εποχή αλλόκοτη, όπου ανήσυχοι και δυσερμήνευτοι θεοί διασκεδάζουν αλλάζοντας καθημερινά τις ζωές των ανθρώπων και των εθνών.

Να λοιπόν που σήμερα, σήμερα που έρχομαι να σου αφιερωθώ και να σου ζητήσω να δεχτείς τη συντροφιά και την αφοσίωσή μου, μαθαίνω ότι πρέπει να φύγω.

Μου ανατέθηκε αποστολή που θα με απομακρύνει για ένα διάστημα από την εκστρατεία. Φεύγω αγαπημένη μου Θαίδα, σύντομα, μία από τις προσεχείς μέρες, συνοδεύοντας μαζί με ορισμένους από τους αθηναίους πρέσβεις τα περίφημα αγάλματα των ¨τυραννοκτόνων¨ που είχε αρπάξει ο Ξέρξης, πίσω στην Αθήνα.

…Και… δεν ξέρω αν πρέπει ή όχι, δεν ξέρω πως θα το πάρεις, δεν ξέρω αν είναι ανάμεσα σε εκείνα που οι θεοί επιτρέπουν, ξέρω μοναχά πόσο ονειρεμένα ωραίο θα ήταν για μένα, αν στο αίτημά μου έλεγες ναι.

Θαίδα θέλεις να ‘ρθεις μαζί μου;

Ξέρω πόσο αγαπάς την γενέτειρά σου Ταξιδέψαμε μαζί προς τα εδώ, ας επιστρέψουμε μαζί στην Πόλη που και οι δυο νοσταλγούμε. Μπορείς; Θέλεις;

ContentSegment_15463375$W1000_H0_R0_P0_S1_V1$Jpg

Αργότερα, όταν ο Εύελπις θα σκέπτεται τα όσα συνέβησαν τη νύχτα εκείνη, δε θα θυμάται ακριβώς πόσα από τα παραπάνω λόγια πρόφερε στην πραγματικότητα και πόσα απλώς θα ήθελε να έχει πει. Εκείνο όμως που θα θυμόταν με εξαιρετική σαφήνεια, ήταν το χαμόγελο της Θαίδας, όταν, χωρίς να μιλήσει καθόλου, τον είχε πλησιάσει, είχε ανασηκωθεί στις άκρες των λεπτών της ποδιών, είχε αγγίξει απαλά το πηγούνι του και είχε οδηγήσει τα χείλη του στα δικά της.

images (31)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

 
Αρέσει σε %d bloggers: