Μπλουζ 16. Μέρος δεύτερο. Μονόλογος Δύο: Η Πόλη
Posted by vnottas στο 1 Μαΐου, 2017
Η Μπαλάντα της πόλης που πονάει: Μονόλογος δεύτερος
.
Η ΠΟΛΗ (ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ)
Να μη φοβάσαι τις πολλές φωνές μου
ανάμεσά τους είναι μια που σε φωνάζει
κόλαση μην τον λες αυτόν τον τόπο
κανένας δε δικάζεται εδωπέρα
είναι η κόλαση που τρέφεται
με ετυμηγορίες
εδώ έχουν άλλα πράγματα, καλύτερα,
να κάνουν οι διαβόλοι.
.
Είμαι μια άλλη πόλη εγώ
η πόλη που ονειρεύομαι
το μαγαζάκι με τα ντεμοντέ κουμπιά
και στη βιτρίνα
το σκύλο τον φιλόσοφο.
Σ’ ένα παγκάκι καθισμένοι κάτι γέροι
κατασκοπεύουνε των γυναικών τα χείλη
μέσα στα λεωφορεία που περνάνε,
μα και τον Χάρο
που τους κόβει το εισιτήριο
¨νέους¨ να τους αποκαλεί και να γελάει.
.
Η κίνηση φρενήρης στο Υπερμάρκετ
αντιλαλούν καρδιές και καροτσάκια
βραδάκι, δείπνου μυρουδιές και φεγγαρόφως
και η μελαγχολία
μιας νεκροφόρας μαύρης
που στο νεκροτομείο μπαινοβγαίνει
και τ’ άλλα τα αμάξια την σνομπάρουν.
.
Κορίτσια που σχολνούν απ’ το σχολείο
γελώντας, μοναχά ή σε παρέες
τα μάτια τους παραβαμμένα ίσως
και τονισμένοι οι αναστεναγμοί τους
δεν πάει πολύ που πρωτοερωτευτήκαν
και πάει μόλις λίγο
που τα αφήσαν μοναχά.
Τα αγόρια τις κοιτάζουν
άγγελοι τάχα άτονοι, πεσμένοι
γιατί ακόμη αρκετά δεν έχουν ζήσει
πραγματικά για να ‘ναι κουρασμένοι.
Νέοι ονειροπόλοι;
ή μήπως μαριονέτες
απ’ τους fashion καθοδηγητές υπογραμμένες;
Νέοι εξεγερμένοι;
ή μήπως γερασμένοι ηθοποιοί;
όλοι για μια στιγμή ελπίζουν το καλύτερο
κι εγώ μαζί τους.
.
Είμαι μια άλλη πόλη εγώ
η πιτσαρία η χλωμή της νύχτας
γύρω μοναχικοί κακοποιοί
κοσμο-πουτάνες
νέγρες μικρές γυμνές στο κρύο
ένας ξερνάει ακουμπισμένος σ’ ένα τοίχο
κι άλλος μασάει ξαπλωμένος καταγής.
σα να ‘τανε αρχαίος και ρωμαίος
λάμπει το πεζοδρόμιο
από φτυσιές, σκατά και πενταροδεκάρες.
Εγώ βρίσκομαι μέσα μου – εσώκλειστος
μα βλέπω και γελάω και ακούω:
έντομα μέσα σε παγίδες από φως,
στραβά πετάγματα αλλόκοτων πουλιών,
τ’ ασθενοφόρο που γκαζώνει
τις πόρτες του βροντώντας,
τα σιωπηλά τα κοιμητήρια, τ’ άθλια πάρκα,
τ’ αμάξια τα ξεκοιλιασμένα,
τους κάδους τους καμένους,
τις φλύαρες κεραίες που πιάσανε κουβέντα μεταξύ τους,
τους λάκκους,
του δρόμου τα μπαλώματα
και
δέντρα στραβωμένα,
γεράνια απελπισμένα,
μέσα στα λούκια μουσική,
βήματα σκύλων επάνω στο χαλίκι
και πάνω στους μαρμαρωμένους βασιλιάδες
σκόνη.
Είμαι μια άλλη πόλη εγώ
αφορισμένη της ασφάλτου όταν πιάνει η ζέστη
ή χιόνι βρώμικο
που καταπίνει αποτσίγαρα και ίχνη
ή μια μαργαρίτα που φυτρώνει
δίπλα στης υπονόμου το καπάκι
ή ένα τσαμπί σταφύλι
στον Μυστικό τον Κήπο.
.
Εγώ είμαι μια άλλη.
Μέσα μου, άμα λάχει, μπορείς και να χαθείς
μα σαν ξαναβρεθούμε
θα ‘ναι μια μάχη υπέροχη.
Απ’ όλες τις ψευτιές που μας δεσμεύουν
κι από τις αλυσίδες
από μονάχα μια, τουλάχιστον,
ας είσαι λεύτερος:
δεν πρέπει να ελπίζουμε,
μπορούμε,
κάθε στιγμή της μέρας.
Ανώνυμος said
καταπληκτικό το κείμενο, υπέροχη η μετάφραση-απόδοση!!!! Μπράβο,μπράβο!!!