Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος Τρία: Ο Γιος
Posted by vnottas στο 7 Μαΐου, 2017
Ο ΓΙΟΣ
Άκουσε, άκουσε το μπλουζ του φλίπερ
όλοι εκτοξεύτηκαν, μαγεύτηκαν, πετάνε
συγκρούονται, σκουντιούνται
και πάλι ξαναρχίζουν
από το ένα φως μέχρι το άλλο
χωρίς ποτέ να σταματάνε
κι ουρλιάζει η πόλη από τη χαρά της.
Άκουσε, άκουσε τις γλώσσες της Βαβέλ.
.
Το τσίρκο μεσ’ το φλίπερ έχει ανάψει
– πυρκαγιά –
ακούς μουγκρίσματα, σαλπίσματα, κραυγές
και γρατζουνίσματα ηλεκτρικής κιθάρας.
Ωσάν συγχρονισμένες χορωδοί
ανοίγουν οι αλιγάτορες το στόμα
έλα μικρή μου στη σκοποβολή
κάποια ψυχή θα πιάσουμε
έλα μικρέ μαζί μας
και στη πισίνα θα σε πάμε των σειρήνων.
Είναι αλήθεια, ο κόσμος ειν’ κακός
κι ότι ο κόσμος ειν’ κακός, είναι αλήθεια
μα όχι δα και τόσο πιο πολύ
απ’ ό, τι εμείς.
.
Τι είναι που σου λέει ο μεθυσμένος;
ότι αντάμωσε έναν κομήτη, λέει,
και πως στον κώλο έχει μια πληγή
από τ’ αστέρια τα πολλά
που έχει καβαλήσει ως τα τώρα.
Έχει στο μπαρ μία καρέκλα αδειανή
πέθανε ο ποιητής
μα είναι εδώ οι γόπες, το καπέλο,
και στο ποτήρι πάνω
σημάδι από το σάλιο του.
Με έναν ύμνο από τη βίβλο την παλαιά
τον άνθρωπο-ποντίκι να τιμήσετε
που απ’ τους οχετούς
κατάφερε να φτιάξει μία θάλασσα
και π’ όλες της ερήμου τις οφθαλμαπάτες
τις ξεδιάλυνε
κι εγώ σου λέω γεια, μικρή γραφίδα.
Sweeney Pompeo, κένταυρε ποιητή
Τσέχε ζυθοποιέ αντίο
αντίο και σε εσέ μικρή απ’ τη Σαρδηνία
όλους σας έχω στην καρδιά μου
μα είν’ το φλίπερ που με σπρώχνει μακριά
μ’ ένα χλευαστικό κουδούνισμα.
Γεια σου Ινδιάνε, γεια σου Lee φαρμακερέ
Κι αν πέθανε ο Δάσκαλος
δεν πρόκειται να ξεχαστεί.
Μαύρα κοράκια παίζουν μουσική,
ο Βασιλιάς Μελάνης κλαίει
κοντά σε μία νέγρα ηλεκτρική
την drag queen την πιο γοητευτική
την πάπια Ντέζη, τη Λολίτα
εμείς οι ερωτευμένοι καθισμένοι
πετάμε απ’ το ‘να διάστημα στο άλλο
και γελάμε
κι ύστερα χάμω ξαναπέφτουμε
πιότερο ερωτευμένοι από πριν.
.
Έλα Λίζα,
του ερημωμένου μου βασίλειου άνασσα
μια βόλτα στα χορτάρια θα σε πάω
που ανάμεσα στις ράγες ξεφυτρώνουν,
στις σκονισμένους βάτους που
τα τρένα χαστουκίζουν
εκεί θα σου χαρίσω έναν κρίνο
με πέπλο καλυμμένο
από σκιά και απ’ αιθαλομίχλη.
Ψηλά απ’ τις σιδερένιες γέφυρες
θα βλέπουμε αποκάτω στο κανάλι
ξεράσματα αφρού, κίτρινα απόνερα
και Οφηλίες πλαστικές
από εκεί θα φτάσουμε στη θάλασσα.
.
Καθώς σε έβλεπα να ξεπροβάλεις
μέσα από μια ομίχλης χορωδία
με το κοντό σου το παλτό
μου κόπηκε η ανάσα.
Τα χείλη σου θα ‘θελα να δαγκώσω
να πιω απ’ την γωνία του ματιού σου
να κλέψω τα μαλλιά σου
ενώ όλα τριγύρω θα εκρήγνυνται
σε μια γιορτή κουδουνιστών θορύβων
από φλίπερ.
Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις
πικρό σημάδι πάλης
να που οι δρόμοι οι σκοτεινοί
μας υποδέχονται
και τα παράθυρα τα σφαλιστά
ανάβουνε
ενώ εμείς θα περπατάμε χέρι χέρι.
Είμαστε εμείς η Πόλη και ο Κόσμος
εμείς μικρά φωτάκια
στου φλίπερ το πολύχρωμο κατάστρωμα.
.
Εσύ που ακονίζεις το μαχαίρι
πρόσεξε
δεν έχω μόνο μια καρδιά, αλλά πολλές
Άκουσε τα τύμπανα και τρέμε
Κατάρα μαύρη σ’ όποιον
τους εραστές χωρίζει.
Σχολιάστε