Μπλουζ σε 16 (Η μπαλάντα της πόλης που πονάει). Μέρος δεύτερο. Μονόλογος πέντε: Η νεκροκεφαλή
Posted by vnottas στο 20 Μαΐου, 2017
Προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του ¨Μπλουζ σε δεκάξι¨ (Στέφανο Μπέννι). Δεύτερο μέρος, πέμπτος μονόλογος.
Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ
Κάτω από το τατουάζ υπάρχει η αμμουδιά
απ’ το εξώφυλλο μην κρίνεις το βιβλίο
ίσως τη μέρα να μην κάνω τόση εντύπωση
τη νύχτα όμως είμαι
Μπάσταρδος της Κολάσεως.
Κάποιος δε πλήρωσε; Και τι έγινε;
Είστε μήπως Μαντάμ απ’ την αστυνομία;
*
Παιδιά ελάτε εδώ, εδώ ειν’ η Παράγκα
όλα τα τέρατα εδώ
είναι σε προσφορά
υπάρχει εκείνος που τον πρόσβαλαν
υπάρχει εκείνη που την πρόδωσαν
και το μωρό το πεινασμένο
και ο γεροπαράλυτος
και ο μαροκινός
και ο ανθρωποφάγος
και ο τουφεκισμένος, ο κρεμασμένος, ο στραγγαλισμένος
και ο φανατικός με το μαχαίρι του στο χέρι
όλοι αντάμα μεσ’ το ίδιο το κλουβί.
Πάνω στου λιονταριού το σώμα
πάτα το πόδι
πέτα τα πτώματα στο σκάμμα
την αγωνία και τον ρόγχο φωτογράφισε
κι έπειτα, με τη λίστα, γύρνα σπίτι.
*
Ήπια πολύ. Απ’ όλα καταβρόχθισα.
κι έχω τις τσέπες με λεφτά γεμάτες
Εγώ είναι που δεν πλήρωσα; Και τι έγινε;
Είστε μήπως Μαντάμ απ’ την αστυνομία;
Όταν θα φτάσει ο Κίλερ
θ’ ακούσω το τραγούδι του
μικρά και υγρά τα βήματα
σταγόνες από αίμα στο μαχαίρι
θα πάρω δρόμο,
θα σκαρφαλώσω σ’ ένα τρένο
θα πάω να γίνω χρυσοθήρας
στο Χόλυγουντ θα έχω μια πισίνα
ή ένα κότερο αραγμένο στη μαρίνα
ή θα με βρείτε πεθαμένο σε σουίτα
ή σε κανενός σταθμού
τ’ αποχωρητήρια.
Άθλιος, φουκαράς και βρώμικος
ή Αστραφτερός, Πολυτελής και Μέγας,
ό, τι το αίμα αγγίζει
θα μένει πάντα λερωμένο από αίμα.
*
Μικρή πλακέτα έχω στο λαιμό μου
ασημωμένη
γράφει πότε γεννήθηκα
μα έχει κι άλλο χώρο.
Θέλεις εσύ, μικρέ, να συμπληρώσεις τη γραφή;
Ο Φάντης Κούπα, ο πιτσιρικάς, ειν’ χαραγμένος
απάνω στη λαβή του μαχαιριού μου
είμαι έτοιμος και μην κοιτάς
που μοιάζει παιδικό το πρόσωπό μου.
Κάτω από το τατουάζ υπάρχει η αμμουδιά
μην κρίνεις το βιβλίο απ’ το εξώφυλλο
ίσως τη μέρα να μην κάνω τόση εντύπωση
τη νύχτα όμως είμαι
Μπάσταρδος της Κολάσεως
*
Πράγμα γυρεύεις; Μια μονάχα στάλα;
Τι τα θες,
δουλειές να κάνεις είναι ωραίο πριν τον θάνατό σου.
Παίρνει μαζί του ο Ραμσής δολάρια στον τάφο
θάβει μαζί του ο εμίρης
νύφες καταψυγμένες
και η μοτοσικλέτα μου στο χώμα θα χωθεί
θα πάει ίσια κάτω ως τον πάτο
με πέρλες στολισμένη
για να πουλήσει ηρωίνη στους διαβόλους
ή
για να διαφθείρει τους αγγέλους
ή
τον κώλο της για να ‘χει να σκουπίσει.
Κρυμμένος είναι πάντα ο ουρανός μου
μαύρα γυαλιά φοράει
και να που τώρα ακούω
να πλησιάζουν βήματα
κι αν κάποιου έφτασε η σειρά
δε θα ‘θελα να είμαι εγώ Θεέ μου.
Θεέ, με τον παρά μου ας μπορούσα
τουλάχιστον το φόβο ν’ αγοράσω.
Εγώ είμαι που δεν πλήρωσα ε, και;
Είστε μήπως Μαντάμ
ο θάνατος;
Σχολιάστε