Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο δέκατο: Αποχαιρετισμοί στο Φάληρο

Posted by vnottas στο 15 Ιανουαρίου, 2018

myth_adis

Κεφάλαιο Δέκατο: Αποχαιρετισμοί στο Φάληρο

 Ήταν για μένα ένα καλό μάθημα. Μιλώ για τη δίκη, την οποία παρακολούθησα ανελλιπώς μαζί με τον πατέρα Ευρύνου, ο οποίος καθισμένος  πλάι μου, με βοήθησε να καλύψω τα κενά που μου είχε δημιουργήσει η απουσία από το Άστυ τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Κατάλαβα έτσι καλύτερα ότι δεν πρέπει να υποτιμά κανείς σε καμία περίπτωση την επιμονή των Αθηναίων να εξακολουθήσουν να ασκούν ηγετικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις, αλλά ούτε και τον Δημοσθένη, την ομάδα του, την επιρροή του και τις ικανότητές πειθούς που κατέχει.

Παρόλα αυτά, θα έλεγα ψέματα εάν ισχυριζόμουν ότι δεν μου δημιούργησε έκπληξη το εύρος της νίκης των Αθηνοκεντρικών σε αυτή την -στην ουσία πολιτική- δικαστική αναμέτρηση.

Άρχισα λοιπόν να καταγράφω τις τελευταίες εξελίξεις και τις υποθέσεις για τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν αυτές στο προσεχές μέλλον, προκειμένου να ενημερώσω, όσο καλύτερα γίνεται, τον Καλλισθένη. Προτού όμως συντάξω την τελική επιστολή προς τον προϊστάμενό μου, θα έπρεπε απαραίτητα να δω και να ακούσω τις απόψεις του Δάσκαλου Αριστοτέλη. Γι αυτό και ζήτησα να τον συναντήσω και εκείνος μου παράγγειλε πως θα μπορούσα να τον επισκεφτώ αύριο το απόγευμα.

Έτσι, έχω χρόνο να ασχοληθώ με ορισμένα άλλα σημαντικά θέματα. Για παράδειγμα, να δεχτώ τον Αισχίνη, ο οποίος μου έστειλε έναν υπηρέτη του και ζητά να με δει κατεπειγόντως...

Ο Κοθωκίδης ρήτορας κατέφτασε στην πίσω είσοδο της οικίας του Ευρύνου καλυμμένος με έναν ολόσωμο χιτώνα και με την κουκούλα κατεβασμένη ως τα μάτια, παρά το ότι ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά και η πρωινή ζέστη αισθητή.

Του είπα να καθίσει και να μου τα πει όλα με την άνεσή του.

Όμως είναι βιαστικός. «Παραδέχομαι ότι είχα άδικο», μου λέει. «Η αισιοδοξία μου για την έκβαση της δίκης ήταν εσφαλμένη. Τώρα είμαι αναγκασμένος να φύγω».

«Είσαι σίγουρος πως αυτή είναι η πιο σωστή απόφαση;»

«Δεν έχω πολλές εναλλακτικές λύσεις. Εάν μείνω, είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω το πρόστιμο των χιλίων δραχμών, ενώ παράλληλα η στέρηση ορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων που μου επέβαλαν, θα με εμποδίζει να αγορεύω  στην Εκκλησία του Δήμου και στην Ηλιαία».

«Το πρόστιμο δεν πρέπει να σε απασχολεί. Είμαι σίγουρος ότι οι φίλοι σου, και ανάμεσα σε αυτούς και εμείς, θα συνεισφέρουν».

«Όχι. Δεν ήρθα να σε ‘δω επειδή χρειάζομαι οικονομική βοήθεια. Ήρθα βασικά για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι για να παραδεχτώ την εσφαλμένη αισιοδοξία μου. Τώρα έχω πειστεί ότι πέρα από τις δικαστικές έριδες, υπάρχουν και άλλοι, προσφορότεροι τρόποι, για να πετύχει κανείς την ειρήνη μεταξύ των Ελλήνων και την πανελλήνια ενότητα. Ο δεύτερος είναι να σε παρακαλέσω να με διευκολύνεις να δω τον Αλέξανδρο. Πρέπει να δω τον Μακεδόνα προσωπικά».

«Έχεις σκοπό να φτάσεις ίσαμε το μέτωπο των συγκρούσεων; Ο Αλέξανδρος βρίσκεται εκεί και μάχεται στην πρώτη γραμμή.  Είναι μακρύτερα από όσο φαίνεται στους χάρτες».

«Μάλλον δεν θα χρειαστεί να φτάσω ως εκεί. Υποθέτω ότι μετά τις πρόσφατες νίκες ο Αλέξανδρος θα επιστρέψει σε μια από τις ελληνικές πόλεις, την οποία θα επιλέξει ως πρωτεύουσα του νέου, μεγάλου, βασιλείου του. Αν  όχι στην Μακεδονία, που πέφτει πλέον κάπως παράμερα, τουλάχιστον στη Μικρά Ασία. Σκοπεύω να κατευθυνθώ προς τα εκεί. Εάν βέβαια χρειαστεί, και εκείνος μου το ζητήσει, μπορώ να φτάσω και ως τη χώρα των Περσών. Μετά λέω να εγκατασταθώ σε ένα από τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, τη Ρόδο ή τη Σάμο, όπου υπάρχει ζωηρό ενδιαφέρον για τη ρητορική τέχνη. Δε θέλω να υποπέσω και πάλι στο σφάλμα της υπερβολικής αισιοδοξίας, αλλά είμαι σίγουρος ότι σύντομα οι εξελίξεις θα επιτρέψουν την επιστροφή μου στην πόλη της Παλλάδας».

«Στο εύχομαι», του λέω. «Ποια πόλη της Μικράς Ασίας έχεις σκοπό να επισκεφτείς αρχικά;»

«Έχω μερικούς καλούς φίλους στην Έφεσο».

«Θα ειδοποιήσω τις αρχές της Εφέσου να σε υποδεχθούν και να σε φιλοξενήσουν για όσο καιρό χρειαστεί».

«Ας είσαι καλά Μεγαρέα…»

Ο Αισχίνης έχει πια ηρεμήσει. Καταλαβαίνω ότι τώρα μου έχει περισσότερη εμπιστοσύνη και πως θέλει να προσθέσει κάτι ακόμη. Τον κοιτάζω ερωτηματικά.

«Κοίτα», μου λέει. «Θα σου πω γιατί θέλω να δω τον Αλέξανδρο. Μέχρι τώρα οι επαφές μου με τους Μακεδόνες έφταναν μέχρι τον αντιβασιλέα Αντίπατρο. Ήταν εκείνος βασικά που επέμενε να τραβήξουμε το σκοινί και να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με τον αντιρρησία Δημοσθένη και τους οπαδούς του. Δεν ξέρω όμως εάν και κατά πόσο ο Αντίπατρος ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του βασιλιά του, ή αν παίζει δικό του παιχνίδι. Ξέρω πάντως πως δεν τα πάει καλά με την βασιλομήτορα Ολυμπιάδα».

Το ότι ο Αισχίνης έχει επαφές με τον Αντίπατρο δεν είναι κάτι που με εκπλήττει. 

«Πότε φεύγεις;», τον ρωτάω.

Με κοιτάζει, χαμογελάει, και κουνάει το κεφάλι του, κάπως σα να θέλει να στείλει ένα νεύμα αποδοχής στη Μοίρα.

«Φεύγω τώρα αμέσως», μου απαντά. «Μια βάρκα με περιμένει στην ακτή του Φαλήρου, και μια ολκάδα, όπου έχω ήδη φορτώσει ορισμένα πράγματά μου, πρέπει να ξεκίνησε ήδη από τον Πειραιά και θα βρίσκεται σε λίγο στα ανοιχτά της φαληρικής ακτής για να με παραλάβει».

«Θα σε συνοδέψω ως εκεί», του λέω. «Θα πω να δέσουν δυο γερά άλογα σε ένα ανώνυμο κλειστό κάρο. Μου λες περισσότερα για τον Αντίπατρο στο δρόμο».

.

Είναι πάνω κάτω μεσημέρι. Ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από κάτι απρόσμενα μελανά σύννεφα που ξεμύτισαν από τον Υμηττό. Ένα έντονο αεράκι έχει φουσκώσει τη θάλασσα του Φαλήρου. Δεν αποκλείεται ο Αίολος να μας επιφυλάσσει κανένα ασκό με καλοκαιρινή καταιγίδα. 

Σταματάμε το κάρο κοντά στην ακτή και κατευθυνόμαστε πεζοί προς τον περιτριγυρισμένο από βράχια μικρό όρμο και τη μόνη βάρκα που είναι αραγμένη εκεί.  Δίπλα της διακρίνουμε δύο άνδρες. Ο ένας πρέπει να είναι ο βαρκάρης που θα οδηγήσει τον Αισχίνη ως το πλοίο. Τον άλλο πρέπει να τον κοιτάξω δυο και τρεις φορές μέχρι να βεβαιωθώ ότι δεν κάνω λάθος και ότι είναι όντως αυτός. Τον αναγνωρίζω και  τραβάω ενστικτωδώς την καλύπτρα της κεφαλής του χιτώνα μου προς τα κάτω: Ο Δημοσθένης του Δημοσθένους ο εκ Παιανίας.

Κοιτάζω τον Αισχίνη: έχει χλομιάσει περισσότερο απ’ όσο απαιτεί ο γκρίζος ουρανός εκείνης της στιγμής.

Ο Δημοσθένης μας πλησιάζει χαμογελώντας.

«Ε, ναι φίλτατε συνάδελφε», λέει στον Αισχίνη. «Δε πιστεύω να νόμισες ότι μπορεί να μείνει μυστική η αναχώρησή σου. Η πόλη μας δεν αγαπάει τα μυστικά, αγαπητέ μου».

Ο Κοθωκίδης, παρά τη περιβάλλουσα γκριζάδα, καταφέρνει να αλλάξει διάφορα χρώματα, καθώς ετοιμάζεται να μετατρέψει την έκπληξή του σε ηθελημένο υβρεολόγιο κατά του αιώνιου αντιπάλου του, αλλά καθυστερεί κάπως, και έτσι ο Παιανέας προλαβαίνει να του χαμογελάσει ξανά.

«Μην αγριεύεις. Θα πρόσεξες υποθέτω ότι είμαι μόνος μου, χωρίς συνοδεία και φρουρά, έτσι δεν είναι;»

Ρίχνω μια περιμετρική ματιά. Μακριά διακρίνω μερικούς ψαράδες που παλεύουν με τα δίχτυα τους. Ο Παιανέας έχει δίκιο.   Στο σημείο της ακτής όπου βρισκόμαστε δεν υπάρχουν άλλοι εκτός από εμάς. Χαλαρώνω το σφίξιμο του κοντού σπαθιού μου που -ενστικτωδώς πάντα – έχω αρπάξει κάτω από τον φαρδύ θερινό μου χιτώνα. Η παρουσία του Δημοσθένη εδώ, χωρίς συνοδεία, δεν αποτελεί άμεσο κίνδυνο. Είναι όμως πλέον αυτονόητο πως οι κινήσεις του Αισχίνη ελέγχονται. Ίσως από τη στιγμή της έκδοσης της ετυμηγορίας, ίσως και από πιο μπροστά. Αφήνω το σπαθί και τραβάω πίσω την κουκούλα αποκαλύπτοντας το πρόσωπό μου.

«Εσύ τι θα έκανες στη θέση του  Αισχίνη;», τον ρωτάω.

«Πιθανότατα ακριβώς το ίδιο», μου απαντάει ήρεμα, χωρίς να δείξει έκπληξη για την παρουσία μου εκεί.

Πέφτουν μερικές χοντρές ζεστές στάλες.

Ο Δημοσθένης απευθύνεται σε μένα. «Δεν ξέρω αν θα καταλάβεις Μεγαρέα. Ίσως ναι, αφού έχεις ζήσει για πολύ στην Αθήνα και ίσως έχεις κατανοήσει ότι στην δημοκρατία μας υπάρχει μία ευτυχής ασυνέπεια: Οι δημόσιες συγκρούσεις των ρητόρων στη Βουλή ή στην Ηλιαία, που είναι αναπόφευκτες μια που εκεί καθένας υποστηρίζει διαφορετικές ομάδες και διαφορετικά συμφέροντα, δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκην έλλειψη, αν όχι προσωπικής συμπάθειας, τουλάχιστον αμοιβαίου σεβασμού και αλληλοεκτίμησης σε προσωπικό επίπεδο.  Ας μη σε ξεγελούν οι λεκτικές ύβρεις και τα άλλα επιφανειακά φαινόμενα, που συνεπάγεται το ¨πολιτικό δράμα¨ που διαδραματίζεται δημόσια και που, αν όχι τίποτε άλλο, αποτελεί τη γοητεία και το αλάτι της Δημοκρατίας. Εάν υπήρχε όντως βαθύ μίσος και αγεφύρωτη προσωπική έχθρα ανάμεσά μας, θα είχαμε διαλύσει προ πολλού και το πολίτευμα και την Πολιτεία την ίδια».

«Άρα, θα επιτρέψεις την αναχώρηση του Αισχίνη;»

«Όχι, βέβαια. Κανένας δε μπορεί, ούτε πρέπει να εναντιώνεται στις αποφάσεις του Δήμου. Απλώς δεν προτίθεμαι να την εμποδίσω. Άλλωστε αυτή τη στιγμή, επισήμως, δεν βρίσκομαι εδώ. Γι αυτό χαλαρώστε!»

 Ο Δημοσθένης στρέφεται προς τον Αισχίνη. «Ξέρω πως, προς το παρόν τουλάχιστον, αφήνεις τους δικούς σου εδώ. Θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι όταν και εάν θελήσεις να τους πάρεις μαζί σου, δεν θα υπάρξουν προβλήματα».

Ο Αισχίνης δεν μιλάει. Είναι φανερό πως η συμπεριφορά του αιώνιου αντιπάλου του τον έχει αποπροσανατολίσει.

«Α ναι, και κάτι άλλο. Έχω εδώ ένα χρηματικό ποσό, που μπορεί να σε βοηθήσει στις πρώτες δυσκολίες».

Ο Κοθωκίδης κουνάει το κεφάλι του αρνητικά και σηκώνει το χέρι για να δείξει ότι, όχι, δε χρειάζεται χρήματα.

«Και κάτι τελευταίο…» προσθέτει ο Δημοσθένης βγάζοντας από το σακίδιό του έναν σφιχτά τυλιγμένο πάπυρο.

«Ξέρεις τι έχω εδώ; Όχι, μην απαντάς, είναι σαφώς ρητορική η ερώτηση! (χαμογελάει). Εδώ είναι γραμμένος ο λόγος μου, ο σχετικός με τη δίκη που μόλις έληξε. Δεν είναι ακριβώς τα όσα με άκουσες να λέω εκεί. Είναι περισσότερο αυτά που θα σου έλεγα σε πιο ήρεμες και ψύχραιμες περιόδους από την σημερινή. Στο δικαστήριο κι εγώ, όπως κι εσύ, είπαμε εν μέρει αυτά που σκεπτόμαστε και, ταυτόχρονα, αυτά που νομίζαμε ότι θέλει να ακούσει το κοινό μας. Εδώ σου έχω μόνον αυτά που σκέπτομαι. Φαντάζομαι ότι δικαιούσαι να τα ξέρεις, γι αυτό στον χαρίζω. Μπορείς να τον διαβάσεις ή να τον πετάξεις στα κύματα.

Μπορείς ακόμη, εάν το θελήσεις, να μου στείλεις κι εσύ τον αντίστοιχο δικό σου λόγο. Κάνε όπως θέλεις.  Ξέρεις, όπως ξέρω κι εγώ, ότι οι αγορεύσεις μας αντιγράφονται και κυκλοφορούν ανάμεσα σε ιστορικούς και ρήτορες και ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την Πόλη. Αυτό που δεν ξέρεις, όπως δεν το ξέρω ούτε εγώ, είναι πώς θα καταλήξουν οι λόγοι μας, ύστερα από τις πολλαπλές αντιγραφές, ερμηνείες, σχολιασμούς και προσθήκες που ήδη γίνονται. Ίσως λοιπόν θα πρέπει να αφήσουμε και ίχνη από τους πραγματικά γνήσιους λόγους μας. Αυτούς που ίσως δεν είπαμε ποτέ!»

Ο Αισχίνης αυτή τη φορά δείχνει αληθινά συγκινημένος.

«Αυτό το δώρο θα το δεχτώ με ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη» λέει.

.

Έχω την εντύπωση πως σήμερα μαθαίνω πολλά για την Αθήνα και τους ανθρώπους της.

Βρέχει.

*


 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

 
Αρέσει σε %d bloggers: