Κύλικες και δόρατα. Ιντερμέδιο VII. Κρίσιμα χρόνια (συνέχεια).
Posted by vnottas στο 23 Μαρτίου, 2018
Ιντερμέδιο έβδομο. Κρίσιμα χρόνια (συνέχεια).
6. Εν τω μεταξύ το στράτευμα εξακολουθεί να προωθείται
Εν τω μεταξύ, τα διάφορα τμήματα του στρατεύματος εξακολούθησαν να προελαύνουν από την Παρθία και την Αρεία προς την Δραγγιανή και μετά, ακολουθώντας τα ίχνη του Βήσσου, προς την Βακτριανή στέπα και τα ακραία βορειοανατολικά τμήματα της Αυτοκρατορίας των Περσών. Στην ουσία όμως η στρατιά κατευθύνεται προς το νέο στόχο: την πρόσβαση στον κόσμο των Ινδιών, τον μυστηριώδη τόπο από όπου καταφθάνουν στην αυτοκρατορία μεταξένια και βαμβακερά υφάσματα, πολύτιμες πέτρες, καρυκεύματα, καθώς και άλλα σπάνια εξωτικά αγαθά. Αλλά για να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος πρέπει πρώτα να εκκαθαριστούν τα ενδιάμεσα εδάφη από τον Βήσσο (ή, όπως είχε αυτοανακηρυχθεί, τον Αρταξέρξη τον Τέταρτο, επίδοξο Μεγάλο Βασιλέα), καθώς και από τους άλλους εξεγερμένους πρίγκιπες και τους, πολύ πιο επικίνδυνους, ντόπιους αντάρτες.
Δεν υπάρχουν πολλές πόλεις σε αυτή την διαδρομή. Υπάρχουν κυρίως οχυρωμένοι οικισμοί, οι ¨Αβάρνες¨, όπως τους αποκαλούν οι γηγενείς, Μικρά φρούρια, χτισμένα σε μέρη που παρέχουν φυσική προστασία και είναι σε θέση να προβάλουν ισχυρή αντίσταση. Στην ίδια όμως αυτή διαδρομή θα θεμελιωθούν και νέες πόλεις, νέες Αλεξάνδρειες, όπου πέρα από τους παλαιότερους των στρατιωτών και μέρος των συνακολουθούντων, θα εγκατασταθούν και άποικοι που θα καταφτάσουν από τον ελλαδικό κορμό.
Η πάρα πέρα πορεία στην άνυδρη στέπα και μετά στα χιονοσκεπή βουνά, θα είναι δύσκολη, περιπετειώδης, με αλλεπάλληλες αιματηρές συμπλοκές -κυρίως ενάντια σε μικρά ευέλικτα τμήματα ανταρτών, γεμάτη με ηρωικά επεισόδια, αλλά και μύθους που αναδεικνύουν τα πρόσωπα και τις αναπάντεχες καμπές της εποποιίας.
Μιλώ για μύθους που διανθίζουν και δραματοποιούν ως κάποιο βαθμό την πραγματικότητα, έχοντας λόγου γνώση, μια που ήταν η δική μας υπηρεσία που, ανάμεσα στις άλλες αρμοδιότητές της, φρόντιζε για την εικόνα που θα άφηνε η εκστρατεία στην ιστορία, καθώς και για την εικόνα που θα άφηνε πίσω ο Μακεδόνας Βασιλιάς που την καθοδηγούσε.
Θα είναι στην αρχή αυτής της διαδρομής που οι ορεσίβιοι Μάδροι, όχι μόνο θα αντισταθούν, αλλά και θα απαγάγουν τον Βουκεφάλα∙ τελικά όμως θα ηττηθούν και θα υποχρεωθούν να συνθηκολογήσουν πληρώνοντας μάλιστα σημαντική αποζημίωση στους Μακεδόνες και, φυσικά, επιστρέφοντας το αγαπημένο άλογο του Αλέξανδρου.
Θα είναι κατά τη διάρκεια της ίδιας προέλασης που υποτίθεται πως θα καταφτάσει η βασίλισσα των Αμαζόνων, η Θάληστρις, με ακολουθία τριακοσίων γυναικών-πολεμιστών και με αποκλειστικό σκοπό να ζητήσει από τον Αλέξανδρο να γίνει ο πατέρας του (μελλοντικού) παιδιού της και για αυτό τον λόγο θα στρατοπεδεύσει μαζί του για δεκατρείς ολόκληρες μέρες (και νύχτες!).
Θα είναι επίσης εδώ που ο σατράπης Σατιβαρζάνης, (ένας από τους πρίγκιπες που δολοφόνησαν τον Δαρείο), αφού πρώτα, πιθανότατα συνεννοημένος με τον Βήσσο, δήλωσε υποταγή στον Αλέξανδρο (και εκείνος έκανε το λάθος να τον εμπιστευτεί και να τον αφήσει στην διοίκηση της Αρείας κάτω από την εποπτεία μιας μικρής ομάδας Μακεδόνων), θα επαναστατήσει και πάλι και αφού κατασφάξει την μακεδονική φρουρά, θα καταφέρει να ξεσηκώσει όλη την περιοχή.
Ο Σατιβαρζάνης θα βρεθεί αργότερα αντιμέτωπος με τμήμα της στρατιάς που θα στείλει εναντίον του ο Αλέξανδρος και όταν η μάχη αποβεί αμφίρροπη θα ζητήσει η έκβαση να κριθεί σε μονομαχία ανάμεσα στον ίδιο και όποιον μακεδόνα στρατηγό δεχτεί να τον αντιμετωπίσει. Η πρόκλησή του θα γίνει δεκτή και τελικά ο Σατιβαρζάνης θα σκοτωθεί μονομαχώντας, από το ακόντιο του Εριγύιου από την Μυτιλήνη.
Θα είναι ακόμη εδώ που στους επικίνδυνους εχθρούς του στρατεύματος θα προστεθούν τα σμήνη των κουνουπιών που κατακλύζουν τα έλη των λιμνών της Δραγγιανής. Το στράτευμα για να τα αποφύγει θα αναγκαστεί να μετακινηθεί σε χρόνο ακατάλληλο για τον ανεφοδιασμό, πριν δηλαδή ολοκληρωθεί η συγκομιδή στην περιοχή, με αποτέλεσμα πρόσθετες τροφοδοτικές δυσκολίες.
[…]
Η άνοιξη της επόμενης χρονιάς, θα βρει τον Αλέξανδρο στους πρόποδες ενός πανύψηλου και απρόσιτου όρους, του Παροπάμισου[1]. Το πέρασμα που θα επιλέξει για να περάσει στη Βακτριανή στέπα βρίσκεται σε εξαιρετικά μεγάλο ύψος και είναι ιδιαίτερα δύσβατο[2] . Το επιλέγει γιατί ο Βήσσος δεν έχει προλάβει να καταστρέψει υποχωρώντας τη συγκομιδή στην περιοχή αυτής της διαδρομής. Ωστόσο θα υπάρξουν και πάλι απώλειες. Δριμύ ψύχος και κρυοπαγήματα δυσκολεύουν την πορεία της στρατιάς. Οι οπλίτες αναγκάζονται να βάζουν μαύρα υφάσματα μπροστά στα μάτια τους για να μην τυφλωθούν από την αντανάκλαση του ήλιου και να δένουν σακούλες στα πόδια των υποζυγίων, ώστε αυτά να μη βυθίζονται εύκολα στο χιόνι. Εν τέλει θα χρειαστεί πάνω από ένα δεκαπενθήμερο για καταφέρουν να διαβούν το πέρασμα και να κατευθυνθούν προς τις δύο πιο σημαντικές πόλεις της σατραπείας. Την Άορνο και την πρωτεύουσα πόλη της Βακτριανής, τα Βάκτρα.
Όταν ο Βήσσος μάθει ότι οι καιρικές συνθήκες και οι λοιπές δυσχέρειες δεν στάθηκαν αρκετές για να σταματήσουν τον Αλέξανδρο, θα υποχωρήσει ξανά, αυτή τη φορά πέρα από τον ποταμό Ώξο, προς την ακραία επαρχία της Σογδιανής, όπου ο σατράπης Σπιταμένης διοργανώνει ήδη την αντίσταση των γηγενών.
Ο Αλέξανδρος θα καταλάβει εξ εφόδου τα Βάκτρα, όπου θα πληρώσει και θα αποστρατεύσει τους τραυματίες και ασθενείς οπλίτες, καθώς και τους Θεσσαλούς ιππείς. Θα ακολουθήσει η πλήρης υποταγή της Βακτριανής και αμέσως μετά ο στρατηλάτης θα προχωρήσει εσπευσμένα προς τον ποταμό Ώξο.
Η στρατιά έφτασε στον ποτάμι, αφού πρώτα πέρασε με δυσκολία και με απώλειες μια άνυδρη περιοχή γεμάτη κινούμενους αμμόλοφους και παραπλανητικούς αντικατοπτρισμούς. Ο ορμητικός ρους του Ώξου στο σημείο εκείνο έχει πλάτος έξι στάδια, ο βυθός είναι αμμώδης και δεν επιτρέπει την τοποθέτηση πασσάλων, ενώ ο Βήσσος, υποχωρώντας, είχε κάψει όλα τα πορθμεία. Αποφασίστηκε λοιπόν να χρησιμοποιήσουν και πάλι τη μέθοδο που είχαν εφαρμόσει για να διαβούν, παλιότερα, τον ευρωπαϊκό ποταμό Ίστρο[3]. Γέμισαν τα δερμάτινα αντίσκηνα με ξερά φρύγανα και έφτιαξαν ¨ασκοσχεδίες¨, που έδεσαν γερά μεταξύ τους. Για να ολοκληρώσουν τη διάβαση με αυτόν τον τρόπο, τούς χρειάστηκαν πέντε ημέρες.
Εν τω μεταξύ στο στρατόπεδο των Ιρανών πριγκίπων στη Σογδιανή ξεσπούν έριδες. Απ’ ό, τι εκ των υστέρων μπορούμε να συμπεράνουμε, οι δύο ντόπιοι ευγενείς, ο Σπιταμένης και ο Δαταφέρνης, δεν έχουν πεισθεί πως ο Βήσσος είναι ικανότερος από τον Δαρείο στο να αντιμετωπίσει τους Έλληνες. Αποφασίζουν λοιπόν να απαλλαγούν απ’ αυτόν με την πιο απλή μέθοδο: Τον συλλαμβάνουν, υποκρίνονται ότι επιθυμούν συνθηκολόγηση και παραγγέλνουν στον Αλέξανδρο ότι θέλουν να του τον παραδώσουν. Προφανώς ετοίμαζαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του. Όντως ο Μακεδόνας στέλνει στον οικισμό όπου κρατείται ο Βήσσος τον Πτολεμαίο του Λάγου, επί κεφαλής όμως ισχυρού στρατεύματος και εκείνοι αναγκάζονται τελικά να του παραδώσουν τον Βήσσο, χωρίς να εμφανιστούν οι ίδιοι, τάχα πως αισθάνονται αιδώ για την πράξη τους.
Τελικά ο Αλέξανδρος στέλνει τον Βήσσο πίσω στα Εκβάτανα προκειμένου να δικαστεί για την προδοσία του απέναντι στον Δαρείο από τους ίδιους τους Πέρσες. Ο αποστάτης, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, είχε επιδείξει πατριωτική δράση, θα βασανισθεί και θα εκτελεστεί, ενώ τα ηνία της αντίστασης στην περιοχή της Σογδιανής θα αναλάβει ο σατράπης Σπιταμένης.
- Η εξέγερση στη Σογδιανή και η σύγκρουση με τους Σκύθες
Το καλοκαίρι αυτού του δεύτερου έτους, από το χρονικό διάστημα που εξιστορώ περιληπτικά στο παρόν κείμενο, αφού πρώτα το πεζικό αναδιοργανωθεί και μεγάλο μέρος από τα άλογα του ιππικού αντικατασταθούν με ντόπια, η στρατιά προχωρεί προς την πρωτεύουσα της Σογδιανής, τη Μαράκανδα (η ονομασία σημαίνει Πόλη του Ιερού Πυρός) την οποία και καταλαμβάνει και από εκεί κατευθύνεται προς το ακραίο όριο της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, τον ποταμό Ιαξάρτη, ο ρους του οποίου, όπως και του Ώξου, κατευθύνεται προς τον ανεξερεύνητο βορρά.
Εδώ ο Αλέξανδρος θέλει να εκτιμήσει τον κίνδυνο που ενδεχομένως αντιπροσωπεύουν οι φυλές των Σκύθων που βρίσκονται πέρα από το ποτάμι και να δημιουργήσει ακόμη μια αμυντική συνοριακή πόλη, την Αλεξάνδρεια την πιο απομακρυσμένη. Πράγματι, στην περιοχή έχουν ήδη συσπειρωθεί Σκυθικές φυλές, οι οποίες επιτίθενται σε όποια απομονωμένα τμήματα της στρατιάς συναντούν, δημιουργώντας αλλεπάλληλες, επώδυνες απώλειες. Ο Αλέξανδρος θα διαιρέσει το στράτευμα σε μικρότερα, πιο ευέλικτα τμήματα και οι Σκύθες θα αντιμετωπιστούν με επιτυχία, αν και, κατά τις συγκρούσεις ο ίδιος, καθώς δεν παύει να μάχεται στην πρώτη γραμμή, θα τραυματιστεί από βέλος στην κνήμη.
Αλλά ενώ (κάπου στην άκρη του γνωστού κόσμου) η Αλεξάνδρεια η Έσχατη θεμελιώνεται με γιορτές και αθλητικούς αγώνες, καταφτάνει η είδηση ότι στη Σογδιανή ξέσπασε επανάσταση υπό την καθοδήγηση του Σπιταμένη, ο οποίος ενισχυμένος και από Σκύθες έφιππους τοξότες, επιτίθεται στις μακεδονικές φρουρές, τις διαλύει, και πολιορκεί την Μαράκανδα.
Ο Αλέξανδρος στέλνει πίσω τον Κρατερό, ο οποίος σύντομα ανακτά τις μικρές περιφερειακές πόλεις∙ στέλνει επίσης ενισχύσεις στην Μαράκανδα, κάτω από τις διαταγές του αξιωματικού Μενέδημου. Όταν όμως μαθαίνει ότι ο Μενέδημος έπεσε σε ενέδρα του Σπιταμένη και είχε μεγάλες απώλειες (πάνω από δύο χιλιάδες άνδρες), αν και τραυματίας, επιστρέφει κι ο ίδιος τάχιστα στην πρωτεύουσα της Σογδιανής, προκειμένου να ξεκαθαρίσει οριστικά τους λογαριασμούς με τον εξεγερμένο σατράπη.
Εκείνος ωστόσο, αμέσως μόλις πληροφορείται ότι ο Αλέξανδρος κατευθύνεται εναντίον του, σπεύδει, ακόμη μια φορά, να εξαφανιστεί.
Ο Αλέξανδρος θα διακόψει προς στιγμήν την καταδίωξη και θα επιστρέψει στα Βάκτρα έτσι ώστε ο κύριος όγκος της στρατιάς να περάσει τον σκληρό ασιατικό χειμώνα[4] στην πρωτεύουσα της Βακτριανής.
Αυτή την περίοδο θα γίνουν διπλωματικές προσπάθειες συμφιλίωσης με ορισμένες από τις πιο διαλλακτικές φυλές των Σκύθων και, την επόμενη άνοιξη, αφού το στράτευμα διαιρεθεί ξανά σε πέντε μικρότερα, ταχύτατα μέρη, θα ξεκινήσει και πάλι προς τη Σογδιανή, όπου έχουν ξεσπάσει νέες εξεγέρσεις. Ενώ τα τέσσερα τμήματα εκτελούν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλη την σατραπεία, ο Αλέξανδρος, επικεφαλής του πέμπτου, κατευθύνεται στην πρωτεύουσα Μαράκανδα ελπίζοντας να βρει επιτέλους εκεί τον Σπιταμένη, τον πιο ικανό και επικίνδυνο από τους μέχρι τώρα αντιπάλους του.
Εκείνος όμως δεν θα είναι εκεί. Επωφελούμενος από την απομάκρυνση του κύριου όγκου της στρατιάς, επιτίθεται πίσω, στα Βάκτρα, με μια σχετικά μικρή ομάδα εξακοσίων Μασαγετών ιππέων. Αλλά αυτό είναι κάτι που ο Αλέξανδρος έχει προβλέψει. Στα Βάκτρα θα βρίσκεται ο στρατηγός Κρατερός, με ιππικό και ικανό αριθμό οπλιτών, ο οποίος θα απωθήσει την επίθεση.
Ο Σπιταμένης θα αναγκαστεί να επιστρέψει στη Σογδιανή όπου, αφού ανανεώσει τις δυνάμεις του με Βακτριανούς, Σογδιανούς και Μασαγέτες Σκύθες, θα καταλάβει μια σειρά οικισμούς και φρούρια από όπου θα εξακολουθήσει να εξαπολύει επιθέσεις κατά των Μακεδόνων. Εναντίον του αυτή τη φορά θα κινηθεί ο στρατηγός Κοίνος, ο οποίος και θα τον νικήσει οριστικά. Οι Σπιταμένης υποχωρώντας άτακτα, θα προδοθεί τελικά από τους Μασαγέτες μισθοφόρους και θα αποκεφαλιστεί.
Στη Μαράκανδα όπου θα διαχειμάσει αυτή τη χρονιά η στρατιά[5] η ατμόσφαιρα θα είναι τεντωμένη. Όχι μόνο γιατί, παρά την εξουδετέρωση του Σπιταμένη, η Σογδιανή δεν έχει ακόμη υποταχθεί, αλλά και γιατί θα ξεσπάσουν έριδες στο στενό περιβάλλον του βασιλιά. Εδώ θα συμβεί ακόμα ένα δραματικό επεισόδιο που θα βαρύνει περισσότερο την κατάσταση . Ο φόνος του στρατηγού Κλείτου του Μέλανα.
………………………
[1] Πρόκειται για τον Ινδικό Καύκασο (Χιντού Κους), ο οποίος από γεωγραφικό λάθος θεωρήθηκε ως ο κυρίως Καύκασος (που οριοθετεί την Ευρώπη σε σχέση με την Ασία) τον οποίο οι Έλληνες θεωρούσαν ως το βόρειο άκρο της περσικής αυτοκρατορίας. Γι αυτόν το λόγο οι Σκύθες που ζούσαν στα βόρεια αυτού του βουνού θεωρήθηκαν (και ονομάστηκαν τότε) Ευρωπαίοι Σκύθες.
[2] Πρόκειται για το πέρασμα Κάουακ, σε ύψος 3.500 μέτρων
[3] Ίστρος: Ελληνική ονομασία του ποταμού Δούναβη
[4] Χειμώνας του 329-328 π.Χ.
[5] Χειμώνας του 328-327 π.Χ.
Σχολιάστε