Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Η΄. Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο: Εν τω μεταξύ, ο Οινοκράτης…

Posted by vnottas στο 7 Αυγούστου, 2018

Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο: Εν τω μεταξύ, ο Οινοκράτης…

(αφηγείται ο Οινοκράτης)

180px-Szczerbiec

Ο Εύελπις μπαίνει στο δωμάτιο όπου βρίσκεται περιορισμένος ο Καλλισθένης, κι εγώ, με τον Μουλωχτό να βαδίζει μπροστά μου, προχωρούμε στον κακοφωτισμένο διάδρομο και φτάνουμε σε έναν μεγαλύτερο χώρο. Εδώ υπάρχει ένα παράθυρο που βλέπει προς το μπροστινό μέρος του κτιρίου,  απ’ όπου μπαίνει λίγο από το φως του υγρού συννεφιασμένου δειλινού και, που και που, λάμψεις από μακρινές αστραπές. Υπάρχει επίσης ένα τραπέζι-γραφείο, ένας τρίποδας πάνω στον οποίο δεσπόζει κάτι που μοιάζει με μηχανισμό καταγραφής του χρόνου, αν και είναι αρκετά διαφορετικό από τις δικές μας κλεψύδρες, μερικά καθίσματα και μια οπλοθήκη ακουμπισμένη στον τοίχο πίσω απ’ το τραπέζι. Πάνω της είναι αναρτημένα ετερογενή όπλα: ένα δυο τόξα, μία γεμάτη φαρέτρα, δυο τρεις ασπίδες και μερικά ξίφη. Πάνω στο τραπέζι είναι ακουμπισμένο ένα μεγάλο κουδούνι. Απέναντι από την πόρτα που μπήκαμε υπάρχει μια άλλη, ανοιχτή.  Ο Βαρύθυμος μαλαγάνας, χωρίς να σταματήσει κατευθύνεται προς τα εκεί.

«Στάσου», του λέω.

Σταματάει. Με προσοχή περνάω μπροστά και εξετάζω αυτή την εσωτερική βαριά ξύλινη θύρα. Ο σκοτεινός διάδρομος συνεχίζεται και μετά από αυτήν. Απ’ το βάθος νομίζω πως ακούω αμυδρά κάτι σαν ανδρικές φωνές. Κλείνω την πόρτα. Απ τη μέσα πλευρά υπάρχει μια αμπάρα. Την κατεβάζω. 

«Πού είναι οι φρουροί;» ρωτάω τον πληρωμένο (από εμάς)  Κακομούτσουνο. Μου απαντάει με ένα δήθεν πονηρό χαμόγελο και δείχνει προς την πόρτα που μόλις αμπάρωσα: «Τους κέρασα έναν αμφορέα ντόπιο κρασί. Ή μάλλον κάτι που μοιάζει με το δημιούργημα του Βάκχου. Αλλά, ακόμα κι αυτό δεν το βρίσκεις εύκολα εδώ, στην άκρη του κόσμου! Κανονικά θα πρέπει να σας το χρεώσω έξτρα».

«Είναι όλοι εκεί;» τον ρωτάω, αν και ξέρω την απάντηση. Ο Χοντρόης είχε αναλάβει να παρακολουθήσει τις κινήσεις των φρουρών, ήδη από χτες το βράδυ.

«Όχι», μου απαντάει «πολλοί είναι στις περιπολίες».

«Και πότε γίνεται η αλλαγή βάρδιας;»

Μου δείχνει το παράξενο είδος κλεψύδρας. «Από εδώ θα ξεκινήσουν οι αντικαταστάτες μόλις η μηχανή δείξει ότι φτάσαμε στο μέσον της νύχτας. Η επόμενη αλλαγή γίνεται το χάραμα».

Χαλαρώνω κάπως και κάθομαι στην καρέκλα πίσω από το μεγάλο τραπέζι, με την πλάτη στην οπλοθήκη.

«Κάτσε κι εσύ», λέω στον τέως Οξύθυμο κακομοίρη. Του δείχνω ένα κάθισμα απέναντί μου, κάτω από το παράθυρο.

Κάθεται. Όλα δείχνουν να εξελίσσονται με τον αναμενόμενο τρόπο. Δε μένει παρά να νυχτώσει εντελώς, να καταφτάσουν οι υπόλοιποι δικοί μας και να κάνουμε ό, τι πει ο Εύελπις.

20180

Περνάει ένα χρονικό διάστημα που δεν μιλάει κανείς.

«Δεν είσαι στρατιωτικός… έτσι δεν είναι;» με ρωτάει ο τύπος.

Η αλήθεια είναι πως δε φοράω κανένα διακριτικό που να δείχνει τι είμαι και τι όχι. Είναι επίσης αλήθεια πως στην εκστρατεία οι σχετικοί νόμοι δεν εφαρμόζονται με αυστηρότητα. Εδώ μετράει κυρίως αν είσαι με τον Αλέξανδρο ή ντόπιος. Περισσότερο κι από το εάν είσαι ελεύθερος ή δούλος. Πάντως οπλοφορώ, όσο οπλοφορεί κι αυτός. Επομένως καλά θα κάνει να κοιτάζει την (αξιοθρήνητη) δουλειά του.

«Εσύ κοίτα τη δουλειά σου», του λέω.

Αναρωτιέμαι αν έχει όρεξη για κουβέντα ή αν έχει άλλο λόγο να θέλει να μάθει αν ξέρω από όπλα. Η αλήθεια είναι πως κάτι δεν μου πάει καλά. Το βλέμμα μου καρφώνεται στο μεγάλο κουδούνι πάνω στο τραπέζι. Το τραβάω προς το μέρος μου.

«Τι θέλει αυτό εδώ» τον ρωτάω.

 Γελάει χαιρέκακα. «Αυτό; Αυτό το χτυπάω κι έρχονται ενισχύσεις!»

Δεν ξέρω αν θέλει να μου πουλήσει πνεύμα ή αν λέει απλώς το προφανές. Για κάθε περίπτωση, σηκώνομαι αμέσως όρθιος κρατώντας προσεκτικά τον κώδωνα. Γυρίζω προς την οπλοθήκη, ψάχνω το κατάλληλο σημείο, -όσο πιο ψηλά γίνεται- ανεβαίνω στην καρέκλα και τον κρεμάω χωρίς να ηχήσει.

Αυτό είναι το λάθος μου: Γύρισα για λίγες μόνο στιγμές την πλάτη μου στον Αναξιόπιστο. Κι αυτός κρίνοντας ότι πέρασε αρκετή ώρα από την άφιξή μας, επομένως όσοι είμαστε, είμαστε! (μόνον δύο) και πως δεν πρόκειται να καταφτάσουν άλλοι, αποφασίζει να δράσει. Προφανώς  η (έναντι χρηματικής αμοιβής) συνεργασία του μαζί μας, έχει λήξει. Ίσως να είχε λήξει πιο μπροστά αν τον άφηνα να με πάει όπου αυτός ήθελε και δεν τον είχα ξεκόψει, αμπαρώνοντας την γερή συμπαγή πόρτα, από τους υπόλοιπους δικούς του. Μικρό το κακό: μ’ ένα κουδούνισμα ή με μια δυνατή κραυγή θα μπορούσε να τους φωνάξει. Αλλά μάλλον δεν το θεωρεί αναγκαίο. Κρίνει ότι εγώ, αν και οπλισμένος με ένα απλό κοντό αθηναϊκό ξίφος, δεν είμαι άνθρωπος των όπλων και πως ένας κωλοπετσωμένος στρατιωτικός σαν κι αυτόν  θα μπορούσε να με κάνει καλά με ευκολία κι από μόνος του. Ίσως πάλι, ό, τι είναι να κάνει, θέλει να το κάνει χωρίς πολλούς μάρτυρες. Έτσι τώρα αισθάνομαι τη μαχαίρα του να κεντρίζει την πλάτη μου.

Είμαι ακόμη όρθιος πάνω στο κάθισμα. Προσπαθώ να γυρίσω αργά προς το μέρος του. «Ήσυχα», του λέω, ενώ εκείνος πιέζει ακόμη περισσότερο την σπάθα και αισθάνομαι το αίμα να αναβλύζει απ’ την πληγή.  «Βλέπεις; Σηκώνω τα χέρια ψηλά».

Πράγματι στρέφομαι αργά προς το μέρος του σηκώνοντας τα χέρια. Όχι όμως για να  παραδοθώ αλλά για να φτάσω κάποιο από τα αντικείμενα πάνω στην οπλοθήκη, που τώρα βρίσκεται πίσω μου. Δεν είμαι πολύ τυχερός, αλλά ούτε τελείως άτυχος. Εκείνο που καταφέρνω να αρπάξω και που του το πετάω περνώντας το πάνω από το κεφάλι μου, είναι μια γεμάτη φαρέτρα. . Δεν πληγώνεται, αλλά τα βέλη που αδειάζουν γύρω του τον δυσκολεύουν προς στιγμήν να κινηθεί. Επωφελούμαι και πηδώ στο πέτρινο δάπεδο στρίβοντας το δισάκι (που κουβαλάω πάντα μαζί μου) προς την (πληγωμένη) πλάτη μου και τραβώντας το ξίφος από το θηκάρι.

«Οι δυο μας Γρουσούζη», του λέω.

Κατά τα επόμενα λεπτά συμβαίνουν τα εξής: Ο τύπος είναι δυνατός. Περισσότερο από μένα. Και έμπειρος: σίγουρα έχει πάρει μέρος σε μάχες ¨εν παρατάξει¨. Και κακός: χωρίς αναστολές και ¨ευ αγωνίζεσθα黨. Αποδεικνύεται όμως λιγότερο ευέλικτος. Και χωρίς αρκετή φαντασία. Γιατί χρειάζεται μια κάποια φαντασία για να επινοήσει κανείς αμυντικά ή επιθετικά όπλα χρησιμοποιώντας, όπως-όπως, ό, τι βρίσκεται τριγύρω του. Ιδιαίτερα όταν όντως, δεν έχει μεγάλη εμπειρία μάχης, εντούτοις έχει διαπιστώσει ότι με το κοντό σπαθί (και μάλιστα αγνοώντας τα βασικά κόλπα του χειρισμού του) δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη βαριά μάχαιρα του Στριμμένου. Επομένως εκείνος  επιτίθεται σαν ταύρος, ίσα πάνω μου και εγώ χοροπηδώ δεξιά αριστερά.

Παράλληλα για να του μειώσω τον τσαμπουκά του λέω διάφορα. Όπως: ¨Πόσα πήρες Απαίσιε απ’ αυτούς που επιβουλεύονται τον Αλέξανδρο; Περισσότερα από αυτά που σου δώσαμε εμείς;¨ Τον βλέπω να αναψοκοκκινίζει: «Πουφ! Λόγιοι!» βρυχάται σαν να φτύνει.  images (2)

Αυτός εδώ δεν είναι ένας αξιωματικός που θέλει να κάνει το καθήκον του. Είναι ένας μαινόμενος κι  εμπαθής μισθοφόρος, πιθανότατα στην ίδια κλίκα με εκείνους που μας απήγαγαν στην Τύρο.   Όση όμως φαντασία κι αν διαθέτω δεν μπορώ να επινοήσω έναν τρόπο με τον οποίο τελικά να κερδίζω εγώ αυτή την μονομαχία.

Πράγματι, όταν εξαπολύω εναντίον του την παράξενη ανατολίτικη κλεψύδρα, παρασύρομαι από το μεγάλο βάρος της και, αφενός αστοχώ και το χρονόμετρο πέφτει χάμω και διαλύεται σε μεγάλα αιχμηρά κομμάτια, αφετέρου εγώ χάνω την ισορροπία μου και γονατίζω. Ο άλλος βρίσκεται αμέσως από πάνω μου. Η σπάθα σηκώνεται για να πάρει επαρκή φόρα. Στόχος: ο λαιμός μου. Κατεβαίνει τάχιστα κατευθείαν απάνω μου. Όχι η σπάθα: ο ίδιος ο Κακάσχημος. Σαν άδειο σακί. Κάνω πίσω όσο μπορώ. Προσγειώνεται πάνω στα αιχμηρά κομμάτια της κλεψύδρας και μένει ακίνητος. Πίσω του, κάτω από την κάσα της πόρτας απ’ όπου πριν λίγο μπήκαμε στο χώρο ετούτο, βλέπω τον Εύελπι με το ξίφος στο χέρι και πιο πίσω, την άκρη του χιτώνα του Καλλισθένη που τον ακολουθεί.

Παρατηρώ ότι ο Εύελπις δεν έχει διαπεράσει με το ξίφος του τον Αρχιδεσμοφύλακα, αλλά ότι τον έχει χτυπήσει δυνατά με τη λαβή στο πίσω μέρος του κεφαλιού.

«Αυτόν θα τον πάρουμε μαζί μας και θα τον ανακρίνουμε», λέει. «Είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε άμεσα αυτούς που μας καταδιώκουν».

«Δεν νομίζω πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό», λέει ο Καλλισθένης, που έχει περάσει μπροστά και έχει σκύψει πάνω στον σωριασμένο. «Έχει ήδη διαβεί τον Αχέροντα. Όχι, δεν ήταν η λαβή του ξίφους σου. Ήταν αυτό εδώ το κομμάτι που του τρύπησε το κεφάλι». Σηκώνει από κάτω ένα ματωμένο μυτερό τμήμα της κλεψύδρας, και μας το δείχνει.

Ακούγονται βήματα από την πλευρά της εισόδου και μετά η φωνή του Σωσίβιου/Αυτιά, ο οποίος ξέροντας τα κατατόπια (αυτός είχε διαπραγματευθεί χτες με τον -πλέον- μακαρίτη) οδηγεί τους άλλους προς το μέρος μας. «Εδώ είμαστε κι εμείς, αδέλφια», λέει χαμηλόφωνα.

images (1)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

 
Αρέσει σε %d bloggers: