Ατενίζοντας τα βουνά…
Posted by vnottas στο 5 Απριλίου, 2020
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
Τσίπουρο Παραμυθιάς
Στη Παραμυθιά της Θεσπρωτίας σήμερα τ’ απόγευμα αρχές Απρίλη, όπως κάνει 40 χρόνια τώρα, ο μπάρμπα Σωτηράκης Λέκκας πίνει το τσιπουράκι του στη πάνω έρημη πλατεία-εντελώς μόνος του -λόγω του εθνικού εγκλεισμού.
Κοιτάζει τα βουνά περιμετρικά που του κόβουν τη θέα προς το Ιόνιο, όπου κι αν γυρίσει το βλέμμα του.Τα βουνά λες και κάνουν ένα κύκλο τριγύρω του γιατί η Χιονίστρα έχει ύψος 1665 μέτρα κι απ την άλλη η Κορύλα 1650. Κι ακόμα τα δυο ποτάμια που πιτσιρίκος ψάρευε πέστροφες -σκέφτεται ο μπάρμπα Σωτηράκης- ο Αχέροντας κι ο Κώκυτος,είναι μακριά του και δεν ξέρει πως να πάρει άδεια για να τα φτάσει, αλλά και να πάρει, τι σκατά θα πάει να κάνει στα ογδόντα του εκεί συνταξιούχος κτηνοτρόφος…
Κάθεται λοιπόν μόνος του, στο καφενείο του φίλου του Ντελίμπαση, που τυπικά είναι κλειστό και πίνει αργά-αργά το τσιπουράκι του μασουλώντας για ώρα τρεις ξερές ελιές και δυο κομματάκια τσίρο. Κοιτάζει το απλό όμορφο στρόγγυλο ποτηράκι του με το -χωρίς γλυκάνισο- τσίπουρο και σαν να βλέπει στο πάτο πρόσωπα που χάθηκαν, ενώ θα έπρεπε νάναι δίπλα του και να του κρατούν συντροφιά. Πρώτα βλέπει τη Βάγια, έρωτα του 50 που κρυφά είχαν συμφωνήσει γάμο, αλλά αυτή δεν τον περίμενε μέχρι που να τελιώσει το στρατιωτικό του, πήγε και παντρεύτηκε έναν αρχιτσέλιγκα απ το Σούλι.Επειτα βλέπει τον μεγάλο του αδερφό, που έφυγε στην Αμερική και πέθανε από έμφραγμα στο Σινσινάτι καθώς έβλεπε τη παράσταση ενός ροντέο τσίρκου.Ρίχνει δυό απανωτές ρουφηξιές απ τη στενοχώρια του, ανάβει ένα σέρτικο τσιγάρο και γεμίζοντας το στρόγγυλο ποτηράκι του, σαν να του φαίνεται τώρα, πως στο πάτο του ποτηριού,έχει στρογγυλοκαθήσει χαμογελαστό το πρόσωπο του γιου του, πούχει κλείσει τα 50 και έχει τέσσερα χρόνια να έρθει στο χωριό, ταξιδεύοντας στα καράβια κάνοντας το γύρο της γης, εργένης από άποψη, που ο μπάρμπα-Σωτηράκης αδυνατεί χρόνια να κατανοήσει.
Σκέφτεται ενώ αργοπίνει πως κάποια στιγμη, θα πρέπει να γυρίσει πίσω στο σπίτι, όπου η γριά του θα ροχαλίζει κι αυτός αν ανοίξει τη τηλεόραση, θα βλέπει πάλι κάτι εικόνες από άδειους δρόμους ή γεμάτα νοσοκομεία, που θα του γυρίσουν τη ψυχή ανάποδα. Σκέφτεται πως ο κόσμος μια φυλακή μεγάλη είναι και πέρα απ τα περίκλειστα βουνά, όλα τα μέρη, μια φυλακή ολοστρόγγυλη σα μπάλα είναι, που κανείς δεν ξέρει που να πάει για να γλυτώσει απ το κακό της πανδημίας, γι αυτό το καλύτερο που έχει να κάνει,είναι να κάτσει εκεί που βρίσκεται μπρος στο στρογγυλό ποτηράκι του και να πίνει σιγά-σιγά το τσιπουράκι του, δηλαδή να κάτσει στ’ αβγά του και τούρχεται ξαφνικά ένα αυθόρμητο χαμόγελο στο στόμα, γιατί όπως και να κάνουμε σκέφτεται και τα αβγά στρογγυλά είναι ή κάπως σαν μακρουλό μηδενικό. Κι όπως σκύβει να ξαναδεί τον πάτο του ποτηριού, βλέπει το πρόσωπο του δάσκαλού του απ τη πρώτη του δημοτικού, του Μελέτη Φλάμπουρα με τη στροφογυριστή μουστάκα του, από το παλιοχώρι της Χίνκα, να λέει στον πεθαμένο από δεκαετίες πατέρα του.. «άκου για να ξέρεις Σταύρο, ένα σχέτο μηδενικό είναι ο Σωτηράκης σου, ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό. Καλύτερα να τον σταματήσεις τώρα απ’ τα γράμματα και να τον κάνεις τσομπανάκο στο μαντρί σου. Νάχεις όφελος για το μετά.»
Σχολιάστε