Αχ, Μαδαγασκάρη!
Posted by vnottas στο 30 Σεπτεμβρίου, 2021
Κι άλλες ταξιδιωτικές ιστορίες που μόλις έφτασαν από τον φίλο κένταυρο Βασίλη Μεταλλινό
Μαδαγασκάρη, βρώμικες ιστορίες.
ΠΡΟΣΟΧΗ το κείμενο περιέχει τοποθέτηση σεξιστικών και ρατσιστικών προϊόντων
2018, Ανταναναρίβο
Ο κος Ρονί: Ψηλός, καμπούρης, σκελετοειδής, έτοιμος να πεθάνει. Σακούλες στα μάτια δέρμα ωχρό, μάγουλα ρουφηγμένα, σάπια δόντια και καράφλα εκτεταμένη στην κορυφή του κεφαλιού. Ξενέρωσα βλέποντας τον ετοιμόρροπο ιδιοκτήτη του ρεστοράν-μπαρ. Θαμώνες Γάλλοι, ληγμένα τζόβενα που ροκάνιζαν τις συντάξεις τους με εβένινα μωρά, λεπτά και σφριγιλά, μέσα σε πάφα-πούφα, καψούρα κάργα, τραγούδια του Jean Ferrat και νύχτες πνιγμένες στους ατμούς του Dzama vieux vanilla rum…
Οι πρίγκηπες της κρεπάλης, σε μια πάμφτωχη χώρα μέσα στη διαφθορά, την πορνεία, την απόγνωση και την ανέχεια…. Αποικιοκρατία με φερετζέ ανεξάρτητου κράτους.
Liberte’, egalite’, fraternite’, ρε δε πάτε στο διάλο?
Τηλεόραση συντονισμένη στο France 3, μιά δεύτερη στο FranceTV Sport και στην άκρη του μπαρ «Gazette de Madagascar», «Liberation», «Le monde», μενού ημέρας στρικτεμάν φρανσέ.
«Μεσιέ Ρονί, χθες βράδυ ο φίλος σας ο Σιλβέν απ΄ το καμπαρέ «Le Glacier» μου ‘πε για μια μοτοσυκλέτα του γιού σας που ζει στη Γαλλία και…»
Ο κος Ρονί φώναξε τον μάγειρα, ένα μπούλη με κιλά εκατόν είκοσι, κοντό, σασί για μπόντυ μπίλντερ. Με την κοιλάρα να εξέχει, σβέρκο ταύρου και χέρια-κορμούς δέντρου, με κοιτούσε καχύποπτα με τα μικρά ματάκια του χωμένα μες στο λίπος, ενώ το αφεντικό του έλεγε να με πάει πίσω στην αποθήκη να δω την μοτοσυκλέτα.
Μια ευκαιρία να ταξιδέψω με κανονική μηχανή σ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι, αποφεύγοντας κάτι καχεκτικά χρέπια με μηχανές πάπιας…
Απογοήτευση. Μία μαύρη Suzuki 650 χιλιοχτυπημένη, σε κακό χάλι που έδινε την εντύπωση ότι θα διαλυθεί σε πρωτόνια μόλις κατάφερνα να την βάλω μπροστά, ενώ τα alarm άρχισαν να χτυπούν στο βάθος του μυαλού μου.
«Μεσιέ Μπαζίλ, δεν πωλείται, ενοικιάζεται 1600 ευρώ το μήνα… Εδώ όπως γνωρίζεις είναι απίθανο να βρεις μοτοσυκλέτα» γρύλισε ο μεσιέ Ρονί γνέφοντάς μου να πάρω μια μπύρα που γέμιζε πίσω από το μπαρ, μια σοκολατένια οπτασία μ’ ένα φουστάνι που η Τζένιφερ Λόπεζ θα το απέρριπτε ως άκρως αποκαλυπτικό…
«Μη τη λιμπίζεσαι, θα την παντρευτώ σύντομα…» συμπλήρωσε, βλέποντάς με να έχω πάθει αποκόλληση κάτω γνάθου από το θέαμα.
«Mεσιέ Ρονί…» είπα αγκομαχώντας.
Με διέκοψε απότομα ο ετοιμόρροπος, διαβεβαιώνοντάς με ότι προσφέρει τον πρωτότοκο γιό του γι’ ανθρωποθυσία σε περίπτωση που η μοτοσυκλέτα παρουσιάσει το παραμικρό πρόβλημα…
Αν ήμουν καλαμάρι …και μόνο αυτό το προοίμιο θα ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει την εκτόξευση μαύρου μελανιού για να εξαφανιστώ, ωστόσο η εμφάνιση μιας μελαψής πιτσιρίκας σερβιτόρας με προδιαγραφές ενοίκου της βίλλας του Χιού Χέφνερ ήταν η αιτία να καθήσω σ΄ένα τραπέζι και να ρουφίξω με βουλιμία την μπύρα μου.
Αυτό το ύπουλο τζόμπι κατάφερε να με διπλαρώσει. Λίγο… η κακούργα η ανάγκη, λίγο κάτι σίγουρες μετοχές που είχε επενδύσει και είχαν εξαφανιστεί στο Τρίγωνο των Βερμούδων χωρίς ν’ αφήσουν κανένα ίχνος… λίγο το τραπέζι μας που μετά την τέταρτη μπύρα θύμιζε σαλόνι του Play Boy με κάτι απάτητα δεκαεπτάρικα, από εξαίσιες πρώτες ύλες που σέρβιραν mofo-anana, ramazava και lasary, αφήνοντας τις πρακτικές λεπτομέρειες στην άβυσσο των ντεκολτέ τους… με τούμπαρε να το κλείσουμε στα 600.
Κύριοι ένορκοι, κύριε εισαγγελεύ,
οφείλω με κάθε ειλικρίνεια ν’ απολογηθώ, δηλώνοντας μετάνοια και συντριβή ψυχής. Γνωρίζω ότι δίκαια εσείς οι κήνσορες της Ηθικής αγανακτείτε και μόνο για τις σκέψεις εκμετάλλευσης της νεανικής τους σάρκας για να κορέσω το ακόλαστο πάθος μου κλπ κλπ.
Je me declare innocent!!!
Επόμενη μέρα 200 προκαταβολή κι ο παχύδερμος ξεφυσώντας ανελέητα μου παρέδωσε την μοτοσυκλέτα έξω από το guest house «Tana-Jacaranda».
«Πρόσεχέ την σαν τον κώλο σου γιατί ο μεσιέ Ρονί θα στενοχωρηθεί» μούγκρισε κουνώντας μου το χοντρό του δάχτυλο, στολισμένο μ’ ένα δαχτυλίδι σε μέγεθος κακοήθους όγκου σε προχωρημένο στάδιο…
Ακούγοντας το μοτέρ να δουλεύει σαν κουδουνίστρα, ήδη άκουγα τις σειρήνες να βοούν στο μυαλό μου σαν να προειδοποιούν για εχθρικό βομβαρδισμό, εν προκειμένω μπροστά σ’ ένα σίγουρο ταξιδιωτικό ολοκαύτωμα.
Το απόγευμα έχοντας περάσει την Moramanga, σε καμιά δεκαριά χιλιόμετρα προς το Vatomandry η μοτοσυκλέτα έκανε ένα τσαφ και δεν ξαναπήρε μπρος…
Ταλαιπωρία φουλ. Φόρτωμα της μοτό σε ποδήλατο ρίκσo πίσω στη Moramanga σε συνεργείο με ειδήμονες κατσαβιδάδες. Την λύση την έδωσε αγροτικό φορτηγάκι που την μετέφερε στου μεσιέ Ρονί, μ’ ένα ποσό που κάλυπτε τα έξοδα αποστολής… καθώς και όποιες άλλες δαπάνες μπορεί να έχουν κάνει όλοι οι συγγενείς του οδηγού σε μιά άλλη ζωή.
Έφυγα το βράδυ για Toamasina. Εκεί στάθηκα πιό τυχερός…
Τα ίδια έπαθα και στην Ινδία την πρώτη φορά, τα ίδια και στο Βιετνάμ…
Έτσι «πάει» το ταξίδι όταν δεν είναι προτηγανισμένο…
Συνήθως οι άνθρωποι κάθονται και το σκέφτονται… Κυρίως όμως κάθονται!
«You can’t always get what you want»… τραγουδούσαν οι Stones.
Το τραγουδούσα κι εγώ… στο υπόλοιπο ταξίδι, σε μια κατάσταση διαρκούς σφάλματος και παραμονής στην ψευδαίσθηση και στην αβεβαιότητα, ικανοποιημένος όμως που δεν κάθησα να το σκέφτομαι μέχρι σήμερα…
Cheers!
Σχολιάστε