Καθώς δεν είναι πια νωρίς…
Posted by vnottas στο 11 Νοεμβρίου, 2021
Καθώς δεν είναι πια νωρίς, οι κλεψύδρες αρνούνται να αναστραφούν και ο τελευταίος Αρχειοφύλαξ απολύεται λόγω εκσυγχρονισμού, μόνη ελπίδα απομένει η ξεχασμένη νεράιδα που ξέρει να δίνει και να παίρνει χωρίς να κρατάει ζυγαριά…
Τρία ποιήματα του Λευτέρη Μανωλά.
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΩΡΙΣ ΙΙ
Καθώς ο χρόνος κύλαγε αθόρυβα
χωρίς την άδεια τους να
πάρει
και δίχως τα ίχνη του να
αφήσει
Ξαφνικά ανούσιο πια
φάνηκε
την κλεψύδρα ν’ αντιστρέψουν
Με το βλέμμα να έχει κιόλας
χαράξει τη διαφυγή τους
Από όλα τα μετρήματα
Εντούτοις, το παρόν έστεκε
μπροστά τους
μακρύ, σαν μια συνέχεια
ατελής
Ψευδαίσθηση αντανακλάσεων
πολλαπλών
μιας λεωφόρου ευκαιριών
που το απροσδιόριστο τέρμα
όριζε αναβολές, για κάθε
προορισμό
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΡΧΕΙΟΦΥΛΑΞ
Μιας Διεύθυνσης, το αρχείο
μοναχά
Απ’ αρχής του διορισμού, τούχαν
αναθέσει
Στις πρώτες σειρές, με ράχες
μπλε
βαλμένα τα κάθε λογής τιμολόγια
Ακολουθούσαν, των δρομολογίων τα
γραφικά
με τρένα που από ατμήλατα
σε ντήζελ γίναν, μέχρι και
ηλεκτρικά
Παραπέρα, τα ράφια γέμιζαν με
εγκυκλίους, κανονισμούς και
Εφημερίδες της Κυβερνήσεως
Τα «δεδομένα» της χάρτινης περιόδου
Όλα στη θέση τους, στρατιωτάκια
με στολές χρωματιστές
Σε μάχες νοημάτων και αντίστιξης
τακτική
Αργότερα προστέθηκαν ράφια
για τα πρακτικά των διεθνών επιτροπών
εμπορευμάτων
επιβατών
Με ιδέες και ονοματολογίες
σαν πράξεις ληξιαρχικές
Μόνο που η σκάλα ως ανεβοκατέβαινε
άλλαξε, ηττημένη δυο φορές, την
Τρίτη
τροχήλατη, πια, να καλύψει προσδοκίες
των business plan της νέας πλέον
Εταιρίας
Τα ύστερα χρόνια, πώς, τρέξανε
νερό
Και παραδόξως δίχως τα καινούργια
ράφια, επέκταση να χρήζουν
Κι όταν ήρθε η ώρα, σ’ άλλο κτίριο
η, σε ξενόφερτο γαμπρό, δοσμένη
Εταιρία
δήθεν καινούργια πορεία να χαράξει
Εκεινού, όμως, κάρτα εισόδου
δεν τούδωσαν για χρήση
Γιατί, λέει, εργασία εκεί, δεν
Είχε, πια, καμία, παρά με
δάκρυα
τα παλιά αρχεία να ποτίζει
Μήπως, τα χαρτιά δέντρα ξαναγίνουν…
ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΞΩΤΙΚΟ
Ευλογία – από κούνια – σαν πήρες
Πάντα, μέσα σε χάρες η ζωή σου
μέσα στα δάση, τα νερά
Νεράϊδα, εσύ, με ραβδάκια
παντού να τριγυρνάς
Κακά πνεύματα να κυνηγάς
Χαρές να δίνεις μα και να
παίρνεις
δίχως να κρατάς τη ζυγαριά
Το χαμόγελο, να μη σβήνει ποτές
από το πρόσωπό σου. Φως
που ζωή να δίνει σ’ ότι ακουμπά.
Κι όταν σε κούνια λουλουδένια
αιωρείσαι, ποτέ μη σταματάς
Ο χρόνος, να μη σε γρατζουνά
Τον χρόνο – όμως – έτσι, αφήνεις να
περνά
κάνοντας – τάχα – πως δεν μπορεί να σε
γερνά….
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΑΝΩΛΑΣ
Σχολιάστε