
Όπως σημείωνα σε προγενέστερη ανάρτηση, στις αρχές του καλοκαιριού είπα να βουτήξω στα βαθειά και άγνωστα νερά της συγγραφής ενός αφηγήματος με ιστορικές αναφορές. Θα ήταν μια μυθιστορηματική εκδοχή της ιστορίας των ¨τυραννοκτόνων¨. Η αφορμή που οδήγησε σ’ αυτή την επιλογή ήταν τα αγάλματά τους (ακριβέστερα τα ρωμαϊκά αντίγραφα των δεύτερων αγαλμάτων που ανάρτησαν προς τιμήν τους οι Αθηναίοι – μια που τα πρώτα τα είχε λαφυραγωγήσει ο Ξέρξης), τα οποία, τις μέρες εκείνες, οι Ιταλοί είχαν περιχαρείς επιδείξει στον πρωθυπουργό, ως ¨σύμβολα της Δημοκρατίας¨ κατά τη διάρκεια σε μιας επίσκεψής του στην γειτονική χώρα.
Και αφού η αφορμή ήταν οι ανδριάντες, είπα να αρχίσω την αφήγηση κατά την περίοδο που ο Αλέξανδρος βρίσκει τα αγάλματα (τα πρώτα) ανάμεσα στα αντικείμενα που αποτελούσαν τον ¨θησαυρό του Ξέρξη¨ στα Σούσα και αποφασίζει να τα επιστρέψει στους Αθηναίους. Στη συνέχεια θα έκανα αναδρομή (φλας μπακ) στην Αθήνα πριν τον Κλεισθένη, την εποχή των γιών του Πεισίστρατου και θα εστίαζα στα γεγονότα της τυραννοκτονίας.
Έφτιαξα λοιπόν έναν φανταστικό ήρωα (τον είπα προσωρινά Εύελπι) και του ανέθεσα να παρακολουθεί την εκστρατεία του Αλέξανδρου με την ιδιότητα του γραμματικού-λογογράφου στην υπηρεσία του ιστορικού Καλλισθένη. Ο Εύελπις θα αναλάμβανε να συνοδέψει τα αγάλματα στο Αθηναϊκό Άστυ και εκεί, έχοντας πρόσβαση και στην βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, θα μπορούσε να διερευνήσει τι ¨πραγματικά¨ συνέβη με τους τυραννοκτόνους.
Όμως, ψάχνοντας την εποχή του Αλέξανδρου γοητεύτηκα από ορισμένα ιστορικά πρόσωπα (όχι κατ’ ανάγκην ηρωικά ή ηρωοποιημένα από την ¨επίσημη¨ ιστορία) που μου φάνηκαν πολύ ενδιαφέροντα για μια μυθιστορηματική παρουσίαση: Κυρίως ο Καλλισθένης, αλλά και ο Άρπαλος, και η Θαΐδα, ίσως ο και Ευμένης, και δε ξέρω ποιος άλλος μπορεί να προκύψει καθώς η αφήγηση συναρμολογείται και προχωράει.
Όσο αφορά ιδιαίτερα στον Καλλισθένη, μου δημιουργήθηκε το εξής ερώτημα: Τι θα μπορούσε να συμβεί εάν ο Ολύνθιος ιστορικός είχε προσλάβει τις εξελίξεις της εποχής του με τρόπο ανάλογο με εκείνον που σήμερα, γνωρίζοντας βέβαια τις κατοπινές εξελίξεις, θα αποκαλούσαμε πρώιμο αρχαιοελληνικό μοντερνισμό και εάν έβλεπε την εκστρατεία του Αλέξανδρου ως κάτι που να μοιάζει, ας πούμε, με την Ναπολεόντεια στρατιωτική επέκταση, ύστερα από την πρώτη μεγάλη μοντέρνα επανάσταση, τη γαλλική;
Έτσι ¨κόλλησα¨ στην εποχή της εκστρατείας, και μάλιστα σε μια μόνο χρονιά: το 330 πΧ, και μάλιστα, (ενώ έχω ήδη καταγράψει καμιά ογδονταριά σελίδες αφηγηματικό υλικό), σε γεγονότα που καλύπτουν (για την ώρα) μόνο τρεις μέρες: Τις τρεις τελευταίες μέρες του Ανθεστηριώνα μήνα (Αττικό ημερολόγιο). Βέβαια, έχω παραθέσει στην εισαγωγή και ορισμένα ¨ανευρεθέντα¨ κείμενα του Ευέλπι, που περιγράφουν τις ευρύτερες συγκυρίες της εποχής.
Δεν έχω εγκαταλείψει την ιδέα με το ζεύγος των τυραννοκτόνων, αλλά όπως εξελίσσεται αυτή εδώ η περιπέτεια γραφής, μέλλον θα τους περιορίσω σε ένα ένθετο παράπλευρο επεισόδιο.
Μετά από όλα αυτά, και με την παρότρυνση (και επιλογή αποσπάσματος) του φίλου Νίκου (Μοσχοβάκου) ο οποίος παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς και εξ αρχής την παρούσα (αφηγηματική) περιπέτεια, σας παραθέτω ένα μικρό δείγμα γραφής. Πρόκειται για την επιστολή της εταίρας Θαΐδας (που ακολουθεί την εκστρατεία) προς την εταίρα Φρύνη (που βρίσκεται στην Αθήνα). Επί του παρόντος, η επιστολή είναι τοποθετημένη, ως ιντερμέτζο, ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος των ήδη γραμμένων σελίδων του αφηγήματος. Άλλες προδημοσιεύσεις (του εν συνθέσει κειμένου), προσεχώς.

Ιντερμέτζο
Η επιστολή της Θαΐδος της εξ Αθηνών προς τη Φρύνη των Αθηναίων
Προσφιλέστατή μου Μνησαρέτη του Επικλή,
εκλεκτή ακόλουθε της Αναδυομένης Κύπριδος,
αλλά και υπό των Αθηναίων απάντων λατρευτή ως Φρύνη.
Χαίρε.
Εύχομαι να έχεις πάντα την εύνοια των Ολυμπίων, και η επιστολή μου να σε βρει γερή και ευτυχισμένη.
Δεν είχα συχνά την ευκαιρία να επικοινωνήσω μαζί σου, όχι τουλάχιστον όσο θα επιθυμούσα, και είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνεις τις αιτίες. Η παρακολούθηση μιας εκστρατείας -παραδέχομαι ότι είχες δίκιο όταν με προειδοποιούσες σχετικά πριν την αναχώρησή μου από την Αθήνα- δεν είναι μία συνηθισμένη περιπέτεια.
Πολύ περισσότερο το να ακολουθείς αυτή την συγκεκριμένη ¨ανάβαση¨, όπως την αποκαλούν πολλοί από τους πολεμιστές εδώ, η οποία επεκτάθηκε στις ηπείρους της οικουμένης και παρόλα αυτά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Ωστόσο, παρά τις διαρκείς μετακινήσεις, όποτε μπόρεσα δεν παρέλειψα να σου αποστείλω την αγάπη και τους χαιρετισμούς μου με προφορικά μηνύματα, χρησιμοποιώντας έμπορους και απόμαχους στρατιώτες που επέστρεφαν στο Αθηναϊκό Άστυ.
Φαντάζομαι ότι τα κυριότερα νέα για τις μάχες, τις νίκες, τις κατακυριεύσεις των πόλεων, τους κατακτημένους θησαυρούς, όλα αυτά τέλος πάντων που χαρακτήρισαν την πορεία των ελληνικών στρατευμάτων τα τελευταία χρόνια, θα έχουν ήδη φτάσει ως την Πόλη της Παλλάδος και δεν χρειάζεται να τα αναφέρω εδώ διεξοδικά.
Μα ναι, τα βασικότερα από τα γεγονότα πρέπει να είναι γνωστά στην Αθήνα και, από όσο μπορώ να υποθέσω γνωρίζοντας αρκετά καλά τους Αθηναίους -εσύ βέβαια τους ξέρεις πολύ καλλίτερα-, πρέπει να έχουν ξεσηκώσει πλήθος συζητήσεων και προβληματισμών.
Σαν να τους βλέπω εδώ μπροστά μου, τώρα δα, αγαπητή μου Μνησαρέτη, να σκαρφαλώνουν ξαναμμένοι στην Πνύκα, να σχολιάζουν, να αναλύουν, να κριτικάρουν, να αρπάζονται, να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, να ρητορεύουν, να αλληλοκατηγορούνται…
Ή ακόμη, να καταλήγουν στην αγκαλιά σου ζητώντας απεγνωσμένα κατανόηση…
Ω πόσο τους έχω επιθυμήσει αυτούς τους διαρκώς ανήσυχους, διαρκώς τεντωμένους, αλλά και διαρκώς σε αναζήτηση της γαλήνης, της ηρεμίας και της στοργής, Αθηναίους…
Ναι, δεν επιθυμώ να στο κρύψω: υπάρχει το άλγος του νόστου στην ψυχή μου.
Θυμάσαι στ’ αλήθεια πόσο είχαμε διασκεδάσει κι οι δυο μας τότε, λίγο πριν φύγω, όταν είχαν καταλήξει όλοι τους χωρισμένοι στα δύο για χάρη μας; Θυμάσαι τους Φρυνικούς και του Θαϊδικούς; Έντονοι στις αντιπαραθέσεις τους σχεδόν όσο, για να μη πω παραπάνω, οι ¨φίλο¨ με τους ¨αντί¨ μακεδονικούς
Μα τι λέω, και βέβαια τους θυμάσαι, εσύ τους έχεις εκεί, στα πόδια σου όλους αυτούς, να σου θυμίζουν τα παλιά επεισόδια, τα παλιά παιχνίδια… Μήτε κι εγώ λησμονώ πως οι δικοί σου οι θαυμαστές ήτανε πιο πολλοί από τους δικούς μου, πράγμα εξάλλου που ήταν δίκαιο και σωστό, μια που ως μεγαλύτερη -λίγα μόνο χρόνια- ήσουν κοντά τους, αφιερωμένη σ’ αυτούς, μια στάλα περισσότερο καιρό από ό, τι εγώ.
Αχ, Μνησαρέτη μου!
Άραγε ¨οι εξήντα¨([1]), οι αστείοι ποιητές, εκείνοι που λέγανε τόσες χαριτωμένες κακίες εις βάρος μας, μαζεύονται πάντοτε στον ναό του Ηρακλή στη Διόμεια για να σκαρώσουν τις φάρσες και τα καλαμπούρια τους;
Θυμάσαι τον ¨Θαϊδο-Φρυνικό Πόλεμο¨ που είχαν οργανώσει; Θυμάσαι που μόλις άκουσαν την τιμή του βραβείου που ήθελαν να αθλοθετήσουν για το νικητή -μια νύχτα με μια από εμάς- αναγκάστηκαν να κάνουν έρανο ανάμεσα στους πεντακοσιομέδιμνους;
Ναι, το άλγος του νόστου υπάρχει, και που και που με τσιμπάει, αλλά να μη νομίζεις ότι αυτά στα γράφω για να σου παραπονεθώ.
Όχι. Δεν υπάρχει τίποτα που να μου προκαλεί το παράπονο ή τη στεναχώρια της αδικίας. Και την ευγνωμονώ την Αφροδίτη, και την Ουρανία και την Πάνδημη, μεγάλη η χάρη της!
Διάλεξα αυτή την πορεία έχοντας πλήρη συνείδηση για το τι κάνω, δεν μετανιώνω και είμαι ευχαριστημένη. Βαδίζω σε έναν παράδρομο ίσως, αλλά πάντως δίπλα στα χνάρια της Ιστορίας, όπως και εσύ άλλωστε, άνασσα στην πιο ένδοξη πόλη των Ελλήνων, όπως και η αείμνηστη Ασπασία, όπως ακόμη και η αμφιλεγόμενη Θαργηλία που κατάφερε να παντρευτεί τόσους επιφανείς άνδρες και τελικά να διοικήσει τη Θεσσαλία μόνη της! Λένε πως εργαζόταν για τους Πέρσες και μπορεί να είναι αλήθεια, συνέβη να κάνουν προτάσεις και σε μένα, όμως παρόλα αυτά εγώ λέω ότι η Θαργηλία απέδειξε πως, θέλοντας, εμείς οι γυναίκες μπορούμε να κάνουμε πράγματα μεγάλα και αξιομνημόνευτα. Ποια θα αποδειχθούν θετικά και ποια καταστροφικά ας το κρίνουν οι μεταγενέστεροι.
Μιλάω για εμάς, αγαπητή μου Μνησαρέτη, εμάς τις γυναίκες ¨συντρόφους¨ που, ό, τι κι αν λένε οι εχθροί μας, διαφέρουμε από τις πόρνες που αγαπούν μόνο το χρήμα, διαφέρουμε από τις θεούσες ιερόδουλες που δε δουλεύουν παρά για τους θεούς και τους ιερείς τους, λέω για μας, που δε θα γινόμασταν ποτέ αντικείμενα λατρείας, εάν δεν είχαμε ένα εξαιρετικό και σπάνιο προσόν.
Όχι, φιλτάτη Μνησαρέτη, δεν μιλώ για την παιδεία, την εξυπνάδα ή η ευστροφία μας, όπως ίσως σκέπτεσαι. Αυτές μας βοηθούν απλώς στο να μπορούμε να επικοινωνούμε με τους ευφυέστερους.
Εκείνο που πραγματικά μας ξεχωρίζει είναι ότι τους άνδρες, κατά βάθος, τους αγαπάμε. Και αγαπώντας τους άνδρες αγαπάμε ολόκληρο τον κόσμο των ανθρώπων και δε μισούμε κανένα.
Βλέπεις; Με συλλαμβάνεις να ¨φιλοσοφώ¨ κι αυτό είναι ίσως ένα ακόμη δείγμα της νοσταλγίας μου για την Αθήνα.
Ας έλθω λοιπόν σε ένα θέμα που θεωρώ φυσικό να κινεί το ενδιαφέρον σου, όπως και κάθε σημερινής γυναίκας. Όχι, καμία γενικότητα, καμία φιλοσοφία… Λέω για ¨εκείνον¨.
Ξέρω πώς και ο ίδιος και ο πατέρας του σου είχαν ζητήσει να ανεβείς ως την Πέλλα προσφέροντάς σου μυθώδες αντίτιμο, μα εσύ είχες αρνηθεί να μετακινηθείς. Μα ναι Φρύνη μου, σε καταλαβαίνω, ποια βασίλισσα θα άφηνε την Αθήνα για μια πόλη του Βορρά; Ωστόσο, λέω εγώ, ίσως, -τι ίσως, σίγουρα-, θα σου έμεινε μια θεμιτή περιέργεια.
«Άσε τις φλυαρίες Θαΐδα» σε ακούω να μου λες, «και πες μου… πώς είναι εκείνος;» Πες την αλήθεια, αυτή δεν είναι η ερώτηση που ανεβαίνει από μόνη της στα χείλια σου;
Ε, λοιπόν θα σου πω.
Δεν είναι δύσκολο: είναι νέος, είναι όμορφος, είναι ενθουσιώδης, είναι γεννημένος ηγέτης αλλά αρκετά ευφυής ώστε να ακούει τους πεπειραμένους. Αγαπάει τους φίλους του, άνδρες και γυναίκες με πάθος, πάθος που καμιά φορά αναζητώντας άμεση και άνευ όρων ανταπόκριση, καταλήγει καταστροφικό και τραγικό. ¨Εκείνος¨ έχει ανάγκη από επιδοκιμασία τουλάχιστον όσο οι θεοί που αν δεν υμνηθούν μας ξεχνάνε.
Ο δάσκαλός του τού λείπει, θα τον ήθελε πλάι του, αλλά απορρίπτει κάθε ιδέα να τον φέρει εδώ με το ζόρι. Τη μάνα του, αν δεν ανακατευόταν τόσο έντονα στα πάντα, ακόμη και από μακριά, θα την είχε ήδη προσκαλέσει και θα την είχε εγκαταστήσει αρχόντισσα σε κάποια από τις κατεκτημένες πρωτεύουσες.
Να σου πω και κάτι άλλο; Επειδή κατάγεσαι από τις Θεσπιές, που αν και πόλη βοιωτική είχαν αλωθεί παλιότερα από τους Θηβαίους[2], καταλαβαίνω την αμφιθυμία που σου δημιούργησε η καταστροφή της πόλης των Θηβών από τους Μακεδόνες. Δεν ξέρω αν αληθεύει, αλλά έφτασε ως εδώ η φήμη πως προσφέρθηκες να αναστηλώσεις με δικά σου έξοδα τα θηβαϊκά τείχη, αρκεί να αναγράψουν πάνω τους πως ¨ό, τι κατέστρεψε ο Αλέξανδρος ο Μακεδών το αποκατέστησε η Φρύνη η εταίρα¨ και πως οι Θηβαίοι, βέβαια, αρνήθηκαν.
Είτε αληθεύει στο ακέραιο αυτή η ιστορία είτε όχι, μου αρέσει που προσπάθησες να μπεις στη μύτη τόσο του Αλέξανδρου όσο και των Θηβαίων. Είναι αντάξιο της φήμης και της ισχυρής σου προσωπικότητας!
Πάντως, μα το Δία, δε ξέρω τι εντύπωση θα σου έκανε ο Βασιλέας αν τον ζούσες από κοντά. Μπορώ όμως να πω ότι εκείνου σίγουρα θα του άρεσες ω Φρύνη. Εκτιμά τόσο την ομορφιά όσο και την ειλικρίνεια. Άσε που νομίζω ότι έχει αδυναμία στις λίγο μεγαλύτερές του γυναίκες, έχω παραδείγματα. Αλλά αυτά θα τα πούμε διεξοδικά όταν ο Ταξιδιώτης Ερμής μας επιτρέψει να ξαναβρεθούμε κοντά η μια στην άλλη.
Για εκείνον έχω μόνο να προσθέσω ότι για να τον καταλάβει κανείς, πρέπει να λάβει υπ’ όψιν ότι μαζί του έχει έρθει στην εξουσία μια γενιά νέων. Τους βλέπεις: είναι μια μεγάλη συντροφιά από νέα παιδιά που όσο επιτυχώς και αν παίζουν τον πόλεμο, όσο κι αν μέσα σε λίγα χρόνια έχουν εξελιχθεί σε βετεράνους μεγάλων μαχών, εξακολουθούν να αστειεύονται, να γελάνε, να κάνουν φάρσες οι μεν στους δε, σαν να είναι μια μεγάλη παρέα που βγήκε κυνήγι. Και προ παντός, διαισθάνονται ότι είναι οι πρώτοι σε κάτι καινούργιο. Αξίζουν, Μνησαρέτη μου, αξίζουν κάποιες ταλαιπωρίες προκειμένου να βρίσκεται κανείς κοντά τους.
¨Ταλαιπωρίες¨ γράφω κι έρχεται στο νου μου η προσπάθεια που κάθε γυναίκα κάνει, για να παραμείνει όσο γίνεται πιο επιθυμητή, ακόμη και όταν στην αγκαλιά της καταφεύγουν άντρες γεμάτοι από την έξαψη της μάχης, όπου το μόνο που αποζητούν είναι μια τελετή Ζωής που να ξορκίζει τον ανελέητο Θάνατο και να διαλύει τις Ερινύες και τα άλλα τέρατα που γεννοβολάει ο Πόλεμος.
Για να είμαστε επιθυμητές όμως – θυμάμαι πάντοτε τις συμβουλές και τις παραινέσεις σου- η εύνοια της Αναδυόμενης δεν αρκεί πάντα, κάποια βοήθεια δε βλάπτει, για αυτό σε παρακαλώ να έχεις το νου σου αγαπητή μου Μνησαρέτη: με το πρώτο πλοίο που θα φτάσει στον Πειραιά από την Τύρο, – υπολογίζω αμέσως μετά την ανοιξιάτικη ισημερία- σου στέλνω μαζί με την αγάπη μου ένα κιβώτιο με καλλυντικές και αρωματικές ουσίες από την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Βαβυλώνα. Όχι πως η Κόρινθος και η Χαιρώνεια δεν τα καταφέρνουν μια χαρά στην αρωματοποιία, αλλά για δοκίμασε κι αυτά τα ¨εξωτικά¨ κατασκευάσματα. Αν όχι τίποτα άλλο θα έχουν τη γοητεία του καινούργιου και του ασυνήθιστου.
Τι άλλο να σου εξομολογηθώ Μνησαρέτη μου; Ότι θα ’θελα να ξέρω τι κάνει ο Μένανδρος που με έκανε τόσο να γελάω, αν με ξέχασε ή αν η απουσία μου έχει τυχόν εμπνεύσει κάποιο νέο θεατρικό του έργο[3];
Εσύ εμπνέεις γλύπτες, και με το υπέροχο κορμί σου αυτό είναι δίκαιο, εγώ έναν κωμικό ποιητή είχα θαυμαστή, να μη ξέρω τι κάνει;
Ζητάω πολλά, ε; Άστο!

Α, τον θυμάσαι τον Εύελπι; Εκείνον το νεαρό Μεγαρέα που μάλλον συνεσταλμένος περιτριγύριζε στα αθηναϊκά συμπόσια πριν την εκστρατεία;
Είναι εδώ. Ταξιδέψαμε μαζί, πριν τέσσερα χρόνια, με το ίδιο πολεμικό πλοίο. Ο χρυσός μου, είχε νομίσει ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα έπρεπε να με προστατέψει, -να σου πω την αλήθεια κάτι τέτοιο είχα στο μυαλό μου και εγώ, να τον προστατέψω, έτσι άβγαλτο που τον έβλεπα. Βέβαια το ταξίδι ήταν ομαλό και πειθαρχημένο και κανείς μας δε χρειάστηκε προστασία, ωστόσο μου έκανε εντύπωση η ευγενική αν και δωρικά πειθαρχημένη συμπεριφορά του.
Ε, λοιπόν πού να τον δεις τώρα. Κολλητός με τον ισχυρό Καλλισθένη, τον ανιψιό του Αριστοτέλη, που εδώ ασκεί υψηλά καθήκοντα -και που αν πιστέψω αυτά που λένε οι εχθροί του μας επιτηρεί όλους-, έχει αναδειχθεί σε σημαντικό πρόσωπο. Τόσο σημαντικό που ενάντιά του και, φυσικά, ενάντια στον Ολύνθιο Καλλισθένη εξυφαίνεται συνομωσία από κάτι μοχθηρούς τύπους. Μοχθηρούς και ανόητους: τους ξεφεύγουν λόγια νομίζοντας ότι οι γυναίκες δίπλα τους είναι όντα χωρίς μυαλό και χωρίς παρατηρητικότητα. Έπαθλο της πλεκτάνης τους; η επιρροή που εικάζουν ότι, εξουδετερώνοντάς τον Ολύνθιο και τους φίλους του, μπορούν να αποκτήσουν πάνω στον Μακεδόνα Βασιλέα. Είχα σκοπό να ειδοποιήσω τον Εύελπι, αλλά του ανέθεσαν αποστολές που τον ανάγκασαν να επιστρέψει βιαστικά στα Σούσα. Ελπίζω να μπορέσω να τον ενημερώσω έγκαιρα.
Ε, να. Νομίζω ότι στα είπα όλα και ξανάσανα!
Όλα; Όχι ακριβώς. Δε σου είπα τίποτα, ας πούμε, για τον Πτολεμαίο.
Μη γελάς, το ξέρω ότι τους μισούς Μακεδόνες τους λένε Πτολεμαίους! Εντάξει, αφήνω μερικά πράγματα για όταν θα τα ξαναπούμε.
Εν τω μεταξύ
Σε ασπάζομαι με αγάπη και αφοσίωση
Το Θάϊον -όπως με προσφωνούσες χαϊδευτικά- από την Περσέπολη.

[1] Σύμφωνα με τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί, XIV, 614e) οι κυριότεροι από τους ¨πλακατζήδες¨ της παρέας των εξήντα ήσαν οι ο Καλλιμέδων, ο Κάραβος και ο Δεινίας, ο Μνασιγείτων και ο Μέναιχμος. Ο Αθήναιος σημειώνει επίσης ότι ο Φίλιππος τους είχε χρηματοδοτήσει με ¨ένα τάλαντο¨ προκειμένου να του στέλνουν τα αστεία τους, ειδικότερα όσα τον αφορούσαν.
[2] Αν και πόλη της Βοιωτίας, οι Θεσπιές αλώθηκαν και καταστράφηκαν από τους Θηβαίους μετά την μάχη των Λεύκτρων (371πΧ). Πιθανολογείται ότι μετά από αυτή την καταστροφή ο φτωχός Επικλής, πατέρας της Μνησαρέτης/Φρύνης, μετακόμισε στην Αθήνα.
[3] Φημολογείται ότι ο Μένανδρος είχε γράψει και παρουσιάσει το κωμικό έργο Θαίς, (δεν διασώθηκε) εξυμνώντας τις χάρες της τότε ερωμένης του Θαΐδας
