
Επίλογος ένα: Καλλισθένης
Εκείνο το βράδυ έσταξε λίγο, αλλά τελικά δεν έβρεξε∙ ο ουρανός ωστόσο, έμεινε νεφελώδης και σκοτεινός∙
Η συντροφιά των ιππέων, ακολουθώντας στενά παράμερα σοκάκια, έφτασε κοντά στην κεντρική πλατεία των Βάκτρων, εκεί όπου διασταυρώνονται οι κύριοι δρόμοι για να καταλήξουν ύστερα ακτινωτά στις περιμετρικές πύλες των τειχών. Πίσω τους, οι φλόγες, αφού ξεπετάχθηκαν απότομα φωτίζοντας ένα τμήμα του χαμηλού νυχτερινού θόλου, είχαν αρχίσει κάπως να καταλαγιάζουν. Προφανώς είχαν επέμβει οι φρουροί, καθώς και μερικοί από τους άνδρες των περιπόλων που είδαν τη φωτιά να κοκκινίζει ξαφνικά τη βόρεια πλευρά της πόλης και έτρεξαν να βοηθήσουν στην κατάσβεση.
Οι εφτά καβαλάρηδες (και το άλογο όπου είχαν φορτωθεί τα έγγραφα, καθώς και μερικά άλλα πράγματα του Καλλισθένη), απέφυγαν να διασχίσουν την πλατεία και σταμάτησαν για λίγο σε έναν μεγάλο δημόσιο Κήπο, έρημο αυτήν την ώρα. Ήθελαν να αποχαιρετίσουν τον Δάσκαλο που θα συνέχιζε προς τα γειτονικά βουνά συνοδευμένος από τον Ευρυμέδοντα και τον Κάνθαρο. Τον πρώτο γιατί, αν και κατάκοπος, ήξερε το δρόμο καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο και τον δεύτερο γιατί δήλωσε πως αισθάνεται άνετος και ξεκούραστος.
Ξεπέζεψαν και αγκάλιασαν τον Καλλισθένη ένας ένας. Ο Χοντρόης υπέβαλε το σεβασμό και τις ευχές του στο ιδιόρρυθμο γλωσσικό του ιδίωμα, ο Σωσίβιος ευχήθηκε στον Καλλισθένη να του πάνε από εδώ και μπρος όλα αίσια και συνέστησε στον Ευρυμέδοντα να αναπαυθεί καλά και να μην επιχειρήσει για δεύτερη φορά, άυπνος, την επιστροφή απ’ τον βουδιστικό ναό στα Βάκτρα.
Ύστερα ήρθε η σειρά του Οινοκράτη. Ο Καλλισθένης τον αγκάλιασε με φιλική οικειότητα και του είπε πως λυπάται που δεν πρόλαβαν να μιλήσουν για τις περιπέτειες του ταξιδιού στην Αθήνα. Ο Σικελός του απάντησε πως ελπίζει ότι θα τα πουν όλα και με λεπτομέρειες είτε στην Ασία είτε στην Ελλάδα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, σύντομα.
Ο Εύελπις είναι τεντωμένος, αλλά και ευδιάθετος. Αγκαλιάζει τον Ολύνθιο τελευταίος. Θα ήθελε να τον συνοδέψει μέχρι το τέλος της διαδρομής, αλλά πρέπει να ενημερώσει άμεσα τον Ευμένη για όσα συνέβησαν απόψε. «Ευχαρίστησέ τον εκ μέρους μου». λέει ο Δάσκαλος. «Πες του πως η αλληλεγγύη του δεν με εξέπληξε. Ήξερα πως έχω έναν καλό φίλο. Ευχαρίστησε επίσης τη Θαίδα. Και τον Αριστοτέλη».
«Να είσαι ήσυχος Δάσκαλε, θα μεταφέρω τα μηνύματά σου», λέει ο Μεγαρέας. «Και τα κείμενά που μου έδωσες θα παραδοθούν στον Σταγειρίτη. Με μεγάλη μου χαρά θα του κοινοποιήσω πως ό, τι κι αν θα λένε οι φήμες, είσαι ζωντανός και ασφαλής».
Μετά σκέφτεται κάτι ακόμη: «Ίσως θα είναι καλό, για λόγους ασφάλειας, εκεί που θα πας, να μη χρησιμοποιήσεις το πραγματικό σου όνομα, αλλά ούτε ένα παρανόμι όπως ο ¨Έλληνας¨ ή ο ¨Φιλόσοφος¨. Θα ήθελα πάντως να ξέρω τι όνομα θα διαλέξεις για να διευκολυνθώ όταν – ελπίζω όπου να ‘ναι- θα έρθω ξανά σε επαφή μαζί σου.
Ο Καλλισθένης το σκέφτεται. «Ως τώρα ¨εξεστράτευσα¨ κι από δω και μπρος θα ήθελα να ¨οδεύω¨ ως περιηγητής. Ας φτιάξουμε λοιπόν μια καινούργια λέξη από αυτές τις δύο. Τι θα έλεγες για το ¨Ταξιδιώτης¨;
«Καλό μου φαίνεται», αποφάνθηκε ο Εύελπις.

Επίλογος δύο: Εύελπις – Ευμένης
Ο Εύελπις επισκέφτηκε τον Ευμένη στο προσωπικό του κατάλυμα . Αν και ήταν προχωρημένη νύχτα, ο Καρδιανός τον περίμενε ξύπνιος και ανήσυχος. Όταν έμαθε πως ο Ολύνθιος φίλος και συνεργάτης του αποδέχθηκε τελικά να φυγαδευτεί, η ένταση καταλάγιασε, οι ρυτίδες στο μέτωπό του έγιναν λιγότερο βαθιές και οι κινήσεις του πιο ήρεμες.
Ζήτησε να μάθει τις λεπτομέρειες. Ο Εύελπις του αφηγήθηκε τα γεγονότα των τελευταίων ωρών και του εξήγησε πώς και γιατί ο Καλλισθένης θα μπορούσε από τώρα και στο εξής να θεωρείται νεκρός.
«Ακόμη καλύτερα έτσι!» αποφάνθηκε ο Ευμένης. «Μην ανησυχείς», πρόσθεσε. «Εάν τα τεκμήρια που απόμειναν επί σκηνής είναι αυτά που μου περιγράφεις, δεν θα είναι δύσκολο ο μεν Καλλισθένης να θεωρηθεί ¨αυτόχειρας¨, ο δε επικεφαλής της φρουράς ¨εξαφανισμένος λιποτάκτης¨. Άλλωστε θα ζητήσω τη σχετική έρευνα να την αναλάβει η υπηρεσία μας. Ο φρούραρχος των Βάκτρων δε θα έχει αντίρρηση. Είναι μια παλιά καραβάνα του πεζικού και απ’ όσο τον ξέρω είναι κι αυτός απ’ εκείνους που δεν τους αρέσει να ανακατεύονται σε υποθέσεις με ¨πολιτική¨ διάσταση.
Θα βγάλουμε μια σύντομη ανακοίνωση που θα μιλάει για ¨έρευνα που διεξάγεται σχετικά με την αυτοκτονία του Ολύνθιου¨. Κάνει μια σύντομη παύση και σκέφτεται μεγαλόφωνα: «Και όπως είναι προβλέψιμο, στα παρασκήνια θα κυκλοφορήσουν διάφορες εκδοχές που μάλλον θα μπερδέψουν τους ιστορικούς του μέλλοντος. Εμείς δεν θα επιμείνουμε. Θα τους αφήσουμε να υποστηρίξουν ό, τι προτιμούν».
«Και στον Αλέξανδρο τι θα πεις;»
«Στην ουσία την αλήθεια, αλλά με τον τρόπο που θα κρίνω πως πρέπει να την ακούσει».
«Δηλαδή;»
«Ο Αλέξανδρος επιστρέφει αύριο. Το μυαλό του θα είναι επικεντρωμένο στην εκστρατεία. Θα θέλει πριν από όλα να μάθει αν η επιμελητεία είναι έτοιμη να στηρίξει την νέα εξόρμηση. Ωστόσο είμαι σίγουρος πως θα ενδιαφερθεί να μάθει και εάν ο Καλλισθένης ομολόγησε τη συμμετοχή του στην απόπειρα δολοφονίας. Θα μιλήσω μαζί του και θα του πω πως, από ό, τι όλα δείχνουν, ο Ολύνθιος αυτοκτόνησε αυτοπυρπολούμενος χωρίς να ομολογήσει καμία συμμετοχή. Εάν αντιδράσει όπως στην περίπτωση του Κλείτου του Μέλανα, θα τον παρηγορήσω, όπως έκανε τότε και ο Καλλισθένης. Εάν χαρεί γιατί θα θεωρήσει πως έχει έναν εχθρό λιγότερο, θα του πω και πάλι αυτά που του έλεγε ο Ολύνθιος. Με δύο λόγια: επικίνδυνοι δεν είναι αυτοί που του λένε τις σκληρές αλήθειες, αλλά αυτοί που τον κολακεύουν, ό, τι κι αν κάνει».
Μετά με κοίταξε προσεκτικά
«Εσύ τώρα, πες μου, τι σκέφτεσαι…;»
«Όπως σου είπα, ο Καλλισθένης μου άφησε ορισμένα κείμενα. Είναι γραμμένα όταν σκόπευε να αυτοκτονήσει. Ανέλαβα να τα παραδώσω στον Αριστοτέλη, ενώ ένα αντίγραφο (θα το φτιάξω προσωπικά εγώ) προορίζεται για εσένα. Κατά τα άλλα, μετά την ¨αποχώρηση¨ του Καλλισθένη δεν ξέρω ούτε κι εγώ ποια ακριβώς είναι η θέση μου στην εκστρατεία. Μάλλον εσύ είσαι ο αρμοδιότερος να αποφασίσεις και να μου πεις».
«Κοίτα, έχω ήδη ενημερώσει τον Αλέξανδρο ότι επέστρεψες ύστερα από δική μου εντολή, φέρνοντας προσωπικά την αναφορά σου για την κατάσταση που επικρατεί αυτή την στιγμή στην Ελλάδα. Στο επιτελείο υπάρχει ήδη μια ανάλογη αναφορά που προέρχεται από τις υπηρεσίες του αντιβασιλέα Αντίπατρου. Υποτίθεται ότι πρέπει να τις μελετήσω και τις δύο -είναι μια δουλειά που κανονικά θα έπρεπε να κάνω σε συνεργασία με τον Καλλισθένη- και να αποφανθώ εάν υπάρχουν ανεξήγητες αντιφάσεις. Εναντίον σου δεν υπάρχουν αυτήν τη στιγμή συγκεκριμένες κατηγορίες (αν και οι φήμες σε αναμειγνύουν σε πολλά) και μετά την ¨αναχώρηση¨ του Καλλισθένη είσαι αντικειμενικά χρήσιμος εδώ, στην εκστρατεία. Παρ’ όλα αυτά νομίζω πως είναι πιο φρόνιμο, για όλους μας, να επιστρέψεις επί του παρόντος, στην Αθήνα. Άλλωστε δεν τα πήγες άσχημα εκεί κάτω. Μείνε εδώ λίγες μέρες ακόμη, τελείωσε την αντιγραφή των κειμένων του Καλλισθένη, βοήθησέ με να αξιολογήσουμε την κατάσταση στον ελληνικό χώρο και μετά, εγώ θα ακολουθήσω τη στρατιά προς ανατολάς και εσύ γύρισε στην Αθήνα.
Ο Εύελπις κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Ναι, όπως έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή, προτιμά να επιστρέψει οίκαδε.

Επίλογος τρία: Εύελπις – Θαίδα
Ο Εύελπις δεν είχε ακόμη αποφασίσει πότε θα πήγαινε να αποχαιρετίσει την Θαίδα. Βέβαια, θα προτιμούσε να την δει προτού επιστρέψει ο μνηστήρας της. Και αυτό θα συνέβαινε σήμερα ή αύριο. Άρα θα έπρεπε μάλλον να βιαστεί. Όμως, ο Οινοκράτης εκείνο το πρωί ζήτησε να του μιλήσει για ένα προσωπικό του θέμα, και μετά απ’ αυτήν τη συνομιλία, αποφάσισε ότι πρέπει να την δει τώρα αμέσως. Ωστόσο είπε να είναι πιο διακριτικός απ’ όσο μέχρι στιγμής, γι αυτό έστειλε τον Οινοκράτη να ρωτήσει αν είναι σε θέση να τον δεχτεί. Ο Οινοκράτης γύρισε πίσω φέρνοντας καταφατική απάντηση. Ναι, η ωραία της εκστρατείας θα τον δεχόταν. Πήγε λοιπόν στην κεντρική πλατεία και αγόρασε ένα κόσμημα που είχε εντοπίσει εκεί τις προηγούμενες μέρες. Ένα πανέμορφο περιδέραιο με σμαλτωμένη στο κέντρο την εικόνα ενός χελιδονιού. Για να της το χαρίσει. Ως δώρο αποχαιρετισμού.
Εκείνη τον περίμενε όρθια, χαμογελαστή και πιο όμορφη παρά ποτέ,.
«Όχι, δεν παραξενεύομαι που ήρθες να με δεις. Υποθέτω πως φεύγεις για την Αθήνα. Δεν χαίρομαι γι αυτό. Θα μου λείψεις. Αλλά ίσως είναι το καλύτερο για σένα αυτή τη στιγμή», του είπε. «Άλλωστε την επίσκεψή σου την περίμενα. Η τελευταία φορά που σε είδα δεν θα μπορούσε να είναι η τελευταία που βλεπόμαστε. Υποπτεύομαι ότι από ένα σημείο και μετά δεν άκουγες καν τι σου έλεγα…»
Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε με τρυφερότητα. «Όμως θέλω να σου πω πως ξέρω, πως είμαι σίγουρη, ότι κατά βάθος με καταλαβαίνεις περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο».
Εκείνος την έσφιξε πάνω του. Σκέφτηκε πως είναι όντως η τελευταία φορά. Μετά την απώθησε απαλά. Και διαπίστωσε παραξενεμένος ότι κι αυτό μπορεί να το κάνει.
Εκείνη ήθελε να δείξει ότι είναι ψύχραιμη. «Ώστε η προσπάθεια να βοηθήσεις τον Ολύνθιο ολοκληρώθηκε. Όχι δε θέλω να μου πεις λεπτομέρειες. Από το πρωί κυκλοφόρησε πως το κτίριο όπου ήταν περιορισμένος έπιασε τη νύχτα φωτιά και πως πιθανότατα ο ένοικός του αποτεφρώθηκε. Όμως εσύ είσαι εδώ και μπορώ να σε κοιτάζω στα μάτια. Και τα μάτια σου αποκλείουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη, αλλά όχι, δεν έχασες απόψε τον αγαπημένο σου Δάσκαλο. Ξέρεις… κι εγώ σε καταλαβαίνω!»
Ο Εύελπις κρατούσε τώρα τα δυο της χέρια στις παλάμες του. Τα έσφιξε.
«Θαίδα, πέρα από οτιδήποτε άλλο, θέλω να σου πω ότι σου είμαι ευγνώμων. Η συμπαράστασή σου ήταν πάντα πολύτιμη. Και πιο πολύ αυτές τις δύσκολες μέρες».
Κάτι σαν δάκρυ ύγρανε την άκρη των γαλάζιων ματιών της, αλλά εκείνη χαμογελούσε.
«Θέλω να μεταφέρεις την αγάπη και τους χαιρετισμούς μου στους φίλους μου και, γιατί όχι, σε όλους τους Αθηναίους!»
«Θα το κάνω», την διαβεβαίωσε εκείνος. Και μετά: «Θέλω μια ακόμη χάρη από σένα. Ξέρεις, ο μικρός θεός Έρωτας κυκλοφορεί αθέατος μεν, αλλά δραστήριος ανάμεσά μας, και είναι σίγουρο πως θύματά του δεν είμαστε μόνον εμείς. Θύμα του υπήρξε και ο Οινοκράτης, ο Σικελός συνεργάτης μου. Ξέρεις πως μεγάλωσα υπό την εποπτεία του και ότι του έχω αδυναμία. Σήμερα μου εξομολογήθηκε πως είναι ερωτοχτυπημένος με ένα από τα κορίτσια σου. Το Πουλχερίδιον. Θέλει να την νυμφευτεί και να την πάρει μαζί του στην Αθήνα. Σίγουρα θα έχεις μάθει πως ο Σικελός έχει χειραφετηθεί. Του έχει μάλιστα αποδοθεί η ιδιότητα του επί τιμή κατοίκου της Αττικής. Κατά τα άλλα είναι αμειβόμενο μέλος της υπηρεσίας των λογίων, αποσπασμένος ως άμεσος βοηθός μου. Έχει έσοδα. Με παρακάλεσε λοιπόν να σου ζητήσω την άδεια να την κάνει νόμιμη και επίσημη γυναίκα του. Και επέμεινε να σου διευκρινίσω ότι για την χειραφέτησή της είναι πρόθυμος να προσφέρει όλες του τις οικονομίες, που, μεταξύ μας, αποτελούν ένα σεβαστό ποσό.
«Χμμ!» έκανε η Θαίδα. «Να και κάτι που όχι μόνο δεν ήξερα, αλλά δεν είχα καν υποπτευθεί. Άρα ο μύθος ότι τάχα τα γνωρίζω όλα, -δυστυχώς- καταρρέει!»
Για λίγες στιγμές κλείνει τα μάτια της και σκέφτεται.
«Πες του ότι θα μιλήσω με τη μικρή. Αν μου επιβεβαιώσει ότι όντως θέλει να γίνει η Κυρία του Οινοκράτη, και να αναχωρήσει μαζί του για την Αθήνα, τότε όχι μόνο θα της δώσω τη σχετική άδεια, αλλά και δεν θέλω κανένα απολύτως αντάλλαγμα γι αυτό».
«Το βρίσκω σωστό», είπε ο Εύελπις. «Και, μάλιστα, ομολογώ πως ζηλεύω. Από ποιον θα μπορούσα να ζητήσω το χέρι σου;»
«Από κανέναν», είπε η Θαίδα. «Είναι πια αργά για προτάσεις. Κλείσαμε».
.
Εκείνος της έδωσε το δώρο. «Για να με θυμάσαι».
Της άρεσε. «Μόνο που» είπε, «τα χελιδόνια όλο φεύγουν…»
«Ναι, αλλά συνήθως επιστρέφουν» παρατήρησε, αδιόρθωτος, ο Εύελπις.
.
Επίλογος τέσσερα: Οινοκράτης -Χοντρόης
Ο Οινοκράτης με βήμα ανάλαφρο κατευθύνεται προς το μέγαρο της Θαίδας. Είναι ένα όμορφο φθινοπωρινό δειλινό και όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά. Κι αν κάτι δε πάει και τόσο καλά, θα στρώσει. Ο Οινοκράτης είναι αισιόδοξος. Οι Μοίρες θέλουν να κάνουν τα δικά τους, αλλά κάτι μετράμε κι εμείς. Σε λίγο θα δει το Πουλχερίδιο και θα μάθει τι αποφάσισε η Θαΐδα γι αυτούς τους δύο. Ο Εύελπις του είπε ότι της μίλησε και πως κατ’ αρχήν είναι ευνοϊκά διατεθειμένη απέναντί στο ζευγάρι. Όμως πρώτα θα μιλούσε με την προστατευόμενή της.
Ο Οινοκράτης είναι σίγουρος πως κι αυτή η συνάντηση δεν μπορεί παρά να πήγε καλά και θέλει να το γιορτάσει. Μαζί της. Γι αυτό δεν την επισκέπτεται με άδεια χέρια. Εδώ ο Εύελπις πήρε δώρο για τη Θαίδα παρόλο που (απ’ ότι ο ίδιος του είπε) η σχέση τους τελείωσε οριστικά! (μάλλον θα μπήκε σε αναστολή επ’ αόριστον, προτιμά να πιστεύει ο Σικελός). Όταν ο Εύελπις κάνει κάτι καλό, κάτι που ο Οινοκράτης το εγκρίνει, δεν βρίσκει κανένα λόγο να μη το κάνει κι αυτός. Έχει λοιπόν μαζί του ένα αστραφτερό δαχτυλίδι.
Και όχι μόνον αυτό. Έχει και το μικρό αγγείο με ό, τι έχει μείνει από την γνήσια Χαχόμα. Όχι την ¨αιρετική¨, όχι εκείνη που έφτιαξαν ιδιοχείρως μαζί με τον Χοντρόη και που, όπως αποδείχτηκε ¨ανοίγει στόματα¨ και αποκαλύπτει μυστικά, όχι, δεν θέλει να ανακρίνει το Πουλχερίδιον. Προτιμά να το πιστεύει. Το πιστεύει, και τέρμα. Ιδιαίτερα όταν του λέει ¨ναι¨, και τον ακολουθεί.
Η Γνήσια Χαχόμα προκαλεί μόνον όνειρα. Περίεργα όνειρα που μοιάζουν αληθινά. Και ο Οινοκράτης έχει βάσιμες υποψίες ότι πρόκειται για όνειρα προφητικά. Και δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι τον τελευταίο καιρό, το μέλλον, -μια έννοια στην οποία κατά το παρελθόν απέφευγε να εστιάζει- τώρα τον ενδιαφέρει. Απόψε λοιπόν, θα την κεράσει και θα πιει στην υγειά της αυτό το μαγικό ποτό. Κι ας πάρουν τον λόγο οι μυστηριώδεις δυνάμεις.
Χωρίς να το αντιληφθεί το βήμα του γίνεται όλο και ταχύτερο. Όμως, παρά το ότι η μέρα όπου να ‘ναι τελειώνει, στους δρόμους υπάρχει κίνηση. Ακόμη μια φορά τα στρατεύματα έχουν αρχίσει να αναχωρούν για παραπέρα. Προφανώς έχει γίνει προσεκτική αναγνώριση της διαδρομής και έτσι θα μπορέσουν να συνεχίσουν την πορεία τους προς τα ανατολικά υπό το σεληνόφως.
Αυτή τη φορά προηγείται το Μηχανικό. Τεράστιες πλατφόρμες πάνω σε μεγάλους τροχούς σέρνονται από δεκάδες γεροδεμένα υποζύγια μεταφέροντας σκελετούς πολιορκητικών πύργων, βάσεις καταπελτών, κριούς κρούσης, καθώς και εργαλεία και εξαρτήματα για τις επί τόπου κατασκευές.
Πολλοί, βακτριανοί και άλλοι, στέκονται στην άκρη των δρόμων και παρατηρούν με -αναπόφευκτο- ενδιαφέρον την αναχώρηση. Από μια τέτοια ομάδα προέρχεται η φωνή που φτάνει ως τον Σικελό: «Οίνον Εκράτα, Ελθέ. Ήθελόν σοι παπαρουσιάσει φίλον τινά».
Για κοίτα! Ο γνωστός Χοντρόης έχει βγει βόλτα, και μάλιστα έχει κάνει νέους φίλους!
Ο Οινοκράτης πλησιάζει. Μαζί με τον Ολοστρόγγυλο υπάρχει ένας νεαρός Πέρσης.
Ο Χοντρόης τον παρουσιάζει. Ένας ακόμη γηγενής που μιλάει ελληνικά. Όχι ακριβώς ντόπιος. Ούτε ακριβώς Πέρσης. Κατάγεται από τη Βαβυλώνα και είναι γιος ενός αξιωματούχου που είχε για μεγάλο διάστημα υπηρετήσει τον Μεγάλο Βασιλέα στις πόλεις της Ιωνίας. Ακολουθεί τη στρατιά για να τελειοποιήσει τις γνώσεις του για τους Έλληνες και τη γλώσσα τους. Εκείνο όμως που επιθυμεί κατά βάθος -και διακαώς- είναι να πάει στην Αθήνα.
Ο Χοντρόης συνηγορεί: «Δοκείς δυνατόν ούτος μεθ’ ημών έλθείν;» Ο Οινοκράτης κοιτάζει τον βαβυλώνιο προσεκτικά. Κάτι του θυμίζει αυτή η λεπτή μελαχρινή φυσιογνωμία.
«Έλα λίγο μαζί μου», λέει στον Χοντρόη. «Θέλω να σου πω κάτι». Τον αγκαλιάζει με το δεξί του χέρι και τον παρασύρει λίγα βήματα πάρα πέρα.
«Ξέρεις τι σκέφτηκα δικέ μου; Πως αρκετά σε τραβολόγησα μαζί μου, από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Και ίσως αυτό ήταν υπέρμετρα εγωιστικό από μέρους μου. Εσύ όμως ήσουν άψογος. Αυτές τις μέρες λοιπόν σκεφτόμουν κάτι άλλο. Έκανα κάποιες νύξεις στον Εύελπι και δεν φαίνεται να έχει αντίρρηση. Παρόλο που εμένα προσωπικά, για να στα λέω όλα, δεν μ’ αρέσει και τόσο. Εντούτοις, εάν εσύ το επιθυμείς, ισχύει.
Άκου: Τώρα που οδεύοντας για την Αθήνα θα περάσουμε ξανά από τα Σούσα, μπορώ να εισηγηθώ στον Εύελπι να σε αφήσουμε εκεί. Σε αυτή την περίπτωση θα σε εφοδιάσω με τα χρειαζούμενα έγγραφα, ώστε να μην έχεις προβλήματα με τις Αρχές. Δε θα είναι μια πλήρης ελευθερία, αλλά σίγουρα θα είσαι σε προνομιακή θέση σε σχέση με πολλούς άλλους συμπατριώτες σου. Λοιπόν; Τι λες; Πριν εμπλέξουμε και άλλους στο ταξίδι της επιστροφής, θέλω να ξέρω τη γνώμη σου. Αν θέλεις να το σκεφτείς μπορώ να σου δώσω λίγο χρόνο. Αλλά πραγματικά λίγο».
«Ουχί!» λέει κατηγορηματικά ο Χοντρόης.
«Ουχί τι;»
«Ουδεμία εστί χρεία χρόνου προς σκέψιν. Θέλει εκφράζειν ημετέραν θέσιν παπάραυτα».
«Δηλαδή;»
«Ουχί. Ουκ επιθυμώ παπαραμένειν ενταύθα!».
Ο Οινοκράτης του χτύπησε τη πλάτη. «Εν τάξει Χοντρόη», του είπε. «Ομολογώ ότι αυτό ήθελα να ακούσω. Αλλά, βλέπεις, εγώ χειραφετήθηκα πρόσφατα και όπου να ‘ναι θα αποκτήσω άλλου είδους δεσμά. Είπα λοιπόν μήπως, εν τω μεταξύ, τα κατάφερνα να κάνω πιο ελεύθερο κάποιον άλλο. Θα μπορούσες να είσαι εσύ. Αλλά χαίρομαι πιο πολύ που αποφασίζεις να μείνεις μαζί μας. Πάμε τώρα να γνωρίσουμε τον νέο φίλο σου. Πώς τον λένε είπαμε;
«Περούξ, αλλά υπό τον Ελλήνων Βηρωσός αποποκαλείται.
Ο Οινοκράτης τώρα θυμάται! Στρέφεται προς τον Βαβυλώνιο. «Εσύ δεν ήσουν που, πριν τρία περίπου χρόνια μαζί με τον Μαρτούκη τον Βαβυλώνιο, μεταφράζατε στα Σούσα, στο θησαυροφυλάκιο, την στήλη του αρχαίου βασιλιά Χαμουραμπί;»
Ο Βησωρός γνέφει καταφατικά και παραδέχεται. Ναι αυτός είναι.
Ο Οινοκράτης θυμάται που, πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, είχε αρχίσει να ερευνά την σχέση των Άλλων με τους Βαβυλώνιους: τραπεζίτες-ιερείς και διανοούμενους, έρευνα που το ταξίδι στην Αθήνα είχε διακόψει. Θυμάται πως είχε δει τον Μαρτούκη στη σύσκεψη των συνωμοτών στον ναό του Μαρδούκ, όταν είχε διεισδύσει εκεί μαζί με τον Χοντρόη και έτσι είχε στρέψει την προσοχή του σ’ αυτόν.
«Και είσαι εν γνώσει», συνεχίζει, «πως ο Μαρτούκης ήταν σε επαφή με τον Ανάξαρχο και άλλους έλληνες αυλικούς;»
«Όχι πολλά πράγματα, αλλά ναι, κάτι ξέρω», παραδέχεται ο νεαρός Βαβυλώνιος.
«Ωραία. Θέλω να έρθεις αύριο να μου τα πεις όλα εξαντλητικά. Το εάν θα σε πάρουμε μαζί μας ή όχι θα εξαρτηθεί από τα πόσα ξέρεις και πόσο ενδιαφέροντα είναι…»
«Ασφαλώς γιγνώσκει τα μάλα!», υπερθεματίζει ο Χοντρόης. «Εκτός γαρ τούτων, ειδήμων ούτος εστί μεθόδου τινός ήτις τα του μέλλοντος προλέγει, ουχί τοις σπλάχνοις αναφερομένη, μηδέ των οιωνών επικαλουμένη, αλλά των άστρων και των αυτών κινήσεων!»
.
Επίλογος πέντε: Οινοκράτης – Πουλχερίδιον
Το Πουλχερίδιον ήταν χαμογελαστό. Όσο κι αν τον τελευταίο καιρό είχε κάπως σοβαρέψει, δεν είχαν πάψει να της αρέσουν τα απρόοπτα και οι αναπάντεχες εξελίξεις. Και κάπως έτσι έβλεπε τον επικείμενο γάμο της με τον Οινοκράτη. Ως μια ευχάριστη, αναπάντεχη έκπληξη, συνοδευμένη από ένα ταξίδι, όχι προς το άγνωστο (το άγνωστο ήταν μια τετριμμένη έννοια για όσους έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία), αλλά προς μια μυθική, ειρηνική αυτήν την περίοδο, Πόλη. Της είχαν κάνει ένα κεφάλι να(!) οι λοιπές ακόλουθοι της Θαίδας που είχαν τη τύχη να κατάγονται από εκεί. Αυτές που, όπως και η ίδια η Κυρά, αυτό-ονομάζονταν ¨Ατθίδες¨ και που φρόντιζαν να μαθαίνουν έγκαιρα τι σόι νέες συνήθειες είχαν εμφανιστεί στην Αττική για να τις εφαρμόσουν και εκεί, στην άκρη του κόσμου.
Και έπειτα, στο Πουλχερίδιον άρεσαν δύο είδη ανδρών: Αυτοί που την έκαναν να γελάει και αυτοί που ήξεραν να οργανώνουν ευχάριστες εκπλήξεις. Και ο Οινοκράτης έδειχνε να έχει αμφότερες αυτές τις ικανότητες.
Η Κυρά Θαίδα, πάντως είχε φροντίσει να την ενημερώσει και να την προειδοποιήσει. Ο Γάμος δεν είναι ένας θεσμός που προστατεύει αυτομάτως τη γυναίκα. Γι αυτό θα έπρεπε να είναι σε εγρήγορση και να μη διστάζει να διεκδικεί τα δίκια της. Το Πουλχερίδιον όμως χαμογέλασε πονηρά γιατί ήξερε, όπως το ήξεραν όλες εκεί μέσα, ότι και η κυρά Θαίδα ήταν έτοιμη να αποδεχτεί πρόταση γάμου, από τρανό στρατηγό του Αλέξανδρου, αν δεν την είχε ήδη δεχτεί. Η Θαίδα ερμήνευσε σωστά το χαμόγελό της και άρχισε να της μιλάει τώρα για την αείμνηστη Ασπασία που ήταν τόσο ευτυχισμένη αλλά και τόσο δραστήρια κοντά σε έναν από τους μεγάλους άνδρες των Αθηνών -μάλλον τον έλεγαν Περικλή. ¨Και ξέρεις κάτι Πουλχερίδιον; Η Ασπασία δεν ήταν καν Αθηναία. Καταγόταν από την Ιωνία, όπως κι εσύ!¨
Άρα όλα καλά. ¨Η Έγκριση δόθηκε!¨ Αυτό είπε με ενθουσιασμό στο αυτί του Οινοκράτη καθώς τον αγκάλιασε μόλις εκείνος μπήκε στην μικρή αίθουσα υποδοχής. Ο Οινοκράτης την ανασήκωσε από το έδαφος και την έφερε μια γυροβολιά.
Ύστερα κάθισαν να τα πουν γύρω από το χαμηλό τραπέζι, όπου σε λίγο χαμογελαστά, χαριτωμένα κορίτσια έφεραν και τοποθέτησαν εδέσματα και ποτά. Ο Οινοκράτης πρόσθεσε το αγγείο με την αγαπημένη του γνήσια Χαχόμα. Εξήγησε στην Πουλχερία πώς την είχαν ανακαλύψει με τον Χοντρόη και ότι είναι αλλιώτικη από την άλλη, για την οποία της είχε γράψει σε κάποιο από τα γράμματά του. Εκείνη θέλησε να δοκιμάσει αμέσως, αλλά ο Σικελός της είπε να μιλήσουν πρώτα λίγο -έχουν τόσα να πουν απόψε!- γιατί αυτή φέρνει ύπνο. Ύστερα της έδωσε το δώρο του και το Πουλχερίδιο έκανε πολλές χαρές, το φόρεσε και μάλιστα έβαλε φωνή και από το παραπέτασμα της εισόδου έσκασαν μύτη οι φίλες της για να θαυμάζουν το δαχτυλίδι και να κάνουν κολακευτικά σχόλια για τον δωρητή.
Αφού λοιπόν έξω είχε νυχτώσει για τα καλά και αφού είχαν τιμήσει δεόντως (εξαντλήσει, θα έλεγε κανείς) τα ποικίλα ποτά του σπιτιού και αφού είπαν πολλά, για πολλή ώρα, (αλλά θα είχαν ασφαλώς και άλλα, εξ ίσου πολλά, να προσθέσουν) η Πουλχερία άπλωσε το λευκό της χέρι, έπιασε από το λαιμό τη φιάλη με τη χαχόμα και μετάγγισε το περιεχόμενό της στους δύο σκύφους, τον δικό της και του Οινοκράτη. ¨Στην αγάπη μας¨, είπε με έναν μικρό ανεπαίσθητο λόξυγκα. ¨Σ’ αυτό!¨ συμφώνησε απολύτως και ο Οινοκράτης.
Έτσι το Πουλχερίδιον εξασφάλισε έναν άμεσο, μάλλον βαρύ και πολύωρο ύπνο. Εάν είδε όνειρα το αγνοούμε και δεν μας προκύπτει να διηγήθηκε κάτι σχετικό σε κάποιον. Πάντως την άλλη μέρα ήταν εξ ίσου ευδιάθετη με την προηγούμενη, οπότε εικάζουμε ότι τα τυχόν όνειρά της είτε δεν ήταν άσχημα, είτε δεν τα ερμήνευσε ως τέτοια.
Ο Οινοκράτης ναι, είδε. Κι επειδή τον τελευταίο καιρό σημείωνε κι αυτός (όπως και ο προϊστάμενός του, ο οποίος έχει αρχίσει να συγγράφει το ιστορικό του δοκίμιο) μερικά από τα όσα του συμβαίνουν, έχουμε μερικά (ατελή) στοιχεία από…

Επίλογος έξι: Σκηνές από το όνειρο του Οινοκράτη
Ο Οινοκράτης πετάει. Όχι, δεν πετάει άχρηστα πράγματα, πετάει ο ίδιος∙ ίπταται!
Υπερίπταται!
Και του αρέσει, όσο κι αν το περιβάλλον γύρω του είναι μάλλον σκοτεινό και έχει κάποια προβλήματα προσανατολισμού. Η πορεία του -πορεία περισσότερο ήρεμου βέλους παρά αγχωμένου μεταναστευτικού πτηνού- ακολουθεί μια τροχιά άδηλη, όσο και το απώτερο μέλλον.
Πάντως, ενδόμυχα, ξέρει ότι προορισμός του είναι η Δύση. Άλλωστε για ένα τέτοιο ταξίδι -ταξίδι επιστροφής στη Δύση- δεν προετοιμάζεται τον τελευταίο καιρό; Τώρα φαίνεται ότι κάνει απλώς μια αναγνωριστική πτήση. Αλλά για να αναγνωρίσει οτιδήποτε πρέπει πρώτα να δει κάτι, έτσι δεν είναι; Εν τούτοις, για την ώρα, δε βλέπει τίποτα. Απάνω του έχει άπειρα αστέρια, κάτω του μαυρίλα αδιερεύνητη.
Όμως όχι. Δεν είναι ακριβώς μόνος. Στο βάθος, κόντρα στο ασημένιο αστερόφως, διαγράφεται μια σκιά. Κάποιος εξ ίσου ιπτάμενος τον πλησιάζει. Μα ναι, τον αναγνωρίζει. Τον έχει ξανασυναντήσει σε μια από αυτές τις ονειρικές του αποδράσεις. Είναι εκείνος ο σφιχτοντυμένος, κοτσονάτος γέροντας που τον λένε Ουγκ. Ή Χιουγκ. Ή, μάλλον Γιούγκ, δε θυμάται καλά. Ναι, αυτός είναι. Μόνο που αυτή τη φορά δε φοράει υφασμένα σωληνωτά μανίκια μόνο στα χέρια και τα πόδια, αλλά έχει (εν είδει πίλου) και ένα σκληρό μαύρο σωλήνα πάνω στο κεφάλι, που είναι να απορεί κανείς πώς δεν του φεύγει, καθώς ελίσσεται εναερίως για να μπει σε τροχιά παράλληλη με εκείνη του Οινοκράτη.
«Χαίρε γέροντα από τα ψηλά βουνά του Κέντρου», τον χαιρετά ο Σικελός. «Πώς από δω;»
«Μα, όπως ακριβώς και την άλλη φορά που συναντηθήκαμε, είμαι εδώ χάρη στην επινόησή μου», απαντά εκείνος με έκδηλη ικανοποίηση. «Μία χημική σύνθεση που καταφέρνει να διαπερνά τις φυσικές άμυνες που εγείρει το συλλογικό ασυνείδητο και να μου εξασφαλίζει αναπάντεχες οπτικές και λοιπές εμπειρίες του παρελθόντος ή και του μέλλοντος».
«Μία τι; Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ αυτά που μου λες», διαμαρτύρεται ο Οινοκράτης. «Προσπάθησε να γίνεις λίγο πιο κατανοητός σε παρακαλώ».
«Με απλούστερα λόγια: Το βασικό πρόβλημα δεν είναι η δική μου παρουσία εδώ, αλλά η δική σου. Αν δε κάνω λάθος πρέπει να είσαι πολύ παλιός».
Τι είναι αυτά που λέει ο Παππούς; Ο Οινοκράτης αντιδρά: «Με όλο το σεβασμό, δεν μας τα λες καλά γέροντα. Αν κάποιος είναι παλιός εδωπέρα, αυτός είσαι αδιαμφισβήτητα εσύ. Εγώ είμαι εδώ μάλλον γιατί …ονειρεύομαι. Ίσως, ίσως λέω, να έχει παίξει κάποιο μικρό ρόλο και ένα μαγικό ποτό των Ιρανών. Δεν το αποκλείω».
«Α, ένα μαγικό ποτό. Αυτό μου λύνει μερικές απορίες. Να γιατί η αναγνωριστική καμπύλη στο συλλογικόμετρο με το οποίο καταγράφω τις εκλύσεις αλλοτινής ενστικτ-ενέργειας έχει εκδηλώσει αδικαιολόγητες εκτροπές. Ίσως πρέπει να κατέβω και να το διορθώσω αμέσως. Φοβάμαι ότι ο συνεργάτης μου ο Φιλήμονας[1] δε θα μπορέσει να το αντιμετωπίσει από μόνος του. Έχει ενόραση και πολλές ωραίες εμπνεύσεις αλλά στα πρακτικά θέματα δε τα πολυκαταφέρνει».
«Φιλήμονας είπες; Μήπως του αρέσει και το θέατρο; Πόσων χρονών είναι;»
«Και βέβαια του αρέσει το θέατρο. Και στην ηλικία, δε μπορώ να πω πόσο ακριβώς, αλλά είναι σίγουρα πολύ μεγάλος».
«Μπερδεύτηκα, γιατί έχω και εγώ ένα φίλο με το ίδιο όνομα. Αλλά προφανώς είναι άλλος», διευκρίνισε ο Οινοκράτης. Και, μετά συνέχισε:
«Ε, τώρα που ήρθες μέχρι εδώ, γιατί δεν μένεις λίγο ακόμη. Βοήθησέ με να καταλάβω τι γίνεται. Κοίτα εκεί κάτω. Εμφανίστηκε φως. Πολύ φως μεσ’ τη νύχτα. Λες να έπιασε πυρκαγιά;»
«Όχι αγαπητέ μου. Αυτά είναι τεχνητά φώτα. Φώτα πόλης τη νύχτα. Προς στιγμήν ακίνδυνα, στο μέλλον …θα δούμε. Όμως δε μπορώ να μείνω. Βλέπεις εγώ δεν ¨ονειρεύομαι¨ αλλά εκτελώ ένα επιστημονικό πείραμα. Το οποίο ίσως κινδυνεύει να εκτροχιαστεί. Όταν επιστήμη και μαγεία ανακατεύονται, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ολέθριο, καταστροφικό. Πάω. Και εσύ κανονικά πρέπει να του δίνεις, αλλά δε ξέρω αν το ελέγχεις το πράγμα. Έχεις κανένα ¨μαγικό¨ τρόπο να το ελέγχεις;»
«Δε νομίζω».
«Ας ελπίσουμε τότε ότι το σύστημα θα σε πετάξει έξω αυτομάτως, χωρίς σημαντικές απώλειες. Αλλιώς κινδυνεύεις να εμπλακείς σε καν’ά χωροχρονικό βρόγχο και να κολλήσεις εδώ. Γεια σου τώρα».
«Γεια σου», ίσα που πρόλαβε να πει ο Οινοκράτης, καθώς ο Ουγκ εξαφανιζόταν και ο ίδιος κατέβαινε αυτομάτως προς την λαμπυρίζουσα πόλη από κάτω του.

ΤΕΛΟΣ
[1] Δεν πρόκειται για μυθιστορηματικό εύρημα, ο Ελβετός Ψυχοδιερευνητής διέθετε όντως έναν επινοημένο παντογνώστη συνεργάτη και συνομιλητή, ονόματι Φιλήμονα.