Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Archive for the ‘ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ’ Category

Αντιγραμμένο από τον Αδέσποτο Σκύλο

Posted by vnottas στο 20 Ιουνίου, 2017

[Η πρωτότυπη ανάρτηση από τον Αντώνη Αντωνάκο ΕΔΩ]

 

Ηθικόν Ακμαιότατον

Η διαφορά μου με τους ατάλαντους, είναι πως, εγώ δεν πιστεύω στο ταλέντο που έχω, ενώ αυτοί πιστεύουν στο ταλέντο που δεν έχουν.

Αφού η ατέλεια τόσο κυριαρχεί μέσα μας δεν μπορεί να αναγνωρίζουμε εμείς στον εαυτό μας τελειότητες.

Όσοι παρακολουθούμε την αντιπαλότητα μεταξύ των φυσικών πραγμάτων και του ανθρώπου, σκεπάζουμε το διαβολικό ζωηρό Εγώ μας με σημαίες ευκαιρίας γραπτής ύλης, που στρίφωσε πάνω στα πλοκάμια της φαντασίας η επιθυμία για αληθινή ζωή.

Αρωματικές νιφάδες ιδεών πάνω στο δέρμα αυτού του κόσμου της αιώνιας αλλαγής και της άπειρης άφθαρτης φθοράς.

Αν απογυμνωθείς από κάθε προκατάληψη, συντάσσοντας τα ποιηματάκια και τις βιογραφίες παράξενων πλασμάτων, υπό το μάτι του ήλιου που ερευνά και φωτίζει και επιδρά πάνω στα πράγματα, τότε θα έχεις κερδίσει τα ζουμιά μιας κυράς που ελέγετο δικαιοσύνη, που ελέγετο αφέντρα της όρασης των ανθρώπων που θέλουν να βλέπουν και όχι να νομίζουν πως βλέπουν.

Όταν ξέρεις, πως, το ψεύτικο και το αληθινό είναι ένα, ξέρεις πως, ο ήλιος είναι ποιητής τεράτων. Και ξέρεις πως η πραγματικότητα, ακόμα και στις πιο όμορφες και ευνοϊκές της εκφάνσεις, δεν ικανοποιεί στο βάθος την ανήσυχη φύση μας.

Και τότε ξεσπά η βία της γραφής για να περιγράψει την ποίηση που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αθωότητα της φύσης, άδολη και ιαματικά πανούργα μέσα μας. Δουλεύοντας για το καλό και το κακό που είναι Ένα. Βοηθώντας μας να βρούμε τη δική μας φωνή και να εφεύρουμε τα δικά μας άσματα σωτηρίας.

Αν υπάρχει ταλέντο αυτό είναι μόνο ο διάβολος που φέρουμε μέσα μας.

Αν καταφέρεις λοιπόν να ξυπνήσεις το διάβολο που κοιμάται μέσα σου, θα έχεις καταφέρει να ξυπνήσεις το διάβολο που κοιμάται μέσα σου. Κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο κατόρθωμα. Να ξυπνήσεις το διάβολο που κοιμάται μέσα σου.

Ξανά και ξανά να ανατινάξεις τις γέφυρες της παρηγοριάς και να σπάσεις τα δεσμά της συνήθειας.

Ξανά και ξανά να ανακαλύψεις τους πιο παράφορους εαυτούς σου, περπατώντας σαν βασιλιάς ανάμεσα σε μια προβλέψιμη και κουρδισμένη ανθρωπότητα. Αφήνοντας το ισχνό σου ίχνος. Το σάλιο και το σπέρμα σου που μπόλιασαν την ερωτική αναρχία του μέλλοντος, δηλαδή του άπειρου παρόντος.

Να λένε οι άνθρωποι, πως, εδώ ζούσε κάποτε ένας βασιλιάς. Ένας βασιλιάς όμως αληθινός, που διάβαινε στο δρόμο του μονάχος, δίχως ακολουθίες και τούμπανα, όχι σαν αυτούς που φοράνε στο κεφάλι τους κορώνες και βαστάνε στα χέρια πατερίτσες και ορίζουν τους λαούς σαν κοπάδια.

Posted in ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Μια βοσκοπούλα αγάπησα…

Posted by vnottas στο 6 Μαΐου, 2015

γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

ΗΛΙΑΣ-ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ45

Η Φωτεινή που αγάπησα, οδηγούσε τρακτέρ

Ο Χαράλαμπος Κεσμετίδης ήταν κολλητός του πατέρα μου το 1961 και αρχηγός των ΤΕΑ στο χωριό Λεπτή Ορεστιάδος.

Eίχε κρεμάσει μπόλικα κεφάλια των πολεμιστών του ΕΛΑΣ γύρω απ τη μέση του με χοντρό σκοινί το 47 και το 48 στον εμφύλιο και τώρα στην αρχή της δεκαετίας του 60 έκανε κουμάντο τα βράδια στο καφενείο του χωριού και μια φορά είχα ακούσει τον πατέρα μου να τον συμβουλεύει να μη δέρνει τη γυναίκα του στην αυλή, καλύτερα μέσα στο σπίτι για να μη βλέπουν οι γείτονες… Εκείνος-το θυμάμαι σαν τώρα-απάντησε ‘Καπετάνιο, οι γυναίκες θέλουν καμτσίκι και πιρτσίνι. Το καμτσίκι όπου νάναι, το πιρτσίνι στο κρεβάτι..’

Επειδή το είχε μαράζι που δεν έκανε γιο, είχε εκπαιδεύσει τη μοναχοκόρη του τη Φωτεινή σε όλες τις αντρικές δουλειές. Η Φωτεινή ήταν ψηλή ,ξανθιά  και πανέμορφη, δεκαοχτάχρονη. Τάιζε απ το πρώι τα γουρούνια, έβαζε  αποφάγια και πίτουρα στις γελάδες, τακτοποιούσε τις κότες  και μετά έπαιρνε το τρακτέρ και κατέβαινε στα χωράφια για όργωμα.

Όλη η πιτσιρικαρία του χωριού είχε να λέει πως η Φωτεινή θα έπαιρνε τον πιο όμορφο άντρα του κάμπου κι ότι την είχανε ζητήσει απ τον πατέρα της ένα σωρό παλικάρια και από άλλα μεγάλα χωριά που στέλναν προξενιά κι ο πατέρας της τα γύριζε πίσω με τη φράση ‘για πάρει κάποιος τη κόρη πρέπει νάχει 3 οκάδες αρχίδια…’

Εγώ  ήμουν τότε  έντεκα χρόνων κι όσο κι αν έβλεπα τα αρχίδια μου -όπως κι οι συνομήλικοι μου- δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ένα παλικάρι που θα τα έχει 3 οκάδες.

Έβλεπα συχνά στον ύπνο μου τη Φωτεινή που όταν περνούσε μπροστά απ το σπίτι πάνω στο Ζετόρ τρακτέρ, με χαιρετούσε με χαμόγελο γιατί ήμουν το παιδί του Αστυνόμου, του φίλου του πατέρα της κι είχα γεννηθεί στην  Αθήνα -πράγμα μοναδικό σ  όλη τη περιοχή της Ορεστιάδας- κι ακόμα ήμουν ο μόνος πιτσιρικάς που μπορούσε να της στείλει ένα αέρινο φιλί με το χέρι, πράγμα που δεν ήξερε κι αν ήξερε δεν θα τολμούσε κανένας συνομήλικός μου απ το χωριό να το κάνει.

Ήταν Οκτώβρης και μια μέρα παρακάλεσα τον πατέρα μου να με αφήσει να πάω ένα απόγευμα με τη Φωτεινή στο όργωμα και να μ’ έχει πάνω στο τρακτέρ να δω πως το δουλεύει με το άροτρο.

Ο πατέρας μου αφού το σκέφτηκε κι επειδή θεωρούσε πώς να πάει ο γιός του στο όργωμα με τη Φωτεινή θα ήταν κάτι που θα βοηθούσε στο να γίνω αντράκι, μου είπε πως θα το κανονίσει και την άλλη μέρα το μεσημέρι η Φωτεινή σταμάτησε έξω απ τη αυλή μας το τρακτέρ και μου φώναξε ‘έλα Λιακούλη να πάμε στο χωράφι’. Η μητέρα μου της είπε να με προσέχει κι αυτή απάντησε χαμογελώντας ‘σιγά καλέ, στην αγκαλιά μου θα τον έχω, δεν θα πάθει τίποτα’.

hqdefault (1)

Σκαρφάλωσα στο τρακτέρ και κάθισα δίπλα στο κόκκινο φτερό και την παρακολουθούσα σοβαρή-σοβαρή πως άλλαζε τις ταχύτητες και μούλεγε ‘τώρα έβαλα τρίτη αλλά στο χωράφι θα πηγαίνουμε με δεύτερη…’ και το τρακτέρ αναπηδούσε σαν πουλάρι και τα στήθη της όπως τα έβλεπα απ τα πλάγια αναπηδούσαν κι αυτά και θυμάμαι πως μέσα απ το κοντό μου παντελόνι αναπηδούσε και το πουλί μου απ τη τόση ευτυχία  γιατί ήταν κάτι μαγικό αυτή η χωριατοπούλα η μοναδική γυναίκα που οδηγούσε τρακτέρ σ’ όλα τα χωριά τριγύρω.

Όταν φτάσαμε στο χωράφι για το όργωμα έριξε κάτω το μηχανικό άροτρο μ’ ένα μοχλό πού είχε δίπλα στο τιμόνι και μου είπε ‘τώρα ξεκινάμε σιγά-σιγά με πρώτη Λιακούλη, να έτσι μπαίνει η πρώτη και φτιάχνουμε τη πρώτη αυλακιά μέχρι τις λεύκες στην άκρη’ κι εγώ έλεγα ‘ναι, ναι το κατάλαβα…’ και κοιτούσα πλάγια τα μάτια της, τα πανέμορφα μαύρα μάτια της που κοιτούσαν με προσοχή την ευθεία προς τις λεύκες, έβλεπα  το λεπτό ξανθό χνούδι κάτω απ τα πανέμορφο αυτάκι της που το στόλιζε ένα χρυσαφί σκουλαρίκι, τα χέρια της που κρατούσαν με δύναμη το μαύρο τιμόνι και τα πόδια της που ακουμπούσαν με βεβαιότητα πάνω στο αμπραγιάζ και το φρένο κι ένιωθα πως πετούσα πάνω σ ένα κόκκινο πουλί κι η Φωτεινή, μου έμοιαζε πως ήταν η Αρχόντισσα όλου του κάμπου σαν κάτι νεαρές κυρίες του σινεμά που έχουν πύργους κι υπηρέτες.

βοσκοπουλα.JPG6

Όταν φτάσαμε στις λεύκες και πήρε τη στροφή για να ξεκινήσει τη δεύτερη αυλακιά γύρισε ξαφνικά και μου είπε ‘έλα πάνω στα πόδια μου Λιακούλη και θα σε μάθω να οδηγήσεις εσύ το τρακτέρ κι εγώ το θυμάμαι τώρα – μετά 55 χρόνια-κάθησα στα πόδια της, έβαλα τα χέρια μου διστακτικά πάνω στο μαύρο τιμόνι αυτή τα σκέπασε με τα δικά της, μου είπε κοίτα ευθεία και σταθερά μπροστά και μη φοβάσαι εγώ είμαι δω…’ κι η πλάτη μου ακουμπούσα στα μυτερά της στήθη, άκουγα την ανάσα της στ’ αυτιά μου, είχα ιδρώσει και κοιτούσα μπροστά στο χωράφι που όργωνα δίπλα στη πρώτη αυλακιά, νόμιζα ότι ήμουν ο άντρας που είχε διαλέξει, νόμιζα πως μάλλον θα είχα ψηλώσει πάνω από 20 πόντους και το πιο υπέροχο ήταν πως ένιωσα ξαφνικά να φεύγει ένα υγρό απ τα βάθη του μέσα μου και να πετιέται έξω απ το πουλί μου, κάτι σαν να πετάς φωτοβολίδα που είχα δει στο λιμάνι του Πειραιά πρωτοχρονιά, κάτι σαν αυτά που άκουγα να λέει ο πατέρας μου ‘θα σου γαμήσω τη μάνα’ στη μάνα μου συχνά όταν θύμωνε, κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω παρά μόνο πως ήταν θαύμα που καταλάβαινα όμως πως ήταν το θαύμα των θαυμάτων… και μετά αφού έστριψε η Φωτεινή πιάνοντας πάντα σταθερά στα χέρια της τα χέρια μου, οργώσαμε μαζί γύρω στις τριάντα γραμμές κι εγώ είχα σοβαρευτεί πλέον σαν να οδηγούσα καράβι τεράστιο, μέχρι που η Φωτεινή να μου πει ‘ωραία τα πήγες πουλάκι μου, τώρα θα γυρίσουμε πίσω… ’ και γυρίσαμε και τότε είδα το παντελόνι μου πούχε ένα λεκέ, λες και μου έφυγε κάτουρο, κι έβαλα με τρόπο το χέρι μου να τον σκεπάσω μη τον δει η Φωτεινή και μόλις έφτασα σπίτι, της φώναξα ‘ευχαριστώ’ κι έφυγα σφαίρα στο μπάνιο κι έβγαλα το παντελόνι μου, κι έβγαλα το μπλε βρακί μου και είδα πως ο λεκές κάτασπρος κόλλαγε κι άρχισα να του ρίχνω νερό, τα είχα χάσει εντελώς και τότε άκουσα θόρυβο και μπήκε η  μητέρα μου μέσα, με είδε τσίτσιδο απ’ τη μέση και κάτω με τα βρακιά στο χέρι και μένα κατακκόκινο, πήρα στα χέρια της τα βρακιά, τα κοίταξε προσεχτικά και μου άστραψε μια καρπαζιά, λέγοντάς μου ‘σαν δεν ντρέπεσαι σκατό- πράγμα να κάνεις τέτοια πράγματα από τώρα βρωμιάρη’ αλλά εγώ σκέφτηκα πως όλα αυτά τα έκανε η Φωτεινή το πιο ωραίο πλάσμα  του κόσμου που έφτιαξε τη πανέμορφη πρώτη μου ρεύση επάνω στο τρακτέρ με τα μυτερά σφιχτά της στήθη πάνω στη πλάτη μου και δεν με ένοιαξαν καθόλου οι απειλές της μάνας μου.. ’θα δεις τι θα πάθεις όταν έρθει ο πατέρας σου το βράδυ..’

(Κάτι επίσης βουκολικό -και Μπρασενικό- εδώ)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Στα απρόβλεπτα μονοπάτια του έρωτα…

Posted by vnottas στο 5 Μαρτίου, 2013

 παρ122

 Και να που απρόοπτα τίθεται επί τάπητος θέμα: Στα απρόβλεπτα μονοπάτια του έρωτα τι είναι χειρότερο να σου συμβεί; Μια αγάπη ανολοκλήρωτη ή μια αγάπη χωρίς ανταπόκριση; Χειρότερη είναι μια αγάπη χωρίς ανταπόκριση, τείνω να υποστηρίξω εγώ. Άρνηση, απόρριψη: κακές κουβέντες, πληγώνουν ανεπανόρθωτα. Ενώ μια αγάπη που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί επειδή το περιβάλλον ή η μοίρα το αρνιέται πεισματικά, διαθέτει ακέραιες έγχρωμες ελπίδες και ονειρικές προβολές στο έτσι κι αλλιώς άδηλο και αδιερεύνητο ¨παραπέρα¨. Κι ο Ηλίας, κυνικός στην πανοπλία και τρυφερά ρομαντικός από κάτω μάλλον έχει κατά βάθος την ίδια άποψη (λέω εγώ τώρα, -και ο Νίκος που ήταν εδώ αυτές τις μέρες, συμφωνεί μαζί μου). Απόδειξη το ποίημά του που σας παραθέτω παρακάτω, όπου ο Έρωτας, ομολογημένα παρών, έχει εμπόδια: όχι ταξικά (όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες), όχι κάστας (όπως στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα), όχι απόστασης και εκδίκησης (όπως εκείνος του  Έντμοντ Νταντές και της Μερσέντες του στον Κόμη Μοντεκρίστο), αλλά άλλα, γενετικά θα έλεγα, όμως αυτό δεν εμποδίζει το ποίημα να απογειώνεται και να τελειώνει με μια διαπίστωση ανταπόκρισης, άρα μια μικρή υπόσχεση υπέρβασης και απόδρασης  (στον κατ’ εξοχήν ερωτικό χώρο της μαγείας και της φαντασίας) Δείτε το: 

*

Μαύρο  χαβιάρι… στα Ηνωμένα Βουστάσια

Ηλίας Κουτσούκος 

*

Δουλεύω χρόνια στα Ηνωμένα Βουστάσια

ταΐζω, καθαρίζω, προσέχω

μοσχάρια, γελάδες, γουρούνια ,

βάζω σανό, ρίχνω πίτουρα, φτυαρίζω κοπριές

γενικά, σκατά καθαρίζω και συνέχεια ακούω

‘Δημητράκη κι από δω, Δημητράκη κι από κεί

κι άλλες καρπουζόφλουδες  Δημητράκη..’

Όμως εμένα το μυαλό μου είναι απέναντι,

εκεί που συνορεύει ετούτο το βουστάσιο

μ’ ένα ιπποφορβείο και κάθε απόγευμα αργά

βγαίνει για βόλτα

μια φοράδα μαύρη

που την φωνάζουν ‘black kaviar’.

Στο φράχτη κάθομαι και τη κοιτάω

έτσι περήφανη που ανεμίζει η χαίτη

γύρω απ το μακρύ λαιμό της

και πως σηκώνεται στα μπροστινά της πόδια

βγάζοντας στον αέρα χνώτο δυνατό

σαν αναστεναγμό  του ανέμου επάνω από χωράφια του Απρίλη…

Με βλέπει που τη βλέπω και σκέφτομαι πως σκέφτεται

‘νάτος ο Δημητράκης από δίπλα που καθαρίζει τα σκατά..’

και τότε μούρχεται να κλάψω

γιατί μονάχα

τις δικές της κοπριές θάθελα να καθάριζα….

και κείνη το καταλαβαίνει.

Έρχεται προς το μέρος μου

τα γόνατά μου λύνονται

καθώς κοιτάζω τη μαύρη θάλασσα πούχει το βλέμμα της

καθώς το χέρι μου απλώνω πάνω απ’ το φράχτη

και τη χαιδεύω ανάμεσα στα δυό της μάτια…

Σκύβει εκείνη το κεφάλι της

και το αριστερό της πόδι ξύνει με δύναμη το χώμα

κι ύστερα μ’ ένα δυνατό χλιμίντρισμα σαν ‘γεια σου’

γυρνάει πίσω και καλπάζει

Το χώμα που έξυσε κοιτάζω

και σαν να βλέπω το όνομά μου ‘Δημητράκης’

πως έχει χαραγμένο….


images (18)

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | 2 Σχόλια »

Η Θεσσαλονίκη, οι νέοι, η ζωή

Posted by vnottas στο 3 Μαρτίου, 2013

Το περιοδικό ¨Θεσσαλονικέων Πόλις¨  ζήτησε από νέους Θεσσαλονικείς -γεννημένους μετά την μεταπολίτευση- να γράψουν για τη ¨βιωματική¨ σχέση τους με την πόλη. Τα κείμενα δημοσιεύονται στο τελευταίο τεύχος που ήδη κυκλοφορεί.

COVER-43

Το κείμενο  που ακολουθεί είναι του Θάνου Νόττα (η φωτογραφία είναι επίσης δική του).

 

Δυο σκέψεις απ’ αλλού

 Η Σαλονίκη πάντα είχε για μένα την αίσθηση του ορίου· σαν να ισορροπούσε με κόπο μεταξύ λίβα και βαρδάρη, ανατολής και δύσης, ελληνορθόδοξου αυτισμού και κοσμοπολίτικης παρακμής, συντηρητικού επαρχιωτισμού και αιχμηρού αντεργκράουντ· μεταξύ του υψίσυχνου κυνισμού της δεκαετίας του ’90 και της ζεστής μακρόσυρτης φωνής του σαλεπτζή.

 Ίσως αυτό να συμβολίζει κι εκείνος ο αμοιβαίος δισταγμός στη σχέση της πόλης με τη θάλασσα. Σαν τσακωμένο ζευγάρι, στέκουν από πάντα δίπλα-δίπλα, με σεβασμό στην αυστηρή μαρμαρένια γραμμή που τις χωρίζει — ένα σύνορο που το παραβιάζουν με θράσος μόνο τα καλάμια των ψαράδων και οι μηροί των εφήβων εραστών που μπλέκονται τεταμένοι στον αέρα, στοχεύοντας τα τάνκερ και την κορφή του Ολύμπου. Αν κάποτε αυτή η θάλασσα ένωνε δεν μπορώ να πω ότι το ξέρω. Για μένα, ο Θερμαϊκός ήταν από πάντα μια οθόνη, μια απροσπέλαστη αναπαράσταση με την οποία οι κάτοικοι της πόλης ημερεύουμε υπνωτισμένοι, σαν από παιδικό βιουμάστερ. Αυτή η οθόνη είναι άλλοτε διαυγής, σαν γρανίτα, με την κορυφογραμμή να κόβει τα βαθιά χρώματα στη μέση, άλλοτε πάλι είναι θολή, με τη θάλασσα από ρευστό ατσάλι και τον ορίζοντα να μην χολοσκάει και πολύ για τη διάκριση ουρανού και γης.

 Πόσο μου έχει λείψει αυτό στην Αθήνα. Εκεί τον ορίζοντα πρέπει να τον αναζητάς κάθε φορά απ’ την αρχή.

 Ναι, ξέχασα να το πω… εδώ και λίγα χρόνια ζω πλέον στην Αθήνα. Μετά από πάνω από τρεις δεκαετίες, η Θεσσαλονίκη, μάνα στοργική κι ανεπαίσθητα φορτική, μ’ άφησε να φύγω «για λίγο» και θαρρείς τη γέλασα και δεν έχω επιστρέψει ακόμα. Όταν στην Αθήνα λες ότι έχεις έρθει από τη Σαλονίκη, συνήθως σε κοιτούν με απορία: «Μα καλά, άφησες τέτοια πόλη κι ήρθες σ’ αυτό το χάος;» Τότε αναγκάζομαι να εξηγηθώ: Μ’ αρέσει η Αθήνα. Είναι ένας άλλος τόπος που τον χειμώνα μοσχοβολάει γαζία και κάτουρο και όταν την περπατάς, το νιώθεις ότι αυτή είναι η γλυκόξινη μυρωδιά της αλήθειας· και της βίας, που σήμερα είναι το ίδιο. Είναι η ομορφιά που προκύπτει από μια άλλη, βαθιά διάκριση η οποία μοιάζει φυσική σε μια πρωτεύουσα που αυτή την εποχή γεννάει νόημα σε κάθε γωνιά του δρόμου, κάτω και πίσω από κάθε νεραντζιά. Εκεί νομίζεις ότι συμβαίνουν όλα τα κακά και όλα τα καλά, χέρι-χέρι, σαν να είναι κάτι αυτονόητο. Αυτή η αίσθηση, αυτό το νόημα κοιτάει με αγωνία εξόφθαλμα προς τα έξω. Η δική μου πόλη κοιτούσε και κοιτάει ακόμη προς τα μέσα. Ευτυχώς. Κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό…

 Η Σαλονίκη μου είναι μια σιωπηλή αντίφαση και νομίζω ότι γι’ αυτό δεν την βαρέθηκα ποτέ. Ήταν πάντοτε ο πιο πρόσφορος καθρέφτης της διάθεσής μου και της γενιάς μου που αμφιταλαντευόταν επίσης μεταξύ μιας νιότης που σαν από πάντα να εκκρεμούσε και ενός πρόωρου γήρατος που περιέφερε μια αίσθηση εγγενούς χρονικότητας των πάντων, με τη μορφή μιας άκαιρης σοφίας που κανένας μας δεν ζήτησε. Ίσως για αυτό η Θεσσαλονίκη άλλοτε μου προξενεί απόγνωση επειδή φαίνεται ότι δεν αλλάζει σε τίποτα κι άλλοτε την ευγνωμονώ ακριβώς για αυτό. Σ’ αυτόν τον τόπο, αν αποφύγεις την σκλήρυνση που στην έχει στημένη από νωρίς, μαθαίνεις ότι όσο λιγότερα ορίζεις, τόσο περισσότερα γνωρίζεις. Και ότι εδώ, σχεδόν ποτέ δεν είσαι αρκετά νέος ώστε να ξέρεις τα πάντα.

 Θάνος Νόττας

θεσσ

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Ο Βασίλης και μια σούρα στο Ερεβάν

Posted by vnottas στο 29 Οκτωβρίου, 2012

Τον συνονόματό μου Βασίλη τον γνώρισα πριν μερικά χρόνια στο σπίτι του Δημήτρη και της Μαρίας στην Αρετσού. Έχουμε παίξει μερικές φορές χαρτιά και, είναι αλήθεια, το παιχνίδι εν γένει βοηθάει στο να γνωρίσεις τους άλλους καλύτερα. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζω συνήθως εγώ.

Αν βέβαια ενδιαφέρεσαι για τις ενδεχόμενες συμπεριφορές κάποιου και σε πιο οριακές καταστάσεις (αν πρόκειται, για παράδειγμα, να τον/την παντρευτείς), τότε πήγαινε μαζί του ένα ταξίδι, ει δυνατόν με ιστιοφόρο. Εκεί θα αντιληφθείς πολύ περισσότερα πράγματα.

Αλλά για τις άλλες, τις συνηθέστερες και χωρίς διακύβευμα περιπτώσεις, το παιχνίδι, ας πούμε μια φιλική παρτίδα χαρτιά, όντας ανώδυνη απομίμηση της ζωής σε βοηθάει να κάνεις αξιόπιστες γενικές παρατηρήσεις πάνω στον χαρακτήρα των άλλων.

Ο Βασίλης λοιπόν, αρχιτέκτονας μηχανικός (όπως και οι πιο πολλοί στην παρέα), σύζυγος και πατέρας, διάγων αισίως την περίοδο της ωριμότητας (των πρώτων –ηντα), σε μια αρχική ανάγνωση μου προκύπτει αναμφίβολα ήπιος, ήρεμος, εξαιρετικά ευγενικός, εκτιμητής των χαμηλών τόνων: Δεν υψώνει ιδιαίτερα τη φωνή και ένα πράο χαμόγελο είναι εγκατεστημένο θα έλεγες μόνιμα στις άκρες των χειλιών του.

Αυτές οι πρώτες εντυπώσεις τις οποίες δεν έχω κανένα λόγο να αναιρέσω, οδηγούν στη βάσιμη υπόθεση ότι ο Βασίλης είναι δύσκολο να είναι ταυτόχρονα και κάτι άλλο, κάπως αλλιώτικο, ας πούμε κάτι σαν μοναχικός ταξιδιώτης μοτοσικλετιστής!

Και βέβαια κάνω πανηγυρικά λάθος.

 

Ο Βασίλης όταν του την δίνει, (και σε άλλες προς διερεύνηση περιπτώσεις) όχι μόνο καβαλάει τη μοτοσικλέτα του και εκτινάσσεται, αποδρά, αναχωρεί, απομακρύνεται μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα προς κατευθύνσεις εξωτικές και χώρες δυσερεύνητες, αλλά και καταγράφει με εικόνες και λέξεις τις εμπειρίες του.

Χτες μου έστειλε το κείμενο που ακολουθεί.

Σας το κοινοποιώ με την έγκρισή του. Απολαύστε το!

 

 

Βασίλης Μεταλλινός

Νοέμβριος, 2011. Εν μέσω κρίσης, κινδυνολογίας, παπαρολογίας, φόρων, πόρων, αναδρομικών, μικροαστικών, πολεοδομικών, χαρατσιών και τινών ακόμη φαιδρών της παστεριωμένης καθημερινότητας, ξεκίνησα ένα ξαφνικό ταξίδι προς Τουρκία, Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν. Ο Οκτώβριος είχε περάσει, μεταξύ κάποιων θρασύτατων ανθρωποειδών που υποδύονταν τους τεχνίτες οικοδόμους, καθώς και στο στόχαστρο ενδημικής ποικιλίας αρπακτικών που αναπτύσσεται σε καρέκλες πολεοδομικών γραφείων και τινών ακόμη δημοσίων υπηρεσιών, στελεχομένων από απογόνους του Νταβέλη, Κακαράπη, Καλαμπαλίκη και Τσιμπουκλάρα.

Μετά την 4η τροποποίηση των σχεδίων μιας απλής εξωτερικής τουαλέτας, καθ’ υπόδειξη του αρμόδιου υπαλλήλου Πολεοδομικού γραφείου και την κατάθεση του σχετικού φακέλου, θεώρησα ότι -άνετα- είχα το χρόνο για ένα ταξίδι μέχρι το Αζερμπαϊτζάν με την μοτοσυκλέτα μου, μέχρι τον επόμενο έλεγχο των αρχιτεκτονικών σχεδίων.

Έτσι, ένα ηλιόλουστο πρωϊνό φουλάριζα στο βενζινάδικο της Αρετσούς στο Χαμόδρακα, με λίγα ρούχα στις βαλίτσες, κανά δύο κιλά ξηρούς καρπούς, μισό κιλό παστέλι, ζάχαρη, καφέ και χαλαρή “στ’ αρχίδια μου” διάθεση.

Ύστερα από ένα βροχερό πέρασμα της Βόρειας Τουρκίας και ένα ζόρικο οδήγημα στην παγωμένη και βροχερή Γεωργία, μετά από 3000 χιλιόμετρα, την χαριστική βολή μου την έδωσαν τα χιονισμένα υψίπεδα του όρους Aragats. Δεν ήταν η καλύτερη ιδέα, να ταξιδέψω με την μοτοσυκλέτα χειμωνιάτικα… Και δεν ήταν μόνο το κρύο. Οι οδηγική συμπεριφορά των Αρμενίων, που θα έκανε τους πεοφορούντες οδηγούς ταξί των παραβαρδάριων περιοχών να φαντάζουν σαν γατούλες του καναπέ, μου έκανε το φρόνημα ιρμίκ χαλβά… Έσφιξα τα δόντια και με αποφασιστικότητα λοχαγού Βιετκόγκ, συνέχισα οδηγώντας αργά.

Στα τελευταία χιλιόμετρα κατηφορίζοντας για το Υερεβάν, θυμήθηκα τους 42 βαθμούς υπό σκιάν την ίδια μέρα, ίδια ώρα -ένα χρόνο πρίν- πλησιάζοντας το Χαρτούμ, κι άρχισα να …ζεσταίνομαι και να ρεφάρω ψυχολογικά. Διότι, κύριος, άμα θέλεις ασφάλεια και θερμοκρασίες δωματίου κάθεσαι σπίτι σου και το βλέπεις το “έργο” σε βιντεοκασέτα.

Κατεθύνθηκα “καρφί” στο κέντρο, ακολουθώντας ένα marshrutka*, που πήγαινε προς την Όπερα και έψαξα να βρώ ένα guest house, μιας ηλικιωμένης ζωγράφου που εντόπισα σ’ έναν γαλλικό ταξιδιωτικό οδηγό.

Αφού τακτοποιήθηκα στο πολύ φιλόξενο σπίτι, βγήκα στους δρόμους να ξεμουδιάσω και να δειπνίσω στο ρεστοράν Caucasus που μου υπέδειξε σε άπταιστα Γαλλικά η κυρία Βίκα, η κάλτ ιδιοκτήτρια του guest house.

Δεν χρειάστηκε να περπατήσω πολύ και σε 15 λεπτά βρισκόμουν ενώπιον αβάσταχτων διλημμάτων, σχετικά με ορεκτικά, σούπες και φαγητά, καθισμένος στη ρουστίκ αίθουσα του ρεστοράν.

Η παχουλή Αρμένισα -ντυμένη με παραδοσιακό φόρεμα- που ήρθε για την παραγγελία, με δελεαστικά νεύματα και επιφωνήματα υπερβολικής επιδοκιμασίας και κατανόησης, κατάφερε να μ’ απαλλάξει απο τα ερωτηματικά της γαστέρας, πείθοντάς με να δοκιμάσω όλα τα πιάτα που είχα ξεχωρήσει, απ’ τον κατάλογο…

Μετά από μια αναπαράσταση του ταϊσματος των τίγρεων της Σουμάτρας, πάνω στις παραδοσιακές σπεσιαλιτέ του Καυκάσου και τρεις αρμένικες μπύρες Gyumri, ήρθα στα γράδα μου. Χαζεύοντας τους θαμώνες και ακούγοντας φόλκ αρμένικα τραγούδια, θυμήθηκα την Ρουζάνα, μια Αρμένισα που καθαρίζει κάθε βδομάδα την οικοδομή που στεγάζεται το γραφείο μου στη Θεσσαλονίκη.

Η Ρουζάνα με είχε κουράσει μιλώντας μου σε κάθε ευκαιρία, για το πόσο όμορφο είναι το Υερεβάν και τελειώνοντας την τρίτη μπύρα της τηλεφώνησα για πλάκα…

“Έλα Ρουζάνα, με κατάλαβες?”

“Καλησπέρα κύριο Βασίλη, τι κάνετε?”

Αφού της εξήγησα που βρίσκομαι, μου κατέστησε σαφές ότι πιθανή άρνηση της φιλοξενίας του αδελφού της, τον οποίο θα έστελνε την επομένη το πρωί στο guest house να με παραλάβει, θ’ αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως.

Μετά από μια σύντομη βόλτα στο κέντρο της πόλης κατέληξα στο Malkhas jazz Club, άλλη μια εξαιρετική πρόταση της κυρίας Βίκα, έχοντας μαντέψει τις προτιμήσεις μου στη λίγη ώρα που γνωριστήκαμε .

Ο ιδιοκτήτης του είναι ο Levon Malkhasian, ο πατέρας της Αρμένικης jazz. Ήπια άλλες δύο μπύρες ακούγοντας εξαιρετική μουσική από ένα κουϊντέτο που αυτοσχεδίαζε πάνω σε αρμονικές βάσεις τουJimmy Smith και κατά τις δύο τα ξημερώματα πήρα το δρόμο για το guest house που βρίσκονταν 3-4 τετράγωνα μακριά από το jazz club. Περπατώντας ικανοποιημένος στην ήσυχη λεωφόρο Mesrop Mashtots και σφυρίζοντας την φοβερή παραλλαγή του “the cat”, που ηχούσε ακόμη στ’ αυτιά μου,δεν μπορούσα να φανταστώ τι μου επεφύλασσε η επόμενη βραδιά στην Αρμενία…

Κατά τις 9 το επόμενο πρωί, απολάμβανα την σπιτική μαρμελάδα από ιπποφαές, με ζυμωτό ψωμί και φρέσκα καρύδια, συντροφιά με την κυρία Βίκα την ιδιοκτήτρια του guest house, συζητώντας πλέον στα Ιταλικά για την ζωή στην Αρμενία. H ώρα κυλούσε ευχάριστα, κατεβάζοντας ένα ολόκληρο σαμοβάρ με εκχύλισμα ενός αρωματικού κοκτέιλ βοτάνων από το Odzun, όταν ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας.

Μετά από μια σύντομη συνομιλία στ’ αρμένικα που άκουσα από την είσοδο, εμφανίστηκε στη κουζίνα ο Τανιέλ. Ένας αρκουδοειδής τύπος, με πουράκι σβησμένο στο στόμα, λουσμένος στο πατσουλί και ντυμένος με μαύρα Armani, να φαντάζει ανάμεσα στον μαφιόζο Τομάζο Μπουσκέτα και σε σολίστ του λυρικού θεάτρου.

Με ένα “γκειά σου” και κάτι σπαστά αγγλικά μου είπε να πάρω τα πράγματά μου γιατί στο εξής θ’ αναλάμβανε αυτός την φιλοξενία μου.

Το παρανόμως παρκαρισμένο αυτοκίνητο μπροστά στην είσοδο ήταν όπως το περίμενα. Απαστράπτον μαύρο τζιπ Mercendes G55 AMG με μαύρα τζάμια και χρωμέ εξατμίσεις,μια ευλαβική συνέχεια των θηριωδών μαύρων 4X4 του νεοπλουτίστικου σιμψιλέ που κοσμούν τους δρόμους των παρακαυκάσιων χωρών.

Φόρτωσα τα πράγματα στη μοτοσυκλέτα και ακολουθώντας αποτροπιασμένος τον Τανιέλ έγινα μάρτυρας μιας απίστευτης οδήγησης στους δρόμους του Υερεβάν, σημειώνοντας όλες τις παραβάσεις του ΚΟΚ, σ’ όλους τους πιθανούς συνδυασμούς και με κανόνες βγαλμένους από τους νόμους της ζούγκλας του Βόρνεο. Φτάνοντας σε μιά πολυτελή οικοδομή, οδήγησα την μοτοσυκλέτα μου μέσα στην τεράστια ψηλοτάβανη είσοδο, έβγαλα από τις πλαϊνές βαλίτσες 2 μικρά σακ βουαγιάζ και εμφάνισα ένα βαρύ λουκέτο για να κλειδώσω το δισκόφρενο. Ο Τανιέλ με ένα μορφασμό που έδειχνε προσβεβλημένος με διαβεβαίωσε ότι το κτίριο είναι ασφαλέστερο κι από τράπεζα, δείχνοντάς μου μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού του έναν γιγαντόσωμο τύπο στα 30 μέτρα, έξω από ένα θυρωρείο, που μας παρατηρούσε ακίνητος, με την αταραξία Αιγυπτιακής πυραμίδας.

Στο διαμέρισμα μας περίμεναν ο Ανατόλι, κουμπάρος του Τανιέλ και άλλοι δυό φίλοι του, ο Γκεντεόν κι ο Μαράτ. Καθήσαμε στο σαλόνι για καφέ και κατά τις ένδεκα -το πρωί- αφού μάζεψαν τα φλυτζάνια, έστρωσαν τραπεζομάντηλο και τοποθέτησαν δύο δίλιτρες φιάλες κρασί. Από την κουζίνα ακούστηκε ο ήχος του τηγανίσματος και σε λίγα λεπτά η σύζυγος του Τανιέλ μας σερβίριζε σεμσέκ, μιτσινκί κιοφτέ, κινγκάλι, ιτσλί κιοφτέ, κεσκέκ και τυριά με ταμπουλέ σαλάτες.

Μου γέμισαν ένα ποτήρι από το κάθε κρασί και με απελπιστική αγωνία περίμεναν να τους πω ποιό προτιμώ.

Αφού διαβεβαίωσα τον Τανιέλ και τον Ανατόλι ότι και τα δύο κρασιά μ’ άρεσαν πολύ, ο γηραιώτερος όλων, ο εξηντάχρονος Μαράτ ξεκίνησε τις προπόσεις αναλαμβάνοντας συγχρόνως και μεταφραστής, μιας και είχε ζήσει οκτώ χρόνια στη Γαλλία και μπορούσαμε να συνενοηθούμε στα Γαλλικά.

Με ιστορίες από την εποχή που δούλευε νέος σαν ταλιαδώρος, κατασκευάζοντας σεντούκια σ’ ένα προάστιο του Kapan μέχρι τα χρόνια που ελίσσονταν στα τραπέζια του Moulin Rouge σαν σερβιτόρος και στα καμαρίνια των χορευτριών σαν αγαπητικός, οι στάθμες των δύο φιαλών κρασιού άρχισαν να κατεβαίνουν δραματικά.

Τότε ο Μαράτ με συνομωτικό ύφος τοποθέτησε άλλο ένα δίλιτρο από το δικό του κρασί, ζητώντας τάχα να του πω την γνώμη μου. Πραγματικά, δεν χρειαζόταν να προσποιηθώ ότι μ άρεσε, γιατί όντως ήταν από τα καλύτερα κρασιά που έχω πιεί στη ζωή μου.

Μέχρι να μας εξιστορήσει το πως παντρεύτηκε μια γαλλίδα ζογκλέρ που έκανε δικό της νούμερο στο καμπαρέ, μέχρι την νεφελώδη ξαφνική φυγή του από το Παρίσι και την ενασχόλησή του με την πρακτορεία μοντέλων-συνοδών και χορευτριών του κλασσικού μπαλέτου με ειδίκευση στη μεταλλική μπάρα, καθαρίσαμε και το δικό του μπουκάλι.

Ο τέταρτος της παρέας, ο Γκεντεόν, ήδη είχε φύγει για το κελάρι του και πάνω στην ώρα χτύπησε το κουδούνι της πόρτας για να μας φέρει για γευσιγνωσία και το δικό του κρασί μαζί μ’ ένα μπουκάλι τοπικό μπράντυ…

Έτσι με μεζέδες να καταφτάνουν στο τραπέζι πολυβολιδόν και με ανελέητη κατανάλωση των εξαιρετικών σπιτικών κρασιών, καταλήξαμε κατά τις πέντε το απόγευμα σε κατάσταση γκροκί να το γυρίζουμε σε σφηνάκια μπράντυ και σιροπιαστά σαρί μπουρμά.

Οι Αρμένιοι και οι Γεωργιανοί πίνουν. Πίνουν πάρα πολύ, θα έλεγα. Τους ακολούθησα με ιδεαλιστικές τάσεις εθνικής υπερηφάνειας μέχρι το ύστατο σφηνάκι.

Kατά τις έξι βγήκαμε στο κέντρο της πόλης για περίπατο και καφέ. Εκεί με πληροφόρησαν, ότι κατά τις εννέα το βράδυ θα πηγαίναμε σε κάποιο στέκι τους για να συναντήσουμε μερικούς ακόμα φίλους που θα συμπλήρωναν την παρέα. Ήταν παραπάνω απο προφανές ότι δεν θα πηγαίναμε σε λέσχη μπρίτζ ούτε και σε σαλόνι τεϊου για ανταλλαγές απόψεων και προσεγγίσεων πάνω σε λογοτεχνικά κείμενα της Γαλλικής Αναγέννησης…

Ήταν η στιγμή που αναπολώντας την κυρία Βίκα και τις εξαιρετικές της οδηγίες για αξιοθέατα, θεατρικές παραστάσεις και φολκλορικά μουσικά στέκια, άρχισα να προβληματίζομαι για το χάσμα των επιλογών που είχα μπροστά μου αλλά και για το αν θα ‘πρεπε να συνεχίσω δέσμιος της μαφιογκλάμορους παρέας, ως απόσπασμα σουρεαλιστικής ταινίας… Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν αναλώνομαι σε βαθυνούστατες πυρετικές σκέψεις και αποφάσεις αλλά αφήνω την ταξιδιωτική παλίρροια να με παρασύρει…

Το κλου της βραδιάς ήταν για τα μεσάνυχτα που θα επισκεπτόμασταν το στριπτιζάδικο “Fiery Vegas” του Τανιέλ καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα έξω από το Υερεβάν στο δρόμο για το Vanadzor.

Οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν κατά τις εννέα και μισή το βράδυ όταν καθήσαμε στο τραπέζι της γραφικής ημιυπόγειας ταβέρνας και προστραπεζώθηκε ο πρώτος γύρος από ποτά και μεζέδες. Η επιλογή του γουρουνόπουλου γάλακτος στη σούβλα έδωσε την ευκαιρία στην παρέα να αναπαραστήσει πειστικά την σφαγή των Αρμενίων. Τα βλέμματα δε των συνδαιτυμόνων, δεν μου άφησαν κανένα περιθώριο για συζήτηση περί δίαιτας, μεσογειακής διατροφής και σπάνιων έξτρα παρθένων ελαιολάδων με χαμηλή οξύτητα…

Ο συνδυασμός αρμένικης βαρελίσιας μπύρας με χυμούς φρούτων και σφηνάκια παγωμένης βότκας, σε πολλές ρεπετισιόν, ήταν η αιτία που επέμενα κάποια στιγμή στη συζήτηση ότι ο γλύπτης Vartan Malakian είναι Έλληνας από τη Μαλακάσα…

Είναι γεγονός πάντως ότι και σ’ αυτό το τραπέζι, παραδέχθηκαν όλοι ότι πίνω σαν Αρμένιος!

Συνειδητοποίησα πάντως ότι είχα πιεί πολύ, όταν μια σερβιτόρα την στιγμή που κατευθυνόμουν προς την έξοδο, μ’ έπιασε αγκαζέ με την στοργική ανοχή που δείχνουν σε κάποιον που πάσχει από πρόωρη γεροντική άννοια…

Επιβιβαστήκαμε σ’ένα μικρό στόλο από θηριώδη μαύρα 4Χ4 και ξεκινήσαμε για την τρίτη πράξη της απίθανης αυτής φιλοξενίας.

Σ’όλη τη διαδρομή είχα την αίσθηση ότι ο Τανιέλ προσπαθούσε να περάσει το τζίπ του πάνω από τα προπορευόμενα αυτοκίνητα, εάν δεν είχαν τη σοφή ιδέα να τραβηχτούν την τελευταία στιγμή τέρμα δεξιά, για να διευκολύνουν την προσπέραση.

Από τα πρώτα χιλιόμετρα ήδη είχα σφίξει την ζώνη ασφαλείας, κοντράρισα το πόδι γερά στο πάτωμα κι άρχισα να ψιθυρίζω σύσσωμη την playlist με τα απολυτίκια του Αγίου Χριστόφορου, προστάτη των ταξιδευτών…

Εντελώς άσχετα, πέρασαν απ’ το μυαλό μου, η βλακόφατσα του ανθροποειδούς που υποδύονταν τον ελεγκτή αρχιτεκτονικών και είχε χρεωθεί τον φάκελο της μελέτης εξωτερικής τουαλέτας, τα άρθρα του ΓΟΚ, τα ΦΕΚ, τους κατά παρέκλιση συντελεστές δόμησης, τις αβάσταχτες lumpen αρλούμπες των αρχιτεκτονικών επιτροπών και ένοιωσα αμέσως ανακούφηση, πεπεισμένος ότι εδώ κινδυνεύω λιγότερο…

Μόλις βγήκαμε απ’ το Υερεβάν, μπήκαμε σ’ έναν έρημο και σκοτινό παράδρομο και σε καμιά εκατοστή μέτρα το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από μια μάντρα σκουριασμένων γερανοφόρων. Σε δευτερόλεπτα έφτασε από το αντίθετο ρεύμα ένα σαραβαλιασμένο κίτρινο Lada Jiguli με αεροτομή από φόρμουλα 1 και φωτισμένη μάσκα από σικλαμέ neon λαμπάκια, φρενάροντας απότομα ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Τα μαύρα τζάμια του αυτοκινήτου δεν μ’ επέτρεψαν να διακρίνω τον οδηγό του. Ο Τανιέλ έκλεισε τον ήχο στο cd που έπαιζε Lady Gaga στη διαπασών και ακολούθησε ένα διάστημα 20-30 δευτερολέπτων με απόλυτη ησυχία.

Το γκαγκστερικό ντεκόρ, το σκοτάδι και η περίεργη ησυχία προς στιγμήν με προβλημάτησε, σε βαθμό που σκέφτηκα πόσο δύσκολο θάταν για την εκπομπή “Φως στο Τούνελ” να εντοπίσει το εξαφανισμένο πτώμα μου, στην περίπτωση που θα γινόταν κανένα πατιρντί με “καλάσνικοφ”, μιας και για τον Τανιέλ ήμουνα σχεδόν βέβαιος ότι θα χρησιμοποιούσε τα όπλα όπως το εντομοαπωθητικό…

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του οδηγού και βγήκε μια γυναίκα γύρω στα 60, με χοντρά γιαλιά και χαμόγελο δενδρόβιου πιθηκοειδούς. Ξεκλείδωσε το πορτ μπαγκάζ κι έβγαλε από μέσα 4 πεντάκιλα μεταλλικά δοχεία μέσα σε πλαστικές σακούλες. Με βηματισμό λοκατζή διέσχισε τον δρόμο και στάθηκε στην πόρτα του οδηγού, ακουμπώντας κάτω τα δοχεία, ενώ κατέβαινε το τζάμι του παραθύρου. Ο Τανιέλ τέντωσε το χέρι του έξω απ’ το παράθυρο, κουνώντας ένα μάτσο χαρτονομίσματα, τσαλακωμένα αλά χωριάτα. Η γυναίκα τα μέτρησε αποτροπιασμένη κι έβαλε τις φωνές. Ακολούθησε μια έντονη συνομιλία, με τον Τανιέλ να παζαρεύει, προσπαθώντας να την καλμάρει κάνοντας έντονες χειρονομίες.

Βγήκε από το τζιπ, άνοιξε την πίσω πόρτα κι έκανε νόημα στην Αρμένισα να μεταφέρει τα δοχεία στο πορτ μπαγκάζ. Η γυναίκα τα τοποθέτησε μέσα στο τζιπ και μουρμουρίζοντας κάτι ακατάλυπτα σαν μανιάτικο μοιρολόι κατευθύνθηκε προς το “Jiguli”. Ο Τανιέλ έβαλε μπροστά τη μηχανή γελώντας και απευθυνόμενος σε μένα φώναξε “Μister Vassilis tonight you taste the best caviar from Astrakhan. ”

Η υπερβολική ταχύτητα -βραδιάτικα- σε συνδυασμό με τις σφήνες και τις προσπεράσεις στο αντίθετο ρεύμα ανφάς με νταλίκες, μου δημιούργησαν τέτοια υπερένταση συνοδευόμενη από μορφασμούς τρόμου και εκδηλώσεις παντομίμας, που σιγά-σιγά άρχιζα να συνέρχομαι από τις μπύρες και τις βότκες!

Με το που κατεβήκαμε σώοι στο πάρκιν του στριπτιζάδικου, ένιωσα την ίδια παράξενη ανακούφιση, μ’ εκείνη που ξυπνάς από τον γνωστό εφιάλτη που σε κυνηγάει το τέρας, προσπαθείς να τρέξεις αλλά πας σαν σε slow motion σε ελαττωματικό DVD.

Ένας χτισμένος μπράβος, με μαύρο σακκάκι από καλάθι προσφορών supermarket, ξυρισμένο κεφάλι, και φυσίκ νεροβούβαλου Αμαζονίου, μας καλωσόρισε σε ακατάλυπτα αρμένικα.

Προσπεράσαμε γύρω στα πεντέξι ταυριά, με ξυρισμένα κεφάλια και φουσκωτά μπράτσα σαν μπούτια βοείου Αιτωλοακαρνανίας, από το πάρκιν μέχρι την αίθουσα και μας ανέλαβε ο maitre d’ hotel. Με ελεγχόμενες εκδηλώσεις έκπληξης κι ενθουσιασμού, αφού χαιρέτησε τον Τανιέλ ιπποτικά σε στάση όρθιας γονυκλισίας, μας έβαλε να καθίσουμε στο πρώτο κεντρικό τραπέζι.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και απ’ ότι φαίνονταν το κυρίως πρόγραμμα ακόμα δεν είχε αρχίσει. Το μαγαζί ήταν μισογεμάτο με ετερόκλητο κοινό.

Ύποπτες φιγούρες, με χρυσά Rolex και ακριβά κοστούμια από τις μπουτίκ της λεωφόρου Hyusisayin, που κάπνιζαν πούρα συνοδεία σαμπάνιας και βότκας, επιχειρηματίες με φάτσες πετυχημένου Εβραίου τοκογλύφου, διάφοροι λιγούρηδες ματάκηδες ντυμένοι σαν αραβωνιαστικοί, που βύζαιναν σε δόσεις μιλιγκράμ τα ποτά τους και κάτι ναρκισσευόμενοι μποντυμπιλντεράδες, εκτραφέντες στους λειβαδεώνες της τοπικής μαφίας, είχαν γεμίσει την αίθουσα. Η σκέψη και μόνο να διεκδικώ προτεραιότητα σε θέση πάρκιν με κάποιον απ’ αυτούς, μου δημιουργούσε ένα μούδιασμα στη ραχοκοκκαλιά με ταυτόχρονη δημιουργία ύγρανσης του μετώπου από σταγόνες κρύου ιδρώτα…

Δυό χοντροκώλες ημίγυμνες χόρευαν χαλαρά ένα σλόου κομμάτι της Gianna Nannini, στέλνοντας χαμόγελα με νόημα σε μια παρέα Καυκάσιων υλοτόμων, ντυμένων με τα γαμπριάτικα κουστούμια τους, που παρακολουθούσαν το θέαμα υπό ακρατή σιελόρροια.

Στο τραπέζι μας σε χρόνο dt είχαν καταφτάσει κάτι ροζέ ρώσσικες σαμπάνιες, βότκες και Αρμένικο μπράντυ. Το άρτι αφιχθέν -χοντρό σαν φουντούκι- μαύρο χαβιάρι από το Αστραχάν σερβιριζόταν στα πιάτα από ένα πελώριο ασημένιο μπωλ πάνω σε χλιαρές αράβικες πίττες, πασπαλισμένες με φρέσκο βούτυρο, ξανανοίγοντάς μου γι’ άλλη μια φορά την όρεξη.

Τα ποτήρια άδειαζαν κατά ριπάς στο τραπέζι, με τις πομπώδεις προπόσεις τoυ Μαράτ να δίνουν έναν ηρωικό τόνο στις γύρες με τους άσπρους πάτους.

Αυτές οι ροζέ σαμπάνιες μου την κάναν τη ζημιά.

Όταν πίνεις επί 12 ώρες πρέπει να ξέρεις να σταματάς. Εντελώς μεταξύ μας, εγώ ήξερα καλά. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσα να πείσω και τον Τανιέλ. Όταν δοκίμασα να τον ξεγελάσω πίνοντας ελάχιστα από το ποτήρι μου, σχολίασε ότι “οι υπόλοιποι περιμένουν να αδειάσεις το ποτήρι σου. Αν δεν αδειάσει, δεν πίνουν κι αυτοί!”

Γερό μπλέξιμο!

“Ένα βράδυ είναι θα περάσει”, σκέφτηκα.

“Μην γίνουμε και ρεζίλι τώρα στο τέλος” ξανασκέφτηκα με εθνικιστικό ενθουσιασμό, φέρνοντας στο νού μου τον Καραϊσκάκη και τον Πλαπούτα.

Για μιά ακόμη ώρα παρακολουθούσαμε το σόου με κάτι Κουβανέζες από την …Quba του Αζερμπαϊτζάν, που με κάτι φιγούρες καθέτου εφορμήσεως μας την έπεφταν ολόγυμνες σε απόσταση χιλιοστών, φέρνοντας στο κέφι τον κουμπάρο του Τανιέλ που ξεχύλιζε τα ποτήρια με σαμπάνια. Ο Ανατόλι μ’ ενημέρωσε ότι η φίρμα του μαγαζιού, μια Ουκρανή τουρμπογκόμενα θα ‘βγαινε κατά τις δύο τα ξημερώματα.

Με τις σαμπάνιες κατά ριπάς και τα σφηνάκια βότκας κατά βολάς, άρχισα να χάνομαι. Μόλις τελείωσαν οι Qubaνέζες το σόου και λίγο πριν αρχίσει η γκράν ατραξιόν με την Ουκρανή, πήρα την απόφαση να επισκεφτώ την τουαλέτα.

Ήμουνα σκνίπα. Το καταλάβαινα. Αισθανόμουνα ανάλαφρος, μου έβγαινε μία ευθυμία, παραπατούσα και είδα στον καθρέφτη ότι είχε σχηματιστεί ένα ηλίθιο χαμόγελο στη φάτσα μου που δεν έφευγε ούτε με γροθιά του Κάσιους Κλέϋ. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Το χαμόγελο εκεί. Μόνιμο.

Απ’ έξω ακούστηκαν χειροκροτήματα. Βγήκα παραπατώντας από την τουαλέτα και βρέθηκα στο σκοτάδι. Προφανώς είχαν σβήσει τα φώτα για ν’αρχίσει το σόου της Ουκρανής. Άρχισα να “χάνομαι” σιγά-σιγά.

Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ξαφνικά μπήκαν οι πρώτες νότες από το “Cocaine” του Eric Clapton μαζί μ’ ένα μπλέ χαμηλό φωτισμό που φώτησε την πίστα και την ώρα που άρχιζε το τραγούδι είχα ανέβει στην πίστα χορεύοντας ρόκ και ουρλιάζοντας τους στίχους του κομματιού:

“if you wanna hang out you ‘ve got to take her out. Cocaine. If you wanna get down, down on the…”

Η τελευταία εικόνα που θυμάμαι είναι το έκπληκτο πρόσωπο της Ουκρανής, να με κοιτάζει σαν χαμένη, με τιγρέ εσώρουχα και ροζ χειροπέδες, ακίνητη στην άκρη της σκηνής και τέσσερις γοριλανθρώπους να με πλησιάζουν απειλητικά, με το βλέμμα όμως στραμμένο στον Τανιέλ, περιμένοντας κάποιο νεύμα για τα περαιτέρω…

Θυμάμαι ότι έφυγα σηκωτός, αλλά δεν ξέρω πως και πότε…

Ξύπνησα την επομένη το πρωί σ’ ένα ευρύχωρο δωμάτιο στο σπίτι του Τανιέλ, μ’ ένα τρελλό πονοκέφαλο. Αφού έριξα ένα κυβικό νερό στο κεφάλι μου κατεθύνθηκα στην κουζίνα. Ο Τανιέλ ετοίμαζε σ’ ένα παραδοσιακό μπρίκι έναν αρμένικο καφέ και με κοίταξε χαμογελώντας πονηρά λέγοντάς μου:

«Μίστερ Βασίλης, γκιατί εσύ ντεν λες εμένα, γκουστάρεις να χορεύεις με Τετιάνκα?

 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | 3 Σχόλια »

Ο Ηλίας και το πακέτο με τα τσιγάρα

Posted by vnottas στο 14 Ιανουαρίου, 2012

Στου πακέτου κοιτάει το χαρτόνι

Μαύρη φράση απειλή να αρθρώνει

Σε μια μαύρη απ’ την κάπνα οθόνη

Τάχα ο Χάρος με βιάση ζυγώνει

-απειλή που τ’ αρνάκια παγώνει-

Μα ο Ηλίας μ’ αυτά δεν κωλώνει

Δε μασάει κι άμα λάχει δαγκώνει

Στις μπογιές του το χέρι απλώνει

Ένα ξόρκι παλιό αναβιώνει

Δυο βυζιά στο πακέτο σκαρώνει

Που τη μαύρη απειλή κάνουν σκόνη

Τη φοβέρα με μιας συρρικνώνει

Το βλαμμένο χτικιό εξοντώνει

Και το ξόρκι σαν ολοκληρώνει

Τα πακέτα ένα ένα ενώνει

Το επίτευγμά του το κορνιζώνει

Και στον τοίχο με σφυρί το καρφώνει

-το κοιτάζει και το καμαρώνει-

Ή στους φίλους του τ’ αφιερώνει

 Επωδός

Έτσι πήρα κι εγώ τα κουτάκια

Και του στέλνω αυτά τα στιχάκια 

Β.Ν.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Ο επόμενος… Next… Au suivant…

Posted by vnottas στο 6 Ιουλίου, 2011

 Αυτή τη φορά ξεκίνησε (πάνω κάτω) ως ακολούθως:

Λέω στο Θάνο: Μάλλον είμαι σε φάση. (Δηλαδή προσωρινά κολλημένος σε μια δραστηριότητα που με διασκεδάζει).

Μου λέει ο Θάνος: Ωχ κατάλαβα! (ή κάπως έτσι).

Ο Θάνος είναι ο γιος μου και τα λέμε στο τηλέφωνο μια που αυτή την περίοδο βρίσκεται στην Αθήνα.

Ναι, του επαναλαμβάνω απτόητος. Και δέχομαι και ¨παραγγελιές¨.

Ά τόσο! μου κάνει. Τότε για δοκίμασε με το Next. Υπάρχει μια καταπληκτική εκτέλεση με την Sensational Alex Harvey Band.

Με τα αγγλοσαξονικά αποκλείεται του λέω, Το ξέρεις. Αυτά είναι δική σου αρμοδιότητα.

Είναι ένα τραγούδι του Brel, με διαβεβαιώνει…

Au suivant;  απορώ.

Au suivant. μου απαντά.

Τα επακόλουθα της παραπάνω κουβεντούλας βρίσκονται εδώ παρακάτω.

Σε ήχο:

1. Au suivant στίχοι και μουσική του Brel (για εικόνα στο You tube  εδώ)
 

2. Next με τους Sensational Alex Harvey Band (για εικόνα στο You tube   εδώ)

Σε κείμενο:

1. Η απόδοση στα ελληνικά (αφιερωμένη φυσικά στον Θάνο)

2. Το γαλλικό πρωτότυπο (1964)

3. Η αγγλική απόδοση

  

Ο επόμενος

 

Τσίτσιδος στην πετσέτα που / φόραγα ως σκελέα,

κόκκινος ως το κούτελο, / σαπούνι ανά χείρας,

είκοσι ήμουνα χρονών / κι εμείς εκατόν είκοσι

που φτιάχναμε μακριά ουρά/ του επομένου [οι] επόμενοι

 

Ήμουνα μόνον είκοσι / και ξεπαρθενευόμουνα

σ’ ένα μπουρδέλο του στρατού / μπουρδέλο περιοδεύον

Εγώ πολύ θα ήθελα / μια στάλα τρυφερότητα

μονάχα ένα χαμόγελο / ή λίγο χρόνο ακόμα.

 

Δεν ήτανε το Βατερλώ / μήτε κι ο Μαραθώνας

ήτανε που βλαστήμησα / π’ άφησα το σχολείο

και τον λοχία π’ άκουσα /εκείνον τον μαλάκα.

Αυτά είναι κόλπα να φτιαχτούν/ στρατιές από ανικάνους.

 

 Στ’ όνομα σας ορκίζομαι / της πρώτης μου βλεννόρροιας

συνέχεια στο κεφάλι μου / στραβή φωνή βαράει

φωνή με βρώμα από κρασί / κι ιδρώτα της μασχάλης

φωνή απ’ εχθρικούς λαούς / και δρόμους του θανάτου

 

Κι έτσι από τότε, κάθε μια / γυναίκα π’ αγκαλιάζω

νομίζω πως αδύναμα / στ’ αφτί μου ψιθυρίζει:

[ο επόμενος , ο επόμενος]

 

Οι επόμενοι στον κόσμο αυτό / ας δώσουνε τα χέρια

Έτσι στον εφιάλτη μου / φωνάζω και πετιέμαι

κι όταν ξυπνάω σκέπτομαι / κάλλιο να είσαι επόμενος

παρά ένα τσούρμο ανόητους / ακόλουθους να έχεις

 

Μήτ’ αρχηγός μήτ’ οπαδός / ουτ’ έσχατος ή πρώτος

Γκουρού θα γινώ στα βουνά /  στο πουθενά ερημίτης

Μόνο να πάψει να αντηχεί / αυτή η κραυγή στα αυτιά μου

[ο επόμενος, ο επόμενος]

 

Au suivant

 Tout nu dans ma serviette qui me servai de pagne
J’avais le rouge au front le savon à la main
Au suivant, au suivant,
J’avais juste 20 ans, et nous étions 120
À être le suivant de celui qu’on suivait
Au suivant, au suivant,
J’avais juste 20 ans et je me déniésait
Au bordel ambulant d’une armée en campagne
Au suivant, au suivant.

Moi j’aurais bien aimé, un peu plus de tendresse
Ou alors un sourire ou bien avoir le temps mais
Au suivant, au suivant,
Ce n’ fut pas Watterloo, mais ce n’fut pas Arcoles
Ce fut l’heure où l’on r’grete d’avoir manqué l’école
Au suivant, au suivant,
Mais je jure que d’entendre, cet adjudent d’mes fesses,
C’est des coups à vous faire, des armées d’impuissants
Au suivant, au suivant.

Je jure sur la tête de ma 1ère vérole
Que cette voix depuis je l’entends tout le temps
Au suivant, au suivant,
Cette voix qui sentait l’ail et le mauvais alcool
C’est la voix des nations et c’est la voix du sang
Au suivant, au suivant,
Et depuis chaque femme à l’heure de succomber,
Entre mes bras trop maigre semble me murmurer
Au suivant, au suivant

Tous les suivants du monde devraient s’donner la main
Voila ce que la nuit je cris dans mon délire
Au suivant, au suivant,
Et quand je n’ délire pas, j’en arrive à me dire
Qu’il est plus humiliant d’être suivi qu’suivant
Au suivant, au suivant,
Un jour j’me ferai cul d’jatte ou bonne sœur ou mandiant,
Enfin un d’ces machins ou je n’serai jamais plus
Le suivant suivant suivant
Jamais plus le suivant suivant suivant suivant

 

 

Sensational Alex Harvey Band

Next

Naked as sin
an army towel, covering my belly
Some of us weep, some of us howl
Knees turn to jelly
But Next! Next!
I was just a child
A hundred like me
I followed a naked body
a naked body followed me
Next! Next!
I was just a child when my innocence was lost
in a mobile army whorehouse
a gift of the army, free of cost
Next! Next! Next!
Me, I really would have liked a little bit of tenderness
Maybe a word, maybe a smile, maybe some happiness
But Next! Next!
Oh it was not so tragic
and heaven did not fall
But how much at that time
I hated being there at all
Next! Next!
I still recall the brothel trucks, the flying flags
The queer lieutenant slapped our arses
thinking we were fags
Next! Next! Next!

I swear on the wet head
of my first case of gonorrhea
It is his ugly voice that I forever fear
Next! Next!
A voice that stinks of whiskey
of corpses and of mud
The voice of nations
the thick voice of blood
Next! Next!
Since then each woman I have taken into bed
they seem to lie in my arms
and they whisper in my head
Next! Next!

All the naked and the dead
could hold each other’s hands
as they watch me dream at night
in a dream that nobody understands
and though I am not dreaming in a voice
grown dry and hollow
I stand on endless naked lines of the following and the followed
Next! Next!

One day I’ll cut my legs off
I’ll burn myself alive
I’ll do anything to get out of life to survive
not ever to be next
Next! Next!
not ever
to be next, not ever

***

Μία ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά Εδώ

Posted in Μπρελ στα ελληνικά, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ω τι αφράτος αφρός!

Posted by vnottas στο 3 Ιουλίου, 2011

Από τη στιγμή που ανακάλυψα (πρόσφατα) ότι το να ψάχνεις λέξεις για να αποδώσεις στα ελληνικά ένα τραγούδι που σ’ αρέσει είναι πιο διασκεδαστική (και σίγουρα πιο δημιουργική) δραστηριότητα για τον ελεύθερο χρόνο από το να λύνεις σταυρόλεξα, έστω κι από τα δύσκολα, και, βέβαια, από τη στιγμή που βάλαμε ήχο και μουσική στο ιστολογοφόρο, έχουμε, όπως θα είδατε, συνεχή ροή έμμετρων μελοποιημένων κειμένων.

Μην ανησυχείτε, η ροή οσονούπω θα κοπάσει και θα πάμε γι άλλα.

Πάντως, προς το παρόν, σας έχω ετοιμάσει μερικά τραγούδια ακόμη.

Το σημερινό λέγεται Το Λούσιμο

 Το λούσιμο (Lo Shampoo) είναι ένα τραγούδι του Τζιόρτζιο Γκάμπερ γραμμένο το 1973 και συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ ¨Ας προσποιηθούμε ότι είμαστε υγιείς¨. Αποτελεί τμήμα της ομώνυμης θεατρικής παράστασης,  τα κείμενα της οποίας ο Γκάμπερ έγραψε μαζί με τον Σάντρο Λουπορίνι. Εδώ σας έχω:

Σε ήχο:

1. Το Τραγούδι του Γκάμπερ    

*

Μία ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά Εδώ

 

2. Η ανάγνωση της απόδοσης που σας έφτιαξα 

Εδώ

Σε κείμενο:

1. Το τραγούδι στα ιταλικά, Το β΄ τμήμα σε πεζό λόγο ποικίλει λίγο, ανάλογα με το αν είναι από το δίσκο ή την παράσταση. Εγώ, για την απόδοση στα ελληνικά πήρα λέξεις κι από τις δύο εκδοχές.

2. Η εκδοχή στα ελληνικά. έτσι που, άμα λάχει, να μπορείτε να το ψιθυρίσετε…

 

Lo Shampoo

Una brutta giornata,
chiuso in casa a pensare,
una vita sprecata,
non c’è niente da fare,
non c’è via di scampo,
quasi quasi mi faccio uno shampoo.

Uno shampoo?

Una strana giornata,
non si muove una foglia,
ho la testa ovattata,
non ho neanche una voglia,
non c’è via di scampo:
sì, devo farmi per forza uno shampoo.

Uno shampoo? Sì, uno shampoo.

schhh… scende l’acqua, scroscia l’acqua calda, fredda, calda… giusta!
Shampoo rosso, giallo, quale marca mi va meglio… questa!

Schiuma, soffice, morbida, bianca, lieve, lieve,
sembra panna, sembra neve…

La schiuma è una cosa buona, come la mamma,
che ti accarezza la testa quando sei triste e stanco,
una mamma enorme, una mamma in bianco!

Sciacquo, sciacquo, sciacquo…

Seconda passata.

Son convinto che sia meglio quello giallo senza… canfora!
I migliori son più cari perchè sono anti… forfora!

Schiuma, soffice, morbida, bianca, lieve, lieve,
sembra panna, sembra neve…

La schiuma è una cosa sacra, è una cascata di latte,
che assopisce questa smania tipica italiana,
è una cosa sacra: come una vacca indiana!

Sciacquo, sciacquo, sciacquo…

Fffffff… fon!

Σε άλλη εκδοχή (ζωντανή ηχογράφηση της παράστασης)
La schiuma è una cosa pura, come il latte: purifica di dentro. La schiuma è una cosa sacra che pulisce la persona meschina, abbattuta, oppressa. È una cosa sacra. Come la Santa Messa.

 

Το λούσιμο

 Μα τι άσχημη μέρα 

μες το σπίτι κλεισμένος

η ζωή μου μια ξέρα

κι εγώ ναυαγισμένος

έχω ανάγκη [αδελφέ μου] ένα πλάνο

Μα! Ένα λούσιμο λέω να το κάνω.

 Λούσιμο;

 Μα τι μέρα γρουσούζα

δεν κουνιέται ένα φύλλο

το κεφάλι χαβούζα

κι ες-ο-ες πού να στείλω;

κάτι πρέπει [επιτέλους] να κάνω…

Ναι! ένα λούσιμο! Ίσως προκάνω…

 Λούσιμο; Ναι λούσιμο!

Φςςςςς

 Το νεράκι ρέει,

παγώνει, καίει, παγώνει, καίει…

Τέλειο!

 Ποιο σαμπουάν να προτιμήσω;

 αυτό; εκείνο; τ’ άλλο;

Ετούτο!

 Αφ-ρος!

Ω τι αφράτος αφρός που επάνω σου λειώνει

μοιάζει κρέμα, μοιάζει χιόνι.

 Είναι ωραίο πράγμα ο αφρός! Όπως η μαμά, που σου χαϊδεύει το κεφάλι σαν είσαι λυπημένος κι αποκαμωμένος: μια μαμά τεράστια, μια μαμά κατάλευκη.

 Ξξξξέβγαλμα, ξξέβγαλμα, ξέβγαλμα.  

 Δεύτερο χέρι.

 Προτιμώ το μπλέ γιατί δεν περιέχει διόλου κάμφορα

Τα καλύτερα κοστίζουν, φτάνουν ως τις ρίζες ευκολότερα

 Αφ-ρος!

Ω τι αφράτος αφρός που επάνω σου λειώνει

μοιάζει κρέμα, μοιάζει χιόνι.

                  Ο αφρός είναι ένα πράγμα αγνό, όπως το γάλα: καθαρίζει από τα μέσα. Ο αφρός είναι ένα πράγμα ιερό που εξαγνίζει τους κακομοίρηδες, τους βαρεμένους, τους καταπιεσμένους. Είναι ένα πράγμα άγιο. Σαν μια Ινδική αγελάδα

 Ξέβγαλμα, ξέβγαλμα, ξέβγαλμα.

Πισσσσστολάκι

Posted in ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ, Τζόρτζιο Γκάμπερ στα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 2 Σχόλια »

Οι μπουρζουάδες

Posted by vnottas στο 29 Ιουνίου, 2011

 

Ο Ζακ Μπρελ έγραψε τους ¨Μεγαλοαστούς¨ το 1961 εγκαινιάζοντας μια σειρά τραγουδιών με σατυρικό και σαρκαστικό ύφος. Προσπάθησα να το αποδώσω στα ελληνικά, διεκδικώντας βέβαια κάποιες ελευθερίες σε σχέση με το πρωτότυπο. Για παράδειγμα η κυρά χοντρο- Adrienne de Montalant έγινε απλώς ¨κυρά Άννα¨, για λόγους μετρικούς. Άλλωστε όπως έμαθα (πάντα στο διαδίκτυο) η πραγματική κυρά Αντριάνα λεγόταν  du Mont-à-Leux, ήταν ιδιοκτήτρια ενός καφέ στο Mouscron (γαλλόφωνο Βέλγιο) και ο Μπρέλ της άλλαξε λίγο το όνομα για να διευκολύνει την ομοιοκαταληξία. Για τους ίδιους λόγους το ¨Οτέλ: Οι τρεις φασιανοί¨ έγιναν εδώ ¨Οτέλ Στάτους¨ και ο χορευτής βικάριος /πάστορας απόκτησε άλλη υπόσταση. Όσο για το ρεφρέν μπορεί να έχασε κάτι από την διαδοχική εξέλιξη των αστών (Plus ça devient vieux plus ça devient bête), κέρδισε όμως κάτι σε οικολογική διάσταση ε;

Σημείωση: Τυχόν μικροδιαφορές ανάμεσα στην ηχητική ανάγνωση και το γραπτό κείμενο της απόδοσης  σημαίνουν απλώς ότι η επεξεργσία (ψάξιμο καταλληλότερων λέξεων) συνεχίζεται.

Σας παραθέτω παρακάτω το κείμενο του τραγουδιού του Μπρελ και την απόδοση στα ελληνικά.

Αλλά, πρώτα σε ήχο:

1. Η αρχική ηχογράφηση των ¨Μπουρζουάδων¨

.

2. Μια ανάγνωση της απόδοσης

 

Les bourgeois

Le cœur bien au chaud
Les yeux dans la bière
Chez la grosse Adrienne de Montalant
Avec l’ami Jojo
Et avec l’ami Pierre
On allait boire nos vingt ans
Jojo se prenait pour Voltaire
Et Pierre pour Casanova
Et moi, moi qui étais le plus fier
Moi, moi je me prenais pour moi
Et quand vers minuit passaient les notaires
Qui sortaient de l’hôtel des «Trois Faisans»
On leur montrait notre cul et nos bonnes manières
En leur chantant

Les bourgeois c’est comme les cochons
Plus ça devient vieux plus ça devient bête
Les bourgeois c’est comme les cochons
Plus ça devient vieux plus ça devient c…

Le cœur bien au chaud
Les yeux dans la bière
Chez la grosse Adrienne de Montalant
Avec l’ami Jojo
Et avec l’ami Pierre
On allait brûler nos vingt ans
Voltaire dansait comme un vicaire
Et Casanova n’osait pas
Et moi, moi qui restait le plus fier
Moi j’étais presque aussi saoul que moi
Et quand vers minuit passaient les notaires
Qui sortaient de l’hôtel des «Trois Faisans»
On leur montrait notre cul et nos bonnes manières
En leur chantant

Les bourgeois c’est comme les cochons
Plus ça devient vieux plus ça devient bête
Les bourgeois c’est comme les cochons
Plus ça devient vieux plus ça devient c…

Le cœur au repos
Les yeux bien sur terre
Au bar de l’hôtel des «Trois Faisans»
Avec maître Jojo
Et avec maître Pierre
Entre notaires on passe le temps
Jojo parle de Voltaire
Et Pierre de Casanova
Et moi, moi qui suis resté le plus fier
Moi, moi je parle encore de moi
Et c’est en sortant vers minuit Monsieur le Commissaire
Que tous les soirs de chez la Montalant
De jeunes «peigne-culs» nous montrent leur derrière
En nous chantant

Les bourgeois c’est comme les cochons
Plus ça devient vieux plus ça devient bête
Les bourgeois c’est comme les cochons
Plus ça devient vieux plus ça devient c…

Οι μπουρζουάδες

Με ζεστή καρδιά,

σε μια μπύρα μπροστά,

στης κυρά Άννας τη ταβέρνα.

Με το φίλο Γιώργο

και το φίλο Πέτρο.

Εβίβα τα είκοσί μας χρόνια!

 

Ο Γιώργος περνιόταν για Βολτέρος

κι ο Πέτρος ήταν ο Δον Ζουάν

κι εγώ, εγώ  απ’ όλους ο πιο ¨ωραίος¨,

εγώ ήμουν, ας πούμε, κάτι σαν το παν!

 

Και σαν το βράδυ αργά,

οι δικηγόροι παγανιά

έβγαιναν από το Μπαρ του ¨Οτέλ Στάτους¨,

τους δείχναμε τον κώλο μας

και την καλή μας την καρδιά

κράζοντάς τους:

 

Οι μπουρζουάδες ,

όπως τα γουρούνια,

μπόχα, λέρα, βρώμα,

 λάσπη και σκουπίδια.

Οι μπουρζουάδες,

 όπως όλοι ξέρουν,

κατά βάθος άλλο

δεν είναι παρά αρ…

 

Στα ζεστά η καρδιά,

σε μια μπύρα μπροστά,

στης κυρά Άννας την ταβέρνα.

Με το φίλο Γιώργο

και το φίλο Πέτρο

Πού κάψαμε τα είκοσί μας χρόνια;

 

ο Βολτέρος χόρευε σα πέος,

ντρεπότανε ο Δον Ζουάν

κι εγώ, εγώ που μένω πάντα ο πιο ωραίος,

φέσι είμαι κι ας νομίζω πως δεν ήπια καν!

 

Και σαν το βράδυ αργά,

οι δικηγόροι παγανιά

βγαίναν  από το Μπαρ του ¨Οτέλ Στάτους¨,

τους δείχναμε τον κώλο μας

και την καλή μας την καρδιά

κράζοντάς τους:

 

Οι μπουρζουάδες,

όπως τα γουρούνια,

μπόχα, λέρα, βρώμα,

λάσπη και σκουπίδια.

Οι μπουρζουάδες,

όπως όλοι ξέρουν,

κατά βάθος άλλο

δεν είναι παρά αρ…

 

Στη σύνταξη η καρδιά,

τα πόδια μας στη γη γερά,

εκεί στο μπαρ του Οτέλ Στάτους

Με τον μετρ Γιώργο

και τον μετρ Πέτρο

νομικούς πλέον  ανωτάτους!

 

Ο Γιώργος μιλάει για τον Βολτέρο

κι ο Πέτρος για τον Δον Ζουάν

κι εγώ, εγώ που κάνω πάντα τον ωραίο

μιλάω για μένα κι ας μη με κοιτάν!

 

κι όταν αργά το βράδυ,

περνάμε, αστυνόμε,

κοντά απ’ την ταβέρνα της κυρά Άννας

κάτι ξεβράκωτοι νεαροί,

εάν δεν απατώμαι,

τα οπίσθια μας δείχνουν,

κράζοντάς μας:

 

Οι μπουρζουάδες,

όπως τα γουρούνια,

μπόχα, λέρα, βρώμα,

λάσπη και σκουπίδια

οι μπουρζουάδες,

όπως όλοι ξέρουν

κατά βάθος άλλο,

δεν είναι παρά αρ…

Posted in Μπρελ στα ελληνικά, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 1 Comment »

Και τώρα η Φερνάνδα!

Posted by vnottas στο 24 Ιουνίου, 2011

Μετά το νοσταλγικό/ρομαντικό Les passantes και το σαρκαστικό/αυτοειρωνικό Trompe la mort, λέω να κλείσω (προς το παρόν) τον κύκλο των (ερασιτεχνικών) αποπειρών απόδοσης τραγουδιών του Μπρασένς στα ελληνικά, με την περίφημη Fernande

H Fernande είναι ένα από τα χαρακτηριστικά ελευθερόστομα τραγούδια του Γάλλου συνθέτη – ποιητή, πολυμεταφρασμένο και πολυτραγουδισμένο. Για τις ελληνικές αποδόσεις/μεταφράσεις και τους σχετικούς προβληματισμούς σας παραπέμπω στο πολύ ενδιαφέρον ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου,  Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία  και συγκεκριμένα εδώ από όπου και δανείστηκα (διαδικτυακή αδεία, μα ούτως ή άλλως ευχαριστώ) και τη ¨ζωντανή¨ ηχογράφηση του τραγουδιού από τον Δημήτρη Μπόγδη.

Εδώ θα ήθελα να προσθέσω μόνο μια επί μέρους παρατήρηση:

Όπως ξέρουν όσοι ασχολούνται με θέματα επικοινωνίας, η αποτελεσματικότητα (εμβέλεια, διεισδυτικότητα, πειστικότητα) των μηνυμάτων (και εκείνων από αυτά που διεκδικούν καλλιτεχνική υπόσταση), δεν εξαρτάται μόνον από το περιεχόμενό τους (το οποίο είναι ως ένα σημείο σταθερό και δεδομένο στην αρχική του μορφολογική καταγραφή, αλλά αρχίζει ήδη να αλλοιώνεται με την πρώτη προσπάθεια μετάφρασης/απόδοσης που θα του τύχει), αλλά εξαρτάται και από μια σειρά άλλων (ρευστών) παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους σημαντικός είναι η ευαισθησία και ο τύπος προσληπτικότητας του εκάστοτε ακροατηρίου.

Έτσι η προσέγγιση/επέμβαση σε οποιοδήποτε μήνυμα (και οπωσδήποτε στο καλλιτεχνικό) δεν μπορεί να αποφύγει κάποιους προβληματισμούς ιστορικού/διαχρονικού χαρακτήρα.

Τα λέω αυτά γιατί θέλω να υπογραμμίσω ότι αλλιώς δρούσε, επηρέαζε, συγκινούσε η ελευθεροστομία (του Μπρασένς και πολλών άλλων καλλιτεχνών) στις δεκαετίες του 40, του 50, άντε και των αρχών του 60 και αλλιώς σήμερα.

Τότε, ο κατεστημένος καθωσπρεπισμός (αμήχανος, έκθετος, ένοχος  για την απραξία και τις αντιφάσεις του, τόσο κατά τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης, όσο και μετά), ήταν ένας πρόσφορος στόχος της απελευθερωμένης  γλώσσας των (νέων συνήθως) λογοτεχνών. Και αυτή η ¨επίθεση¨ απέδιδε απελευθερωμένες ανάσες.

Σήμερα, κατά τη γνώμη μου, το αντίστοιχο του τότε ¨καθωσπρεπισμού¨ αποτελείται από ένα υβριδικό κατασκεύασμα  όπου αναμειγνύονται η καθεστωτική ¨πολιτική ορθότητα¨ και μια ¨εντυπωσιακή¨ (αποβλέπουσα στον εντυπωσιασμό) μιντιακή βωμολοχία, συν ολίγη από υποτιθέμενη εξοικείωση με ό,τι έχει να κάνει με την εμπορευματική εκδοχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Αυτό το (μεταμοντέρνο) συνονθύλευμα δεν μπορεί να θιχτεί από τα χοντρά λόγια που στο παρελθόν λειτουργούσαν απελευθερωτικά.

Έχω την εντύπωση ότι ο σημερινός (μεταμοντέρνος και ¨πολιτικώς ορθός¨) καθωσπρεπισμός δυσανασχετεί (και βάλλεται) περισσότερο από τον διάχυτο ρομαντισμό και την ενδόμυχη ευγένεια του Μπρασένς παρά από τις (σήμερα: τζάμπα μαγκιά) τυχόν προκλητικές του λέξεις.

Εδώ παρακάτω σας έχω:

  1. Το κείμενο της ¨Φερνάνδας¨ στα γαλλικά
  2. την απόδοση που έφτιαξα προσπαθώντας κυρίως να χωράνε οι λέξεις στις νότες (χωρίς πολύ ζόρι, είπαμε)

και σε ήχο:

Τον Μπρασένς: Ανεπίσημη ηχογράφηση με παρέα 

Την ηχογράφηση του Δ. Μπόγδη που πήρα από τον Σαραντάκο 

Την ηχογράφηση της Κυρίας Σαρκοζί

Ακόμη μία με τον Μαξίμ λε Φορεστιέ

FERNANDE

Une mani’ de vieux garçon,

Moi. j’ai pris l’habitude

D’agrémenter ma solitude

Aux accents de cette chanson:

[Refrain]

Quand je pense à Fernande,

Je bande, je bande,

Quand j’ pense à Felici’,

Je bande aussi.

Quand je pense à Léonore,

Mon Dieu, je bande encore,

Mais quand pense à Lulu,

Là, je ne bande plus!

La bandaison, papa,

Ça n’ se commande pas.

C’est cette mâle ritournelle,

Cette antienne virile,

Qui retentit dans la guérite

De la vaillante sentinelle:

[Au refrain]

Afin de tromper son cafard,

De voir la vi’ moins terne,

Tout en veillant sur la lanterne

Chante ainsi le gardien de phar’:

[Au refrain]

Après la prière du soir,

Comme il est un peu triste,

Chante ainsi le séminariste

A genoux sur son reposoir:

[Au refrain]

A l’Étoile, où j’étais venu

Pour ranimer la flamme,

J’entendis, ému jusqu’aux larmes,

La voix du Soldat inconnu:

[Au refrain]

Et je vais mettre un point final

A ce chant salutaire,

En suggérant aux solitaires

D’en faire un hymne national:

Quand je pense à Fernande,

Je bande, je bande,

Quand j’ pense à Felici’,

Je bande aussi.

Quand je pense à Léonore,

Mon Dieu, je bande encore,

Mais quand pense à Lulu,

Là, je ne bande plus!

La bandaison, papa,

Ça n’ se commande pas.

Η Φερνάρδα  (Το ανασήκωμα)    

Κάθε φορά που μού ’ρχεται

βαριά μελαγχολία

τη μοναξιά μου ξεγελώ

κι αυτές τις στροφές τραγουδώ:

Σα σκέφτομαι τη Μένη

ετούτος σκληραίνει

κι η σκέψη μου αν πάει στην Λιλή

φουσκώνει πολύ

κι αν πάει τυχόν στην Ελένη

αυτός πιο πολύ ανεβαίνει

μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά

μου μένει  μια σταλιά.

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.

Και στης σκοπιάς τη μοναξιά

απ’ το κουβούκλιο μέσα

ο φανταράκος τραγουδά

αντρίκιες στροφές φωναχτά:

Αναπολώ την Νόνη

κι ετούτος τυλώνει

κι αν σκέπτομαι την Αθηνά

σκληραίνει ξανά

κι ο νους μου αν πάει στην Υβόνη

αυτός πιο πολύ μεγαλώνει

μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά

μου μένει  μια σταλιά

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.

Κι ο φαροφύλακας, που λες,

‘κεί πάνω στο φανάρι

ρεφάρει τους παλιούς καημούς

τραγουδώντας στους ωκεανούς:

Σα σκέφτομαι τη Εύη

φουσκώνει, θεριεύει

κι ο νους μου αν πάει στη Λιλή

σκληραίνει πολύ

κι αν φτάσει ως τη Μελπομένη

αυτός πιο πολύ ανεβαίνει

μα αν πάει στη Γαρουφαλλιά

μου μένει [αδελφέ] μια σταλιά

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά

Μα κι ο υποψήφιος μοναχός

δε θα τα καταφέρει

αν του καρφώσει ο Εξ’ αποδώ

στο μυαλό το τροπάρι αυτό:

Ο νους μου σαν πάει στην Ρωξάνη

φαγούρα με πιάνει

και την Ευτέρπη αν σκεφτώ

με τέρπει κι αυτό

κι αν σκέπτομαι τον Ιορδάνη

αυτή η φαγούρα επαυξάνει

μα αν φτάσω στη Γαρουφαλλιά

η φαγούρα ξαφνικά σταματά   [δεν την αισθάνομαι πια}

Η έκσταση, αδελφοί, δεν είναι εφικτή.

Ακόμη και στον  Άγνωστο

σαν βρέθηκα Στρατιώτη

τον άκουσα σε μια στιγμή

να λέει με φωνή σιγανή:

Σα σκέφτομαι τη Μένη

φουσκώνει, σκληραίνει

κι η σκέψη μου αν πάει στην Νανά

τυλώνει ξανά

κι αν φτάσει τυχόν ως την Ζέτα

φουσκώνει δικέ μου αβέρτα

μα αν πάει στη Γαρουφαλιά

μου μένει  μια σταλιά

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.

Και το τραγούδι μου αυτό

εδώ ολοκληρώνω

μια π’ ύμνους σκάρωσα εθνικούς

για εργένηδες μοναχικούς

Σα σκέφτομαι τη Μένη

ετούτος σκληραίνει

κι η σκέψη μου αν πάει στην Λιλή

φουσκώνει πολύ

κι αν πάει τυχόν στην Ελένη

αυτός πιο πολύ ανεβαίνει

μα αν πάει στη Γαρουφαλιά

μου μένει  μια σταλιά

Το σήκωμα παιδιά δεν πάει παραγγελιά.

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά Ι, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | 2 Σχόλια »

Ξεγελώντας τον μπάρμπα-Χάρο

Posted by vnottas στο 21 Ιουνίου, 2011

Είχα ένα θείο που τον έλεγαν Γιάκη.

Θόδωρο τον έλεγαν, αλλά όλοι εμείς οι κοντινοί κι οι συγγενείς τον φωνάζαμε Γιάκη.

Γιάκης Σταματόπουλος, αδελφός της μητέρας μου. Ήταν ο πιο εύστροφος και διασκεδαστικός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. Ήταν ωραίο να έχεις έναν τέτοιο θείο. Ιδιαιτέρα εκείνο τον παλιό καιρό που οι σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά και τους ¨μεγάλους¨, κατά κανόνα, δεν ήταν και τόσο  φιλικές.

Τον θυμάμαι συχνά τον Γιάκη. Σήμερα τον θυμήθηκα ενώ σκάλιζα το βιογραφικό του Μπρασένς, μια που σκόπευα να ανεβάσω στο ιστολογοφόρο ακόμα ένα τραγούδι του τροβαδούρου. Στον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τον Μπρασένς, όπως και τον Γιάκη, τον είχαν στείλει στη Γερμανία, σε στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας.

Ο Γιάκης με πολύ πιο ζόρικες συνθήκες, μια που τον είχαν συλλάβει στην Αθήνα το Μάρτη του ’43 -παιδί γύρω στα είκοσι θα έπρεπε να ήταν τότε, στη διαδήλωση κατά της πολιτικής επιστράτευσης που επιχείρησαν οι Γερμανοί. Του είχαν βρει κι ένα πιστόλι πάνω του  και θα μπορούσε να του είχαν συμβεί και χειρότερα πράγματα. Έτσι τουλάχιστον υποθέτω ότι θα σκεφτόταν η γιαγιά μου η Μαριγώ, για να παρηγοριέται.

Ο Μπρασένς κατάφερε να γυρίσει στη Γαλλία και να μείνει κρυμμένος ωσπου να τελειώσει η σύγκρουση. Ο Γιάκης έμεινε ως το τέλος εκεί και τα κατάφερε να μείνει ζωντανός.

 Όχι μόνο. Γύρισε στο τέλος του πολέμου κουβαλώντας μαζί του δύο Γερμανίδες, μάνα και κόρη, που δε ξέρω πόσο τις είχε γοητεύσει, υποθέτω πολύ, που τον είχαν βοηθήσει και, τρομοκρατημένες όταν μπήκαν οι σύμμαχοι, θέλησαν να φύγουν από την ηττημένη χώρα.

Και όχι μόνο. Γύρισε έχοντας καταλάβει κάτι από το νόημα της ζωής. Κάτι ας πούμε, σαν την ικανότητα να ανιχνεύεις και να γεύεσαι τη  χαρά της ζωής της ίδιας.

 Είμαι σίγουρος πως εάν ο Μπρασένς είχε γνωρίσει το Γιάκη θα είχε γράψει κι ένα τραγούδι γι αυτόν.

Το τραγούδι που ακολουθεί τιτλοφορείται Trompe la morte, κάτι σαν ¨Ο Χαρομαχητής¨ και δεν έχει άμεση σχέση με τους συνειρμούς που παρατίθενται παραπάνω. Η απόπειρα απόδοσης των στίχων στα ελληνικά είναι απολύτως ερασιτεχνική, την έκανα με τη βοήθεια διαδικτυακών λεξικών και με κύρια φροντίδα να μπορεί να ταιριάξει (χωρίς πολύ ζόρι) με τη μουσική.

Ακολουθούν:

Σε κείμενο:

1. Οι στίχοι του Μπρασένς στα γαλλικά

2. Η προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά  

Σε ήχο:

1. Ο ίδιος ο τροβαδούρος (Συμπεριλαμβάνεται στο τελευταίο άλμπουμ του Μπρασένς, που κυκλοφόρησε το 1976)

2. Μια ανάγνωση της απόδοσης που σκάρωσα

3. Μία πιο πρόσφατη εκτέλεση από τις πολλές που οι φίλοι του Μπρασένς ανεβάζουν στο διαδίκτυο (Gustave Nadaud)

TROMPE LA MORT

Avec cette neige à foison

Qui coiffe, coiffe ma toison

On peut me croire à vue de nez

Blanchi sous le harnais

Eh bien, Mesdames et Messieurs

C’est rien que de la poudre aux yeux

C’est rien que de la comédie

Que de la parodie

C’est pour tenter de couper court

A l’avance du temps qui court

De persuader ce vieux goujat

Que tout le mal est fait déjà

Mais dessous la perruque j’ai

Mes vrais cheveux couleur de jais

C’est pas demain la veille, bon Dieu

De mes adieux

Et si j’ai l’air moins guilleret

Moins solide sur mes jarrets

Si je chemine avec lenteur

D’un train de sénateur

N’allez pas dire «Il est perclus»

N’allez pas dire «Il n’en peut plus»

C’est rien que de la comédie

Que de la parodie

Histoire d’endormir le temps

Calculateur impénitent

De tout brouiller, tout embrouiller

Dans le fatidique sablier

En fait, à l’envers du décor

Comme à vingt ans, je trotte encore

C’est pas demain la veille, bon Dieu

De mes adieux

Et si mon coeur bat moins souvent

Et moins vite qu’auparavant

Si je chasse avec moins de zèle

Les gentes demoiselles

Pensez pas que je sois blasé

De leurs caresses, leurs baisers

C’est rien que de la comédie

Que de la parodie

Pour convaincre le temps berné

Qu’mes fêtes galantes sont terminées

Que je me retire en coulisse

Que je n’entrerai plus en lice

Mais je reste un sacré gaillard

Toujours actif, toujours paillard

C’est pas demain la veille, bon Dieu

De mes adieux

Et si jamais au cimetière

Un de ces quatre, on porte en terre

Me ressemblant à s’y tromper

Un genre de macchabée

N’allez pas noyer le souffleur

En lâchant la bonde à vos pleurs

Ce sera rien que comédie

Rien que fausse sortie

Et puis, coup de théâtre, quand

Le temps aura levé le camp

Estimant que la farce est jouée

Moi tout heureux, tout enjoué

J’m’exhumerai du caveau

Pour saluer sous les bravos

C’est pas demain la veille, bon Dieu

De mes adieux

 

ΞΕΓΕΛΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΧΑΡΟ

(Ο Χαρομαχητής)

Με τις νιφάδες του χιονιά

να  μου σκεπάζουν τα μαλλιά

μπορεί να μοιάζω στην αρχή

χωρίς πυγμή κι ορμή.

Κι όμως, κυρίες, κύριοι,

πρόκειται για παραλλαγή

για θέατρο και κωμωδία

Μονό μια παρωδία

 Να μη σας τα πολυλογώ,

μου  λεν’ πως πρέπει να πειστώ,

εγώ, το γέρικο κωθώνι,

το μέλλον πια να μη μ’ αγχώνει.

 Μα στην περούκα μου αποκάτω

μαλλί έχω μαύρο κορακάτο

Μα το Θεό, δεν θα ’ναι εδώ

που τα παρατώ!

Τι  κι αν δεν είμαι ζωηρός

και στα κανιά μου σταθερός

τι κι αν κινούμαι πιο αργά

κι απ’ Άγιο σε περιφορά,

μη πείτε ¨έμεινε ξερός¨

μη πείτε ¨τέλειωσε αυτός¨

Θέατρο θα ναι, κωμωδία

Μόνο μια παρωδία.

Τον Χρόνο θα τον  ξεγελώ

τον λογιστή, τον πονηρό,

π’ ανακατεύει και θολώνει,

π’ ούτε κι η Μοίρα τού γλυτώνει.

Θα τ’ αποδείξω:  τον αντέχω!

Σαν εικοσάρης θα τον τρέχω.

Μα το Θεό, δεν θα ’ναι εδώ

που τα παρατώ!

Κι αν η καρδιά μου δε χτυπά

το ίδιο συχνά και δυνατά,

Τι κι αν τις νιες δεν κυνηγώ

σαν τον παλιό καιρό,

μη πείτε πως αδιαφορώ,

φιλιά και χάδια πως ξεχνώ.

Θέατρο θα ‘ναι, κωμωδία

Μόνο μια παρωδία

Κι αν ο προδότης ο Καιρός

κρίνει πως τέλειωσε ο Χορός,

πως πρέπει πια ν’ αποσυρθώ

τον έρωτα να απαρνηθώ,

εγώ θα μείνω ζωντανός,

ασίκης, μάγκας, τολμηρός.

Μα το Θεό, δεν θα ’ναι εδώ

που τα παρατώ!

Κι αν κάποτε στα μνήματα

μια νεκροφόρα κουβαλά

κάποιον με μένανε φτυστό,

πείτε, δεν είμαι εγώ.

Μη σας κοπεί η αναπνοή,

μη σας ξεφύγει μια κραυγή…

Θέατρο θα ‘ναι, κωμωδία.

Μόνο μια παρωδία.

Κι όταν ο Χρόνος βαρεθεί

κι η φάρσα ολοκληρωθεί,

να η μεγάλη Ανατροπή:

Εγώ με όψη ευτυχή

από τη γη θα ξεθαφτώ

και σ’ όλους θα υποκλιθώ!

Μα το Θεό, δεν θα ’ναι εδώ

που τα παρατώ.

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά Ι, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | 1 Comment »

Νοσταλγικό Ιντερμέτζο: Οι στίχοι ενός τραγουδιού

Posted by vnottas στο 5 Ιουνίου, 2011

Το τραγούδι έχει τίτλο Les passantes, το έχει μελοποιήσει ο Ζόρζ Μπρασένς, και οι περισσότεροι, ακόμη και η φίλη μου η Μισέλ, νομίζουν ότι και οι στίχοι είναι δικοί του. Πράγματι ο Μπρασένς έχει γράψει τους στίχους στα περισσότερα τραγούδια του. Σε αυτό όμως όχι. Αυτό το ποίημα το βρήκε το  1942 σε ένα βιβλιαράκι στον πάγκο ενός παλαιοβιβλιοπώλη, στο «ψειροπάζαρο» (που λένε οι Γάλλοι -και οι Ιταλοί) της Πορτ ντε Βανβ. Θα του αρέσει, θα μελοποιήσει σιγά σιγά τις επτά από τις εννέα στροφές, και δεν θα το τραγουδήσει δημόσια παρά πολλά χρόνια μετά. Ήταν γραμμένο από τον άγνωστο τότε ερασιτέχνη ποιητή Αντουάν Πολ.

Εδώ παρακάτω σας έχω:

 1. Γραπτά:

α) Το κείμενο των εννέα αρχικών στροφών του Αντουάν Πολ,

β) Το κείμενο όπως το απέδωσε στα Ιταλικά ο Φαμπρίτσιο,

γ) Την απόδοση στα ελληνικά που σκάρωσα αυτές τις μέρες,

δ) Το ομώνυμο ποίημα του Κώστα Ουράνη, προφανώς εμπνευσμένο από τους στίχους του Πολ.

και

2. Σε ήχο:

α) Το τραγούδι ¨Οι Περαστικές¨ του Μπρασένς (πρώτη εκτέλεση το 1972),

.

.

β) Το ίδιο στην εκτέλεση του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ, στο άλμπουμ ¨Καντσόνι¨ του 1974,

.

.

γ) Την ανάγνωση της προσπάθειας να το αποδώσω στα ελληνικά

.

… και λίγος ρομαντισμός σε μεταλλικές αποχρώσεις

 

Les passantes

(το ποίημα δημοσιεύτηκε στη συλλογή  Emotions poétiques το1918. Οι στροφές που δεν περιλαμβάνονται στη μελοποίηση του Brassens είναι η 4η και η 6η)

 Je veux dédier ce poème

A toutes les femmes qu’on aime

Pendant quelques instants secrets

A celles qu’on connaît à peine

Qu’un destin différent entraîne

Et qu’on ne retrouve jamais

A celle qu’on voit apparaître

Une seconde à sa fenêtre

Et qui, preste, s’évanouit

Mais dont la svelte silhouette

Est si gracieuse et fluette

Qu’on en demeure épanoui

A la compagne de voyage

Dont les yeux, charmant paysage

Font paraître court le chemin

Qu’on est seul, peut-être, à comprendre

Et qu’on laisse pourtant descendre

Sans avoir effleuré sa main

A la fine et souple valseuse

Qui vous sembla triste et nerveuse

Par une nuit de carnaval

Qui voulut rester inconnue

Et qui n’est jamais revenue

Tournoyer dans un autre bal

A celles qui sont déjà prises

Et qui, vivant des heures grises

Près d’un être trop différent

Vous ont, inutile folie,

Laissé voir la mélancolie

D’un avenir désespérant

A ces timides amoureuses

Qui restèrent silencieuses

Et portent encor votre deuil

A celles qui s’en sont allées

Loin de vous, tristes esseulées

Victimes d’un stupide orgueil.

Chères images aperçues

Espérances d’un jour déçues

Vous serez dans l’oubli demain

Pour peu que le bonheur survienne

Il est rare qu’on se souvienne

Des épisodes du chemin

Mais si l’on a manqué sa vie

On songe avec un peu d’envie

A tous ces bonheurs entrevus

Aux baisers qu’on n’osa pas prendre

Aux coeurs qui doivent vous attendre

Aux yeux qu’on n’a jamais revus

Alors, aux soirs de lassitude

Tout en peuplant sa solitude

Des fantômes du souvenir

On pleure les lèvres absentes

De toutes ces belles passantes

Que l’on n’a pas su retenir

Le passanti

(Η απόδοση του Fabrizio de Andre)

Io dedico questa canzone

ad ogni donna pensata come amore

in un attimo di libertà

a quella conosciuta appena

non c’era tempo e valeva la pena

di perderci un secolo in più.

A quella quasi da immaginare

tanto di fretta l’hai vista passare

dal balcone a un segreto più in là

e ti piace ricordarne il sorriso

che non ti ha fatto e che tu le hai deciso

in un vuoto di felicità.

Alla compagna di viaggio

i suoi occhi il più bel paesaggio

fan sembrare più corto il cammino

e magari sei l’unico a capirla

e la fai scendere senza seguirla

senza averle sfiorato la mano.

A quelle che sono già prese

e che vivendo delle ore deluse

con un uomo ormai troppo cambiato

ti hanno lasciato, inutile pazzia,

vedere il fondo della malinconia

di un avvenire disperato.

Immagini care per qualche istante

sarete presto una folla distante

scavalcate da un ricordo più vicino

per poco che la felicità ritorni

è molto raro che ci si ricordi

degli episodi del cammino.

Ma se la vita smette di aiutarti

è più difficile dimenticarti

di quelle felicità intraviste

dei baci che non si è osato dare

delle occasioni lasciate ad aspettare

degli occhi mai più rivisti.

Allora nei momenti di solitudine

quando il rimpianto diventa abitudine,

una maniera di viversi insieme,

si piangono le labbra assenti

di tutte le belle passanti

che non siamo riusciti a trattenere.

Οι περαστικές

(Το κείμενο της  απόδοσης των ¨περαστικών¨   που σας διαβάζω παραπάνω)

Αφιερώνω αυτό το τραγούδι

στις γυναίκες που αγαπήσαμε όλοι

έστω κάποια στιγμή, στα κρυφά,

στη ζωή μας μια σπίθα που ανάψαν

που στη μνήμη κάτι άσβηστο γράψαν

και που δεν τις ξανάδαμε πια.


*

Σε εκείνη, των ονείρων ουσία

στο μπαλκόνι της αιθέρια οπτασία

 αχνή εικόνα – που φεύγει μακριά,

μένει μόνο το χαμόγελό της

μες της θύμησης τα απωθημένα

που, αλίμονο, δεν ήταν για μένα

*

Σε εκείνη, συντροφιά στο ταξίδι

που η ματιά της σαν θείο τοπίο

πιο κοντά φέρνει τα ξένα μέρη

που την νοιώθεις… κι η ζωή είναι λίγη…

κι όμως, θα την αφήσεις να φύγει

δίχως καν να της πιάσεις το χέρι

*

Και σ’ εκείνη που μαζί σου χορεύει

ενώ σφύζει το τρελό καρναβάλι

που σου φάνηκε λίγο θλιμμένη

και τη μάσκα δεν θέλει να βγάλει

και ποτέ δε θα ξαναγυρίσει

να χορέψει μαζί σου και πάλι

*

Σε εκείνες, που έχεις πια χάσει

και που άδειες περνούνε τις ώρες

πλάι σε κάποιον που ’χει πλέον αλλάξει

και σ’ αφήνουν -τι πικρή ειρωνεία-

να διακρίνεις τη μελαγχολία

των στιγμών που δεν είχες αδράξει

*

Και στις ντροπαλές εκείνες

σιωπηλές, ίσως ερωτευμένες

που για σένα μπορεί να πονέσαν

αλλά ’φύγαν στο τέλος μακριά,

ίσως μόνο για ένα γινάτι

και που δεν ξαναφάνηκαν πια.

*

Φευγαλέες γλυκές αναμνήσεις

που σε λίγο στο πλάι θα αφήσω

να μην γίνουν στο ¨τώρα¨ εμπόδια

την χαρά κι αν μου φέρανε πίσω

είναι δύσκολο πια ν’ αναστήσω

περασμένης ζωής επεισόδια.

*

Όμως αν στη ζωή σου αστοχήσεις

με περισσή γυρνάς επιθυμία

στην παλιά φευγαλέα ευτυχία,

στα φιλιά που δεν είχες κουράγιο να δώσεις

-της χαράς λιγοστές ευκαιρίες-

και στα μάτια που δεν ξαναείδες

*

Κι έτσι στης μοναξιάς τα βράδια

μέσα απ’ της λησμονιάς τα πηγάδια

θα ν’ φαντάσματα, σκιές,  αναμνήσεις

που θα ζωντανεύουν σα να ’τανε χτες

κι όλες οι όμορφες περαστικές

που δεν κατάφερες κοντά σου να κρατήσεις


Κώστας Ουράνης: Περαστικές

 (Από τη συλλογή Νοσταλγίες -1920)

 Γυναίκες που σας είδα σ’ ένα τραίνο

τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη’

γυναίκες που σας είδα σ’ άλλου χέρι

με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο’

γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε

στο κενό μ’ ένα βλέμμα ξεχασμένο,

ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο

μ’ ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:

να ξέρατε με πόση νοσταλγία,

στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,

σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,

γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα

απ’ τη ζωή μου μέσα -και που τώρα

κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!

Posted in Μπρασένς στα ελληνικά Ι, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Φωτιά αν ήμουν θα ’καιγα τον Κόσμο (αγανακτισμένο δύο)

Posted by vnottas στο 28 Μαΐου, 2011

Ο Cecco Angiolieri υπήρξε ένας ενδιαφέρων τύπος, ποιητής και ιππότης, που έζησε στην Τοσκάνη (Σιένα, από το 1260 ως περίπου το 1312) την ίδια πάνω κάτω εποχή με τον Δάντη. Το σονέτο του ¨Αν ήμουν φωτιά¨ τραγουδάει εδώ ο Fabrizio de Andre. Έκανα μια πρώτη προσπάθεια απόδοσης του κειμένου στα ελληνικά, αλλά για καλό και για κακό σας παραθέτω και το πρωτότυπο. Σε ήχο:

α) το τραγούδι του Φαμπρίτσιο,

*

β) μια σπάνια απαγγελία από τον Βιτόριο Γκάσμαν  Εδώ

γ) μία ανάγνωση στα ελληνικά. 

S’i fosse fuoco

S’i fosse fuoco, arderei ‘l mondo;
s’i fosse vento, lo tempestarei;
s’i fosse acqua, i’ l’annegherei;
s’i fosse Dio, mandereil’ en profondo;

s’i fosse papa, allor serei giocondo,
ché tutti cristiani imbrigarei;
s’i fosse ‘mperator, ben lo farei;
a tutti tagliarei lo capo a tondo.

S’i fosse morte, andarei a mi’ padre;
s’i fosse vita, non starei con lui;
similemente faria da mi’ madre.
Si fosse Cecco com’i’ sono e fui,
torrei le donne giovani e leggiadre:
le zoppe e vecchie lasserei altrui.

Φωτιά αν ήμουν

Φωτιά αν ήμουν, θα ’καιγα την Πλάση,
νερό αν ήμουν θα ’πνιγα τη Γη
κι αν ήμουν άνεμος με ίδια οργή,
Θεούς κι ανθρώπους θα ’στελνα στη Χάση

Αν ήμουν Πάπας, τότε θα ’χα κέφια
και θα κορόιδευα όλους τους πιστούς
και βασιλιάς αν ήμουνα αδέλφια
κεφάλια θα ’χα κόψει σε αρκετούς.

Χαμός αν ήμουν, πρώτα τον πατέρα
θα είχα πάει να επισκεφτώ,
το ίδιο θα ’κανα και στη μητέρα
που με ξεφούρνισε στον κόσμο αυτό.

Αλλά αφού ’μαι αυτός (κι αυτός θα μείνω)
τις νιες και όμορφες μονάχα κυνηγώ
και γριές και άσχημες στους άλλους τις αφήνω.

Posted in ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ, Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ στα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , | 1 Comment »

Περιπέτεια καρδιάς (V και -ελπίζω- τελευταίο)

Posted by vnottas στο 31 Οκτωβρίου, 2010

…γιατί την παρατραβήξαμε την αφήγηση και ελαφρώς ξεχείλωσε, γι αυτό και λέω να αρθρώσω τη σημερινή τελευταία συνέχεια σε γραφή ¨ελλειπτική με εκλάμψεις¨ (φλασιές).

 …σύνδεση με τα προηγούμενα

Είμαι στη φάση «πού πάμε;» Στην ουσία με έχουν κατ’ αρχήν δεχτεί και στο Παπαγεωργίου, νοσοκομείο καινούργιο ¨τσίλικο¨, ευάερο, ευήλιο και με πανεπιστημιακή κλινική ενσωματωμένη, και στο Αχέπα, νοσοκομείο πανεπιστημιακό, παλιό και εμπειροπόλεμο. Αποφασίζω για Αχέπα κυρίως γιατί για εκεί (χάρη στον καρδιολόγο Β) παίρνω εγκαίρως τις συγκεκριμένες οδηγίες που, αφού είμαι πρωτάρης, μου είναι απαραίτητες.

Οι οδηγίες

Πρέπει να παρουσιαστώ Πέμπτη πρωί, νηστικός, χωρίς να έχω πάρει κανένα φάρμακο, με όλες τις πρόσφατες αναλύσεις στο χέρι, και, γενικότερα, ετοιμασμένος για τρεις πιθανές διανυκτερεύσεις.

Α ναι, και κάτι άλλο: θα διευκόλυνα τη διαδικασία αν έχω προβεί (από μόνος μου) σε αποψίλωση   της Βουβωνικής Χώρας, η οποία ως γνωστόν βρίσκεται νοτίως της Κοιλιακής Χώρας με την οποία και συναπαρτίζει τις λεγόμενες Κάτω χώρες.

 Είσοδος στο Αχέπα

Μέρα συννεφιασμένη με  ψιλόβροχο. Μαζί μου η Σόφη και ο Θάνος που βρίσκεται αυτό τον καιρό στην Αθήνα και έχει αυτοβούλως αποφασίσει να ανηφορίσει για να ¨συμπαρασταθεί πατέρα¨.

Πρώτα τα γραφειοκρατικά, μετά αναμονή διεκπεραίωσης σε τεράστιο σκοτεινό διάδρομο. Σκαρφαλωμένα στους γκριζοπράσινους τοίχους διέρχονται εμφανή καλώδια που διακόπτονται που και που από μυστηριώδεις διακόπτες και ταμπελίτσες με το γνωστό σήμα της ραδιενέργειας και τη φράση ¨ελεγχόμενη περιοχή¨. Κάτω μωσαϊκό, πάνω ανεμιστήρες. Προσωρινό βόλεμα σε θάλαμο και αναμονή για την είσοδο στα ενδότερα.

 Η επέμβαση

Η κλασική μεταφορά ανάσκελα με φορείο σου δίνει την ευκαιρία να μην αφήσεις παραπονεμένο το ταβάνι (ως αντικείμενο παρατήρησης) που δένει άψογα με το γενικό θριλεροειδές κλίμα.

Άφιξη στην αίθουσα. Βιομηχανική αισθητική κάποιου περασμένου αιώνα. Καλώδια που τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις διασταυρούμενα χωρίς εν τούτοις να συγκρούονται, μυστήρια μηχανήματα που βουίζουν με μηδενική ευθυμία, μόνιτορς, πάγκοι, σωλήνες και λοιπές αποφύσεις από παλλόμενες συσκευές. Προβολείς που φωτίζουν συγκεκριμένα σημεία ενώ άλλα, τα πιο πολλά, τους αφήνουν αδιάφορους. Μια τζαμαρία και από πίσω κι άλλα μηχανήματα άγνωστου προορισμού και άλλες οθόνες και ανθρώπινες φιγούρες ανάμεσα στις οποίες διακρίνω τη Σόφη και το Θάνο. Μυρουδιά απροσδιόριστη (για μένα τον αμύητο), αλλά διαπεραστική.

Εγκαταλείπω τα ρούχα μου που θα διαγράψουν μια δική τους πορεία και δε θα τα ξαναφορέσω παρά κατά την έξοδο τρεις μέρες μετά. Τσιτσίδι στη γωνία (φοράω ένα μανίκι από μία μπλούζα -ειδικό μοντέλο- αλλά μετά μου το βγάζουν κι αυτό) και ύστερα οριζοντίωση σε ένα στενό πάγκο. Τελώ σε πλήρη συστολή παντός είδους.  Με επιθεωρούν. Ψάχνουν είσοδο για την ηλεκτρονική ανιχνευτική κεφαλή που θα με ψάξει (χωρίς να με ψέξει, ελπίζω). Ύστερα με σκεπάζουν με διάφορα πράσινα πανιά αφήνοντας εμφανή δύο επίμαχα σημεία: τον καρπό του δεξιού μου χεριού και το πάνω μέρος του μηρού.

Με έχουν αναλάβει δύο Αντώνηδες.  Όχι, δεν θα μου κάνουν ολική αναισθησία όπως νόμιζα, αλλά δε θα πονέσω, κι αν πονέσω να τους το πω, γιατί θα είμαι σε εγρήγορση. Αρχίζουμε με το χέρι. Αποφασίζω ότι είναι μια χαρά Αντώνηδες και ότι τους εμπιστεύομαι πλήρως.

Δε βλέπω με ακρίβεια τι σκαρώνουν γιατί προτιμώ να κοιτάζω το ταβάνι και έτσι κι αλλιώς ανάμεσα στα μάτια μου και τα σημεία όπου κατά τις δύο επόμενες ώρες θα μπαινοβγαίνουν διάφορα, υπάρχει ένα είδος ημιδιαφανούς χωρίσματος που αλλοιώνει αποφασιστικά τη θέα. Εγώ δεν καλοβλέπω, αλλά εμένα με παρατηρεί με το διαπεραστικό της βλέμμα μια μηχανή με ένα σπαστό βραχίονα που περιφέρεται γύρω από το στήθος μου, πρώτη ξάδελφη εκείνης που μου έκανε το σπινθηρογράφημα. Νομίζω ότι εντοπίζω τη μυρουδιά: ραδιενέργεια.

Αισθάνομαι με τη σειρά: ένα σφίξιμο, μια ζέστη, κάτι να δονείται (και να προχωράει;) Κάθε τόσο με ρωτάνε αν πονάω, απαντάω όχι και εκείνοι παρατηρούν μια οθόνη στο ύψος της κοιλιάς μου και δηλώνουν ευχαριστημένοι.

Μετά από περίπου μισή ώρα (αντικειμενικός χρόνος που τον μαθαίνω μετά, γιατί η προσωπική μου αντίληψη τάχει μπερδέψει με τους χρόνους) έχουμε διάλειμμα. Ο επικεφαλής Αντώνης έχει εντοπίσει τις εστίες του  κακού και με ρωτάει: επεμβαίνουμε τώρα ή θες χρόνο να το σκεφτείς. Το μόνο που δεν θέλω είναι αναβολή.  Όρμα Αντώνη! θέλω να του πω, και μάλλον του το λέω, γιατί αφού μιλήσει για λίγο και με το Θάνο και τη Σόφη ξαναστρώνεται στη δουλειά μαζί με τον Αντώνη 2. Αυτή τη φορά επιλέγουν την (ανετότερη) αρτηριολεωφόρο της κάτω γραμμής. Θα δουλέψουν εκεί ακόμα μιάμιση ώρα ίσως και παραπάνω. Εγώ ζεσταίνομαι, κρυώνω, δονούμαι, πάλλομαι αλλά δεν πονάω. Οι Αντώνηδες μοιάζουν και δηλώνουν ευχαριστημένοι, άρα είμαι κι εγώ. Ζήτω η απόφραξη!

Στην εντατική light

Οι εντατικές, αν κατάλαβα καλά, είναι εξοπλισμένες αίθουσες παραταγμένες εν σειρά μετά τον χώρο των επεμβάσεων, και χαμηλώνουν σε ένταση καθώς απομακρύνονται απ’ αυτόν. Με άλλα λόγια συμφέρει να είσαι υπό εντατική παρακολούθηση, αλλά όσο γίνεται πιο κοντά προς την έξοδο και όχι προς το χειρουργείο. Εγώ τοποθετούμαι κοντά στην έξοδο, αν και βασικά θέλω να πάω σπίτι μου όσο γίνεται πιο γρήγορα, δηλαδή αμέσως, αλλά με πείθουν να τα αφήσω αυτά και να υπομείνω τους κανόνες που με θέλουν εκεί , υπό παρατήρηση για τρεις τουλάχιστον μέρες.

Έτσι κι αλλιώς, στην αρχή δεν μου επιτρέπουν να κουνηθώ καν. Ή μάλλον όχι: μπορώ να κουνήσω το αριστερό χέρι και το αριστερό πόδι, όμως τα υπόλοιπα πρέπει να μένουν ασάλευτα!  Αποδέχομαι το καθεστώς (να είμαι υπό παρατήρηση) και, μια που δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο, αρχίζω να παρατηρώ και εγώ.

Η εντατική έχει χάζι και άλλα προτερήματα. Τα άλλα προτερήματα είναι ότι οι γείτονες είναι λίγοι (δυο τρεις) και αυτοί υπό διαδικασία αποδέσμευσης,  ότι δεν επιτρέπονται αρμένικες βίζιτες συγγενών, ότι παρά τα καλώδια και τους σωλήνες που σε συνδέουν με αμπούλες και μόνιτορς (ή χάρη σ’ αυτά), σου δημιουργείται μία αίσθηση ασφάλειας. Το χάζι προκαλείται από το γεγονός ότι μπαινοβγαίνουν (σχολιάζοντας διάφορα) γιατροί χειρούργοι, γιατροί ειδικευμένοι (σε χρήσιμες ειδικότητες), γιατροί ανειδίκευτοι (που όμως ειδικεύονται τώρα), νοσοκόμες, μεταφορείς ασθενών, μεταφορείς διαφόρων ιαματικών υλικών, διανομείς ακατονόμαστων μαγειρικών επινοήσεων, καθαρίστριες, και, που και πού, σκάνε μύτη προς στιγμήν μέχρι να καταλάβουν ότι πρέπει να πάνε άλλού, κάτι περίεργοι τύποι με κουστουμάκι και γραβάτα, μη πάει ο νου σας στο κακό, εγώ τους έκοψα μάλλον για ιατρικούς επισκέπτες και προμηθευτές παρά για κοράκια σε άγρα πελατών.

Περισσότερα για την εντατική μια άλλη φορά γιατί η καταχώρηση παραμεγάλωσε. Εδώ θα σας πω μόνο ότι, τρεις μέρες αργότερα, Κυριακή πρωί, αποχαιρετούσα   τις νέες μου γνωριμίες και όδευα προς το σπίτι (από τις λίγες φορές που οδηγούσε η Σόφη), rectifie και ευχαριστημένος. Εδώ μόνο λίγες γενικές παρατηρήσεις

 Καταλήγοντας (επιτέλους!)

Θα σημειώσω μόνο μερικά γενικά πράγματα.

Στην εντατική γνώρισα συμπαθείς ανθρώπους. Ανθρώπους που μου φάνηκαν ικανοί, παρά τη φαινομενική αναμπουμπούλα, να κάνουν δουλειά. Ανθρώπους χωρίς σχολαστικότητες που καταφέρνουν μάλιστα να διατηρούν ένα κλίμα ευ-θυμίας, που εγώ, προσωπικά, θεωρώ πολύτιμο. Αναφέρομαι στο σύνολο όσων κυκλοφορούσαν εκεί, από τον επικεφαλής καθηγητή, στους δύο Αντώνηδες, στο νεαρό φοιτητή που δούλευε και ως νοσοκόμος, στις νοσοκόμες και στις ειδικευόμενες γιατρίνες. Νομίζω, και ελπίζω να μη κάνω λάθος, ότι οι καλύτερες στιγμές των ανθρώπων της χώρας μου σήμερα, είναι όταν τα βγάζουν πέρα εκ των ενόντων, βάζοντας πάνω απ’ όλα επινοητικότητα και καλή διάθεση.

 Υστερόγραφο

Ονοματολογία: Ας πούμε, για την Ιστορία, ότι ο καρδιολόγος Α στον οποίο με παρέπεμψε ο Γιάννης ο Καρμπόνης, και ο οποίος με τη σειρά του με έστειλε για άμεση επιδιόρθωση λέγεται Αλέξανδρος Αμασλίδης, ότι ο ευγενής καρδιολόγος Β που με βοήθησε να  προσεγγίσω τη Δημόσια Ιατρική περίθαλψη και μού έδωσε απαραίτητες συμβουλές, λέγεται Βασίλης Βασιλικός, ότι ο Αντώνης 1 που δούλεψε με αποτελεσματικότητα μέσα στις αρτηρίες μου λέγεται Αντώνης Ζιάκας, ότι ο επικεφαλής καθηγητής γιατρός, μυστακοφόρος και άνετος, λέγεται Σταύρος Γαβριηλίδης, ότι δυστυχώς δεν έμαθα ακόμη το επώνυμο του Αντώνη2, ούτε εκείνο της νοσηλεύτριας Ευαγγελίας με τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, ή των άλλων γιατρών και νοσηλευτριών που με ανέχτηκαν.  Τα όσα έζησα μαζί τους στη μικρή ¨περιπέτεια καρδιάς¨, τα θεωρώ αίσια και ευοίωνα (όχι μόνο για ‘μένα).

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , | 5 Σχόλια »

Περιπέτεια καρδιάς (ΙV)

Posted by vnottas στο 17 Οκτωβρίου, 2010

…και έτσι, άμα έχεις την τύχη να μην έχεις προγενέστερη εμπειρία από Ιδρύματα Υγείας, κάπου εδώ προκύπτει το ερώτημα: δημόσιο νοσοκομείο ή ιδιωτική κλινική;

Λάβε υπόψη σου ότι το Ταμείο μου (που είναι ακόμη εκείνο των μηχανικών, στο οποίο πληρώνω τις σχετικές εισφορές επί δεκαετίες) ανταποκρίνεται σε ένα τμήμα των εξόδων, ακόμη και σε ορισμένες συμβεβλημένες ιδιωτικές κλινικές. Ή μήπως όχι; Το πρόλαβα ή το καταργήσανε; Το πρόλαβα! (μάλλον στο τσακ!)

Εντάξει, σκέφτομαι. Έχω ακούσει πολλά για τα στραβά των δημόσιων νοσοκομείων και της δημόσιας υγείας γενικότερα (και από τους θεράποντες γιατρούς). Δεν είναι άραγε αυτή εδώ μια καλή ευκαιρία να δω άμεσα και προσωπικά τι ακριβώς συμβαίνει;

Είναι, απαντάω στον εαυτό μου.

Ναι, αλλά είναι τώρα ώρα για πειραματισμούς; ενίσταται εκείνος.

Μα και η εκδοχή της ιδιωτικής κλινικής έχει τα ρίσκα της, του απαντάω. Δε μας είπανε ότι του αλλουνού του κάνανε ένα σωρό ¨προληπτικές¨ επεμβάσεις, ενώ δεν τις χρειαζότανε;

Ναι, όμως οι καλοί γιατροί πάνε στα ιδιωτικά ινστιτούτα, επιμένει εκείνος , επηρεασμένος από το (ανισόρροπο) πνεύμα των καιρών και από τις προτροπές των θεραπόντων. Είναι ο νόμος της πανίσχυρης αγοράς.

 Όχι, του ανταπαντάω, οι πραγματικά καλοί γιατροί δεν είναι αργυρώνητοι. Και τους βρίσκεις, όχι μόνο στις ανθρωπιστικές αποστολές, αλλά και στα ελληνικά νοσοκομεία.

Και πώς θα τους εντοπίσεις; Στην τύχη;

Θα προσπαθήσω του το κόβω, και, μια που μας έχουν πλέον διαβεβαιώσει ότι το πράγμα επείγει, αρχίζω αμέσως τις προσπάθειες.

 

Παίρνω τηλέφωνο, και στο πρώτο νοσοκομείο που διαθέτει ελεύθερη γραμμή, διατυπώνω το ερώτημα: έτσι κι έτσι, έχω πρόβλημα και έγκυρη παραπομπή, τι πρέπει να κάνω; Στα εξωτερικά ιατρεία για επαλήθευση, μου λένε. Και πώς πάω εκεί; Με ραντεβού φυσικά. Και πώς το κλείνω;

Με παραπέμπουν (ω τι εκσυγχρονισμός!) σε έναν τηλεφωνικό αριθμό, τετραψήφιο, όπου συνομιλώ με ένα μαγνητόφωνο. Η συνδιάλεξη, εμφανώς σουρεαλιστική, γίνεται και κάπως κωμική όταν το μαγνητόφωνο με ρωτάει αν κατάλαβε καλά το αίτημά μου, επαναλαμβάνοντας (φυσικά μαγνητοφωνημένη) τη φωνή μου. Εν τάξει. Συνεννοηθήκαμε! Είμαι τυχερός! Δεν έχει πέσει πολλή δουλειά στα καρδιολογικά! Το ραντεβού σε ένα μήνα! Το κλείνω.

Ναι, αλλά ένας μήνας δεν περνάει εύκολα όταν οι (κατά τεκμήριο) ειδήμονες σού έχουν πει ότι το πράγμα επείγει.

Συνεχίζω λοιπόν τις προσπάθειες. Αυτή τη φορά μπαίνω στο διαδίκτυο και εντοπίζω τα νοσοκομεία που διαθέτουν πανεπιστημιακές κλινικές με αγγειοχειρουργικό τμήμα. Βρίσκω αμέσως δύο: Φυσικά το ΑΧΕΠΑ που κατοικοεδρεύει μέσα στο Αριστοτέλειο, και μια αντίστοιχη κλινική στο Παπαγεωργίου. Τηλεφωνώ στο ΑΧΕΠΑ, κατ’ ευθείαν στο νούμερο της καρδιολογικής και δηλώνω την πανεπιστημιακή ιδιότητά μου. Με πληροφορούν ότι για να μπω αμέσως πρέπει να παρουσιαστώ στα επείγοντα την ημέρα της σχετικής εφημερίας. Αν και, το θέμα είναι δυνατό να ρυθμιστεί και ύστερα από επαφή με έναν από τους γιατρούς της κλινικής. Δέχονται τα απογεύματα, αλλά τα ραντεβού τα κλείνει κι αυτά το μαγνητόφωνο.

Εντάξει, σκέφτομαι ότι αυτοί οι γιατροί θα έχουν και ιατρεία έξω από το Ίδρυμα. Έχω δίκιο. Τηλεφωνώ σε έναν στην τύχη. Η γραμματέας με πληροφορεί ότι έχει πέσει πολλή δουλειά, και ότι θα με ενημερώσει εκείνη για το πότε μπορώ να δω τον γιατρό.  

Τηλεφωνώ και στην αντίστοιχη κλινική του Παπαγεωργίου. Είμαι τυχερός. Πέφτω σε συνάδελφο, που αν και δεν ανήκει στο χειρουργικό, μου λέει ότι μπορώ να περάσω από εκεί και να ρυθμίσω το θέμα με τους αρμόδιους γιατρούς. Μου υποδεικνύει και την κατάλληλη μέρα.

Προτού φτάσει η μέρα αυτή, λίγες μέρες μετά, έχω τηλεφώνημα από τη γραμματέα του πρώτου γιατρού. Ας τον πούμε καρδιολόγο Β. Με δέχεται. Και σ’ αυτή την επίσκεψη όπως και στις προηγούμενες με συνοδεύει η γυναίκα μου, περισσότερο ανήσυχη απ’ ότι εγώ, έτοιμη να με προτρέψει να σταματήσω τις σαχλαμάρες και να μπω σε μια καλή ιδιωτική κλινική.

Ο γιατρός μοιάζει νεότερος απ’ τον προηγούμενο, συμπαθής κι αυτός, του εξηγώ τι τρέχει και του λέω ότι θέλω μια δεύτερη γνώμη και ενδεχομένως την αποφυγή μακράς αναμονής για την εισαγωγή.

Η δεύτερη γνώμη συμφωνεί με την πρώτη. Χρειάζεται η εν λόγω ¨-γραφία¨ και ενδεχομένως άμεση επέμβαση. Όσο αφορά στο δεύτερο αίτημά μου, μια που αυτόν τον καιρό δεν χειρουργεί, θα δει τι μπορεί να κάνει. Αν όλα πάνε καλά θα μου τηλεφωνήσουν από το νοσοκομείο. Μετά πιάνουμε μια μεγάλη κουβέντα περί ανέμων, υδάτων, ιατρικής, πολιτικής και κοινωνίας, αλλά δεν κάνουμε κανέναν να περιμένει στην αίθουσα αναμονής, γιατί είναι αργά και είμαστε οι τελευταίοι.

(συνεχίζεται)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Περιπέτεια καρδιάς (ΙΙΙ)

Posted by vnottas στο 16 Οκτωβρίου, 2010

Λίγες μέρες μετά, συστημένος από τον Γιάννη, να ’μαι στο ιατρείο του καρδιολόγου Α.

Μου φαίνεται ότι όλα τα ιδιωτικά ιατρεία στο κέντρο της πόλης μοιάζουν πολύ μεταξύ τους: τοίχοι σε χρώμα ¨ώχρα¨ αναιμικό, καθίσματα σε ταλαιπωρημένο δέρμα, τραπεζάκι με παλιά νούμερα από εικονογραφημένα περιοδικά (ένας ολόκληρος ¨άλλος κόσμος¨, με τα γεγονότα του και τους ήρωές του), τηλεόραση διαρκώς αναμμένη -αλλά σε χαμηλούς τόνους, ενίοτε γραμματέας στην είσοδο (ο Α. δεν έχει, τα βγάζει πέρα μόνος του). 

Τον κόβω συμπαθή. Δεν έχει το σύνηθες ύφος των γιατρών  ¨μάγων¨ (εγώ ξέρω, εσύ δε ξέρεις, σώπα και εκτέλεσε τις εντολές) που δεν τους πάω με τίποτα. Προτιμώ εκείνους που σου εξηγούν. Με υπομονή, όπως όταν απευθύνεσαι σε άτομα (εν δυνάμει) σε αδυναμία. Και με κατανοητές λεπτομέρειες,  όχι με άμπρα κατάμπρα.

Έχω μια άποψη για τους γιατρούς που ανήκουν σε ορισμένες, σχετικά πρόσφατες, γενιές. Μπορεί να υπερβάλλω, αλλά έχω καταλήξει ότι, όπως στις δεκαετίες του ’50, και του ’60, (άντε και του ’70), πολλοί φερέλπιδες νέοι έγιναν αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί, όχι γιατί τους γοήτευε ιδιαίτερα ο χώρος και τα προβλήματά του ούτε γιατί  είχαν κατασκευαστική κλίση και ταλέντο, αλλά επειδή το ¨επάγγελμα¨ τότε έβγαζε λεφτά, έτσι και κατά τις πιο πρόσφατες δεκαετίες το ενδιαφέρον όσων επεδίωκαν ένα επάγγελμα επιστημονικό μεν, πλην όμως στα σίγουρα κερδοφόρο, στράφηκε προς την ιατρική. Τα αποτελέσματα από το έργο των χρηματοκινούμενων μηχανικών είναι ορατά ακόμη και με μια απλή, συνοπτική ματιά στο θλιβερό αστικό τοπίο. Τα αποτελέσματα των αργυροκίνητων γιατρών, μάλλον δυσάρεστα για την δημόσια υγεία, μπορεί να μην είναι τόσο εμφανή στις πέριξ φάτσες των συνελλήνων, αλλά είναι δυνατό να τα ανιχνεύσει κανείς σε κάποιες (λίγες) αξιόπιστες στατιστικές, καθώς και με μια προσεκτικότερη ματιά στο τι συμβαίνει στα συνέδρια που χρηματοδοτούν οι φαρμακευτικές εταιρίες.

Την παραπάνω άποψη, (για το πρώτο σκέλος της οποίας έχω προσωπική εμπειρία εκ των ένδον, μια που διατέλεσα αρχιτέκτονας που τα παράτησε) την ξεφουρνίζω εν είδει τεστ στους γιατρούς που πρωτογνωρίζω. Για να μη σας τα πολυλογώ, ο προκείμενος περνάει τη δοκιμασία μια που δεν δείχνει διάθεση για ωραιοποιήσεις και βαυκαλισμούς.

Ωραία. Τώρα το ιστορικό. Το αφηγούμαι όσο μπορώ πιο αντικειμενικά. Α, δείχνω και κάτι παλιότερες αναλύσεις που κουβαλάω μαζί μου. Δεν αρκούν. Χρειάζονται κι άλλες εξετάσεις: αίμα, μια ενσταντανέ υπερηχο-γραφία, καθώς και κάτι καινούργιο (για μένα) που ονομάζεται σπινθηρογράφημα κι έχει να κάνει με ακτινοβολίες.

Διατυπώνω κάποιες (σεμνές) επιφυλάξεις για τις ραδιενεργές εξετάσεις και εισπράττω την απάντηση ότι, τι τα θες, τώρα με την κινητή τηλεφωνία, ούτως ή άλλως ζούμε μέσα σε διασταυρούμενες ακτίνες. Μα εγώ δεν έχω καν κινητό, πάω να πω, αλλά αντιμετωπίζω την αδυσώπητη άποψη/θεώρημα του μικρότερου κακού (η δόση της ακτινοβολίας -καμιά δεκαριά χιλιάδες φορές εκείνη μια απλής ακτινογραφίας, αποτελεί το έλασσον σε σχέση με αυτά που μπορεί να σου επιφυλάσσει μια χαλασμένη καρδιά).

Έτσι παύω τις ενστάσεις, ευχαριστώ τον γιατρό, και, την άλλη μέρα, κλείνω ραντεβού με τον ραδιενεργό φούρνο.  

 

Εν τέλει δεν είναι φούρνος όπως νόμιζα, το ραδιενεργό υλικό είναι ρευστό και σου το βάζουν με ένεση. Έτσι, ένα στραβό μηχάνημα με βραχίονες και με μια κινητή κεφαλή [που σε περιτριγυρίζει και σε παρατηρεί διαπεραστικά (στην κυριολεξία) καθώς στέκεσαι οριζόντιος και ακούνητος σε μια τάβλα], μπορεί να δει τι γίνεται μέσα σου και να το καταγράψει σε ένα είδος έγχρωμης σειράς εικόνων. Όλα αυτά δύο φορές: μία αμέσως μετά ένα επιτόπιο τροχάδην κοπώσεως και μια άλλη, λίγες ώρες μετά, σε ¨ηρεμία¨.

Παίρνω μια πρώτη γεύση του αποτελέσματος από τον ¨πυρηνικό¨ γιατρό που έχει επιμεληθεί το σπινθηρογράφημα. Κούνημα κεφαλιού, εδώ κάποιο πρόβλημα υπάρχει, για λεπτομέρειες στον θεράποντα..

ΟΚ, κλείνω ραντεβού και (ξανα)πάω στο καρδιολόγο γιατρό προετοιμασμένος. Ακούω τα αναμενόμενα: Στεφανιογραφία επιβεβλημένη (πληροφορούμαι ότι σημαίνει ένα ηλεκτρονικό μάτι στην άκρη ενός ¨καλωδίου¨ που μπαίνει από μια αρτηρία σε κάποιο σημείο του σώματος, κάνει μια βόλτα γύρω από την κεντρική αντλία, και δίνει αναφορά σε ορισμένα περιμετρικά  μόνιτορ). Εισπράττεις και εδώ μια γερή δόση ακτινοβολίας, αλλά είπαμε: το μη χείρον βέλτιστον.

Τώρα θα πρέπει, να αποφασίσω αν θα πάω σε δημόσιο νοσοκομείο ή σε ιδιωτική κλινική. Στη δεύτερη περίπτωση να διερευνήσω αν το ταμείο μου με καλύπτει εν μέρει ή καθόλου (στα νέα ελληνικά σημαίνει μηδέν).

Και να μην επιστρέψω αν δεν έχω υλοποιήσει τα (παραπάνω) δέοντα.

(συνεχίζεται)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Περιπέτεια καρδιάς (ΙΙ)

Posted by vnottas στο 13 Οκτωβρίου, 2010

Αυτή τη φορά η φάση αρχίζει στον ΩΡιΛα. (Με ωριλάδες διατηρώ στενές επαφές εδώ και καιρό, με καρδιολόγους τις οικοδομώ τώρα). Η αιτία είναι ότι πάνω από μια δεκαετία το ωτορινολαρυγγολογικό μου κάνει νερά. Ευτυχώς υπάρχει η τεχνολογία και οι ωριλάδες.

 Γιάννης Καρμπόνης,  μου τον σύστησε πολύ παλιά μια συνάδελφος και από τότε έχουμε γίνει φίλοι, αν και για ένα διάστημα τον ¨εγκατέλειψα¨ υποκύπτοντας στα τεχνολογικά θέλγητρα ενός σούπερ μάρκετ υγείας.

Μιλάω για τις ιδιωτικές συνδρομητικές ιατρικές ασφάλειες που γίνονται δελεαστικές όταν φτάσεις στην ηλικία των τεστ.

Στα υπέρ τους θα κατέγραφα μια αίσθηση εκσυγχρονισμένης παστερίωσης, τη μη αναμονή στα ραντεβού και τις α βολοντέ αναλύσεις μέσω μηχανημάτων.

Κατά, ότι οι γιατροί σε γνωρίζουν λιγότερο από τους υπάλληλους μιας απομακρυσμένης Υπεραγοράς. Γι αυτούς μετράνε τα ¨αντικειμενικά¨ στοιχεία, ενώ το προσωπικό ιστορικό και το υποκειμενικό στοιχείο τους αφήνει αδιάφορους. Κι έτσι και αλλιώς οι καλύτεροι κάθε τόσο βρίσκουν υψηλότερες αμοιβές και την κάνουν για αλλού.

 Αλλά τώρα έχω επιστρέψει στον Γιάννη που, ας σημειώσουμε ότι, εκτός που είναι καλός γιατρός και τον εμπιστεύομαι, έχει και ένα άλλο βασικό προτέρημα: του αρέσουν τα βιβλία μου.

Φτάνω λοιπόν στο ιατρείο του απεγνωσμένος.

Κάνε ό,τι μπορείς του λέω. Βάλε μαχαίρι, ψαλίδι, εκρηκτικά, αρκεί να επιδιορθώσεις τον αερισμό. Η μύτη μου βουλώνει. Ιδιαίτερα τις νύχτες. Άπνοια, ταχυκαρδία, δυσφορία. Και τελευταία όχι μόνο τη νύχτα αλλά και την ημέρα με τις ταχυκαρδίες και τη δυσφορία να αρχίζουν να αυτονομούνται από τη μύτη και να παρουσιάζονται στα καλά καθούμενα όποτε να ’ναι.

Ο Γιάννης την ξέρει καλά τη μύτη μου: Ότι το διάφραγμα είναι κάπως στραβό, ότι οι κόγχες είναι κάπως πρησμένες, ότι μια ελαφρά καταρροή πιθανότατα αλλεργικής προέλευσης, που τη μέρα άμα είσαι όρθιος κατεβαίνει και φεύγει, τη νύχτα σκαλώνει κάπου στη ρινική κοιλότητα και τη βουλώνει.

Δεν ξέρω αν αυτή τη φορά έχει να μου προτείνει κάποια ριζικότερη λύση για το πρόβλημα, γιατί τον βλέπω ξαφνικά να κολλάει στις ταχυκαρδίες.

 Με ρωτάει για τους ¨δείκτες¨ μου και του λέω ότι (άμα τους μετράω -όχι πολύ συχνά) κυμαίνονται κάπου προς το απάνω άκρο, άλλοτε λίγο μέσα και άλλοτε λίγο έξω από τα αποδεκτά όρια. Κατά τα άλλα ότι εφαρμόζω την πολιτική ¨δεν τους ενοχλώ για να μη με ενοχλούνε¨, ή του ¨αν τα πράγματα δεν είναι επιτακτικά οχληρά, κάνε ότι δε καταλαβαίνεις και μπορεί να περάσει και από μόνο του¨, δηλαδή την αισιόδοξη εκδοχή που προσπάθησα να σας περιγράψω πιο πάνω.

Πρώτα στον καρδιολόγο, μου λέει.

Εγώ εξακολουθώ να πιστεύω πως βασικά χρειάζομαι αέρα. Άλλωστε τις ταχυκαρδίες τις σταματάω με ένα είδος αναπνευστικών ασκήσεων.

Αλλά ο Γιάννης είναι ανένδοτος.

Δεν ξέρω κανένα, του λέω

Όμως εκείνος, εν τέλει, ξέρει.

(συνεχίζεται)

 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , | 3 Σχόλια »

Περιπέτεια καρδιάς (Ι)

Posted by vnottas στο 12 Οκτωβρίου, 2010

Σημείωση: από ένα σημείο και ύστερα τα προβλήματα καρδιάς δεν αφορούν μόνο στα συναισθήματα (δυστυχώς), άλλα και ένα παλλόμενο ενίοτε ατίθασο μη γραμμωτό ποντίκι (με το οποίο -πάντα από ένα σημείο και μετά- οφείλεις να τα (το) έχεις καλά).

 

Είχα μία ¨φιλοσοφία¨ σχετικά με τις αρρώστιες, (την έχω ακόμη, αλλά λέω να της κάνω μια μικρή δοκιμαστική διαδικτυακή εξαίρεση), που, με λίγα λόγια, υποστήριζε τα εξής:

Εάν το κακό με τις ασθένειες έχει δύο σκέλη, ένα ¨φυσικό¨, για το οποίο χρειάζονται γιατροί και φάρμακα και έναν ψυχολογικό που βασικά χρειάζεται ψυχραιμία και κατάλληλο τρόπο σκέψης, τότε για το πρώτο πήγαινε στο γιατρό (αυτονόητο) και για το δεύτερο προσπάθησε να αποφύγεις τις μεγαλοποιήσεις και προπαντός τον καραδοκούντα πανικό.

Δηλαδή όχι υπερβολική ανησυχία πριν οι ενδείξεις αποκτήσουν βάρος, όχι εμπλοκή σε γενικές και ειδικές συζητήσεις ιατρικού περιεχομένου, όχι καταφυγή στις ιατρικές εγκυκλοπαίδειες που επαπειλούν συνήθως υποχονδριασμούς, όχι τηλεφωνήματα στον θείο που τα πέρασε κι αυτός και ξέρει.

 Αν κάνεις την δυσλειτουργία το κέντρο της καθημερινότητάς σου (και προπαντός της καθημερινότητας των άλλων) την πάτησες! Η αυθυποβολή παρεμβάλλεται, το κακό διπλασιάζεται, οι άλλοι δε φταίνε τίποτα να ακούν τα παθολογικά σου βάσανα (αλλά και να φταίνε, υπάρχουν λιγότερο μαζοχιστικοί τρόποι για να τους το υπενθυμίσεις).

Αυτή είναι η γενικότερη φιλοσοφία που βρίσκει απολύτως σύμφωνο το υπερεγώ μου (εκείνο το κομμάτι της ψυχής που σύμφωνα με τον μπάρμπα Σιζιγμούνδο ρυθμίζει τα θέματα αυτοεκτίμησης και την αίσθηση αξιοπρέπειας) και ίσως είναι κάπως αντιφατικό που λέω να αναρτήσω στο ιστολόγιο, μερικές φάσεις μιας πρόσφατης ¨περιπέτειας¨ καρδιάς.  

Ωστόσο έκρινα ότι η ¨κατάθεση¨ ταιριάζει με τους τρέχοντες καιρούς των λογής λογής ¨δικαιωμάτων¨ (τα δικαιώματα της καρδιάς:  ωραίος τίτλος!) και βέβαια θα μπορούσε να είναι ενδιαφέρουσα καταγραφή μιας έστω μη ενδεικτικής περίπτωσης.

Στο κάτω κάτω αναρρωνύω, έχω χρόνο για τους (εθελοντές) αναγνώστες του ιστολόγιου, και οι πιο πρόσφατες εμπειρίες μου έχουν να κάνουν με ¨περιπέτειες καρδιάς¨.

(συνεχίζεται)

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Ο 16άρης μέσα μου

Posted by vnottas στο 8 Δεκεμβρίου, 2009

Ο 16άρης μέσα μου ζει κουρνιασμένος σε σκιερά κλαδιά, στο δάσος των μακρινών αναμνήσεων.

Με τον 16άρη μέσα μου δεν έχω κακές σχέσεις, κάθε άλλο -δεν του το λέω, αλλά μου είναι πολύτιμος:

Με τηλετροφοδοτεί με αναδρομικές χρωματιστές ανταύγειες από την ικμάδα του και του ανταποδίδω πακεταρισμένη ¨σοφία¨ (να ‘χει να αμφισβητεί) και σταγόνες από (αμφισβητούμενα) κατασταλάγματα.

Ο 16άρης μέσα μου ξέρει από λάθη. Εγώ του λέω το τίμημα. Ξέρει από ένταση, εγώ του λέω την αμοιβή.

Ο 16άρης μέσα μου έχει έναν πυρήνα ασυμπίεστο, και να ‘τος που, τέτοιες μέρες, αναφλέγεται και ζητά να αναδυθεί στη Χώρα του Τώρα.

Να ‘τος που ενθουσιάζεται και συστρέφεται και δυσανασχετεί και ξεσηκώνεται και θέλει να πάρει τους δρόμους (που δεν αναγνωρίζει) και θέλει να επινοήσει συνθήματα (που ριζώνουν αλλού) και θέλει να τρέξει, να φωνάξει, να διεκδικήσει…

Ο 16άρης μέσα σου  δε θέλει πολύ για να πάρει αέρα. Αν τον συντηρείς, πρέπει να τον ελέγχεις.

Του σηκώνω απαγορευτικές ταμπέλες, του φτιάχνω νοητικά οδοφράγματα, του βάζω τρικλοποδιές… Του επιτρέπω μόνο καμιά ειρωνεία, άντε μια στάλα σαρκασμό.

Τελικά τον ξαποστέλνω στη Χώρα του Τότε.

Ο 16άρης μέσα μου περνάει καλά στη Χώρα του Τότε.

Εδώ παρακάτω ταξιδεύει χοροπηδώντας στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Την ξέρει, περνάει καλά. Περιμένω να δω με τι διάθεση θα επιστρέψει…

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , | 4 Σχόλια »

Εξατάξιο Γυμνάσιο Δάφνης

Posted by vnottas στο 5 Δεκεμβρίου, 2009

 

Οι νυχτερινές βόλτες τραγουδώντας

Τα τσιμεντένια πεζούλια

Το νοικιασμένο γυμνάσιο

Ο καθηγητής Παπακωνσταντίνου

Ο γυμνασιάρχης Σερίφης (το πραγματικό το ‘φαγε η Λήθη)

Η Κύπρος

Το δεκαπέντε τα εκατό

Οι πολιτικοποιημένοι στο σπίτι του Θανασέκου

Τα γυμνάσια από το Παγκράτι να κατεβαίνουν το λόφο και να ενώνονται με εμάς

Όλοι μαζί στο Σύνταγμα

Οι φοιτητές να μη μας κουνιούνται πολύ (μπορούμε κι από μόνοι μας)

Οι βόλτες με τα νοικιασμένα ποδήλατα

Το λάχανο, η χελιδονοφωλιά, η αλογοουρά

Το φουρό

Κανένα μηχανάκι (¨φλορέτα¨) στη ζούλα

Οι κοπάνες στο άλσος της Νέας Σμύρνης

(Γεια σου Γιάννη Βλαβιανέ που μου γράφεις ακόμα)

Ο φούρνος του Μπέλου

Οι βόλτες στην Πλάκα (ιδιαίτερα τις αποκριές)

Οι βόλτες τις νύχτες (με φεγγάρι) τραγουδώντας

Οι αυτοσχέδιες εκδρομές στον Υμηττό

Τα ραντεβού στου Φιλοπάππου

Τα ραντεβού στην παραλία

Το φροντιστήριο του Νικήτα

Τα θερινά τα σινεμά

Η άφτιαχτη Βουλιαγμένης

Τα ερωτικά τηλεφωνήματα από το θάλαμο του δρόμου

Η επιστροφή στο σπίτι με το τελευταίο λεωφορείο

Η επιστροφή στο σπίτι μετά το τελευταίο λεωφορείο, με τα πόδια

Οι πορείες ειρήνης

Ένα το χελιδόνι

Όμορφη πόλη

Καινούργιες σόλες στα παπούτσια

Τα πρώτα («γυρισμένα») κοστούμια

Τα πάρτυ στο υπόγειο

Τα δισκάκια

Το βερμούτ και το πίπερμαν

Τα ντολμαδάκια και τα κεφτεδάκια

Το μάκρος των μαλλιών και το φάρδος της ζώνης

Η ΕΚΔΡΟΜΗ

Στον Αη Γιάννη, το βράδυ, μετά την εκδρομή της έκτης

 

(Οι παρακάτω θα με καταλάβουν)

 

  

http://www.youtube.com/watch?v=G_N_dqVUsoY

 

http://www.youtube.com/watch?v=iZ78HXuOCLk

 

http://www.youtube.com/watch?v=Mb998U3q83c

http://www.youtube.com/watch?v=-sAeA_bdvp0

http://www.youtube.com/watch?v=zrfDDogsyYg

 

 

 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑ | Με ετικέτα: , , | 1 Comment »

Αντιγράφω…

Posted by vnottas στο 22 Οκτωβρίου, 2009

Γιάννης Αγγελάκας, Οι καλύτεροι της ράτσας μας

Οι καλύτεροι της ράτσας μας γίνονται φονιάδες

Ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας

οι ποιητές

οι παραμυθάδες

οι τερατολόγοι γενικώς

Μερικές χιλιάδες έτη φωτός πιο πέρα

Πλατσουρίζουν αγέλαστοι κι ανόρεχτοι

Στα στάσιμα νερά της μετριότητας

Οι όμηροι του φόβου

Από τη συλλογή Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε; (1999)

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: | 1 Comment »

Είμαι 16άρης, είμαι μπάτσος, δεν είμαι τίποτα…

Posted by vnottas στο 8 Δεκεμβρίου, 2008

 

Είμαι 16άρης. Όχι πια παιδί… Μεγάλωσα, μου το λένε όλοι. Αγαπώ τον κόσμο, αν και δεν τον καταλαβαίνω πολύ. Μέσα μου έχω κάτι σα φωτιά, είναι η νιότη μου λένε οι μεγάλοι. Αγαπώ τον κόσμο αλλά δε ξέρω αν με χωράει. Αγαπώ τον κόσμο αλλά δε μ’ αρέσει όπως τον έχουν καταντήσει. Θέλω πράγματα, αγάπη, σχέσεις με τους άλλους, αλλά δε ξέρω αν θα προλάβω να τα έχω. Στιγμές, στιγμές, θέλω να ψιθυρίσω πως η ζωή είν’ ωραία, αλλά (σουτ!) δεν είναι της μόδας. Στιγμές, στιγμές, θέλω να φωνάξω πως η ζωή είναι σκατά: Κάτι ρέει ανάποδα. Τα μούτρα των μεγάλων μου κρύβουν κάτι. Μια μαύρη αυλαία μου κρύβει το μέλλον…

Κατεβαίνω στους δρόμους.

Και σκοτώνομαι.

 

Είμαι μπάτσος. Το μακρύ χέρι του νόμου. Η μπουνιά του. Δεν με πληρώνουν καλά, ούτε μου τα εξηγούν όλα, αλλά έχω όπλο. Δεν έχουν όλοι όπλο. Εγώ έχω. Άλλοι έχουν λεφτά, άλλοι εξουσία, εγώ έχω όπλο. Όποιος μου κουνιέται τα βάζει με μια εξουσία πιο μεγάλη από εκείνον, μια εξουσία που στηρίζεται σε μένα. Μου τη δίνουν οι εξυπνάκηδες που τα βάζουν με το Νόμο, αλλά δεν τους έχω όλους του χεριού μου. Κάθε άλλο. (Μερικούς με βάζουν να τους φυλάω).  Αλλά, πιο πολύ δεν τα πάω τα κωλόπαιδα του μπαμπά τους. Που με βρίζουν και με τσαντίζουν και μου πετάνε φωτιές. Ανάβω.

Κατεβαίνω από το περιπολικό

Και σκοτώνω.

 

Δεν είμαι ούτε 16αρης ούτε μπάτσος

Δεν ήμουν σ’ αυτούς τους δρόμους, δεν είδα το φόνο. Είμαι παλιός. Απ’ αυτούς που στα σπάνε γιατί δε προλαβαίνεις να τους πεις κάτι, και  όλο και κάτι παρόμοιο έχουν ζήσει. Αποστασιοποίηση. Ήμουν έφηβος στα Ιουλιανά και στις αποστασίες. Θυμάμαι το Σωτήρη Πέτρουλα/τραγούδι να  απλώνεται και να καλύπτει τους καπνισμένους δρόμους της Αθήνας.

Ωστόσο θέλω να καταλάβω.

Τι άλλαξε;.., τι έχει μείνει ίδιο;

 

Β.Ν.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , | 2 Σχόλια »

Τα λέει όλα… (in english humor)

Posted by vnottas στο 10 Νοεμβρίου, 2008

Και για να μη μείνουν παραπονεμένοι οι αγγλόφωνοι, φρόντισε και πάλι η Μισέλ.  Μόλις έφτασε…

 

If the global crisis continues, by the end of the year only two banks will
 be operational, the Blood Bank and the Sperm Bank!
 
 Then these 2 banks will merge and it will be called ‘The Bloody Fucking
 Bank’

 

Posted in ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Γενέθλια

Posted by vnottas στο 25 Μαΐου, 2008

Σήμερα, 25 του Μάη 2008 το ιστολογοφόρο συμπληρώνει ένα χρόνο πλεύσης.

Θα το γιορτάσω δημοσιεύοντας τρία ποιήματα του φίλου μου Νίκου Μοσχοβάκου

(Πολυετής σβέση φανού, εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2008).

Απολογισμοί και άλλα τέτοια (ίσως) τις μέρες που έρχονται…

 

ΑΠΛΩΣ ΘΥΜΑΜΑΙ

 

Υπήρξα σαλπιγκτής του Καρλομάγνου

και ποτέ μου δεν γνώρισα ήττα.

Με ηχήσεις παρορμητικές κι αυτοσχέδιες

συνόδεψα εφόδους και μάχες αξέχαστες.

Έδρεψα τιμές, αριστεία

και του βασιλέα τον έπαινο.

Όταν με το καλό αποσύρθηκα

τιμής ένεκεν μου χάρισαν

τη σάλπιγγα που κατείχα

Κρεμασμένη στον τοίχο του δωματίου μου

πλάι στα μετάλλια και το σπαθί μου

αποζητά ένα σάλπισμα.

Όμως εγώ δεν δύναμαι πια.

Απλώς θυμάμαι

πως υπήρξα σαλπιγκτής του Καρλομάγνου.

 

 

ΠΟΤΕ ΔΕ ΧΩΡΕΣΑ

 

 

Η κορνίζα δεν χωρεί το πορτραίτο μου.

Τα όριά της στερούν την έκφρασή μου.

Άσε που το μουντό χρώμα της

μου εξανεμίζει το αισιόδοξο βλέμμα.

Θραύω λοιπόν την κορνίζα

και το πορτραίτο μου μένει ελεύθερο.

Έτσι σαν σε καθρέφτη ατενίζω το είδωλό μου

χωρίς περιορισμούς χωρίς σκοπιμότητες

χωρίς αισθητικές ασάφειες.

Είμαι εγώ αυτός.

Όπως ακριβώς σας φαίνομαι

με απροσδόκητα σύνορα

με αδιευκρίνιστες προθέσεις

έτοιμος να εναντιωθώ σε επιλεγμένες προσαρμογές

και εντοιχισμούς ανάγκης.

Ποτέ δε χώρεσε σε κορνίζα το πορτραίτο μου.

 

 

 

 

ΕΠΑΡΚΕΣ

 

Ο μόνος που με καταλαβαίνει είσαι εσύ.

Γιατί ξέρεις να με διαβάζεις

από τα κάτω προς τα πάνω

από τα δεξιά προς τα αριστερά

από πίσω προς τα μπρος.

Και είναι επαρκές

να σε καταλαβαίνει ένας.

 

 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , | 4 Σχόλια »

Ωδή στις τηγανητές πατάτες

Posted by vnottas στο 15 Μαρτίου, 2008

Κάποτε τα ιδανικά και οι μεγάλες, ευγενείς ιδέες κυκλοφορούσαν άφθονα στο γύρο, δεν ήταν είδος σε εξάλειψη.

Και υπήρχαν λογιών λογιών: από ιδέες και ιδανικά που δένανε με τη κατεστημένη εξουσία, τη συντηρούσαν και την αναπαλαίωναν, ως άλλα, νεότερα, που την αμφισβητούσαν και την περιπαίζανε.

 Έτσι κι αλλιώς ¨καρφί διώχνει καρφί¨: μοναχά μ’ ένα όμορφο, ζωντανό, νέο ιδανικό, μπορούσες να αντιπαλέψεις τα φθαρμένα, τα ρητορικά και τα καλοβολεμένα. 

Μόνο που τα ιδανικά, κι εκείνα και τούτα, σε θέλουν στη τσίτα, τεντωμένο να προσαρμόζεις τη ζωή στον αγώνα. Είναι ένα παιχνίδι συναρπαστικό κι επικίνδυνο.

Κι αν κρατήσεις το καλούπι στενό τρελαίνεσαι, κι αν το κάνεις ευρύχωρο, δε φτιάχνεις ούτε την κοινωνία ούτε το μέλλον: φτιάχνεις σούπα.

 Τον καιρό εκείνο, όπου τα ιδανικά κυκλοφορούσαν στολισμένα με μεγάλα λόγια, καμιά φορά, χωρίς να το καταλάβεις, σκόνταφτες σε ¨πράγματα¨ απλά και γήινα, που σ’ αλείφανε με άλλου είδους χαρά και αισιοδοξία. Που σου χάριζαν μια ανάσα. Τότε το καλύτερο που ’χες να κάνεις ήταν να τα κρύψεις κάπου για μια ώρα ανάγκης.

Χτες το βράδυ βάλθηκα για ώρες να ψάχνω τα αποσυρμένα χαρτιά μου. Μια απελπισμένη τελειόφοιτη είχε ανακαλύψει ότι η γραμματεία δεν είχε καταχωρήσει τη βαθμολογία ενός μαθήματός μου, ενώ επρόκειτο να ορκιστεί. Άρχισα λοιπόν να ψάχνω σε παλιούς φακέλους και ακατονόμαστες στοίβες, μπας και βρω ίχνη που θα έλυναν το πρόβλημα. Λυπάμαι, αλλά από τότε που έδωσε το μάθημα έχουν περάσει τρία, τέσσερα χρόνια, δε τα κατάφερα. Ελπίζω να βρεθεί κάποια άλλη λύση… 

Ψάχνοντας, βρήκα μια από τις παλιές ανάσες: Αντιγραμμένη σ’ ένα κίτρινο πλέον χαρτί, ¨Η Ωδή στις τηγανητές πατάτες¨ του Πάμπλο Νερούδα. Δίστασα πριν την αντιγράψω εδώ. Μπας και βάλω ιδέες σε κανένα (αδίστακτο) διαφημιστή φαστφουντάδικων.

Τελικά είπα να το διακινδυνέψω:

Ωδή στις τηγανητές πατάτες

Τσιρίζει

το λάδι

ζεσταίνοντας

τη χαρά του κόσμου

οι τηγανητές

πατάτες

μπαίνουν

στο τηγάνι

σαν χιονισμένα

φτερά

πρωϊνού κύκνου

και βγαίνουν

χρυσωμένες από το τσιτσιριστό

κεχριμπάρι της ελιάς

Το σκόρδο

τους προσθέτει

το γήινο άρωμά του

το πιπέρι

σκόνη που πέρασε από τους υφάλους

και

ντυμένες

ξανά

με φιλντισένιο κοστούμι

γεμίζουν το πιάτο

με την επανάληψη της αφθονίας τους

και τη γήινη γευστική τους απλότητα 

images (30)

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , | 2 Σχόλια »

Ένα ακόμη ¨όχι¨

Posted by vnottas στο 27 Οκτωβρίου, 2007

 

Δεν ξέρω αν άλλος λαός έχει στο εορτολόγιό του μια μέρα αφιερωμένη στην ¨πρέπουσα άρνηση¨.

Δε μου προκύπτει.

Εμείς ναι. Εμείς γιορτάζουμε ακόμη το ¨όχι¨.

Έστω κι αν οι καιροί έχουν καταντήσει πια μαζικοί.

Έστω κι αν η εμπορευματική παγκοσμιοποίηση επελαύνει ισοπεδώνοντας αντιρρησίες και ενιστάμενους.

Έστω κι αν οι συνδιαλλαγές συνιστώνται πλέον ως πιο ¨καθώς πρέπει¨ από τις αμφισβητήσεις.

Έστω κι αν ένα ¨ίσως¨, ένα ¨μπορεί¨, ένα ¨θα δούμε¨ φαντάζουν πολύ πιο πολιτικώς ορθά από τη ρητή απόρριψη των ¨τελεσιγράφων¨ των εκάστοτε δυνατών.

Έστω κι αν σήμερα οι αρνητές, ακόμη και οι προσήκοντες, κινδυνεύουν να θεωρηθούν αντικαθεστωτικά στοιχεία και να απομονωθούν ή να εξοβελιστούν.

Ή ίσως  πάλι να είναι ακριβώς γι αυτό που μπαφιασμένοι από τους λογής λογής καθημερινούς συμβιβασμούς, θα επιθυμούσαμε ενδόμυχα να κραυγάσουμε ¨όχι¨.

Έστω συμβολικά.

Έστω με την ευκαιρία μιας εθνικής γιορτής.

Και να πανηγυρίσουμε προς τιμήν των ωραίων και δίκαιων αρνητών, που τότε μπορεί να εξέφραζαν αισθήματα πατριωτικά, σήμερα όμως θα έλεγαν ¨όχι¨ σε ένα σωρό πιο ύπουλες απειλές.

Γιατί δε θα είναι βέβαια σε βάρος των Ιταλών ή των Γερμανών εισβολέων που θα καλοντυθούμε, θα παρελάσουμε, θα γιορτάσουμε.

Αυτοί είναι πλέον καλοί φίλοι και -ως συνευρωπαίοι- συμμέτοχοι του μέλλοντός μας.

Ούτε στήνουμε την επέτειο μόνο για να θυμόμαστε την ήττα των τότε αυταρχικών καθεστώτων τους – άλλωστε και η δική μας χώρα είχε τότε προσβληθεί από την ίδια πολιτική αρρώστια.

Όχι, εκείνο που κάνει τη γιορτή διαχρονική είναι η αναφορά της στην απλή, ρητή άρνηση των καιροσκοπικών συμβιβασμών.

Η άρνηση ως αξιοπρέπεια, ως αυτοσεβασμός, ως πραγματική ελευθερία.

Το καίριο σημείο δεν είναι στην άνιση μάχη ούτε στην τελική νίκη, αν οι συγκυρίες το επιτρέψουν.

Η καίρια στιγμή, η δύσκολη στιγμή είναι όταν κανείς αποφασίζει να αντισταθεί, παρόλο που οι συσχετισμοί τον αδικούν, παρόλο που οι καιροσκόποι ήδη λακίζουν στην κατηφόρα της κατάφασης.

Αυτή είναι η στιγμή που αξίζει τη μνήμη και την επέτειο.

Και αφού μέχρι τώρα κανένας δε τόλμησε να προτείνει μια γιορτή για το ¨ναι¨, ένα πανηγύρι για το ¨μάλιστα¨, ένα πάρτι για το ¨γιες σερ¨, ένα συμπόσιο για το ¨οπωσδήποτε¨, για το ¨δίχως άλλο¨, για το ¨ό,τι πεις (αφεντικό)¨, μπορούμε ενδεχομένως με αφορμή την εικοστή ογδόη Οκτωβρίου να συζητήσουμε δημόσια τι πάει να πει σήμερα το ¨όχι¨.

Και σε ποιες περιπτώσεις θα άξιζε τον κόπο να το ξαναπροφέρουμε και να το υπερασπιστούμε.

 

 Βασίλης Νόττας   

Posted in Άπόψεις - Άρθρα, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Στ’ άρματα, στ’ άρματα…

Posted by vnottas στο 14 Σεπτεμβρίου, 2007

Καλό βόλι

[εκλογες ’07]

Posted in ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Leave a Comment »

Τα ζωτικά (1): Μη πετάς τη μπουκιά σου!

Posted by vnottas στο 31 Ιουλίου, 2007

Το κείμενο μετακόμισε εδώ δίπλα, στη στήλη ¨Σελίδες¨.

Θα το βρείτε κάνοντας ¨κλικ¨ στον τίτλο ¨μη πετάς τη μπουκιά σου¨.

Posted in Άπόψεις - Άρθρα, ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »