Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Επειδή οι προηγούμενες μέρες ήταν κάπως ζόρικες άφησα για λίγο το Ιστολογοφόρο να πλέει από μόνο του παρασυρμένο από τους ανέμους και έρμαιο των (ασταθών) νόμων του τυχαίου. Τώρα που τα πράματα πάνε να καλυτερέψουν αντιλήφθηκα ότι στην αναμπουμπούλα δεν ανάρτησα ένα ως συνήθως ενδιαφέρον και διασκεδαστικό κείμενο του Βασίλη Μεταλλινού που έφτασε στη Γέφυρα μαζί με την καινούργια χρονιά.
Σήμερα λοιπόν έχουμε Μεταλλινό και
Ιστορίες καραντίνας με espresso lungo και άρωμα Orient express
14 μήνες ταξιδιωτική αγαμησιά και στα εντευκτήρια του μυαλού συνωστίζονται τρελές αναμνήσεις ενός ανεπανάληπτου παρελθόντος…
Ανεπαισθήτως συνειδητοποιώ ότι πέρασαν 47 χρόνια απ’ το πρώτο μεγάλο ταξίδι.
Ιούλιος 1974, εποχή που ο Μάικλ Τζάκσον ήταν ακόμα μαύρος, το ραδιόφωνο στο κυλικείο του ΟΣΕ έπαιζε Terry Jacks το «seasons in the sun», μαθητής 4ης Γυμνασίου δέκα έξι χρόνων, τελών υπό υπαρξιακή σύγχυση, ανυπόφορα διψασμένος για νέες εμπειρίες και με μια κάρτα interrail στη κωλότσεπη, ξεκινούσα με το Οριάν Εξπρές ένα ταξίδι 30 ημερών στην Ευρώπη.
Μιλούσαμε τις προάλλες για τη λαϊκή μουσική της Πορτογαλίας, συγκεκριμένα για τα Φάντο (τα τραγούδια του Πεπρωμένου και της Νοσταλγίας), και είχα αναρτήσει μια προσπάθεια απόδοσης στα Ελληνικά ενός από αυτά, ένα φάντο τραγουδησμένο από τον Antonio Zambujo.
Συνέχισα να ψάχνω την πορτογαλική μουσική και έπεσα πάνω σ’ ένα άλλο δημιούργημα του Zambujo που δεν είναι ακριβώς Φάντο, αλλά μάλλον μια τρυφερή μπαλάντα αφιερωμένη σε ένα σκούτερ, μία Λαμπρέτα! Μου άρεσε και έχω τους λόγους μου. Όταν ήμουν έφηβος ζαχάρωνα κάτι ανάλογο: μια Βέσπα σε σκίτσο, ακριβώς δίπλα στο χρονογράφημα του Ψαθά, που βρισκόταν στην πρώτη σελίδα των ¨Νέων¨, κάτω αριστερά. Η διαφήμιση αναδημοσιευόταν για πολύ καιρό, αλλά το όνειρο για μια πιο στενή σχέση με το δίκυκλο παρέμενε άπιαστο.
Ελλείψει βέσπας βολευόμουν σποραδικά με ένα ασθενικό μηχανάκι που ο Γιάκης (ο αγαπημένος θείος μου), δεν πολυχρησιμοποιούσε και που νόμιζε ότι το να του βγάζει το μπουζί θα ήταν αποτελεσματικό μέτρο κατά των (πολυμήχανων) υφαρπακτικών αποπειρών μου.
Φυσικά όταν λίγο αργότερα βρέθηκα για σπουδές στην Ιταλία (Φλωρεντία) όπου τα οχήματα ήταν πολύ πιο προσιτά απ’ ότι στην Ελλάδα της εποχής, ένα από τα πρώτα πράγματα που κατάφερα να αποκτήσω ήταν μια χαμηλοκάπουλη βέσπα, τελευταίο χέρι, αλλά ακόμη κοτσονάτη.
Οι συνομήλικοί μου Ιταλοί ήταν τότε χωρισμένοι σε δύο φράξιες: στους ¨βεσπάδες ¨ και τους ¨λαμπρετάδες¨. Τα δύο δίκυκλα είχαν περίπου τα ίδια κυβικά, δεν έσταζαν λάδια ούτε έκαιγαν πόδια όπως τότε οι μοτοσικλέτες, αλλά είχαν αλλιώτικο ντιζάιν το ένα από το άλλο, κινητήρα διαφορετικής τεχνολογίας και οπωσδήποτε διαφορετικά ηχητικά γνωρίσματα. Η Λαμπρέτα έκανε περισσότερη φασαρία και είχε πιο σκαστό ήχο. Η Βέσπα ήταν πιο συμμαζεμένη και σχετικά αθόρυβη. ‘Όμως, εδώ που τα λέμε, οι Ιταλοί συμφοιτητές μου συμφωνούσαν ότι εκείνο με το οποίο μπορούσες να κάνεις ¨τα πάντα¨ είχε τέσσερις ρόδες. Ήταν το σούπερ αυτοκίνητο της εποχής: το πεντακοσαράκι. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Αυτές τις μέρες το Ιστολογοφόρο κλείνει εννέα χρόνια αρμένισμα στον διαδικτυακό ωκεανό. Όταν απέπλευσε, τον Μάη του 2007, φιλοδοξούσε ανάμεσα στα άλλα να χρησιμέψει ως βοηθητικό διδακτικό εργαλείο, μια που ο συντάκτης του δίδασκε τότε κοινωνιολογικά-επικοινωνιακά μαθήματα στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου. (Πράγματι οι φοιτητές μου προτιμούσαν ήδη να ενημερώνονται από το διαδίκτυο παρά από τον πίνακα ανακοινώσεων). Αυτή η χρήση κράτησε ως τον Αύγουστο του 2013, όταν ο υποφαινόμενος (ελπίζω όχι ως ένας από τους τελευταίους Μοϊκανούς) βγήκε στη σύνταξη.
Αυτές τις μέρες αναρωτιόμουνα αν θα έπρεπε να αναρτήσω κάποιο είδος επετειακού κειμένου ¨επί τη ευκαιρία¨. Τελικά αντί για ¨απολογητικό¨ ή ¨απολογιστικό¨ κείμενο, προτιμώ να αναδημοσιεύσω μια ενδιαφέρουσα ανάρτηση από το ιστολόγιο ενός σημερινού φοιτητή του τμήματος (το πρωτότυπο εδώ)
[Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά (οι φοιτητές μου) μου λείπουν]
Σημείωση: Αμέσως μετά σας έχω σχεδόν έτοιμη και την μετάφραση-απόδοση του τεσσαρακοστού Μπρασένς με τίτλο ¨Με όλο τον σεβασμό μου για σας¨
Η σχολή μου, δηλαδή η σχολή δημοσιογραφίας στο ΑΠΘ, έχει ένα ευρύ πρόγραμμα σπουδών. Είναι μάλλον μία σχολή εφ’ όλης της ύλης, όπως θα είναι και το επαγγελματικό μέλλον των φοιτητών της. Δεν ξέρω πώς ακριβώς διδάσκεις σε κάποιον το δημοσιογραφικό επάγγελμα και αν ρωτήσετε τους κακεντρεχείς, ούτε οι καθηγητές μου.
Στη σχολή μου δεν υπάρχουν μαθήματα Ρουφιανιά I και Ρουφιανιά II, όπως νομίζουν οι περισσότεροι. Δεν είναι κρυφό επίσης πως η πλειοψηφία έχει συνδέσει το δημοσιογραφικό επάγγελμα με ρυπαρά, διεφθαρμένα ποντίκια που θυσιάζουν όλα τους τα πιστεύω για μια καρέκλα και έναν παχουλό μισθό.
Αναρωτιέμαι δύο πράγματα. Το πρώτο είναι πόσοι απόφοιτοι της σχολής μου θα ασχοληθούν με το δημοσιογραφικό επάγγελμα και η απάντηση είναι «ελάχιστοι». Το δεύτερο είναι πόσοι από αυτούς θα είναι διεφθαρμένοι και πόσο, και η απάντηση είναι «δεν έχω την παραμικρή ιδέα».
Μου φαίνεται ενδιαφέρον που έχω δίπλα μου στο αμφιθέατρο τον εν δυνάμει Ευαγγελάτο. Τι μπορείς να πεις σε έναν ανερχόμενο Ευαγγελάτο; Μπορείς να τον δέσεις σε μια καρέκλα και να τον βασανίσεις μέχρι να παραδεχτεί ότι είναι ο πατέρας του Σαντικάι. Μπορείς επίσης να του δώσεις 18 παράσημα ανδρείας για τα 18 χρόνια που είναι σε σχέση με την Τατιάνα Στεφανίδου. Αλλά εκτός αυτού; Τι;
Προσφάτως σε ένα μάθημά μου ήρθε ένας από τους μάγειρες του Estrella (ένα εστιατόριο στη Θεσσαλονίκη), ο Δημήτρης Κοπαράνης. Ο Δημήτρης εκτός από μάγειρας είναι και συμφοιτητής μου, οπότε το ότι ήρθε στο μάθημα δεν είναι «επίτευγμα» αλλά «δείγμα καλού φοιτητή». Ο Δημήτρης λοιπόν ετοίμασε ένα easy-to-make προφιτερόλ. Παρόλο που οι πιθανότητες ήταν εναντίον του, κατάφερε να το ετοιμάσει μέσα σε μία αίθουσα με 27 κινητά να μαγνητοσκοπούν κάθε του κίνηση.
Το θέμα του μαθήματος ήταν η live κάλυψη αυτού του event από τους φοιτητές μέσω των social media. Φωτογραφίες, βίντεο, «αχ Δημήτρη ξαναχτύπα λίγο την κρέμα γιατί δε βγήκε καλή η φωτό» και άλλα τέτοια στιγμιότυπα από το backstage κάθε καλού ρεπορτάζ. Ο Δημήτρης μου είχε δώσει δύο κουτιά με κρέμα σαντιγί και τα κατέβασα στη γραμματεία, όπου έχει ψυγείο.
Κατεβαίνοντας λοιπόν αντίκρυσα στον τοίχο του πρώτου ορόφου, δίπλα ακριβώς από την γραμματεία, το σύνθημα «Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης», την ίδια στιγμή που 3 ορόφους πάνω μία νέα φουρνιά –ενδεχόμενων- δημοσιογράφων ήταν κατά κάποιον τρόπο «επί τω έργω» σε αυτήν την μάλλον απλοϊκή άσκηση. Μία άσκηση που δε σηκώνει παρερμηνεία, πίσω από την οποία δεν κρύβεται κανένα απολύτως συμφέρον και για την οποία δεν θα νοιαστεί απολύτως κανένας.
Με προβλημάτισε λοιπόν το ότι αυτό ίσως είναι το μέλλον. Ίσως κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το τρυπάκι του να δουλεύει τον κόσμο για παραπάνω λεφτά το μήνα. Με τρομάζει ακόμα περισσότερο το ότι αρκετοί «επαγγελματίες» δεν βλέπουν το κακό στο να φουσκώνουν λίγο τα νέα και το θεωρούν άκακο. Η άγνοια είναι άλλωστε απείρως χειρότερη της ραδιουργίας.
Δεν είχα και πολύ χρόνο να το σκεφτώ, οπότε έβαλα τη σαντιγί στο ψυγείο και ανέβηκα στον τέταρτο. Κανένας από τους συμφοιτητές μου δεν μου κάνει για μέλλον λαμόγιο. Κανένας δε θέλω να πιστεύω πως θα κοροϊδεύει την κοινή γνώμη για κάποια ευρώ τον μήνα. Στη φαρέτρα μου έχω μόνο αυτήν την ελπίδα αλλά μου αρκεί. Άλλωστε, για την νέα φουρνιά, δεν ξέρω αν είμαστε αλήτες και ρουφιάνοι: το μόνο σίγουρο είναι πως δεν είμαστε -ακόμη- δημοσιογράφοι.
Δυστυχώς, ένας αρκεί για να χαλάσει την πιάτσα. Αν υπάρχουν χίλιοι πάγκοι που πουλούν δυσάρεστες αλήθειες, θα σχηματιστεί ουρά στον έναν πάγκο που πουλά παρηγορητικά ψέματα.
Στα ντοκουμέντα της προηγούμενης ανάρτησης, θα ήθελα να προσθέσω και το παρακάτω ψήφισμα, που υποβλήθηκε στη Γενική Συνέλευση φοιτητών και διδασκόντων της Αρχιτεκτονικής από τον Λεονάρντο Ρίτσι (κοσμήτορα) και τον Ουμπέρτο Έκο (διδάσκοντα), το 1968.
Να συμπληρώσω επίσης ότι η Γενική Συνέλευση στην φωτογραφία της προηγούμενης ανάρτησης γίνεται στην Αυλή του κτιρίου San Clemente, όπου στεγαζόταν τότε το 3ο, 4ο, και 5ο έτος της Σχολής (τριένιο).
Από το αρχείο του συμφοιτητή Gabriele Corsani. Η μετάφραση και οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
ΨΗΦΙΣΜΑ Ρίτσι – Έκο
Η Γενική συνέλευση των τακτικών, έκτακτων και επιφορτισμένων με διδασκαλία καθηγητών της Αρχιτεκτονικής Σχολής, η οποία συνήλθε στις 20 Μαρτίου 1968, στην Μεγάλη Αίθουσα της Πρυτανείας, αφού έλαβε υπ’ όψιν τα ψηφίσματα Α και Β που παρουσίασαν οι φοιτητές, αλλά και τα πρόσφατα γεγονότα κατά τα οποία το φοιτητικό κίνημα διατύπωσε αναγκαιότητες και προτάσεις σχετικά με τη μελλοντική δομή των ιταλικών πανεπιστημίων∙
-δηλώνει ευθύς εξ αρχής ότι αναγνωρίζει πως το κίνημα της νεανικής διαμαρτυρίας διέπεται από αξίες που είναι απαραίτητο να ληφθούν υπ’ όψιν, καθορίζοντας έναν ¨ανοιχτό χώρο¨ όπου μπορεί να διεξαχθεί ένας έντιμος και ισότιμος διάλογος ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που ασχολούνται με το διδακτικό και ερευνητικό έργο, καθηγητές, συνεργάτες και φοιτητές.
–αναγνωρίζει την Γενική Συνέλευση ως τον τόπο όπου πρέπει να διεξαχθεί αυτός ο διάλογος και όπου πρέπει να συζητηθούν και να ψηφιστούν οι διάφορες προτάσεις για το μέλλον της Σχολής. Σε αυτόν τον τόπο και με στόχο την έντιμη και σαφή συζήτηση πάνω στα διάφορα ενδεχόμενα, κάθε καθηγητής θα δηλώσει τους λόγους της συμφωνίας ή της διαφωνίας του με τους γενικούς στόχους του κινήματος ή με τις μεμονωμένες ιδιαίτερες όψεις των φοιτητικών προτάσεων.
Στην ίδια αυτή Συνέλευση, το Συμβούλιο της Σχολής θα προτείνει εν τω μεταξύ συγκεκριμένες δυνατότητες για την τροποποίηση των δομών της Σχολής, που να μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσα στα όρια της σημερινής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου.
Σε κάθε περίπτωση, αφού αναγνωρίζεται η Γενική Συνέλευση ως τόπος δημοκρατικών και ισοδύναμων αποφάσεων, καθώς και η πειραματική της λειτουργία ως ¨καταστατική¨, η Συνέλευση των Καθηγητών δηλώνει ότι:
-Στην περίπτωση που η Γενική Συνέλευση ψηφίσει ένα σχέδιο διοίκησης της Σχολής που να μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα στο τυπικό πλαίσιο των ισχυόντων νόμων, το Συμβούλιο της Σχολής δεσμεύεται να εγγυηθεί την εφαρμογή και την νομική ισχύ των μεθόδων που θα κριθούν πιο κατάλληλες.
–Σε περίπτωση, αντίθετα, που η Γενική Συνέλευση ψηφίσει ένα σχέδιο διοίκησης της Σχολής που να μην προκύπτει εφαρμόσιμο χωρίς φανερή παραβίαση της τρέχουσας νομοθεσίας, αλλά που να εγγυάται την επιστημονική σοβαρότητα, οι καθηγητές δεσμεύονται να αναλάβουν την συνυπευθυνότητα των αποφάσεων της Συνέλευσης και να τις παρουσιάσουν στις αρμόδιες αρχές ως επίσημη απόφαση της Σχολής και ως ¨χάρτη¨ των αιτημάτων που χαρακτηρίστηκαν απαραίτητα για την επανεκκίνηση της πανεπιστημιακής ζωής.
Γι αυτό οι καθηγητές καλούν την Συνέλευση να ορίσει μια τεχνική επιτροπή που θα επιφορτιστεί, μαζί με το Συμβούλιο της Σχολής, να μελετήσει τις διαδικασίες σύγκλησης και λειτουργίας της Γενικής Συνέλευσης
Τις παρακάτω φωτογραφίες μου τις έστειλε η φίλη Σοφία Τσιτιρίδου, συμφοιτήτρια τότε στην αρχιτεκτονική σχολή της Φλωρεντίας και συνάδελφος αργότερα στο Αριστοτέλειο. Δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στην Φλωρεντινή έκδοση της εφημερίδας ¨Ρεπούμπλικα¨.
Ο Έκο που απεικονίζεται εδώ, είναι ακόμη νέος (εμείς, εννοείται, ήμασταν τον καιρό εκείνο ακόμη νεότεροι!) και συμμετέχει μαζί με τον τότε κοσμήτορα της σχολής Λεονάρντο Ρίτσι (μεγάλο αρχιτέκτονα και μια από τις συμπαθέστερες φυσιογνωμίες της φοιτητικής μου ζωής) σε μία από τις πολλές απανωτές γενικές συνελεύσεις της υπό κατάληψη (σχεδόν όλη την περίοδο 1968-69) σχολής μας.
Ο Έκο μας δίδασκε τότε (τις πολύ ενδιαφέρουσες και δημοφιλείς δικές του απόψεις) στο μάθημα της Decorazione (Διακόσμηση). [Αργότερα ως πανεπιστημιακός ανακάλυψα ότι το να διδάσκεις τις δικές σου απόψεις σε ένα μάθημα που, ενώ έχει εξελιχθεί, εξακολουθεί να φέρει την παρωχημένη του ονομασία είναι κάτι που συνηθίζεται].
Στην πρώτηφωτογραφία, στα δεξιά του Έκο κάθεται ο Μιχαήλ Άγγελος Καπονέτο, ηγετική τότε φυσιογνωμία του φοιτητικού κινήματος της Φλωρεντίας με εκπληκτικές ρητορικές ικανότητες, που ίσως μια άλλη φορά σας μιλήσω διεξοδικότερα γι αυτόν.
Η δεύτερηπανοραμική φωτογραφία είναι από συνέλευση στο προαύλιο της Αρχιτεκτονικής. Αγορεύει ο Καπονέτο. Ίσως, ψάχνοντας με τον κατάλληλο φακό, οι παλιοί μου συμφοιτητές μπορέσουν να βρουν κι άλλους παλιούς φίλους (ή την ίδια τη νεανική τους απεικόνιση).
Στη τρίτη φωτογραφία, σε μια από τις συνεχείς άτυπες συσκέψεις, της περιόδου εκείνης, στο κέντρο ο Ρίτσι (κρατάει το κεφάλι του), δίπλα του πάντα ο Καπονέτο (με τα γυαλιά) και όρθιος δεξιά με το γένι, ο Τζοβάνι Μπατσιάρντι, αργότερα βουλευτής της αριστεράς. Mαζί με τον καθηγητή Βιτσέντσο Μπεντιβένια, o Μπατσάρντι ήταν ένας από τους φίλους των ελλήνων αντιχουντικών της εποχής. Αργότερα είχαν και οι δύο λάβει μέρος σε ένα πολεοδομικό συνέδριο που είχα διοργανώσει (υπό την εποπτεία του αείμνηστου Θαλή Αργυρόπουλου) όταν ήμουν ακόμη στην εδώ Αρχιτεκτονική.
ΥΓ. Προσωπικά είχα κι άλλο υλικό από την εποχή αυτή, αλλά επιστρέφοντας στην Ελλάδα άρον άρον το καλοκαίρι του 74 και μη ξέροντας τι θα αντιμετωπίσω, άφησα εφημερίδες, φωτογραφίες, κλπ, μέσα σε μια βαλίτσα στην αποθήκη του τελευταίου σπιτιού που νοίκιαζα. Όταν χρόνια μετά το επισκέφτηκα γεμάτος νοσταλγία, βρήκα μονάχα έναν δυσαρεστημένο (για τη σαβούρα) νέο ιδιοκτήτη. Αλλά κι αυτή είναι μια ιστορία για μια άλλη φορά.
Η μικρή παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία πρέπει να υπάρχει ακόμη κάπου. Ίσως στο πατρικό σπίτι, ίσως ανακατεμένη μ’ εκείνες που συντηρεί κατ’ αποκλειστικότητα το μικρό μου αδελφάκι, στην Αθήνα.
Στην φωτογραφία, αν τα θυμάμαι σωστά, ένα μικρό μέρος καταλαμβάνω εγώ, τόσος δα, και κρατάω μια ανθοδέσμη. Μιλάμε για τη δεκαετία του πενήντα, πρέπει να είμαι στις πρώτες τάξεις του δημοτικού.
Τριγύρω διάφοροι τύποι της εποχής: Μεγάλοι κύριοι, κουστουμάτοι, με τα παντελόνια φαρδιά και τις ζώνες ψηλά στη μέση, μεγάλες κυρίες ταγιεράτες και καπελοφόρες.
Πέρα από την ομάδα των καλοντυμένων, δε θυμάμαι αν φαινόταν στο φωτογραφικό πλάνο, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι στο τοπίο κυριαρχούσε, η προαστιακή σχεδόν-ερημιά: εδώ κι εκεί τα μονόπατα, άντε δίπατα σπιτάκια, και τριγύρω άφθονα οικόπεδα-χωράφια. Όμως, κι ας μη το ξέραμε τότε (έξι χιλιόμετρα από την Ομόνοια), η Αθήνα ήδη κόχλαζε και εγκυμονούσε: όπου να ’ναι από τις αγκυλόμορφες (αλλά πανάσχημες) σιδερένιες ¨αναμονές¨ θα ξεπετάγονταν πανωσηκώματα, υπερβάσεις και λοιπές εξαμβλωματικές αυθαιρεσίες.
Μία ψηλή κυρία, στη μέση της φωτογραφίας σκύβει να πάρει τα λουλούδια και χαμογελά στον πιτσιρικά-εμένα, ο οποίος (πιτσιρικάς-εγώ) ντρέπεται λίγο, αλλά έχει αποφασίσει να τα βγάλει πέρα. Άλλωστε το καθήκον/ειδική αποστολή που μου έχει ανατεθεί δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Δεν έχει απαγγελία ούτε λόγια να τα θυμάσαι απ’ έξω. Το μόνο που μου είπανε είναι να παραδώσω τα άνθη στην ψηλή κυρία. Τα λόγια θα τα ‘λεγε, ή τα είχε ήδη πει -δεν θυμάμαι, ο κύριος Επίσημος.
Εγώ βρίσκομαι εκεί γιατί οι γονείς μου, και οι δύο, συμμετέχουν στα τοπικά κοινά, πάντα με την αντιπολίτευση, που μετά την εμφύλια αιματηρή ταραχή προσπαθεί κουτσά στραβά να ανασυγκροτηθεί. Εμένα αυτές οι συλλογικές ιστορίες μου αρέσουν και μπλέκομαι ευχαρίστως στα πόδια τους χωρίς να με νοιάζει πολύ που κατά κανόνα χάνουμε. Οι εκλογές, για παράδειγμα, μου φαίνονται πανηγύρι: οι μεγάλοι σε έξαψη κι εγώ μαζί να ξενυχτάμε για να καταγράψουμε και να αθροίσουμε (στην πίσω όψη ψηφοδελτίων που περίσσεψαν) τα αποτελέσματα που ξεφουρνίζει κάθε τόσο σε δυσκοίλια καθαρεύουσα το Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, Πρώτον Πρόγραμμα.
Εν πάση περιπτώσει, που και που υπάρχει και κάποια μικρή νίκη: κάποια πρόταση που περνάει στο συμβούλιο της κοινότητας, κάποιος δρόμος που ασφαλτοστρώνεται, μια στάση παραπέρα για το Λεωφορείο. Ή ακόμη, κάποια πλατεία να παίρνει ένα όνομα της προκοπής, κάποιου που να τ’ αξίζει.
Το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο όπου φοιτώ στις πρώτες τάξεις, είναι μακριά από το σπίτι. Ένα χιλιόμετρο και κάτι ανηφόρα (στον πηγαιμό) και δύο ρέματα ανεβοκατέβασμα. Πάντως, αν και ο τόπος είναι ακόμη αδιαμόρφωτος και αγροτικός, εδώ είναι μία από τις σπάνιες περιοχές της Αττικής όπου οι συγκυρίες έχουν επιτρέψει την σύνταξη ενός ρυμοτομικού σχεδίου. Άρα, διαθέτει δρόμους και πλατείες, μη ορατές δια γυμνού οφθαλμού, αλλά σαφώς τοπογραφημένες στο εν λόγω σχέδιο. Απέναντι από το Πρώτο Δημοτικό έχει προβλεφτεί μια τέτοια μεγάλη πλατεία.
Να ’μαι λοιπόν στα βαφτίσια της πλατείας, ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, με την ανθοδέσμη αγκαλιά και την ψηλή κυρία (εμένα μου φαίνεται θεόρατη) να γέρνει προς τη μεριά μου. Ευτυχώς δε με τσιμπάει στο μάγουλο, πράγμα που αποτελεί μια από τις πιο ενοχλητικές συνήθειες των μεγάλων της εποχής, αλλά μου χαμογελάει!
Χαμογελάω επίσης κι εγώ και παραδίδω τα άνθη.
Όμως η κυρία δεν είναι το κυρίως τιμώμενο πρόσωπο. Το κατ’ εξοχήν τιμώμενο πρόσωπο, εκείνο που θα δώσει το όνομά του την πλατεία στέκεται εκεί δίπλα και προσπαθεί, μέσω διερμηνέως, να καταλάβει τα καλά λόγια που του αφιερώνουν οι ρήτορες κατά τη διάρκεια της τελετής.
Ο δωρητής του ονόματος της πλατείας δεν είναι στρατηλάτης, δεν είναι πολιτικός, δεν είναι καν καλλιτέχνης. Είναι εφευρέτης! Το έχουμε ήδη μάθει στο σχολείο και μοιάζει ακριβώς με αυτό που μάθαμε: ένας εφευρέτης ευεργέτης!
Είναι ηλικιωμένος, ασπρομάλλης και το μόνο στράτευμα που του ανήκει είναι ένα άγημα ενισχυμένων αντισωμάτων που ανακάλυψε κρυμμένο σε κάτι μούχλες (όπως μας διευκρίνισε η κυρία Ζωή, η δασκάλα μας, βιολίστρια, φίλη της μητέρας μου και κάπως σαν την κυρία Μιμ του Ντίσνεϊ)
Παραδίδω τα άνθη, κάνω μεταβολή και προκειμένου να αποφύγω τυχόν τσιμπήματα στο μάγουλο την κάνω διακριτικά. Δε θυμάμαι αν πήγα να παίξω ή να διαβάσω απαγορευμένη λογοτεχνία (¨Μικρό Ήρωα¨)
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που συνάντησα τον Αλέξανδρο Φλέμιγκ. Την Αμαλία Φλέμιγκ θα τη συναντούσα ακόμη μία φορά καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα.
(συνεχίζεται…)
Υστερόγραφο: Μπορεί να μη βρήκα (ακόμη) τη φωτογραφία για την οποία σας μιλάω παραπάνω, ψάχνοντας όμως βρήκα μια επίσημη αναμνηστική φωτογραφία από το τέλος της τελετής. Βρίσκεται αναδημοσιευμένη στον επετειακό τόμο (Ηλιούπολη: Σελίδες Ιστορίας) που εξέδωσε ο Δήμος το 2006
Σε κάποιες σελίδες του ίδιου τόμου βρήκα απεικονισμένο τον πατέρα μου Θανάση Νόττα: πρώτος αριστερά στην πρώτη (προεκλογική συγκέντρωση σε καφενείο της Κάτω Ηλιούπολης) και όρθιος τρίτος από τα δεξιά στη δεύτερη. Πρέπει να ήταν τότε 34 χρονών.
Όχι βέβαια σαν κι αυτά που ξέρετε σήμερα. Πιο πολύ έμοιαζε με εξοχή κοντά στην πόλη. Δηλαδή ¨εξοχή¨ είναι μια κουβέντα. Ύπαιθρος, ταιριάζει καλύτερα. Ύπαιθρος που αρχίζει, αργά και βασανιστικά, να πήζει σε πόλη. Κάπως έτσι.
Από τη μια μεριά το βουνό. Αρχαίο. Στρογγυλεμένο. Με δάσος άκαφτο να κρέμεται στις βατές πλαγιές του και με προφήτη Ηλία σκαρφαλωμένο στο πρέπον υψόμετρο, να εποπτεύει όλο το χρόνο τις εξελίξεις στα πεδινά και να πανηγυρίζει κάθε Ιούλιο.
Από την άλλη η θάλασσα. Ορατή. Σε απόσταση περίπου μια ώρα και κάτι παιδικό ποδαρόδρομο, αλλά ανήκουσα σε άλλο δήμο, παραλιακό.
Ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα, στα όρια των δύο δήμων, περιώνυμη οδική αρτηρία, ασφαλτοστρωμένη αλλά όχι ιδιαίτερα φαρδιά τότε, ερχόταν από τις νοτιοανατολικές παραλίες και οδηγούσε κατ’ ευθείαν στο κέντρο της πόλης.
Κατά τα άλλα χωματόδρομοι, σπίτια από τούβλο – ένα ή δύο το πολύ πατώματα, λίγα πέτρινα εδώ κι εκεί και καμιά πλίθινη καλύβα απ τον καιρό που εδώ ήταν αγροί.
Τριγύρω άχτιστα οικόπεδα, αλάνες, χώμα στο χρώμα της ώχρας, σκόρπια δέντρα (πεύκα, κυπαρίσσια, συκιές, μουριές, καμιά αγριελιά, καμιά αυτοφυής πασχαλιά να ροδίζει) και αγριόχορτα. Την άνοιξη αγριολούλουδα, κατακόκκινες παπαρούνες και πλατώματα ολόκληρα γεμάτα με μαργαρίτες, κίτρινες και άσπρες. Χρώματα κι αρώματα.
Το καλοκαίρι τ’ αγριόχορτα ξεραίνονταν και τα καίγαμε, έτσι, για παιχνίδι, εμείς οι πιτσιρικάδες. Κανένας δεν το απαγόρευε, κανένας μεγάλος δεν ανησυχούσε που παίζαμε με τη φωτιά. Έδειχναν σα να χαίρονταν κι αυτοί, καθώς οι αραιοκατοικημένες σκοτεινές γειτονιές άστραφταν από φιδωτές φλόγες τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες.
Έτσι κι αλλιώς, του Άη Γιάννη ανήμερα, 24 του Ιούνη – θερινό ηλιοστάσιο, ντάλα καλοκαίρι -, τις φωτιές τις έστηναν κι οι ίδιοι οι μεγάλοι. Ήταν ο Κλήδονας ο περίφημος, που τότε δεν τον πολυκαταλάβαινα. Έβλεπα να ενδιαφέρονται πιο πολύ γι αυτόν τα κορίτσια και μάλιστα τα πιο μεγάλα και να σιγοψιθυρίζουν και να χασκογελάνε, και δωσ ’ του πήδημα πάνω απ’ τη φωτιά, που τώρα ήταν μεγάλη και φουντωτή, καταμεσής στο δρόμο.
[Τότε τα εθνολογικά και τα παραδοσιακά δε με ενδιέφεραν ιδιαίτερα και τον Σεφέρη δεν τον ήξερα ακόμη:
Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το ‘χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλη μας, Μαλάμω
Ναι, Μαλάμω. Τότε τα κορίτσια τα φώναζαν ακόμη Μαλάμω, και Αστέρω, και Χάιδω βεβαίως – βεβαίως, αλλά τα αστικά υποκοριστικά είχαν ήδη αρχίσει να ξωπετάνε τα αρχαιοπρεπή και τα βουκολικά με κατάληξη σε ωμέγα. Τα αστικά χαϊδευτικά της εποχής ήταν δισύλλαβα και στρογγυλά: Βούλα, Κούλα, Μπούλα, Λούλα, Λόλα, Λέλα, Πόπη, Καίτη …
Αλλά στα κορίτσια θα επιστρέψουμε… (αναπόφευκτα)].
Ας κλείνουμε όμως με τα βασικά χαρακτηριστικά του σκηνικού: Το τοπίο των παιδικών μου χρόνων περιλάμβανε ακόμη τους πιο, ας πούμε μυστηριώδεις, από τους κοντινούς χώρους: τις ρεματιές. Ξεκίναγαν αδιαμόρφωτες στους πρόποδες του βουνού και κατέληγαν βαθιές ρωγμές με ιδιαίτερη χλωρίδα και μικρο-πανίδα, καθώς πλησίαζαν στη θάλασσα.
Εκεί κάτω είχε πρώτες ύλες για παιχνίδια και πρώτες ύλες για φανταστικές ιστορίες και ονειροπολήσεις: άμμο, κροκάλες, φουντωτή πράσινη βλάστηση, πολλά καλάμια, καμιά αδέσποτη συκιά, κανένα βάτραχο, κανένα σκαντζόχοιρο που είχε κατηφορίσει απ’ το βουνό, μεγάλα σκουλήκια και μικρά φίδια.
Με τα γυρτά καλάμια και με χοντρό λάστιχο τετράγωνης διατομής από το ψιλικατζίδικο του κυρ Νίκου, μπορούσες να φτιάξεις υπέροχα τόξα, με τα λεπτά καλάμια και λίγο σύρμα, τυλιγμένο για βάρος στην κορυφή, είχες ωραιότατα βέλη.
Οι μανάδες φώναζαν, θα βγάλετε τα μάτια σας μ’ αυτά τα παιχνίδια, αλλά είχαν άδικο. Μόνο καμιά γρατζουνιά κι αυτή μόνο στις μάχες με την πάνω γειτονιά. Άλλωστε, άμα δεν είχες τόξα, ήσουν καταδικασμένος να μάχεσαι μόνο με τα ξύλινα σπαθιά, ή, ακόμη χειρότερα, με σπερδούκλια που πόναγαν και πιο πολύ.
Οι ρεματιές τον χειμώνα κατέβαζαν νερό. Μερικές φορές με ορμή και με βροντώδη βουή που ακουγόταν ως μακριά. Τότε βασικά δεν μπορούσες να περάσεις απέναντι και έτσι τα όρια ανάμεσα στις γειτονιές ήταν πολύ ευδιάκριτα. Οι πέρα και οι δώθε! Απ’ το Ρέμα!
Πάντως όι κύριοι τόποι μυστηρίου, άμα ήσουν πιτσιρικάς τότε, εκεί, ήταν (φυσικά) πιο πέρα, στους άξονες τριών τουλάχιστον κατευθύνσεων: Προς το πευκοδάσος στις πλαγιές του βουνού, προς τη θάλασσα όπου κατέληγαν οι ρεματιές και, κυρίως, προς την πόλη όπου κατέληγαν τα χοντροκομμένα λεωφορεία της εποχής.
Για πείτε μου τώρα εσείς: υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή που τα περιμένεις με ανυπομονησία και αυτά, τις πιο πολλές φορές, έρχονται;
Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή που εντέλει σε οδηγούν πάνω κάτω εκεί που είχες σκοπό να πας;
Είναι πολλά τα πράγματα που φέρνουν (αδυσώπητα) τους ανθρώπους κοντά –πολύ κοντά (έως ασφυκτικά κοντά) τον ένα με τον άλλο;
Απαντώ εγώ για σας: Δεν είναι πολλά, αλλά ναι υπάρχουν. Είναι μεγάλα, ελαφρώς χοντροκομμένα, έχουν χοντρά μαύρα ελαστικά και εκτελούν δημόσια δρομολόγια.
Όταν ήμουν μικρός περίμενα συστηματικά ένα τέτοιο έξω από το περίπτερο της γειτονιάς μου. Το έλεγαν (τότε) 108 και με πήγαινε από την Ηλιούπολη στη Δάφνη (για το γυμνάσιο) ή και ως την Ακαδημία για μεγαλύτερες εξερευνήσεις στον ιστό της Πρωτεύουσας.
Η μέρα που πρωτοπλήρωσα το αντίτιμο της διαδρομής με φοιτητικό κουπόνι (τέτοια είχαμε τότε) ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην ιστορία των μετακινήσεών μου. Εξ ίσου σημαντική με εκείνη, την ίδια περίπου εποχή, που (πάντα μέσα στο 108, κεντρικός διάδρομος) κάποιος, όχι όποιος κι όποιος –η αυτού προεξέχουσα φυσιογνωμία ο εισπράκτορας, αντί για ¨προχώρα μικρέ¨ μου είπε ¨προχωρήστε κύριε!¨
Βέβαια, η απώτερη επιδίωξη την εποχή εκείνη (τι επιδίωξη, όνειρο ήθελα να πω) ήταν να χειραφετηθείς από τον χοντρό πολύτροχο μεταφορέα και να αποκτήσεις μέσο μετακίνησης ιδιόκτητο και ιδιοκατευθυνόμενο, με δύο ή τέσσερεις ρόδες αδιάφορο. Εκείνο που είχε πρωταρχική σημασία ήταν να μπορεί να σε οδηγήσει, μαζί με το κορίτσι σου, σε μέρη απόμερα, σκιερά και διακριτικά.
Ένα τέτοιο μέσο φιγουράριζε συχνά στην πρώτη σελίδα των ¨Νέων¨, κάτω αριστερά, δίπλα στο χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά. Μια υπέροχη Βέσπα! Αλλά μέχρις ότου αυτό το όνειρο μπορέσει να υλοποιηθεί, υπήρχε πάντα το 108 και τα περιεκτικά του αδέλφια που κούτσα κούτσα σε πήγαιναν (θεωρητικά) παντού.
Αργότερα απόκτησα λογιών λογιών οχήματα, και φρόντισα εγκαίρως να πάρω στον γιό μου μια βέσπα για τις πρώτες του αυτόνομες μετακινήσεις. (Θυμάμαι τι ωραία που περνούσαμε όταν ανεβαίναμε στο άκαφτο ακόμη Σέιχ Σου για τα μαθήματα οδήγησης).
Ωστόσο μου κάνει εντύπωση πόσο δεμένος παρέμεινε κι αυτός με το 23, το λεωφορειάκι της Θεσσαλονίκης, όχι τεραστίων διαστάσεων, ικανό να ελίσσεται στην Πάνω Πόλη, που το χρησιμοποιούσε μαθητής για να κατεβεί ως το κέντρο –πήγαινε στο 10ο γυμνάσιο της Ικτίνου. Ακόμη και σήμερα , αν του δείξεις καμιά ωραία στο δρόμο και έχει διαφορετική αισθητική εκτίμηση, θα σου πει: ¨Μπα, στο 23 είχε πολύ καλύτερες!¨
Θα ήθελα να είχα μια εικόνα από το 108, αλλά αυτό ανήκει σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Γι αυτό μια μέρα που είχα κέφια, αποθανάτισα το 23 (στάση Αναστροφή-Πλάτανος) και το κρέμασα σε ένα τοίχο του σπιτιού μου.
Λεωφορείο το 2 – Αρλέτα – Σάννυ Μπαλτζή
ΥΓ. Γράφοντας αυτό το κειμενάκι και ψάχνοντας στο διαδίκτυο για εικονογράφηση σε τι πέφτω απάνω; Σε ένα 108 να κόβει βόλτες στο Σύνταγμα, σε εποχή μάλλον πρόσφατη, ως περήφανη αντίκα! Να το!
Έτυχε να βρω αυτό το ρομαντικό (λίγο ειρωνικό, λίγο σπαραξικάρδιο) τραγουδάκι του φίλου Μπρασένς πριν από την ισημερία και είπα να σας το προσφέρω ¨επί τη ευκαιρία¨, στις 22 τουΣεπτέμβρη ανήμερα, καθώς θα έμπαινε μετεωρολογικά το Φθινόπωρο.
Όμως στις 22 ήμουν σε οργισμένες ακεφιές, όχι μόνο για τα όσα συμβαίνουνε γύρω μας (ακόμη ένα πακέτο ¨μέτρων¨, ακόμη μια παραβίαση των κανόνων συμβίωσης και της κοινής λογικής), αλλά πιο πολύ για το πως μας τα διοχετεύουν οι παπαγάλοι των Μέσων (αντιφατικά, υποβολιμαία, με ασάφειες, με υπαινιγμούς, με πατερναλισμό, με μητερναλισμό(*), με υστεροβουλία, με μεροληψία, με μεμψιμοιρία, με άφθονη κακογουστιά, κακομοιριά και μιζέρια).
Τώρα, όσοι από εσάς παρακολουθείτε το Ιστολογοφόρο, (και ιδιαίτερα τις ¨σελίδες¨ αριστερά) ξέρετε την άποψή μου: Τα περισσότερα από τα δεινά που μας μαστίζουν οφείλονται στην έξαρση της ανισορροπίας ανάμεσα στις βασικές ¨εξουσίες¨: την πολιτική, την επικοινωνιακή και την οικονομική. Συγκεκριμένα, η οικονομική εξουσία κατάφερε να οικειοποιηθεί την επικοινωνιακή (ιδιοποιούμενη τα ΜΜΕ και εκμισθώνοντας/δημιουργώντας ¨μεταμοντέρνους¨ επικοινωνητές) και να εξαγοράσει σημαντικό τμήμα των φορέων της πολιτικής εξουσίας.
Βέβαια, θα μου πείτε ότι εάν έχουν έτσι τα πράγματα, πρέπει κανείς να είναι έτοιμος για τα χειρότερα και να μη πτοείται από τα εκάστοτε ¨πακέτα¨ και τις συνημμένες απειλές και τρομοκρατίες. Έχετε, ως συνήθως, δίκιο. Η ακεφιά και η κατάθλιψη είναι οι χειρότεροι σύμβουλοι, οι χειρότεροι σύντροφοι.
Γι αυτό σταματάω την γκρίνια και επιστρέφω, όσο ακόμα αυτό είναι εφικτό, στα απλά πράγματα της ζωής (που ξορκισμένα από το απαράμιλλο ραβδί της τέχνης μπορούν να γίνουν ως και λοστοί έξαρσης, ως και συνοδοί αγώνα).
Ας πούμε, για παράδειγμα, στο (παλιό) τραγούδι του ερωτευμένου που, στις 22 του Σεπτέμβρη, ανήμερα, προσπαθεί να αναρρώσει από τις χαρακιές μιας εγκατάλειψης.(**)
………………
(*) Υβριδική/¨εκσυγχρονισμένη¨ εκδοχή του κλασικού πατερναλισμού με ¨θηλυκό¨ πρόσημο, ιδιαίτερα του συρμού τελευταία.
(**)Για να σας τα πω όλα, έπεσα πάνω στο τραγούδι ¨22 του Σεπτέμβρη¨ καθώς μανουβράριζα τον Γκούγκλη ψάχνοντας υλικό για τις ¨3 του Σεπτέμβρη¨. Εκείνο που προσπαθούσα να βρω ήταν στοιχεία και τεκμήρια για το πώς σε εγκαταλείπει/προδίδει ξαφνικά, όχι ένας έρωτας, αλλά ένας ριζοσπαστικός συμβολισμός, ένα κοινωνικοπολιτικό όραμα…
……………..
Σημείωση 1. Στο τραγούδι αυτό, όπως συνηθίζεται στη γαλλική γλώσσα, ο ερωτευμένος απευθύνεται και ¨τα σέρνει¨ στην καλή του σε άπταιστο πληθυντικό αριθμό. Στην απόδοση διατήρησα αυτόν τον γλωσσικό τύπο, αλλά θα ήθελα να κάνω ορισμένες διευκρινίσεις:
Προσωπικά συμφωνώ με εκείνους που υποστηρίζουν πως η χρήση του πληθυντικού, όταν κανείς απευθύνεται σε ένα πρόσωπο, είναι έξω από το πνεύμα της ελληνικής γλώσσας, που στην ιστορική της διάσταση υπήρξε πολύ δημοκρατικότερος τρόπος έκφρασης. Ωστόσο, μετά την εισαγωγή του πληθυντικού (ευγενείας;) στα νέα ελληνικά, δημιουργήθηκαν τουλάχιστον δύο εκδοχές: μιλάς (ή σου μιλούν) σαν να απευθύνεσαι σε πολλαπλούς, για να επιβεβαιώσεις κοινωνική (οικονομική, μορφωτική) απόσταση, ή πάλι, χρησιμοποιείς αυτόν τον τύπο ομιλίας για να υποδηλώσεις καλή διάθεση και αποδοχή κάποιων τύπων συμβίωσης. Ο ενικός αντίστοιχα μπορεί, με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις, να υποδηλώνει από παθολογική αυταρχικότητα ως τρυφερή οικειότητα. (μια άλλη φορά θα σας διηγηθώ κάποια από τα ιλαροτραγικά που μου συνέβησαν όταν, ύστερα από πολύχρονη συνεχή διαμονή στο εξωτερικό, επέστρεψα στην Ελλάδα, με το γλωσσικό μου κριτήριο αναπόφευκτα αλλοιωμένο).
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι στην ελληνική γλώσσα δεν χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό αριθμό για να τα ψάλουμε στην ¨σκορδόπιστη¨ που μας εγκατέλειψε. Εδώ όμως διατήρησα αυτόν τον τύπο, γιατί μου φάνηκε ότι ενισχύει την ποιητική ατμόσφαιρα του μονόλογου. Και εδώ που τα λέμε δίνει στο ρομαντισμό του κειμένου μια εξωτική νότα, απ’ αυτές που, καμιά φορά, προσδίδουν πρόσθετη γοητεία στην καλλιτεχνική παραγωγή της Μέσης Δύσης.
Σημείωση 2. Όπως θα δείτε στο γαλλικό κείμενο ο Μπρασένς αναφέρεται στον Πρεβέρ και τα σαλιγκάρια του. Επειδή αυτά τα τελευταία δε χώρεσαν στην απόδοση, σας υπενθυμίζω ότι σας τα έχω ήδη παρουσιάσει αυτονόμως σε προηγούμενη ανάρτηση.
Και τώρα οι ήχοι:
1. Το τραγούδι από τον δημιουργό
Στα Ιταλικά (Salvo lo Galbo) Η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη σαν μ’ αφήσατε μόνο.
Τέτοια μέρα από τότε πάντα ψυχοπλακώνω
τη φτωχή μου καρδιά, καθώς σκέφτομαι εσάς.
Όμως λέω, αρκετά, από σήμερα αλλάζω.
Όχι δάκρυα πια, κι απ’ το νου μου σας βγάζω.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς!
Δε θα τριγυρνά πια στου φθινοπώρου τα φύλλα
αερικό που μου μοιάζει, στη ψυχή του η μαυρίλα
κάθε φύλου νεκρού, και με εσάς στην καρδιά…
Κι ο Πρεβέρ, ο ποιητής του φθινοπώρου των φύλλων,
ας με βγάλει απ’ τη λίστα των οπαδών και των φίλων
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Κάθε φορά, ως τα χτες, που άνοιγα τα φτερά μου,
χελιδόνι κι εγώ, χελιδόνια σιμά μου,
γκρεμιζόμουν ξανά, σαν σκεπτόμουν εσάς…
Του Ικάρου οι μανίες πια στο διάβολο πήγαν,
δε θα ‘ρθει η χειμωνιά, τα χελιδόνια κι ας φύγαν…
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, ημέρα της λησμονιάς
Στο μπαλκόνι για Σας μία γλάστρα έχω βάλει
Που με δάκρυα ποτίζω, κι ως τα τώρα χαλάλι.
Τ’ άνθη πού ‘χανε πάρει, από σας ευωδιά
Θα τα δώσω, αν περάσει, καν’άς μακαρίτης
Εγώ παύω να κλαίω, παύω να ‘μαι ισοβίτης
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, δε σας νοσταλγώ πια!
Τώρα πια απ’ την καρδιά μου ό, τι λίγο έχει μείνει,
δεν περνάει της ισημερίας τη δίνη,
τυλιγμένο σε φλόγα, αναμμένη από Σας.
Η μεγάλη φωτιά, πάει πια, έχει σβήσει…
Κανά κάστανο μόνο ίσως φτάνει να ψήσει.
Εικοσιδυό του Σεπτέμβρη, μέρα της λησμονιάς
….
…Και τι θλίψη χωρίς νοσταλγία για σας!
LE VINGT-DEUX SEPTEMBRE (Georges Brassens, 1964).
Un vingt-et-deux septembre au diable vous partîtes,
Et, depuis, chaque année, à la date susdite,
Je mouillais mon mouchoir en souvenir de vous…
Or, nous y revoilà, mais je reste de pierre,
Plus une seule larme à me mettre aux paupières:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
On ne reverra plus, au temps des feuilles mortes,
Cette âme en peine qui me ressemble et qui porte
Le deuil de chaque feuille en souvenir de vous…
Que le brave Prévert et ses escargots veuillent
Bien se passer de moi pour enterrer les feuilles:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Jadis, ouvrant mes bras comme une paire d’ailes,
Je montais jusqu’au ciel pour suivre l’hirondelle
Et me rompais les os en souvenir de vous…
Le complexe d’Icare à présent m’abandonne,
L’hirondelle en partant ne fera plus l’automne:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Pieusement noué d’un bout de vos dentelles,
J’avais, sur ma fenêtre, un bouquet d’immortelles
Que j’arrosais de pleurs en souvenir de vous…
Je m’en vais les offrir au premier mort qui passe,
Les regrets éternels à présent me dépassent:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Désormais, le petit bout de coeur qui me reste
Ne traversera plus l’équinoxe funeste
En battant la breloque en souvenir de vous…
Il a craché sa flamme et ses cendres s’éteignent,
A peine y pourrait-on rôtir quatre châtaignes:
Le vingt-et-deux septembre, aujourd’hui, je m’en fous.
Δεν είπα πως κλείνω (προσωρινά) τον κύκλο Μπρασένς; Είπα. Κι όταν το είπα, δεν εννοούσα τόσο προσωρινά. Αλλά λέω να υπαναχωρήσω. Το ¨Εχω ραντεβού μαζί σας¨, απλή και εύηχη μελωδία με τέσσερεις μόνο στροφές (μετά ανακάλυψα πως υπάρχει και πέμπτη), με έκαναν στην αρχή να κοντοσταθώ, μετά να πω: α, μπορεί και να πάει κάπως έτσι, μετά να τυπώσω τους γαλλικούς στίχους, να πάρω μολύβι και να αρχίσω να σημειώνω στο λευκό περιθώριο φράσεις που να μπορούν να καθίσουν στις νότες χωρίς να προδίδουν τελείως την (όμορφη) αίσθηση που προκαλεί το πρωτότυπο κείμενο. Βέβαια, έστω κι αν όλα γίνονται χάριν παιδιάς, θα πρέπει να πω ότι είμαι εν γνώσει του ότι άλλο ¨j’m’en fous¨ και άλλο ¨αδιαφορώ¨, άλλο ταβερνιάρισσα και άλλο ταβερνιάρης, και τα λοιπά, και τα λοιπά, αλλά τι να κάνουμε, αν μείνουμε πιστοί στις λέξεις δύσκολα θα προκύψει κάτι που να τραγουδιέται. Άσε που μπορεί να χάσουμε και σε ατμόσφαιρα.
Αυτά.
Α ναι. Η παραπανίσια στροφή, η πέμπτη, δεν υπάρχει στην ηχογράφηση του Μπρασένς, αλλά σε εκείνη της Πατασού. Ετσι τουλάχιστον προέκυψε από τη σχετική έρευνα στο διαδίκτυο.
Εδώ έχουμε:
Σε ήχο:
1. Τον Ζορζ Μπρασένς να τραγουδά J’ai rendez-vous avec vous.
2. Την ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
Και σε κείμενο: 1.Την πλήρη (5 στροφές) εκδοχή του τραγουδιού και 2. Την απόδοση στα ελληνικά
J’ai rendez-vous avec vous
Monseigneur l’astre solaire
Comm’ je n’l’admir’ pas beaucoup
M’enlèv’ son feu, oui mais, d’son feu, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La lumièr’ que je préfère
C’est cell’ de vos yeux jaloux
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Monsieur mon propriétaire
Comm’ je lui dévaste tout
M’chass’ de son toit, oui mais, d’son toit, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La demeur’ que je préfère
C’est votre robe à froufrous
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Madame ma gargotière
Comm’ je lui dois trop de sous
M’chass’ de sa tabl’, oui mais, d’sa tabl’, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
Le menu que je préfère
C’est la chair de votre cou
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Sa Majesté financière
Comm’ je n’fais rien à son goût
Garde son or, or, de son or, moi j’m’en fous
J’ai rendez-vous avec vous
La fortun’ que je préfère
C’est votre cœur d’amadou
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Mon patron, le vieux notaire,
Comme je n’en fiche pas un clou,
M’vire du bureau, mais du bureau, moi, j’m’en fous,
J’ai rendez-vous avec vous,
Le travail que je préfère,
C’est chanter rien que pour vous,
Tout le restant m’indiffère,
J’ai rendez-vous avec vous.
Έχω ραντεβού μαζί σας
Ο Ήλιος ο κατεργάρης
π’ ακτίνες μου στέλνει καυτές,
με σιγοψήνει, [ναι,] μα εγώ αδιαφορώ,
με σας απόψε θα βγω.
Η αύρα που μου ταιριάζει; Το πρόσωπό σας το αβρό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω
Μα κι ο σπιτό-νοικοκύρης
που όλα του τα χαλώ,
έξωση μου ’κανε, μα εγώ αδιαφορώ,
με εσάς απόψε θα βγω.
Το σπίτι που μου ταιριάζει; Η φούστα σας, το φουρό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Ακόμα κι ο ταβερνιάρης
που κάμποσα του χρωστώ,
το τζάμπα μου ’κοψε, μα εγώ αδιαφορώ
με σας απόψε θα βγω.
Το γεύμα που μου ταιριάζει; Είν’ στον λευκό σας λαιμό.
Για τα λοιπά δε με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Να κι ο λεφτάς παρταόλας
που του ’κατσα στο λαιμό,
δε με χωνεύει, ναι, μα εγώ αδιαφορώ
με σας απόψε θα βγω.
Ο πλούτος που μου ταιριάζει; Πάθος για σας φλογερό.
Για τα λοιπά δεν με νοιάζει,
με σας απόψε θα βγω.
Ως και το αφεντικό μου
-που δεν πεθαίνω για αυτό-
χτες με απόλυσε, μα εγώ αδιαφορώ,
με σας απόψε θα βγω.
Το έργο που μου ταιριάζει; Για σας είν’ να τραγουδώ.
Θόδωρο τον έλεγαν, αλλά όλοι εμείς οι κοντινοί κι οι συγγενείς τον φωνάζαμε Γιάκη.
Γιάκης Σταματόπουλος, αδελφός της μητέρας μου. Ήταν ο πιο εύστροφος και διασκεδαστικός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. Ήταν ωραίο να έχεις έναν τέτοιο θείο. Ιδιαιτέρα εκείνο τον παλιό καιρό που οι σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά και τους ¨μεγάλους¨, κατά κανόνα, δεν ήταν και τόσο φιλικές.
Τον θυμάμαι συχνά τον Γιάκη. Σήμερα τον θυμήθηκα ενώ σκάλιζα το βιογραφικό του Μπρασένς, μια που σκόπευα να ανεβάσω στο ιστολογοφόρο ακόμα ένα τραγούδι του τροβαδούρου. Στον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τον Μπρασένς, όπως και τον Γιάκη, τον είχαν στείλει στη Γερμανία, σε στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας.
Ο Γιάκης με πολύ πιο ζόρικες συνθήκες, μια που τον είχαν συλλάβει στην Αθήνα το Μάρτη του ’43 -παιδί γύρω στα είκοσι θα έπρεπε να ήταν τότε, στη διαδήλωση κατά της πολιτικής επιστράτευσης που επιχείρησαν οι Γερμανοί. Του είχαν βρει κι ένα πιστόλι πάνω του και θα μπορούσε να του είχαν συμβεί και χειρότερα πράγματα. Έτσι τουλάχιστον υποθέτω ότι θα σκεφτόταν η γιαγιά μου η Μαριγώ, για να παρηγοριέται.
Ο Μπρασένς κατάφερε να γυρίσει στη Γαλλία και να μείνει κρυμμένος ωσπου να τελειώσει η σύγκρουση. Ο Γιάκης έμεινε ως το τέλος εκεί και τα κατάφερε να μείνει ζωντανός.
Όχι μόνο. Γύρισε στο τέλος του πολέμου κουβαλώντας μαζί του δύο Γερμανίδες, μάνα και κόρη, που δε ξέρω πόσο τις είχε γοητεύσει, υποθέτω πολύ, που τον είχαν βοηθήσει και, τρομοκρατημένες όταν μπήκαν οι σύμμαχοι, θέλησαν να φύγουν από την ηττημένη χώρα.
Και όχι μόνο. Γύρισε έχοντας καταλάβει κάτι από το νόημα της ζωής. Κάτι ας πούμε, σαν την ικανότητα να ανιχνεύεις και να γεύεσαι τη χαρά της ζωής της ίδιας.
Είμαι σίγουρος πως εάν ο Μπρασένς είχε γνωρίσει το Γιάκη θα είχε γράψει κι ένα τραγούδι γι αυτόν.
Το τραγούδι που ακολουθεί τιτλοφορείται Trompe la morte, κάτι σαν ¨Ο Χαρομαχητής¨ και δεν έχει άμεση σχέση με τους συνειρμούς που παρατίθενται παραπάνω. Η απόπειρα απόδοσης των στίχων στα ελληνικά είναι απολύτως ερασιτεχνική, την έκανα με τη βοήθεια διαδικτυακών λεξικών και με κύρια φροντίδα να μπορεί να ταιριάξει (χωρίς πολύ ζόρι) με τη μουσική.
Ακολουθούν:
Σε κείμενο:
1.Οι στίχοι του Μπρασένς στα γαλλικά
2.Η προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά
Σε ήχο:
1. Ο ίδιος ο τροβαδούρος (Συμπεριλαμβάνεται στο τελευταίο άλμπουμ του Μπρασένς, που κυκλοφόρησε το 1976)
2. Μια ανάγνωση της απόδοσης που σκάρωσα
3. Μία πιο πρόσφατη εκτέλεση από τις πολλές που οι φίλοι του Μπρασένς ανεβάζουν στο διαδίκτυο (Gustave Nadaud)
Το τραγούδι έχει τίτλο Les passantes, το έχει μελοποιήσει ο Ζόρζ Μπρασένς, και οι περισσότεροι, ακόμη και η φίλη μου η Μισέλ, νομίζουν ότι και οι στίχοι είναι δικοί του. Πράγματι ο Μπρασένς έχει γράψει τους στίχους στα περισσότερα τραγούδια του. Σε αυτό όμως όχι. Αυτό το ποίημα το βρήκε το 1942 σε ένα βιβλιαράκι στον πάγκο ενός παλαιοβιβλιοπώλη, στο «ψειροπάζαρο» (που λένε οι Γάλλοι -και οι Ιταλοί) της Πορτ ντε Βανβ. Θα του αρέσει, θα μελοποιήσει σιγά σιγά τις επτά από τις εννέα στροφές, και δεν θα το τραγουδήσει δημόσια παρά πολλά χρόνια μετά. Ήταν γραμμένο από τον άγνωστο τότε ερασιτέχνη ποιητή Αντουάν Πολ.
Εδώ παρακάτω σας έχω:
1. Γραπτά:
α) Το κείμενο των εννέα αρχικών στροφών του Αντουάν Πολ,
β) Το κείμενο όπως το απέδωσε στα Ιταλικά ο Φαμπρίτσιο,
γ) Την απόδοση στα ελληνικά που σκάρωσα αυτές τις μέρες,
δ) Το ομώνυμο ποίημα του Κώστα Ουράνη, προφανώς εμπνευσμένο από τους στίχους του Πολ.
και
2. Σε ήχο:
α) Το τραγούδι ¨Οι Περαστικές¨ του Μπρασένς (πρώτη εκτέλεση το 1972),
.
.
β) Το ίδιο στην εκτέλεση του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ, στο άλμπουμ ¨Καντσόνι¨ του 1974,
.
.
γ) Την ανάγνωση της προσπάθειας να το αποδώσω στα ελληνικά
Ο μικρός ήρωας ήταν έφηβος, αλλά φορούσε κοντά παντελόνια.
Ο μικρός ήρωας αντιστεκόταν στους αυταρχικούς τύπους της εποχής του, όσο δυνατοί κι αν φαίνονταν.
Ο μικρός ήρωας δεν ήταν πραγματιστής.
Ο μικρός ήρωας αγαπούσε την πατρίδα του.
Ο μικρός ήρωας αγαπούσε την Κατερίνα, αλλά δεν της το είπε ποτέ καθαρά. Περίμενε τους αίσιους καιρούς που -πού θα πήγαιναν;- κάποτε θα έρχονταν… και θα ήταν, τότε, καιροί ειρήνης, αγάπης, έρωτα…
Και αν μετά την κατοχή και την αντίσταση ήρθαν οι καιροί του εμφύλιου εφιάλτη, ο μικρός ήρωας δεν το ήξερε, ούτε θα ’θελε να το ξέρει…
Ο μικρός ήρωας είχε ένα φίλο, τον Σπίθα, που πεινούσε. Πάντα!
Ο μικρός ήρωας είχε πολλούς σατανικούς εχθρούς, και τους νικούσε. Πάντα.
Ο μικρός ήρωας είχε σφεντόνα και κλεμμένο από τους κατακτητές αυτόματο.
Ο μικρός ήρωας ήξερε να μεταμφιέζεται και να ξεγελάει τους κακούς.
Ο μικρός ήρωας ήξερε να κρύβεται σε στρώματα, μπαούλα, και άλλους απίθανους κρυψώνες και να ξεγελάει τις ανήσυχες για το μέλλον μαμάδες.
Ο μικρός ήρωας έκανε παρέα στα σκοτεινά βάθη του μπαούλου με τον Γκαούρ, με την μελαψή Ταταμπού, με τον Έλληνα Υπεράνθρωπο, με τον Ποκοπίκο, με την Χουχού, με τον Κοντοστούπη…
Ο μικρός ήρωας μπορούσε να τρυπώνει ανάμεσα στα νομιμόφρονα εκπαιδευτικά βιβλία και να φτάνει παντού, ακόμα και στη σχολική τάξη παραπλανώντας δασκάλους και παιδονόμους επιστάτες.
Ο μικρός ήρωας μπορούσε να ανταλλαγεί. Ως σκληρό νόμισμα!
Με γκαζές, βώλους γαλατάδες, κλασσικά εικονογραφημένα, Καραγκιόζηδες, παραμύθια, Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν και -στις καθώς πρέπει συνοικίες- ακόμη και με τη Διάπλαση των Παίδων.
Ο μικρός ήρωας ήταν έφηβος με κοντά παντελόνια.
Ο μικρός ήρωας έζησε έφηβος εκατοντάδες επεισόδια.
Eκείνο ήταν ένα μεγάλο ξύλινο κουτί που ακουμπούσε στο πάτωμα και με ξεπερνούσε στο μπόι. Το καπάκι του άνοιγε από τη μια πλευρά, σαν το σεντούκι με τις μπατανίες και από κάτω ήταν ο στρογγυλός βελούδινος δίσκος και το γυαλιστερό ασημί μπράτσο με τη βελόνα.
Αυτό, το πάνω μέρος, λεγότανε γραμμόφωνο και χρειαζότανε πλάκες.
Η κοιλιά του κουτιού ήταν σκεπασμένη μ΄ ένα χοντρό πανί. Είχε ακόμη ένα γαλαζωπό μάτι που άλλοτε έφεγγε πολύ και άλλοτε λίγο, ένα φωτεινό παραλληλόγραμμο γεμάτο ακαταλαβίστικα γράμματα όπου σερνόταν μια κάθετη γραμμή και τρία κουμπιά που δεν πατιόντουσαν, αλλά τα γύριζες δεξιά και αριστερά. Αυτό το υπόλοιπο το έλεγαν ραδιόφωνο και όλο μαζί το λέγαμε ραδιοπικάπ.
Εγώ τότε ήμουν μικρός, αλλά δεν τα έχαβα και όλα. Δεν έχαβα, να πούμε, ότι αυτό ήταν ένα μαγικό κουτί που, από μόνο του, άμα ήθελε μιλούσε κι άμα ήθελε τραγουδούσε ή έπαιζε μουσική! Και μάλιστα, άλλοτε με φωνή άντρα, άλλοτε με φωνή γυναίκας, άλλοτε με φωνή παιδιού κι άλλοτε με φωνή χορωδίας!
Εγώ ήμουν γεννημένος στα μισά του εικοστού αιώνα, που πάει να πει γεννημένος ορθολογιστής και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έφτιαχνα μια εξήγηση για όλα:
Ήμουνα λοιπόν σίγουρος ότι το κουτί δεν μπορούσε να πάρει δικές του πρωτοβουλίες ενάντια στη στοιχειώδη αιτιοκρατία!
Απλούστατα εκεί μέσα κρυβόταν ένας νάνος-μάγος! Άλλοτε μόνος κι άλλοτε με την παρέα του! Ο χώρος ήταν αρκετός. Θα χώραγα κι εγώ εκεί μέσα, τόσος που ήμουνα τότε. Μάλιστα μια φορά προσπάθησα να τραβήξω το κουτί από τον τοίχο και να τρυπώσω μέσα από την πίσω μεριά, που υποπτευόμουνα πως είναι ανοιχτή και όπου αχνόφεγγαν περίεργες λάμψεις.
Αλλά έφαγα ένα τράβηγμα αυτιού που το θυμάμαι ακόμα!
Εικόνα δεύτερη
Το θέμα ήταν να μάθεις τα χούγια του Μάγου.
Ότι ήταν κυκλοθυμικός. Με τις μέρες του.
Έτσι, κατάφερνες να προβλέψεις πότε θα σου απάγγειλε αρχαία τραγωδία και πότε θα σου παίζε λαϊκά ή χορευτική μουσική.
Την Κυριακή, για παράδειγμα, μετά τις πρωινές πόλκες και τα βαλσάκια για να μας φτιάχνει το κέφι, το ΄ριχνε στις ψαλμωδίες. Ύστερα έπαιζε συμφωνική μουσική και έπρεπε εμείς οι μικροί να κάνουμε ησυχία. Μετά, την ώρα περίπου που μας ξαναστέλνανε στο φούρνο, αυτήν τη φορά για να πάρουμε πίσω το ταψί με το φαί ψημένο, άρχιζε το «θέατρο στο μικρόφωνο».
Εγώ φαίνεται ότι παρακολουθούσα με υπερβολικό ζήλο όλα τα «έργα». Το θέατρο της Τετάρτης και το θέατρο της Κυριακής δύσκολα τα ΄χανα. Και έτσι, σε συνέπεια με τις παιδαγωγικές μεθόδους της εποχής, σε μια φάση μου τα ΄χαν απαγορέψει όλα τα θέατρα. Είχα θυμώσει τόσο, όσο τότε που μου κάψανε τους «Μικρούς Ήρωες» και τους «Ταρζάν Γκαούρ» (ένα μπαούλο γεμάτο). Αν θυμάμαι καλά, είπαν ότι τα «αλί» και τα «ουαί», καθώς και τα υποβλητικά ηχητικά εφέ τρομάζουν τα παιδιά και τα κάνουν να βλέπουν εφιάλτες.
Που να ΄ξεραν τι είχαν να δουν τα μάτια των επόμενων γενιών πιτσιρικάδων!
(Εμένα πάντως, στις αρχαίες τραγωδίες δε με τρόμαζαν τόσο οι κραυγές και τα ταμπούρλα, όσο που οι ήρωες δεν κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα ούτε με τους θεούς ούτε με τις συμπτώσεις. Και αφού, τους είχαν που τους είχαν τους μάντεις και τους οιωνούς, γιατί δεν τους λογάριαζαν καθόλου, αλλά πήγαιναν κατ΄ ευθείαν και έκαναν τα ανάποδα από αυτά που τους είχαν συμβουλεύσει; Μετά, έλεγα εγώ, καλά να πάθουν αυτά που πάθαιναν και δεν έπρεπε να αγκομαχάνε και να ζητάνε τα ρέστα…)
Όμως ο μάγος, παρά τα δράματα και τα άλλα τραγικά που ξεφούρνιζε τακτικά, κατά βάθος ήταν γλετζές και του άρεσαν οι γιορτές και τα πάρτι.
Εκείνο τον καιρό στα σπίτια, και στα πιο φτωχά, γίνονταν συχνά γλέντια και πάρτι. Στα πάρτι διασκέδαζαν οι πιο νέοι και στα γλέντια διασκέδαζε όλο το σόι, ακόμη και οι παππούδες και οι γιαγιάδες.
Τότε έπιανε δουλειά ολόκληρο το κουτί.
Άμα υπήρχαν πλάκες δούλευε το γραμμόφωνο. Άμα δεν είχε, ή ήταν λίγες, τη μουσική έπρεπε να τη αναλάβει ο νάνος μάγος του ραδιοφώνου. Άμα κι αυτός δεν είχε όρεξη για μουσική αλλά έπιανε τα πολιτικά και τη μουρμούρα, τότε τον έκλειναν και αναλάμβαναν οι καλλίφωνοι της παρέας.
Βλέπεις, τότε, το κοινό ήξερε να προσαρμοστεί και δεν είχε ανάγκη από ντισκ τζόκευ και άλλους καβαλάρηδες.
Ο Μάγος δεν ήταν όποιος κι όποιος. Μερικές φορές έλεγε πράγματα μυστικά που δεν έκανε να τα ακούσουν όλοι. Και μάλιστα δεν τα ΄λεγε πολύ καθαρά, αλλά γεμάτα παράσιτα. Τότε οι μεγάλοι κάθονταν γύρω του, με το αυτί στο πανί της κοιλιάς του κουτιού και γύριζαν με μανία τη βελόνα στο παραθυράκι με τα γράμματα, μπας και τον καλοπιάσουν και τα πει πιο ξεκάθαρα. Οι γυναίκες μάλιστα φοβόντουσαν λιγάκι.
Φαίνεται ότι το χούι της μυστικής ακρόασης τους είχε μείνει από τον καιρό της κατοχής, τότε που το κουτί το είχαν κρύψει στο υπόγειο και είχαν παραδώσει στους γερμανούς ένα άλλο, μικρό και παλιό, που ήταν και χαλασμένο και δεν έπαιζε. Ίσως πάλι, έχοντας αίσθηση της κυκλικότητας της ιστορίας να μάντευαν ότι η ικανότητα να ψαρεύεις τα νέα σε ξένα νερά και στα βραχέα κύματα, θα τους χρειαζόταν και πάλι σύντομα. Όμως, μπορεί και να έφταιγε που στις κανονικές εκπομπές, τις καθαρές και χωρίς παράσιτα του Εθνικού Ιδρύματος και του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος, δεν τους τα λέγανε και τόσο καλά, γιατί οι μεγάλοι τ΄ ακούγανε και βρίζανε κάτω από τα μουστάκια τους.
Αλλά ήταν και κάτι νύχτες που ξενυχτούσαμε φανερά, όλοι, με το αυτί κολλημένο απάνω του. Ήταν οι νύχτες των εκλογών. Εκείνες τις νύχτες ήμασταν όλοι, μικροί μεγάλοι, εξοπλισμένοι με μολύβια και χαρτιά (οι πίσω μεριές από αχρησιμοποίητα ψηφοδέλτια χωρισμένες σε κολώνες), με υπομονή (ξέραμε ότι πρώτα θα ακούσουμε όλα τα αποτελέσματα που ήταν εναντίον μας), και, συνήθως, ψυχολογικά προετοιμασμένοι για το χειρότερο (που συνήθως και εσυντελείτο.)
Εικόνα τρίτη
Εγώ στο μεταξύ μεγάλωνα και άρχισα να καταλαβαίνω κάτι λίγα από λυχνίες, καλώδια και ερτζιανά. (Εγώ μεγάλωνα αλλά ο μάγος γινόταν όλο και πιο μικρός. Τώρα φορούσε τρανζίστορ και μπαταρίες και χωρούσε σε κουτάκια μεγέθους «Άρωμα Κεράνης»). Όμως οι σχέσεις μου με τον πρώτο νάνο μάγο, τον ακίνητο στο σαλόνι του σπιτιού παράμεναν αρκετά καλές. Τουλάχιστον αν κρίνω από το ότι ανταποκρινόταν θετικά στα σκουντήματα και στις φιλικές κατραπακιές που του έριχνα όταν άρχιζε να κάνει νάζια και διακοπές και λόξυγκες.
Έτσι είχα αποκτήσει τη φήμη του ραδιοφωνικού διορθωτή και με φώναζαν, ιδιαίτερα οι γιαγιάδες, άμα πάθαινε τίποτα η εκπομπή, προπαντός την ώρα που έπαιζε το «ημερολόγιο ενός θυρωρού» ή την «πικρή μικρή μου αγάπη».
Εμένα εκείνη την εποχή τα γούστα μου είχαν ελαφρά διαφοροποιηθεί και ανάμεσα στ΄ άλλα είχα ανακαλύψει τις απογευματινές μουσικές εκπομπές του αμερικάνικου σταθμού του «Ελληνικού».
Βέβαια, η ακρόαση ερχόταν λιγάκι οδυνηρή για τα αγγλικά μου, που, παρά τα μαθήματα στο «Ελληνοαμερικανικό Ινστιτούτο», δεν έλεγαν να απογειωθούν ικανοποιητικά. Ίσως και ολίγον ασυνεπής από άποψη φρονημάτων και ιδεολογίας. Αλλά τότε αυτά τα προβλήματα δεν έμπαιναν καν.
Έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζονταν ιδιαίτερα αγγλικά για να πιάσεις το ρυθμό του Φατς Ντόμινο.
Και, έπειτα, ποιος νοιαζόταν για την θεωρητική διάσταση της συνέπειας… Στην τάξη μου (μικτή πρακτικού στο Γυμνάσιο Δάφνης) κανένας. Κι ας ήταν μία από τις πιο πολιτικοποιημένες τάξεις της εποχής. Πηγαίναμε στη διαδήλωση για το Κυπριακό, βρίζαμε τους αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές και μετά εκτονώναμε την ένταση χορεύοντας ροκ με πάθος στα σπιτικά πάρτι. Μαζί με διάφορα λατινοαμερικάνικα και, αργότερα, μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο, με ζεϊμπέκικα και χασάπικα που μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν από τα καταγώγια και να εισβάλουν στα σπίτια με τα μωσαϊκά. Το θέμα της ιδεολογικο-πολιτικής συνέπειας θα μας απασχολούσε εξαντλητικά αργότερα, την εποχή της χούντας. Και κυρίως όσους δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο παρά ν΄ ασχολούνται μ΄ αυτό.
Τον καιρό εκείνο άρχισαν να αποκτούν μοντέρνες αποχρώσεις και έντονη ραδιοφωνική παρουσία και τα διαφημιστικά μηνύματα. Όμως ο πιο πολύς κόσμος, είτε γιατί ακόμη δεν είχε επαρκώς αλλοιωθεί είτε, απλούστερα, γιατί ακόμη δεν μετείχε στο καταναλωτικό πανηγύρι, δεν μάσαγε. Θυμάμαι ακόμα τι πλάκα γινόταν μ΄ αυτά τα «μηνύματα», όταν δεν ξεσηκώνονταν θύελλα οι διαμαρτυρίες.
(Ενώ με τις αφραγγίες του Κωτσόβολου -χωρίς λεφτά; βεβαίως χωρίς λεφτά: Κωτσόβολος- οι πιο πολλοί γέλαγαν, θυμάμαι τι εθνικός χαμός έγινε όταν ο άλλος θέλησε να διαφημίσει τα ξυραφάκια του δηλώνοντας ότι «τα γνωρίζει από την κόψη!». Θυμάμαι ακόμη- η αλήθεια είναι ότι έμεινε στην ιστορία των «δημοσίων σχέσεων»- την πρώτη απόπειρα μοντέρνας πολυδάπανης προεκλογικής εκστρατείας από τους πρωτοεμφανιζόμενους στην Ελλάδα ίματζ μέϊκερς για κάποιον υποψήφιο -ουδέποτε εκλεγέντα- με το εμφαντικό όνομα Όθων Λέφας Τετενές. Εκτός των άλλων, είχαν γεμίσει την Αθήνα με αφίσες με την αφεντομουτσουνάρα του και, βέβαια, η επέμβαση των κριτικών και ελευθέρων πνευμάτων είχε αμέσως, όχι μόνον προσθέσει μουστάκια και αφαιρέσει δόντια από το παχύ πρόσωπο του εικονιζόμενου, αλλά και μετατρέψει το όνομά του σε «Κόθων, Ελέφας, Τενεκές».)
Εικόνα τέταρτη
Έτσι όπως τα ΄φεραν οι καιροί τα πράγματα, είχα τη τύχη-ατυχία να είμαι τα χρόνια της χούντας έξω από την Ελλάδα. Και μια που το ενδεχόμενο της επιστροφής είχε νωρίς νωρίς αποκλειστεί, μου ΄ρθε νωρίς το σύνδρομο του ξενιτεμένου: ακατάσχετη νοσταλγία και εξιδανίκευση και της πιο απίθανης ελληνικότητας.
Το γεγονός ότι ζούσα ελεύθερα και ότι μπορούσα να βρίζω λίγο πολύ όποιον θέλω και να μαθαίνω πάνω κάτω ό,τι θέλω δεν με παρηγορούσε πολύ. Όπως λίγο με παρηγορούσε που οι ντόπιοι φίλοι και οι συμφοιτητές μου είχαν αρχίσει την εξέγερση των ηθών και της «φαντασίας», όταν σε μας έπρεπε ακόμη να αρχίσει η εξέγερση για τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα.
Έτσι μου συνέβη το εξής παράδοξο: την εποχή που όλοι (ας μην υπερβάλουμε, πολλοί) έλληνες άκουγαν κύρια Λονδίνο και Παρίσι και Ντόιτσε Βέλε, εγώ προσπαθούσα τα βράδια που η λήψη βελτιώνεται να πιάσω Ελλάδα.
Ούτε ΄γω δεν ήξερα τι ήθελα να ακούσω. Δεν ήταν βέβαια οι λογοκριμένες ειδήσεις, ούτε τα τραγούδια, έτσι κι αλλιώς μου στέλνανε μαγνητοταινίες οι φίλοι…
Αυτό που μ΄ έκανε να γυρίζω αργά τη ροδέλα των συχνοτήτων ήταν κάτι άλλο, απροσδιόριστο αλλά έντονο, που μου ΄φερνε μετά περίεργα όνειρα: πότε τον τακτικό περιπετειώδη εφιάλτη, γύρναγα, με κυνηγάγανε, με πιάνανε… και πότε το ωραίο όνειρο που με ξανάφερνε πίσω στους φίλους που δεν είχαν ακόμη σκορπίσει και στις γειτονιές που δεν είχαν ακόμη γίνει τσιμέντο.
Εικόνα πέμπτη
Μισά της δεκαετίας του ΄80. Αθήνα.
Το περιοδικό δήλωνε «για διανοούμενους και πολιτικά στρατευμένους». Ήταν λοιπόν φυσικό να το απασχολούν τα θέματα της έκφρασης και της επικοινωνίας. Έτσι διοργάνωσε τριήμερη ημερίδα (που έλεγε κι ένας φίλος μου, κομματικό στέλεχος, καλή του ώρα) για την ελεύθερη ραδιοφωνία. Επειδή είχα μια σχετική εμπειρία και άποψη, δήλωσα παρών και με καλέσανε.
Τον καιρό εκείνο στα ερτζιανά αλωνίζανε ερασιτέχνες, πειρατές και πειραματιστές που είχαν περικυκλώσει τα φρούρια των κρατικών σταθμών (όπου ακόμη κυμάτιζε η σημαία με την ξύλινη γλώσσα) και τα πολιορκούσανε.
Οι ερασιτέχνες ήτανε δύο λογιών: Οι εραστές της επικοινωνιακής τεχνολογίας, (που τη βρίσκανε με τα καλώδια, τα ακουστικά, τα μικρόφωνα, τους πομπούς, τις κεραίες, και τα άλλα εξεζητημένα εξαρτήματα) και που μετέδιδαν ο,τι να ΄ναι, και οι εραστές της «ανθρώπινης επαφής με μοντέρνους τρόπους» που μεταδίδανε μουσική και (σε απευθείας μετάδοση) τον έρωτά τους για την Κούλα της γειτονιάς.
Οι πειρατές ήταν πιο πρακτικοί τύποι: μετέδιδαν τραγούδια σκυλάδικα μαζί με διαφημίσεις για οικόπεδα και νυχτερινά κέντρα.
Οι πειραματιστές ήταν κάτι λίγοι με υγιώς δονκιχωτική αντίληψη, οι οποίοι ψάχνανε να βρουν τι το καλό μπορεί να προκύψει αν το μέσο ξεφύγει από το στενό μαρκάρισμα του κράτους.
Ήτανε κάμποσα γνωστά ονόματα στο αμφιθέατρο όπου διεξαγόταν η συνάντηση. Οι περισσότεροι, αφού πρώτα τα βάζανε με το κρατικό μονοπώλιο και κάνανε μνεία στο ηρωικό προηγούμενο του σταθμού του Πολυτεχνείου, μετά δήλωναν οπαδοί της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στα ερτζιανά. Μόνον έτσι, λέγανε, θα εξασφαλιστεί ο πλουραλισμός, θα απελευθερωθεί η επικοινωνιακή δημιουργικότητα και θα περισωθεί αυτή η ευγενής και ανυπότακτη κατηγορία μοντέρνων επικοινωνητών, οι ερασιτέχνες, που τώρα τους κυνηγάνε και τους φιμώνουν.
Εγώ και καναδυό άλλοι (αμελητέα μειοψηφία) είπαμε ότι εντάξει με την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου, αλλά στη θέση του ας πάρουν το λόγο οι συλλογικότητες. Και επειδή την εποχή εκείνη πολλές ελπίδες φορτώνονταν στη ράχη της καημένης της τοπικής αυτοδιοίκησης είχαμε κι εμείς την απάντηση διαθέσιμη: Ραδιοφωνική αποκέντρωση. Τα ραδιόφωνα στους δήμους και τις κοινότητες.
Τελικά τα πράγματα ήρθαν ως εξής:
Πράγματι, ο πολιορκητικός κριός που τελικά παραβίασε τις πύλες της κρατικής ραδιοφωνίας ήταν ορισμένοι μεγάλοι δήμοι με αντιπολιτευόμενους δήμαρχους.
Τότε το κράτος, για να έχει ήσυχη τη συνείδησή του, έφτιαξε έναν ενδιαφέροντα νόμο για τα ΜΜΕ, αλλά ξέχασε επιμελώς να τον εφαρμόσει.
Με το που νομιμοποιήθηκαν οι σταθμοί των μεγάλων δήμων άρχισαν να χάνουν ακροαματικότητα και στελέχη. Αυτά πέρασαν σιγά σιγά στα ιδιωτικά ραδιοφωνικά μεγαθήρια που άρχισαν να δικτυώνονται σ΄ ολόκληρη τη χώρα, ετοιμάζοντας παράλληλα την τηλεοπτική τους επίθεση.
Τους φουκαράδες τους ραδιοερασιτέχνες τους ξέχασαν όλοι (διανοούμενοι και μη) και δεν ξανάγινε πια λόγος γι αυτούς.
Εγώ, σε μια φάση, βρέθηκα να δοκιμάζω τις απόψεις μου στην πράξη, βοηθώντας στο στήσιμο μερικών μικρών δημοτικών ραδιοσταθμών…
Εικόνα Έκτη
Ή μάλλον εικόνες δύο, παράλληλες και αντικρουόμενες.
Από τη μια μεριά ο ενθουσιασμός και η ομαδική δουλειά και τα χαμόγελα στα κουρασμένα πρόσωπα των παιδιών που είχαν έρθει εθελοντικά να βοηθήσουν και τα ξενύχτια και οι νέες ιδέες και τα πειράματα και τα τηλέφωνα των ακροατών και οι τυρόπιτες δώρο από τη κυρία της διπλανής πολυκατοικίας και τα ευρήματα που διόρθωναν ως δια μαγείας τα ετοιμόρροπα τέως πειρατικά μηχανήματα και οι αυτοσχεδιασμοί και οι δίσκοι που ήταν προσφορές παλιών ερασιτεχνών και τα όρια του μέσου που -που και που- τα άγγιζες ή έτσι νόμιζες…
Και από την άλλη η συνοφρυωμένη και γεμάτη δυσαρέσκεια φάτσα του δήμαρχου που αλλιώς το νόμιζε το ραδιόφωνό Του και που είχε να δώσει λόγο όχι μόνο στις προσωπικές του φιλοδοξίες αλλά και στις ομάδες που τον στήριζαν και που ήξερε και κάποια δεσποινίδα με ταλέντο που θα βοηθούσε πολύ στις εκπομπές γιατί είχε ωραίο χαμόγελο -ίσως και ωραίο άρωμα- και που έπρεπε να κτυπήσει και το νομάρχη που του την έμπαινε και που στο κάτω κάτω είχε και τη γραφειοκρατία του Δήμου που έπρεπε να λάβει υπόψη, και που παρ΄ όλα αυτά ήθελε και ακροαματικότητα (που τη μέτραγε μόνος του) και που παρά τις προωθημένες του πεποιθήσεις ήθελε -ντάλα καλοκαίρι- οι εκφωνητές να είναι ευπρεπώς ντυμένοι, ποινή για τα κοντά παντελόνια το πέταγμα κλοτσηδόν από το στούντιο…
Άντεξα λίγο. Η δημοτική ραδιοφωνία αυτού του τύπου άντεξε λίγο περισσότερο. Τελικά οι δρόμοι για την άλλη λύση στο ραδιόφωνο πρέπει να πέρναγαν από κάπου άλλου…
Εικόνα έβδομη
Για πολύ καιρό γύριζα την Ελλάδα κάνοντας διαλέξεις. Έλεγα τα θεωρητικά επικοινωνιακά, περιέγραφα εμπειρίες και απογοητεύσεις, εξέφραζα ελπίδες…
Τώρα που και που επισκέπτομαι τα γιουσουρούμ και τα παλιατζίδικα. Τριγυρίζω ανάμεσα στα πράγματα που είχανε ζήσει και επιθυμούν να ζήσουν ακόμα
Ψάχνω για κανένα κουτί που να ανοίγει από πάνω και ει δυνατόν να έχει στην κοιλιά του ένα νάνο μάγο.
Ένα νάνο μάγο, έστω κυκλοθυμικό, που να έχει ακόμη όρεξη για κουβέντα…