(συνεχίζεται)
Archive for the ‘ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ’ Category
Σκηνές από τη δεκαετία του ’20..
Posted by vnottas στο 13 Μαρτίου, 2023
Posted in ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Είμαστε σε λάθος ράγα | 1 Comment »
Καλή Δευτέρα
Posted by vnottas στο 23 Φεβρουαρίου, 2023
Καθαρή, ανοιξιάτικη, με χαρταετούς…
Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Leave a Comment »
Λίγη Ρώμη ακόμη…
Posted by vnottas στο 17 Ιουνίου, 2022
Ρώμη απόψε νάζια μη μου κάνεις
Βόηθα με, καν’ την να μου πει το ¨ναι¨
Διάλεξε απ’ όλα τα αστέρια
Μόνο τα πιο αστραφτερά
Και λίγο φεγγαράκι να ‘ναι όλο για μας
.
Πες της, έφτασε η Άνοιξη εδώ πέρα
Στείλε εύφωνα τριζόνια να λαλούν τρι τρι
Δώσε μου και τ’ αεράκι
Αυτό που ‘ναι τάχα αθώο
Και κράτησε για μας
Ένα φανάρι
[όμως…]
Ρώμη για σκέρτσα απόψε δεν ειν’ ώρα
Βοήθησέ με ¨όχι¨ να της πω
Σβήσε όλα τα αστέρια
Ως και τα πιο λαμπερά
Κρύψε το φεγγαράκι
Κι όλα ας γίνουν σκιά
Μήτε η Άνοιξη με νοιάζει τώρα
Αντάρες θα ‘ρθουν αν της πω το ¨ναι¨
Χαμήλωσε και τ’ αεράκι
Που με τσαλίμια φυσάει
Ρώμη για σκέρτσα απόψε δεν ειν’ ώρα…
Η μουσική είναι του Armando Trovajoli, οι στίχοι των Pietro Garinei και Sandro Giovannini και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1962 (στο θέατρο Sistina της Ρώμης) στα πλαίσια του μουσικού θεατρικού έργου ¨ Rugantino¨. Το τραγούδι ερμηνεύτηκε από πολλούς καλλιτέχνες, άλλοτε σαν ο μονόλογος ενός ερωτευμένου που παρακαλεί τη Ρώμη να βάλει ένα χέρι προκειμένου να τα βρει με την αγαπημένη του (1η στροφή), άλλοτε ως έμμεσος διάλογος εκείνου και εκείνης μια που ο ένας εκλιπαρεί για το ¨ναι¨ ενώ η άλλη προτιμά το ¨όχι¨(1η και 2η στροφή) και, ακόμη, σαν η βασανιστική αμφιβολία του ενός απ’ τους δύο για τις επερχόμενες (καλές αλλά και κακές) παρενέργειες της σχέσης.
Σημείωση 1: Η φράση ¨reggeme er moccolo¨επί λέξει σημαίνει ¨κράτα μου το απομεινάρι του κεριού¨ αλλά χρησιμοποιείται και για όποιον παραβρίσκεται (εκών ή άκων) στις ερωτικές διαχύσεις τρίτων, (ακριβώς όπως εμείς θα λέγαμε [;] ¨κράτα μου το φανάρι¨
Σημείωση 2: Η φράση ¨tiemme ‘na mano in testa pe’ dì de no¨, επί λέξει: ¨βάλε το χέρι σου στο κεφάλι μου για να της πω όχι¨ υποθέτω ότι υπονοεί ότι η άρνηση μπορεί μεν να εκδηλωθεί με μια κίνηση του κεφαλιού, αλλά το κεφάλι ενδέχεται να κάνει του κεφαλιού του και έτσι (αν δεν βάλεις το χέρι σου ή το χέρι κάποιου άλλου ) να εκδηλωθεί η εσωτερική παρόρμηση για ναι και το κούνημα να θεωρηθεί ως νεύμα κατάφασης!
.
Εδώ με τον Μπρούνο Μαρτίνο
.
Εδώ με τον Νίνο Μανφρέντι και τη Λέα Μασάρι
.
…και μια ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά.
.
Roma nun fa’ la stupida stasera
damme ‘na mano a faje dì de sì.
Sceji tutte le stelle
più brillarelle che c ‘hai
e un friccico de luna tutta pe’ noi.
Faje sentì ch’è quasi primavera,
manna li mejo grilli pe’ fà cri cri.
Prestame er ponentino
più malandrino che c’hai.
Roma reggeme er moccolo stasera.
.
Roma nun fa’ la stupida stasera
damme ‘na mano a famme dì de no,
spegni tutte le stelle
luccicarelle che c’hai
nasconneme la luna, se no so’ guai.
Famme scordà ch’è quasi primavera,
tiemme ‘na mano in testa pe’ dì de no.
Smorza quer venticello
stuzzicarello che c’hai.
Roma, nun fa’ la stupida stasera.
Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Leave a Comment »
Μικρές διευκρινίσεις (και κάτι λίγα επετειακά)
Posted by vnottas στο 13 Ιουνίου, 2022
Ένα.
Εντάξει, συμβαίνουν κι αυτά: το Ιστολογοφόρο βρέθηκε για αρκετό καιρό έξω από τα νερά του, όπου και αντιμετώπισε φουσκοθαλασσιές και ζόρικους ανέμους. Αποτέλεσμα: οι επικοινωνίες γίναν (αναπόφευκτα) πιο δύσκολες και έτσι έχουμε καιρό να τα πούμε.
Δύο.
Όμως νάτο που καταπλέει ξανά, πλαισιωμένο (μεταξύ άλλων) με μελωδίες και στίχους τραγουδιών που σκάνε (μύτη) στις γύρω θαλασσινές επιφάνειες μαζί με (αναμενόμενες) αναμνήσεις και νοσταλγίες.
Τρία.
Εν τω μεταξύ μια ματιά στο ημερολόγιο καταστρώματος μου επιβεβαιώνει ότι πρόσφατα (στα τέλη του περασμένου Μάη) το αρμένισμα στις Διαδικτυακές Θάλασσες συμπλήρωσε (αισίως ή απαισίως) δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Τέσσερα.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε οι απολογισμοί ούτε το καλούπιασμα των πεπραγμένων μ’ αρέσουν ιδιαίτερα. Ας θυμίσω λοιπόν, όσο πιο συνοπτικά γίνεται:
- Ότι στην αρχή και για εφτά, οχτώ χρόνια το Ιστολογοφόρο λειτούργησε ως βοηθητικό εργαλείο επαφής με τους φοιτητές, είτε σε σχέση με θέματα εκπαιδευτικών διαδικασιών είτε με αναρτήσεις κειμένων, κυρίως ¨κοινωνικής επικοινωνίας¨.
- Ότι στη συνέχεια αναρτήθηκαν ¨διάφορα¨ ετερογενή, όπως πχ μεταφράσεις αλλόγλωσσων ποιημάτων, ελεύθερες αποδόσεις στίχων ξένων τραγουδιών, θεατρικά κείμενα, καθώς και ολόκληρο το μυθιστόρημα Κύλικες και Δόρατα το οποίο δημοσιοποιήθηκε καθώς γραφόταν εν είδει feuilleton.
Πέντε
Στην πλεύση βοήθησαν δημιουργικοί φίλοι καθώς και εξ ίσου δημιουργικοί άγνωστοι των οποίων δημοσιεύτηκαν μηνύματα και πεζά ή έμμετρα κείμενα.
‘Εξι
Ας πω επίσης ότι η παράλληλη συμμετοχή μου στο ¨προσωποβιβλίο¨ υπήρξε τυπική και ουσιαστικά διάρκεσε πολύ λίγο. Γι αυτό θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από όσους ζήτησαν φιλική επαφή εκεί και να τους προσκαλέσω εδώ, όπου υπάρχουν εξ ίσου δυνατότητες επικοινωνίας, αν και λιγότερο «καλουπωμένες».
Αυτά για την ώρα και στο επανιδείν (όπου νάναι).
Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Διευκρινίσεις | Leave a Comment »
Συνέβη κι αυτό…
Posted by vnottas στο 20 Ιουνίου, 2021
Ο εκδοτικός οίκος Ι. Σιδέρης συμμετέχει στον διαγωνισμό βιβλίου των καταστημάτων ¨Public 2021¨ (βιβλία που πρωτοκυκλοφόρησαν το 2020) και συγκεκριμένα στην κατηγορία Ελληνικό Μυθιστόρημα με το ¨Κύλικες και δόρατα¨ του Βασίλη Νόττα. Για την επιλογή των δημοφιλέστερων ψηφίζει το κοινό ως τις 2 Ιουλίου. Περισσότερες λεπτομέρειες εδώ, εδώ κι εδώ.
Posted in ΚΥΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΟΡΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Διαγωνισμός | Leave a Comment »
Posted by vnottas στο 8 Μαΐου, 2021
Τρία ποιήματα από τον Νίκο Μοσχοβάκο
ΑΛΛΑΓΗ
Ήλθε ο άλλος καιρός!!
Αυτός που όλοι προσδοκούσαμε.
Όμως κάτι άλλαξε
μου φαίνεται κάτι άλλαξε…
Βραδιάζει μελαγχολικά…
ΥΠΕΡΟΠΤΗΣ ΤΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ
Καβάλα στον ίππο της ωραιόχαιτης αμετροέπειας
καλπάζω χωρίς αναστολές και δισταγμούς
με της αλαζονείας το λάβαρο ν’ ανεμίζει
και της ιταμότητας το χαμόγελο στο πρόσωπο.
Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Νίκος Μοσχοβάκος | Leave a Comment »
Στο φεγγαρόφωτο
Posted by vnottas στο 1 Δεκεμβρίου, 2020
Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
(από το διαδίκτυο σε μτφρ Μ. Αλεξανδρόπουλου)
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Απόψε θα ’χουμε φεγγάρι.
Ορίστε φάνηκε
αρχινάει να βγαίνει.
Νάτο ψηλά στον ουρανό κρέμεται κιόλας
Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | 1 Comment »
Μαθήματα ανατομίας
Posted by vnottas στο 27 Ιουλίου, 2020
Αυτό το καλοκαίρι στα βιβλιοπωλεία, εκτός από τον ¨Λύκο που γέρασε¨, υπάρχει ακόμη μια δουλειά του Ηλία Κουτσούκου. Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο ¨Μαθήματα ανατομίας¨. Οι εκδόσεις είναι ¨Μελάνι¨ και στο οπισθόφυλλο αναγράφονται τα εξής:
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Διηγήματα, Ηλίας Κουτσούκος, Ποιητικά κείμενα | 1 Comment »
Αταξινόμητοι ρόμβοι και Όνειρα απραγματοποίητα (οι Κόλακες χώρια)
Posted by vnottas στο 25 Ιουλίου, 2020
Τρία πρόσφατα ποιήματα του Νίκου Μοσχοβάκου
(Μου τα έστειλε ο Νίκος πριν φύγει για τη Μάνη)
ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟ
Καλοκαιρινό απόγευμα
που με την αδιευκρίνιστη συννεφιά του
νοσταλγίας μικρούς κύκλους
γεμίζει τις ώρες της μοναξιάς
και σαν κύμα παλινδρομικό μέσα μου
πάει και φέρνει
όλα όσα πέρασαν και φύγαν
με την οσμή τους να πλανιέται
χωρίς προφυλάξεις ένα γύρω
και την εικόνα των ματωμένων γονάτων μου
να δείχνει από πού πέρασε η τέρψη
των θεών η απαράμιλλη αυθαιρεσία.
Ανυπομονώ να ταξινομήσω τους ρόμβους
των κατασταλαγμένων μου απόψεων
και να διεκδικήσω πεισματικά
ό,τι πάντα ήταν δικό μου: την τελείωση.
Πλάι μου κόλουροι κώνοι ελπίδας
και πυραμίδες ανώφελων μυστικών
ισχύουν και καθοδηγούν σταθερά
μια πορεία ελλειπτική, τελέσφορη όμως
που γνώση και ομορφιά συμβαδίζουν
και ζητούν το απόσταγμα της ηδονής
το θεμέλιο αυτού του ανυπεράσπιστου κόσμου.
Κι εκεί που μέσα σε μουσικές εκκωφαντικές
και σιωπές αινιγματικής ευκρίνειας
αναμοχλεύεται ο λόγος ύπαρξης
έφιππος εγώ διασχίζω τη φθορά
σα να επείγομαι
ν’ αποκρύψω την αλήθεια
με την επάρκεια ταχυδακτυλουργού.
Όμως είναι πια κατάδηλο
ότι ανάμεσα σε κύκλους, ρόμβους
κόλουρους κώνους και πυραμίδες
αναζητώ με συνέπεια γεωμέτρη
το ακριβές εμβαδόν των πεπραγμένων
με εμμονή στην ευκλείδεια γεωμετρία
πάντα πιστός στο αξίωμα
ότι μεταξύ δύο σημείων
μία ευθεία άγεται.
*
ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΔΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ
Στα σκοτεινά δωμάτια του μυαλού μου
όνειρα στοιβαγμένα, κουρελιασμένα, απραγματοποίητα
νοτισμένα στην υγρασία της πίκρας
περιμένουν να λυτρωθούν μέσα
στην πηχτή νύχτα του θανάτου. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Γεωμετρικό, Κόλακες, Νίκος Μοσχοβάκος | 1 Comment »
Ζεύξη ασωμάτων
Posted by vnottas στο 14 Φεβρουαρίου, 2020
Την ερχόμενη Τρίτη 18/2/20 ο Νίκος παρουσιάζει στην Αθήνα τη νέα ποιητική συλλογή του. Παρακάτω η πρόσκληση.
Ένα από τα ποιήματα:
ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
Αφού εφόνευσε όλους τους μνηστήρες
ως όφειλε ο Οδυσσέας
ασχολήθηκε επιμελώς με τα του οίκου του.
Επέδειξε ένοχη τρυφερότητα στην Πηνελόπη
συμβούλευσε αριστοτεχνικά τον Τηλέμαχο
τους πιστούς υπηρέτες και φίλους
ευχαρίστησε για τη συνδρομή τους.
Δεν πέρασε ούτε μήνας όμως
όταν τους κάλεσε πάλι
και με φωνή γεμάτη φλόγα πίστης δήλωσε:
Αναχωρώ αύριο το πρωί για ταξίδι πρωτόγνωρο
σιγά μην αφήσω τον Χριστόφορο Κολόμβο
να ανακαλύψει πρώτος την Αμερική.
Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Ζεύξη ασωμάτων | Leave a Comment »
Εδώ που το σκέφτομαι…
Posted by vnottas στο 24 Νοεμβρίου, 2019
Λίγος (αποφθεγματικός) Μπένι ακόμη…
Πάντα
Το μέλλον του ανθρώπου
σε δραματική καμπή:
είδα ένα πάντα
με τη φάτσα μου τυπωμένη στη μπλούζα του
(ένας επιστήμονας που ανησυχεί)
Καμηλοπάρδαλη
Η καρδιά της καμηλοπάρδαλης
βρίσκεται μακριά απ’ τις σκέψεις της
ερωτεύτηκε χτες
και ακόμη δεν το ξέρει
(ο γιατρός της)
Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Αποφθέγματα, Καμηλοπάρδαλη, Πάντα, Στέφανο Μπένι, Stefano Benni | Leave a Comment »
Κουβεντιάζοντας βουστροφηδόν…
Posted by vnottas στο 23 Σεπτεμβρίου, 2019
Μια συνομιλία ανάμεσα στον Βασίλη Νόττα και τον Γιώργο Καλιεντζίδη μεταδόθηκε από τον 9.58 της ΕΡΤ 3 την Δευτέρα 16 και (σε επανάληψη) το Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου, στα πλαίσια της εκπομπής ¨Βουστροφηδόν¨.
Εδώ παρακάτω μια συντετμημένη μαγνητοφώνηση.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Βουστροφηδόν, Γιώργος Καλιεντζίδης, Εκπομπή | Leave a Comment »
Από το ημερολόγιο του σκάφους
Posted by vnottas στο 1 Απριλίου, 2019
Θεσσαλονίκη – Ένα μήνας καί, από την τελευταία ενημέρωση.
Ο Μάρτης δεν φτούρησε. Ο Απρίλης παρά τις ψεύτικες υποσχέσεις (και πλάκες) με τις οποίες μας δουλεύει μπαίνοντας, ας πούμε ότι θα πάει αλλιώς.
Το ιστολογοφόρο αποπλέει και πάλι. Παρέα με τους γνωστούς φίλους και τους αναπάντεχους και απρόβλεπτους περαστικούς.
Βέβαια, παρατηρώ ότι το σκάφος έχει ανάγκη από συντήρηση και επιδιορθώσεις. Όπου νάναι θα τις βάλω μπρος.
Λέω ας πούμε να αναρτήσω μια ταμπέλα πρωτοσέλιδη που να ενημερώνει ότι πρόκειται για ένα είδος προσωπικού ημερολόγιου ή μάλλον εβδομαδολόγιου ή ακόμη καλύτερα ¨όποτε μπορέσουμε¨ (όλα αυτά στο μέτρο του δυνατού), το οποίο ξεκίνησε πριν μια δεκαετία και βάλε, συν τοις άλλοις ως διδακτικό βοήθημα, αλλά δεν είναι πια τέτοιο (γιατί οι καιροί περνούν και αλλάζουν), ωστόσο στην λίγο πολύ αυθαίρετη πορεία του εξακολουθεί να μεταφέρει λόγια (ποιήματα και αφηγήματα φίλων, μυθιστορήματα σε συνέχειες, μεταφράσεις παλιών αγαπημένων τραγουδιών, σχόλια, εικόνες (ως επί το πλείστον αλιευμένες στο διαδίκτυο) και μουσικές.
Να υπενθυμίσω επίσης ότι το ιστολογοφόρο, όχι μόνο αντιπαθεί κάθε εμπορευματοποίηση της επικοινωνίας, αλλά και καταβάλει στη φιλοξενούσα εταιρία εκείνο τον στοιχειώδη δασμό (συνδρομή) που του επιτρέπει να απαλλάσσεται από τις (αυθαίρετες) διαφημίσεις που επιβάλλονται στα αδέσποτα μοναχικά ιστολόγια όπως αυτό εδώ.
Ίσως θα πρέπει ακόμη να εξηγήσω πώς συνέβη και ο υπογράφων υπεύθυνος πλεύσης βρέθηκε (χωρίς ουσιαστικά να συμμετέχει) κάτοχος σελίδας στο προσωπο-βιβλίο.
Όλα αυτά (και διάφορα άλλα) θα τα πούμε προσεχώς. Για την ώρα σας ενημερώνω πως η επικοινωνία κάτω από τις δημοσιεύσεις είναι ¨ανοικτή¨ και ότι στη σχετική σελίδα υπάρχει ηλεκτρονική διεύθυνση.
Καλό Απρίλη.
Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Leave a Comment »
Γιατί γράφω…
Posted by vnottas στο 3 Φεβρουαρίου, 2019
Διευκρινίσεις από τον Ηλία Κουτσούκο
Γράφω γιατί κάτι μου καίει τα σωθικά.
Γράφω γιατί κάποια στιγμή κατάλαβα την ομορφιά του κόσμου, το ανεκπλήρωτο των επιθυμιών μου, τις κραυγές αυτών που έφυγαν, τα αγκομαχητά αυτών που έμειναν, τη ματαιότητα του χθες, το ατελές του σήμερα, το αναπόφευκτο του μέλλοντος… κι έτσι άρχισα να γράφω.
Γράφω γιατί αυτό μοιάζει με μια μποτίλια ναυαγού, μοιάζει- βεβαίως εγωιστικά- με τη πρωτιά του νικητή, το ρόγχο του αγωνιστή , το μπλά-μπλά του αγνωστικιστή και του δρομέα κυρίου-Τίποτα, γι αυτό… γράφω.
Γράφω για έρωτες που δήθεν υπήρξαν, για ιδεολογίες που δήθεν τελεσφόρησαν, για τις πρακτικές που δήθεν πέτυχαν και τις ελπίδες που δήθεν θα βγουν αληθινές ενώ αντιλαμβάνομαι τις γελοιότητες των πραγμάτων.
Γράφω γιατί κατάλαβα πως το πέρασμα μου από εδώ είναι ένα σχεδόν μηδενικό σημείο στον απέραντο μαυροπίνακα του απόκοσμου χάους.
Γράφω γιατί δεν κληρονόμησα λεφτά, ακίνητα, περιουσίες τοπογραφικού περιεχομένου ή άυλες μετοχές και δεν έλαβα ουδέποτε ακριβό δώρο από τους εξ αίματος συγγενείς μου, οι οποίοι για εντελώς τυχαίους λόγους υπήρξαν δικοί μου.
Γράφω διότι δεν εμπιστεύομαι τους ψυχιάτρους, τους τύπους των αναλυτών προσωπικοτήτων, τους δήθεν ψυχολόγους, τις δήθεν θεραπείες των διαφόρων συνδρόμων κι επίσης όλους όσους είναι τακτικοί συνδρομητές σε έντυπα κλαδικών ενδιαφερόντων.
Γράφω γιατί δεν επιθυμώ να εξηγήσω το γιατί και το διότι, το αλλά και το εντέλει, τα παραθετικά των επιθέτων, τα πάθη των γλωσσών και την απίστευτη εξέλιξη των τεχνολογιών που καταλήγουν σε καλαίσθητες χειροπέδες με σάλτσα γκουρμέ του μυαλού.
Γράφω γιατί δεν πιστεύω σε σημαίες, θρησκείες, πολιτισμούς που αποδέχονται πλέον, 38 πρόσωπα, να έχουν περισσότερο πλούτο από 7 δισεκατομμύρια και διότι αυτή η αριθμητική αναλογία είναι χυδαία και αναξιοπρεπής
Γράφω γιατί το μάταιο αποτελεί μέρος του εαυτού μας και προτροπή για έναν ακόμα αέναο κύκλο πραγματικής ζωής.
Τέλος γράφω γιατί δεν αντέχω το Αουσβιτς μέσα μου και επειδή οι παπαρούνες είναι κόκκινες κι έχουν μαύρη γύρη.
Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Γραφή, Ηλίας Κουτσούκος | Leave a Comment »
Χιόνια…
Posted by vnottas στο 5 Ιανουαρίου, 2019
Ιανουάριος ’19. Εικόνες. Λευκές εκ των πραγμάτων. Χιόνι πολύ στην Άνω Πόλη, στη Θεσσαλονίκη και τα πέριξ.



…και μια παλιότερη φωτογραφία επεξεργασμένη με «Gimp».

Posted in ΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Φωτογραφίες, Χιόνια | Leave a Comment »
Μικρά κείμενα για τα Χριστούγεννα και τις Γιορτές, από τον Ηλία.
Posted by vnottas στο 19 Δεκεμβρίου, 2018
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος

Ντοκουμέντο –
Πιάνα στον Θερμαϊκό
Ο μπάρμα-Γιάννης Ξεφτέρης παλαιός ιδιοκτήτης του Ντορέ, μου είπε ένα βράδυ αυτή την ιστορία που εξαιτίας της ο μύθος, είναι πραγματικότητα είτε εδώ είτε αλλού κι όπου η πραγματική ιστορία, αποκτά την υπόσταση του μύθου…
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο μεγαλοεκδότης της Μακεδονίας ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του εδώ πάνω χώρου, μιλούσε στον ενικό στους πρωθυπουργούς, κυκλοφορούσε με Ρολς-Ρόυς, κάπνιζε πούρα Αβάνας κι αγαπούσε τους φίλους του και το ωραίο φύλο.
Υπήρχαν κάποιες νύχτες, τρείς τέσσερις το χρόνο, όπου ανάμεσα σε φίλους, όμορφες γυναίκες, μυρωδάτους καπνούς κι ακριβά κονιάκ, καθόταν σιωπηλός κοιτώντας τη θάλασσα του Θερμαϊκού μ’ ένα περίεργο βλέμμα ανάμεσα σε νοσταλγία και ματαιότητα.
Τότε έμπαινε στο ακριβό μπιστρό ο οδηγός του και του έλεγε ‘όλα έτοιμα κύριε Γιάννη, το καΐκι είναι μπρος στο λευκό Πύργο με το πιάνο επάνω…’
‘Άκου τι γινόταν τότε’ μου λέει ο κύριος Ξεφτέρης κι ανάβει ένα Astor της εποχής.
Σηκωνόμασταν λοιπόν μ’ ένα νεύμα του εκδότη, μπορεί να ήταν δύο ή τρεις τη νύχτα και τραβούσαμε εκατό μέτρα από δω ως τον Πύργο και μπαίναμε στο καΐκι. Στη πλώρη μπροστά ήταν ένα πιάνο και πέντε έξι μουσικοί με κιθάρες, βιολί, τρομπέτα και κλαρίνο. Εμείς με τις κυρίες καμιά εικοσαριά άτομα. Ο καπετάνιος από τη Μηχανιώνα έβαζε πλώρη για τ’ ανοιχτά και εμείς αρχίζαμε τα τραγούδια της εποχής. Τραγούδια, σμυρνέικα, σεκλετίδικα, τραγούδια βαριετέ, ότι τραβούσε ο νους του καλού γλεντζέ…Οι μουσικοί παίζαν ένα μεγάλο ρεπερτόριο. Δυο βοηθοί του καπετάνιου κερνούσαν σαμπάνιες σε κρυστάλλινα, δυο-τρεις από μας έπαιρναν τις κυρίες κάτω και γινόταν χαμός από τσιρίδες και γέλια, ενώ ο εκδότης έμενε όρθιος σαν θαλασσόλυκος καπνίζοντας το πούρο του στην άκρη της πλώρης. Τέτοια γλέντια δεν μπορούσε να κάνει κανείς άλλος εκείνη την εποχή.
Το γλέντι κρατούσε δύο-τρεις ώρες. Χαμός σου λέω, τσιρίδες και να καταβρέχει ο ένας τον άλλον με σαμπάνιες. Κάποια στιγμή που μόνο τ’ αφεντικό κι ο καπετάνιος ήξεραν, το σκάφος έκανε μια γλυκιά μεγάλη στροφή κι επέστρεφε προς τη πόλη. Βλέπαμε τα φώτα να παίζουν πάνω στο νερό και δώσ’ του εμείς φωνές και τραγούδι.
Πριν φτάσουμε στη παραλία του Πύργου μπορεί και τριακόσια μέτρα πριν, τ’ αφεντικό φώναζε δυνατά ‘σκάστε όλοι, το πιάνο στη θάλασσα’… Πιάναμε όλοι μαζί το πιάνο και το πετούσαμε απ τη πλώρη στο νερό ανάμεσα σε ζητωκραυγές και διάφορα… Έτσι γλεντούσε τ’ αφεντικό με μας. Δεν υπάρχουν πια τέτοιοι άντρες, δεν υπάρχουν…
Είχα ακούσει πολλά και διάφορα για τον μεγαλοεκδότη της Μακεδονίας, αλλά αυτό με τα πιάνα παραπήγαινε∙ μέχρι την άνοιξη του 2005.Τότε καλέσαμε έναν αρχαιολόγο των ενάλιων αρχαιοτήτων να μας μιλήσει για τα ευρήματα στον Θερμαϊκό. Ακούγαμε για τα διάφορα αντικείμενα στον πυθμένα όταν μείναμε ενεοί στη πληροφορία πως ανάμεσα σ άλλα υπήρχαν πολλά ξύλινα πόδια από πιάνα και αμέτρητα πλήκτρα πιάνων στα διακόσια μέτρα από την ακτή.
‘Δεν ξέρουμε πως βρέθηκαν εκεί..’ μας είπε χαμογελώντας ο δύτης αρχαιολόγος…

Χριστούγεννα ’58
Τις προάλλες βρήκα τρεις φίλους μου στη καφετέρια που συχνάζουμε να έχουν ανοίξει μια κουβέντα για τις γιορτές των Χριστουγέννων σε άλλες εποχές. Εγώ τους είπα πως σιχαινόμουν από μικρούλης τις γιορτές κι αυτοί μου είπαν πως παραγέρασα γι αυτό και γίνομαι παράξενος τελευταία.
Θυμήθηκα τότε εκείνα τα άθλια Χριστούγεννα που πέρασα το 1958 με τον πατέρα μου στο χωριό της γιαγιάς μου στην ορεινή Μεσσηνία.
Κάναμε για φτάσουμε από την Αθήνα στην Ανδρίτσαινα 12 ώρες και γω έκανα στη διαδρομή πάνω από δέκα φορές εμετό μέσα σε κείνο το σαράβαλο λεωφορείο που βρωμοκοπούσε από την απλυσιά των ανθρώπων και της σακατεμένης μηχανής του. Ο πατέρας μου, μου έλεγε -ήμουν οκτώ χρόνων παιδάκι- πως οι άντρες δεν κάνουν εμετό κι ότι θα συνηθίσω τα μεγάλα ταξίδια.
Στην Ανδρίτσαινα μας περίμενε ο αδερφός του πατέρα μου με δύο μουλάρια και μένα μ’ έβαλε πάνω στο ένα και ξεκινήσαμε για το χωριό που βρισκόταν πάνω από τρεις ώρες μακριά. Είχε βραδιάσει και το κρύο περόνιαζε τα κόκαλά μου έμπαινε από το κοντό παντελονάκι μου σ’ όλο μου το σώμα, τρόμαζα από τις σκιές των δέντρων, τρόμαζα από τον κακοτράχαλο δρόμο, ήθελα να κλάψω, αλλά φοβόμουν πως ο πατέρας μου κι ο θείος μου θα θύμωναν μαζί μου. Έκλεινα τα μάτια μου συνεχώς σ’ αυτή την απαίσια διαδρομή μέχρι που φτάσαμε στο κατσικοχώρι και μπήκαμε στο μικρό σπιτάκι της γιαγιάς μου που με κατασάλιωσε με τα φιλιά της.
Θυμάμαι πως σιχαινόμουν τα πάντα σε κείνο το ένα και μοναδικό χωριάτικο δωμάτιο που είχε σε μια γωνιά ένα μικρό τζάκι που κάπνιζε και τα μάτια μου τρέχαν απ το ντουμάνι που έβγαζαν τα βρεγμένα ξύλα.
Σε λίγο έφτασαν να μας επισκεφτούν δυο πρώτα ξαδέρφια του πατέρα μου που έκαναν μεγάλη χαρά γιατί πρώτη φορά με συναντούσαν.
Ο ένας ξάδερφος που ήταν πολύ μικρός σε σχέση με τον πατέρα μου και το θείο μου πήγαινε στη τελευταία τάξη του γυμνασίου, ήταν δηλαδή γύρω στα δεκαεπτά είχε το ίδιο όνομα με μένα και ήταν ένα γλυκό ευγενικό παιδί που φορούσε ένα ντρίλινο παλιό παντελόνι και αρβύλες χωρίς κάλτσες.
Κοιτούσα με έκπληξη τα πόδια του και είδα πως η μια αρβύλα μπροστά είχε ανοίξει και φαινόταν το γυμνό δάκτυλό του. Ο ξάδερφος το κατάλαβε κι άρχισε
να λέει αστεία πως τα δάκτυλα του ποδιού του νομίζουν ότι είναι στο καλοκαίρι γι αυτό και δεν τα πειράζει το κρύο κι ας μελανιάζουν τις περισσότερες φορές, αλλά τόνισε ‘του χρόνου τα Χριστούγεννα που θα ξαναβρεθούμε θα φοράω κάλτσες για μη τρομάζεις που τα βλέπεις έτσι..’
Για κάποιους τέτοιους λόγους, μου είναι πλήρως αδιάφορες και απαξιωμένες οι μέρες των Χριστουγέννων.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Γιορτές, Ηλίας Κουτσούκος, Χριστούγεννα | Leave a Comment »
Όπου ο Ηλίας τα βάζει με τη νοσταλγία…
Posted by vnottas στο 8 Αυγούστου, 2018
….Ή τουλάχιστον με ένα από τα είδη της.
Ηλίας Κουτσούκος:
Η αλήθεια είναι…
Πως δεν μπορώ τη νοσταλγία τους
για τις παλιές δεκαετίες
και δήθεν όλα τα σκατά τριγύρω τους
πως ήταν τούρτες-σοκολάτα
Ούτε φιλοσοφίες για νικητές και ηττημένους
καθώς και για αξίες που δήθεν χάθηκαν
και τώρα ζούμε σε μια κρίση
Θυμάμαι τα γυάλινα τους μάτια
όταν ζητούσαν πιστοποιητικά
και τις υποκρισίες τους για έναν Θεό
που είχαν φτιάξει σαν τα μούτρα τους
καθώς και τις μεγάλες
του ‘Έθνους παραδόσεις
Όλοι αυτοί παραδομένοι
σε στρατηλάτες και οράματα
σε αιμομίκτες βασιλιάδες
και προ παντός στη πίστη
πως θα συντρίψουνε τους άπιστους
κεντώντας μέρα-μέρα
ψευτο-οικόσημα στο σκάρτο τους μυαλό
Δεν τη μπορώ την άθλια νοσταλγία τους
μαλλί γριάς και άσπρο πασατέμπο
με τα μαλλάκια τους τα ανακατωμένα
κι οι ψείρες του κοσμάκη
ν’ ανεμίζουνε μες στον τρελό γιακά
Θαρρείς και όλα αυτά δεν ήταν έτσι
παρά ζαχαρωμένα χρόνια πέρασαν
κι αυτοί θεματοφύλακες
μίας ηλίθιας νοσταλγίας
που έμεινε καρφωμένη
ανάμεσα σε δυο παγκόσμιους πολέμους
κι έναν εμφύλιο για να δέσει το γλυκό…
κατά τα άλλα φυσικά,
η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει
δεν την σκιάζει φοβέρα καμιά
αν κι η μνήμη της είναι καμένη
παραδόξως βαδίζει μπροστά
Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Leave a Comment »
24 πιστά Στρατιωτάκια
Posted by vnottas στο 10 Δεκεμβρίου, 2017
του Ηλία Κουτσούκου (5 Δεκεμβρίου 2017)
Αν το σκεφτείς πόσο χρήσιμα είναι
βολικά πάντα μαζί σου
για όλες τις ώρες.
.
Δεν κοιμούνται
έχουν διαρκή ετοιμότητα
ζωηρά ή τεμπέλικα –ανάλογα τη διάθεση σου –
ή ακόμα και βίαια
θυμωμένα
ίσως εξαιτίας του συναισθήματος, δηλαδή ίσως
κάτι ενοχλητικό που τα πείραξε στο κεφάλι σου.
.
Λες λάμπουν φως κάποιες φορές
μαθαίνουν γρήγορα άλλα γράμματα
νικώντας την αμάθεια που τα υποσκάπτει αιώνες.
Ξεσκεπάζουν λόγιους γρίφους
όμως πάντα σε επιφυλακή
– πίσω έχει η αχλάδα την ουρά –
.
Ρωτούν αινιγματικά
σωπαίνουν όταν χρειάζεται
ταλαιπωρούν τη ξυλεία των μολυβιών
υπομένουν στη στειρότητα των σκέψεων
φέγγουν όμως στις εμπνεύσεις
χωρίς περιστροφές
ψάχνουν πάντα για το ανείπωτο.
.
Ωσαννά λέγεται η μοναδική τους αποκάλυψη.
Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Ηλίας Κουτσούκος, Στρατιωτάκια | Leave a Comment »
Αλκιβιάδης, ενίοτε
Posted by vnottas στο 31 Οκτωβρίου, 2017
(το δεύτερο ποίημα του Νίκου)
ΥΠΗΡΞΑ ΚΑΠΟΤΕ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ
Δεν είμαι τύπος σταθερός
παλινωδώ από λατρεία στο τυχαίο
δένομαι δήθεν με τους φίλους
κι έπειτα θανάσιμους εχθρούς τους κάνω.
Διασκεδάζω μέθυσος στα ταβερνεία
τους οίκους ανοχής αναστατώνω
διαπληκτίζομαι αναίτια με τους περαστικούς
κι εκσφενδονίζω μ’ ευκολία βλασφημίες.
Κατάπτυστος φρονούν πολλοί πως είμαι
κι άλλοι πιστεύουν βάσιμα
πως κατρακύλησα στο έσχατο σημείο.
Ό,τι κι αν λένε συμφωνώ μαζί τους
υπάρχει όμως ένα εμπόδιο μεγάλο
που με κρατά σ’ εγρήγορσης πορεία.
Είναι οι προσδοκίες των γονιών μου από μένα
ξόδεψαν πολλά να μ’ αναστήσουν
και στις λαμπρές εγκύκλιες σπουδές μου
δαπάνησαν τίποτα μη μου λείψει
μεγάλωσα μες’ της χλιδής το παραμύθι
κι αστραφτερά ταχύτητας αμάξια οδηγώ.
Ναι! έχουν προσδοκίες από μένα
ψηλά με θέλουν στην ιεραρχία
εμένα τον ανάξιο και πταίστη
ψηλά στην ιεραρχία με φαντάζονται.
Αν κι ιταμός, αισθάνομαι ευθύνη
να μάθουν επιτέλους την αλήθεια.
Αν δεν τους πείσω όμως
δεν έχω άλλο δρόμο
αξιώματα και θώκους θ’ αναλάβω
από υποχρέωση κι αγάπη στους γονείς μου.
Φαύλος εγώ στους φαύλους θα επιπλεύσω
ίσως να βρω διέξοδο εκεί επιτέλους.
Μετά με ύφος αινιγματικό
στους άλλους θα διηγούμαι
πως κάποτε σα νέος
υπήρξα, ναι υπήρξα Αλκιβιάδης.
Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Αλκιβιάδης, Νίκος Μοσχοβάκος | Leave a Comment »
Των Δυτικών το Κάρμα και ο Ηράκλειτος (Occidentali’s Karma)
Posted by vnottas στο 16 Μαΐου, 2017
Προσωπικά με το Γιούρο-πανηγύρι, καμία ή, άντε καλά, πολύ μικρή σχέση. Τόσο μικρή, που μόλις και που πήρε τ’ αφτί μου ότι, ανάμεσα στο διάχυτο νταβαντούρι των ημερών, υπήρχε και ολίγον τι από Ηράκλειτο.
Φυσικά απόρησα. Όχι πολύ. Ξέρω ότι η αποκαλούμενη και ¨δημιουργική φαντασία¨ των σεφ-μαγείρων της μαζικής κουλτούρας όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει, άρα δεν πρόκειται να αφήσει να της γλιτώσουν ούτε οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ούτε καν ο (όπως και να το κάνουμε) στρυφνός και ζόρικος Εφέσιος. (Πολύ περισσότερο που, απ’ ό, τι μαθαίνω, παλιότερα, τον επίζηλο τίτλο του Γιουροβιζιονικού ¨σούπερ σταρ¨ είχε διεκδικήσει -χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία- και ο μέγας Σωκράτης, αυτοπροσώπως).
Αφού λοιπόν στην προκείμενη περίπτωση, το ίδιο ο Βούδας – το ίδιο ο Κούδας, το ίδιο ο Ιησούς – το ίδιο κι ο Ιούδας, γιατί να μη πάρει διακεκριμένη θέση δίπλα στην αξύριστη Κοντσίτα Βούρστελ και μια κάποια ρήση αποσταγμένη από την αρχαία φιλοσοφική αναζήτηση;
Αυτά σκεφτόμουν καθώς διέκρινα ανάμεσα στα ηλεκτρονικά τάμπα-τούμπα το γνωστό ρηθέν ¨τα πάντα ρέι¨ (με την εράσμια προφορά που χρησιμοποιούν οι δυτικοί) και ως εκ τούτου είπα να σιγουρευτώ ψάχνοντας στο διαδίκτυο για να βρω τι ακριβώς λέει το ιταλικής προέλευσης άσμα.
Το βρήκα και εξεπλάγην. Και μετά άρχισα να ψάχνω πώς και έτσι. Και εντρύφησα (όσο μπόρεσα) στα πεπραγμένα του πρόσφατου φεστιβάλ πολιτισμικού αυτοχειριασμού.
Η έκπληξή μου οφείλεται στο ότι οι στίχοι του άσματος μου φάνηκαν ψαγμένοι. Επικρατέστερη εκδοχή για αυτή την ανακολουθία (μουσική: λάιτ-ποπ, προορισμός: η ΒούρστελΒίζιον, αλλά στίχοι που μοιάζουν ψαγμένοι, προβληματισμένοι, ειρωνικά καταγγελτικοί) καταλήγω ότι δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά ότι οι Ιταλοί θέλησαν να κάνουν λίγη πλάκα με τους περιφερόμενους Βρυξελιώτες αηδούς (με ήτα).
Και φαίνεται να έχουν τους λόγους τους. Πρώτον, διαθέτουν κι αυτοί ένα ανάλογο, δικό τους, ετήσιο πανηγύρι, που όσο κι αν έχει παρακμάσει σε σχέση με παλιότερες εποχές, εξακολουθεί να κάνει (ανταγωνιστικό) παιχνίδι στις -εξ ίσου ανουσιοποιημένες (με ου) – παγκόσμιες μουσικές αγορές. Δεύτερον, όταν πριν λίγα χρόνια είπαν να πάψουν να σνομπάρουν το φεστιβάλ της Γιούρο και έστειλαν εκεί τρεις νεαρούς τενόρους, παρά το ότι αυτοί ήρθαν πρώτοι στην προτίμηση του κοινού, τους έθαψαν οι κριτικές επιτροπές με τους εκπροσώπους (στην ουσία) των (δισκογραφικών) αγορών.
Έτσι φέτος, αφού πρώτα εξέλεξαν στο Σαν Ρέμο (με δόση αυτοειρωνίας) τον άγνωστο γελαστό χοροπηδητή και την συμπαθή του μαϊμούδα, τους απέστειλαν με μάλλον χλευαστική διάθεση στο Κίεβο.
Υποθέτω ότι ήταν εν γνώσει του ότι με τέτοιους στίχους (σας παραθέτω παρακάτω μια πρόχειρη μετάφραση) δεν είχαν καμία ελπίδα διάκρισης.
Ωστόσο οι εκπλήξεις δε τελειώνουν εδώ. Όλως περιέργως το τραγούδι που βραβεύτηκε τελικά φέτος, δεν είχε καμιά σχέση με όλα τα υπόλοιπα. Ήταν παραδόξως, ένα έντονα πορτογαλικό (όχι αγγλόφωνο/παγκοσμιοποιητικό), μελωδικό και τρυφερό τραγούδι. Όμως δε ξέρω αν θα το βράβευαν, εάν δε τους έδινε την ευκαιρία (χάρη σε μια λυπηρή συγκυρία που έχει να κάνει με την υγεία του ερμηνευτή) να ξαναπροβάλουν τον ήδη πολυδιαφημισμένο ¨μη κυβερνητικό ανθρωπισμό¨ τους. (ΑΑΑ Ζητείται Ανθρωπιά εικονική).
Ακολουθεί μετάφραση του τραγουδιού. [Λάβετε υπόψη α) ότι στο πρωτότυπο οι σύντομοι στίχοι είναι επιγραμματικοί, χωρίς κατ’ ανάγκην συντακτική σύνδεση μεταξύ τους και, ενίοτε, με αδύναμες ομοιοκαταληξίες β) το ¨ναμαστέ¨ δεν είναι ¨να ‘μαστε¨ (καλά), αλλά σανσκριτικής (γιογκικής ) προέλευσης επιφώνημα/χαιρετισμός: namah = υποκλίνομαι, te= εσένα γ) Δεν μεταφράζω τις επαναλήψεις της επωδού].
Των Δυτικών το Κάρμα
Να ζει κανείς ή (σώνει και καλά) πρέπει να ζει;
Του Άμλετ η αμφιβολία
Σύγχρονη όσο ο άνθρωπος ο νεολιθικός
Βολέψου στο κλουβί σου, το δύο επί τρία
Διανοούμενοι σε καφενέ (και)
Διαδικτυολόγοι
Των ανωνύμων selfιστών μέλη επίλεκτα
Ειν’ η νοημοσύνη ντεμοντέ
(οι) Απαντήσεις εύκολες
(και τα) Διλήμματα ανώφελα
Α Α Α Ζητούνται (ναι, ψάξε)
Ιστορίες με τέλος θεαματικό
Ελπίζοντας (ναι, έλπιζε)
(πως) Ό, τι κι εάν συμβεί, (θα είναι για καλό)
τα πάντα ρει
And “Singing in the rain”
(και ¨χορεύοντας στη βροχή¨)
Επωδός:
Μαθήματα Νιρβάνας
Ειναι κι ο Βούδας στην ουρά
(του κυκλικού χορού)
Για όλους στο προαύλιο μια ώρα
(κι) από μια ώρα δόξας στον καθένα ,
Alé!
Το πλήθος ένα μάντρα φωνάζει
Η εξέλιξη (σκοντάφτει και) διστάζει
Γυμνή η μαϊμού χορεύει
Των Δυτικών το κάρμα
Των Δυτικών το κάρμα
Γυμνή η μαϊμού χορεύει
Των Δυτικών το κάρμα
*
Βρέχει Chanel σταγόνες
Πάνω σε σώματα αποστειρωμένα
Απ’ των ομοίων σου τις μυρουδιές, φυλάξου
Με το ιντερνέτ όλοι (κι όλες) ξερόλες
Κόκα των λαών
Όπιο των φτωχών
*
Α Α Α Ζητείται ανθρωπιά εικονική
Sex appeal
Ό,τι κι αν γίνει, εν τέλει,
Τα πάντα ρει
And “Singing in the rain”
*
Σαν η Ζωή τα χάνει
(Ζωή αφηρημένη)
Οι άνθρωποι εκπίπτουν
Των Δυτικών το Κάρμα
Των Δυτικών το Κάρμα
Η Μαϊμού το λόγο παίρνει
Ναμαστέ αλέ!
Όμμμμ!
ΟCCIDENTALI’S KARMA
Essere o dover essere
Il dubbio amletico
Contemporaneo come l’uomo del neolitico
Nella tua gabbia 2×3 mettiti comodo
Intellettuali nei caffè
Internettologi
Soci onorari al gruppo dei selfisti anonimi
L’intelligenza è démodé
Risposte facili
Dilemmi inutili
AAA cercasi storie dal gran finale,
Sperasi
Comunque vada, panta rei
And “Singing in the rain”
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Piovono gocce di Chanel
Su corpi asettici
Mettiti in salvo dall’odore dei tuoi simili
Tutti tuttologi col web
Coca dei popoli
Oppio dei poveri
AAA cercasi umanità virtuale
Sex appeal
Comunque vada, panta rei
And “Singing in the rain”
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Quando la vita si distrae
Cadono gli uomini
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia si rialza
Namaste, ale!
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Om
Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: Γιουροβίζιον, Λόγια τραγουδιών, Μετάφραση, Στίχοι, Occidentali’s karma | Leave a Comment »
Μία έξτρα παράσταση
Posted by vnottas στο 10 Μαΐου, 2017
ΠΡΟΣΘΗΚΗ: Μία έξτρα παράσταση του έργου ¨Η τελευταία διαθήκη¨, (βλέπε εδώ παρακάτω) από την ομάδα ¨Θεάτρου Περιπέτεια¨.
Θα δοθεί την Κυριακή 14 Μαΐου 2017, ώρα 21:00 στο θεατράκι των ¨Παραβατών¨ Αισχύλου 6 Πυλαία. Τηλ. 6938151940
Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Θεάτρου περιπέτεια, Παράσταση | Leave a Comment »
Η ροδακινιά μετά τη μάχη
Posted by vnottas στο 25 Απριλίου, 2017
(Δύο ακόμη ποιήματα του Νίκου Μοσχοβάκου)
ΩΔΗ ΣΤΗ ΝΕΚΡΗ ΡΟΔΑΚΙΝΙΑ
Ροδακινιά που άνθιζες το Μάρτη
και γέμιζε χαμόγελα η αυλή μου
ξεράθηκες ναυάγιου κατάρτι
κατάντησες και χλόμιασε η ψυχή μου.
.
Κλαδιά νεκρά και φύλλα μαραμένα
οι πεταλούδες πια δεν σ’ ακουμπάνε
ούτε πουλάκια κάθονται σ’ εσένα
ακόμα και οι σφήκες προσπερνάνε.
.
Μια αράχνη μόνο πλέκει τον ιστό της
κι αποτυπώνει της σοφίας της το στίγμα
λεπτομερώς δεν λείπει ούτε σίγμα
απ’ τον πικρό ανεξιχνίαστο χρησμό της.
Τα βλέπεις πια στης μοίρας σου το χάρτη
ροδακινιά που άνθιζες τον Μάρτη.
***
ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ
«…και μόνο
λίγα πόδια και χέρια
ακόμη σπάραζαν κάτω απ’ τα δέντρα…» Μίροσλαβ Χόλουπ
*
Πάνω στην κόκκινη λάσπη
που είχε περάσει το ιππικό
λίγες μόνο μέρες μετά τη μάχη
άρχισε ελαφρά να πρασινίζει.
Τα σπαρμένα δόντια
έγιναν ρίζες θάμνων και δενδρυλλίων
τα θραύσματα οστών
έθρεψαν παπαρούνες
και στα νύχια βλάστησαν ξεράγκαθα.
Οι αφέγγαρες νύχτες
έκρυβαν κάτι
από τη μοναξιά της ήττας
και μόνο του ήλιου το φως έδειχνε
που θα βοσκήσουν τα όρνια.
Ούτε χρυσός ούτε ασήμι
μόνο μπρούτζος από τα βόλια
και των παγουριών ψευδάργυρος
ξεχώριζαν που και που
μέσα στην κόκκινη λάσπη.
Σιγά-σιγά σκεπάζονται όλα από τη βλάστηση
και σε λίγο θα λησμονηθεί εντελώς
ότι εδώ η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα.
Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Μετά τη μάχη, Μοσχοβάκος, Ροδακινιά | Leave a Comment »
Ο Γουλιέλμος Τέλος και τ’ ανοιξιάτικα αγριολούλουδα
Posted by vnottas στο 1 Απριλίου, 2017
(γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος – και μια που σήμερα είναι Μία τ’ Απρίλη, Νίκο χρόνια πολλά)
ΑΣ ΗΤΑΝ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
Μπροστά πηγαίνει με το τόξο επ’ ώμου
αγέρωχος ο Γουλιέλμος Τέλος
πίσω του ακολουθεί περιχαρής
ο μικρούλης γιος του
με κομμάτια μήλου
στα ξανθά του μαλλιά.
Από δω κι από κει
στον κεντρικό δρόμο
τους παρακολουθούν έντρομοι
ψυχαναλυτές, ζωγράφοι, ποιητές
έτοιμοι να τους κατασπαράξουν
μόλις συνέλθουν από το ξάφνιασμα.
Τ’ απρόοπτα κατά κανόνα
άλλους τους αιφνιδιάζουν
κι άλλους τους εκστασιάζουν.
Δεν θα υπήρχε καμιά διαφορά βέβαια
αν αντί μήλου, ο στόχος
ήταν πορτοκάλι, πρέπει να πούμε.
ΟΠΩΣ ΤΟΤΕ
Με λουλούδια ανοιξιάτικα
θα σου κεντήσω τη μνήμη
και μ’ ήχους φτερουγίσματος
θα ξαναγυρίσω από παλιά
για να γεμίσω τη μοναξιά σου
γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας μπλε.
Θα ξαναπερνάω κάτω απ’ το παράθυρό σου
κι εσύ πίσω από τις κουρτίνες
θα κλαις όπως όταν σου κέντησα τη μνήμη
με λουλούδια ανοιξιάτικα.
Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Ανοιξιάτικο, Γουλιέλμος Τέλος, Μοσχοβάκος | Leave a Comment »
Εν τάξει, είναι παλιό, αλλά έχει γούστο
Posted by vnottas στο 31 Μαρτίου, 2017
Πω πω πω ένας Τραβόλτα. Για να το δείτε στο Κάντε κλικ εδώ
Έχει και μια εκδοχή με τον Jean-Claude Van Damme (στο πιο αεράτο!) εδώ
Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Τραβόλτα, Χιούμορ, Χορευτικό | Leave a Comment »
Απόψε στο TV5 Monde: George Brassens
Posted by vnottas στο 25 Μαρτίου, 2017
Σήμερα το βράδυ στις 10:00 στο TV5 Monde μια εξαιρετική εκπομπή αφιερωμένη στον George Brassens
τίτλος: MERCI…
Revivez en chanson la carrière d’un artiste majeur du patrimoine musical français.
Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Brassens, TV5 | Leave a Comment »
Η μπαλάντα της πόλης που πονάει. Μονόλογος τρία: Η μητέρα
Posted by vnottas στο 11 Μαρτίου, 2017
Εδώ παρακάτω, η απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του τρίτου μονόλογου από το ¨Μπλουζ σε 16¨ του Στέφανου Μπένι. Εδώ μιλάει η Μάνα και απευθύνεται σε μας τους άλλους και στον Πατέρα.
Η ΜΗΤΕΡΑ
Εκεί που τώρα ζω
μοιάζει με αμμουδιά ερημωμένη
μ’ αμμόλοφους και μ’ άγρια χορτάρια
ορίζοντα τα κύματα δεν έχουν
κι αλλάζουν ολοένα φως και χρώμα
όπως υπαγορεύουνε τα νέφη.
Δεν έχουμε, εμείς οι πεθαμένοι
ούτε σκοτάδι μήτε φως μηδέ Ημέρες
*
Συχνά μπορώ από ‘δω να σας διακρίνω
πέρα, απ’ της θάλασσας την άλλη όχθη
προσμένω μια σκιά, μία φωνή
τις φράσεις και τα γράμματά σας
τα κατασκοπεύω
και σαν ένα κερί ή ένας γάτος
με ένα φύσημα σας δείχνω την αράδα
που λέει για μένα.
*
Αλλά εδώ είναι ο τόπος μου ο νέος
και δεν μου επιτρέπεται ένα νεύμα
να σας γιατρέψω.
Μόνο κείνο το φύσημα
τ’ ανάλαφρο
σαν μια φωνή ερωτευμένη
σαν ένα κάλεσμα πίσω απ’ τον τοίχο
ή πέρα από το φράχτη με τα ρόδα
ενός πουλιού μυστήριο τραγούδι.
*
Περίμενα έξω απ’ το μπαρ
δε μ’ είδες
με δύναμη και με οργή μιλούσες
γι αγώνες και για δίκιο.
Με είδες και μου γέλασες
Άργησα, δεν κατάλαβαν μου είπες.
Δεν πειράζει.
Στο λόφο πήγαινέ με ν’ ανασάνω.
Να πηδηχτούμε.
Να δούμε από ψηλά
τον τόπο της ζωής μας.
*
Κει κάτω, σταυρωμένος στην κουζίνα
είσαι ακόμη όπως σ’ αγαπούσα
αήττητος, περήφανος, δικός μου
ν’ ακούσεις δε μπορείς, μα στο φωνάζω.
*
LA MADRE
Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Απόδοση, Η μπαλάντα της πόλης που πονάει, Η μητέρα, Θεατρικό κείμενο, Μπλούζ σε 16, Μετάφραση, Στέφανο Μπένι | Leave a Comment »
Μελοποιημένα ποιήματα
Posted by vnottas στο 9 Μαρτίου, 2017
…του Νίκου από τον Σπύρο Αρσένη – 15 του Μάρτη στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, στην Αθήνα (Λ. Συγγρού 143 Νέα Σμύρνη)
Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Εκδήλωση, Νίκος Μοσχοβάκος, Σπύρος Αρσένης | Leave a Comment »
Η μπαλάντα της πόλης που πονάει
Posted by vnottas στο 8 Μαρτίου, 2017
Δεκαετία του ’80. Νύχτα. Ένας πατέρας, άνεργος εργάτης, νιώθει κακό προαίσθημα και παίρνει τους δρόμους. Καταλήγει σε μια αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών την ώρα που γίνεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σ’ έναν μπράβο-κίλερ και μια ομάδα μικροκακοποιών. Ο κίλερ πυροβολεί στα στραβά και ο πατέρας, που μπαίνει ανάμεσα για να προφυλάξει το γιό του, πεθαίνει.
Ο Στέφανο Μπένι (κατά την γνώμη μου ένας από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γειτονικής Ιταλίας) διαβάζει στις εφημερίδες τη (μικρή) είδηση για το επεισόδιο, εμπνέεται και αποφασίζει να το καταγράψει σε στίχους. Προκύπτει έτσι το Μπλουζ σε Δεκάξι (στροφές).
*
Χτες το βράδυ δεν κλείναν τα μάτια μου. Παίρνω ένα βιβλίο (Η καθημερινή ζωή στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια) από εκείνα που έχω σωρεύσει για την τεκμηρίωση του (γνωστού στους επισκέπτες του Ιστολογοφόρου) ιστορικού μυθιστορήματος και προσπαθώ να το διαβάσω (αποκοιμιστικά), αλλά δε τα καταφέρνω γιατί (δε ξέρω αν φταίει η συγγραφέας ή η μετάφραση, μάλλον και τα δύο) είναι τόσο κακογραμμένο που μου ανεβάζει την αδρεναλίνη.
Σηκώνομαι και ψάχνω κάτι άλλο. Βρίσκω το μικρό τευχάκι με το ¨Μπλούζ¨. Το έχω φέρει επιστρέφοντας από την Ιταλία, δε θυμάμαι πότε, αλλά έχει τρυπώσει ανάμεσα σε άλλα ευτραφέστερα βιβλία και μου έχει διαφύγει.
Αρχίζω να το διαβάζω και κολλάω. Ο Μπένι γράφει ποίηση χωρίς μεγαλόσχημες λέξεις. Ποίηση συναρπαστική και (μου φαίνεται) μεταφράσιμη. Λέω να αποπειραθώ την απόδοση στα ελληνικά καναδυό στροφών. Ξενυχτάω χωρίς παράπονα και γκρίνιες.
Το Μπλούζ έχει οκτώ χαρακτήρες που μονολογούν δυο φορές ο καθένας: ο τυφλός Μάντης, ο Πατέρας, η Μάνα, ο Γιος, η Λίζα, η Πόλη (αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών), ο Κίλερ και η Νεκροκεφαλή.
(Πρώτη κίνηση)
Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΑΝΤΗΣ
Δε ξέρω με ποιο θαύμα και με ποιο σχέδιο βάση
κλαδί – κλαδί το δέντρο μεγαλώνει
παίρνοντας ουρανό
ούτε ξέρω γιατί
τα παιδικά μου μάτια σας κοιτάζουν τώρα
μέσα από το πρόσωπο ενός γέρου.
Ίσως να ξέρω πότε ο κόσμος θα τελειώσει
και πότε ήταν ο παλμός του ο πρώτος.
Μα δε γνωρίζω
τον Γιό με τον Πατέρα τι ενώνει,
και τι τον Γιό με το Κορίτσι
των Αρωμάτων
και τι εκείνη με το Δολοφόνο,
με τη Νεκροκεφαλή
και με τον Raiden τον Φωτεινό
και τι μετέωρους στο σύρμα τους κρατάει όλους
ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία μέρα
ετούτης της πολύτιμης ζωής τους.
*
Μπορώ να ξέρω πότε θα πεθάνω:
θα ’ναι μία μέρα σαν όλες τις άλλες,
αλλά γιατί να νιώθω τέτοια λύπη
για κάθε αλλουνού το τέλος, δεν το ξέρω.
Γιατί -δεν ξέρω- ένα παιδάκι σα κι εμένα
στα δέντρα της αυλής χαρίζει ονόματα
και με φανταστικούς μιλάει φίλους
ενώ στρατιές ολόκληρες κινάνε
και τους νεκρούς φασκιώνουν με σεντόνια.
Αυτό δεν το γνωρίζω και ματώνω.
*
Εγώ δεν είναι πως την πόλη τη φοβάμαι
ούτε τις χίλιες δυο φωνές της,
γιατί έχω μάθει ανάμεσα τους να διακρίνω
εκείνη που φωνάζει τ’ όνομά μου.
Εγώ τα μάτια δε μπορώ να κλείνω
για νά ‘ρθουν οι ιστορίες μοναχές τους
να μ’ ανταμώσουν σαν αρώματα του κήπου
ή όπως του δέντρου το κλωνάρι
από μακριά τραβάει πίσωθέ του το ποτάμι.
Βάτραχοι, γρύλοι, και καπνοί από καμινάδες
μαζί με παλιοσίδερα βρεγμένα απ’ το φεγγάρι
πλήθη που φίσκα γέμισαν τους δρόμους
κι έπειτα κοιμηθήκαν μοναχά τους
τυφλότητα που τα όνειρα ανάβει
ανυπεράσπιστη η καρδιά, το μυστικό ανθίζει.
*
Εγώ που νέους νόμους δεν γυρεύω
που, όμως, την ψυχή μου την ακούω.
Εγώ βλέπω
-έναν άντρα, έτοιμος καθώς είναι να σκοτώσει,
-έναν που ψάχνει για δουλειά,
-έναν ερωτευμένο,
-ένα κορίτσι αγέρωχο
-μια μαριονέτα από φως πάνω σε μια οθόνη
-κι απάνω σ’ ένα μπράτσο χαραγμένη
μια νεκροκεφαλή,
-και, ακόμη, μια γυναίκα
στην όχθη μίας θάλασσας,
διάφανης τόσο, που κανείς
στα ίσια να κοιτάξει δεν αντέχει.
*
Εγώ, τυφλός και γέρος, βλέπω
τα πεπρωμένα γύρω να σαλεύουν
κι αισθάνομαι σα φύλλο π’ αιωρείται
καθώς το σύμπαν ένα-ένα καταρρέει
μέσ’ στο τρεμάμενό μου το ποτήρι.
Γρήγορα τρέξε ω μικρό μου χέρι
των ημερών τράβηξε την αυλαία
ως τη σκηνή όπου εγώ δεν βλέπω
κι όπου εμένα με θωρούν οι άλλοι όλοι.
*
Έρωτα που στο στόμα μέσα έχεις
πικρό σημάδι πάλης
προλέγω εγώ πως η ελπίδα αγγίζει
ζωές που πάλι πάλλονται
δονούνται, ξαναζούνε,
όπως το ψάρι που ξανά
στη θάλασσα επιστρέφει.
***
Posted in ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Blues in sedici, Απόδοση, Η μπαλάντα της πόλης που πονάει, Θάλασσα, Θεατρικό κείμενο, Μετάφραση, Ποίηση, Στέφανο Μπένι | Leave a Comment »
Κύλικες και Δόρατα. Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Οι ήρωές μου γκρινιάζουν…
Posted by vnottas στο 27 Ιανουαρίου, 2017
…Καθώς τους έχω αφήσει (για καναδυό μήνες) ακινητοποιημένους και μετέωρους, είναι στεναχωρημένοι, και με το δίκιο τους. Και διαμαρτύρονται. Τους έκοψα πάνω στο τσακ, ενώ όλα έδειχναν ότι επέκειντο (μυθιστορηματικές) εξελίξεις που (φυσικά) τους αφορούσαν άμεσα και ασχολήθηκα με άλλα.
Εντάξει, δεν είχα πρόθεση ούτε να τους υποτιμήσω ούτε, πολύ περισσότερο, να τους διαγράψω εντελώς. Αλλά, κάτι οι γιορτές, κάτι το μικρό υπέροχο πλασματάκι που αναφάνηκε σαγηνευτικό και διεκδικητικό στον οικογενειακό ορίζοντα, ο χρόνος και η διάθεσή μου αναπροσανατολίστηκαν.
Τώρα που επανασυνδέομαι με τα παλαιότερα, έχω την εντύπωση πως μου κρατάνε μούτρα. Έχουν εσπευσμένη ανάγκη από δράση, πλοκή, ψυχολογική εμβάθυνση, αληθοφανή κοινωνική ένταξη, χώρια η πάγια απαίτηση των τύπων αυτού του είδους για ιστορική τεκμηρίωση.
Επομένως τους καθησυχάζω: η περιπέτεια συγγραφής ξαναρχίζει από εκεί ακριβώς που σταμάτησε. Αν δε κάνω λάθος (τρόπος του λέγειν – δεν κάνω) είμαστε στο σημείο που ο νεαρός λόγιος Εύελπις από τα Μέγαρα, επικεφαλής της ομάδας που συνοδεύει τα αγάλματα των τυραννοκτόνων πίσω στην Αθήνα, βρίσκεται προς το παρόν μπλοκαρισμένος στην Τύρο, γιατί τα πλοία με τα οποία θα συνεχίσει το ταξίδι προς την ισχυρότερη πόλη των Ιώνων, καθυστερούν.
Όπου να ‘ναι θα τον ξεμπλοκάρω. Πρέπει να φτάσει έγκαιρα στον προορισμό του γιατί εκεί τον περιμένουν σημαντικές συναντήσεις με επιφανή πρόσωπα, καθώς και μια άκρως ενδιαφέρουσα δίκη με πολιτικές προεκτάσεις και γεωπολιτικές επιπτώσεις. Ο Εύελπις σε αυτή τη φάση δρα προσπαθώντας να ξεπεράσει τον (όχι πλέον πλατωνικό) έρωτά του για την (επιτηρούμενη από τους Μακεδόνες) αθηναία εταίρα Θαίδα. Μαζί του ο πιστός Οινοκράτης και ο Χοντρόης, ο παχουλός Πέρσης με τα ιδιόμορφα ελληνικά.
Όλα αυτά ενώ μπαίνει το καλοκαίρι του 330 πΧ, μιας χρονιάς που θα αποδειχτεί αποφασιστική για το μέλλον της εκστρατείας και για τη μορφή που θα πάρει η μελλοντική αυτοκρατορία, πράγμα που οι ήρωές μου αγνοούν ή, το πολύ, οι πιο ενορατικοί από αυτούς απλώς διαισθάνονται.
Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση, Περιπέτειες Συγγραφής | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο τέταρτο. Στο λιμάνι της Τύρου
Posted by vnottas στο 27 Ιανουαρίου, 2017
Μέρος Ε΄ Κεφάλαιο τέταρτο
Στο λιμάνι της Τύρου
Ο Οινοκράτης είναι πολύ ευχαριστημένος που ο Εύελπις του επέτρεψε να πάρει μαζί του στο ταξίδι τον Χοντρόη. Ο πολυπράγμονας σικελός και ο ολοστρόγγυλος γλωσσομαθής (;) πέρσης έχουν πλέον ¨δέσει¨ μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του ταξιδιού κυκλοφορούν αχώριστοι, όπου πάει ο ένας πάει κι ο άλλος. Έτσι και σήμερα κόβουν μαζί βόλτες, κάτω από τον πρωινό ζεστό ήλιο, στην προκυμαία του μεγάλου λιμανιού της Τύρου, εκείνου που ¨βλέπει προς την Σιδώνα¨.
Περπατούν ή κοντοστέκονται σχολιάζοντας τις εξωτικές ενδυμασίες των εμπόρων και των ναυτικών που κυκλοφορούν εκεί, χαζεύουν τα παράξενα σκαριά των πλοίων των νότιων εσωτερικών θαλασσών και -κυρίως- αγναντεύουν την είσοδο του λιμανιού, όπου θα πρέπει -αργά ή γρήγορα- να φανούν επιτέλους τα αθηναϊκά πλοία με τα οποία θα συνεχιστεί το ταξίδι τους προς την Πόλη της Παλλάδας.
Αυτά τα πλοία έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα και ο Εύελπις, οι πρέσβεις και η υπόλοιπη ομάδα των ταξιδιωτών ανησυχεί. Ο Οινοκράτης όχι τόσο. Μετά τις αρχικές του επιφυλάξεις, έχει τελικά αποφασίσει να απολαύσει το ταξίδι χωρίς να επιτρέψει σε αναποδιές, δυσθυμίες και πλεοναστικές ανησυχίες να χαλάσουν αυτή την ¨αποφασισμένη¨ καλή του διάθεση. Πολύ περισσότερο που, κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης παραμονής στην Τύρο, οι φιλοξενία που τους επιφυλάσσει η τοπική διοίκηση είναι άψογη και μάλιστα η περιποίηση αφορά σε όλα τα μέλη της αποστολής, ακόμη και τα επικουρικά, προσφέροντάς τους έτσι κάποιον ανέλπιστο ελεύθερο χρόνο για βόλτες και περιηγήσεις.
Ο Οινοκράτης εισπνέει μια γερή δόση θαλασσινού αέρα, πράγμα που ενισχύει την πρωινή αισιοδοξία του.
«Εν τάξει», λέει, «έχουνε γούστο όλοι αυτοί οι παράταιροι εδώ πέρα». Ύστερα αλλάζει θέμα: «Είναι περίεργο, αλλά η ατμόσφαιρα μου θυμίζει κάπως, όχι τόσο τον Πειραιά, όσο μάλλον την βαβούρα του λιμανιού των Συρακουσών. Ξέρεις Χοντρόη πως η πόλη που γεννήθηκα είναι κι αυτή χτισμένη πάνω σε ένα νησάκι, δίπλα στη στεριά όπως αυτό εδώ;…» Κοντοστέκεται… «Όμως, πριν συνεχίσουμε τον περίπατο, τι θα έλεγες να δοκιμάσουμε τι τρώνε για πρωινό οι ντόπιοι;… Απ’ ό, τι θυμάμαι έχει πολλά εστιατόρια στα στενά πίσω απ’ την προκυμαία».
Ο Χοντρόης ανασηκώνει τον αφράτο κύλινδρο που χρησιμοποιεί ως δεξί χέρι και δείχνει προς τα δυτικά, εκεί όπου η ευδιάκριτη οριζόντια γραμμή ξεχωρίζει τη θάλασσα από τον πρωινό ουρανό.
«Όρα ω Οίνον Εκράτα… Στίγματα τινά εν τω ορίζοντι ενεφάνησαν. Νήες δε ταύτα έσονται ει απαπαπατώμαι ουκ. Δοκείς ταύτα έσοιντο οιτινα ημείς αναμένομεν;
«Χοντρόη, μου φαίνεται ότι δε ξέρεις τίποτα από μεγάλα λιμάνια. Στα μεγάλα λιμάνια μπαινοβγαίνουν συνεχώς πλοία. Μικρά και μεγάλα. Πάντως αυτά που μου δείχνεις είναι πολύ μακριά. Μπορεί να στρίψουν προς τα εδώ, μπορεί και να συνεχίσουν για παρακάτω. Θα δούμε. Αλλά μέχρι να γίνει αντιληπτή η πορεία τους έχουμε καιρό… Προλαβαίνουμε να κάνουμε έναν γύρο στα πέριξ. Άντε πάμε», αποφασίζει ο Συρακούσιος και στρίβει εγκαταλείποντας την προκυμαία και παρασύροντας μαζί του τον Πέρση προς τα ενδότερα.
Στα εσωτερικά σοκάκια υπάρχουν πολυποίκιλα εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια και βέβαια πολυάριθμοι χώροι εστίασης όπου οι γηγενείς και οι διερχόμενοι μπορούν να βρουν ό, τι χρειάζεται για να καταλαγιάσουν την πείνα και την δίψα τους.
Τα στενά, δεν είναι ακόμη φίσκα γεμάτα κόσμο, πράγμα που θα συμβεί σίγουρα λίγο αργότερα, όταν η ημέρα θα ωριμάσει, αλλά είναι ήδη γεμάτα από γαργαλιστικές μυρουδιές, καθώς τα εστιατόρια αρχίζουν την παρασκευή των μεσημεριανών εδεσμάτων.
Οι οσμές αυτές ασκούν ισχυρή έλξη στους δύο περιηγητές, οι οποίοι προτού επιλέξουν που θα καθίσουν, θέλουν να επιθεωρήσουν τις πολυάριθμες προσφορές κι έτσι, προχωρώντας από τσίκνα (τηγανιτή) σε τσίκνα (ψητή), απομακρύνονται βαθμηδόν από τα πιο πολυσύχναστα εξωτερικά δρομάκια, σε άλλα, πιο απομακρυσμένα, πιο εξωτικά και εδώ που τα λέμε πιο επικίνδυνα μέρη του λιμανιού.
Έχουν μόλις μπει σε ένα περίεργο στενό, σκοτεινό, καλυμμένο με υφασμάτινο στέγαστρο, από όπου αναδύεται έντονη μυρουδιά ανατολίτικων καρυκευμάτων, όταν ο Οινοκράτης σταματάει απότομα και αρπάζοντας το μανίκι του Χοντρόη τον εμποδίζει κι αυτόν να προχωρήσει. Και καθώς μια ερωτηματική έκφραση απλώνεται στο πρόσωπο του Ασιάτη, ο Οινοκράτης του κάνει νόημα να μην κάνει θόρυβο, αλλά να προσέξει την αντήχηση από τους μεταλλικούς ήχους που προέρχονται από το βάθος του σκιερού στενού. Ο Χοντρόης απαντάει στην νοηματική την οποία κατέχει εξ ίσου καλά με την γλώσσα των Δαναών, ότι εντάξει, κατάλαβε ότι οι ήχοι συμπεριλαμβάνουν τις κλαγγές διασταυρούμενων (αγρίως) σπαθιών.
Και καθώς η έμφυτη περιέργεια (εξ ίσου καλά εγκατεστημένη και στους δύο), υπερτερεί της απαιτούμενης σωφροσύνης, οι δύο φίλοι προχωρούν προσεκτικά στο εσωτερικό του σκιερού στενού για να δουν τι τρέχει και προς τι αυτός ο σαματάς. Μια δυο στροφές παρακάτω θα χρειαστεί να σκύψουν για να αποφύγουν μερικά ιπτάμενα αντικείμενα που, αμέσως μετά, βλέπουν πως εκτοξεύονται από έναν αμυνόμενο άνδρα, ο οποίος στριμωγμένος δίπλα στον πάγκο ενός ¨τραπεζίτη¨ (προφανώς ειδικευμένου σε ¨σκοτεινές συναλλαγές¨ μια που έχει εγκατασταθεί ακριβώς στο βάθος του σκιερού στενού), προσπαθεί να αποκρούσει μια ομάδα από τρεις – τέσσερεις μικρόσωμους, πλην όμως γεροδεμένους νεαρούς, οπλισμένους με μαχαίρια και κοντά σπαθιά. Ό ίδιος χειρίζεται με επιδεξιότητα ένα επίσης κοντό ξίφος, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποκρούσει τους επιτιθέμενους πετώντας εναντίον τους ό, τι μπορεί από τις πλάκες αργίλου και τα αγαλματίδια που βρίσκονται πάνω στον πάγκο. Ο ιδιοκτήτης του τραπεζιού δεν είναι ορατός αυτή τη στιγμή, αλλά μάλλον είναι αυτός που ακούγεται να στριγγλίζει απελπισμένα κρυμμένος κάπου ανάμεσα στα υφασμάτινα παραπετάσματα του καταστήματος.
Ο Οινοκράτης δε μπορεί να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του αμυνόμενου, αλλά αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κάτι το μη συνηθισμένο στον τρόπο που κινείται. Το εντοπίζει. Τίποτα το εξαιρετικά ανακόλουθο: ο αμυνόμενος είναι αριστερόχειρας. Όμως αυτή η παρατήρηση βάζει σε κίνηση μια σειρά συνειρμούς που οδηγούν τον οξυδερκή Σικελό σε μια άμεση (παρεμβατική) απόφαση. Κάνει νόημα στον Πέρση, δείχνοντάς του μια σειρά από μεγάλα τηγάνια που τυχαίνει να είναι κρεμασμένα (προς πώληση) ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους. Εκείνος αντιλαμβάνεται και (ευτυχώς) αποφεύγει να σχολιάσει την υπονοούμενη παρότρυνση.
Παίρνουν λοιπόν ανά χείρας από ένα βαρύ σιδηρούν τηγάνι έκαστος.
Εκείνο που θα αλλάξει την πορεία της σύγκρουσης στο απομακρυσμένο σκιερό στενό, δεν είναι βέβαια το ότι στην πλευρά του αμυνόμενου αριστερόχειρα προστέθηκαν δύο τηγανοφόροι, όσο το ότι αυτό συνέβη αρκούντως ξαφνικά και απροσδόκητα και κυρίως στο ότι η μη αναμενόμενη εμπλοκή τους προέρχεται από τις πλάτες των επιτιθέμενων. Και έτσι (τοιουτοτρόπως) μερικές καλοζυγιασμένες τηγανιές αρκούν για να αποτραπεί η επίθεση των νεαρών, όσοι από τους οποίους δεν βυθίζονται άμεσα σε καρουμπαλοφόρα κώματα, αποχωρούν επισπευσμένα προς άγνωστους προορισμούς.
«Εσάς κάπου σας έχω ξαναδεί…» είναι τα πρώτα λόγια του διασωθέντος προς τους αναπάντεχους, αν όχι σωτήρες, τουλάχιστον ενισχυτές και απρόσμενους συμπαραστάτες του.
«Ημείς παπαρομοίως», επιβεβαιώνει ο Χοντρόης.
«Μόνο που δε περιμέναμε να σε συναντήσουμε εδώ», συμπληρώνει ο Οινοκράτης.
«Μάλλον εν ταις Αθήναις, το πιπιθανότερον…» διευκρινίζει ο κυκλικός Ανατολίτης
Ο αριστερόχειρας πολεμιστής τους κοιτάζει προσεκτικότερα, από κοντά.
«Μα ναι, μα ναι, οι απεσταλμένοι της Θαίδας στα Σούσα», θυμάται ξαφνικά.
«Όχι ακριβώς αυτοί, αλλά εκείνοι που τους συνόδευαν. Και εσύ επομένως -είχα δίκιο- είσαι ο τραυματίας πολεμιστής, ο Παλαμήδης ο Αθηναίος. Δε σε αναγνώρισα αμέσως, αλλά θυμόμουν ότι είχες τραυματιστεί σοβαρά στο δεξί χέρι και αυτό ήταν η βασική αιτία που επέστρεφες στην Ελλάδα. Μου ήρθε στο νου καθώς παρατηρούσα τον τρόπο που αντιμετώπιζες τους ληστές. Το εξάσκησες βλέπω μια χαρά το ευώνυμο… Μα καλά, δε θα έπρεπε να είσαι ήδη στην Αθήνα…;»
«Πάμε να σας προσφέρω από μια κύλικα οίνο κεκραμένο, και θα σας αφηγηθώ τις περιπέτειες του ταξιδιού μου ως εδώ. Μόνο ας πάμε προς ένα πιο πολυσύχναστο μέρος γιατί εδώ μέσα είναι πολύ σκοτεινά και δε ξέρει κανείς από πού πρέπει να φυλαχτεί…» είπε ο πολεμιστής μαζεύοντας τα όπλα και τον ταξιδιωτικό του σάκο.
Εν τω μεταξύ, το ίδιο εκείνο πρωί, στο βαρύρρυθμο διοικητικό Μέγαρο που κυριαρχεί στην πλατεία του Αγηνορείου, ο Ύπαρχος Μένης από την Πέλλα και ο λόγιος Εύελπις ο Μεγαρεύς, συζητούν προσπαθώντας να βρουν μια λύση που θα επιτρέψει τη συνέχιση του ταξιδιού των κειμηλίων και της ομάδας που τα συνοδεύει προς την πατρίδα τους: το περίφημο, αλλά ακόμη μακρινό Ένδοξο (κλεινόν) Άστυ των Αθηνών. Τα πλοία που θα μεταφέρουν τους χάλκινους ¨τυραννοκτόνους¨ και την συνοδεία τους, αν και θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ, ακόμη καθυστερούν με τρόπο ανεξήγητο και δυσοίωνο.
«Όχι, δεν υπάρχουν ακόμη νέα από τη έκτακτη Μοίρα του στόλου που περιμένουμε», επαναλαμβάνει ο Μένης θωπεύοντας αφηρημένα το κοντό κοκκινωπό του γένι. «Εκείνο που είναι γνωστό είναι ότι αποτελείται από τέσσερα αθηναϊκά πλοία που απέπλευσαν από την Κύπρο αμέσως μόλις έλαβαν το μήνυμά μας. Ξέρω επίσης ότι τα πληρώματα είναι έμπειρα και ο μοίραρχος ένας ικανός πειραιώτης ναυτικός. Έφτασαν βέβαια νέα ότι τις τελευταίες μέρες εμφανίστηκαν καταιγίδες στην νότια εσωτερική θάλασσα. Ελπίζω η κακοθυμία του Ποσειδώνα απλά να τους καθυστερεί κι όπου να ΄ναι να καταπλεύσουν στον λιμένα. Αν δεν είχε προηγηθεί η πειρατική επίθεση για την οποία σου μίλησα δεν θα ανησυχούσα καθόλου, αλλά και πάλι είμαι αισιόδοξος».
«Εάν όμως η αισιοδοξία σου, για οποιοδήποτε λόγο, δεν επαληθευτεί;» ρωτάει στα ίσια ο Εύελπις. «Ξέρεις ότι το ταξίδι μας πρέπει να ακολουθήσει ένα χρονοδιάγραμμα που δεν έχει πολλά περιθώρια υπέρβασης».
«Μην ανησυχείς. Αν τα πλοία δεν φτάσουν έγκαιρα, η διοίκηση της Τύρου θα αναλάβει την πλήρη οργάνωση του υπόλοιπου ταξιδιού σας ως την Αθήνα. Όμως θα προτιμούσα να σας συνοδεύσουν τα αθηναϊκά πλοία, γιατί έχω φτάσει πρόσφατα εδώ και δεν είμαι σε θέση να ξέρω με απόλυτη σιγουριά σε ποιον μπορώ να έχω εμπιστοσύνη και σε ποιον όχι. Πάντως εξετάζω και το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουμε τα ντόπια πλοία».
Ο Μένης έστειλε το βλέμμα του στο μεγάλο παράθυρο κι από εκεί στον μακρινό δυτικό ορίζοντα. Έπειτα στράφηκε πάλι προς τον Μεγαρέα. «Επί τη ευκαιρία ήθελα να σε ενημερώσω ότι χτες το βράδυ είχα μια απρόσμενη πρόταση σχετική με το θέμα μας…»
«Δηλαδή;» απόρησε ο Εύελπις.
«Με επισκέφτηκε μια αντιπροσωπεία από γηγενείς. Ήταν ενήμεροι για το ταξίδι σας, πράγμα άλλωστε που δεν κρατήσαμε κρυφό, μια που η επιστροφή των κειμηλίων είναι μια πράξη δικαιοσύνης και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνεται γνωστό σε όλους. Παρατήρησαν, μου είπαν, ότι αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με τη συνέχιση του ταξιδιού και προσφέρθηκαν να βοηθήσουν…»
«Με ποιο τρόπο;»
«Έφτασε πρόσφατα στο λιμάνι μια εμπορική νηοπομπή από την Καρχηδόνα, ξέρεις, την ισχυρή δυτική αποικία της Τύρου με την οποία συγκρούονται συχνά οι έλληνες της Σικελίας. Σε δείγμα καλής θέλησης και εν όψει μιας ενδεχόμενης συνεργασίας μαζί μας, προσφέρονται επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, να σας μεταφέρουν εκείνοι στον Πειραιά, έναντι βέβαια μιας συμβολικής αμοιβής. Τι λές;»
«Πότε αναχωρούν;»
«Σήμερα ολοκληρώνουν την φόρτωση, μου είπαν. Από αύριο μπορούν να αποπλεύσουν».
«Εσύ τι λες;»
«Σου είπα ήδη ότι δεν γνωρίζω ακόμη καλά πόσο αξιόπιστοι είναι οι ντόπιοι. Ακόμη και οι πληροφοριοδότες μας είναι επιφυλακτικοί. Από την άλλη μεριά οι Καρχηδόνιοι είναι γνωστοί για την εμπορική τους πολυπραγμοσύνη, αλλά δρουν στην άπω Δύση και δεν είχαμε ως τώρα την ευκαιρία να διερευνήσουμε άμεσα τις προθέσεις τους».
«Πόσα πλοία;»
Δύο φορτηγά και τρία συνοδευτικά, μικρότερα και ευέλικτα, ανάλογα με τις δικές μας τριήρεις. Υπάρχει χώρος, μου είπαν, γιατί ο όγκος των εμπορευμάτων με τα οποία επιστρέφουν είναι μικρότερος από τον όγκο εκείνων που μετέφεραν στην Τύρο από την Καρχηδόνα.
«Είναι αραγμένοι εδώ ή στο νότιο λιμένα, τον ¨Προς την Αίγυπτο¨;»
«Εδώ. Αν πας ως το παράθυρο θα διακρίνεις τα χοντρά φορτηγά στην πρώτη προκυμαία».
«Νομίζω ότι είναι καλύτερα να κάνω μια βόλτα ως τα εκεί», απάντησε ο Εύελπις και σηκώθηκε.
«Περίμενε, θα έρθω μαζί σου», τον πρόλαβε ο Μένης, ενώ παράλληλα έκανε νόημα στους δύο φρουρούς που έστεκαν στην είσοδο της αίθουσας να τους ακολουθήσουν.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: Εύελπις, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση, Οινοκράτης, Τύρος, Χοντρόης | Leave a Comment »