Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας
οξυδερκής καθώς ήταν
αλλά και θαρραλέος
επινόησε πως έπρεπε
να διορθώσει την ιστορία
χωρίς αναβολές.
Ασυμβίβαστος εκστράτευσε
κατά της Σπάρτης
με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι
να τρώει τα σωθικά του
κι επέτυχε ν’ αλλάξει
τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου.
Το πλήρωσε βέβαια
στην Μαντίνεια πανάκριβα
με τη ζωή του
όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή
την ανιαρή ιστορία.
Δεν ήταν δα και λίγο αυτό.
*****
Γράφει η Βούλα Δαμιανάκου
*****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Μένουμε ακόμη στα φάντο. Σήμερα το τραγούδι μιας πονεμένης αγάπης: As pedras da minha rua. Οι πέτρες του δρόμου μου Ή Στο δρομάκι του σπιτιού μου: οι πέτρες.
Θέμα: Εκείνος δεν φάνηκε, εκείνη υποφέρει (ή αντίστροφα).
Μουσική στίχοι: EDUARDO DAMAS / MANUEL PAIÃO. Τραγουδά η Carminho. Η απόδοση στα Ελληνικά (ίσα ίσα για να πάρετε μια ιδέα) έγινε μέσω μιας διαδικτυακής μετάφρασης στα Ιταλικά.
ΥΓ 16/1/21 πρωί. Σήμερα στην Πάνω Πόλη χιονίζει. Πολύ.
Μιλούσαμε τις προάλλες για τη λαϊκή μουσική της Πορτογαλίας, συγκεκριμένα για τα Φάντο (τα τραγούδια του Πεπρωμένου και της Νοσταλγίας), και είχα αναρτήσει μια προσπάθεια απόδοσης στα Ελληνικά ενός από αυτά, ένα φάντο τραγουδησμένο από τον Antonio Zambujo.
Συνέχισα να ψάχνω την πορτογαλική μουσική και έπεσα πάνω σ’ ένα άλλο δημιούργημα του Zambujo που δεν είναι ακριβώς Φάντο, αλλά μάλλον μια τρυφερή μπαλάντα αφιερωμένη σε ένα σκούτερ, μία Λαμπρέτα! Μου άρεσε και έχω τους λόγους μου. Όταν ήμουν έφηβος ζαχάρωνα κάτι ανάλογο: μια Βέσπα σε σκίτσο, ακριβώς δίπλα στο χρονογράφημα του Ψαθά, που βρισκόταν στην πρώτη σελίδα των ¨Νέων¨, κάτω αριστερά. Η διαφήμιση αναδημοσιευόταν για πολύ καιρό, αλλά το όνειρο για μια πιο στενή σχέση με το δίκυκλο παρέμενε άπιαστο.
Ελλείψει βέσπας βολευόμουν σποραδικά με ένα ασθενικό μηχανάκι που ο Γιάκης (ο αγαπημένος θείος μου), δεν πολυχρησιμοποιούσε και που νόμιζε ότι το να του βγάζει το μπουζί θα ήταν αποτελεσματικό μέτρο κατά των (πολυμήχανων) υφαρπακτικών αποπειρών μου.
Φυσικά όταν λίγο αργότερα βρέθηκα για σπουδές στην Ιταλία (Φλωρεντία) όπου τα οχήματα ήταν πολύ πιο προσιτά απ’ ότι στην Ελλάδα της εποχής, ένα από τα πρώτα πράγματα που κατάφερα να αποκτήσω ήταν μια χαμηλοκάπουλη βέσπα, τελευταίο χέρι, αλλά ακόμη κοτσονάτη.
Οι συνομήλικοί μου Ιταλοί ήταν τότε χωρισμένοι σε δύο φράξιες: στους ¨βεσπάδες ¨ και τους ¨λαμπρετάδες¨. Τα δύο δίκυκλα είχαν περίπου τα ίδια κυβικά, δεν έσταζαν λάδια ούτε έκαιγαν πόδια όπως τότε οι μοτοσικλέτες, αλλά είχαν αλλιώτικο ντιζάιν το ένα από το άλλο, κινητήρα διαφορετικής τεχνολογίας και οπωσδήποτε διαφορετικά ηχητικά γνωρίσματα. Η Λαμπρέτα έκανε περισσότερη φασαρία και είχε πιο σκαστό ήχο. Η Βέσπα ήταν πιο συμμαζεμένη και σχετικά αθόρυβη. ‘Όμως, εδώ που τα λέμε, οι Ιταλοί συμφοιτητές μου συμφωνούσαν ότι εκείνο με το οποίο μπορούσες να κάνεις ¨τα πάντα¨ είχε τέσσερις ρόδες. Ήταν το σούπερ αυτοκίνητο της εποχής: το πεντακοσαράκι.
Δύο ταξίδια θυμάμαι ιδιαίτερα με τη Χουχού (όνομα ποκοπικο-πικης* προέλευσης που είχα δώσει στο δίκυκλο). Το ένα ήταν όταν αποφασίσαμε να πάμε στη Ρώμη για να διαμαρτυρηθούμε κατά της δικτατορίας στην Ελληνική πρεσβεία. Εγώ θα πήγαινα με τον Στέλιο και την Έρση που είχαν μια στρογγυλεμένη Ρενό-Ντοφίν, αλλά δε μου φτούρησε. Λίγο πριν φύγουμε με ειδοποίησαν από το τηλεφωνείο ότι είχα κλήση από την Ελλάδα και θα έπρεπε να είμαι εκεί την συγκεκριμένη ώρα. Είπα εντάξει. Φύγετε εσείς και εγώ θα ’ρθω με τη Βέσπα. Την Χουχού τι την έχουμε; Ήρθε η στιγμή να δούμε τι καταφέρνει ως υπεραστικό όχημα.
Ήταν νομίζω Απρίλης, η μέρα δροσερή κι εγώ πρωτάρης. Είχα ένα ελαφρύ γκρίζο παλτό τύπου Λόντεν. Δεν είχα κράνος (τότε τελείως προαιρετικό εξάρτημα), δεν είχα γάντια και, όταν πρόσεξα ότι η Αουτοστράντα είχε στα δεξιά μια στενότερη λωρίδα που οι τετράτροχοι οδηγοί απέφευγαν, είπα αγνοώντας τους φορτηγατζήδες που μου κόρναραν χλευαστικά και αφ’ υψηλού ξεπερνώντας με απ’ τ’ αριστερά: Για κοίτα που οι Ιταλοί έχουν προνοήσει ειδικό διάδρομο για τις βέσπες! Ταξιδεύοντας λοιπόν πάνω στην λωρίδα έκτακτης ανάγκης, με τα δάκτυλα να κρυώνουν, τη μύτη να τρέχει και τα κόκαλα να μπαίνουν σε μια διαδικασία προοδευτικής αγκύλωσης, έφτασα κάποτε στη Ρώμη.
Το τι ακριβώς έγινε εκείνη τη νύχτα έξω απ’ την πρεσβεία, στην ορθόδοξη εκκλησία και μετά στο χώρο που συγκεντρωθήκαμε για αλληλοενημέρωση και ¨αποφάσεις¨ θα σας το διηγηθώ μια άλλη φορά. Εδώ θα σας πω μόνο ότι μετά λίγες ώρες βαθιού πρωινού ύπνου σε έναν κοινόχρηστο καναπέ, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Η Χουχού συμπεριφέρθηκε πολύ καλά και έτσι έφτασα στη Φλωρεντία πριν πέσει το σκοτάδι.
Το άλλο ταξίδι που θυμάμαι έγινε αργότερα, ήταν πιο μακρύ και δεν το έκανα μόνος μου. Είχα μαζί τον φίλο μου τον Φραντς. Ήμουν πλέον εξοικειωμένος με τα χούγια της Χουχούς και έτσι μπορούσα να αποτολμήσω μεγαλύτερες αποστάσεις. Ήταν ντάλα καλοκαίρι και προορισμός μας ήταν οι Ιταλικές Άλπεις στα σύνορα με την Αυστρία.
Ο Φραντς δεν ήταν γερμανικής καταγωγής όπως αφήνει να εννοηθεί το όνομά του, αλλά γνήσιος Σικελός. Οι Ιταλοί ήταν μεταξύ των νικητών στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και έτσι απόκτησαν το νότιο Τιρόλο. Ο Μουσολίνι για να στερεώσει την παρουσία τους εκεί μετέφερε πληθυσμό από τον Νότο και ανάμεσά τους την πατρική οικογένεια του φίλου μου. Ο Φραντς λοιπόν με προσκάλεσε για λίγες μέρες σπίτι του και ανηφορίσαμε φυσικά με τη βέσπα. Αυτή τη φορά κανένα πρόβλημα. Σικελική φιλοξενία σε αλπική καλοκαιρινή δροσιά. Ό, τι το καλύτερο. Νομίζω πως αυτό το ταξίδι αγκυρώθηκε στη μνήμη μου κυρίως γιατί όλα πήγαν καλά.
(*) Ποκοπίκο Κωμικός ήρωας της εποποιίας ¨Ταρζάν Γκαούρ¨ Σύζυγος της Χουχούς.
(**) ¨Άλπεις τα αιώνια παγωμένα βουνά¨ Φράση από διαφήμιση ψυγείων ελληνικής κατασκευής της εποχής.
ΥΓ Μόλις θυμήθηκα και κάτι ευτράπελο που πιθανώς ισχύει ακόμη: Αν βρεθείτε στα ¨αιώνια χιονισμένα βουνά¨(**) και σας κεράσουν μπύρα μέσα σε ένα μεγάλο γυάλινο δοχείο σε σχήμα μπότας, προσέξτε! Αν δεν το πιάσετε από τη σωστή μεριά καταλήγετε με ένα διασκεδαστικό (για τους τριγύρω) αυτό-μπύρο- μπουγέλωμα.
Ακολουθεί ο Antonio Zambujo και η Λαμπρέτα.
Η ανάγνωση της μεταφοράς στα καθ’ ημάς
Η μετατροπή της Λαμπρέτας σε Βέσπα
Έλα να πάμε μία βόλτα με τη βέσπα
Και να μην έχεις πια στο νου σου τον Λαλάκη
Που ’χει πλεούμενο, φανταχτερό αμαξάκι
Έναν μπαμπά και μια μαμά επίσης
Αν και, για μένα, δε χρειάζονται αναλύσεις
Αν μοιάζει να ‘ναι σ’ όλα-όλα καθώς πρέπει
Κάποιο κουσούρι πρέπει να το έχει
*
Έλα να πάμε με τη βέσπα μου ένα γύρο
Κοίτα μονάχα πόσο είν’ χαριτωμένη
Είναι σικάτη, αεράτη, μπλε βαμμένη
Κι αφήνει πίσω της ουρά σαν τον κομήτη
Μπορεί να φαίνεται κοντούλα κι όμως φτάνει
Άνετα και τους δυο μας να σηκώσει
Και ας μην πω για τα λοιπά αξεσουάρ της
Που να αισθάνομαι -με κάνουν- Βοναπάρτης
*
Ναι ξέρω, τα καπούλια της κουνάει σαν την πάπια
Και πως στο χώμα μια στις τόσες καταλήγει
Μα μπρος στην ανηφόρα δεν κωλώνει
Κι έστω κι αν μένει -για λίγο- μουτρωμένη
Εν τέλει το τιμόνι της το ισιώνει
Και γι άλλα μέρη ξεκινάμε αγκαλιασμένοι
*
Έλα να πάμε ως τα καφέ της παραλίας
Στ’ ορκίζομαι δε πρόκειται να τρέχω
Κρατήσου πάνω μου σφικτά, θα σε προσέχω
Αν όχι άλλο, για λόγους ασφαλείας
Κι όταν στης θάλασσας την άκρη μας αφήσει
Αν έχει πέσει η νύχτα, διόλου μη φοβηθείς
Το φαναράκι της τριγύρω θα φωτίσει
Πάμε μια βόλτα, μη μου τ’ αρνηθείς
*
Έλα, να πάμε μία βόλτα με τη Βέσπα
Και πάψε να ‘χεις στο μυαλό σου τον Λαλάκη
Με το πλεούμενο και το χοντρό αμαξάκι
Και τον μπαμπά και την μαμά του επίσης
Όσο για μένα, δε χρειάζονται αναλύσεις
Αν μοιάζει να ‘ναι σ’ όλα-όλα καθώς πρέπει
Κάποιο κουσούρι πρέπει σίγουρα να έχει
***
Τα αρχικό κείμενο στα Πορτογαλικά
Vem dar uma voltinha na minha lambreta Deixa de pensar no tal Vilela Que tem carro e barco à vela O pai tem a mãe também Que é tão tão Sempre a preceito Cá para mim no meu conceito Se é tão tão e tem tem tem Tem de ter algum defeito
Vem dar uma voltinha na minha lambreta Vê só como é bonita É vaidosa , a rodinha mais vistosa Deixa um rasto de cometa É baixinha mas depois Parece feita para dois Sem falar nos eteceteras Que fazem de nós heróis
Eu sei que tenho estilo gingão Volta e meia vai ao chão Quando faz de cavalinho Mas depois passa-lhe a dor, Endireita o guiador E regressa de beicinho Para o pé do seu amor
Vem dar uma voltinha na minha lambreta Eu juro que eu guio devagarinho Tu só tens de estar juntinho Por razões de segurança E se a estrada nos levar Noite fora até mar Páro na beira da esperança Com a luzinha a alumiar
E deixar de pensar no tal Vilela Em que tem carro e barco à vela O pai tem a mãe também Que é tão tão Sempre a preceito Cá para mim no meu conceito Se é tão tão e tem tem tem, Tem que ter algum defeito
Τα φάντο είναι λαϊκά τραγούδια της Πορτογαλίας που έχουν πολλά κοινά σημεία με τα δικά μας λαϊκά. Έχουν κι αυτά, τόσο μια ¨έντεχνη¨, όσο και μια ¨αυθόρμητη¨, ¨παραδοσιακή¨ εκδοχή και συνοδεύονται σχεδόν πάντα από την πορτογαλική κιθάρα που το κελάρυσμα (και το ηχείο) της φέρνει κάπως στο μπουζούκι ή και στα άλλα λαουτοειδή. Τα φάντο μιλούν κι αυτά για τον έρωτα, για τον ξενιτεμό, για τη ζωή και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων και εάν τα δικά μας λαϊκά εστιάζουν συχνά στην (δύσκολη στην μετάφραση) λέξη ¨φιλότιμο¨, τα Λουζιτάνικα περιφέρονται γύρω από την εξίσου ζόρικη έννοια/λέξη ¨saudade¨. Ας πούμε ότι πρόκειται κυρίως για νοσταλγία τόπων και αισθημάτων που καλύπτεται από ένα πέπλο λυρικής μελαγχολίας.
Ξέρω κάποιον που έμαθε τα ιταλικά μόνο και μόνο για να μπορέσει να απολαύσει τις κλασικές Όπερες στην πρωτογενή τους γλώσσα· δεν θα με εξέπληττε αν με πληροφορούσαν πως υπάρχουν και εκείνοι που έμαθαν τα πορτογαλικά γιατί αγάπησαν τα φάντο. Εγώ θα ήθελα, αλλά δεν διαθέτω αρκετό απ’ τον απαραίτητο χρόνο. Όμως επειδή υπάρχουν ήδη μεταφράσεις σε πιο προσιτές γλώσσες κάποια (έμμεση) απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά μπορεί να γίνει. Στην κάθετη στήλη στα αριστερά του Ιστολογοφόρου μπορείτε α βρείτε κάτι σχετικό. Επίσης μπορείτε να βρείτε εδώ την προσαρμογή σε φάντο ενός τραγουδιού του Ζακ Μπρελ.
Εδώ παρακάτω μια προσπάθεια απόδοσης ενός φάντο των José Eduardo Agualusa (στίχοι) και Ricardo Cruz (μουσική). Πρόκειται για το παράπονο κάποιου προδομένου απ’ την αγάπη. Τραγουδά ο Antonio Zambujo
Μπαρόκ των τροπικών (Barroco tropical)
Eίν’ η αγάπη ανώφελη: μια λάμψη απ’ τ’ αστέρια
που ούτε ζέστη ούτε φως προσφέρει… Σε κανένα!
Κι αν με φωνάζει πού και πού κι αν μου μιλάει για σένα
έξαφνα πάει και κρύβεται στων άστρων τα λημέρια
*
Ειν’ η αγάπη αχρείαστη ακόμη κι όταν μοιάζει
με βροντοφόρα αστραπή που μια στιγμή κρατάει
Μα η νύχτα είν’ ατέλειωτη, μαζί μου διασκεδάζει
και σε σκοτάδι πιο βαθύ ύστερα με τραβάει
*
Είναι η αγάπη περιττή κι όμως σ’ αυτή γυρνάμε
στα δίχτυα της μπλεκόμαστε μέρα με την ημέρα
το μαγικό της άρωμα ακόρεστα ρουφάμε
κολλάμε κι είναι δύσκολο να πάμε παραπέρα
*
Ειν’ η αγάπη εποχή με χίλιους δυο κινδύνους
σ’ έναν κυκλώνα οδηγεί με πάθη και με λάθη
σαν ευφορία από κρασί ανάμικτη με θρήνους
σαν όμορφο τριαντάφυλλο που ‘χει κρυμμένο αγκάθι.
Barroco-tropical σε ζωντανή ηχογράφηση:
Ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
*
Ακολουθούν οι πρωτότυποι στίχοι και η (διαδικτυακή) μετάφραση στα Ιταλικά
Barroco Tropical
O amor é inútil: luz das estrelas a ninguém aquece ou ilumina e se nos chama, a chama delas logo no céu lasso declina.
*
O amor é sem préstimo: clarão na tempestade, depressa se apaga e é maior depois a escuridão, noite sem fim, vaga após vaga.
*
O amor a ninguém serve, e todavia a ele regressamos, dia após dia cegos por seu fulgor, tontos de sede nos damos sem pudor em sua rede.
*
O amor é uma estação perigosa: rosa ocultando o espinho, espinho disfarçado de rosa, a enganosa euforia do vinho.
***
Barocco tropicale
L’amore è inutile: luce delle stelle, nessuno riscalda o illumina e se ci chiama, la loro fiamma subito nel cielo stanco declina.
*
L’amore non serve a niente:lampo nella tempesta, presto si spegne ed è maggiore poi l’oscurità, notte senza fine,onda dopo onda.
*
L’amore a nessuno serve, e tuttavia a lui ritorniamo, giorno dopo giorno. Accecati dal suo fulgore,intontiti di sete ci diamo senza pudore nella sua rete.
*
L’amore è una stagione pericolosa: rosa che nasconde la spina, spina travestita da rosa, l’ingannevole euforia del vino.
Το παράπονο κάποιου που κάποτε πίστεψε στην επανάσταση
2001. Η Αρκούδα έχει ήδη στραβοπατήσει και έχει πέσει, η Παγκοσμιοποίηση έχει ήδη προταθεί (στην αρχή στη ζούλα, ύστερα πανηγυρικά), ο νεοφιλελευθερισμός μετατρέπεται σε δόγμα και ο Giorgio Gaber τραγουδάει τους παρακάτω στίχους (εδώ σε μια ελεύθερη απόδοση που σας έφτιαξα).
Non mi piace la finta allegria non sopporto neanche le cene in compagnia e coi giovani sono intransigente di certe mode, canzoni e trasgressioni non me ne frega niente. E sono anche un po’ annoiato da chi ci fa la morale ed esalta come sacra la vita coniugale e poi ci sono i gay che han tutte le ragioni ma io non riesco a tollerare le loro esibizioni. . Non mi piace chi è troppo solidale e fa il professionista del sociale ma chi specula su chi è malato su disabili, tossici e anziani è un vero criminale. Ma non vedo più nessuno che s’incazza fra tutti gli assuefatti della nuova razza e chi si inventa un bel partito per il nostro bene sembra proprio destinato a diventare un buffone. . Ma forse sono io che faccio parte di una razza in estinzione.
La mia generazione ha visto le strade, le piazze gremite di gente appassionata sicura di ridare un senso alla propria vita ma ormai son tutte cose del secolo scorso la mia generazione ha perso. . Non mi piace la troppa informazione odio anche i giornali e la televisione la cultura per le masse è un’idiozia la fila coi panini davanti ai musei mi fa malinconia. E la tecnologia ci porterà lontano ma non c’è più nessuno che sappia l’italiano c’è di buono che la scuola si aggiorna con urgenza e con tutti i nuovi quiz ci garantisce l’ignoranza. . Non mi piace nessuna ideologia non faccio neanche il tifo per la democrazia di gente che ha da dire ce n’è tanta la qualità non è richiesta è il numero che conta. E anche il mio paese mi piace sempre meno non credo più all’ingegno del popolo italiano dove ogni intellettuale fa opinione ma se lo guardi bene è il solito coglione..
Ma forse sono io che faccio parte di una razza in estinzione. . La mia generazione ha visto migliaia di ragazzi pronti a tutto che stavano cercando magari con un po’ di presunzione di cambiare il mondo possiamo raccontarlo ai figli senza alcun rimorso ma la mia generazione ha perso. . Non mi piace il mercato globale che è il paradiso di ogni multinazionale e un domani state pur tranquilli ci saranno sempre più poveri e più ricchi ma tutti più imbecilli. E immagino un futuro senza alcun rimedio una specie di massa senza più un individuo e vedo il nostro stato che è pavido e impotente è sempre più allo sfascio e non gliene frega niente e vedo anche una Chiesa che incalza più che mai io vorrei che sprofondasse con tutti i Papi e i Giubilei. . Ma questa è un’astrazione è un’idea di chi appartiene a una razza in estinzione.
Toi l’épouse modèle, Le grillon du foyer; Toi qui n’a point d’accrocs Dans ta robe de mariée; Toi l’intraitable Pénélope En suivant ton petit Bonhomme de bonheur, Ne berces-tu jamais En tout bien tout honneur De jolies pensées interlopes? De jolies pensées interlopes…
.
Derrière tes rideaux, Dans ton juste milieu, En attendant l’retour D’un Ulysse de banlieue; Penchée sur tes travaux de toile, Les soirs de vague a l’âme Et de mélancolie N’as tu jamais en rêve Au ciel d’un autre lit Compté de nouvelles étoiles? Compter de nouvelles étoiles…
.
N’as-tu jamais encore Appelé de tes vœux L’amourette qui passe, Qui vous prend aux cheveux? Qui vous compte des bagatelles, Qui met la marguerite Au jardin potager, La pomme défendue Aux branches du verger, Et le désordre a vos dentelles? Et le désordre a vos dentelles…
.
N’as-tu jamais souhaite De revoir en chemin Cet ange, ce démon, Qui son arc a la main Décoche des flèches malignes? Qui rend leur chair de femme Aux plus froides statues, Les bascul’ de leur socle, Bouscule leur vertu, Arrache leur feuille de vigne… Arrache leur feuille de vigne…
.
N’ait crainte que le ciel Ne t’en tienne rigueur, Il n’y a vraiment pas la De quoi fouetter un cœur Qui bat la campagne et galope… C’est la faute commune et le péché véniel, c’est la face cachée de la lune de miel et la rançon de Pénélope… Et la rançon de Pénélope.
Και μια που ξαναβρεθήκαμε με τον μπάρμπα Γιώργη (Μπρασένς) ιδού ένα (καλοκαιρινό θα έλεγα) τραγουδάκι από τα πιο παλιά: Η μυγδαλιά. Συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ JE ME SUIS FAIT TOUT PETIT (1957) -το ομώνυμο άσμα σας το έχω ήδη μεταφράσει εδώ.
(τραγουδά ο Μπρασένς)
Η Μυγδαλιά
Την πιο-ωραία μυγδαλιά
μια φορά
Την πιο-ωραία μυγδαλιά
στη γειτονιά
μοναχά για τα κορίτσια
που ‘χαν στόμα λαίμαργο
-ίσως και άλλα καπρίτσια-
φύτεψα, τ’ ομολογώ.
*
Ένας σκίουρος με φούστα
δίνει μια-
Ένας σκίουρος με φούστα
ξαφνικά
σκαρφαλώνει και μου λέει:
Είμαι λαίμαργη πολύ
ένα μύγδαλο αν μου δώσεις
θα σου δώσω ένα φιλί.
*
Εσύ ανέβα όσο θες
αν μπορείς
εσύ ανέβα όσο θες
κι αν μπορείς
στ’ άψε σβήσε τσιμπολόγα
και προπάντων μη ξεχνάς
ότι πρέπει να μου δώσεις
το φιλί που μου χρωστάς.
*
Όταν τα ροκάνισε όλα
τι μου λέει;
Με το στόμα της γεμάτο
τι μου λέει;
Θα σε ξεπληρώσω όταν
οι ζαβοί βγάλουν φτερά
και θα πάρεις το φιλί μου
όταν θα πετάς ψηλά.
*
Έλα φίλα με αν θες
αν το θες
Έλα φίλα με αν θες
αν το θες
αλλά αν κάνεις ότι πέφτεις
να σε κλάψω δε μπορώ
κι αν τυχόν τα κακαρώσεις
δεν θα μαυροφορεθώ
*
Τίποτα δεν μένει πια
στη μυγδαλιά
Τίποτα δεν έχει πια
η μυγδαλιά
μόνο τσόφλια μες το χώμα,
πάει χαμένη η σοδιά,
μα, το λαίμαργό της στόμα
μ’ ανταμείβει με φιλιά.
*
Η λιακάδα όμως κρατά
μια στιγμή
η λιακάδα όμως κρατά
μια στιγμή,
ύστερα ο καιρός θυμώνει
κρύο, κεραυνοί, βροχή
η μυγδαλιά μου έγινε σκόνη
κι η αγάπη μου μαζί.
(ανάγνωση)
Georges Brassens «L’amandier»
J’avais le plus bel amandier Du quartier Et, pour la bouche gourmande Des filles du monde entier Je faisais pousser des amandes Le beau, le joli métier!
.
Un écureuil en jupon Dans un bond Vint me dire «Je suis gourmande Et mes lèvres sentent bon Et, si tu me donnes une amande Je te donne un baiser fripon!».
.
«Grimpe aussi haut que tu veux Que tu peux
et tu croques, et tu picores Puis tu grignotes, et puis tu Redescends plus vite encore Me donner le baiser dû!»
.
Quand la belle eut tout rongé Tout mangé «Je te paierai, me dit-elle A pleine bouche quand les Nigauds seront pourvus d’ailes Et que tu sauras voler!»
.
«Monte m’embrasser si tu veux,
si tu peux Mais dis-toi que, si tu tombes Je n’aurais pas la larme à l’œil Dis-toi que, si tu succombes Je ne porterai pas le deuil!»
.
Les avait, bien entendu Toutes mordues Toutes grignotées, mes amandes Ma récolte était perdue Mais sa jolie bouche gourmande En baisers m’a tout rendu!
.
Et la fête dura tant Que le beau temps Mais vint l’automne, et la foudre Et la pluie, et les autans Ont change mon arbre en poudre Et mon amour en même temps!
Έπεσα πάνω σε ένα τραγούδι που μιλάει για τη νεανική εξέγερση του ’68. Τυχαία -η πεντηκονταετία από τα γεγονότα συμπληρώθηκε πέρυσι και με την ευκαιρία ειπώθηκαν ήδη πολλά.
Αυτή τη φορά όμως οι έμμετρες σκέψεις ήταν τραγουδισμένες από τον Γάλλο τροβαδούρο στον οποίο το παρόν Ιστολογοφόρο έχει μια κάποια αδυναμία. Να λοιπόν που γυρίζουμε πίσω στη μουσική και τους στίχους του George Brassens.
Πρόκειται για τη ¨Λεωφόρο του καιρού που περνάει¨ (Boulevard du temps qui passe) και περιλαμβάνεται στο άλμπουμ Δον Ζουάν το οποίο κυκλοφόρησε το 1976. Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο είναι πως ο Βrassens δεν είχε μέχρι τότε εκφραστεί με σαφήνεια υπέρ ή κατά της νεανικής εξέγερσης (όπως άλλωστε και ο Βrel -ο οποίος όμως είχε ήδη ξεκαθαρίσει την ευρύτερη θέση του από το ‘61. Τους χαρακτηριστικούς στίχους του Brel για τους μπουρζουάδες και τους γόνους τους θα βρείτε εδώ ). Όπως θα δείτε, ανάλογος σκεπτικισμός επικρατεί και στο Boulevard du temps qui passe.
Στις πρώτες έξι στροφές ο τροβαδούρος χρησιμοποιεί, με ύφος εξομολογητικό, το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: εμείς. Εμείς οι νέοι, οι ωραίοι, οι επαναστάτες. Στην έβδομη στροφή μιλάει για ¨αυτούς¨ και δε διστάζει να τους παρομοιάσει με ¨ασβεστωμένους τάφους¨ με αναφορά σε ένα απόσπασμα από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (XXIII 27) όπου ο Χριστός λέει: Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας
Σημείωση: Μια που τον καιρό εκείνο ξεκινώντας από τη Φλωρεντία είχα επισκεφτεί (με οτοστόπ) το Παρίσι, έχω κάποιες προσωπικές εντυπώσεις, που ίσως συμπεριλάβω σε προσεχή ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο.
Ακολουθούν:
*Το τραγούδι (ηχητικό)
* Μια απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα με τη (συνήθη) προσπάθεια οι στίχοι να ¨χωράνε¨ στη μουσική, έστω με λίγο ζόρι, έτσι ώστε το τραγούδι να αποκτήσει μια εκδοχή στην ελληνική γλώσσα.
* Μια πιο ¨ελεύθερη¨ απόδοση, εκτός μουσικής, δηλαδή απαλλαγμένη από το άγχος που δημιουργούν οι πολυσύλλαβες ελληνικές λέξεις όταν πρέπει να στριμωχτούν σε μια δοσμένη μελωδία.
* Το κείμενο στα γαλλικά
Το τραγούδι
Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΕΙ
Πλέον χωρίς το μπιμπερό
είπαμε ας πάμε έξω από ‘δω
όπου οι καιροί μας προσπερνάνε
την ¨ξαστεριά¨ γυρεύοντας
γέρους κι οκνούς στοχεύοντας
που δεν τα παρατάνε
*
Κοίταξε, ήτανε μόλις χτες
στους δρόμους, μ’ όψεις γελαστές
-ποιοι τάχα θα μας υποτάξουν;-
Πατήσαμε φράχτες κι αυλές
κι ανάψαμε χαράς φωτιές
οι μπουρζουάδες να τρομάξουν.
*
Ψηλά τα λάβαρα ξανά
κι όρκος στο επτά -οκτώ -εννιά:
Να ξαναπέσει η Βαστίλη!
και αγκαλιάσαμε με ορμή
όσες δεν άγγιζαν πια αυτοί
Έρως-Θεός μας είχε στείλει
*
Σε βάλτο μ’ έντυπα παπιά
εμείς τα γελαστά παιδιά
Πέτρες πετάξαμε απ’ το δρόμο
Τίποτα πια δεν μένει ορθό:
ταμπού ή πίστη σε θεό,
σε νόμο ή σε τρόμο
*
Σαν ήχησε ¨παύσατε πυρ¨,
άλλος κρανίο του Βλαδιμίρ
κι άλλος γκριζάδα και ρυτίδες
και διαπιστώσαμε εκεί δα
πόσο στην άνοιξη κοντά
είν’ οι αλκυονίδες
*
Γυρνάμε τότε: βήμα αργό!
ναι, με τον τρόπο τον παλιό,
κι όσο κι αν φαίνεται αστείο
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο
******
…Όλους, φθαρτούς και πλαδαρούς
Φαρισαίους και τάφους λευκούς
παιδιά ενός Μάη που γερνάει
τους είδαμε ξανά εχτές
να επελαύνουν νέοι και νιες
στη λεωφόρο του καιρού που
[άτεγκτος] περνάει
Η λεωφόρος των Καιρών που Περνάνε
Από τη κούνια μόλις είχαμε ξεμυτίσει
και είπαμε να κάνουμε μια βόλτα
εκεί που όλα είχαν ξεκινήσει:
Που πάει να πει ωστόσο
εκεί που οι καιροί,
ενώ κανένας δεν το περιμένει,
μοιάζουν αναγκασμένοι
το δέρμα τους να αλλάζουν κάθε τόσο
*
Ψέλναμε τα τραγούδια μας, τα επαναστατικά
ενάντια σ’ όλα τα κακά
και προπαντός
σ’ όσα κατάφερναν ακόμη οι παλιοί,
οι γερασμένοι, οι χοντροί, οι πλαδαροί
που ζουν -οχυρωμένα σκιάχτρα-
στων σκουριασμένων ιδεών τα κάστρα
*
Μας είδαν όλοι – ήταν σαν χθες.
Νέοι, και υπερήφανοι,
ποδοπατώντας τα παρτέρια των παλιών
ανάψαμε χαράς φωτιές
και λικνιστήκαμε σ’ αλλόκοτο χορό,
καθώς του φόβου το σκουλήκι
μέσα στον κάθε μπουρζουά
τρύπωνε ζοφερό.
*
Είπαμε:
εμείς θα επαναλάβουμε το επτά-οκτώ-εννέα
εμείς θα κυριεύσουμε μία Βαστίλη νέα
και από αύριο κιόλας, όλα θα ‘ ναι καινούργια
…κι ύστερα αγκαλιάσαμε λαίμαργα και με φούρια
εκείνες που δεν άγγιζαν οι μπουρζουάδες πια
και για να πάνε όλα καλά στις νέες τις ημέρες
τους γονιμοποιήσαμε κάμποσες θυγατέρες.
*
Με ευθυμία εύλογη και κοροϊδευτική
ρίχναμε τους κυβόλιθους
στον βάλτο με τις πάπιες τους.
Τι θύελλα! Τι θέαμα! Τι υπερπαραγωγή!
Τίποτα πια δεν έμεινε ορθό
καθώς κατεδαφίζαμε ο, τι είχε κάποια σχέση
με τα δικά τους τα ταμπού, αρχές ή πίστη σε θεό.
*
Όμως, σαν σήμανε η κατάπαυση πυρός
δεν αναγνωρίζαμε ούτε κι εμάς τους ίδιους
άλλος δεν ήταν πια μαλλιάς, μα φαλακρός
και άλλος τους κροτάφους είχε γκρίζους
και έτσι καταλάβαμε εν τέλει
– ο, τι κι αν υπαγόρευαν οι ελπίδες-
πόσο είναι η άνοιξη κοντά
στις λιγοστές χειμερινές αλκυονίδες.
*
Γυρνάμε τότε, αλλάζουμε, σε βήμα πιο αργό
ναι, πάνω κάτω, με τον τρόπο τον παλιό,
τον παραδοσιακό,
γιατί,
όσο κι αν φαίνεται αστείο,
καθώς ξεφωνίζαμε εμείς την παλιά,
στη γωνιά ήταν στημένη η νέα γενιά
για να μας στείλει στο γηροκομείο.
***********
…Όλους αυτούς τους φθαρτούς και φτιαγμένους
φαρισαίους και τάφους ασβεστωμένους
στο καβούκι τους μέσα που παραπαίουν
ναι τους είδαμε χτες
υπερήφανους νέους να κατηφορίζουν
στη λεωφόρο των καιρών που λακίζουν.
*
Μια ανάγνωση:
Boulevard du temps qui passe
A peine sortis du berceau, Nous sommes allés faire un saut Au boulevard du temps qui passe, En scandant notre » Ça ira » Contre les vieux, les mous, les gras, Confinés dans leurs idées basses.
*
On nous a vus, c’était hier, Qui descendions, jeunes et fiers, Dans une folle sarabande, En allumant des feux de joie, En alarmant les gros bourgeois, En piétinant leurs plates-bandes.
*
Jurant de tout remettre à neuf, De refaire quatre-vingt-neuf, De reprendre un peu la Bastille, Nous avons embrassé, goulus, Leurs femmes qu’ils ne touchaient plus, Nous avons fécondé leurs filles.
*
Dans la mare de leurs canards Nous avons lancé, goguenards, Force pavés, quelle tempête! Nous n’avons rien laissé debout, Flanquant leurs credos, leurs tabous Et leurs dieux, cul par-dessus tête.
*
Quand sonna le » cessez-le-feu » L’un de nous perdait ses cheveux Et l’autre avait les tempes grises.
Nous avons constaté soudain Que l’été de la Saint-Martin N’est pas loin du temps des cerises.
*
Alors, ralentissant le pas, On fit la route à la papa, Car, braillant contre les ancêtres, La troupe fraîche des cadets Au carrefour nous attendait Pour nous envoyer à Bicêtre.
***
Tous ces gâteux, ces avachis, Ces pauvres sépulcres blanchis Chancelant dans leur carapace, On les a vus, c’était hier, Qui descendaient jeunes et fiers, Le boulevard du temps qui passe.
Ένα ιταλικό τραγουδάκι από τη μακρινή έβδομη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Εδώ παρακάτω τραγουδισμένο από τον Enzo Jannacci. Η μουσική είναι του Paolo Conte και οι στίχοι του Vito Pallavicini.
Για τι πράγμα μιλάει: για μια αγάπη από μακριά. Εκείνη βρίσκεται σ’ ένα (μελαγχολικό) Μεξικό, εκείνος αναλογίζεται τραγουδιστά. Το σύνολο είναι κάπως σουρεαλιστικό και φυσικά επιδέχεται υποκειμενικές εκδοχές.
Υ.Γ. Ως συνήθως, σας έφτιαξα και μία πρώτη απόδοση στα ελληνικά.
Από τον Enzo Jannacci
.
Από τον Paolo Conte
.
Η ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
Οι στίχοι στα Ιταλικά:
Messico e nuvole
Lei è bella lo so
è passato del tempo e io ce l’ho nel sangue ancor.
Io vorrei io vorrei
ritornare laggiù da lei ma so che non andrò.
Questo e’ un amore di contrabbando
meglio star qui seduto a guardare il cielo davanti a me.
.
Messico e nuvole il tempo passa sull’America
il vento suona la sua armonica
che voglia di piangere ho.
Messico e nuvole
la faccia triste dell’America
il vento insiste con l’armonica
che voglia di piangere ho.
.
Chi lo sa come fa quella gente
che va fin là a pronunciare sì… mah!
Mentre sa che è già provvisorio l’amore
che c’è sì ma forse no… ah!
Queste son situazioni di contrabbando
a me non sembra giusto neanche in Messico, ma perchè?
.
Messico e nuvole il tempo passa con l’America
il vento insiste con l’armonica,
che voglia di piangere ho
Messico e nuvole la faccia triste dell’America
il tempo straccia anche l’armonica,
che voglia di piangere ho.
.
Torno a lei torno a lei
la chitarra risuonerà per tanto tempo ancor
e il mio amore per lei
i suoi passi accompagnerà nel bene e nel dolor.
Queste son situazioni di contrabbando
tutto si può inventare ma non un matrimonio non si può più.
.
Messico e nuvole il tempo passa con l’America
il vento insiste con l’armonica,
che voglia di piangere ho.
Messico e nuvole la faccia triste dell’America
il vento insiste con l’armonica,
che voglia di piangere ho.
… και Ελληνικά
Νέφη στο Μεξικό
Είναι Ωραία. Γνωστό!
Μέσα μου πάντα ζει, κι ας πέρασε τόσος καιρός
Θα ‘θελα, ναι, πολύ!
να γυρίσω πίσω σε κείνη …αλλά δεν ωφελεί
Αυτή είναι μια αγάπη απ’ τις λαθραίες
Κάλιο εδώ να μείνω, -σύννεφα π’ αλητεύουνε να μετρώ.
.
Νέφη και Μεξικό
περνάει ο χρόνος στην Αμέρικα
ο αγέρας παίζει φυσαρμόνικα
και θέλω να κλάψω κι εγώ
Νέφη στο Μεξικό
όψη θλιμμένη της Αμερικής
ο αγέρας παίζει να τον λυπηθείς
και θέλω να κλάψω κι εγώ
.
Ποιος μπορεί να μας πει
μερικοί για να πουν το ¨ναι¨ πώς φτάνουν ως εκεί;
ενώ ξέρουν κι αυτοί
πως συχνά η αγάπη είναι προσωρινή
Αυτές οι καταστάσεις είναι λαθραίες
για μένα λαθεμένες ως και κει κάτω στο Μεξικό
.
Νέφη και Μεξικό
ο χρόνος φεύγει στην Αμέρικα
τ’ αγέρι κλαίει με την αρμόνικα
και θέλω να κλάψω κι εγώ
Νέφη στο Μεξικό
όψη θλιμμένη της Αμερικής
ο χρόνος φεύγει να τον λυπηθείς
και θέλω να κλάψω κι εγώ
.
Σε εκείνη γυρνώ
η κιθάρα μου θα ηχεί γι αυτήν ακόμη για καιρό
θα την ακολουθεί
θα της λέει πώς, ό, τι και να γίνει, θα την αγαπώ
Αυτές οι καταστάσεις είναι λαθραίες
Όλα ίσως να γίνουν, μόνο ένας γάμος δεν δένει πια!
Προσωπικά με το Γιούρο-πανηγύρι, καμία ή, άντε καλά, πολύ μικρή σχέση. Τόσο μικρή, που μόλις και που πήρε τ’ αφτί μου ότι, ανάμεσα στο διάχυτο νταβαντούρι των ημερών, υπήρχε και ολίγον τι από Ηράκλειτο.
Φυσικά απόρησα. Όχι πολύ. Ξέρω ότι η αποκαλούμενη και ¨δημιουργική φαντασία¨ των σεφ-μαγείρων της μαζικής κουλτούρας όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει, άρα δεν πρόκειται να αφήσει να της γλιτώσουν ούτε οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ούτε καν ο (όπως και να το κάνουμε) στρυφνός και ζόρικος Εφέσιος. (Πολύ περισσότερο που, απ’ ό, τι μαθαίνω, παλιότερα, τον επίζηλο τίτλο του Γιουροβιζιονικού ¨σούπερ σταρ¨ είχε διεκδικήσει -χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία- και ο μέγας Σωκράτης, αυτοπροσώπως).
Αφού λοιπόν στην προκείμενη περίπτωση, το ίδιο ο Βούδας – το ίδιο ο Κούδας, το ίδιο ο Ιησούς – το ίδιο κι ο Ιούδας, γιατί να μη πάρει διακεκριμένη θέση δίπλα στην αξύριστη Κοντσίτα Βούρστελ και μια κάποια ρήση αποσταγμένη από την αρχαία φιλοσοφική αναζήτηση;
Αυτά σκεφτόμουν καθώς διέκρινα ανάμεσα στα ηλεκτρονικά τάμπα-τούμπα το γνωστό ρηθέν ¨τα πάντα ρέι¨ (με την εράσμια προφορά που χρησιμοποιούν οι δυτικοί) και ως εκ τούτου είπα να σιγουρευτώ ψάχνοντας στο διαδίκτυο για να βρω τι ακριβώς λέει το ιταλικής προέλευσης άσμα.
Το βρήκα και εξεπλάγην. Και μετά άρχισα να ψάχνω πώς και έτσι. Και εντρύφησα (όσο μπόρεσα) στα πεπραγμένα του πρόσφατου φεστιβάλ πολιτισμικού αυτοχειριασμού.
Η έκπληξή μου οφείλεται στο ότι οι στίχοι του άσματος μου φάνηκαν ψαγμένοι. Επικρατέστερη εκδοχή για αυτή την ανακολουθία (μουσική: λάιτ-ποπ, προορισμός: η ΒούρστελΒίζιον, αλλά στίχοι που μοιάζουν ψαγμένοι, προβληματισμένοι, ειρωνικά καταγγελτικοί) καταλήγω ότι δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά ότι οι Ιταλοί θέλησαν να κάνουν λίγη πλάκα με τους περιφερόμενους Βρυξελιώτες αηδούς (με ήτα).
Και φαίνεται να έχουν τους λόγους τους. Πρώτον, διαθέτουν κι αυτοί ένα ανάλογο, δικό τους, ετήσιο πανηγύρι, που όσο κι αν έχει παρακμάσει σε σχέση με παλιότερες εποχές, εξακολουθεί να κάνει (ανταγωνιστικό) παιχνίδι στις -εξ ίσου ανουσιοποιημένες (με ου) – παγκόσμιες μουσικές αγορές. Δεύτερον, όταν πριν λίγα χρόνια είπαν να πάψουν να σνομπάρουν το φεστιβάλ της Γιούρο και έστειλαν εκεί τρεις νεαρούς τενόρους, παρά το ότι αυτοί ήρθαν πρώτοι στην προτίμηση του κοινού, τους έθαψαν οι κριτικές επιτροπές με τους εκπροσώπους (στην ουσία) των (δισκογραφικών) αγορών.
Έτσι φέτος, αφού πρώτα εξέλεξαν στο Σαν Ρέμο (με δόση αυτοειρωνίας) τον άγνωστο γελαστό χοροπηδητή και την συμπαθή του μαϊμούδα, τους απέστειλαν με μάλλον χλευαστική διάθεση στο Κίεβο.
Υποθέτω ότι ήταν εν γνώσει του ότι με τέτοιους στίχους (σας παραθέτω παρακάτω μια πρόχειρη μετάφραση) δεν είχαν καμία ελπίδα διάκρισης.
Ωστόσο οι εκπλήξεις δε τελειώνουν εδώ. Όλως περιέργως το τραγούδι που βραβεύτηκε τελικά φέτος, δεν είχε καμιά σχέση με όλα τα υπόλοιπα. Ήταν παραδόξως, ένα έντονα πορτογαλικό (όχι αγγλόφωνο/παγκοσμιοποιητικό), μελωδικό και τρυφερό τραγούδι. Όμως δε ξέρω αν θα το βράβευαν, εάν δε τους έδινε την ευκαιρία (χάρη σε μια λυπηρή συγκυρία που έχει να κάνει με την υγεία του ερμηνευτή) να ξαναπροβάλουν τον ήδη πολυδιαφημισμένο ¨μη κυβερνητικό ανθρωπισμό¨ τους. (ΑΑΑ Ζητείται Ανθρωπιά εικονική).
Ακολουθεί μετάφραση του τραγουδιού. [Λάβετε υπόψη α) ότι στο πρωτότυπο οι σύντομοι στίχοι είναι επιγραμματικοί, χωρίς κατ’ ανάγκην συντακτική σύνδεση μεταξύ τους και, ενίοτε, με αδύναμες ομοιοκαταληξίες β) το ¨ναμαστέ¨ δεν είναι ¨να ‘μαστε¨ (καλά), αλλά σανσκριτικής (γιογκικής ) προέλευσης επιφώνημα/χαιρετισμός: namah = υποκλίνομαι, te= εσένα γ) Δεν μεταφράζω τις επαναλήψεις της επωδού].
Των Δυτικών το Κάρμα
Να ζει κανείς ή (σώνει και καλά) πρέπει να ζει;
Του Άμλετ η αμφιβολία
Σύγχρονη όσο ο άνθρωπος ο νεολιθικός
Βολέψου στο κλουβί σου, το δύο επί τρία
Διανοούμενοι σε καφενέ (και)
Διαδικτυολόγοι
Των ανωνύμων selfιστών μέλη επίλεκτα
Ειν’ η νοημοσύνη ντεμοντέ
(οι) Απαντήσεις εύκολες
(και τα) Διλήμματα ανώφελα
Α Α Α Ζητούνται (ναι, ψάξε)
Ιστορίες με τέλος θεαματικό
Ελπίζοντας (ναι, έλπιζε)
(πως) Ό, τι κι εάν συμβεί, (θα είναι για καλό)
τα πάντα ρει
And “Singing in the rain”
(και ¨χορεύοντας στη βροχή¨)
Επωδός:
Μαθήματα Νιρβάνας
Ειναι κι ο Βούδας στην ουρά
(του κυκλικού χορού)
Για όλους στο προαύλιο μια ώρα
(κι) από μια ώρα δόξας στον καθένα ,
Alé!
Το πλήθος ένα μάντρα φωνάζει
Η εξέλιξη (σκοντάφτει και) διστάζει
Γυμνή η μαϊμού χορεύει
Των Δυτικών το κάρμα
Των Δυτικών το κάρμα
Γυμνή η μαϊμού χορεύει
Των Δυτικών το κάρμα
*
Βρέχει Chanel σταγόνες
Πάνω σε σώματα αποστειρωμένα
Απ’ των ομοίων σου τις μυρουδιές, φυλάξου
Με το ιντερνέτ όλοι (κι όλες) ξερόλες
Κόκα των λαών
Όπιο των φτωχών
*
Α Α Α Ζητείται ανθρωπιά εικονική
Sex appeal
Ό,τι κι αν γίνει, εν τέλει,
Τα πάντα ρει
And “Singing in the rain”
*
Σαν η Ζωή τα χάνει
(Ζωή αφηρημένη)
Οι άνθρωποι εκπίπτουν
Των Δυτικών το Κάρμα
Των Δυτικών το Κάρμα
Η Μαϊμού το λόγο παίρνει
Ναμαστέ αλέ!
Όμμμμ!
ΟCCIDENTALI’S KARMA
Essere o dover essere
Il dubbio amletico
Contemporaneo come l’uomo del neolitico
Nella tua gabbia 2×3 mettiti comodo
Intellettuali nei caffè
Internettologi
Soci onorari al gruppo dei selfisti anonimi
L’intelligenza è démodé
Risposte facili
Dilemmi inutili
AAA cercasi storie dal gran finale,
Sperasi
Comunque vada, panta rei
And “Singing in the rain”
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Piovono gocce di Chanel
Su corpi asettici
Mettiti in salvo dall’odore dei tuoi simili
Tutti tuttologi col web
Coca dei popoli
Oppio dei poveri
AAA cercasi umanità virtuale
Sex appeal
Comunque vada, panta rei
And “Singing in the rain”
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Quando la vita si distrae
Cadono gli uomini
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia si rialza
Namaste, ale!
Lezioni di Nirvana
C’è il Buddha in fila indiana
Per tutti un’ora d’aria, di gloria (ale!)
La folla grida un mantra
L’evoluzione inciampa
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Occidentali’s karma
La scimmia nuda balla
Occidentali’s karma
Om
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές το γιατρικό, -και να μην εκπλαγείτε-
στου μοναχικού τα πάθη και τον πυρετό,
απλόχερα προσφέρουν, μην τις παρεξηγείτε
πρόκειται κατά βάθος… για αλτρουισμό.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ερωτευτείτε εσείς μ’ όποια σας κάνει κέφι,
όμως και μένα ακούστε, μιλάω σοβαρά:
η άπιστη της πλήξης διώχνει μακριά τα νέφη
κι όσο για τους συζύγους… τα πάω μια χαρά!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όμως για σιγουριά, αυτούς που ‘χω γνωρίσει
τους έχω κοσκινίσει εξαντλητικώς
Αν η κυρία Τάδε μ’ έχει κατακτήσει
θα πρέπει να μ’ αρέσει ο Τάδε κι αυτός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Πρέπει ο κύριος Τάδε να ‘ν από τέλεια πάστα
αλλιώς αλλάζω γνώμη και τα παρατώ,
να ‘ναι καλό παιδί -αν όχι, βρασ’ τα κι άστα-
εκείνος που απ’ το ίδιο ποτήρι θα πιω.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Όταν ήμουν μικρός, και μου ‘λειπε εμπειρία
έκανα που και που λάθη αισθητικής
τα ‘μπλεκα με συζύγους π’ ασκούσαν εξουσία,
της φάσης ήταν λάθη της εφηβικής.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Ότι ‘μαι πες λοξός ή και κολλημένος
μα ΄κείνος που μαζί του θα γίνω κολλητός
περνώντας την σκυτάλη, στεγνός ή ιδρωμένος,
πρέπει να ’ναι ευπατρίδης και διακριτικός.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μα κι άθλιους συζύγους εάν θα συναντήσεις
μη ξεχνάς τους καλούς, ευγενείς και σωστούς
π’ όσο και αν εκείνες, εν τέλει, θες ν’ αφήσεις
τις κρατάς λίγο ακόμη μπας και χάσεις κι αυτούς.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Αυτές τις μέρες, έχω κι εγώ μία κυρία
που, -να τα λέμε όλα- χωρίς κέφι τιμώ
όμως με τον δικό της σαν το Δάμωνα με τον Φιντία
γίναμε φίλοι, γι αυτό και δεν την παρατώ.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Κι όταν εκνευρισμένη απ’ τη σχέση μας που φθίνει
βρίσκει έναν τρίτο εκείνη και με απατά,
έτσι και πω: ¨εδώ αυτός ο κύκλος κλείνει¨,
εκείνος μ’ ικετεύει: ne me quittez pas!
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Μένω κι ο ένας τον άλλο έτσι παρηγορούμε:
¨είσαι ο κερασφόρος που προτιμώ¨
λέω εγώ, κι εκείνος: ¨μπορεί να προηγούμαι,
αλλά μαζί σου θέλω να ΄χω κάτι κοινό¨.
Στις άπιστες μην ρίχνετε λίθους, εγώ / είμαι μαζί τους.
*
Kι αν αργεί η Σουρλουλού απ’ τα ραντεβού να γυρίσει
και άμα λάχει να ‘χει ρεπό κι η νταντά
κι ο σύζυγος στο ψάρεμα έχει καθυστερήσει
να ‘μαι εγώ, ο φουκαράς, που κρατάει τα παιδιά…
Πέτρες να μην πετάτε στις άπιστες, πια!!!
Ολίγες διευκρινίσεις για το Ιλαρο (τραγικό) τραγουδάκι του Georges Brassens ¨Στη σκιά των συζύγων¨ και την προσπάθεια απόδοσής του στα Ελληνικά.
*Στη δεύτερη στροφή ο Μπρασένς μιλάει, πιο συγκεκριμένα, για τις γυναίκες των σιδηροδρομικών στις οποίες και αποδίδει τα δέοντα εύσημα (σύμφωνα με τη γαλλική παράδοση οι σταθμάρχες συντηρούν την καλλίτερη ομάδα απίστων). Στα ελληνικά η αναφορά αυτή δεν ¨χώρεσε¨.
*Στην έκτη στροφή μιλάει για τις άπιστες που πλέον αποφεύγει: τις γυναίκες των flics (¨μπάτσων¨)∙ εδώ το αποδώσαμε ως ¨γυναίκες αυτών που ασκούν εξουσία¨.
*Στην ένατη στροφή αντί για τον Ορέστη και τον Πυλάδη χρησιμοποιήσαμε τον Δάμωνα και τον Φιντία. – βόλευε καλύτερα στη ρίμα με την ¨κυρία¨.
*Στην δέκατη στροφή:, το ¨ne me quittez pas!¨ -το άφησα ως έχει. Εκτός από απελπισμένη έκκληση (μη μ’ αφήνεις!), παραπέμπει στο περίφημο τραγούδι του Ζακ Μπρελ.
*Στη δωδέκατη στροφή: Σουρλουλού -απαιτεί σύμπτυξη συλλαβών, αλλά αποδίδει καλύτερα το πνεύμα του δημιουργού (pimbêche: nom féminin: Femme prétentieuse, arrogante, capricieuse).
Ο Μπρασένς σε μια ζωντανή ηχογράφηση
***
Ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
A l’ombre des maris
Les dragons de vertu n’en prennent pas ombrage,
Si j’avais eu l’honneur de commander à bord,
A bord du Titanic quand il a fait naufrage,
J’aurais crié : «Les femm’s adultères d’abord !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Car, pour combler les voeux, calmer la fièvre ardente
Du pauvre solitaire et qui n’est pas de bois,
Nulle n’est comparable à l’épouse inconstante.
Femmes de chefs de gar’, c’est vous la fleur d’époi
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Quant à vous, messeigneurs, aimez à votre guise,
En ce qui me concerne, ayant un jour compris
Qu’une femme adultère est plus qu’une autre exquise,
Je cherche mon bonheur à l’ombre des maris.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
A l’ombre des maris mais, cela va sans dire,
Pas n’importe lesquels, je les tri’, les choisis.
Si madame Dupont, d’aventure, m’attire,
Il faut que, par surcroît, Dupont me plaise aussi !
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Il convient que le bougre ait une bonne poire
Sinon, me ravisant, je détale à grands pas,
Car je suis difficile et me refuse à boire
Dans le verr’ d’un monsieur qui ne me revient pas.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Ils sont loin mes débuts où, manquant de pratique,
Sur des femmes de flics je mis mon dévolu.
Je n’étais pas encore ouvert à l’esthétique.
Cette faute de goût je ne la commets plus.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Oui, je suis tatillon, pointilleux, mais j’estime
Que le mari doit être un gentleman complet,
Car on finit tous deux par devenir intimes
A force, à force de se passer le relais.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Mais si l’on tombe, hélas ! sur des maris infâmes,
Certains sont si courtois, si bons, si chaleureux,
Que, même après avoir cessé d’aimer leur femme,
On fait encor semblant uniquement pour eux.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
C’est mon cas ces temps-ci, je suis triste, malade,
Quand je dois faire honneur à certaine pécore.
Mais, son mari et moi, c’est Oreste et Pylade,
Et, pour garder l’ami, je la cajole encore.
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Non contente de me déplaire, elle me trompe,
Et les jours où, furieux, voulant tout mettre à bas,
Je cri’ : «La coupe est pleine, il est temps que je rompe !»
Le mari me suppli’ : «Non, ne me quittez pas !»
Ne jetez pas la pierre à la femme adultère,
Je suis derrière…
.
Et je reste, et, tous deux, ensemble, on se flagorne.
Moi, je lui dis : «C’est vous mon cocu préféré.»
Il me réplique alors : «Entre toutes mes cornes,
Celles que je vous dois, mon cher, me sont sacré’s.»
(Απελπισμένα!) χιουμοριστικό τραγουδάκι που ο Ζωρζ Μπρασένς δεν πρόλαβε να ηχογραφήσει και που κυκλοφόρησε αργότερα, όταν ο Γιώργης είχε φύγει , από τον Jean Bertola (1985), εδώ σε μια ερασιτεχνική προσπάθεια ελεύθερης απόδοσης στα ελληνικά. Σας θυμίζω και το παραπλήσιο ¨Μισογυνισμού εξαιρουμένου¨ που σας είχα, εξ ίσου ερασιτεχνικά, μεταφράσει/αποδώσει παλιότερα (εδώ).
To κείμενο στα γαλλικά
Si seulement elle était jolie
Si seulement elle était jolie
Je dirais: «tout n’est pas perdu.
Elle est folle, c’est entendu,
Mais quelle beauté accomplie!»
Hélas elle est plus laide bientôt
Que les sept péchés capitaux
Que les sept péchés capitaux
*
Si seulement elle avait des formes,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est moche c’est entendu,
Mais c’est Venus copie conforme.»
Malheureusement, c’est désolant,
C’est le vrai squelette ambulant
C’est le vrai squelette ambulant.
*
Si seulement elle était gentille,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est plate c’est entendu,
mais c’est la meilleure des filles.»
Malheureusement c’est un chameau,
Un succube, tranchons le mot
Un succube, tranchons le mot.
*
Si elle était intelligente,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est vache, c’est entendu,
Mais c’est une femme savante.»
Malheureusement elle est très bête
Et tout à fait analphabète
Et tout à fait analphabète.
*
Si seulement l’était cuisinière,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle est sotte, c’est entendu,
Mais quelle artiste culinaire!»
Malheureusement sa chère m’a
Pour toujours gâté l’estomac
Pour toujours gâté l’estomac.
*
Si seulement elle était fidèle,
Je dirais :»tout n’est pas perdu,
Elle m’empoisonne, c’est entendu,
Mais c’est une épouse modèle.»
Malheureusement elle est, papa,
Folle d’un cul qu’elle n’a pas!
Folle d’un cul qu’elle n’a pas!
*
Si seulement l’était moribonde,
Je dirais: «tout n’est pas perdu,
Elle me trompe c’est entendu,
Mais elle va quitter le monde.»
Malheureusement jamais elle tousse:
Elle nous enterrera tous
Elle nous enterrera tous.
Αν ήταν λίγο χαριτωμένη
Ας ήτανε χαριτωμένη
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας φέρνει κάπως σε γαρίδα
κι ας είναι πάντα γουρλωμένη.
Μα, ωιμέ, αυτό που φέρνει σοκ
είναι που μοιάζει με μπουλντόγκ
είναι που μοιάζει με μπουλντόγκ.
Αν είχε και καμιά καμπύλη
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα,
μπορεί να φέρνει σε πανίδα,
μα ‘χει για ¨πιάσιμο¨ την ύλη.
Μα, αλί, η εν λόγω δεσποινίδα
είναι σαν στέκα, σαν σανίδα
είναι σαν στέκα, σαν σανίδα!
Ας ήταν μόνο ευγενική
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας φέρνει σ’ οδοντογλυφίδα,
είναι τουλάχιστον σωστή.
Μα , ωιμέ, σε φτύνει σα γκαμήλα,
έχει μια μόνιμη ξινίλα
κι έχει το τακτ ενός γορίλα!
Μόνο να ήταν έξυπνη
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα,
ας σου θυμίζει τον Αττίλα,
είναι τουλάχιστον σοφή.
Μα, ωιμέ, από γράμματα μηδέν
και από πνεύμα γκαζοζέν
και από πνεύμα γκαζοζέν!
Ας ήξερε να μαγειρεύει
και θα ‘λεγα: υπάρχει ελπίδα
κι ας είναι ξύπνια σαν οβίδα,
στην κατσαρόλα σε μαγεύει.
Μα, ωιμέ, με λίπη και με πάχη
μου καταστρέφει το στομάχι
μου ‘χει διαλύσει το στομάχι!
Να ‘ταν τουλάχιστον πιστή
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα,
ας με φλομώνει στη θερμίδα
δεν είναι καμιά κουνιστή.
Μα αλίμονο: σ’ όποιον αντέχει
κουνάει τον κώλο που δεν έχει
κουνάει τον κώλο που δεν έχει!
Στον τάφο αν είχε το να πόδι,
θα ‘λεγα πως υπάρχει ελπίδα
κι ας μ’ απατάει σαν βακχίδα
με κάθε Πάνα τραγοπόδη
Ωιμέ, μα όλους του διαβόλους,
αυτή θε να μας θάψει όλους
αυτή θε να μας θάψει όλους!
*
Με τον Bertola
Μία ανάγνωση
Κι επειδή οι αρσενικές κακίες υποκρύπτουν συνήθως αγάπη ή ζήλεια, ιδού και ένα ελληνικό (παλιότερο) τραγουδάκι του Γιώργου Οικονομίδη: ¨Ζήλεια¨ ( Οικονομίδης Γ. , Ανύσιος Μ. 1946 – εισβολή του σουίνγκ στην Ευρώπη)
αντε, μιλήστε και γι αυτά, δεν βγάζω το κουμπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
ΚΑΤΩ! της μούσας του έρωτα κάθε κομπογιαννίτης
κι όσοι τον κώλο γλύφουνε της Θείας Αφροδίτης
και κάτι αρτίστες που κολλάν σαν να τανε τσιμπούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ήμουν ως χτες ειρηνιστής σε όλη τη ζωή μου.
Δεν ήμουν διόλου τσαμπουκάς, μα έτυχε η δική μου
ναναι καργιόλα ολίγον τι και όχι κελεπούρι.
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Ήτανε λέει ορφανό και κόκκινα φορούσε,
είπε θα πάει στη γιαγιά, που μοναχή της ζούσε,
με τόση δα κοντή ποδιά, στο στόμα γλειφιτζούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Περίμενα τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα,
περίμενα ένα χρόνο και ακόμη παραπέρα,
κανένα λύκο αντάμωσε, μου φαίνεται, λιγούρη…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
Αυτό το μούτρο, ο Έρωτας, τρελαίνεται για πλάκες
τα βέλη φαρμακώνει ευθύς και ψάχνει να βρει βλάκες
κι είναι φαρμάκι ζόρικο, δεν ειναι κανναβούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Κι όπως συμβαίνει που και που κάτω απ’ τα πέταλά της
η μαργαρίτα έχει σκορπιούς κι αράχνες της απάτης·
λάγνα οχιά απαίσια και ατίθασο μαμούρι…
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
.
Ο έβδομος ο ουρανός στην κεφαλή μου αν πέσει
και η απελπισία μου στον τάφο αν θα βρει θέση
Ένα μονάχα θα σας πω πριν το αιώνιο χουζούρι:
Πείτε γι αγάπη και θα φάτε γροθιά στη μούρη!
Μ’ όλο το σεβασμό μου για σας.
***
Εδώ από τον Μπρασένς
Εδώ στα Ρωσικά
…και μία ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά που σας έφτιαξα…
Sauf le respect que je vous dois
Si vous y tenez tant parlez-moi des affaires publiques Encor que ce sujet me rende un peu mélancolique Parlez-m’en toujours je n’vous en tiendrai pas rigueur Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Fi des chantres bêlant qui taquine la muse érotique Des poètes galants qui lèchent le cul d’Aphrodite Des auteurs courtois qui vont en se frappant le c?ur Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Naguère mes idées reposaient sur la non-violence Mon agressivité je l’avait réduite au silence Mais tout tourne court ma compagne était une gueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Ancienne enfant trouvée n’ayant connu père ni mère Coiffée d’un chap’ron rouge ell’ s’en fut ironie amère Porter soi-disant une galette à son aïeule Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Je l’attendis un soir je l’attendis jusqu’à l’aurore Je l’attendis un an pour peu je l’attendrais encore Un loup de rencontre aura séduite cette fugueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Cupidon ce salaud geste qui chez lui n’est pas rare Avait trempé sa flèche dans le curare Le philtre magique avait tout du bouillon d’onze heures Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Ainsi qu’il est fréquent sous la blancheur de ses pétales La marguerite cachait une tarentule un crotale Une vraie vipère à la fois lubrique et visqueuse Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
Que le septième ciel sur ma pauvre tête retombe Lorsque le désespoir m’aura mis au bord de la tombe Cet ultime discours s’exhalera de mon linceul Parlez-moi d’amour et j’vous fous mon poing sur la gueule Sauf le respect que je vous dois
17 του Μάη. Είναι ακόμη (για λίγο) Άνοιξη και έτυχε να πέσω πάνω στο (ομώνυμο) τραγούδι του Ζακ Μπρελ (Au printemps) και είπα να κάνω μια ακόμη απόπειρα (από τις γνωστές: απόδοση στα ελληνικά κατά το δυνατό τραγουδίσιμη).
Βέβαια ¨printemps¨ είναι μια λέξη δισύλλαβη και τονίζεται στη λήγουσα, ενώ η ωραία Άνοιξη, ως γνωστόν, όχι μόνον πλειοδοτεί σε συλλαβές αλλά και προτιμά να οξύνει την προπαραλήγουσα. Έτσι η απόπειρα ήταν ευθύς εξ αρχής κάπως ζόρικη. Ευτυχώς οι τραγουδιστικές (μελοποιημένες) εκδοχές δεν αποστρέφονται εντελώς τις τονικές διαστροφές και ανακαινίσεις και έτσι δεν ¨ανασχέθηκα¨ παρά για πολύ λίγο. Παραπάνω, το προϊόν της μη ανάσχεσης στα ελληνικά, παρακάτω το original, στη γαλλική.
Σημείωση 1. Όταν στο γνήσιο κείμενο υπάρχουν επαναλαμβανόμενες στροφές, ο αποδίδων έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει διαφορετικές εκδοχές και ο τραγουδών-ούσα μπορεί να διαλέξει (απορρίψει) κατά βούληση.
Σημείωση 2. Σχετικά με στίχους για την Άνοιξη, σας θυμίζω και το παλιότερο ποίημα του Νίκου Μοσχοβάκου (εδώ)
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Toutes les filles
Vous donneront leurs baisers
Puis tous leurs espoirs
Vois tous ces coeurs
Comme des artichauts
Qui s’effeuillent en battant
Pour s’offrir aux badauds
Vois tous ces coeurs
Comme de gentils mégots
Qui s’enflamment en riant
Pour les filles du métro
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Tout Paris
Se changera en baisers
Parfois même en grand soir
Vois tout Paris
Se change en pâturage
Pour troupeaux d’amoureux
Aux bergères peu sages
Vois tout Paris
Joue la fête au village
Pour bénir au soleil
Ces nouveaux mariages
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Pour une fleur un sourire un serment
Pour l’ombre d’un regard en riant
Toute la Terre
Se changera en baisers
Qui parleront d’espoir
Vois ce miracle
Car c’est bien le dernier
Qui s’offre encore à nous
Sans avoir à l’appeler
Vois ce miracle
Qui devait arriver
C’est la première chance
La seule de l’année
*
Au printemps au printemps
Et mon coeur et ton coeur
Sont repeints au vin blanc
Au printemps au printemps
Les amants vont prier
Notre-Dame du bon temps
Au printemps
Μικρό διάλειμμα αφιερωμένο σ’ ένα παλιό τραγουδάκι (γραμμένο από τους Richard Rodgers και Lorenz Hart, Ν.Υ., 1934).
Οι στίχοι του λίγοι, απλοί και η μελωδία του από εκείνες που δεν ξεχνιούνται.
Τη δεκαετία του εξήντα, ανανεωμένο από τους The Marcels, δεν έλειπε σχεδόν από κανένα αθηναϊκό εφηβικό πάρτι (στα σπίτια με τα μωσαϊκά δεν είχε μόνο λαϊκά…)
Blue moon
Blue moon you saw me standing alone
Without a dream in my heart
Without a love of my own
*
Blue moon, you knew just what I was there for
You heard me saying a prayer for
Someone I really could care for
*
And then there suddenly appeared before me
The only one my arms will ever hold
I heard somebody whisper «Please adore me»
And when I looked, the moon had turned to gold!
*
Blue moon!
Now I’m no longer alone
Without a dream in my heart
Without a love of my own
Εδώ παραπάνω μια προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά του τραγουδιού για τον μικρό θεό Έρωτα, όπως τον περιγράφει ο Μπρασένς στο ¨Cupidon s’en fout¨. Με τον ¨μικρό Έρωτα¨ φτάνουμε στα 39 τραγούδια του τροβαδούρου που ως τώρα προσπάθησα να προσαρμόσω στη γλώσσα μας με τρόπο ώστε να μπορούν λίγο πολύ να τραγουδηθούν (στο μπάνιο -για τα υπόλοιπα τραγούδια κλικ στις ¨κατηγορίες¨, εδώ δεξιά). Οι ¨αναγνώσεις¨ γίνονται πάντα με επίκληση στο ¨συμπάθιο¨ και μόνο για να επαληθευθεί αν όντως οι συλλαβές της απόδοσης χωράνε στη μελωδία.
Εδώ με τον Georges Brassens
Εδώ στα Ρωσικά
Cupidon s’en fout
Pour changer en amour notre amourette,
Il s’en serait pas fallu de beaucoup,
Mais, ce jour là, Vénus était distraite,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Des jours où il joue les mouches du coche.
Où elles sont émoussées dans le bout,
Les flèches courtoises qu’il nous décoche,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Se consacrant à d’autres imbéciles,
Il n’eu pas l’heur de s’occuper de nous,
Avec son arc et tous ses ustensiles,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
On a tenté sans lui d’ouvrir la fête,
Sur l’herbe tendre, on s’est roulés, mais vous
Avez perdu la vertu, pas la tête,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Si vous m’avez donné toute licence,
Le coeur, hélas, n’était pas dans le coup;
Le feu sacré brillait par son absence,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
On effeuilla vingt fois la marguerite,
Elle tomba vingt fois sur «pas du tout».
Et notre pauvre idylle a fait faillite,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Quand vous irez au bois conter fleurette,
Jeunes galants, le ciel soit avec vous.
Je n’eus pas cette chance et le regrette,
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Il est des jours où Cupidon s’en fout.
Για τον απηυδισμένο Άμλετ γράφει ο Ηλίας και από τους ¨Μπουρζουάδες¨ του Μπρελ (εδώ) επαν-αναρτάται η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά, γιατί κατά κάποιο (άγνωστο) τρόπο είχε εξαφανιστεί από την παλιά ανάρτηση. [Η βλάβη προς το παρόν αποκαταστάθηκε]
O άγριος Άμλετ
(Γράαφει ο Ηλίας Κουτσούκος)
Ο Τάκης Στημένος τάχει παίξει. Έχει κλείσει τα 36 κι ενώ ήταν τρία χρόνια άνεργος, τώρα καλείται να παίξει «Άμλετ» στον πρωτοποριακό θίασο το «άλλο όνειρο» ενός σαρανταπεντάρη σκηνοθέτη ο οποίος είναι – κατά τον Τάκη και το σινάφι των ηθοποιών- ‘πυροβολημένη αδερφή’ και θεατρική ψωνάρα.
Επίσης ο Τάκης έκανε το λάθος να επιτρέψει στον σκηνοθέτη -πριν ένα εξάμηνο- να τον ‘ακουμπήσει’ μέσα σ ένα μπαρ και τώρα, είναι υποχρεωμένος να βρίσκει δικαιολογίες ώστε να μη του την ‘πέφτει’ μπροστά στους άλλους ηθοποιούς στις πρόβες, ούτε να τον χουφτώνει κάθε τόσο με τη δικαιολογία ,της ‘σκηνοθετικής κατεύθυνσης’ πάνω στον μονόλογο του Άμλετ, ενώ οι συνάδελφοί του το έχουν μυριστεί και το πείραγμα πέφτει σύννεφο.
Απόψε έχουν πρεμιέρα κι ο Τάκης στο καμαρίνι του προσπαθεί να συγκεντρωθεί, ξέρει πως στην πλατεία δεν έχει ούτε πενήντα θεατές -οι περισσότεροι με προσκλήσεις- ξέρει πως το έργο δεν θα κρατήσει ούτε βδομάδα, μέσα σ αυτή την κρίση των πάντων και πασών, ξέρει πως θα ξαναμείνει άνεργος, ξέρει πως θα πρέπει να παραμείνει-άγνωστο για πόσο- στη θεία του την Αμαλία, στο δυάρι του Κολωνού, ξέρει πως έχει αρχίσει να σιχαίνεται όλο τον κόσμο, αλλά τελευταία και τον εαυτό του.
Κι ενώ ο ηθοποιός όταν ‘παίζει’ ,πρέπει να παραμένει απερίσπαστος απ’ όλα τα καθημερινά του προβλήματα, ο Τάκης Στημένος βρίσκει τον εαυτό του ξαφνικά περικυκλωμένο από αφόρητους ηλίθιους, στους οποίους ο Σαίξπηρ σίγουρα θα απαγόρευε την είσοδο στα έργα του κι ενώ αρχίζει στη Τρίτη πράξη, σκηνή πρώτη, να απαγγέλει τον μονόλογο του «να ζει κανείς ή να μη ζει -αυτό είναι το ζήτημα- τι είναι ανώτερο στο πνεύμα, να υποφέρεις πετριές και βέλη άδικης τύχης, ή να κάνεις επανάσταση ενάντια σ’ ένα πέλαγο βάσανα και με την άρνηση τους να τους δώσεις τέλος..» σ’ αυτό το σημείο, μένει το χέρι του μετέωρο, κρατώντας την πλαστική νεκροκεφαλή, νιώθει εγκλωβισμένος στο ηλίθιο στενό μπλουτζίν [άποψη του βλάκα σκηνοθέτη, γιατί που ακούσθηκε Άμλετ με μπλουτζίν και άρβυλα..] και σαν υπνωτισμένος απ’ ιερό καθοδηγητή τρομοκράτης, συνεχίζει τον Μονόλογο με δικά του λόγια όμως, που φεύγουν απ το στόμα του βροντώδη και πεντακάθαρα δηλαδή « ακούστε καθυστερημένοι και της πλατείας όλοι εσείς οι κοιμισμένοι, η Επανάσταση δεν θα έρθει με κλανιές και τα αβγά δεν βάφουν με πορδές, εσείς θα μένετε διαρκώς υπνωτισμένοι και στον ηλίθιο τον κόσμο σας κλεισμένοι…» κι εδώ σταματάει, μένει ακίνητος κοιτώντας την νεκροκεφαλή, και ξαφνικά σηκώνονται δύο απ την πρώτη σειρά φωνάζοντας υστερικά ‘μπράβο, μπράβο, μπράβο’ κι αμέσως σηκώνονται κι οι πενήντα θεατές όρθιοι φωνάζοντας και χειροκροτώντας ‘μπράβο, μπράβο, μπράβο..’ κι ο Τάκης Στημένος νιώθει πια, πως δεν έχει ελπίδα, με ό,τι τον περιβάλλει και φεύγει απότομα απ τη σκηνή, ενώ στα παρασκήνια πέφτουν επάνω του και τον αγκαλιάζουν, ο Πολώνιος απ το Γαλάτσι, ο Κλαύδιος απ το Περιστέρι κι η Οφηλία απ τα Πετράλωνα, ο ηλίθιος πρωτοποριακός σκηνοθέτης που φωνάζει «μπράβο μωρό μου, τους έσκισες αγάπη μου κι ο Τάκης σαν χτυπημένος από άγριο θεριό λέει ψιθυριστά « ρε άντε γαμηθείτε όλοι σας βλαμμένοι..»
Έχουμε καιρό να ταξιδέψουμε με τον καπετάν Γιώργη (Μπρασένς), αλλά να που σήμερα θα τον ακούσουμε, μαζί με μια ακόμη προσπάθεια απόδοσης των στίχων του στα ελληνικά που σας ετοίμασα. Αυτή τη φορά πρόκειται για το Le pluriel.
Μικρές σχετικές σημειώσεις:
α. άφησα εκτός απόδοσης την αναφορά στον Prévert (στο τέλος της τρίτης στροφής), βασικά για να αποφύγω να ¨φορτώσω¨ το κείμενο με υποσημείωση.
β. για λόγους καθαρά μετρικούς (και για να μειώσω τις χρειαζούμενες συλλαβές ώστε το κείμενο να χωράει στη μουσική) μείωσα τον αριθμό των (κατά τον Μπρασένς) ελαχίστων για να μην έχουμε ¨αγέλη¨, από τέσσερεις σε τρεις (κέρδισα 2 συλλαβές), και τον αριθμό των μελών της αναφερόμενης ¨παρτούζας¨ από δώδεκα σε δέκα (κέρδισα μία).
γ. Η δεύτερη στροφή χρησιμεύει ως ρεφρέν και τραγουδιέται (με ελάχιστες αλλαγές στον τέταρτο στίχο) μετά από κάθε μία απ’ τις άλλες.
δ. Η απόδοση είναι «ελεύθερη» και δε φιλοδοξεί άλλο από το να δώσει μια εκδοχή αυτών που μπορεί να προσλάβει κανείς ακούγοντας Μπρασένς
Le pluriel
«Cher monsieur, m’ont-ils dit, vous en êtes un autre»,
Lorsque je refusai de monter dans leur train.
Oui, sans doute, mais moi, je fais pas le bon apôtre,
Moi, je n’ai besoin de personne pour en être un.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Dans les noms des partants on ne verra pas le mien.
Dieu! que de processions, de monômes, de groupes,
Que de rassemblements, de cortèges divers, –
Que de ligues, que de cliques, que de meutes, que de troupes!
Pour un tel inventaire il faudrait un Prévert.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Parmi les cris des loups on n’entend pas le mien.
Oui, la cause était noble, était bonne, était belle!
Nous étions amoureux, nous l’avons épousée.
Nous souhaitions être heureux tous ensemble avec elle,
Nous étions trop nombreux, nous l’avons défrisée.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Parmi les noms d’élus on ne verra pas le mien.
Je suis celui qui passe à côté des fanfares
Et qui chante en sourdine un petit air frondeur.
Je dis, à ces messieurs que mes notes effarent:
«Tout aussi musicien que vous, tas de bruiteurs!»
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Dans les rangs des pupitres on ne verra pas le mien.
Pour embrasser la dame, s’il faut se mettre à douze,
J’aime mieux m’amuser tout seul, cré nom de nom!
Je suis celui qui reste à l’écart des partouzes.
L’obélisque est-il monolithe, oui ou non?
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Au faisceau des phallus on ne verra pas le mien.
Pas jaloux pour un sou des morts des hécatombes,
J’espère être assez grand pour m’en aller tout seul.
Je ne veux pas qu’on m’aide à descendre à la tombe,
Je partage n’importe quoi, pas mon linceul.
Le pluriel ne vaut rien à l’homme et sitôt qu’on
Est plus de quatre on est une bande de cons.
Bande à part, sacrebleu! c’est ma règle et j’y tiens.
Au faisceau des tibias on ne verra pas les miens.
Το τραγούδι/πεζό που προσάρμοσα αυτή τη φορά στα ελληνικά είναι ¨Ilmercato¨ του GiorgioGaber και του SandroLuporini. Η ¨Αγορά¨ τραγουδήθηκε σε διαφορετικές παραπλήσιες εκδοχές ανάμεσα στο 1997 και το 2000 και συμπεριλαμβανόταν στα τραγούδια του άλμπουμ με τίτλο ¨Un’Idiozia Conquistata a Fatica¨ (Μία βλακεία που αποκτήθηκε με κόπο). Στο ίδιο άλμπουμ υπάρχει και το τραγούδι ¨Il Conformista¨ που σας έχω ήδη μεταφράσει/προσαρμόσει εδώ
*
Το τραγούδι των αγορών
Χορός:
Οι αγορές είναι το δαιμόνιο,
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο Διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
*
Οι αγορές είναι / κάτι παράξενα ζώα
μα καθόλου αθώα / π’ ολοένα παχαίνουν
κι ολοένα γεμίζουν / και με άμετρο τρόπο
μια γυναίκα θυμίζουν / με κοιλιά φουσκωμένη
συνεχώς γκαστρωμένη, / από μόνη της όμως!
*
Οι αγορές είναι / σα μωρά χαϊδεμένα
παχουλά και θρεμμένα / πλαστικο-εγχειρισμένα
που χωρίς παραμάνα / τις δίπλες τους τρέφουν
χωρίς όνειρα αντέχουν / και εν τέλει υπερέχουν
αφού έχουν για ε / κκολαπτήρα εσένα!
*
Τραγουδιστής:
Η κιθάρα ηχούσε
την ψυχή και το σώμα κάθε νότα τρυπούσε
σαν οργής ουρλιαχτό,
…αλλά και σαν αγάπης τραγούδι κρυφό.
Ο ρυθμός της, ονειρικός,
ανεβαίνει στη σάρκα, στη ψυχή, πυρετός.
Ειν’ γεμάτη ευθυμία και κόσμο η σάλα
κι είμαι ’γω βασιλιάς μοναχός!
*
Η κιθάρα αντηχούσε
-μαγική συνουσία-
απ’ τις σπάνιες στιγμές που νομίζεις πως ξέρεις
ποια ειν’ η ουσία
ποια ειν’ η ουσία
ποια ειν’ η ουσία.
Η κιθάρα αντηχούσε
συνεχώς, δίχως τέλος,
κι όλοι ‘νοιώθανε λευτερωμένοι
κι όμως, στων αγορών τις κρυφές αλυσίδες
(χέρια πόδια) ήταν όλοι δεμένοι
*
Χορός:
Οι αγορές είναι δαιμόνιο
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
*
Οι αγορές μοιάζουν
με καρχαρίες που αδέσποτοι αλωνίζουν
κι ανήλεοι, χωρίς ενδοιασμούς
αφού κατασπαράξουν τους εχθρούς
ο ένας τον άλλον τελικά καταβροχθίζουν
*
Φούσκες κατάληξαν οι αγορές
με πυροκροτητή συνδεδεμένες
πάνω σε λόμπι και κυκλώματα στημένες
Βόμβες στα χέρια των πιο ¨μυημένων¨
είτε με ¨νόμους¨ είτε μ’ αρπαγή
τελειώνουν με σφαγή των ηττημένων
*
Τραγουδιστής:
Πετούσε η μηχανή
στον άνεμο το σώμα μου παλλόταν
μια αίσθηση ζωής με διαπερνούσε,
τον πόνο, την φθορά, το σώμα μου ξεχνούσε
και η Αθανασία
κάπου εκεί στο πλάι μου βρισκόταν
Μεγάλη η έξαρση… πώς να την περιγράψεις;
στην άσφαλτο να ρέει η μηχανή, εγώ στα ηνία,
μια ασύλληπτη διέγραφα πορεία
και ζούσα μια απερίγραπτη ευφορία
*
Έτρεχε η μηχανή με ‘μένα στο τιμόνι
κι όμως εγώ ακόμη δεν κατανοούσα
πως ήμουνα μονάχα ένα πιόνι
σ’ ένα παιχνίδι ασφαλώς στημένο
στου Κέρδους το βωμό αφιερωμένο
*
Χορός:
Οι αγορές είναι δαιμόνιο
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
Αφηγητής:
Αυτές. Οι αγορές. Είναι παντού. Τίποτα δεν τους διαφεύγει. Είναι άπληστες και αχόρταγες. Καθορίζουν τα πάντα καθημερινά. Οι πολιτικές διαμάχες έχουν γίνει μια πολυτέλεια, ένα παιχνίδι για τα σαλόνια, δεν υπάρχει κανείς, άτομο ή πολιτικός σχηματισμός που να μπορεί να αντισταθεί στη λογική αυτού του μεγάλου αόρατου καραγκιοζοπαίχτη που κινεί τον κόσμο μας.
Αλλά, εάν μια μέρα στα ξαφνικά οι αγορές εξαφανίζονταν; Εάν ξαφνικά βρισκόμασταν αποκλεισμένοι από αυτόν τον τέλειο μηχανισμό που βρίσκεται τόσο έξω από οποιαδήποτε ηθική; Κατά βάθος είναι Αυτές που πραγματοποίησαν τα όνειρα των πατεράδων μας και μας προμήθευσαν ευμάρεια και πλούτο. Πώς να το κάνουμε, στις μέρες μας μια χώρα που απορρίπτει την λογική τους, κινδυνεύει να γίνει μια φτωχή χώρα. Απ’ την άλλη, μια χώρα που την αποδέχεται με ανεμελιά, όχι μόνο κινδυνεύει την αύξηση της ανισορροπίας στη διανομή του πλούτου, αλλά, ακόμη χειρότερα, διακινδυνεύει την ολική εξαφάνιση των συνειδήσεων∙ σήμερα δε μπορούμε καν να ταχθούμε αποφασιστικά υπέρ ή κατά των αγορών! Απίστευτο!
Ίσως, μόνο αν γνωρίζουμε αυτό το αδιέξοδο, αν το έχουμε συνειδητοποιήσει, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα δίχως να απαιτούμε να λύσουμε το πρόβλημα με ένα ναι ή ένα όχι. Ιδού η μεγάλη πρόκληση∙ να μάθουμε να ζούμε χωρίς βεβαιότητες, αλλά όντας σίγουροι ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί από την αντίφασή μας αυτή.
Τότε ίσως, πιθανώς ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, θα βρούμε άλλες πηγές, άλλους πόρους, ίσως τότε θα μπορέσουμε ξανά να ονειρευτούμε, να στοχαστούμε, γιατί ο καθένας από μας δεν εξαφανίζεται, αντέχει στον σαματά και στην επικοινωνιακή καταιγίδα και μπορεί να αντέξει και να κινηθεί μέσα στην αμφιβολία που, εδώ που τα λέμε, ήταν ανέκαθεν το πεπρωμένο του ανθρώπου.
Τραγουδιστής:
Σιγά σιγά
ζωντανός επιστρέφεις
ενεργός, δυνατός πιο πολύ
κι είσαι έτοιμος πια να χαράξεις
μία άλλη, αλλιώτικη
διαδρομή
*
Γιατί
ο ¨καθένας από μας¨ δεν πεθαίνει
παρά νέες ιδέες γεννά
και μια μνήμη αρχαία
πίσω φέρνει ξανά:
πως έχει φτερά
πως έχει φτερά
πως έχει φτερά!
*
Χορός:
Οι αγορές είναι δαιμόνιο
οι αγορές είναι θεός
οι αγορές είναι ο διάβολος
οι αγορές είναι ο Θεός
…Πως έχει φτερά
πως έχει φτερά
πως έχει φτερά…
***
*
Il Mercato
Il mercato è un mammifero strano
senza niente di umano è una cosa che cresce
che ogni giorno diventa più grosso
una crescita abnorme smisurata tutta forme
come una donna sempre incinta di se stessa.
Il mercato è un neonato opulento
ossequiato dal mondo è un bamboccio gonfiato
che ingrassa anche senza nutrice
non ha alcun bisogno né di cibo né di sogno
siamo noi tutti la sua grande incubatrice.
La chitarra suonava
ogni nota passava straziante dal petto e dal cuore
era un urlo di rabbia
però stranamente era anche un canto d’amore
Era un ritmo così sconvolgente
per il corpo per la mente
e la sala scoppiava di gente e di grande allegria
quella notte era mia.
La chitarra suonava
senza smettere mai
ed ognuno di noi si sentiva così liberato
senza rendersi conto
che anche lì si imponeva la follia del mercato
coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
G. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
Il mercato è uno squalo gigante
sempre più onnipotente
così bieco e spietato non ha impedimenti morali
ha travolto il nemico nella furia del suo gioco
uno alla volta si è sbranato gli altri squali.
Il mercato è un ordigno innescato
un circuito completo
è la grande invenzione è l’atomica dei più potenti
è una competizione tra le più disumane
senza pietà per il massacro dei perdenti.
La mia moto correva
il mio corpo vibrava felice più forte del vento
è una grande emozione
sentirsi immortali anche fosse in un solo momento
Era un senso di grande furore che è difficile da spiegare
io volevo mordevo l’asfalto ero come in balia
di una grande euforia.
La mia moto correva ero solo al comando
mi sentivo fuori dal mondo così realizzato
senza rendermi conto che anche in me stravinceva
la follia del mercato.
coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
G. coro: il mercato è il demonio il mercato è Dio.
Lui. Lui il mercato, è dovunque. Niente gli sfugge. È avido e insaziabile, non si accontenta mai. È Lui, che determina tutto con la sua quotidiana presenza. Gli scontri politici sono diventati un lusso, un gioco da salotto, non c’è individuo né formazione politica che possa opporsi alla logica di questo grande invisibile burattinaio, che tira le fila del nostro mondo.
Ma se un giorno Lui di colpo sparisse? Se di colpo ci trovassimo esclusi da questo meccanismo perfetto così al da fuori di qualsiasi morale? In fondo è Lui, che ha realizzato i sogni dei nostri padri procurandoci benessere e ricchezza. Non c’é niente da fare, oggi come oggi un paese che rifiuta la sua logica, rischia di diventare un paese povero.
Un paese che l’accetta con allegria, non solo rischia l’aumento dello squilibrio nella distribuzione della ricchezza, ma peggio ancora, l’annientamento totale delle coscienze.
Insomma, un uomo oggi non ha neanche la possibilità di schierarsi decisamente a favore, o contro di Lui. Incredibile!
Forse, forse se lo si sa, se ne si è consapevoli, si può praticare questa realtà, senza pretendere di risolvere le cose con un sì o con un no. Ecco la grande sfida; allenarsi a vivere senza certezze, con la certezza che qualche cosa possa nascere da questa nostra contraddizione.
Allora forse, magari a fatica, troveremo altre risorse, allora forse si ritorna a sognare, a pensare, perché l’individuo non muore,
resiste fra tanto frastuono
e si muove nel dubbio
che in fondo è da sempre
il destino dell’uomo.
E pian piano ritorni a esser vivo
più presente più reattivo
la tua mente rivede affiorare in un mondo sommerso
un percorso diverso.
L’individuo non muore
cerca nuovi ideali
e riprova l’antica emozione
di avere le ali di avere le ali
coro: il mercato è il demonio
il mercato è Dio. (continua in sottofondo)
Σας έφτιαξα μια ελεύθερη (εννοείται!) προσαρμογή στα ελληνικά του ¨Si può¨ των Giorgio Gaber και SandroLuporini, που πρωτογράφτηκε το μακρινό 1976 και συμπεριλήφθηκε -ανανεωμένο σε ενθουσιασμό και επιχειρήματα- το 2001 στο άλμπουμ La mia generazione ha perso (Η γενιά μου έχασε).
ΜΠΟΡΕΙΣ!
Μπορείς, να ‘σαι λεύτερος σα τον αέρα, μπορείς
Μπορείς, η Ιστορία δεν πάει παραπέρα, μπορείς
*
ΕΓΩ;
Ό, τι θέλω επάνω μου βάζω
τα ταμπού με τη μία τα σπάζω
το ριζικό μου μόνο εγώ τo ελέγχω
το κινητό το πιο κουλ μόνο εγώ
το κατέχω
*
Μπορείς,
στον αγροτουρισμό, αμα θέλεις, ν’ ασχοληθείς
Μπορείς,
και στο βουδισμό (άμα λάχει) να προσηλυτιστείς
Μπορείς,
σε ριάλιτι παιχνίδι να μπλέξεις
Μπορείς,
και σαν άστρο -για λίγο- να φέξεις
*
Ένα κάτι τι μοναχά θα σου φτάσει
και κανείς δε θα μπορεί να σε πιάσει
αρκεί ένα τοκ σόου σε άγριο ρυθμό
για να ζωντανέψει ξανά μεσ’ στο ξεφωνητό
κάτι απ’ αυτό που εσύ ονομάζεις κουλτούρα
ή και
πολιτισμό
*
Άμα θες λεφτά, σου φτιάξαμε το Λόττο
Για σένα θα ‘χει πάντα και μπαστούνι
και καρότο
Κάτι βομβαρδισμούς (καθώς πρέπει) φτάνει μόνο ν’ ανεχτείς
Το κείμενο γράφτηκε από τον Τζόρτζιο Γκάμπερ το μακρινό 1975 και είναι τμήμα του άλμπουμ «Ελευθερία υποχρεωτική». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τότε, ήδη, ήταν κάπως προφητικό, αλλά και σήμερα, όπως και να το κάνουμε, διατηρεί μια γοητευτική επικαιρότητα.
Η μετάφραση είναι, ως επί το πλείστον, πιστή. Άλλαξα μόνο τον τόπο του ονείρου για την πιο εύκολη εξοικείωση του έλληνα αναγνώστη: αντί για Μιλάνο, Αθήνα.
Il Sogno Di Marx
Όταν είναι κανείς φιλόσοφος δεν ονειρεύεται ποτέ στην τύχη.
Ήμουνα, λέει, ένα είδος Διογένη, με ένα φανάρι δυο χιλιάδες βατ, μια φωτογραφική μηχανή, και κάτι έψαχνα σε μια πόλη που, αν δεν είχε ομίχλη, θα μπορούσε να ‘ναι κι η Αθήνα. Ακούω μια φωνή από την καταχνιά, που μου λέει:
«Έτσι δεν πρόκειται να φωτογραφίσεις τίποτα, ποτέ!»
«Ποιος είστε κύριε;»
Εκείνος: «Ένας Γερμανός, περαστικός».
Σκέφτομαι εγώ: ¨Ο συνηθισμένος απαισιόδοξος της Σχολής της Φρανκφούρτης!¨. Αλλά, μπα!
Βγαίνει απ’ την ομίχλη ένας καλοβαλμένος κύριος με γένια και παρουσιάζεται: «Χαίρω πολύ, Κάρολος Μάρξ».
Ωωωω!… (έκπληξη)
«Βλέπεις παιδί μου…»
Πώς ¨παιδί μου;¨… Όλοι με φωνάζουνε σύντροφο κι έρχεται αυτός… κι αλλάζει ακόμη μια φορά το λεξιλόγιο;
«…δεν φτάνει μια φωτογραφική μηχανή και ο σωστός φακός… Κάνεις λάθος τους χρόνους, πίστεψέ με. Εγώ έχω κάποια εμπειρία με ό, τι κινείται!»
Κι εδώ που τα λέμε, αυτό είναι αλήθεια.
«Λοιπόν, να πως εκινείτο το όλον την εποχή μου: Κοίτα, εδώ ήταν το κεφάλαιο, εδώ οι τάξεις, η μπουρζουαζία, και τα λοιπά και τα λοιπά». Κι εγώ: φλάς!
Έχει γούστο ο Μαρξ όταν ζεσταίνεται… ε; Μοιάζει με παπαράτσο! Όμως παίρνω κουράγιο και του λέω: «Κι εμείς, κι εμείς τα ίδια, κεφάλαιο, τάξεις, μπουρζουάδες… φλας!»
«Ωραίοι!»
«Ευχαριστώ!»
Ύστερα κατάλαβα ότι με το ¨ωραίοι¨ ήθελε να πει ¨μαλάκες¨… Με τρυφερότητα, εννοείται.
¨Είστε ωραίοι. Η μπουρζουαζία… δεν υπάρχει πια. Ή μάλλον, δε μετράει, θρυμματίστηκε!»
Α, όχι…, εδώ τσαντίζομαι… Ω θεέ μου, εξαφανίστηκαν οι αστοίκαι δεν το πήρα πρέφα;!… Και μάλιστα ειπωμένο απ’ αυτόν εδώ σε εξοργίζει, γιατί λέει ο άλλος: μας δούλευε ψιλό γαζί τόσα χρόνια τώρα.
Κι εγώ: «Συγγνώμη Μαρξ… Και τα αφεντικά, οι καπιταλιστές;»
Εκείνος με κοιτάζει, ωραίος, μ’ εκείνα τα μάτια που τα βλέπουν όλα: «Τα αφεντικά, τους καπιταλιστές… δεν τους βλέπω… με την έννοια ότι… γίνονται όλο και πιο πολύ απρόσωποι.»
«Φτου σου γκίνια! Μα εγώ έχω ανάγκη να πιαστώ από κάτι, έχω ανάγκη από σταθερά σημεία αναφοράς!»
«Μα τότε έπρεπε να ονειρευτείς τον Ιησού!»
«Δώσαμε, δώσαμε, ευχαριστώ… Μα πες μου δάσκαλε… η πάλη των τάξεων; … άσε μου τουλάχιστον την ταξική πάλη!»
Εκείνος, ατάραχος: «Η πάλη των τάξεων…»
«Πιο γρήγορα δάσκαλε!…»
«Η πάλη των τάξεων θα μπορούσε να είναι ακόμη σωστή…»
«¨Ωωω!»
«…εάν ήταν ξεκάθαρες οι τάξεις!»
«Μα πώς, δεν είναι ξεκάθαρες οι τάξεις;… Τότε δεν είσαι μαρξιστής! Συγνώμη που τ’ άρπαξα, Μαρξ, μου φαίνεσαι λιγάκι πολτός. Και ο ιμπεριαλισμός, ο ιμπεριαλισμός;»
«Τέλος πάντων…»
Πολύ ατάραχος το παίζει ο Μαρξ!
«Πες μου, ο ιμπεριαλισμός;»
«Άκου να δεις, το συζητούσα με τον Λένιν, τις προάλλες. Είναι εκεί πάνω και τον παρατηρεί… Είναι κάπως κολλημένος! Λέει πως η εικόνα είναι λίγο ασαφής και θέλει καλύτερη εστίαση. Μιλάει για Pax… για Pax Americana… Λέει ότι η Ειρήνη κατάντησε χειρότερη από τον πόλεμο».
«Ναι, αυτό το είπε κι ο τρελός του χωριού. Κι έπειτα;, κι ύστερα;… δεν βλέπετε τίποτα άλλο; Τι κοιτάζεις τώρα; τι κοιτάζεις, αφού δεν υπάρχει πια τίποτα;»
«Δεν είναι αλήθεια, ο αγώνας υπάρχει ακόμα. Και μάλιστα οι εχθροί είναι πιο πολλοί από πριν. Αλλά παρουσιάζονται με άλλο τρόπο. Όλα είναι πιο… Τη βλέπεις την παραγωγή; Ήταν τόση δα… ένα κοριτσάκι. Πώς μεγάλωσε! Τι υγεία! Την θυμάμαι, εγώ… ένα κοριτσάκι, κι οι γονιοί της… κάνε αυτό, κάνε εκείνο!… Να τρελαίνεσαι. Μία γυναίκα, αυτόνομη!, εννοείται, εννοείται. Πρέπει κάτι να κάνουμε…» Βγάζει έξω τη Λέϊκα… «…να κάνουμε κάτι, φλάς! Είναι όλα πιο… φλας!… ναι, σίγουρα… φλας! Ενδιαφέρον…φλας! κατάλαβα… Είναι όλα πιο…»
Και ο γέρος απομακρύνεται σεινάμενος κουνάμενος αφήνοντάς με στη πιο μαύρη απελπισία.
«Το φιλμ, το φιλμ!… Μη φεύγεις!… Το φιλμ… να μου το στείλεις!»
Καταραμένος ξεροκέφαλος, κολλημένος, με την αρτηριοσκλήρωσή του, να μου έρχεται εδώ να δει άν όλα κινούνται, να τραβάει στο ένα πεντηκοστό… πρόκειται για μανία, για μανία! Κι εγώ, που είχα καθαρές ιδέες, ακριβείς…
«Γράψε μου! Ναι, γράψε μου κάτι!»
*
Τι να πω, μπορεί να γίνει κι αυτό, μετά από δέκα χρόνια να πούμε, κάποιος να σηκώνεται το πρωί και, χωρίς να το πάρει χαμπάρι, να βρίσκεται στ’ αλήθεια χωρίς μπουρζουαζία, χωρίς τάξεις, χωρίς αφεντικά… αλλά μέσα στα σκατά πιο πολύ από πριν!
Σας έφτιαξα μια απόδοση στα ελληνικά του τραγουδιού του Τζόρτζιο Γκάμπερ ¨Il desiderio¨. Οι στίχοι είναι γραμμένοι μαζί με τον Σάντρο Λουπορίνι.
Η Επιθυμία
Αγάπη,
δεν έχει νόημα με κάποιους να τα βάζεις
να τους κατηγορείς
για τούτο ή για κείνο
ή για άλλα πράγματα που δεν αξίζουν μία.
Αγάπη
όλα αυτά δεν έχουνε καμία σημασία
εκείνο που μας λείπει
το λένε ¨επιθυμία¨.
*
Η επιθυμία
απ’ όλα τ’ άλλα ειν’ πιο πάνω
είναι η αίσθηση του τώρα
είναι να ζεις μέσα σ’ αυτά που κάνεις, όλα,
κι όχι μονάχα στην αγάπη.
Επιθυμία είναι τις στιγμές να πλάθεις,
όταν το γέλιο κι η κουβέντα είναι χαρά∙
είναι η αίσθηση-ασπίδα στην ανία
και στη φθορά.
*
Η επιθυμία είναι, ναι,
το πιο σπουδαίο πράγμα
μια αναστάτωση που αδιόρατα γεννιέται
απ’ του ενστίκτου το μυστήριο βάθος.
Η πρώτη ώθηση να μάθεις, να γνωρίζεις.
Ενός ευαίσθητου φυτού η ρίζα
που αν ξέρεις να φροντίζεις
με τη ζωή σε δένει και το πάθος.
*
Αγάπη
για την φθορά μας, νόημα δεν έχει
νέα ονόματα να φτιάχνεις
οι λέξεις από μόνες δεν αρκούν
όσο κι αν ψάχνεις.
Αγάπη
ανάγκη δεν υπάρχει πια καμία
αφού εκείνο που μας λείπει
το λεν’ επιθυμία.
*
Η επιθυμία είναι
το πιο σπουδαίο πράγμα
μία φωνή περίεργη, ξαφνική
μια έλξη που χαμπάρι δεν την παίρνεις
μία γητειά π’ ανέτοιμο σε βρίσκει,
να την ελέγξεις δεν τα καταφέρνεις
δε ξέρεις τι ενέργεια αναλώνει
μα ήδη, πριν το νοιώσεις, μεγαλώνει.
*
Η επιθυμία είναι η ώθηση που έρχεται απ’ τα μέσα
φτιάχνει το αύριο σαν το τώρα έχει χαλάσει
είναι η μόνη μηχανή που στα τυφλά
κινεί την πλάση.
***
(Μία ανάγνωση)
*
Il Desiderio
Amore
non ha senso incolpare qualcuno
calcare la mano
su questo o quel difetto
o su altre cose che non contano affatto.
Amore
non ti prendo sul serio
quello che ci manca
si chiama desiderio.
Il desiderio
è la cosa più importante
è l’emozione del presente
è l’esser vivi in tutto ciò che si può fare
non solo nell’amore
il desiderio è quando inventi ogni momento
è quando ridere e parlare è una gran gioia
e questo sentimento
ti salva dalla noia.
Il desiderio
è la cosa più importante
che nasce misteriosamente
è il vago crescere di un turbamento
che viene dall’istinto
è il primo impulso per conoscere e capire
è la radice di una pianta delicata
che se sai coltivare
ti tiene in vita.
Amore
non ha senso elencare problemi
e inventar nuovi nomi
al nostro regredire
che non si ferma continuando a parlare.
Amore,
non è più necessario
se quello che ci manca
si chiama desiderio.
Il desiderio
è la cosa più importante
è un’attrazione un po’ incosciente
è l’affiorare di una strana voce
che all’improvviso ti seduce
è una tensione che non riesci a controllare
ti viene addosso non sai bene come e quando
e prima di capire
sta già crescendo.
Il desiderio è il vero stimolo interiore
è già un futuro che in silenzio stai sognando
è l’unico motore
che muove il mondo.
Αδυναμία, δύναμη, ή καρδιά. Κι όταν ακόμη σ’ αγκαλιά
Τα χέρια ανοίγει, σταυρό θα σχηματίζει η σκιά.
Κι όταν την ευτυχία αγγίζει, την μαδά.
Να ’ναι η ζωή του πονεμένος χωρισμός, το ριζικό.
[Γι αυτό θα πω]
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει.
Μοιάζει η ζωή του στους αφοπλισμένους μαχητές
Που γι άλλο πεπρωμένο είχαν ταχτεί
Τι κι αν ωραίοι ξεκινούν την άγουρη αυγή
Το βράδυ αβέβαιοι θα βρεθούνε, μοναχοί.
Αυτά τα λόγια πες Ζωή μου και μη κλαις
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει
Όμορφη κι ακριβή μου αγάπη, πληγή μου και ουλή
Μαζί μου σ’ έχω σαν πουλί τραυματισμένο
Κι αυτοί τριγύρω να κοιτούν με βλέμμα αλλοπαρμένο
Ψελλίζοντας ξανά ό, τι έχω εγώ για σένα υφασμένο
Κι όσοι για των ματιών σου σκοτωθήκαν το μελί
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει
Είναι αργά να μάθεις πώς να ζεις χωρίς καημούς
Κι ας κλαίν’ τη νύχτα οι καρδιές μας μ’ αρμονία
Κι ας τραγουδούν μ’ όση τους πρέπει δυστυχία
Και μ’ όση κρύβει ένα ρίγος νοσταλγία
Κι όσους χωράει μια κιθάρα στεναγμούς.
Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει.
*
*
Σας έφτιαξα μια ακόμη απόδοση στα ελληνικά ενός τραγουδιού του Μπρασένς, μόνο που αυτή τη φορά οι στίχοι αποτελούν τμήμα ενός ποιήματος του Λουί Αραγκόν. Ακολουθεί το κείμενο του τραγουδιού στα γαλλικά. Περισσότερα προσεχώς.
Il n’y a pas d’amour heureux
Rien n’est jamais acquis à l’homme ni sa force
Ni sa faiblesse ni son coeur .Et quand il croit
Ouvrir ses bras son ombre est celle d’une croix
Et quand il croit serrer son bonheur il le broie
Sa vie est un étrange et douloureux divorce
Il n’y a pas d’amour heureux
Sa vie Elle ressemble à ces soldats sans armes
Qu’on avait habillés pour un autre destin
A quoi peut leur servir de se lever matin
Eux qu’on retrouve au soir désoeuvrés incertains
Dites ces mots Ma vie Et retenez vos larmes
Il n’y a pas d’amour heureux
Mon bel amour mon cher amour ma déchirure
Je te porte dans moi comme un oiseau blessé
Et ceux-là sans savoir nous regardent passer
Répétant après moi les mots que j’ai tressés
Et qui pour tes grands yeux tout aussitôt moururent
Il n’y a pas d’amour heureux
Le temps d’apprendre à vivre il est déjà trop tard
Que pleurent dans la nuit nos coeurs à l’unisson
Ce qu’il faut de malheur pour la moindre chanson
Ce qu’il faut de regrets pour payer un frisson
Ce qu’il faut de sanglots pour un air de guitare
Με το που τέλειωσαν οι καλοκαιρινές διαλείψεις, ασυνέχειες και διακοπές με παίρνει ο Θάνος τηλέφωνο, κι ανάμεσα σε άλλα (τέλους σεζόν) μου λέει:
– Μπαμπά, άκουσα ένα ωραίο τραγούδι του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ.
– Ποιο; τον ρωτάω.
-Το Bocca di Rosa, μου λέει.
– Ωραίο πράγματι, συμφωνώ.
– Πώς και δε το μετάφρασες με τα άλλα;
– Να σου πω την αλήθεια μια φορά το είχα αρχίσει, αλλά έχει πολλές μικρές στροφές και κάπου το άφησα ή με άφησε.
– Παραγγελιές δέχεσαι;
– Από σένα, άμα λάχει, ναι (το έχω ξανακάνει).
Κάπως έτσι, ανάμεσα στους αρχαίους με τους οποίους κάνω παρέα τον τελευταίο καιρό, εμφανίστηκε πάλι ο Φαμπρίτσιο.
Η προσπάθεια είναι προφανώς αφιερωμένη στο Θάνο.
Η Ροδόστομη
Την φωνάζαμε «ρόδινο στόμα»
τον έρωτα είχε πιο πάνω απ’ όλα!
την φωνάζαμε «ρόδινο στόμα»
πολλοί από μας τη θυμούνται ακόμα.
*
Με το που φτάνει στη μικρή μας πόλη
από το τρένο σαν κατεβαίνει,
με μια ματιά καταλάβαμε όλοι
ότι δεν ήταν καμιά ιερωμένη!
*
Άλλη αγαπάει γιατί βαριέται,
άλλη για χρήμα μόνο αγαπιέται,
μα η Ροδόστομη, αν δεν κάνω λάθος,
ερωτευόταν μόνο από πάθος!
*
Αλλά το πάθος, μας παρασύρει
να ερωτευόμαστε πάντα με μένος
και δεν ρωτάμε ο αγαπημένος
αν είναι ελεύθερος ή παντρεμένος.
*
Κι έτσι της πόλης μας οι κυράτσες
-εδώ που τα λέμε, πολύ δε θέλει-
στο «ρόδινο στόμα» ορμήσανε όλες
γιατί τους στέρησε το μέλι.
*
Αλλά της πόλης μας οι σουσουράδες,
οι καρακάξες και τ’ άλλα είδη,
μια που δεν έχουν πολλή φαντασία
περιοριστήκανε στο βρισίδι.
*
Σ’ όλους αρέσει να συμβουλεύουν
κι όλο μαθήματα να παραδίνουν
κι όλοι στη λένε για το καλό σου
κακό παράδειγμα σα δεν σου δίνουν.
*
Έτσι μια γέρικη πια καλιακούδα
χωρίς παιδιά, δίχως επιθυμίες,
πήρε με κέφι την πρωτοβουλία
σωστές να δώσει οδηγίες.
*
κι είπε σταράτα στις κερατωμένες
με φράσεις κοφτές και με λέξεις ψαγμένες:
¨Να πώς θα διορθώσουμε την αδικία:
Θα ειδοποιήσουμε την Εξουσία!¨
*
Κι εκείνες πήγανε στον αστυνόμο
και του τα είπαν με λίγα λόγια:
«Πιότερους έχει η τσούλα πελάτες
κι απ’ της κυβέρνησης τα λαμόγια!»
*
Και καταφτάνουν οι χωροφυλάκοι,
με τα γαλόνια, με τα γαλόνια
και καταφτάνουν οι χωροφυλάκοι
με τα γαλόνια και τα κορδόνια.
*
Η τρυφερότητα δεν είναι μια αξία
που έχουν οι μπάτσοι αδυναμία,
μα εκείνη τη μέρα να πάρει το τρένο
τη συνοδέψαν μ’ απροθυμία.
*
Στο σταθμό του τρένου βρέθηκαν όλοι,
από τον διάκο ως τον γεωπόνο,
στο σταθμό του τρένου βρέθηκαν κι είχαν
στη φάτσα θλίψη, στα μάτια πόνο.
*
Για να χαιρετίσουν αυτήν που για λίγο,
χωρίς ιστορίες, χωρίς απαιτήσεις,
για να χαιρετίσουν αυτή που για λίγο
χάρισε του έρωτα τις συγκινήσεις.
*
Και μία φράση είχαν γραμμένη
με γράμματα μαύρα σε μια πινακίδα:
«Γλυκιά Ροδόστομη σε χαιρετάμε
μαζί σου φεύγει η ανοιξιάτικη ελπίδα».
*
Αλλά μια φήμη λίγο σκαμπρόζα
δεν έχει ανάγκη του τύπου την πρόζα
κι από σαΐτα ταχύτερη ακόμα
να που εξαπλώνεται στόμα με στόμα.
*
Και να που στον άλλο σταθμό του τρένου
κόσμος πολύς από όλη τη χώρα
να στέλνει φιλιά, να στέλνει λουλούδια
να την καπαρώνει για λίγη ώρα
*
Ως κι ο εφημέριος που δεν αρνιέται,
-μετά απ’ ένα γάμο ή μία κηδεία-
της ομορφιάς την εφήμερη δόξα,
την θέλει δίπλα του στη λιτανεία!
*
Και με την Παρθένο στην πρώτη αράδα
και τη Ροδόστομη στη μέση του δρόμου
στη μικρή πόλη γυρίζουν αντάμα
η Αγία Αγάπη κι η αγάπη εκτός νόμου.
***
Εδώ με τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ
*
Κι εδώ με την Ορνέλα Βανόνι
…και μια ανάγνωση
Bocca di Rosa
La chiamavano bocca di rosa
metteva l’amore, metteva l’amore,
la chiamavano bocca di rosa
metteva l’amore sopra ogni cosa.
*
Appena scese alla stazione
nel paesino di Sant’Ilario
tutti si accorsero con uno sguardo
che non si trattava di un missionario.
*
C’è chi l’amore lo fa per noia
chi se lo sceglie per professione
bocca di rosa né l’uno né l’altro
lei lo faceva per passione.
*
Ma la passione spesso conduce
a soddisfare le proprie voglie
senza indagare se il concupito
ha il cuore libero oppure ha moglie.
*
E fu così che da un giorno all’altro
bocca di rosa si tirò addosso
l’ira funesta delle cagnette
a cui aveva sottratto l’osso.
*
Ma le comari di un paesino
non brillano certo in iniziativa
le contromisure fino a quel punto
si limitavano all’invettiva.
*
Si sa che la gente dà buoni consigli
sentendosi come Gesù nel tempio,
si sa che la gente dà buoni consigli
se non può più dare cattivo esempio.
*
Così una vecchia mai stata moglie
senza mai figli, senza più voglie,
si prese la briga e di certo il gusto
di dare a tutte il consiglio giusto.
*
E rivolgendosi alle cornute
le apostrofò con parole argute:
«il furto d’amore sarà punito-
disse- dall’ordine costituito».
*
E quelle andarono dal commissario
e dissero senza parafrasare:
«quella schifosa ha già troppi clienti
più di un consorzio alimentare».
*
E arrivarono quattro gendarmi
con i pennacchi con i pennacchi
e arrivarono quattro gendarmi
con i pennacchi e con le armi.
*
Il cuore tenero non è una dote
di cui sian colmi i carabinieri
ma quella volta a prendere il treno
l’accompagnarono malvolentieri.
*
Alla stazione c’erano tutti
dal commissario al sagrestano
alla stazione c’erano tutti
con gli occhi rossi e il cappello in mano,
*
a salutare chi per un poco
senza pretese, senza pretese,
a salutare chi per un poco
portò l’amore nel paese.
*
C’era un cartello giallo
con una scritta nera
diceva «Addio bocca di rosa
con te se ne parte la primavera».
*
Ma una notizia un po’ originale
non ha bisogno di alcun giornale
come una freccia dall’arco scocca
vola veloce di bocca in bocca.
*
E alla stazione successiva
molta più gente di quando partiva
chi mandò un bacio, chi gettò un fiore
chi si prenota per due ore.
*
Persino il parroco che non disprezza
fra un miserere e un’estrema unzione
il bene effimero della bellezza
la vuole accanto in processione.
*
E con la Vergine in prima fila
e bocca di rosa poco lontano
si porta a spasso per il paese
¨Στη σκιά της καρδιάς της καλής μου» Αυτός είναι, σε πιστή μετάφραση, ο τίτλος ενός ακόμη τραγουδιού του άφταστου μπάρμπα (tonton) Γιώργη: Σε ατμόσφαιρα βουκολική και μελωδία μεσαιωνικής μπαλάντας τραγουδάει το εγερτήριο φιλί προς την ωραία κοιμωμένη του δάσους. Φιλί που όμως δε αρκεί πάντοτε για να δημιουργηθούν τα ποθητά αποτελέσματα. Ιδιαίτερα όταν ανακατεύονται ξένα γκαντέμικα πουλιά που χαλάνε τη μαγεία.
Στις έξη τετράστιχες στροφές του τραγουδιού ο Μπρασένς επαναλαμβάνει, τραγουδώντας, τους δύο πρώτους στίχους. Στην απόδοση, επειδή χρειαζόμουν χώρο για τις πολυσύλλαβες ελληνικές λέξεις, ¨γέμισα¨ τις επαναλήψεις έτσι ώστε να χωρέσουν κάποιες νοηματικές αποχρώσεις που αλλιώς θα περίσσευαν και θα τις έκοβα. (Η βασική επιδίωξη παραμένει οι αποδόσεις να προσαρμόζονται – χωράνε- στη μελωδία)
Μες της καλής μου την καρδιά
Ξένο πουλί φτιάχνει φωλιά
Σαν καμωνόταν μια φορά
Πως ειν’ του δάσους η Κυρά Πως είχε τάχα κοιμηθεί Και στα σκοτάδια είχε χαθεί
Τότε κι εγώ γονατιστός
Στη γοητεία της πιστός
Φιλί αγάπης και γητειάς
Δίνω στο μέρος της καρδιάς Νεράιδες σας παρακαλώ Το νου σας να ’χετε κι εδώ
Μα το πανάθλιο το πουλί
Έκραξε με στριγκιά φωνή
¨Πιάστε τον κλέφτη, το φονιά¨
Κι ακούστηκε η στριγκλιά μακριά Ποτέ, σα να ’ταν δυνατό, Να θέλω Εκείνης το κακό
Σάλος, αχός και σαματάς
Κι έφτασε κόσμος και ντουνιάς
Φτάσανε κι οι συγχωριανοί
Και ο πατέρας της μαζί Την όμορφη να σώσουν νια Από τον κλέφτη, το φονιά…
Τόση βοή και φασαρία
Διώχνει, σκορπίζει τη μαγεία
Το ξόρκι πια δε λειτουργεί
Τ’ ονείρου χάνεται η πνοή Κι η όμορφη δεν αντιδρά Στα χάδια μου και στα φιλιά
Είναι από τότε που ξανά
Πήρα τα δάση τα βουνά
Η λαβωμένη μου καρδιά
Σ’ έρωτες δεν πιστεύει πια Το τόξο μου γερά κρατώ Σ’ άγνωστους τόπους κυνηγώ
*
Η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά
A l’ombre du cœur de ma mie (bis)
Un oiseau s’était endormi (bis)
Un jour qu’elle faisait semblant
D’être la Belle au bois dormant
Et moi, me mettant à genoux (bis)
Bonnes fées, sauvegardez-nous (bis)
Sur ce cœur j’ai voulu poser
Une manière de baiser
Alors cet oiseau de malheur (bis)
Se mit à crier » Au voleur » (bis)
» Au voleur » et » A l’assassin »
Comm’ si j’en voulais à son sein
Aux appels de cet étourneau (bis)
Grand branle-bas dans Landerneau (bis)
Tout le monde et son père accourt
Aussitôt lui porter secours
Tant de rumeurs, de grondements (bis)
Ont fait peur aux enchantements (bis)
Et la belle désabusée
Ferma son cœur à mon baiser
Et c’est depuis ce temps, ma sœur (bis)
Que je suis devenu chasseur (bis)
Que mon arbalète à la main
Je cours les bois et les chemins
Σας έφτιαξα μια ακόμη ελεύθερη απόδοση στίχων του μονόλογου των Γκάμπερ και Λουπορίνι Io se fossi Dio (1991). Οι πρώτες στροφές μαζί με το πλήρες κείμενο στα ιταλικά βρίσκονται στην προηγούμενη ανάρτηση.
Ο μουσικός μονόλογος Io se fossi Dio (Τζόρτζιο Γκάμπερ και Σάντρο Λουπορίνι), κυκλοφόρησε το 1980 και λογοκρίθηκε αμέσως από όλα τα τότε ιταλικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Οι στίχοι θίγουν πολλά από τα κακώς κείμενα της εποχής και είναι εμπνευσμένοι από το S’i’ fosse foco, γνωστό αναγεννησιακό σονέτο του Cecco Angiolieri (το έχουμε ήδη παρουσιάσει στο ιστολογοφόρο μελοποιημένο από τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ –εδώ). Υπάρχουν περισσότερες της μιας εκδοχές του μονόλογου, καθώς ο Γκάμπερ στις θεατρικές μουσικές του περιοδείες προσάρμοζε το κείμενο, σχολιάζοντας τις τρέχουσες κάθε φορά πολιτικο-κοινωνικές καταστάσεις Εδώ έχουμε βασικά την τελευταία εκδοχή (1991) που θίγει γενικότερες πληγές και προβλήματα της ιταλικής κοινωνίας, ενώ η πρώτη εκδοχή είναι στενότερα δεμένη με συγκεκριμένα γεγονότα της εποχής, όπως η δολοφονία του Άλντο Μόρο και άλλα. Σήμερα ανάρτώ μια προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά των πρώτων στροφών του μονόλογου. Για το υπόλοιπο, καθώς και για ορισμένα ενδιαφέροντα τμήματα του αρχικού κείμενου επιφυλάσσομαι να σας φτιάξω μια μετάφραση/προσαρμογή στο προσεχές μέλλον.
Ακολουθούν:
α. Μια ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά που σας έφτιαξα
και
β. Το πλήρες ιταλικό κείμενο
Io
se fossi Dio
e io potrei anche esserlo
se no non vedo chi…
Io se fossi Dio non mi farei fregare dai modi furbetti della gente
non sarei mica un dilettante
sarei sempre presente
sarei davvero in ogni luogo a spiare
o meglio ancora a criticare, appunto
cosa fa la gente.
Per esempio il piccolo borghese
com’è noioso
non commette mai peccati grossi
non è mai intensamente peccaminoso.
Del resto poverino è troppo misero e meschino
e pur sapendo che Dio è il computer più perfetto
lui pensa che l’errore piccolino
non lo veda
o non lo conti affatto.Per questo io se fossi Dio
preferirei il secolo passato
se fossi Dio rimpiangerei il furore antico
dove si amava, e poi si odiava
e si ammazzava il nemico.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
Sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
non sarei mica stato a risparmiare
avrei fatto un uomo migliore.
Sì, vabbè, lo ammetto
non mi è venuto tanto bene
ed è per questo, per predicare il giusto
che io ogni tanto mando giù qualcuno
ma poi alla gente piace interpretare
e fa ancora più casino.
Io se fossi Dio
non avrei fatto gli errori di mio figlio
e specialmente sull’amore
mi sarei spiegato un po’ meglio.
Infatti voi uomini mortali per le cose banali
per le cazzate tipo compassione e finti aiuti
ci avete proprio una bontà
da vecchi un po’ rincoglioniti.
Ma come siete buoni voi che il mondo lo abbracciate
e tutti che ostentate la vostra carità.
Per le foreste, per i delfini e i cani
per le piantine e per i canarini
un uomo oggi ha tanto amore di riserva
che neanche se lo sogna
che vien da dire:
ma poi coi suoi simili come fa ad essere così carogna…
Io se fossi Dio
direi che la mia rabbia più bestiale
che mi fa male e che mi porta alla pazzia
è il vostro finto impegno
è la vostra ipocrisia.
Ce l’ho con quelli che per salvare la faccia
per darsi un tono da cittadini giusti e umani
fanno passaggi pedonali e poi servizi strani
e tante altre attenzioni
per handicappati sordomuti e nani.
E in queste grandi città
che scoppiano nel caos e nella merda
fa molto effetto un pezzettino d’erba
e tanto spazio per tutti i figli degli dèi minori.
Cari assessori, cari furbastri subdoli altruisti
che usate gli infelici con gran prosopopea
ma io so che dentro il vostro cuore li vorreste buttare
dalla rupe Tarpea.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
maledirei per primi i giornalisti e specialmente tutti
che certamente non sono brave persone
e dove cogli, cogli sempre bene.
Signori giornalisti, avete troppa sete
e non sapete approfittare della libertà che avete
avete ancora la libertà di pensare, ma quello non lo fate
e in cambio pretendete
la libertà di scrivere
e di fotografare.
Immagini geniali e interessanti
di presidenti solidali e di mamme piangenti
e in questo mondo pieno di sgomento
come siete coraggiosi, voi che vi buttate senza tremare un momento:
cannibali, necrofili, deamicisiani, astuti
e si direbbe proprio compiaciuti
voi vi buttate sul disastro umano
col gusto della lacrima
in primo piano.
Sì, vabbè, lo ammetto
la scomparsa totale della stampa sarebbe forse una follia
ma io se fossi Dio di fronte a tanta deficienza
non avrei certo la superstizione
della democrazia.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
naturalmente io chiuderei la bocca a tanta gente.
Nel regno dei cieli non vorrei ministri
né gente di partito tra le palle
perché la politica è schifosa e fa male alla pelle.
E tutti quelli che fanno questo gioco
che poi è un gioco di forze ributtante e contagioso
come la febbre e il tifo
e tutti quelli che fanno questo gioco
c’hanno certe facce
che a vederle fanno schifo.
Io se fossi Dio dall‚alto del mio trono
direi che la politica è un mestiere osceno
e vorrei dire, mi pare a Platone
che il politico è sempre meno filosofo
e sempre più coglione.
E’ un uomo a tutto tondo
che senza mai guardarci dentro scivola sul mondo
che scivola sulle parole
e poi se le rigira come lui vuole.
Signori dei partiti
o altri gregari imparentati
non ho nessuna voglia di parlarvi
con toni risentiti.
Ormai le indignazioni son cose da tromboni
da guitti un po’ stonati.
Quello che dite e fate
quello che veramente siete
non merita commenti, non se ne può parlare
non riesce più nemmeno a farmi incazzare.
Sarebbe come fare inutili duelli con gli imbecilli
sarebbe come scendere ai vostri livelli
un gioco così basso, così atroce
per cui il silenzio sarebbe la risposta più efficace.
Ma io sono un Dio emotivo, un Dio imperfetto
e mi dispiace ma non son proprio capace
di tacere del tutto.
Ci son delle cose
così tremende, luride e schifose
che non è affatto strano
che anche un Dio
si lasci prendere la mano.
Io se fossi Dio preferirei essere truffato
e derubato, e poi deriso e poi sodomizzato
preferirei la più tragica disgrazia
piuttosto che cadere nelle mani della giustizia.
Signori magistrati
un tempo così schivi e riservati
ed ora con la smania di essere popolari
come cantanti come calciatori.
Vi vedo così audaci che siete anche capaci
di metter persino la mamma in galera
per la vostra carriera.
Io se fossi Dio
direi che è anche abbastanza normale
che la giustizia si amministri male
ma non si tratta solo
di corruzioni vecchie e nuove
È proprio un elefante che non si muove
che giustamente nasce
sotto un segno zodiacale un po‚ pesante
e la bilancia non l’ha neanche come ascendente.
Io se fossi Dio
direi che la giustizia è una macchina infernale
E’ la follia, la perversione più totale
a meno che non si tratti di poveri ma brutti
allora sì che la giustizia è proprio uguale per tutti.
Io se fossi Dio
io direi come si fa a non essere incazzati
che in ospedale si fa morir la gente
accatastata tra gli sputi.
E intanto nel palazzo comunale
c’è una bella mostra sui costumi dei Sanniti
in modo tale che in questa messa in scena
tutto si addolcisca, tutto si confonda
in modo tale che se io fossi Dio direi che il sociale
è una schifosa facciata immonda.
Ma io non sono ancora nel regno dei cieli
sono troppo invischiato nei vostri sfaceli.
Io se fossi Dio
avrei una gran paura del futuro.
C’è un’aria di sgomento che coinvolge il mondo intero
una minaccia un tragico fermento
di popoli e di razze in via di assestamento.
Io come Dio logicamente
li vedo tutti da lontano
ma a dirla onestamente più che altro
io sono un Dio italiano
col gusto un po’ indiscreto di frugare
negli antri più segreti, più nascosti
del potere.
Se fossi Dio
vedrei dall’alto come una macchia nera
una specie di paura che forse è peggio della guerra
sono i soprusi, le estorsioni i rapimenti
è la camorra.
E’ l’impero degli invisibili avvoltoi
dei pescecani che non si sazian mai
sempre presenti, sempre più potenti, sempre più schifosi
è l’impero dei mafiosi.
Io se fossi Dio
io griderei che in questo momento
son proprio loro il nostro sgomento.
Uomini seri e rispettati
così normali e al tempo stesso spudorati
così sicuri dentro i loro imperi
una carezza ai figli, una carezza al cane
che se non guardi bene ti sembrano persone
persone buone che quotidianamente
ammazzano la gente con una tal freddezza
che Hitler al confronto mi fa tenerezza.
Io se fossi Dio
urlerei che questi terribili bubboni
ormai son dentro le nostre istituzioni
e anzi, il marciume che ho citato
è maturato tra i consiglieri, i magistrati, i ministeri
alla Camera e allo Senato.
Io se fossi Dio
direi che siamo masochisti e un po’ dementi
che i nostri governanti non li mandiamo via.
E ormai ci possono fare qualsiasi porcheria
possono rubare e ricattare, possono ammazzare
e vomitarci addosso
che tanto noi
li votiamo lo stesso.
Io se fossi Dio
direi che siamo complici oppure deficienti
che questi delinquenti, queste ignobili carogne
non nascondono neanche le loro vergogne
e sono tutti i giorni sui nostri teleschermi
e mostrano sorridenti le maschere di cera
e sembrano tutti contro la sporca macchia nera.
Non ce n‚è neanche uno che non ci sia invischiato
perché la macchia nera
è lo Stato.
E allora io
se fossi Dio
direi che ci son tutte le premesse
per anticipare il giorno
dell’Apocalisse.
Con una deliziosa indifferenza
e la mia solita distanza
vorrei vedere il mondo e tutta la sua gente
sprofondare lentamente nel niente.
Forse io come Dio, come Creatore
queste cose non le dovrei nemmeno dire
io come Padreterno non mi dovrei occupare
né di violenza né di orrori, né di guerra
né di tutta l’idiozia di questa terra
e cose simili.
Peccato che anche Dio
ha il proprio inferno
che è questo amore eterno
per gli uomini.
Όταν το περασμένο καλοκαιράκι έλαβα μήνυμα με καλά λόγια από τον Παναγή Αντωνόπουλο, οφείλω να ομολογήσω ότι απάντησα και ευχαρίστησα χωρίς να έχω εντοπίσει τον αποστολέα. Μόνο στη συνέχεια ανακάλυψα ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερα αγαπητό ταξιδευτή-λογοτέχνη που ανάμεσα στ’ άλλα έχει χαρίσει ελληνικούς στίχους σε μουσικές που κι εγώ αγαπώ. Καπετάνιε συγγνώμη.
Παναγής Αντωνόπουλος: Το μπάρκο
Συ θάλασσα
Έκλεψα τ’ ουρανού τη φορεσιά τη γιορτινή.
Στο στέρνο κάρφωσα την Κασσιόπεια, λαχταριστό πλουμίδι.
Συ θάλασσα μάγισσα μου ‘κλεψες την ψυχή
και μ’ έστειλες σα λάφυρο στου Ποσειδώνα την οργή παιχνίδι. […]
Εδώ παρακάτω οι στίχοι που εμπνεύστηκε ο Παναγής Αντωνόπουλος από ένα όμορφο φάντο (Nem as paredes comfeso) Στη συνέχεια η κλασική εκτέλεση της Αμαλίας Ροντρίγκες και μια εξαιρετική εκτέλεση σε φάντο-μπλουζ.
Γιατί μου λες Τραγούδι Amalia Rodrigues Mόυσική Ferrer Trindade (Port) 1939 Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Αθήνα 11/11/09
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
αφού φοβάσαι
πως θα ’ρθει κάποια στιγμή
και θύμα θα ’σαι.
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
χωρίς να νιώσεις
πόσο μεγάλο
είναι το “θέλω’
που θα μου δώσεις .
Γιατί με μπλέκεις
σ’ ένα αγαπώ που δεν βλέπεις
Γιατί ξεπέφτεις
σ’ αγαπώ προσποιητό.
Όταν μπορείς
ψάξε να βρεις
αυτό που φταίει , μα
πόνο μη φέρεις.
ενοχές μη μεταφέρεις .
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
δίχως να ξέρεις
η λέξη αυτή τι θα πει
πως την προφέρεις .
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
μιά και δεν διώχνεις
τις εμμονές σου
πόνο που κάνουν
αυτό που νιώθεις.
Είμαι τηςάποψης που υποστηρίζει ότι γελάμε με ό,τι κατά βάθος φοβόμαστε: σε συλλογικό επίπεδο, για παράδειγμα, με τους τρελούς, τους γιατρούς, τις κακές πεθερές, τους βλάκες, και με τις κάθε λογής εξουσίες. Σε ατομικό επίπεδο τίποτα δεν εξορκίζει καλύτερα τον πόνο και το θάνατο, όσο το γέλιο. Αλλά και σε στοιχειωδέστερες καθημερινές καταστάσεις ισχύει το ίδιο: Ας πούμε πως βλέπεις κάποιον να σκουντουφλάει και να πέφτει. Το ¨μήνυμα¨ θα περάσει άμεσα από τους περίφημους νευρώνες ¨καθρέφτες¨ (εκείνους που αποτελούν τη βιολογική βάση της ταύτισης με τους άλλους, άρα και κάθε αλτρουισμού και κάθε κοινωνικής ή αισθητικής ¨συμμετοχής¨) που θα σε ταυτίσουν μαζί του και θα σε βάλουν αυτόματα σε κατάσταση στιγμιαίου συναγερμού (η γλίστρα μπορεί να απειλεί κι εσένα). Αλλά αμέσως μετά, όταν ο υπόλοιπος εγκέφαλος σε ειδοποιήσει ότι δεν κινδυνεύεις, τότε το γέλιο εκδηλώνεται ανακουφιστικά ιαματικό, βοηθώντας στην αποκατάσταση της ψυχραιμίας. Ίσως έτσι μπορέσεις να συντρέξεις αποτελεσματικότερα αυτόν που έπεσε.. Καταλήγω: το γέλιο κάνει καλό και το μαύρο είναι το πιο ιαματικό χιούμορ.
Ωραία. Τώρα, μετά απ’ αυτή την μικρή θεωρητική παρένθεση, ας δούμε τι λέει ο Μπρασένς για τις κηδείες του παλιού καλού καιρού.
Σημείωση: Την ¨μακαρία¨ ομολογώ ότι δεν την ήξερα. Την βρήκα στο λεξικό. Υπάρχει, ως επιθανάτιο γεύμα (ρίξτε μια ματιά στον Μπαμπινιώτη).
[Μετά την απόδοση στα ελληνικά που σας έφτιαξα, ακολουθούν τα βίντεο με τον Μπρασένς, με τον Le Père Valdu (παπάς στην ενορία Notre Dame de Montcuq) το πρωτότυπο κείμενο στα γαλλικά και, για να μείνουμε στο πνεύμα, Θεοδωράκης και Μποστ από Χιώτη και Μπιθικώτση: Η Νήσος των Αζορών]
Μα πού πήγαν οι κηδείες οι παλιές;
Παλιά οι συγγενείς του κάθε τυχόν μακαρίτη
τους φίλους καλούσαν να κλάψουν παρέα στο σπίτι
«Αν θέλετε αντίο να πείτε στον πεθαμένο,
στη μνήμη του θα ‘χουμε απόψε τραπέζι στρωμένο».
Μα χάσανε πια οι ζωντανοί τη γενναιοδωρία
κι οι νεκροί του ξεπροβοδίσματος την ευκαιρία
Εδώ που τα λέμε αυτή βασικά ειν’ η αιτία
που για καιρό δεν πάτε / σε μια καθώς πρέπει κηδεία
και που δεν φάγατε εσχάτως / καμία καλή ¨μακαρία¨
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και καλοθρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Όλες οι νεκροφόρες διαθέτουνε πια μηχανές
και τους μακαρίτες μπορούν να τους παν όπου θες,
αυτοί όμως τώρα δε βλέπουν, δεν χασκογελούν
με τους κληρονόμους στις λάσπες να παραπατούν…
Πατώντας τέρμα το γκάζι προχτές κάτι τύποι,
αντί τον δικό τους να παν στο στερνό του το σπίτι,
με φόρα στη θάλασσα βούτηξαν απ’ την προκυμαία
και στα θυμαράκια πήγαν / όλοι μαζί παρέα
και στα θυμαράκια έτσι / κατάληξαν όλοι παρέα
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και καλοθρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μ’ ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
*
Αν είναι να με ξαποστείλουν χωρίς τσιριμόνιες
και χωρίς τελετές να βρεθώ στις μονές τις αιώνιες
τότε δεν ξέρω και τη ταφή, μου, τι να την κάνω
ας πνιγώ, ας καώ, ή, άμα λάχει, ας μην πεθάνω…
Ω, ας γυρίζανε οι καιροί των καλοπεθαμένων
των μακαρίων και των κατά-ευχαριστημένων
τότε που σκέπτονταν όλοι «αν είν’ εδώ να πεθάνω»
τουλάχιστον ας πάω / κάπου παραπάνω
τουλάχιστον ας πάω / κάπου από εδώ παραπάνω
*
Μα πού ‘ναι οι κηδείες οι παλιές;
Με (τις καρο- τις καρο- τις καρό-) τις καροτσες τους τις στολισμένες,
που ‘χαν λούσα, που ‘χαν μουσικές
και (μακαρί-) μακαρίτες με φάτσες ροζέ και καλοθρεμμένες.
Με τους κληρονόμους να κερνάν:
τεθλιμμένους, παπάδες, σκαφτιάδες, μα ακόμη και τα κοράκια…
Πια δεν υπάρχουν, παν’,
πια ξεπεράστηκαν,
τελετές με πομπές, μ’ εμβατήρια και με παπαδάκια…
Φύγαν για τα καλά,
δε θα γυρίσουν πια,
της νιότης τα μυστήρια
τα θεα-μα-τικά!
Georges Brassens – Les funérailles d’antan
Le Père Valdu – Les funérailles d’antan
Les funérailles d’antan
Jadis, les parents des morts vous mettaient dans le bain,
De bonne grâce ils en faisaient profiter les copains:
«Y a un mort à la maison, si le cœur vous en dit,
Venez le pleurer avec nous sur le coup de midi…»
Mais les vivants d’aujourd’hui ne sont plus si généreux,
Quand ils possèdent un mort ils le gardent pour eux.
C’est la raison pour laquelle, depuis quelques années,
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
Des tas d’enterrements vous passent sous le nez.
*
Mais où sont les funérailles d’antan?
Les petits corbillards, corbillards, corbillards, corbillards,
De nos grands-pères,
qui suivaient la route en cahotant,
Les petits macchabées, macchabées, macchabées, macchabées,
Ronds et prospères…
Quand les héritiers étaient contents,
Au fossoyeur, au croque-mort, au curé, aux chevaux même,
Ils payaient un verre.
Elles sont révolues,
elles ont fait leur temps,
Les belles pom, pom, pom, pom, pom, pompes funèbres,
On ne les reverra plus,
et c’est bien attristant,
Les belles pompes funèbres de nos vingt ans.
*
Maintenant les corbillards à tombeau grand ouvert
Emportent les trépassés jusqu’au diable Vauvert,
Les malheureux n’ont même plus le plaisir enfantin
De voir leurs héritiers marron marcher dans le crottin.
L’autre semaine, des salauds, à cent quarante à l’heure,
Vers un cimetière minable emportaient un des leurs…
Quand sur un arbre en bois dur, ils se sont aplatis
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
On s’aperçut que le mort avait fait des petits.
*
Plutôt que d’avoir des obsèques manquant de fioritures,
J’aimerais mieux, tout compte fait, me passer de sépulture,
J’aimerais mieux mourir dans l’eau, dans le feu, n’importe où,
Et même à la grande rigueur, ne pas mourir du tout.
O, que renaisse le temps des morts bouffis d’orgueil,
L’époque des mas-tu-vu-dans-mon-joli-cercueil,
Où, quitte à tout dépenser jusqu’au dernier écu,
Les gens avaient le cœur de mourir plus haut que leur cul.
Τον καιρό που έγραφε ο μεγάλος Γιώργης, οι κίνδυνοι από μια επιστήμη αποκομμένη από τη κοινωνία και αγκιστρωμένη στα συμφέροντα των πολυεθνικών, δεν ήταν τόσο ορατοί όσο σήμερα. Ωστόσο, ο Μπρασένς, όπως βλέπετε, είχε ήδη δει προς τα που πάει το πράγμα.
Βέβαια, στην εποχή του, ο ¨εξορθολογισμός¨ και η τεχνοκρατία έμοιαζαν να εκπροσωπούνται καλύτερα από έναν ελαφρά γελοίο τρελό επιστήμονα των κόμιξ, τον δόκτορα Νιμπούς, (που αναφωνεί κάθε τόσο στο πρωτότυπο ρεφρέν: εύρηκα, εύρηκα), παρά από κάτι που να μοιάζει με τα σημερινά επιθετικά στίφη των εκσυγχρονιστών. Έτσι, στην προσαρμογή στα ελληνικά που σας έφτιαξα, έβγαλα τον γραφικό Νιμπούς και έβαλα στη θέση του ολίγη από επέλαση think tanks με τα τεχνοκρατικά τους λάβαρα ανυψωμένα!
[ακολουθεί σε σύνδεση με το you tube ο Brassens, καθώς και (προσοχή: δεν είναι το αδελφάκι του Ηλία) ο Yves Uzureau. Στο τέλος το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο]
*
Le Grand Pan:
Du temps que régnait le Grand Pan,
Les dieux protégaient les ivrognes
Des tas de génies titubants
Au nez rouge, à la rouge trogne.
Dès qu’un homme vidait les cruchons,
Qu’un sac à vin faisait carousse
Ils venaient en bande à ses trousses
Compter les bouchons.
La plus humble piquette était alors bénie,
Distillée par Noé, Silène, et compagnie.
Le vin donnait un lustre au pire des minus,
Et le moindre pochard avait tout de Bacchus.
{Refrain:}
Mais en se touchant le crâne, en criant » J’ai trouvé »
La bande au professeur Nimbus est arrivée
Qui s’est mise à frapper les cieux d’alignement,
Chasser les Dieux du Firmament.
Aujourd’hui ça et là, les gens boivent encore,
Et le feu du nectar fait toujours luire les trognes.
Mais les dieux ne répondent plus pour les ivrognes.
Bacchus est alcoolique, et le grand Pan est mort.
Quand deux imbéciles heureux
S’amusaient à des bagatelles,
Un tas de génies amoureux
Venaient leur tenir la chandelle.
Du fin fond du champs élysées
Dès qu’ils entendaient un » Je t’aime «,
Ils accouraient à l’instant même
Compter les baisers.
La plus humble amourette
Etait alors bénie
Sacrée par Aphrodite, Eros, et compagnie.
L’amour donnait un lustre au pire des minus,
Et la moindre amoureuse avait tout de Vénus.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les cœurs battent encore,
Et la règle du jeu de l’amour est la même.
Mais les dieux ne répondent plus de ceux qui s’aiment.
Vénus s’est faite femme, et le grand Pan est mort.
Et quand fatale sonnait l’heure
De prendre un linceul pour costume
Un tas de génies l’œil en pleurs
Vous offraient des honneurs posthumes.
Et pour aller au céleste empire,
Dans leur barque ils venaient vous prendre.
C’était presque un plaisir de rendre
Le dernier soupir.
La plus humble dépouille était alors bénie,
Embarquée par Caron, Pluton et compagnie.
Au pire des minus, l’âme était accordée,
Et le moindre mortel avait l’éternité.
{Refrain}
Aujourd’hui ça et là, les gens passent encore,
Mais la tombe est hélas la dernière demeure
Les dieux ne répondent plus de ceux qui meurent.
La mort est naturelle, et le grand Pan est mort.
Et l’un des dernier dieux, l’un des derniers suprêmes,
Ne doit plus se sentir tellement bien lui-même
Un beau jour on va voir le Christ
Descendre du calvaire en disant dans sa lippe
» Merde je ne joue plus pour tous ces pauvres types.
J’ai bien peur que la fin du monde soit bien triste. »