Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Archive for the ‘Μπρασένς στα ελληνικά ΙΙΙ’ Category
Ακόμη Μπρασένς: Vénus Callipyge (Η ¨καλλίπυγος Αφροδίτη) * La messe au pendu
(Η λειτουργία για τον κρεμασμένο) * Brav’ Margot (Άσμα βουκολικόν) * La Chasse Aux Papillons (Κυνηγώντας Πεταλούδες) * La Marine, ποίημα του Paul Fort (Το τραγούδι των ναυτικών) * La ballade à la lune ποίημα του Alfred Louis Charles de Musset-Pathay (Μπαλάντα στο Φεγγάρι) * La mauvaise réputation (Η κακή φήμη) * Le vin (Το Κρασί) * Quatre vingt quinze pour cent (Στις εκατό, τις ενενήντα πέντε φορές…) * La non-demande en mariage (Γιατί έχω τη / τιμή να μη / σας ζητήσω σε γάμο)
μπρος την έλξη που ασκούν / οι γλυπτοί σας γλουτοί.
Αν οι κώλοι οι φτιαχτοί, / είναι πια οι πιο πολλοί,
σ’ έναν γνήσιο χρωστάμε /εύγε, δόξα, τιμή!
*
Η πλάτη σας εκεί / καταλήγει με χάρη
κι ένας ποιητής σωστός / όχι δεν θα αρνηθεί
Να αφιερώσει σ’ αυτό / το γιομάτο φεγγάρι
Λόγο επαινετικό / που δεν θα ξεχαστεί.
*
Δίπλα μου σαν βρεθεί, / πάντα ανατριχιάζω
Λέω τι θα συμβεί / -στραβός ειν’ ο ντουνιάς-
φεγγάρια αλλονών /αν βρεθώ να αγκαλιάζω;
Μα… τα μάτια θα σφαλνώ / και θα σκέπτομαι εσάς!
*
Για να ’χετε, μαντάμ, / τέτοια επιτυχία
παιδέψατε θαρρώ, /εστέτ ένα σωρό
κόφτρες και ράφτρες που, / κομψότατη κυρία
φτιάξαν για σας εικόνα, / περίγραμμα λαμπρό!
*
Ο Δούκας του Μπορντό, / λέει το τραγουδάκι (*)
στον πισινό μου μοιάζει, / γι αυτό και πάει σκυφτός,
μα θα ‘ταν πιο σωστό / αν έμοιαζε λιγάκι
με τον δικό σας, που / ειν’ πιο καμαρωτός!
Στους φθονερούς να μη / δίνετε σημασία
πως βάλατε, που λεν, / σε μέρη χαμηλά
την πρώτη, ίσως και / την μόνη σας αξία…
Μα όρθια σαν σταθείτε / την δείχνετε καλά !
*
…Τι είδανε, ας πουν, / σαν βγαίνατε απ’ τ’ αμάξι
κι ο άνεμος τραβά / τη φούστα ως τα ’δω:
και βέλος και καρδιά / είχατ’ εκεί χαράξει
και δήλωση ρητή: ¨Νώντα για σένα ζω¨!
*
… Κι όταν η ρεβερέντζα / προς βασιλείς βαρβάρους
πίσω σας είχε ρίξει / και τότε ξαπλωτή
είδατε τα μυστήρια / που ‘χει το κέντρο βάρους
γιατ’ η βαρύτης έχει / τους νόμους της κι αυτή!
*
Τη Νάπολη κανείς, προτού αποδημήσει
λένε πρέπει να δει: έδρα πολιτισμού!
Μα εγώ ο ολιγαρκής, η μοίρα αν το θελήσει
την έδρα σας ας δω, πριν βάλω μπρος γι αλλού…
*
Τι να μας πει κι η Τέχνη, η αφαιρετική;
μπρος την έλξη που ασκούν / οι γλυπτοί σας γλουτοί.
Αν οι κώλοι οι φτιαχτοί, / είναι πια οι πιο πολλοί,
σ’ έναν γνήσιο χρωστάμε / μνεία, δόξα, τιμή!
(*)Λαϊκό γαλλικό προεπαναστατικό τραγουδάκι:
Le duc de Bordeaux ressemble à son frère, Son frère à son père et son père à mon cul ; De là je conclus qu’ le duc de Bordeaux Ressemble à mon cul comme deux gouttes d’eau.
…που σε πρόχειρη (πλειοδοτούσα) μετάφραση θα μπορούσε ίσως να είναι κάπως έτσι:
Μοιάζει στον αδελφό του, ο Δούκας του Μπορντό
εκείνος στον πατέρα του, κι αυτός στον πισινό μου
Έτσι μπορώ κι εγώ να πω και να το παινευτώ
και οι τρεις φτυστοί προκύπτουνε στον κώλο τον δικό μου
Η ¨καλλίπυγος Αφροδίτη¨ είναι ένα σκωπτικό τραγουδάκι του μπάρμπα Γιώργη (Μπρασένς) γραμμένο το 1964. Η μεταφορά των στίχων στα ελληνικά με παίδεψε κάπως για τους γνωστούς λόγους, δηλαδή βασικά έναν: οι (ωραιότατες) λέξεις της γλώσσας μας απαρτίζονται από πολύ περισσότερες συλλαβές απ’ ότι οι αντίστοιχες λοιπές ευρωπαϊκές. Αν τις χρησιμοποιήσεις, η μελωδίκή επένδυση πάει περίπατο. Εν πάση περιπτώσει, έκοψα, έραψα, και το παραπάνω είναι το μέχρι στιγμής σκαρίφημα.
Η Καλλίπυγος από τον Μπρασένς
Η προσαρμογή
Vénus Callipyge
Que jamais l’art abstrait, qui sévit maintenant
N’enlève à vos attraits ce volume étonnant
Au temps où les faux culs sont la majorité
Gloire à celui qui dit toute la vérité
Votre dos perd son nom avec si bonne grâce
Qu’on ne peut s’empêcher de lui donner raison
Que ne suis-je, madame, un poète de race
Pour dire à sa louange un immortel blason
En le voyant passer, j’en eus la chair de poule
Enfin, je vins au monde et, depuis, je lui voue
Un culte véritable et, quand je perds aux boules
En embrassant Fanny, je ne pense qu’à vous
Pour obtenir, madame, un galbe de cet ordre
Vous devez torturer les gens de votre entour
Donner aux couturiers bien du fil à retordre
Et vous devez crever votre dame d’atour
C’est le duc de Bordeaux qui s’en va, tête basse
Car il ressemble au mien comme deux gouttes d’eau
S’il ressemblait au vôtre, on dirait, quand il passe
» C’est un joli garçon que le duc de Bordeaux ! «
Ne faites aucun cas des jaloux qui professent
Que vous avez placé votre orgueil un peu bas
Que vous présumez trop, en somme de vos fesses
Et surtout, par faveur, ne vous asseyez pas
Laissez-les raconter qu’en sortant de calèche
La brise a fait voler votre robe et qu’on vit
Ecrite dans un cur transpercé d’une flèche
Cette expression triviale : « A Julot pour la vie «
Laissez-les dire encor qu’à la cour d’Angleterre
Faisant la révérence aux souverains anglois
Vous êtes, patatras ! tombée assise à terre
La loi d’la pesanteur est dur’, mais c’est la loi
Nul ne peut aujourd’hui trépasser sans voir Naples
A l’assaut des chefs-d’uvre ils veulent tous courir
Mes ambitions à moi sont bien plus raisonnables:
Voir votre académie, madame, et puis mourir
Que jamais l’art abstrait, qui sévit maintenant
N’enlève à vos attraits ce volume étonnant
Au temps où les faux culs sont la majorité
Gloire à celui qui dit toute la vérité
Είναι και οι δύο ήρωες αφηγήσεων. Ο ένας, ο Παπακότσυφας, πρωταγωνιστεί μαζί με την Χαρίκλεια, γυναίκα του λαού, ελευθερόστομη, μαγκίτισσα και χορευταρού στο αφήγημα του Αντώνη Κακαρά¨Η Χαρίκλεια των Πατησίων¨.
Ο άλλος ιερουργεί στους στίχους του τραγουδιού του Μπρασένς ¨Η λειτουργία για τον κρεμασμένο¨.
Σας τους προσφέρω στη σημερινή ανάρτηση και τους δύο μαζί, σε ενιαία συσκευασία, καθώς με παρέπεμψαν συνειρμικά ο ένας στον άλλο, ενώ και οι δύο μαζί μου προκάλεσαν κάποιες σκέψεις για τον ¨εκσυγχρονιστικό¨ μεταμοντέρνο αντικληρικισμό που μοιάζει να είναι της μόδας, αλλά αυτές τις σκέψεις θα σας τις εξομολογηθώ μια άλλη φορά.
Σημείωση: Για να είμαι όσο γίνεται ειλικρινής, δεν έχω επαρκές δείγμα, ούτε προσωπική βιωματική επαφή με τον χώρο της οργανωμένης πίστης, για να αποφανθώ με σιγουριά ότι οι δύο εν λόγω ιερείς είναι όντως αλλιώτικοι. Μπορεί και να υπάρχουν -και όχι μόνο αφηγηματικά- περισσότεροι παπάδες τόσο ανθρώπινοι όσο ετούτοι οι δύο. Το εύχομαι.
Ας αρχίσουμε με τον Παπά του Κακαρά, καθώς εξομολογεί την Χαρίκλεια και μετά θα περάσουμε στον παπά του Μπρασένς
Αντώνης Κακαράς Η ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ
(Η λαϊκή σοφία στην υπηρεσία του αντικαπιταλισμού)
Σύντρεχε τους αδυνάτους ως και τους μη έχοντες… υπηρετούσε αγογγύστως τους κατά μόνας ζώντες υπερήλικες, καθύβριζε τους πολλά έχοντες κακούς νυν και τέως άρχοντες και τους αφεντάδες τους ως συντελεστές των δεινών της κρίσης και του καπιταλισμού και μια φορά το χρόνο τραβούσε να εξομολογηθεί στον παιδικό της φίλο!
Δε γίνεται επομένως να ξεφύγουμε απ’ τη συγκεκριμένη φιλενάδα της Μενεμένης, χωρίς να μνημονεύσουμε τουλάχιστον ένα από τα καθημερινά επεισόδια μπρος στα οποία ωχριούν οι λάτρεις του είδους και οι κυρίες που ασμένως πλην ματαίως προσπαθούν ν’ αποκτήσουν προφίλ ανάλογο της Χαρίκλειας, καθόσον έχει πέραση βεβαίως βεβαίως, ιδίως εις την υψηλήν αποκαλούμενη κοινωνία!
Πού πας πάλι βρε κερατά, φασίστα, έκραξε το γιο της σαν της μοστράρισε γκόμενα για πρώτη φορά, πού πας να μη χέσω τον πατέρα της άλλης που σε ξεμυάλισε, ακόμα δεν άρχισες να την παίζεις βρε ξεκαπίστρωτε και μου θες γυναίκα, έλα δω γαμώ τη μάννα της πουτάνας της φιλενάδας σου, φάε βρε πρώτα το ρυζόγαλο να ψηλώσεις, ακόμα δε σου σηκώνεται και μου θέλεις τσιβιτζιλίκια βρε τζουτζέ, και πήγες, αντίχριστε, και βρήκες την κόρη του χαφιέ, δε μπορούσες να πηδάς βρε μούλε τη θυγατέρα του Παπακότσυφα, να με σχωρνάει τζάμπα ο γονιός της τουλάχιστον, που ‘ναι και χαμηλοβλεπούσα του κατηχητικού θηλυκό, αμαρτωλέ, ρουφιάνε!!
Η Χαρίκλεια είναι αυτή, η χορευταρού και γλεντζού άμα λάχει, να σηκώνει τέτοιο κέφι δηλαδής που οι μαγαζάτορες της κράταγαν τραπέζι έτσι κι αλλιώς μη τυχόν εμφανιστεί και δε διαθέτουν εύκαιρο. Έδωσε τελευταία χαρούμενη νότα και πυρπόλησε τους χαροκόπους στο γάμο του κανακάρη της Καριωτίνας, αυτουνού ντε που ‘κανε το σταυρό του ανάποδα ενώπιον της αγίας τραπέζης, του τέμπλου, του ιερέως, του δισκοποτηρίου, του ευαγγελίου… τόσο θρησκευόμενο είναι το παιδί, ο δε ιερουργών (ευτυχώς ή δυστυχώς) δεν πήρε χαμπάρι τίποτε, αλλιώς θα τον πέταγε το γαμπρό έξω, εκεί που λέτε στο επακολουθείσαν δείπνο έριξε η καλή σου μια ζεϊμπεκιά όλη δικιά της, καλά να ‘ναι η φιλενάδα ν’ αγωνίζεται ποικιλοτρόπως, όπως πάντα να πούμε, το καλό να λέγεται!
Εν τούτοις παμπατησιακώς είναι γνωστή ως ακροθιγώς θεοσεβούμενη, καθόσον κράταγε και την πισινή εξομολογούμενη ώστε μεταλαβαίνει πότε πότε, αλλά κατ’ αυτάς ήταν που την περίμενε στη γωνία ο αρμόδιος ιερεύς, συμμαθητής της απ’ το Δημοτικό ο δόλιος, και της τα ‘ψαλλε κανονικά, Εκατό μετάνοιες, καθόρισε την ποινή τελειώνοντας τις αυστηρές συστάσεις σε πλάγιο δεύτερο, τρεις λειτουργιές για την ψυχή της μάνας σου κι ένα τραπέζι με βετούλ απ’ το χωριό, συμπλήρωσε μάλλον γρήγορα, το νου σου όμως, ολόκληρο κι όχι μισό σαν πέρσι, πρόσεξε Χαρίκλεια, Μα είσαι καλά Τσότρα, εκατό μετάνοιες για δυο μαλακίες που πέταξα στο βλαστάρι μου, ξέχνα τις, εδώ δεν τη νοιάζει την Παναγία για τους δικούς Της μπελάδες, τόνισε σταυροκοπούμενη, θ’ ασχολείται με τον κανακάρη μου τον άχρηστο, αν ήθελε ας τον έφτιαχνε καλύτερο, τι Παναγία είναι και μάλιστα Θεομήτορα, ξέχασες βρε πρόπερσι που με χρέωσες πάλι ολόκληρο ζυγούρι για το γιό της το Χριστό, και δε μου λες Πάτερ….
Πάτερο στην γκράνα σου Χαρίκλεια, δεν κάνω πίσω με τίποτα, αλήθεια μωρή, τι πέταξες του πουτσαρά σου για τη Μαριγούλα μου, φιλιότσα σου κιόλας κολασμένη, έ κολασμένη, πηδιούνται βρε τα πνευματικά αδέρφια, έ, πηδιούνται, θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου, πώς με παρασέρνεις και κολάζομαι, άθλια, δαιμονισμένη! Παπά να μη χάνω ώρα τζάμπα, φταίω γω που ‘ρθα να ξομολογηθώ, κατάλαβες και με περνάνε για μόρτισσα τη μαλάκω και κάθομαι και στα λέω χαρτί κα καλαμάρι το όρνιο, Δε χρειάζεται το μυστήριο για να μαθαίνω τα καθέκαστα στην ενορία μου, πέταξε ο ιερεύς κι έδειχνε ελαφρώς θιγμένος, αν το πας έτσι… Ααα, σου τα σφύριξε κείνη η σκρόφα του χαφιέ έ, αυτή σου τα ‘πε και συ καθόσουνα τ’ άκουγες και μου παριστάνεις το φίλο, δόλιε ρασοφόρε, θα σε μάθω γω υποκριτή, Εξομολόγηση ήταν αναιδεστάτη, και ποιος σου ‘πε μωρή να βρίζεις το βλαστάρι σου κι από κοντά και το δικό μου έτσι, πες μου ποιος, Γιατί να μην τον βρίζω το μαλάκα, εγώ κοιλοπόναγα, αν του κοτάει αλλουνού ας τον βρίσει, άκου «αναιδεστάτη» ο γραμματιζούμενος, μπράβο εξέλιξη, όσο για το κορίτσι ξέρω γω τι λέω!!
Και βρήκες βρε γλωσσοκοπάνα την ευκαιρία να τα λες να σ’ ακούσει ο γείτονάς σου ο κόπανος και δω μέσα ένα σωρό όσιοι, Καλό έ, με παραδέχεσαι, δε με παραδέχεσαι, σε ρωτάω, καλέ οι δυο μας είμαστε χαζούλη, πες μου…
Χαρίκλεια κόφτο, είπα και ελάλησα εκατό μετάνοιες… Μη με πρήζεις μεγάλε γιατί θα σε βάλω να λαλήσεις κανονικά, θα κάμω δέκα κι άμα με πονέσουν τα γόνατα σταματάω, Ά έτσι έ, παζάρια με το Θεό, στ’ άλλο όμως δε σε πονάν τα γόνατα, Άλλατις εκδηλώθηκε, βρε άντε από δω που θα πεις τώρα πως εκπροσωπείτε Θεό, μη χέσω, και καλά σένανε σε παραδέχομαι, έκανες και το γλυκό μου το βαφτιστήρι κι ας το παίδεψες στο κατηχητικό, ευτυχώς το πουλάκι μου τις κάψες του τις έχει, πέταξες πονηρούλη και πέντε έξη μούλικα δεξιά αριστερά…
Χαρίκλεια, σταμάτα λέω, Γιατί βρε μπούφο, άσχημα έκανες, και δε μου λες, δε μου λες Τσοτράκη μου, στα γόνατα τις είχες κι αυτές για μετάνοιες έ, Σύνελθε σου λέω βρομόστομα, ακούνε κι οι άγιοι, Άστους ν’ ακούνε, ξέρουν πολλά κι αυτοί, αμ δε, εσύ βρε χαζέ γιατί τσαντίζεσαι με τα παιδιά που φυτεύεις, κακό είναι, άσε που βοηθάς στο πρόβλημα λαϊκής ανάπτυξης, Σιγά μη βοηθάω στο πρόβλημα λαϊκής πολιτοφυλακής, πληθυσμιακό λέγεται αγράμματη, Μη με λες εμένα αγράμματη Παπακότσυφα, γιατί θα σε περιλάβω να μη σε πλένει ο Κουραδάς στα Χάνια χειμωνιάτικα, πρόσεχε, Χαρίκλεια έλεος, σ’ εξομολόγηση είμαστε, όχι στο σπίτι σου και κόφτο αυτό το Παπακότσυφα, Χαϊδευτικά καλέ το λέω, γιατί ψέλνεις και τραγουδάς ωραία, όσο για τ’ άλλο που πέταξες τι πάει να πει δηλαδής, το σπίτι μου είναι εκκλησία για μένα και μην το συγκρίνεις με το κουβούκλιό σου της αμαρτίας, στην εξομολόγηση ακούγονται τα αίσχη του κόσμου, δε βλέπω κάνα μυστήριο πουθενά έξω απ’ το μαύρο σκοτάδι εδώ μέσα, ενώ στο κονάκι μου είν’ όλα καλά, ανθρώπινα και φωτεινά, λοιπόν να τελειώνουμε, έχω να πάω και για ούζα στου Καραβά, το χρονιάρικο που ‘πες εν τάξει αλλά μισό και θα το φάμε μσακό, για χάρη σου βρε θα το κάμω φρικασέ, θα δεις, κι οι μετάνοιες δέκα όπως συμφώνησες και πολλές σου ‘ναι, τελεία και παύλα μην τις κόψω κι αυτές.
Έλα μωρέ φιλενάδα, εγώ που σ’ αγαπάω, γιατί μαθαίνουν που σου κάνω σκόντο και μου ζητάνε τα ίδια, στο τέλος δε θα με υπολογίζει κανένας, και δε μου λες ποιος είν’ αυτός με τα ούζα, πώς τον είπες, μπας κι είν’ ενορίτης μου και δεν τον ξέρω, Κόψε το ψαλτήρι μεγάλε, αυτός είν’ άθεος κι έχει την ησυχία του μ’ όλους τους υπεράκτιους αγίους σου αν θες να ξέρεις… κοίτα δω και μην ξινίζεις, όσο για τ’ άλλο που φοβάσαι μη μαθαίνουν οι θεούσες το σκόντο που μου κάνεις, τι σε νοιάζει βρε, παπάς δεν είσαι, καλέ στ’ αρχίδια σου, σχώρα με Παναγία μου, Άααα Χαρίκλεια λέω, Λοιπόν τέρμα, με παρασέρνεις με τις κλάψες και … αμαρτάνω, έφυγα, τέλος είπα και σε καρτεράω με τη δικιά σου στη Χάρη της … δεκαπέντε κιλά βρε κολασμένε φαγά, πώς θα το καταφέρουμε;
Τυχεροί οι ωτακουστές τέτοιας εξομολόγησης της μαγκίτισσας των Πατησίων, άπαξ ετησίως παίζεται η παράσταση και με κάθε σοβαρότητα, σας το υπογράφουμε πως συνωστίζονται υψηλόβαθμοι παρατρεχάμενοι του Υψίστου κάθε κατηγορίας και Τάξεως, όσο πυκνές κι αν είναι οι απολαύσεις τους από ακούσματα και θεάματα παντός είδους, αόρατοι που ‘ναι οι τσαχπίνηδες παρέα με ερμαφρόδιτα αγγελάκια, το γλεντάνε με τη Χαρίκλεια, ακούστε που σας λέω!
Είναι γλεντοκόπος, πιστός φίλος, ακέραιος και συνειδητός ιερέας, με κατανόηση χωρίς τέλος καθόσον γνωρίζει από κόσμο ο Παπακότσυφας, είναι άνθρωπος και για τον κοσμάκη μοχθεί, κρατάει τις ισορροπίες με τους ουρανούς και τις συνειδήσεις όχι τόσο των αμαρτωλών όσο των αγίων, καθώς έτσι που τους έχουν πλάσει οι μεγαλοσχήμονες της επίσημης εκκλησίας και κάθε εκκλησίας, δεν είναι όλοι τους άξιοι για να δεις προκοπή μαζί τους, ενώ εκείνοι του καλού ιερέα μας και των ομοίων του μάλιστα, είναι ανθρώπινοι, είναι τρυφεροί, είναι καλοί και σχωρνάνε! Το ξέρει αυτό η Χαρίκλεια και τα ‘χει καλά μαζί τους και με τον μεσάζοντα το δικό της παπά ακόμα καλύτερα, κι έτσι κρατάει καθαρό το μίγμα θρησκείας και λαού, αλλιώτικα τίποτα δε θα ‘χε σωθεί σε τούτον τον τόπο. Καθόσον τέλος δεν έχουν τα ρωμαϊκά φαγοπότια με τα Βατοπαίδια και τα μεγαλοπιάσματα των ρασοφόρων εξωχώριων αρχικαλόγερων μετά των ομοτράπεζων υπουργών λαμόγιων… και λοιπά;
Συμμετέχει λοιπόν ο καλός μας ποιμένας στα τραπεζώματα της Χαρίκλειας αλλά και άλλων που τα περιλαμβάνει στις τιμωρίες ανάλογα με το εύρος των αμαρτιών και άντε να τα βγάλεις πέρα εκατέρωθεν. Πάντως η εν λόγω, και ως γνήσια δημοκράτισσα από τα γεννοφάσκια, μεγάλωνε τα παιδιά της μάλλον υποδειγματικά, ανεξάρτητα απ’ το βρισίδι που στόχευε πολλαπλώς κι όχι μονάχα τα βλαστάρια της, όπου η μόνη επίπτωση ήταν να προσπαθούν να την αντιγράψουν όπως η θυγατέρα της Φροσάρας της γειτόνισσας κι άλλοι πολλοί ακόμα!.
Συνεχίζει η αδάμαστη Κυρία την εκφορά λόγου με την εξέλιξη της γλώσσας εμπλουτιζόμενης με νέες λέξεις και έννοιες που αποδίδουν τα δρώμενα και των ανθρώπων τα καμώματα ως και όσα καινοφανή συμβαίνουν και προκύπτουν, ου μην αλλά και της τρισκατάρατου κρίσεως και δη των προκαλούντων ταύτην, αμήν.
*
Η λειτουργία για τον κρεμασμένο
Στίχοι του Ζορζ Μπρασένς, (1976) που σας μεταφράζω προσπαθώντας να κρατήσω την ομοιοκαταληκτική μορφή (ως κάποιο σημείο).
Φανατικέ αντικληρικέ
Παπαδοφάγε βουλιμικέ
Η ομολογία αυτή μου στοιχίζει,
αλλά θα σου πω πως οι παπάδες
δεν είναι όλοι κενοί φαφλατάδες
και ο δικός μας, θα δεις, ξεχωρίζει.
*
Όταν ο έξαλλος όχλος με μία τριχιά,
χωρίς τύψεις, χωρίς να δικάσει,
κρέμασε κάποιον στην βελανιδιά,
τότε ο παπάς μας, χωρίς να διστάσει,
φώναξε πως του θανάτου η ποινή
σε θάνατο πρέπει να καταδικαστεί.
*
Μετά, παράξενη τελετουργία,
πρόσφερε πρόσφορα και Ευχαριστία
στης εκκλησιάς τους μικρούς σπουργίτες
και με της αγιαστούρας το άγιο νερό
να διώξει πήγε τον οξαποδώ
του αγρού βαφτίζοντας τις μαργαρίτες.
*
Τα μανίκια μετά ανασηκώνει,
το καλό θυμιατήρι υψώνει
και γεμάτος με άγια οργή,
την εξόδιο λειτουργία τελεί,
για εκείνον που τώρα αιωρείται
πέντε μέτρα επάνω απ’ τη γη.
* Το μυστήριο αυτή τη φορά
ετελέσθη για χάρη ενός φουκαρά
και στο ρόλο του Ιησού Χρηστού,
οι τουρίστες μπορέσαν να δουν κρεμασμένο,
το κορμί ενός αμαρτωλού
από τον δικό μας παπά, ευλογημένο.
*
Όταν γκρινιάζουμε στο χωριό,
σαν λέμε ¨κάτω το καλυμμαύχι¨
που μας εκάθησε στο λαιμό,
οι συγχωριανοί μου οι άλλοι κι εγώ,
δεν είναι μ’ αυτόν που έχουμε άχτι,
δεν είν’ αυτόν που ’χουμε στο μυαλό.
*
Αντικληρικοί φανατικοί
Παπαδοφάγοι βουλιμικοί
Σαν καταβροχθίζετε αχνιστούς
παπάδες, διάκους κοκκινιστούς,
κανείς ας μην είναι -βρείτε τον τρόπο-
από τον δικό μου τόπο.
Το τραγούδι
Η απόδοση στα ελληνικά
La messe au pendu
Anticlérical fanatique
Gros mangeur d’écclésiastiques,
Cet aveu me coûte beaucoup,
Mais ces hommes d’Eglise, hélas !
Ne sont pas tous des dégueulasses,
Témoin le curé de chez nous.
Quand la foule qui se déchaîne
Pendit un homme au bout d’un chêne
Sans forme aucune de remords,
Ce ratichon fit scandale
Et rugit à travers les stalles,
«Mort à toute peine de mort!»
Puis, on le vit, étrange rite,
Qui baptisait les marguerites
Avec l’eau de son bénitier
Et qui prodiguait les hosties,
Le pain bénit, l’Eucharistie,
Aux petits oiseaux du moutier.
Ensuite, il retroussa ses manches,
Prit son goupillon des dimanches
Et, plein d’une sainte colère,
Il partit comme à l’offensive
Dire une grand’ messe exclusive
A celui qui dansait en l’air.
C’est à du gibier de potence
Qu’en cette triste circonstance
L’Hommage sacré fut rendu.
Ce jour là, le rôle du Christ(e),
Bonne aubaine pour le touriste,
Eté joué par un pendu.
Et maintenant quand on croasse,
Nous, les païens de sa paroisse,
C’est pas lui qu’on veut dépriser.
Quand on crie «A bas la calotte»
A s’en faire péter la glotte,
La sienne n’est jamais visée.
Anticléricaux fanatiques
Gros mangeur d’écclésiastiques,
Quand vous vous goinfrerez un plat
De cureton, je vous exhorte,
Camarades, à faire en sorte
Que ce ne soit pas celui-là.
(Εδώ σας διαβάζω την προσαρμογή στα ελληνικά που σας έφτιαξα)
Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΡΙΓΩ
Η Μαριγώ, η μικρή βοσκοπούλα,
καθώς τριγυρνούσε στην εξοχή,
βρήκε μια τόση δα γατούλα
ορφανή.
Τον γιακά της ευθύς ξελασκάρει,
στο στήθος της μέσα την τοποθετεί,
ήταν το μόνο απαλό μαξιλάρι
που ’χε σκεφτεί.
Η γάτα, περνώντας την για την μαμά της,
να την βυζαίνει αρχίζει ευθύς
κι η Μαριγώ, με την καλή καρδιά της,
είναι ευτυχής.
Μα ένας χωριάτης που απ’ εκεί περνάει,
βρίσκει το θέαμα συναρπαστικό,
στο χωριό όλα τα μαρτυράει,
και γι αυτό…
Σαν το μπούστο η Μαρ’γώ ξεκουμπώνει,
για να δώσει στη γάτα τροφή,
κάθε μάγκας στο χωριό ξεσαλώνει
κι είναι εκεί και κεί κατασκηνώνει
κι ειν’ εκεί, και θα μείνει εκεί.
Κι η Μαρ’γώ, απλή και μυαλωμένη,
υποθέτει πως κοιτούν το γατί,
καθώς οι αρσενικοί μαζεμένοι
είναι εκεί , όλοι συγκεντρωμένοι,
είναι εκεί και θα μείνουν εκεί.
*
Ως κι οι δάσκαλοι κι οι μαθητές τους
και του δήμου το προσωπικό
εγκατέλειψαν τις δουλειές τους
για να δουν αυτό.
Και ας πούμε πως κι ο ταχυδρόμος
δεν εμοίραζε γράμματα πια,
δεν νοιαζότανε κανένας, όμως,
για όλα αυτά.
Κι ο Θεός ας τα συγχωρέσει,
τα παπαδάκια, που προσευχή
και κατήχηση αφήναν στη μέση
για να πάνε εκεί.
Και ακόμη κι οι χωροφυλάκοι,
συμμαζεμένοι συνήθως πολύ,
κρυφοκοίταζαν με το ένα μάτι
της Μαριγώς το γατί.
Σαν το μπούστο η Μαρ’γώ ξεκουμπώνει
για να δώσει στη γάτα τροφή,
κάθε μάγκας στο χωριό ξεσαλώνει
κι είναι εκεί ρίκι κίκι ρίκι,
κι ειν’ εκεί κίκι ρίκι κί.
Κι η Μαρ’γώ, απλή και μυαλωμένη,
υποθέτει πως κοιτούν το γατί,
καθώς οι αρσενικοί μαζεμένοι
είναι εκεί, ρίκι κίκι ρίκι,
είναι εκεί κίκι ρίκι κί.
*
Μα του χωριού οι γυναίκες οι άλλες,
χωρίς άντρα, χωρίς εραστή,
συσσωρεύανε ως τις προάλλες,
την οργή.
Και στη μέθη, μετά, της μανίας,
με μπαστούνια και φούρκα πολλή,
θυσιάσανε στο βωμό της ζήλιας,
το γατί.
Η βοσκοπούλα, είναι αλήθεια,
αφού έκλαψε πρώτα πολύ,
σε έναν σύζυγο από δω και πέρα,
θα αφιερωθεί.
Από τότε πέρασαν χρόνια,
πολλά απ’ αυτά έχουν πια ξεχαστεί…
Μόνο κάποιος παππούς στα εγγόνια
ίσως εξιστορεί:
Σαν το μπούστο η Μαρ’γώ ξεκουμπώνει
για να δώσει στη γάτα τροφή,
κάθε μάγκας στο χωριό ξεσαλώνει,
κι είναι εκεί και κεί κατασκηνώνει
κι ειν’ εκεί και θα μείνει εκεί.
Κι η Μαρ’γώ απλή και μυαλωμένη,
υποθέτει πως κοιτούν το γατί,
καθώς οι αρσενικοί μαζεμένοι,
είναι εκεί , όλοι συγκεντρωμένοι
είναι εκεί και θα μείνουν εκεί,
είναι εκεί μαζεμένοι και θα μείνουν ακόμη εκεί!
Σήμερα, Καθαρή Δευτέρα, μια έμμετρη, χαριτωμένη, βουκολική, χιλιοτραγουδισμένη ιστοριούλα του Μπρασένς που σας μετέφρασα / απέδωσα / προσάρμοσα / άλλο ….(διαλέγετε).
Πρώτα με τον τροβαδούρο
Εδώ μια «δημοτική» ανάγνωση στα ελληνικά
Μια αφρικανική εκδοχή
Στα ρωσικά
Από τους ¨Ο Μπρασένς ποτέ δεν πεθαίνει¨
Brav’ Margot
Margonton la jeune bergère
Trouvant dans l’herbe un petit chat
Qui venait de perdre sa mère
L’adopta
Elle entrouvre sa collerette
Et le couche contre son sein
C’était tout c’quelle avait pauvrette
Comm’ coussin
Le chat la prenant pour sa mère
Se mit à téter tout de go
Emue, Margot le laissa faire
Brav’ Margot
Un croquant passant à la ronde
Trouvant le tableau peu commun
S’en alla le dire à tout l’monde
Et le lendemain
[Refrain] :
Quand Margot dégrafait son corsage
Pour donner la gougoutte à son chat
Tous les gars, tous les gars du village
Etaient là, la la la la la la
Etaient là, la la la la la
Et Margot qu’était simple et très sage
Présumait qu’c’était pour voir son chat
Qu’tous les gars, tous les gars du village
Etaient là, la la la la la la
Etaient là, la la la la la
L’maître d’école et ses potaches
Le mair’, le bedeau, le bougnat
Négligeaient carrément leur tâche
Pour voir ça
Le facteur d’ordinair’ si preste
Pour voir ça, n’distribuait plus
Les lettres que personne au reste
N’aurait lues
Pour voir ça, Dieu le leur pardonne
Les enfants de cœur au milieu
Du Saint Sacrifice abandonnent
Le saint lieu
Les gendarmes, mêm’ les gendarmes
Qui sont par natur’ si ballots
Se laissaient toucher par les charmes
Du joli tableau
[Refrain]
Mais les autr’s femmes de la commune
Privées d’leurs époux, d’leurs galants
Accumulèrent la rancune
Patiemment
Puis un jour ivres de colère
Elles s’armèrent de bâtons
Et farouches elles immolèrent
Le chaton
La bergère après bien des larmes
Pour s’consoler prit un mari
Et ne dévoila plus ses charmes
Que pour lui
Le temps passa sur les mémoires
On oublia l’évènement
Seul des vieux racontent encore
A leurs p’tits enfants
Ένας φτωχοδιάβολος στο άνθος της ηλικίας του, αλαφροπόδης και πονηρομάτης, με το στόμα γεμάτο χαρωπά κελαηδήματα, ξεκινούσε για το κυνήγι της πεταλούδας.
Καθώς έφτασε στην άκρη του χωριού είδε μια σταχτοπούτα να γνέθει το κουβάρι της. Της λέει: Γεια σου. Ο θεός να σε έχει καλά. Πάμε να πιάσουμε πεταλούδες;
Η σταχτοπούτα ενθουσιασμένη που θα άφηνε το καλύβι της, βάζει το καινούργιο φουστάνι και τα μποτάκια της, τον πιάνει αγκαζέ και πάνε στα δροσερά λιβάδια να κυνηγήσουν πεταλούδες.
Δεν ήξεραν πως στις σκιές κρυβόταν ο έρωτας με τη βουκέντρα του και ότι διαπερνούσε τις νεανικές καρδιές όσων τις πεταλούδες κυνηγούν…
Κάπως έτσι, εάν θέλουμε να είμαστε (κατά το δυνατό) πιστοί στο αρχικό κείμενο, αρχίζει ¨Το κυνήγι των πεταλούδων¨ (ένα από τα πιο γνωστά τραγουδάκια του Μπρασένς). Αλλά δεν θέλουμε. Προτιμάμε να το προσαρμόσουμε με τρόπο που να ¨χωράει¨ στις νότες του τραγουδοποιού. Με (ομολογημένο) στόχο να μπορούμε να το ψιλο-τραγουδήσουμε στα ελληνικά (στο μπάνιο). Και επειδή Μπρασένς ίσον ρίμα, θα πρέπει να έχει και τις απαραίτητες ομοιοκαταληξίες.
Το βάζουμε λοιπόν στον τόρνο και αρχίζει η επεξεργασία.
Un bon petit diable à la fleur de l’âge
La jambe légère et l’oeil polisson
Et la bouche pleine de joyeux ramages
Allait à la chasse aux papillons
Comme il atteignait l’orée du village
Filant sa quenouille, il vit Cendrillon
Il lui dit : «Bonjour, que Dieu te ménage
J’t’emmène à la chasse aux papillons»
Cendrillon ravie de quitter sa cage
Met sa robe neuve et ses botillons
Et bras d’ssus bras d’ssous vers les frais bocages
Ils vont à la chasse aux papillons
Il ne savait pas que sous les ombrages
Se cachait l’amour et son aiguillon
Et qu’il transperçait les coeurs de leur âge
Les coeurs des chasseurs de papillons
Quand il se fit tendre, elle lui dit : «J’présage
Qu’c’est pas dans les plis de mon cotillon
Ni dans l’échancrure de mon corsage
Qu’on va à la chasse aux papillons»
Sur sa bouche en feu qui criait : «Sois sage !»
Il posa sa bouche en guise de bâillon
Et c’fut l’plus charmant des remue-ménage
Qu’on ait vu d’mémoir’ de papillon
Un volcan dans l’âme, ils r’vinrent au village
En se promettant d’aller des millions
Des milliards de fois, et mêm’ davantage
Ensemble à la chasse aux papillons
Mais tant qu’ils s’aim’ront, tant que les nuages
Porteurs de chagrins, les épargneront
Il f’ra bon voler dans les frais bocages
Ils f’ront pas la chasse aux papillons
La Marine είναι ένα ποίημα του Paul Fort, από το οποίο ο Μπρασένς μελοποίησε ορισμένες στροφές. Έφτιαξα την παραπάνω προσαρμογή στα ελληνικά στριμώχνοντας, ως συνήθως, τα νοήματα στις πιο ολιγοσύλλαβες (κατά το δυνατό) ελληνικές λέξεις, έτσι ώστε η μελωδία να εξακολουθήσει να λειτουργεί.
Εδώ ο τροβαδούρος και η κιθάρα του:
Εδώ από (ναυτική) χορωδία
…και εδώ η ανάγνωση της προσαρμογής που σας έφτιαξα
La Marine (Poème de Paul Fort)
On les r’trouve en raccourci
Dans nos p’tits amours d’un jour
Toutes les joies, tous les soucis
Des amours qui durent toujours
C’est là l’sort de la marine
Et de toutes nos p’tites chéries
On accoste. Vite ! un bec
Pour nos baisers, l’corps avec
Et les joies et les bouderies
Les fâcheries, les bons retours
Il y a tout, en raccourci
Des grandes amours dans nos p’tits
On a ri, on s’est baisés
Sur les neunœils, les nénés
Dans les ch’veux à plein bécots
Pondus comme des œufs tout chauds
Tout c’qu’on fait dans un seul jour!
Et comme on allonge le temps!
Plus d’trois fois, dans un seul jour
Content, pas content, content
Y a dans la chambre une odeur
D’amour tendre et de goudron
Ça vous met la joie au cœur
La peine aussi, et c’est bon
On n’est pas là pour causer
Mais on pense, même dans l’amour
On pense que d’main il fera jour
Et qu’c’est une calamité
C’est là l’sort de la marine
Et de toutes nos p’tites chéries
On s’accoste. Mais on devine
Qu’ça n’sera pas le paradis
On aura beau s’dépêcher
Faire, bon Dieu ! la pige au temps
Et l’bourrer de tous nos péchés
Ça n’sera pas ça ; et pourtant
Toutes les joies, tous les soucis
Des amours qui durent toujours !
On les r’trouve en raccourci
Dans nos p’tits amours d’un jour…
Είπα να σας φτιάξω μια προσαρμογή στα ελληνικά της ¨Κακής Φήμης¨ του Μπρασένς και οι παραπάνω είναι οι πρώτες αυθόρμητες αράδες. Μετά το επεξεργάστηκα λίγο περισσότερο [πάντα με στόχο: Μπρασένς στα ελληνικά που να μπορείτε να τον τραγουδήσετε (στο μπάνιο)] και ιδού τι προέκυψε…
Η Κακή φήμη
Δεν το λέω για να παινευτώ,
μα με σχολιάζουν στο χωριό,
ό, τι κι αν κάνω, μα κι αν αδρανώ…
για ποιον με παίρνουν, αγνοώ!
Τι κι αν δεν αδίκησα ποτέ κανένα
τους αρέσει να τα βάζουνε με μένα.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουν η ¨ορθότητα¨ τι λέει.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
είναι μια στάλα Φαρισαίοι.
Κουτσομπολεύουν όλοι εκτός…
τους δίχως γλώσσα,
προφανώς!
Καλύτερη μου μουσική
δεν είναι η Φιλαρμονική,
αντί για τα επετειακά
προτιμώ να ’μαι στα ζεστά.
Όμως δεν επείραξα ποτέ κανένα
τι κι αν το τρομπόνι δεν είναι για μένα.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουνε τι αγέρας πνέει.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
είναι μια στάλα Φαρισαίοι.
Εμένα δείχνουν όλοι εκτός…
τους δίχως χέρια,
προφανώς!
Αν συναντήσω κανά φουκαρά
με το δραγάτη από κοντά,
απλώνω πόδι και παρευθύς
να σου ο δραγάτης κατά γης.
Κι όμως δεν επείραξε ποτέ κανένα
λίγα μήλα αν προκύψανε κλεμμένα.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουνε πάντοτε ποιος φταίει.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
είναι λιγάκι Φαρισαίοι.
Πάνω μου ορμάνε όλοι εκτός…
όσους κουτσαίνουν,
προφανώς!
Για να μαντέψω τι θα συμβεί,
προφήτης δε θα χρειαστεί,
σαν θα βρούνε σκοινί γερό
θα μου το βάλουν στο λαιμό.
Κι όμως δεν τους πείραξα, αν και, ακόμη,
δεν βρήκα το δρόμο που οδηγεί στη Ρώμη.
Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι
ξέρουν πως η αλήθεια καίει.
Φταίει που οι νοικοκυραίοι
είναι μια στάλα Φαρισαίοι.
Θα ’ν’ στην κρεμάλα μου όλοι εκτός…
όσους δεν βλέπουν,
προφανώς!
Η ¨Κακή Φήμη¨ σε ήχο:
Τραγουδά ο Μπρασένς
Η απόδοση/προσαρμογή στα ελληνικά
…και μερικές ακόμη εκτελέσεις Από τους Les-Wriggles
Με κλαρινέτο και ακορντεόν (Lemaire et Waegeman) Στα ισπανικά από τον Paco Ibañez Στα πορτογαλικά Από τις 2-moiselles
Στα (ηλεκτρο)παιχνιδιάρικα …και από τους sinsemilia
LA MAUVAISE REPUTATION
Au village, sans prétention,
J’ai mauvaise réputation.
Qu’je m’démène ou qu’je reste coi
Je pass’ pour un je-ne-sais-quoi!
Je ne fait pourtant de tort à personne
En suivant mon chemin de petit bonhomme.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde médit de moi,
Sauf les muets, ça va de soi.
Le jour du Quatorze Juillet
Je reste dans mon lit douillet.
La musique qui marche au pas,
Cela ne me regarde pas.
Je ne fais pourtant de tort à personne,
En n’écoutant pas le clairon qui sonne.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde me montre du doigt
Sauf les manchots, ça va de soi.
Quand j’croise un voleur malchanceux,
Poursuivi par un cul-terreux;
J’lance la patte et pourquoi le taire,
Le cul-terreux s’retrouv’ par terre
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En laissant courir les voleurs de pommes.
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout le monde se rue sur moi,
Sauf les culs-de-jatte, ça va de soi.
Pas besoin d’être Jérémie,
Pour d’viner l’sort qui m’est promis,
S’ils trouv’nt une corde à leur goût,
Ils me la passeront au cou,
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En suivant les ch’mins qui n’mènent pas à Rome,
Mais les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Non les brav’s gens n’aiment pas que
L’on suive une autre route qu’eux,
Tout l’mond’ viendra me voir pendu,
Sauf les aveugles, bien entendu.
Κάθε πολιτισμόςγια να τα βγάλει πέρα με τις αντιφάσεις, τις ατέλειες, και τις εκκρεμότητες της πραγματικότητας (όση από δαύτη μας επιτρέπουν να παρατηρήσουμε οι αισθήσεις και η όποια νόηση/τεχνολογία έχουμε διαθέσιμη), για να τις αντέξει και να τις ξεπεράσει, ενεργοποιεί την φαντασιακή διάσταση της ανθρώπινης υπόστασης και εντέλλεται, εξουσιοδοτεί ή απλώς ανέχεται την παρέμβαση ομάδων επικοινωνητών, ικανών να χειριστούν το φαντασιακό με ποικίλους τρόπους, ανάλογα με την εποχή και τις συγκυρίες. Προϊστορικοί μάγοι, ιερείς, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, ως και οι μεταμοντέρνοι χειριστές του εικονικού, έκαναν και κάνουν (και) αυτή τη δουλειά. Φτιάχνουν και χειρίζονται λειτουργικούς μύθους που εμπεριέχουν (αναπόδεικτες αλλά έντονα παρακινητικές και αναπληρούσες) απαντήσεις για το νόημα της ζωής (και των πάντων).
Όμως, σ’ αυτήν τη συχνά απεγνωσμένη αναζήτηση νοήματος και ισορροπίας (την φτιαγμένη από αρχαϊκούς λειτουργικούς μύθους, νεωτερικές ουτοπίες και -πρόσφατα- προσπάθειες δημιουργίας ηλεκτρονικών εικονικών πραγματικοτήτων), οι πολιτισμοί δεν είχαν ποτέ πρόβλημα στο να ανεχθούν, να χρησιμοποιήσουν και συχνά να θεσμοποιήσουν ψυχοτρόπα βοηθήματα.
Ο καθείς και τα παράπλευρα όπλα του, ο καθένας και το ¨ενισχυτικό¨ το πλησιέστερο στην καλλιέργεια, το κλίμα, την παράδοσή, την ιστορία και τους εκάστοτε πολιτιστικούς συσχετισμούς ισχύος: παπαρούνα, κάνναβη, καπνός, κόκα, και άλλα. Για εμάς, γύρω από την μεσόγειο λεκάνη: η Άμπελος.
Στις πολιτισμικές αντιπαραθέσεις δεν μετράει μόνο το ποια γλώσσα, ποια μόδα, ποια τεχνοτροπία θα επικρατήσει, αλλά και πιο ψυχοτρόπο (με τις νοοτροπίες, τις τέχνες, ενίοτε τους θεούς και όλα τα λοιπά πολιτισμικά προϊόντα που το περιβάλλουν) θα υποσκελίσει το άλλο.
Υπάρχουν απόψειςπου υποστηρίζουν ότι το ψυχοτρόπο βοήθημα που υποστηρίζεται από την γηγενή κουλτούρα, είναι εκ των πραγμάτων, λιγότερο ψυχοφθόρο από εκείνα που η επιρροή τους ενισχύεται από αλλότριες επεκτάσεις και επεμβάσεις.
Υποσημείωση 2, εξ ίσου προαιρετική (μνήμη).
Θυμάμαι μια ομάδα συμφοιτητών μου (πολιτικοποιημένη και με επαναστατικά όνειρα) να διοργανώνει στα σκαλοπάτια του καθεδρικού της πόλης όπου σπουδάζαμε, ολονύκτια οινοποσία (μετά ασμάτων και ύμνων) αφιερωμένη στη καταπολέμηση των ξενόφερτων εθιστικών.
Και τώρα ΤΟ ΚΡΑΣΙ του Brassens
από τον ίδιο:
από τους Brassens not dead
...και από τον Julien Petitejean
Η προσπάθεια προσαρμογής στην Ελληνική, σε ήχο
…και σε λέξεις
[στις διακοπτόμενες λέξεις μπορείτε να προσθέσετε ένα χικ! (προαιρετικά πάντα)]
Προτού τραγουδή-
σω για της ζωής
τα κόλπα
τη γλώσσα μου φρό-
ντισα να δαγκώ-
σω πρώτα.
Γεννήθηκα από
γενιά που ήξερ’ απ’
αμπέλι
και στο μπιμπερό
μου μούστος και κο-
κ-κινέλι
Οι γονιοί μου με βρή-
καν δίπλα σε κλη-
ματσίδι
-κι όχι σαν μερικούς
σε μάπα και κου-
νουπίδι.
Στις φλέβες μου αν μπεις
και σταθείς να δεις
λιγάκι
για αίμα αντί
θα κυκλοφορεί
κρασάκι
Μα εφ΄ όσον μπορούν
και δίψες να ’ρθουν
μεγάλες
να κρατάς, είν’ σωστό,
κοντά κανα δυο
μπουκάλες.
Μπουκάλες σιμά,
μα μ’ όγκο ενός α-
μφορέα,
να παίρν’ η ζωή
και γεύση κι οσμή
ωραία
Γνωστό ειν’ παντού
το πάθημα του
Ταντάλου.
-Μήτ’ ίχνος νερού-
και θύμα εμπαιγμού
μεγάλου.
Χωρίς το νερό
μικρό το κακό
-ας πούμε!-
Μα δίχως κρασί
εμείς οι σωστοί
δεν ζούμε.
Ας ρίξει, παιδιά
μια μπόρα και για
τους πότες,
με κρασί καλό
ν’ αρμέξω κι εγώ
τις κότες.
Αλλά ας μη λέ-
τε εγκαίρως πως δε
το είπα
θα ’ρθούνε καιροί
που ως κι οι ποταμοί
θα ’ν σκνίπα.
LE VIN
Avant de chanter
Ma vie, de fair´ des
Harangues
Dans ma gueul´ de bois
J´ai tourné sept fois
Ma langue
J´suis issu de gens
Qui étaient pas du gen-
re sobre
On conte que j´eus
La tétée au jus
D´octobre…
Mes parents on dû
M´trouver au pied d´u-
ne souche
Et non dans un chou
Comm´ ces gens plus ou
Moins louches
En guise de sang
( O noblesse sans
Pareille! )
Il coule en mon cœur
La chaude liqueur
D´la treille…
Quand on est un sa-
ge, et qu´on a du sa-
voir-boire
On se garde à vue
En cas de soif, u-
ne poire
Une poire ou deux
Mais en forme de
Bonbonne
Au ventre replet
Rempli du bon lait
D´l´automne…
Jadis, aux Enfers
Cert´s, il a souffert
Tantale
Quand l´eau refusa
D´arroser ses a-
mygdales
Etre assoiffé d´eau
C´est triste, mais faut
Bien dire
Que, l´être de vin
C´est encore vingt
Fois pire…
Hélas! il ne pleut
Jamais du gros bleu
Qui tache
Qu´ell´s donnent du vin
J´irai traire enfin
Les vaches
Que vienne le temps
Du vin coulant dans
La Seine!
Les gens, par milliers
Courront y noyer
Leur peine…
Το λέει στο ομώνυμο τραγούδι του ο Μπρασένς. Και εάν εγώ, προσπαθώντας να το αποδώσω στην πολυσύλλαβη ελληνική γλώσσα, έκανα μια μικρή έκπτωση πέντε τοις εκατό, είναι καθαρά και μόνο για λόγους μετρικούς.
Ανάγνωση της προσαρμογής στα Ελληνικά που σας έφτιαξα
Quatre vingt quinze pour cent – Brassens
La femme qui possède tout en elle
Pour donner le goût des fêtes charnelles
La femme qui suscite en nous tant de passion brutale
La femme est avant tout sentimentale
Mais dans la main les longues promenades
Les fleurs, les billets doux, les sérénades
Les crimes, les folies que pour ses beaux yeux l’on commet
La transporte, mais…
{Refrain:}
Quatre-vingt-quinze fois sur cent
La femme s’emmerde en baisant
Qu’elle le taise ou qu’elle le confesse
C’est pas tous les jours
qu’on lui déride les fesses
Les pauvres bougres convaincus
Du contraire sont des cocus
A l’heure de l’œuvre de chair
Elle est souvent triste, peu chère
S’il n’entend le cœur qui bat
Le corps non plus ne bronche pas
Sauf quand elle aime un homme avec tendresse
Toujours sensible alors à ses caresses
Toujours bien disposée, toujours encline à s’émouvoir
Ell’ s’emmerd’ sans s’en apercevoir
Ou quand elle a des besoins tyranniques
Qu’elle souffre de nymphomanie chronique
C’est ell’ qui fait alors passer à ses adorateurs
De fichus quarts d’heure {au Refrain}
Les « encore », les « c’est bon », les « continue »
Qu’ell’ crie pour simuler qu’ell’ monte aux nues
C’est pure charité, les soupirs des anges ne sont
En général que de pieux menson(ges)
C’est à seule fin que son partenaire
Se croie un amant extraordinaire
Que le coq imbécile et prétentieux perché dessus
Ne soit pas déçu
{au Refrain}
J’entends aller de bon train les commentaires
De ceux qui font des châteaux à Cythère
«C’est parce que tu n’es qu’un malhabile, un maladroit
Qu’elle conserve toujours son sang-froid »
Peut-être, mais les assauts vous pèsent
De ces petits m’as-tu-vu-quand-je-baise
Mesdam’s, en vous laissant manger le plaisir sur le dos
Chantez in petto…
Τελικά αυτή η χαριτωμένη κωμικοτραγική ¨Μη Πρόταση¨ του Μπρασένς μου προέκυψε πιο δύσκολη στη μετάφραση/απόδοση από ό ,τι αρχικά έμοιαζε. Γι αυτό λέω να την αφήσω ανοιχτή για παραπέρα διορθώσεις. Στο μεταξύ ακούστε τον τροβαδούρο/δημιουργό, καθώς και μερικές άλλες ενδιαφέρουσες εκτελέσεις
LA NON-DEMANDE EN MARIAGE από τον Ζορζ Μπρασένς
Σε Σουίγκ από τον Μαλού
Από τους Les Perroquets
Και η ανάγνωση της (μέχρι στιγμής) απόδοσης, με υπόκρουση μια εκτέλεση σε κιθάρα από τον Christian Escoude
Georges Brassens, 1966.
LA NON-DEMANDE EN MARIAGE
Ma mie, de grâce, ne mettons Pas sous la gorge à Cupidon Sa propre flèche, Tant d’amoureux l’ont essayé Qui, de leur bonheur, ont payé Ce sacrilège…
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Laissons le champs libre à l’oiseau, Nous seront tous les deux priso- nniers sur parole, Au diable, les maîtresses queux Qui attachent les coeurs aux queues Des casseroles!
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Vénus se fait vielle souvent Elle perd son latin devant La lèchefrite A aucun prix, moi je ne veux Effeuiller dans le pot-au-feu La marguerite.
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin. On leur ôte bien des attraits, En dévoilant trop les secrets De Mélusine. L’encre des billets doux pâlit Vite entre les feuillets des li- vres de cuisine.
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.
Il peut sembler de tout repos De mettre à l’ombre, au fond d’un pot De confiture, La jolie pomme défendue, Mais elle est cuite, elle a perdu Son goût « nature ».
J’ai l’honneur de Ne pas te demander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin. De servante n’ai pas besoin, Et du ménage et de ses soins Je te dispense… Qu’en éternelle fiancée, A la dame de mes pensées Toujours je pense…
J’ai l’honneur de Ne pas te de/mander ta main, Ne gravons pas Nos noms au bas D’un parchemin.