Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Επικοινωνία’

Η μελαγχολική δημοκρατία

Posted by vnottas στο 18 Ιουνίου, 2013

σαββιδης

Η εκπομπή «Ανιχνεύσεις» του Παντελή Σαββίδη με τίτλο: «Η μελαγχολική δημοκρατία. Ποιο είναι το μέλλον της κυβέρνησης και του τόπου;» μεταδόθηκε ζωντανά μέσω του Livemedia.gr τη Δευτέρα 17 Ιουνίου,  ώρα 10 μμ. από το THE ΜΕΤ HOTEL, στην Θεσσαλονίκη.

Στο πάνελ της εκπομπής συμμετείχαν οι

Κώστας Μπλιάτκας – Γενικός Διευθυντής ΕΤ3
Δημήτρης Τσάμης – Πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Θεσ/νίκης και πρώην Πρόεδρος ΕΤ3
Βασίλης Νόττας – Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ ΑΠΘ.

Παράλληλα, έγιναν παρεμβάσεις προσωπικοτήτων μέσω skype από Αθήνα.

Η εκπομπή υπάρχει εδώ

http://www.livemedia.gr/video/46121

και εδώ

http://www.anixneuseis.gr/?p=69265

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ, VIDEO | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Για τις εξετάσεις του Ιουνίου 2013

Posted by vnottas στο 16 Μαΐου, 2013

η

 

1. Κοινωνική Ιστορία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας

Οι εξετάσεις για τους φετινούς και τους παλαιότερους φοιτητές θα διεξαχθούν από τον κ. Βαμβακά, σύμφωνα με το πρόγραμμα (Τετάρτη 12 Ιουνίου, ώρα 17:00, αιθ. 4a 4β).

 2. Κοινωνική ανάλυση οπτικοακουστικού αφηγήματος

Οι εξετάσεις θα γίνουν προφορικά Παρασκευή 7 Ιουνίου

ώρα 9:00, αιθ.2 Λήξη προθεσμίας παράδοσης εργασιών Παρασκευή 31 Μαΐου, ώρα 12 μεσημέρι.

Για τους φοιτητές που βρίσκονται στο Πτυχίο

3. Κοινωνιολογία της Μαζικής Επικοινωνίας

Εξετάσεις Τετάρτη 12 Ιουνίου ώρα 12:00 στο γραφείο μου

Οι ασκήσεις (με θέμα εκείνο που ίσχυε όταν παρακολούθησαν το μάθημα) θα πρέπει να κατατεθούν στη θυρίδα μου ή στο θυρωρείο ως την Παρασκευή 31 Μαΐου, ώρα 12 το μεσημέρι.

 4. Ραδιόφωνο: Γλώσσα και Κοινωνική Διάσταση

Εξετάσεις Τετάρτη 12 Ιουνίου ώρα 11:00 στο γραφείο μου

Λήξη προθεσμίας για την κατάθεση εργασιών ή εκπομπών: Παρασκευή 31 Μαΐου, ώρα 12 το μεσημέρι, στη θυρίδα μου ή στο θυρωρείο.

 

Καλό διάβασμα και καλή επιτυχία σε όλους

Posted in ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΜΑΘΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Διαχειριστές φωτισμού

Posted by vnottas στο 10 Ιανουαρίου, 2013

Ιστορια

Ναι, η Ιστορία θα δείξει,

θα καταγράψει,

θα απαθανατίσει,

θα διδάξει,

θα αποτιμήσει,

θα επαινέσει,

θα καταδικάσει

θα εξυψώσει

θα αγνοήσει

θα…

Με το συμπάθιο, αλλά μοιάζει αληθέστερο ότι, την επίσημη -τουλάχιστον- Ιστορία την γράφουν οι νικητές (μέσω των διαχειριστών φωτισμού).

Ο Νίκος ψάχνοντας στους σκοτεινούς διαδρόμους της Ιστορίας ανακάλυψε κουρνιασμένο σε μια γωνιά τον Δημόφιλο του Διαδρόμου. Και έγραψε το ακόλουθο εξαιρετικό ποίημα.

 ηρωας

Νίκος Μοσχοβάκος

ΔΗΜΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΥ

Ακούω τη βουή της ιστορίας

στον αυχμηρό μοναχικό μου τόπο

κι αισθάνομαι μέρος της απορίας

καθώς δεν έχω άλλο τρόπο

ν’ αντισταθώ σ’ αυτούς που υπερβάλλουν

τον φωτισμό διαχειρίζονται των πάντων

ενθουσιάζονται υμνολογούν προβάλλουν

πρόσωπα με την αίγλη αμαράντων.

Στις Θερμοπύλες αρχηγός των Θεσπιέων

φονεύθηκα μαχόμενος τον Ξέρξη

Δημόφιλος υιός του Διαδρόμου

αρνούμενος την τύχη των ωραίων

για μένα δεν ακούστηκε μια λέξη

λησμόνησα κι εγώ τον εαυτό μου.

Γραφέας

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Με αφορμή τις φέις-μπουκικές ευγένειες και κοινωνικότητες

Posted by vnottas στο 3 Σεπτεμβρίου, 2012

Σημείωση: Γράφτηκα στο προσω-πιδο-βιβλίο (όπου παρελαύνουν πρόσωπα και προσωπίδες, όπως παντού άλλωστε), γιατί όταν έψαχνα να βρω την προέλευση κάποιων αναφορών στο Ιστολογοφόρο που προέρχονταν από εκεί, μου έβγαινε μια επιγραφή που έλεγε: ¨Πρώτα γράψου, και βλέπουμε¨ ή κάπως έτσι. Γράφτηκα λοιπόν, αλλά μην περιμένετε έντονη παρουσία μου σ’ αυτό. Με βολεύει πολύ καλύτερα το ιστολόγιο, όπου εξάλλου τα σχόλια είναι ανοιχτά και όποιος θέλει μιλάει, όποιος  θέλει σωπαίνει.

Μπαίνοντας πάντως, παρατήρησα μια οργανωμένη και ρυθμισμένη ετικέτα, έναν διαφημιστικά στηριζόμενο συμπεριφορικό τσελεμεντέ και μου δημιουργήθηκαν κάποιες σκέψεις που σας εξομολογούμαι εδώ παρακάτω.

Κάποτε, όχι και πολύ παλιά, ήμασταν μια κοινωνία ως επί το πλείστον αγροτική, με οδυνηρή παράδοση ταξικής καταπίεσης και εθνικής υποτέλειας, άρα μια κοινωνία φοβισμένη και επιφυλακτική, με αποτέλεσμα να συμπεριφερόμαστε άγαρμπα, αμυντικά και να είμαστε άμαθοι από κοινωνικότητες και γαλαντομίες.

Βέβαια διαθέταμε, όπως όλες οι κοινωνίες, αρκετά συγκεκριμένους κανόνες επικοινωνίας, με τους οποίους ρυθμίζαμε τις συμπεριφορές, τόσο ανάμεσά μας, όσο και με τους άλλους. Αυτοί οι κανόνες, διαμορφωμένοι ιστορικά, εμπεριείχαν (πέρα από τις ζόρικες προσαρμογές στις ανάγκες επιβίωσης των εκάστοτε καιρών), μια πάγια δόση ελληνο-ορθόδοξων επιταγών, καθώς και κάποιες μνήμες αρχαίων κλεών.  

Για τις πρώτες φρόντιζε ένα ιερατείο που κατάφερνε να επιβιώνει ελισσόμενο και που παρέμενε δεμένο εικονογραφικά και τελετουργικά με την αυτοκρατορική βυζαντινή παράδοση. Οι δεύτερες, από ένα σημείο και μετά, αναζωπυρώθηκαν με πολιτισμικά αντιδάνεια απ’ τη Δύση, όπου (εν πολλοίς ερήμην των νεοελλήνων) ο αρχαιοελληνισμός χρησίμεψε ως κυρίαρχο φαντασιακό πολιτισμικό υπόστρωμα του νεωτερισμού, καθώς αυτός ανερχόταν.

Κατά τα άλλα, το δικό μας ευρύτερο πολιτισμικό σκηνικό υπήρξε για αιώνες εκείνο της περίφημης ¨καθ ημάς¨ ανατολής μέσα στο οποίο για να διατηρήσουμε στοιχεία αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης έπρεπε να φαινόμαστε και να ¨φερόμαστε ως¨: ντόμπροι, κατ’ ανάγκην λιτοί, ανιδιοτελείς, αρρενοπρεπείς και χωρίς πολλούς (περιττούς) επικοινωνιακούς φραμπαλάδες.

 

Η αλήθεια είναι ότι, ενώ κάτι ξέραμε από ανατολίτικα ¨σαλαμαλέκουμ¨ που επιβίωναν εδώ κι εκεί, σε εμποροπανηγύρεις και λοιπές προβιομηχανικές δοσοληψίες, ξέραμε λίγα ή τίποτα για τους κώδικες που, στο μεταξύ, αναπτύσσονταν στη δύση και που καθόριζαν τους αποκαλούμενους τρόπους ¨καλής¨ συμπεριφοράς. Εκεί, οι νέο- αναρριχηθείσες νεόπλουτες τάξεις, αφού για μια πρώτη περίοδο απόρριψαν και καταδίκασαν τις παλιές δουλοπρεπείς συμπεριφορές προς τους άρχοντες, μετά προτίμησαν να τις ¨εκδημοκρατίσουν¨, να τις κωδικοποιήσουν και να τις επιβάλλουν ως εκλεπτυσμένους ¨τρόπους ζωής¨ (savoir vivre) και τρόπους τακτοποίησης και αναγνώρισης των νέων ιεραρχιών.

Εμείς (ως λαός, όχι ως κυρίαρχες μειονότητες), μαθημένοι αλλιώς, και χωρίς τις ανάλογες κοινωνικο-πολιτισμικές προϋποθέσεις, φανήκαμε αρχικά μάλλον σκεπτικιστές απέναντι στον δυτικό ευρωπαϊκό καθωσπρεπισμό. Και, εδώ που τα λέμε, το γεγονός ότι οι σχέσεις μας με τους δυτικούς υπήρξαν συχνά προβληματικές και ότι συνέβαινε να παρατηρούμε τους Φράγκους ή τα ¨Αμερικανάκια¨ να καταφέρνουν να σου τη φέρουν (καίρια), ενώ παράλληλα σου μιλούσαν με το σεις και με το σας, έκανε την υιοθέτηση των στημένων  δυτικότροπων συμπεριφορών να μοιάζει συχνά περισσότερο με ένα είδος πολιτισμικού δοσιλογισμού, παρά με ένδειξη κοινωνικής δημοκρατικότητας, όπου, ας πούμε,  όλοι μιλούν σε όλους στον πληθυντικό(!).

 Όμως, να που κάποτε (σχετικά πρόσφατα, πριν από δεκαετίες που μετριούνται στα δάκτυλα), με τρόπο κάπως ανορθόδοξο και προβληματικό και χάρη σε μια σειρά πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες, μπήκαμε (για ένα διάστημα) κουτσά στραβά, καλώς ή κακώς, στην κλειστή λέσχη των δυτικών καταναλωτικών κοινωνιών.

Ο καταναλωτικός μας παράδεισος, βέβαια, δεν είχε τίποτα να κάνει με αυξημένες παραγωγικές διαδικασίες -δεν καταναλώναμε επειδή πρώτα είχαμε παράξει οτιδήποτε- ούτε από την συνεργατική κουλτούρα που γεννιέται με αυτές,  αντίθετα η παραγωγή μειώθηκε εσκεμμένα και συναποφασισμένα.

Η καταναλωτική μας παρένθεση είχε κατά τα φαινόμενα σχέση με τη νομιμοποίηση μέσω δανεισμού (λέγεται και πλύσιμο) υπερτροφικών διεθνών πλεονασμάτων κεφαλαίου με όχι διαυγή (ευφημισμός) προέλευση. Όπως και να ’χουν τα πράγματα, νέες συνθήκες, νέα πρότυπα, νέα προτάγματα, νέες συμπεριφορές.

Εν τω μεταξύ όμως, και η δυτική ¨ευγένεια¨ είχε τροποποιηθεί αισθητά. Καθώς ο προηγούμενος 20ος αιώνας (αυτός των δύο παγκοσμίων πολέμων) βάδιζε προς το τέλος του, συγκυρίες, συσχετισμοί δυνάμεων, αλληλεπιδράσεις και λοιπές εξελίξεις έφεραν στο προσκήνιο νέες συνταγές και νέους καθωσπρεπισμούς, στα πλαίσια μιας γενικότερης πολιτισμικής αναταραχής που αποκλήθηκε μετανεωτερισμός.

Είδαμε λοιπόν να παίρνει τ’ απάνω της μια νέα (αγοραία) συσκευασία παλιών ατομικισμών, πραγματισμών, σχετικισμών, και εικονολατριών,  με ανασκευές του παρελθόντος, λατρεία του παρόντος, αδιαφορία για το μέλλον, περιχυμένη με μια κουταλιά σάλτσα ασύδοτης αγοράς και με, στην κορυφή, ένα κβαντικό κερασάκι.

Καθώς οι παλιές εκκλησιαστικές κανονιστικές επικοινωνιακές αρμοδιότητες παραχωρούνταν σε ¨Μη¨ Κυβερνητικές Οργανώσεις, ¨Ανεξάρτητες¨ Αρχές και Ιδιωτικούς Οργανισμούς Μαζικής Επικοινωνίας, αναρτήθηκε ένας νέος Index, με προτροπές και απαγορεύσεις στο όνομα της Νέας Ιεράς Πολιτικής Ορθότητας.

Όλα αυτά υπήρξαν επαρκώς εξόφθαλμα και θα μπορούσαμε να τα έχουμε παρατηρήσει, αν όχι μελετήσει, έτσι ώστε να ξέρουμε τι μας γίνεται και τι μας περιμένει, αλλά εμείς ήμασταν απασχολημένοι με τον ¨εκσυγχρονισμό¨ και την κατασκευή του πλαστικού μας κόσμου, δηλαδή με την τελευταία τραυματική μας μετάλλαξη: αστικοποίηση σε αντιπαροχυμένες τσιμεντουπόλεις, μηχανοκίνηση επί (λακουβο)δρόμων και (λακουβο)πεζοδρομίων, σεξουαλικές χειραφετήσεις μέσω τουριστικών προτύπων και επαφών και τέλος, αυτοχειριακή κατάποση της (διεθνοποιημένης) βιομηχανοποιημένης κουλτούρας.

Και προς στιγμήν φάνηκε ότι κάτι καταφέραμε! 

Αν και, πλαστός ή όχι, ο ευκαιριακός μας παράδεισός παράμενε καταναλωτικός και για να λειτουργήσει δεν είχε ανάγκη μόνο από εισαγωγές, από κατάφωτα υπερμάρκετ κι από αρμάδες καροτσάκια, αλλά και από διαφημιστικές εκστρατείες, προωθητικές καμπάνιες, δημόσιες σχέσεις, και ένα νέο γενικότερο εμπεριέχον σκηνικό φτιαγμένο από την ¨μη μου άπτου¨ τοπική εκδοχή της ¨πολιτικής ορθότητας¨, έτσι ώστε να μη χαλάει η σούπα, να μην κινδυνεύουν οι εντυπώσεις και να μην ενοχλείται η περίφημη ευ-δαιμονία!  

Έτσι καταλήξαμε, όχι βέβαια ¨ευγενείς¨, (ευτυχώς ο οδοστρωτήρας της τοπικής ιστορίας, μας είχε απαλλάξει από τα κατάλοιπα αυτού του παρασιτικού πλέον στρώματος), αλλά κάπως με το ζόρι ευγενικοί του είδους ¨πολύ κάπως¨ και ¨πολύ δήθεν¨.

 Μέσα σ’ αυτό το κουβάρι των αντιφατικών εξελίξεων, ακόμη μία: η διάδοση νέων μέσων επικοινωνίας. Διαδίκτυο, ιστολόγια, προσωποβιβλία, κι ένα σωρό άλλες επικοινωνιακές μορφές και ευκαιρίες. Με φιλοδοξίες επικοινωνιακής ανάδρασης και με κύριους χρήστες (για πρώτη φορά) τους πολύ νέους! Με νέες απρόσμενες δυνατότητες, αλλά και με σκοτεινές, ανεξερεύνητες ακόμη κοινωνικές επιπτώσεις…

(συνεχίζεται)

Posted in Άπόψεις - Άρθρα, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Το Φετίχ, το Ευρώ και η σημασία των λέξεων… (φετιχιστές όλου του κόσμου ενωθείτε!)

Posted by vnottas στο 15 Ιουνίου, 2012

[Ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι το Ευρώ δεν είναι φετίχ – Ο κ. Μιχελάκης και άλλοι εξανέστησαν… υπονοώντας προφανώς ότι -γι αυτούς- είναι…!]

 Αν και ο φίλος Σαραντάκος (των λέξεων με τη δική τους ιστορία) είναι επί του προκειμένου, αρμοδιότερος εμού, δεν αντιστάθηκα στο πειρασμό να μεταφέρω στο παρόν σημείωμα (για να ξέρουμε όλοι για πoιο πράγμα μιλάμε) τον ορισμό της λέξης Φετίχ.

Έχουμε και λέμε λοιπόν,

-από τον  τελευταίο Μπαμπινιώτη:

 

-από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας των εκδόσεων Πελεκάνος:

  

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΧΟΛΙΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Περιπέτειες συγγραφής V (Αυγουστιάτικες σκέψεις)

Posted by vnottas στο 25 Αυγούστου, 2011

Σχετικά με ¨περιπέτειες συγγραφής¨ έχω ήδη αρχίσει να σας παραθέτω αποσπάσματα από εμπειρίες του παρελθόντος, σε παλιότερες καταχωρήσεις.

Αυτή τη φορά λέω να σας καταστήσω κοινωνούς των αποπειρών και των φάσεων της συγγραφής καθώς αυτές γέννιουνται και καθώς εξελίσσονται. Και το καλοκαιρινό περιβάλλον, πιο ανάλαφρο και πιο αισιόδοξο, προσφέρεται κατ’ εξοχήν (βουνό ή θάλασσα) για κάτι τέτοιο.

Δεν μιλάω για τις συγγραφές κατά παραγγελία. Αυτές έχουν άλλη, δική τους λογική. Μιλάω για τις προαιρετικές. Τις αμιγώς ερασιτεχνικές. Τις «γράφω για μένα και ανταμείβομαι περνώντας καλά».

Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως καταλαβαίνετε εκείνο που προέχει είναι να υπάρχει ρητή η σχετική επιθυμία. Ας πούμε μια ακαταμάχητη νοσταλγία για το λευκό φύλλο καθώς γεμίζει με μικρά ακανόνιστα μαύρα σημαδάκια, που με τη σειρά τους παραπέμπουν σε κόσμους άγνωστους, ενδεχομένως συναρπαστικούς, τουλάχιστον για τον συγγραφέα…

Ή που διατυπώνουν απόψεις που ούτε που είχες φανταστεί ότι τις είχες στην κασέλα. Και καμιά φορά αλήθειες (προς επαλήθευση). Και καμιά φορά άλλα πράγματα, απρόσμενα και αποκαλυπτικά…

Αλλά για το ξεκίνημα η επιθυμία δε φτάνει.

Χρειάζονται και ιδέες. (Οι ιδέες-εμπνεύσεις, έτσι και έχεις την τύχη να σου καταφτάσουν απρόσμενα και με το έτσι θέλω, γενούν αυτομάτως όρεξη για καταγραφή, όμως η επιθυμία για γράψιμο σπανίως γεννάει ταυτόχρονα ιδέες. Και εάν δεν διαθέτεις ένα σεντούκι με εμπνεύσεις αποταμιευμένες, αλλά σε καλή κατάσταση, μπαίνεις σε διαδικασίες ψαξίματος).

Αρχίζεις λοιπόν να αναζητάς ιδέες. Έτσι μπορείς που και που να απομονώνεσαι και (εν ανάγκη) να (κάνεις ότι) γράφεις έχοντας κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις στο (θεμιτό) ερώτημα (των άλλων): «Τι κάνεις εσύ εκεί;» «Γράφω!» (αφήγημα, ιστορία, παραμύθι, δοκίμιο, κάτι άλλο, κάτι σαν κι εκείνο, κάτι για τους προηγούμενους, κάτι για τους επερχόμενους, κοκ).

Σπανιότατα όμως οι ιδέες καταφτάνουν με ολοκληρωμένη μορφή. Συνήθως εμφανίζονται ως αρχικές ιδέες και έχουν ατέλειωτες (πολλαπλές) αλλά και ατελείωτες (μισές) μορφές. Σε αυτό το σημείο από τα δύο το ένα:

Είτε μπλοκάρεσαι ανάμεσα στις μισές ιδέες και εξακολουθείς να ψάχνεις για την καλύτερη έως ότου  βαρεθείς και παραπέμψεις την όλη συγγραφή σε μια άλλη παραγωγικότερη εποχή

είτε πιάνεις την άκρη ενός από τα νήματα (η επιλογή μπορεί να είναι εντελώς συγκυριακή) και αρχίζεις να πλέκεις, ευελπιστώντας ότι πλοκές και νοήματα θα ολοκληρωθούν και θα ¨στρώσουν¨ καθ’ οδόν.

Στη δεύτερη περίπτωση, ενδέχεται:

α. Να πάνε όλα καλά. Οι ιδέες να απλώνονται χωρίς βρόγχους και ανεπίλυτους κόμπους πάνω στον αφηγηματικό κάμπο και να καταλήγουν μετά τη δέουσα  πορεία σε ανεκτά συμπεράσματα και λύσεις. Και ύστερα από μια σειρά τελικών διορθωτικών μικροεπεμβάσεων που είναι απαραίτητες, όσο και κατά βάση ευχάριστες, η προσπάθεια να καταλήγει αίσια.

β. Όλα να πάνε στραβά και λίγο μετά να ανακαλύπτεις ότι η ιδέα δεν ήταν επαρκώς γόνιμη, ότι σκουντουφλάς σε ανυπέρβλητες δίνες και νοηματικούς υφάλους, οπότε, όσο πιο γρήγορα την εγκαταλείψεις, τόσο το καλύτερο.

γ. Αρχικά όλα να μοιάζουν πως εξελίσσονται κατ’ ευχήν, ώσπου μια κάποια στιγμή ανακαλύπτεις ότι για άλλα άρχισες να γράφεις και με άλλα ασχολείσαι τώρα, άλλες οι αρχικές σου προθέσεις και αλλού σε σπρώχνει η φουσκοθαλασσιά των επί μέρους καταγραφών.

Μη τρομάζεις, αυτή η τρίτη είναι μια συνηθισμένη περίπτωση που αντιμετωπίζεται συνήθως με παλινδρομικές επεμβάσεις και με λιγότερο ή περισσότερο ριζικά κοψίματα που απομένουν σε παλιά τετράδια ως χαρακτηριστικές «αδιέξοδες ιστορίες» Ασ’ τες εκεί. Ενδέχεται κάποτε να γεννοβολήσουν κάποια καλή ιδέα για μια άλλη συγγραφή.

(συνεχίζεται)

Υστερόηχοι:  πρόκειται για ορισμένες ακόμη εκτελέσεις (ενδιαφέρουσες) από μουσικές που παρουσιάσαμε ήδη.

1.

2.
3.

4.

5.

6.

7.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Συνάντηση με τους φοιτητές και «αντιμάθημα» στα πλαίσια των εκδηλώσεων της κατάληψης της Σχολής Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ

Posted by vnottas στο 16 Δεκεμβρίου, 2010

 

Φέτος τα πράγματα διαδραματίστηκαν ως εξής:

Η πρόσκληση

Έλαβα από φοιτητές μου, εκείνους που συμμετέχουν στην κατάληψη της Σχολής Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτέλειου, το ακόλουθο ηλεκτρονικό  μήνυμα.

 Καλησπέρα κ. Νόττα,

   Εκ μέρους της επιτροπής κατάληψης του Σ.Φ. Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ θα θέλαμε να σας καλέσουμε σαν ομιλητή, σε ανοιχτό αντιμάθημα στην πλατεία Αριστοτέλους, την  Τρίτη στις 12:00 το πρωί. Το θέμα του αντιμαθήματος θα είναι «Πως η οικονομική κρίση και η καταστολή επηρεάζουν την ψυχολογία και την καθημερινότητα των πολιτών».
Σε περίπτωση αφόρητου κρύου η βροχής το αντιμάθημα θα πραγματοποιηθεί
σε διπλανή στοά στην Αριστοτέλους. Θεωρούμε πως μια τέτοια διαδικασία σε ανοιχτό χώρο θα δώσει την δυνατότητα σε πολύ περισσότερο κόσμο να παρέμβει και να την παρακολουθήσει.
   Παρακαλούμε να μας απαντήσετε όσο το δυνατόν συντομότερο για να κανονίσουμε τους ομιλητές.
Ευχαριστούμε εκ των προτέρων,

(όνομα)  μέλος της συντονιστικής επιτροπής κατάληψης.

 Η αποδοχή

Δεν εξεπλάγην. Πριν δυο χρόνια, όταν έβραζαν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’08, με είχαν καλέσει και πάλι και, όπως και τώρα, θεώρησα την αποδοχή της πρόσκλησης πλήρως συμβατή με την ιδιότητά μου ως ακαδημαϊκού δάσκαλου και συγκεκριμένα δικού τους  δάσκαλου, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. (Βλέπε σχετικές παλιότερες καταχωρήσεις στο παρόν ιστολόγιο)

Όπως  και τότε σκέφτηκα ότι εάν δεν αρνήθηκα ποτέ να εκφράσω δημόσια τις απόψεις μου (και έτσι μου έχει συμβεί να λέω τα ίδια πράγματα σε πολύ διαφορετικά ακροατήρια – με μόνη πάγια προϋπόθεση να έχω απόλυτη ελευθερία έκφρασης), έτσι και τώρα δεν θα αρνιόμουν την πρόταση των παιδιών να μιλήσω μαζί τους δημόσια για τα τρέχοντα, έστω υπό καθεστώς κατάληψης, έστω στο δρόμο.

Όπως και τότε έκανε πολύ κρύο.

Το θέμα που μου ζήτησαν να αναπτύξω δεν ήταν έξω από τη θεματολογία της Κοινωνικής Επιστήμης που διδάσκω, οι δε εμπεριεχόμενες έννοιες, η οικονομική κρίση και οι κοινωνικές της επιπτώσεις, καθώς και οι επιπτώσεις στο συλλογικό ¨ηθικό¨ και στην καθημερινότητα των πολιτών των σημερινών μορφών καταστολής, εμπίπτουν πλήρως στα επιστημονικά μου ενδιαφέροντά. Επί πλέον, μια που λόγω ηλικίας πρόλαβα να ζήσω κάποιες ανάλογες καταστάσεις διεκδίκησης και αγώνα, θεώρησα ότι θα μπορούσα να βρω τη σωστή συχνότητα που θα μου επέτρεπε να επικοινωνήσω με τα παιδιά, ακόμη και χωρίς το σύνηθες διδακτικό ¨καλούπι¨ των κλασικών μαθημάτων.

Έτσι τους είπα εντάξει και το μεσημέρι της Τρίτης βρεθήκαμε στην είσοδο του (νοικιασμένου) κτιρίου της Σχολής,  στο 46 της Εγνατίας Οδού.

 Η συνάντηση

  Δεν βγήκαμε τελικά στην πλατεία και αιτία δεν ήταν μόνο το τσουχτερό κρύο. Υπήρχε και η απεργία των αστικών λεωφορείων (το κοινό στις στάσεις των οποίων ήταν σημαντικό τμήμα του ¨κοινού¨ της προπερυσινής αντίστοιχης εκδήλωσης), υπήρξε και το γεγονός ότι ο αρχικός αριθμός  των παρόντων, έστω και αν μεγαλύτερος από εκείνον πολλών ¨κανονικών¨ μαθημάτων, δεν θεωρήθηκε ικανός να δημιουργήσει σε ανοιχτό υπαίθριο χώρο την απαραίτητη εντύπωση ¨μαζικότητας¨ που τα παιδιά -δίκαια- θεωρούν βασικό δείκτη αποδοχής των προσπαθειών τους. 

  Ίσως ευθύνομαι και εγώ που τους είπα ότι το να δείξουν πως το Πανεπιστήμιο επικοινωνεί με την Πόλη και την Κοινωνία δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην τους φοιτητές στο δρόμο, αλλά ίσως και το (συμβολικό και ουσιαστικό) άνοιγμα του ίδιου του Πανεπιστήμιου στην Πόλη και την Κοινωνία. (ας διευκρινίσω στους αναγνώστες του παρόντος σημειώματος ότι ως Κοινωνία δεν εννοώ, όπως μερικοί άλλοι, τις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που ετοιμάζουν την εισβολή τους στον ακαδημαϊκό χώρο)

Το γεγονός είναι ότι τις επόμενες δύο ώρες μείναμε μαζεμένοι (όλο και περισσότεροι) στην είσοδο του κτιρίου, σε μια μορφή διαλογικού μαθήματος.

 Τι είπα στα παιδιά.

Είχα προετοιμάσει τις βασικές γραμμές της παρέμβασής μου (ένα ανοιχτό μάθημα θέλει προσεκτικότερη προετοιμασία από ένα κλασικό) γύρω από τις βασικές έννοιες που εμπεριέχονταν στο θέμα που μου προτάθηκε.

Όπως συχνά επαναλαμβάνω και στα ¨κανονικά¨ μαθήματα, τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο σε όποιον επιχειρεί σήμερα μια αξιόπιστη κοινωνική/επικοινωνιακή ανάλυση. Πολύ περισσότερο αν πρόκειται για όρους όπως ¨οικονομική κρίση¨, ¨ψυχολογική κρίση¨, ¨καθημερινότητα¨, ¨καταστολή¨, και τέλος ¨πολίτης¨, ακόμη περισσότερο όταν το λειτουργικό τους περιεχόμενο καθορίζεται όχι πλέον από κάποιους αρμόδιους ακαδημαϊκούς, αλλά από την χρήση  που τους γίνεται στα παντοδύναμα ΜΜΕ. Οι όροι, όσο κι αν μοιάζουν γνωστοί χρειάζονται ξεφλούδισμα και αναζήτηση του ¨λειτουργικού¨ τους πυρήνα μέσα στο εκάστοτε θεωρούμενο περιβάλλον.

Για παράδειγμα:  Ποια οικονομική κρίση; για ποιόν; Ποια ψυχολογική ανασφάλεια; Ποιος την προκαλεί; Ποιον απειλεί; Ποιος επωφελείται; Υπάρχει υποδόρια καταστολή ή ό,τι το υποδόριο είναι ¨προληπτικό¨; Ποιος είναι ο  ¨πολίτης¨ και ποια η σχέση του με τον ¨καταναλωτή¨ (και τον ¨συνδρομητή¨) σε περιόδους ¨οικονομικών κρίσεων¨ σημερινού τύπου; Αυτά και άλλα αντίστοιχα υπήρχαν στις σημειώσεις μου.

 Όμως αρχικά θα όφειλα να πω στα παιδιά όχι μόνο γιατί ήμουν εκεί και με ποια ακριβώς ιδιότητα (τι σημαίνει για μένα να είσαι δάσκαλος) αλλά και τις αρχικές σκέψεις μου για τις κινητοποιήσεις τους,  καθώς και για τους συνεπαγόμενους κινδύνους.

Τους είπα λοιπόν ότι κατά την άποψή μου_

* οι φοιτητές (το πιο ευαίσθητο τμήμα των σκεπτόμενων ανθρώπων) όταν αγωνίζονται για τα κοινά (σύμφωνα με τις θεωρήσεις και τις απόψεις που τους εκφράζουν) ασκούν ένα πάγιο και κερδισμένο με αγώνες δικαίωμά τους.

* σήμερα υπάρχει και κρίση και σύγχυση και κανένας δεν δικαιούται να υποτιμήσει ή να περιορίσει τον λόγο κανενός. Οι φοιτητές πρέπει να έχουν άποψη για την κρίση, τις αιτίες της, τους υπεύθυνους για αυτήν. Άλλωστε θα κληθούν -καλούνται ήδη- να πληρώσουν.

* οι κινητοποιήσεις τους αποτελούν απάντηση στην (επιθυμητή από πολλούς) αδιαφορία, καταπλάκωση, αδράνεια της αιφνιδιασμένης κοινωνίας μας.

* τα κινήματα μπορούν και πρέπει να ανανεώνουν τους τρόπους της Δημοκρατικής Πάλης.

Ωστόσο

-Θα είναι λάθος και επανάληψη παλιών λαθών αν οι φοιτητές αγνοήσουν το διάλογο και οχυρωθούν πίσω από μια οποιαδήποτε ¨μεσσιανική¨ αντίληψη

-Θα είναι λάθος αν στις κινητοποιήσεις τους κυριαρχήσουν οι μικροπολιτικές/κομματικές αντιπαραθέσεις (συχνά ετερο-υποδαυλιζόμενες) και τα παιχνίδια (μικρής) εξουσίας

-Θα είναι λάθος αν σταθούν σε ό, τι τους χωρίζει και τους απομονώνει αντί σε ό, τι τους ενώνει

-Θα είναι λάθος αν δεν λάβουν υπόψη τους την ευρύτερη κοινωνία, ότι ανήκουν σε αυτήν και ότι η δράση τους νομιμοποιείται από αυτήν.

 Η γενιά μου έκανε τα περισσότερα από τα παραπάνω λάθη και  η Ιστορία δεν αρκείται στις τυχόν καλές προθέσεις. Βάλτε τα μαζί μας, αλλά μην κάνετε τα ίδια λάθη.

 Οι απόψεις αυτές εκφρασμένες όχι με τον ιεραρχημένο τρόπο που παρουσιάζονται εδώ, αλλά με τον αυθόρμητο τρόπο μιας διαλογικής κουβέντας έδωσαν λαβή σε συζήτηση που έφερε στην επιφάνεια τους προβληματισμούς, τις δυσφορίες, αλλά και τις ελπίδες, την διάθεση για υπέρβαση και τον καλώς νοούμενο ρομαντισμό των φοιτητών μου. Ή εμένα έτσι μου φάνηκε.

Έφυγα δυο ώρες μετά χαμογελώντας, ευχαριστημένος. Δεν τα είχαμε πει όλα, αλλά θα ξαναμιλούσαμε, στις αίθουσες ή αλλού.

 

Posted in ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΜΑΘΗΜΑΤΑ, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Ευλογίες και Γένια

Posted by vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

 

Γένια έχω εδώ και πολλά χρόνια –ιερατικές ιδιότητες όχι, αλλά την ευλογία, θα την επιχειρήσω το ίδιο.

Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρη το βιβλίο «Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην Οθόνη» (ένα τμήμα του, σε μια πρώτη εκδοχή, υπάρχει στο ιστολογοφόρο, εδώ αριστερά στις ¨σελίδες¨).

Το βιβλίο ασχολείται με τις (διαχρονικές) σχέσεις ανάμεσα στην Κοινωνία, την Επικοινωνία και την Εξουσία. (Μεταξύ άλλων: Πώς και γιατί ο προϊστορικός μάγος προκύπτει ο κοινός πρόγονος ιερέων, διανοουμένων, δημοσιογράφων, καθώς και των μεταμοντέρνων ¨εικονολατρών¨ επικοινωνητών ).

Βιβλίο εξωφ 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Εδώ είμαστε

Posted by vnottas στο 13 Ιουνίου, 2009

 

Εντάξει, το ξέρω.

Αν εξαιρέσει κανείς τις αναγκαίες διδακτικές ανακοινώσεις, που όντας στενά δεμένες με σταθερές ημερομηνίες έχουν το δικό τους ημερολόγιο, εδώ και πάνω από ένα μήνα το ιστολογοφόρο μοιάζει να έχει πέσει σε άπνοια.

Παρηγοριέμαι ότι αυτό είναι το ωραίο με τα ιστολογοφόρα: επιβιβάζεσαι κι επικοινωνείς όταν και άμα έχεις κέφι. Δεν είσαι περιοδική έκδοση, δε κυνηγάς τίποτα, δε σε ζορίζει κανένας.

 Όταν η εσωτερική παρόρμηση ωριμάσει, ανοίγεις το παράθυρο (window) και φωνάζεις στον κόσμο, άντε, του ψιθυρίζεις, και του γκρινιάζεις, και διαμαρτύρεσαι, και επεμβαίνεις, και μονολογείς, και συνδιαλέγεσαι, και εξομολογείσαι,  και σχολιάζεις, και ακολουθείς (την επικαιρότητα) και εκτροχιάζεσαι (μαζί της).

Από την άλλη, όπως ξέρετε, χρησιμοποίησα ευθύς εξ αρχής το ιστολογοφόρο ως εργαλείο δουλειάς. Νομίζω ότι λειτούργησε. Οι φοιτητές μου τελικά προτιμούν τις διαδικτυακές ανακοινώσεις από τις πινεζωμένες στην πινακίδα του 4ου ορόφου, προτιμούν να κατεβάζουν τα πρωτότυπα κείμενα παρά να τα φωτοτυπούν (κι έχουν δίκιο). Τώρα τα καλόμαθα τα παιδιά, μιλάμε πια μέσω ιστολογίου και μέσω ιμέιλ, έστω κι αν καμιά φορά με ρωτάν για θέματα γραμματείας και με εκνευρίζουν (ελαφρώς).

Και έτσι το ιστολογοφόρο ταξιδεύει στις ιστοθάλασσες με δύο φορτία.

Από τη μια μεταφέρει εκπαιδευτικό υλικό (ανακοινώσεις, οδηγίες, διευκρινίσεις, αλλά και θεωρητικά κείμενα που έτσι μπαίνουν παράλληλα στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου). Αυτό το φορτίο μια περιοδικότητα την έχει: κορυφώνεται στις περιόδους των εξετάσεων, στα ζόρια. Κι αν τυχόν οι χρόνοι μου ξεφύγουν κάπως, καταφτάνουν αμέσως οι υπενθυμίσεις από τα παιδιά.

Από την άλλη το ιστολογοφόρο κουβαλάει κείμενα ημερολογιακά, εξομολογητικά, όταν και άμα και εάν. Α, και (που και που) παιχνίδια με τη γλώσσα και τις αφηγηματικές της δυνατότητες.

 Τώρα, αυτά εδώ σας τα λέω γιατί το μήνα που πέρασε  ανακοινώσεις για τα εξεταστικά, βέβαια, αναρτήθηκαν, αλλά δε μιλήσαμε για άλλα πράγματα, αν και ευκαιρίες υπήρξαν.

Μια από αυτές ήταν ότι το σκαρί έγινε δύο χρονών και είχαμε, στις 25 του Μάη, τα δεύτερα γενέθλια.

 Ας πούμε τώρα δυο λόγια για το ιστολογοφόρο. Εργαλείο εκπαιδευτικής επαφής αξιόλογο. Ωστόσο, δεν παύω να υποστηρίζω ότι τίποτα δε μπορεί να αντικαταστήσει την άμεση προσωπική επικοινωνία ανάμεσα στο δάσκαλο και τον διδασκόμενο. Και το επαναλαμβάνω, με κίνδυνο να γίνω πληκτικά πλεοναστικός στους φοιτητές μου. Επωφεληθείτε που ακόμη υπάρχει (έστω κακομοιριασμένο από μια δύσμορφη εξάπλωση -και άλλα χρόνια νοσήματα) το Δημόσιο Πανεπιστήμιο βασισμένο στη διαπροσωπική εκπαιδευτική επικοινωνία. Σε λίγο θα είναι προνόμιο λίγων που θα το πληρώνουν ακριβά. Για τις δικτυωμένες μάζες της ¨νέας εποχής¨ (και για όσον καιρό το πάνω χέρι θα το έχουν οι λεγόμενοι ¨νόμοι της αγοράς¨) το πιθανότερο είναι ότι τα πανεπιστήμια θα αντικατασταθούν από διαδικτυακά υποκατάστατα.

 Γενικότερα, το παρόν ιστολογοφόρο, όπως και πολλά άλλα, προσπάθησε να πλεύσει (κουβαλώντας λέξεις, ενίοτε και εικόνες) επωφελούμενο από τους νέους επικοινωνιακούς άνεμους, μέσα σε ένα τοπίο αναστατωμένο από αλλαγές καταιγιστικές και εκκωφαντικές, των οποίων όμως οι απώτερες συνέπειες μένει ακόμη να εξερευνηθούν και να αξιολογηθούν.

Ο μικρός δικός μας απολογισμός: μέσα σε δυο χρόνια δεχτήκαμε 24000 επισκέψεις (ούτε πολλές ούτε λίγες) μέσος όρος περίπου 1000 το μήνα (περισσότερες επισκέψεις τον Ιανουάριο του 09, ελάχιστες τον Ιούλιο του 08). Δημοσιεύτηκαν 93 κείμενα στην ¨Αρχική Σελίδα¨ και 42 κείμενα στις λοιπές ¨Σελίδες¨ (πρωτοτυπία των ιστολογίων της wordpress). Τα κείμενά μας ήταν τακτοποιημένα σε 9 κατηγορίες, τις οποίες όμως χάσαμε όταν κάποια στιγμή αποφασίσαμε να ξαναβάψουμε το ιστολογοφόρο και να του αλλάξουμε εμφάνιση. Μαζί χάσαμε και ορισμένα από τα 183 σχόλια που λάβαμε μέχρι τώρα. Μας έμειναν οι μέχρι στιγμής 69 εννοιολογικές ¨ετικέτες¨-λέξεις κλειδιά που οδηγούν προς τα εδώ ενδιαφερόμενους για συγγενείς θεματολογίες.

Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα μας εντόπισαν παλιοί φίλοι και ανταλλάξαμε κουβέντες με καινούριους, ανοίξαμε σεντούκια με παλιά παραμύθια και εκμυστηρευτήκαμε καινούργιες σκέψεις και προβληματισμούς. Μας άρεσε, και λέμε Θεού (των ιστολογίων και των ιστολογοφόρων) επιτρέποντος να εξακολουθήσουμε την περιπλάνηση.

Εδώ είμαστε.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , | 3 Σχόλια »

Λαϊκό αφήγημα και νεοελληνική κοινωνία

Posted by vnottas στο 29 Φεβρουαρίου, 2008

 

96022114151.jpg 

Οι κοινωνικές εξελίξεις στη μεταπολεμική Ελλάδα ιδωμένες σε συνάρτηση με τα δημοφιλή, λαϊκά αφηγήματα που κυριάρχησαν αυτήν την περίοδο, αποτελούν το αντικείμενο του κειμένου που αναρτάται εδώ παρακάτω.

Πρόκειται για ένα παλιότερο κείμενο που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Η ¨κατασκευή¨ της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας» και δημοσιεύτηκε το 1998 από τις εκδ. Αλεξάνδρεια.  Στο βιβλίο υπάρχουν, διατυπωμένες με πιο διεξοδικό τρόπο, οι παρεμβάσεις σε συνέδριο με το ίδιο θέμα που διοργανώθηκε εκείνη την περίοδο από και το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αν και κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας συνέβησαν πολλά και ενδιαφέροντα, τόσο στο νεοελληνικό κοινωνικό ιστό, όσο και στον τρόπο που αυτός αντικατοπτρίζεται στις λαϊκές αφηγήσεις ή/και επηρεάζεται από αυτές, έκρινα ότι μια αναφορά στις προηγούμενες φάσεις εξακολουθεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον και να είναι χρήσιμη ως εισαγωγή στην διερεύνηση των πιο πρόσφατων εξελίξεων. (Στα πλαίσια του μαθήματος επιλογής ¨Κοινωνική ανάλυση αφηγήματος¨ θα ασχοληθούμε φέτος κυρίως με την εποχή της εισβολής των ¨ριάλιτι¨ καθώς και με την εισαγωγή στοιχείων θεάματος στον ενημερωτικό  τομέα των ΜΜΕ).

Ειδικότερα στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται αναφορά στην ¨ασπρόμαυρη¨, όσο και ¨μανιχαϊστική¨ περίοδο του ¨εμπορικού¨ ελληνικού κινηματογράφου, στην σύντομη σχετικά περίοδο της ¨αρπαχτής¨ και της βιντεοκασέτας, και στην έναρξη μιας περιόδου με έκδηλα ίχνη των πρώτων αποδομητικών στοιχείων, η οποία συμπίπτει με την παραγωγή ελληνικών σειρών από την ιδιωτική τηλεόραση.

Β. Νόττας:  ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ [1]

Από την «εμπορική» κινηματογραφική ταινία και την βιντεοκασέτα, στην ελληνική τηλεοπτική σειρά. Η εξέλιξη του οπτικοακουστικού κοινωνικοποιητικού λαϊκού θεάματος.

  1. ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

  Α. Όσον αφορά στη μεθοδολογία

α. Είναι δύσκολο να κάνει κανείς παρατηρήσεις κοινωνιολογικού χαρακτήρα με βάση την μελέτη των μαζικών μηνυμάτων. Και αυτό γιατί τα ΜΜΕ δεν αντικατοπτρίζουν απλά, αλλά και «αναγιγνώσκουν», ερμηνεύουν και καθοδηγούν την κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα υποβάλλουν ή και επιβάλλουν αξίες και συμπεριφορές. Επομένως, μέσα σε ένα σκηνικό όπως το σημερινό που χαρακτηρίζεται από «καταιγισμό» μαζικών μηνυμάτων, οι αναγνώσεις αλληλοεπικαλύπτονται δημιουργώντας πρόσθετες δυσκολίες στην εξαγωγή κοινωνιολογικών συμπερασμάτων.

β. Εάν η «πραγματικότητα των ΜΜΕ» δεν είναι μια απλή αντανάκλαση της «πραγματικής κοινωνίας όπου τα κοινωνικά υποκείμενα δρουν και αποφασίζουν», τότε δεν είναι εύκολο να υποθέσει κανείς ότι η προσέγγισή της μπορεί να επιτευχθεί με τις κλασσικές ποσοτικές μεθόδους ( όπως εκείνες της ανάλυσης περιεχομένου).

Θα πρέπει λοιπόν να γίνει αποδεκτή η υπόθεση που αποδέχεται την ύπαρξη μιας «φαντασιακής παραμέτρου» που τροφοδοτείται από τους φόβους, τις προσδοκίες και τα όνειρα του «κοινού» και η οποία αναμιγνύεται με τις κοινωνικές δράσεις, τις εμπνέει, τις ερμηνεύει, τις σχολιάζει.

γ. Τα προϊόντα της οπτικοακουστικής διήγησης μπορούν να θεωρηθούν, χοντροκομμένοι έστω, δείκτες της φαντασιακής πραγματικότητας που, λιγότερο ή περισσότερο συγκεχυμένα, είναι υπαρκτή για τα κοινωνικά υποκείμενα και ιδιαίτερα για τον μέσο απλό άνθρωπο (στον οποίο τα ΜΜΕ κυρίως απευθύνονται).

Επειδή η σχέση αυτών των προϊόντων με την «κοινή πραγματικότητα» είναι μεσολαβητική και όχι μηχανική και άμεση, χρειάζονται περισσότερο ερμηνεία παρά καταμέτρηση. Μελετώντας τα μπορούμε να μάθουμε πώς ο απλός  μέσος άνθρωπος εννοεί την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία, τελικά, δρα και αποφασίζει.

Εκείνο που θα μπορούσε να μας διαφωτίσει για τις ευαισθησίες, τις αναμονές και τις ανησυχίες του κοινού είναι ο εντοπισμός του αποδεκτού νοήματος των ιστοριών, των χαρακτήρων και των καταστάσεων. Έτσι θα μπορούσαμε ενδεχομένως να προσδιορίσουμε τα πολιτισμικά αρχέτυπα και τις μακρόβιες προδιαθέσεις που καθοδηγούν τις συμπεριφορές, πολλές φορές πέρα από τις επιταγές του γενικότερα αποδεκτού ορθολογισμού.

δ. Παραπάνω έγινε αναφορά στο «κοινό των ΜΜΕ» και στον «μέσο, απλό άνθρωπο».  Η ύπαρξη αυτών των κατηγοριών προϋποθέτει την παραδοχή της ύπαρξης των δύο (τουλάχιστον) «διαδρομών» κυκλοφορίας, που οι μελετητές των επικοινωνιακών φαινομένων έχουν προ πολλού εντοπίσει σε σχέση με τα πολιτισμικά-συμβολικά αγαθά:

-Μιας περισσότερο καλλιεργημένης εκδοχής του πολιτισμού, περιορισμένης διάδοσης

-Μιας κουλτούρας για όλους που διακινείται μέσω της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και προ παντός μέσω των ΜΜΕ.  Οι «κοινοί τόποι» και τα στερεότυπα που τόσο επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των κοινωνιών, γεννιούνται ακριβώς εκεί.

 Β. Όσον αφορά στο συγκεκριμένο περιβάλλον για το οποίο διατυπώνονται οι υποθέσεις.

α. Οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που λειτούργησε ως οπτικοακουστικό κοινωνικοποιητικό λαϊκό θέαμα[2]  την εποχή που δεν ήταν ακόμη δυνατός ο τεχνητός πολλαπλασιασμός των οπτικοακουστικών  μηνυμάτων (λαϊκό θέατρο, τσίρκο, κουκλοθέατρο, καραγκιόζης), στην μεταπολεμική Ελλάδα τον ρόλο αυτό θα αναλάβει κατ΄ αρχήν ο εμπορικός κινηματογράφος.  Στη συνέχεια, στον ίδιο ρόλο θα κυριαρχήσει, μετά τη σχετικά σύντομη περίοδο της βιντεοταινίας, η τηλεοπτική μυθοπλασία, με πρωτεύουσα εκδοχή την τηλεοπτική σειρά.

β. O κινηματογράφος, αν και ορισμένες φορές άσκησε και ενημερωτικές λειτουργίες (κινηματογραφικά επίκαιρα), κυρίως διηγήθηκε ιστορίες, μύθους.

Αλλά και ο κορμός των μηνυμάτων που μεταδίδονται τηλεοπτικά είναι αρθρωμένος σε «ιστορίες», είτε πρόκειται για ταινίες, είτε για σειρές, είτε για ιστοριοποιημένη επικαιρότητα. (Μηνύματα των οποίων η ενημερωτική λειτουργία προσαρμόζεται στις ανάγκες της «διήγησης»  αποκτώντας περισσότερο ή λιγότερο έντονη συγκινησιακή διάσταση).

 γ. Σήμερα η τηλεόραση αποτελεί, όσον αφορά στις κοινωνικοποιητικές της επιπτώσεις, το σημαντικότερο μέσο διήγησης.  Το δε τηλεοπτικό είδος που περισσότερο «επωφελείται» από τη δυνατότητα της τηλεόρασης να παράσχει ατελείωτη ροή ιστοριών είναι η «τηλεοπτική σειρά».

δ. Ο εμπορικός κινηματογράφος, οι βιντεοκασέτες και οι σειρές «πλατιάς θεαματικότητας», αποτελούν διαφορετικές μορφές εξέλιξης του ίδιου τύπου (μαζικής) διήγησης.  Οι ρίζες αυτού του τύπου διήγησης βρίσκονται περισσότερο στο λαϊκό μαζικό ανάγνωσμα, το οποίο εν τέλει αντικαθιστούν, παρά σε άλλες μορφές «μεγάλης επικοινωνίας», όπως π.χ. το θέατρο.

ε. Η αλλαγή του πρωτεύοντος μέσου διήγησης (κινηματογράφος, βίντεο, τηλεόραση) οφείλεται στην εξέλιξη των τεχνολογικών επικοινωνιακών δυνατοτήτων και στην αλλαγή της «οικονομίας της επικοινωνίας» που η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται. Άρα η εναλλαγή αυτή δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην αλλαγή θεματολογίας ή κοινωνικών συμβολισμών.

Όμως, έχει  δημιουργηθεί ήδη μία ερμηνευτική εκδοχή, την ακρίβεια της οποίας προσπαθούμε να εξετάσουμε, σύμφωνα με την οποία υπάρχει διαφορετική έκφραση αξιών ανάμεσα στα μηνύματα που φέρονται από τα τρία μέσα κατά τις εποχές που αυτά κυριαρχούν.  Αυτές δε οι «φερόμενες αξίες» αντιστοιχούν σε τρεις διαφορετικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας[3].

  1. ΟΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ

Το κονωνικοποιητικό οπτικοακουστικό παραμύθι διαδίδεται στην μεταπολεμική-μετεμφυλιακή Ελλάδα από τρία Μέσα (κινηματογράφος, βίντεο, τηλεόραση) και υπό τις τρεις αντίστοιχες μορφές διήγησης: την κινηματογραφική ταινία, την βιντεοταινία και την τηλεοπτική σειρά.

Την δεκαετία του ’50 και του ’60 ακμάζει ο εμπορικός ή λαϊκός κινηματογράφος.  Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 θα αρχίσουν οι τηλεοπτικές μεταδόσεις (υπό την αιγίδα του κρατικού μονοπωλίου).

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του  ’70 ο κινηματογράφος θα αρχίσει να χάνει τη μαζική του επιρροή ενώ ταυτόχρονα επιβάλλεται η κρατική τηλεόραση. Στα τέλη της δεκαετίας αρχίζει να διαδίδεται η συσκευή βίντεο και να δημιουργείται δίκτυο διανομής βιντεοταινιών.

Κατά τη δεκαετία του ’80 θα παρατηρηθεί παραπέρα μείωση της κινηματογραφικής παραγωγής, διάδοση της βιντεοκασέτας και,  προς το τέλος της περιόδου, η de facto αναγνώριση της λειτουργίας των ιδιωτικών καναλιών.  Η προβολή άφθονων ταινιών από τα ιδιωτικά κανάλια θα σημάνει το τέλος του δικτύου παραγωγής και διανομής βιντεοκασέτας.

Η δεκαετία του ’90 θα αρχίσει με την όλο και εντονότερη παρουσία των λαϊκών τηλεοπτικών σειρών οι οποίες καταφέρνουν να εξασφαλίσουν τεράστιες για τα ελληνικά μέτρα θεαματικότητες.

Οι περίοδοι στις οποίες αναφέρεται το παρόν σημείωμα είναι οι εξής:

Πρώτη περίοδος. Δεκαετίες ’50, ’60 και αρχές ’70:

Κυριαρχία της κινηματογραφικής ταινίας: Από φτωχοί (αλλά τίμιοι) στις πρώτες μαζικές καταναλωτικές εμπειρίες.

Δεύτερη περίοδος. Τέλη της δεκαετίας ΄70 και δεκαετία ΄80:

Ραγδαία ανάπτυξη της βιντεοπαραγωγής: Κοινωνικές προσαρμογές και αναθεωρήσεις υπό τον αστερισμό του Ταμτάκου.

Τρίτη περίοδος. Πρώτο μισό δεκαετίας ΄90:

Τηλεοπτική σειρά. Το οπτικοακουστικό παραμύθι από οδηγός επιβίωσης μετατρέπεται σε οδηγό κατανάλωσης και κατακυρωτή νέων στάσεων και κοινωνικών συμπεριφορών, που επιβάλλονται σε μεγάλο βαθμό από τα ¨πάνω¨.

ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ.

ΑΣΠΡΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟ: ΦΤΩΧΟΙ ΑΛΛΑ ΤΙΜΙΟΙ

Κατά την πρώτη περίοδο, μετά την ισοπέδωση του πολέμου και της κατοχής, η χώρα εμφανίζεται κάθετα διαιρεμένη και αντιμετωπίζει οριακές καταστάσεις στο κοινωνικό, το πολιτικό και το οικονομικό επίπεδο.

Νικητές και νικημένοι του εμφυλίου έχουν στη διάθεσή τους διαφορετικές επικοινωνιακές δυνατότητες:

Οι νικητές ελέγχουν το κράτος και μέσω αυτού τις «διαπροσωπικές επικοινωνίες» που ασκούνται διαμέσου θεσμών όπως η δημόσια εκπαίδευση, η κατήχηση, ο στρατός και η δημόσια διοίκηση. Ελέγχουν επίσης τη ραδιοφωνική επικοινωνία που τελεί υπό καθεστώς κρατικού μονοπωλίου και επηρεάζουν μέρος του Τύπου.

Τον ελληνικό κινηματογράφο, που όλο και περισσότερο παρακολουθούν οι λαϊκές μάζες, η άρχουσα δεξιά θα τον «σνομπάρει». Βασική αιτία αυτής της αντιμετώπισης θα πρέπει να υποτεθεί  ο συντηρητισμός της πολιτικής και κοινωνικής δεξιάς της εποχής εκείνης. Η δεξιά δεν είναι ακόμη «φιλελεύθερη» και αν όχι άλλο, διακηρύσσει αρχές όπως το περίφημο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», το οποίο στα μάτια των τότε ταγών του, έχει αγροτικό πρότυπο και δεν συμβιβάζεται εύκολα με τις ανησυχίες των ραγδαία και άναρχα αστικοποιούμενων πληθυσμών που εκφράζονται στις ελληνικές λαϊκές ταινίες.

Αλλά και οι νικημένοι της αριστεράς, παρά κάποιες (επιτυχημένες) απόπειρες στρατευμένης χρήσης, θα «σνομπάρουν» επίσης σε μεγάλο βαθμό το νέο αυτό μέσο μαζικής έκφρασης.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η στάση έχει σχέση με την «αυτάρκεια» που αισθάνεται η αριστερά στον πολιτιστικό τομέα. Το αίσθημα υπεροχής πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι η ηττημένη παράταξη διαθέτει ένα πλήρες πολιτικο-επικοινωνιακό σύστημα αναφοράς που στηρίζεται κατ΄ αρχήν στη χρήση της ζωντανής γλώσσας, του σημαντικότατου αυτού επικοινωνιακού εργαλείου που η δεξιά είχε απαρνηθεί. Έτσι, δίνοντας την εκσυγχρονιστική γλωσσική μάχη η αριστερά κερδίζει, όχι μόνο την επικοινωνιακή αποδοχή των ευρύτερων στρωμάτων και ιδιαίτερα των νέων, αλλά και «οικειοποιείται» όλη σχεδόν την πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή. Η επικοινωνιακή δυνατότητα της αριστερά  ενισχύεται επίσης από την ύπαρξη ενός ικανού πλέγματος διαπροσωπικών επικοινωνιών βασισμένων στην πολιτική δράση και την κοινωνική αλληλεγγύη (κόμμα, συνδικαλισμός), καθώς και στον έλεγχο ενός μικρού αλλά δραστήριου τμήματος του Τύπου και των Εκδόσεων.

Εν τω μεταξύ, όλο και περισσότεροι Έλληνες εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και, είτε παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς, είτε πλημμυρίζουν το Λεκανοπέδιο και τα ελάχιστα ντόπια αστικά κέντρα, δημιουργώντας το δυναμικό στο οποίο θα στηριχτεί εκείνο το άναρχο είδος οικονομικής ανάπτυξης που χαρακτήρισε  τις τελευταίες δεκαετίες της ελληνικής ιστορίας. Εκεί σύντομα θα αντιληφθεί ότι οι πληροφορίες που του δίνει το κράτος μέσα από τους επίσημους θεσμούς του, δεν έχουν καμία σχέση με τα όσα καθημερινά βιώνει και κάθε άλλο παρά τον βοηθούν να ενταχθεί στη νέα πραγματικότητα.

Από την άλλη πλευρά, αν έχει το κουράγιο να διακινδυνεύσει το κόστος της προσέγγισης στην εναλλακτική κουλτούρα της αριστεράς, θα μπορέσει ίσως να βρει ένα χώρο με μεγαλύτερη συλλογικότητα, να αποκτήσει ενδεχομένως μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και να πιστέψει ότι υπάρχουν διέξοδοι προς μια πιο δίκαιη κοινωνία, αλλά ούτε και εδώ θα βρει εκείνες τις στοιχειώδεις όσο και απαραίτητες πληροφορίες που θα του επιτρέψουν να αντιμετωπίσει την υπαρκτή, χαώδη, αντιφατική και αδιαφανή κοινωνική πραγματικότητα.

Το πως τα βγάζει κανείς πέρα στην πιάτσα και ποιες είναι οι αποδεκτές συνταγές της επιβίωσης, θα του το πει η εμπορική ελληνική ταινία με τρόπο παραστατικό και αφομοιώσιμο, με χιούμορ που εξορκίζει τους φόβους που δημιουργεί το άγνωστο αστικό περιβάλλον και με ζωντανή προφορική γλώσσα που ξεπερνάει τα προβλήματα του διαδεδομένου αναλφαβητισμού.

Έτσι, σε μια εποχή όπου η γνώση του πλέγματος των κανόνων του όλο και πιο ισχυρού παρασυστήματος έχει αποφασιστική σημασία για την «ενσωμάτωση»  των αγροτικών πληθυσμών, ο ελληνικός κινηματογράφος θα απευθυνθεί και θα «δώσει το λόγο» σε ευρέα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, περιγράφοντας καταστάσεις και θίγοντας θέματα που αγνοούνται από τους άλλους κοινωνικοποιητικούς φορείς.

Ανάμεσα λοιπόν

-στα όσα επισήμως διακηρύττονται και στα όσα καθημερινά διαπιστώνεται ότι ισχύουν στην πράξη,

-στα αγροτικά ήθη που εξακολουθούν να υμνούνται από την κρατική παιδεία ως αγνά και ιερά και την αστική επανατοποθέτηση των ανθρώπινων σχέσεων που διαλύει τις αγροτικές αναγκαιότητες κοινωνικής συνοχής και απομυθοποιεί την επαρχιακή «αγνότητα»,

-στις προκαταναλωτικές νοοτροπίες και στην έναρξη των πρώτων κακέκτυπων καταναλωτικών συμπεριφορών,

η ελληνική ταινία όχι μόνο θα δώσει υλικό για όνειρα ακολουθώντας, όπως κάθε μέσο μαζικής επικοινωνίας, τη ζήτηση του «κοινού», αλλά και θα υποδείξει συμπεριφορές και στάσεις, δρώντας λειτουργικά μέσα στις διαδικασίες αλλαγής που ταχέως υλοποιούνται.

Αστικό περιβάλλον και «επαρχία»

Μια ολόκληρη σειρά κινηματογραφικών ταινιών μεγάλης θεαματικότητας έχουν ως ήρωα τον επαρχιώτη που με στυλιζαρισμένα τα χαρακτηριστικά της ελληνικής υπαίθρου (ντύσιμο, γλωσσικό ιδίωμα, κ.α.), θα υποστεί μια σειρά από κωμικές περιπέτειες στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί στο περιβάλλον της πόλης.  Ο Κώστας Χατζηχρήστος, αλλά και άλλοι ηθοποιοί, θα ενσαρκώσουν τον περίφημο Θύμιο, που με όπλα την κατά βάθος καλή του καρδιά, αλλά και ολίγη από «θεμιτή χωριάτικη κουτοπονηριά», θα καταφέρει να ξεπεράσει τις παγίδες της μεγαλούπολης και να βρει τα δύο βασικά ζητούμενα: δουλειά και νύφη.

Αλλά και οι προσπάθειες για επιβίωση των στρωμάτων με λιγότερο πρόσφατη αστικοποίηση, που μετά τις δοκιμασίες της δεκαετίας του ΄40 είναι καταδικασμένα να ξαναρχίσουν από το μηδέν, δοκιμάζοντας όχι μόνο τις παλιές αλλά και τις νέες μεθόδους και δυνατότητες για το προσδοκώμενο «πιάσιμο της καλής», θα περιγραφούν με συμπάθεια από τον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Ρίζος, ο Φωτόπουλος, ο Σταυρίδης και άλλοι θα εκπροσωπήσουν κινηματογραφικά μια γενιά, που ενώ διατηρεί όλες τις αναστολές μιας κουλτούρας με έντονα τα στοιχεία του κοινωνικού ελέγχου και της κοινωνικής αλληλεγγύης, θα είναι παράλληλα υποχρεωμένη να μπει στον στίβο της οικονομικής επικράτησης με τους κοσμοπολίτικους και ανταγωνιστικούς όρους της αστικής μεταπολεμικής Ελλάδας.

Ακόμη περισσότερο εμφανής στην κωμικοτραγική της διάσταση, θα είναι η περίπτωση του μέσου εκείνου Έλληνα ( που παρουσιάστηκε στην οθόνη με επιτυχία κυρίως από τον Ηλιόπουλο, αλλά και από τον Λογοθετίδη) που ενώ πιστεύει στις δημόσια διακηρυσσόμενες αρχές τιμιότητας και συνέπειας και κατά βάθος έχει ως πρότυπο τους προπολεμικούς «ευγενείς ήρωες», δεν θα αργήσει να ανακαλύψει τους πειρασμούς και τις οικονομικές δυνατότητες της «αδιαφανούς» προμήθειας και της εξαργύρωσης των πλεονεκτημάτων του να κατέχει κανείς μια «θέση κλειδί» είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα.

Ανάμεσα στα «είδη» που ριζώνουν στο νέο περιβάλλον, δεν θα αργήσει να εμφανιστεί, αντιγράφοντας τις ανάλογες παραγωγές άλλων χωρών, και το κατ΄ εξοχήν αστικό είδος του αστυνομικού κινηματογράφου.

Από την άλλη πλευρά, στα ίχνη του αμερικανικού γουέστερν αλλά και του περιπετειώδους αγροτικού αναγνώσματος σε συνέχειες (Τσακιτζής), θα δημιουργηθεί και το κινηματογραφικό είδος της «φουστανέλας», το οποίο εκτός της νοσταλγικής του λειτουργίας θα προσπαθήσει να συμφιλιώσει τον νεόκοπο αστό με τις ρίζες του, εξωραΐζοντας τες μέσα σε μια πλοκή εξιδανικευμένων αγροτικών περιπετειών. Η «φουστανέλα» θα έχει και μια βουκολική αισθηματική διάσταση που αποτελεί την κινηματογραφική εκδοχή του θεατρικού κωμειδυλίου.

Κοινωνικές τάξεις και στρώματα

Στις πρώτες μεταπολεμικές ελληνικές ταινίες η περιγραφόμενη κοινωνική διαστρωμάτωση περιλαμβάνει κυρίως φτωχούς ήρωες που δρουν σε αντιπαράθεση με (λίγους  και κακούς) πλούσιους. Τα μέσα στρώματα λείπουν από το πανί όπως λείπουν, μετά την ισοπέδωση της κατοχής και τις περιπέτειες του εμφύλιου, και από την πραγματική ζωή.

Οι θετικοί ήρωες είναι φτωχοί, υποχρεωμένοι να επινοούν διάφορα  ευρήματα (κομπίνες) προκειμένου να επιβιώσουν.  Όμως, κατά βάθος παραμένουν τίμιοι.  Ίσως ακριβώς αυτό να αποτελεί και μια από τις βασικές αιτίες έντασης στην εξέλιξη της πλοκής: το πως θα επιλυθούν τα οξέα τρέχοντα προβλήματα διατηρώντας ουσιαστικά ανέπαφες τις υπάρχουσες αρχές.

Οι ταξικές αναφορές δηλώνονται με άτυπους τρόπους που δεν είναι βέβαια συνδεμένοι με την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής και τα συνεπαγόμενα προβλήματα, όπως συμβαίνει την ίδια εποχή στον ιταλικό νεορεαλισμό, αλλά που, ωστόσο, περιλαμβάνουν γνώση των ταξικών διαφορών, συγκεκριμένες αξίες και συμπεριφορές σε αντιπαράθεση με τις κρατούσες και, συχνά, πικρή σάτιρα του κοινοβουλευτικού συστήματος που στηρίζεται στο σύστημα της εκλογικής πελατείας.

Οι πλούσιοι στις ελληνικές ταινίες σπάνια είναι πολύ πλούσιοι. Τα σύμβολα πλούτου που διαθέτουν δεν είναι άλλα από εκείνα των μέσων τάξεων των άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών.  Εν τούτοις, είτε ως καταπιεστικοί εργοδότες, είτε ως στριμμένοι και αναχρονιστικοί γονείς και πεθεροί, είτε ως ανεύθυνοι εραστές θα είναι αρνητικές φιγούρες και θα εξιλεώνονται μόνον υπό προϋποθέσεις, όπως π.χ. όταν αποδέχονται έναν διαταξικό γάμο, που θα λειτουργήσει προς την κατεύθυνση της πιο ανώδυνης ανακατανομής του πλούτου.

Περιγράφεται μόνο μία κατηγορία  συμπαθών πλουσίων. Εκείνη των συγγενών (θείων) από την Αμερική (μια συμβολική Αμερική, απ’  την οποία επιστρέφει επιτυχημένος ο Έλληνας της διασποράς, ανέπαφος και «αθώος» σε σχέση με τα κρίματα της τοπικής ιστορίας).  Πρόκειται για πλούσιους που στην πλοκή του μύθου ασκούν ως ένα βαθμό το ρόλο του από μηχανής θεού και είναι ταυτόχρονα ανανεωτές ηθών (Βασιλειάδου στη θεία απ΄ το Σικάγο) και εισαγωγείς ενός κοσμοπολίτικου ορθολογισμού. Έτσι υποβοηθάται η απαραίτητη υπέρβαση της αγροτικής νοοτροπίας και η χαλάρωση των σκληρών κοινωνικών προτύπων του παρελθόντος.

Οι οικογενειακές σχέσεις. Οι γυναίκες και οι νέοι

Καθώς, όμως, απομακρυνόμαστε από την εποχή των πολεμικών συγκρούσεων και της κατοχικής ανέχειας, στην οθόνη  θα προβληθούν σιγά σιγά τα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων και της νέας διανομής των ρόλων, αρχίζοντας από την πρωτογενή κοινωνική ομάδα: την οικογένεια.

Η γυναίκα σε αμιγώς παραδοσιακό ρόλο εμφανίζεται στις ελληνικές ταινίες μόνο ως μητέρα ή πεθερά. Οι νέες γυναίκες της μεταπολεμικής γενιάς, αν και όχι πλήρως χειραφετημένες εμφανίζονται να διεκδικούν και συνήθως να πετυχαίνουν μεγαλύτερες ελευθερίες. Βέβαια τα υιοθετούμενα μέσα είναι συχνότερα τα θέλγητρα της μοναχοκόρης ή του χαϊδεμένου αγοροκόριτσου παρά το κύρος της εργαζόμενης γυναίκας.  Ανεξάρτητα από τα μέσα, πάντως, το τέλος θα είναι αίσιο.

Η ανδρική κοινωνική παντοδυναμία περισώζεται μόνο στα αγροτικά σενάρια και εκεί κυρίως για να επισημανθεί η τραγικότητα της αντιπαράθεσης των παραδοσιακών αξιών των οποίων υπεραμύνονται οι πατριάρχες,  με τις συναισθηματικές ανάγκες των νεότερων ηρώων και ηρωίδων.

Οι παραδοσιακές μελοδραματικές συγκρούσεις θα αναπαρασταθούν, βέβαια, και στο περιβάλλον της πόλης, όπου το νέο και το παλιό θα διεκτραγωδηθούν με απλοϊκό τρόπο.  Εν τέλει πάντως, και άσχετα με την ύπαρξη ή μη «ευτυχούς τέλους», η αισιοδοξία και η εμπιστοσύνη στο μέλλον που κυριαρχεί αυτήν την  εποχή θα οδηγήσει στην περιγραφή ηρώων που βρίσκονται στην πορεία της χειραφέτησης. Η πλήρης κατάκτησή της μοιάζει να είναι απλώς θέμα χρόνου. Και η «ζωή» να μη χρειάζεται παρά λίγη προθεσμία για να δικαιώσει και τους πιο ονειροπόλους.

Στα τέλη της δεκαετίας το ΄60 οι άνεμοι της μεγάλης ευρωπαϊκής ηθο-κοινωνικής εξέγερσης θα βρουν τη χώρα στο γύψο των συνταγματαρχών και ενώ οι πολιτικο-κοινωνικές αμφισβητήσεις θα πάρουν το δρόμο της παρανομίας, η διεκδίκηση περισσότερων προσωπικών ελευθεριών από την πλευρά των νέων θα εξακολουθήσει να υπογραμμίζεται έμμεσα από τον κινηματογράφο (έστω   και αν στις πιο πολλές περιπτώσεις η παρουσίαση θα εξαντλείται στο -συμβολικό πάντως- μήκος των μαλλιών και της φούστας).

Oι χώροι και τα σύμβολα

Στην Ελλάδα του ΄50 και του ΄60, πρωτεύουσα και επαρχία αποτελούν όχι μόνο δύο χώρους «οπτικά» τελείως διαφορετικούς, αλλά και δύο διακεκριμένους τρόπους ζωής. Η διαμονή στην Αθήνα συνεπάγεται κοινωνικό κύρος,  όπως κοινωνικό κύρος προσδίδει η διαμονή σε πολυκατοικία και η κατοχή αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως.

Οι χώροι που εικονογραφούνται στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο αποτελούν ίσως μία από τις βασικές αιτίες της μακροβιότητας της απήχησής του στο κοινό. Τότε έδιναν πολύτιμες πληροφορίες περιγράφοντας τη μεγάλη πόλη, το πως ακριβώς είναι ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας, ή πως είναι διαμορφωμένη μια πλούσια βίλα στα «περίχωρα», σήμερα είναι ένα από τα σημεία έλξης γιατί τεκμηριώνουν τις μνήμες και περιγράφουν χωρικές καταστάσεις που έχουν λήξει ανεπιστρεπτί.

Προς το τέλος της περιόδου τα πράγματα διαφοροποιούνται, καθώς στις οθόνες κυριαρχούν οι «τουριστικές υπερπαραγωγές» και τα «φτερά και πούπουλα» των μιούζικαλς. Ήδη μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν, αυτή η εξέλιξη, δεν έχει να κάνει μόνο με τη φαιά επίδραση του στρατιωτικού καθεστώτος, ή μόνο με την αμηχανία που προκαλεί ο ανταγωνισμός με τη νεότευκτη και υπό κρατικό έλεγχο τηλεόραση, ή αν κάτι το σημαντικό και γενικότερο έχει αρχίσει να αλλάζει στο φάσμα των κυριαρχουσών αξιών και στάσεων της νεοελληνικής κοινωνίας.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ

Η ελληνική βιντεοταινία που διαδόθηκε ευρέως κατά τη δεκαετία του ΄80 κατακρίθηκε (σνομπαρίστηκε) από τους ειδικούς εξ ίσου με τις ελληνικές εμπορικές ταινίες την περίοδο που αυτές πρωτοεμφανίστηκαν.  Ωστόσο είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι μελλοντικά (και παρά την μόδα της επαναξιολόγησης των πάσης λογής «ειλικρινών σκουπιδιών») θα υπάρξει μια ανάλογη επανεκτίμηση.  Θα πρέπει να φτάσουμε σε αρκετά τραβηγμένες υποθέσεις, όπως π.χ. μιας χώρας σε περίοδο πολύχρονης κοινωνικής ακινησίας, όπου όλα να είναι σκληρυσμένα σε τέτοιο βαθμό ώστε να συγχωρείται η επανεκτίμηση ορισμένων προχειροφτιαγμένων προϊόντων που το μόνο τους περιεχόμενο μοιάζει να είναι η αίσθηση της «αναμπουμπούλας» και του συναισθηματικού «αλαλούμ». Προϊόντων που εκφράζουν μια εποχή  όπου όλα αλλάζουν προς αδιευκρίνιστη κατεύθυνση, χωρίς έναν ελάχιστο κοινωνικό έλεγχο. [4]

Από την άλλη πλευρά είναι γεγονός ότι αυτήν την εποχή παράγουν «κυρίαρχη κουλτούρα» εκείνα τα στρώματα που ανέβηκαν οικονομικά παρά την έλλειψη κανόνων συμβίωσης ή ίσως ακριβώς χάρη σε αυτήν, κατά την προηγούμενη περίοδο, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.  Οι Έλληνες αυτοί είναι πια λιγότερο φτωχοί και,  εάν αυτό σημαίνει κατ΄ ανάγκην και λιγότερο τίμιοι, είναι έτοιμοι να αναθεωρήσουν το περιεχόμενο της σχετικής λέξης.

«Κύριος», όπως διαλαλεί, προς πάσα κατεύθυνση και χωρίς τις αναστολές του πρόσφατου παρελθόντος, μεγάλος μέρος της βιντεοπαραγωγής, είναι πλέον ο παντός είδους «επιτυχημένος», ο οποίος και δικαιούται να καταναλώσει τους καρπούς της επιτυχίας του χωρίς οχλήσεις, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου ο κοινωνικός έλεγχος είναι όλο και πιο χαλαρός και όπου το ήθος διαμορφώνεται περισσότερο από τα διαφημιστικά μηνύματα παρά από τις εκπαιδευτικές παραινέσεις.

Στις βιντεοταινίες η κρίση των παραδοσιακών ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων θα εκφραστεί σε όλη την απορρυθμιστική της μεγαλοπρέπεια. Το λεκτικό μέρος θα περιοριστεί σε ένα περιορισμένο αντίγραφο των περιθωριακών λεξιλογίων, διανθισμένων με άφθονες βωμολοχίες, ενώ η εικονογράφηση θα αποτελείται από έναν σωρό υπογραμμένων (σινιέ) συμβόλων κοινωνικής επικράτησης. Εναλλακτικές δυνατότητες δεν διαφαίνονται πολλές στα οπτικοακουστικά παραμύθια αυτής της περιόδου, αν εξαιρέσει κανείς την πώληση συμπαθούς τρέλας, αλλά και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι ανήκει στην κατηγορία των «εξ ορισμού» ανέμελων τσιγγάνων. Ιδού λοιπόν απτόητος, υπεριπτάμενος και πανταχού παρών, ο σουρεαλιστικός και κατά τα άλλα συμπαθής Ταμτάκος.  Η βιντεοκασέτα περιέχει τις χαρακτηριστικότερες μαρτυρίες μιας εποχής όπου η συλλογικότητα υποχωρεί, τα περί έρωτος μετατρέπονται σε φτηνή σεξολογία και τα περί ιδεολογίας και ιδανικών αρχίζουν να θεωρούνται ανεπανόρθωτα ξεπερασμένα αν όχι περιφρονητέα και επικίνδυνα.

Ωστόσο το εύρος της διάδοσης των μηνυμάτων της τυπικής, φτηνής και προχειρογυρισμένης βιντεοκασέτας (γιατί υπάρχουν και εδώ οι εξαιρέσεις) αιτιολογεί τον προβληματισμό σχετικά με τις εξελίξεις που έχουν μεσολαβήσει στην πραγματική νεοελληνική κοινωνία, καθώς τα όνειρα και οι προσδοκίες των προηγούμενων δεκαετιών διαψεύδονται και απομυθοποιούνται.

ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΦΕΡΕΣΘΑΙ:

Οι περίοδος της «βιντεοκασέτας» είναι σύντομη και, σίγουρα, μεταβατική. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 το οπτικοακουστικό κοινωνικοποιητικό παραμύθι θα διαθέτει πολύ πιο αποτελεσματικούς φορείς διάδοσης: τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια.

Όπως είναι γνωστό, η διαδικασία ίδρυσης των καναλιών αυτών παρέσχε μία ιδιότυπη επιβεβαίωση της εξαιρετικής και ντε φάκτο εξουσίας που ασκείται μέσω της μαζικής ηλεκτρονικής επικοινωνίας (η οποία στο πέρασμά της από τον κρατικό στον ιδιωτικό έλεγχο, θα εμφανιστεί στην αρχή άτυπα ή «παράνομα», θα συγκρουστεί με την κρατική εξουσία, θα επιβεβαιωθεί χωρίς κατ’  ανάγκην να διαθέτει νομική κάλυψη και τελικά θα κυριαρχήσει χωρίς ιδιαίτερη κρατική ή κοινωνική εποπτεία), η δε λειτουργία τους εξασφαλίστηκε χάρη στα έσοδα από τη διαφήμιση και τα γενικότερα οφέλη πολιτικο-οικονομικής επιρροής που παρέχουν σε όσους τα ελέγχουν.

Εάν, όμως εκείνο που ενδιαφέρει το παρόν σημείωμα είναι η σχέση των «λαϊκών οπτικοακουστικών παραμυθιών» με την κοινωνική κατάσταση αυτής της περιόδου, είναι προφανές ότι το χρονικό διάστημα από τα παρατηρούμενα φαινόμενα δεν είναι επαρκές για να εξασφαλίσει την απαιτούμενη αποστασιοποίηση. Επομένως η εικόνα δεν είναι ούτε επαρκώς διαμορφωμένη ούτε διαυγής.  Έτσι, οι παρατηρήσεις που ακολουθούν (ακόμη περισσότερο από εκείνες που προηγούνται) είναι αναπόφευκτα αποσπασματικές και θα πρέπει να θεωρηθούν απλά και μόνο υποθέσεις προς παραπέρα εξέταση.

Συνοπτικά:

α. Στις ελληνικές σειρές είναι αισθητή μία κατάσταση συλλογικής ανασφάλειας που συμβαδίζει με μία κωμικοτραγική πολυδιάσπαση των παραδοσιακών κοινωνικών ρόλων σε αποσπασματικές «συμπεριφορές».  Η επιτυχία των «Μήτσων» της σειράς του Λαζόπουλου, όπου εικονογραφείται αυτού του είδους η «σχιζοφρένεια» δείχνει, αν όχι άλλο, ότι ευτυχώς δεν έχει ακόμη χαθεί η ικανότητα της αυτοπαρατήρησης και του πολύτιμου ιαματικού αυτοσαρκασμού.

β. Μετά την αποτυχία της αναζήτησης μιας αποδεκτής συλλογικής ταυτότητας (αναζήτησης που περιγράφεται στον παλιό κινηματογράφο) και το απελπισμένο κυνήγι της καταναλωτικής επιβεβαίωσης (της εποχής της βιντεοταινίας), φαίνεται ότι επικρατεί τελικά η αποδοχή των εντολών μιας κοινωνίας του «φαίνεσθαι», η οποία έχει επιπλέον τη δυνατότητα να προβληθεί ως οικουμενικώς επικρατούσα.

γ. Ο λόγος στους καταναλωτές: Μία νέου είδους «δημοκρατικότητα» δίνει το «μαζικό» λόγο σε όλα τα στρώματα που είναι σε θέση να καταναλώσουν επαρκώς.  Λόγω της σύνδεσης της τηλεοπτικής αφήγησης με τις άμεσες και έμμεσες διαφημιστικές λειτουργίες, οι ήρωες που προτείνονται (για τις διαδικασίες ταύτισης που εμπεριέχονται στην κάρπωση του προϊόντος), είναι ήρωες που εκπροσωπούν κοινωνικές κατηγορίες που μπορούν να καταναλώσουν, δραστηριότητα με την οποία και καταγίνονται αφειδώς κατά την παράθεση της πλοκής.  Από την άλλη πλευρά, η νεοαποκτημένη ιδιότητα του καταναλωτή θα διευκολύνει την προβολή παλιών αιτημάτων αλλά και τη δημιουργία νέων συμπεριφορών σε στρώματα όπως οι νέοι και οι γυναίκες.

δ. Στις σειρές επικρατεί το είδος της «απόδρασης» με κωμικές αποχρώσεις, ενώ εξαφανίζεται σχεδόν το «μελό». Οι μελοδραματικές καταστάσεις δεν εκλείπουν τελείως, αλλά μετακομίζουν στην ουσία σε ορισμένες δημοσιογραφικές εκπομπές «κοινωνικού περιεχομένου» η επιζούν σε μεταγλωττισμένα λατινοαμερικανικά σίριαλ.

ε. Η αναζήτηση του εντυπωσιασμού, ώστε να εξασφαλιστεί το αντίδοτο στη χαμηλή προσοχή με την οποία προσλαμβάνεται πλέον το τηλεοπτικό μήνυμα δεν εξαντλείται στην σύνταξη των ενημερωτικών εκπομπών, αλλά υιοθετείται και στην διαμόρφωση των σεναριακών ευρημάτων. Οπισθοχωρούν οι αναστολές στο να θιγούν θέματα που παραδοσιακά εθεωρείτο ότι προάγουν αντικοινωνικές συμπεριφορές.

στ. Σε χτυπητή αντίθεση με ότι συνέβαινε άλλοτε, ο «εικονικός» μέσος Έλληνας που αναδεικνύεται από τις σειρές μοιάζει να είναι περισσότερο «απελευθερωμένος» από τον μέσο «πραγματικό»  του αντίστοιχο. Κυρίως σε θέματα σεξουαλικής συμπεριφοράς. Θα είχε ενδιαφέρον μια συγκριτική μελέτη των δύο συμπεριφορών.

ζ.  Η παγκοσμιοποίηση επιδρά επί των μορφών της διήγησης: Υιοθετούνται τα διεθνή αφηγηματικά πρότυπα.  Κωμωδίες καταστάσεων και οικογενειακές κωμωδίες ελαφρά τροποποιημένες ώστε να μοιάζουν με εγχώριες καταστάσεις, γαρνίρονται με τον αφανή ‘χορό’ που υποδεικνύει στον τηλεθεατή πότε και πως πρέπει να αντιδράσει (γελάσει, μειδιάσει, τρομάξει, κ.ο.κ.)

η.  Η παραδοσιακή οικογένεια, όπου εμφανίζεται, περιγράφεται στα πρόθυρα της υστερίας: Προβολή και εμπορική επιτυχία της διακωμώδησης της παραδοσιακής οικογένειας (σε «μεσογειακό(;) κλίμα), όπου όλοι διαρκώς και χωρίς προφανή λόγο φωνασκούν και ελεεινολογούν («το ρετιρέ», κ.α.)

θ.  Περιγραφή και προβολή «μοντέρνων» οικογενειακών σχέσεων. Π.χ. το μενάζ α τρουά (Οι απαράδεκτοι, κ.λ.π.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Οι υποθέσεις που περιγράφονται στην εισήγηση αποτέλεσαν το αντικείμενο μιας πρώτης ανιχνευτικής προσέγγισης από ομάδα φοιτητών του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια μαθημάτων του κύκλου «Δημοσιογραφία και Πολιτισμός».  Πρόκειται περί  παρατηρήσεων – υποθέσεων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τμήμα του προκαταρκτικού υλικού για μια διεξοδικότερη μελέτη της φαντασιακής διάστασης της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας και όχι περί παράθεσης συμπερασμάτων ολοκληρωμένης έρευνας.

[2] Ένα συμπεπτυγμένο συνώνυμο του ¨οπτικοακουστικού κοινωνικοποιητικού λαϊκού θεάματος» με το οποίο ασχολείται η παρούσα εισήγηση θα μπορούσε να είναι η έκφραση «εμπορικό θέαμα».  Πράγματι, θα κάνουμε χρήση αυτού του γενικότερης χρήσης όρου, αφού πρώτα αποσαφηνίσουμε ότι η «εμπορικότητα» υπήρξε μία ιδιότητα που αποδόθηκε εκ των υστέρων, τόσο σε μια σειρά θεαμάτων που εξασφάλισαν την αποδοχή και την κατανάλωσή τους από μεγάλο κομμάτι του κοινού, όσο και σε θεάματα που κατασκευάστηκαν ακολουθώντας την εκάστοτε επικρατέστερη «συνταγή» εμπορικής επιτυχίας, ανεξάρτητα με τον βαθμό στον οποίο τελικά επηρέασαν τους τρέχοντες κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς.

[3] Παρουσιάζει ενδιαφέρον η κατηγοριοποίηση της τηλεοπτικής παραγωγής στην Ιαπωνία, όπως παρουσιάζεται σε άρθρο του Nagiza Oshimma (Le monde dipolomatique 2.3.1996). Σύμφωνα με τον γνωστό σκηνοθέτη, η ιαπωνική τηλεόραση έως τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 παράγει και μεταδίδει μηνύματα που απευθύνονται, μεταξύ άλλων, σε ένα κοινό που ενδιαφέρεται για πολιτικά και κοινωνικά θέματα.  Από το 1973 εκδηλώνεται μία στροφή προς τα προσωπικά, τα ατομικά και τα γυναικεία θέματα. Από τη δεκαετία του ΄80 τα τηλεοπτικά μηνύματα χαρακτηρίζονται από την επιδίωξη «ρηχής» διασκέδασης, από προτίμηση για την κωμική εκδοχή των γεγονότων και από ολοσχερή εγκατάλειψη του παιδαγωγικού τους ρόλου.

[4] Η έλλειψη επαναξιολόγησης του είδους δεν εμποδίζει τους υπευθύνους των καναλιών να περιλαμβάνουν κατά κόρον τις βιντεοκασέτες στα εβδομαδιαία τους προγράμματα.  Το χαμηλό κόστος απόκτησης των δικαιωμάτων και η εξασφάλιση ακόμα και σήμερα υψηλής θεαματικότητας μοιάζουν να είναι οι βασικές αιτίες.  Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν και στην εφημερίδα «Τα Νέα» (27.3.96), στο δεκάμηνο μεταξύ Μαίου ΄95 και Μαρτίου ΄96 το Mega Channel προέβαλε 85 βιντεοταινίες (εφτά φορές τον «Άνδρα της χρονιάς», έξι τον «Πόντιο και Σαλονικιό», και από πέντε την «Τρελάρα» , τον «Τοκογλύφο» και τον «Εγκέφαλο με βίδα και βαλβίδα»).  Ακολουθεί το επαρχιακό Kreta TV με 78 (τέσσερις φορές ο «Ραδιοπειρατής, αγάπη μου»  και από τρεις «Ο Τραπεζίτης της μαφίας», «Οι σκληροί της κουζίνας» και η «Σκανδαλιάρα και δύσκολη»).

Β. Νόττας

Posted in ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΜΑΘΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Περί αυτονομίας της πολιτικής (φάσεις ¨τηλεοπτικής δημοκρατίας¨)

Posted by vnottas στο 27 Οκτωβρίου, 2007

 Πριν δύο χρόνια (Ιούνιος του 2005) κυκλοφόρησε μια συλλογή κειμένων με τίτλο ¨ΜΜΕ: Κοινωνία και Πολιτική¨ και υπότιτλο ¨Ο ρόλος και η λειτουργία των Μέσων στη σύγχρονη Ελλάδα¨ (εκδόσεις Σιδέρη, επιμέλεια του συνάδελφου Χρήστου Φραγκονικολόπουλου).

04782.jpg

Εκεί (στις σελίδες 51-85), δημοσιεύεται ένα δικό μου θεωρητικό κείμενο με τίτλο: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨.

Ανεβάζω αυτό το κείμενο στο ιστολόγιο προς χρήση των φοιτητών μου (ιδιαίτερα του μαθήματος ¨Κοινωνιολογία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας¨), αλλά και οποιουδήποτε ενδιαφέρεται για τα θέματα των σχέσεων μεταξύ ¨επικοινωνίας¨ και ¨εξουσίας¨

.Σημείωση: εδώ παρακάτω ανάρτησα το εισαγωγικό μέρος (που είναι διατυπωμένο με μορφή ερωτοαπαντήσεων). Το πλήρες κείμενο μαζί με τις υποσημειώσεις, δίπλα, στις σελίδες ( pages), σε δύο μέρη και  με τίτλο:Η επικοινωνιακή εξουσία και οι Ιδιώτες (1) και (2) .    

Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών

  1. Συνοπτική παρουσίαση

Τα βασικά σημεία επί των οποίων αρθρώνεται το παρόν κείμενο (διατυπωμένα υπό μορφή ερωτοαπαντήσεων) είναι τα εξής:

Με ποιο έναυσμα συντάχθηκε το κείμενο;

Την κρίση στις σχέσεις μεταξύ κύκλων της πολιτικής και κύκλων της επικοινωνιακής εξουσίας, που παρατηρείται κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα.

Γιατί;

Γιατί, αν και ασαφής ως προς τους όρους που την περιγράφουν,  είναι έντονη και κατά τη γνώμη μας ενδεικτική μιας σειράς σημαντικών μεταβολών ευρύτερης σημασίας.

Υπάρχει γενικότερο ενδιαφέρον για το θέμα;

Ναι, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές πεδίο, ιδιαίτερα στις χώρες όπου είναι ήδη αισθητές οι συνέπειες και οι παρενέργειες της ισχύουσας παγκοσμιοποιητικής πολιτικής.

Πρόκειται για μια καινοφανή κατάσταση ή για ένα φαινόμενο που έχει επανεμφανιστεί στο παρελθόν, έστω υπό διαφορετικούς όρους;

Θα υποστηρίξουμε ότι, έστω και εάν παρατηρούνται ανέκαθεν τάσεις αυτονόμησης της γενικώς επικοινωνιακής από την καθαυτό πολιτική εξουσία, η σημερινή κατάσταση ρήξης οφείλεται σε έναν νέο συνδυασμό πρωτογενών παραγόντων.

Έχουν εντοπιστεί αυτοί οι παράγοντες;

 Εν πολλοίς, ναι. Εκείνο που διαφέρει είναι η σημασία που τους αποδίδεται από τους διάφορους μελετητές. Επίσης, διαπιστώνεται μια ευρέως διαδεδομένη τάση, ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες να θεωρούνται ως πλέον οριστικά δεδομένοι και άνευ προσεχών εναλλακτικών διαφοροποιήσεων. Πρόκειται για το ρεύμα που καταλήγει στο να διατυπώνει απόψεις περί του τέλους της ιστορίας. [1] 

Ποιοι είναι οι παράγοντες των οποίων οι επιπτώσεις και οι παρενέργειες, σύμφωνα με το παρόν κείμενο, θα πρέπει να εξεταστούν εκτενέστερα;

Οι ισχύουσες διαδικασίες παγκοσμιοποίησης και ο ρόλος των ιδιωτών σε αυτές. Κυρίως οι λόγοι για τους οποίους οι ιδιώτες κατά την τρέχουσα περίοδο επελαύνουν. Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί αναλυτικότερα η πορεία και η σημερινή σύνθεση των ομάδων που ασκούν επικοινωνιακή εξουσία. 

Ποιοι είναι αυτοί οι ιδιώτες; Μια άλλη λέξη για να αποκαλέσει κανείς τους καπιταλιστές;

Όχι ακριβώς. Οι καπιταλιστές δεν στράφηκαν ανέκαθεν κατά του κράτους. Το αντίθετο, υπήρξαν οι συνδημιουργοί (μαζί με ποικίλους κοινοτιστές της νεωτερικής επικοινωνιακής εξουσίας) του νεότερου εθνικού κράτους. Ο εμπορικός και ο βιομηχανικός καπιταλισμός αξιοποίησαν και συχνά καταχράστηκαν τις οργανωτικές ιδιότητες της πολιτείας. Ωστόσο, υπήρξαν πάντοτε κάποιοι ακραίοι αντικοινοτικοί, ατομικιστές ιδιώτες, εχθροί της πολιτείας και της ένταξης της πολιτικής στα πολιτειακά πλαίσια, οι οποίοι όμως, σπάνια έγιναν τόσο ισχυροί ώστε να μπορέσουν να απειλήσουν την οργανωμένη πολιτεία και τις κοινωνικές της λειτουργίες. 

Υπέρ ποιας βασικής ερμηνευτικής υπόθεσης συνηγορεί η παρούσα εργασία;

Ότι η κρίση που βιώνουμε σήμερα μεταξύ πολιτικής και επικοινωνιακής   εξουσίας, η οποία συνηθέστερα γίνεται αντιληπτή ως ένταση και διαμάχη μεταξύ πολιτικών και δημοσιογράφων, εντάσσεται στην ουσία σε μια γενικότερη κοινωνική και πολιτική κρίση, που οφείλεται με τη σειρά της στην δημιουργία μιας νέας αντιπαράθεσης. Από τη μία πλευρά παρατάσσονται οι όλο και ισχυρότερες ιδιωτικές δυνάμεις και από την άλλη ό,τι εξακολουθεί να αντιστέκεται από την οργανωμένη κατά τα νεωτερικά πρότυπα πολιτεία, δηλαδή άνθρωποι και θεσμοί νοούμενοι ως θεματοφύλακες του δημοσίου συμφέροντος. Η αντιπαράθεση έχει επίσης τα κλασικά χαρακτηριστικά μιας ακόμη σύγκρουσης μεταξύ ατομισμού και κοινοτισμού.

Γιατί οι ιδιώτες παρουσιάζονται ξαφνικά τόσο ισχυροί;

Γιατί χάρη σε μια σειρά ιστορικών συγκυριών κατάφεραν να ιδιοποιηθούν δύο βασικά πράγματα:

Πρώτον, τη δυνατότητα χειρισμού μεγάλων ποσοτήτων – πληθυσμών (μέσω της απομνημόνευσης και του χειρισμού όλο και μεγαλύτερου πλήθους πληροφοριών, ευχέρεια που παρέχεται από τους υπολογιστές νέας τεχνολογίας).

Αυτή η ιδιοποίηση τους επιτρέπει να μην έχουν  πλέον ανάγκη τις οργανωτικές διαχειριστικές γραφειοκρατίες, άρα στην ουσία να μη χρειάζονται το ισχυρό οργανώνον κράτος (σήμερα ένας φορητός υπολογιστής μπορεί να κάνει τη δουλειά ολόκληρης της Ναπολεόντειας γραφειοκρατίας σε λιγότερο χρόνο).

Δεύτερον, ένα σημαντικό υποκατάστατο της πάλαι ποτέ επικοινωνιακά πανίσχυρης εκκλησίας: τα ΜΜΕ και ιδίως τα ηλεκτρονικά. Τα νέα μέσα φάνηκαν ικανά να υποκαταστήσουν τις εκκλησίες σε πολλές από τις παλιές συλλογικές κοινωνικοποιητικές, επικοινωνιακές τους λειτουργίες[2].Έτσι οι ιδιώτες αισθάνονται ισχυρότεροι από το παραδοσιακό νεωτερικό κράτος, το οποίο καταλήγει να (τους) είναι ενοχλητικό υπό την φορολογούσα, δασμολογούσα, ελεγκτική, διαιτητική και (με προτεραιότητα)  κοινωνικώς εξισορροπούσα ιδιότητά του.

Επομένως, η κρίση δεν είναι τόσο μεταξύ πολιτικών και δημοσιογράφων, όσο μεταξύ ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων που αμφισβητούν την νεωτερική κρατική οργάνωση  (ιδιωτών) από τη μία πλευρά και των (έστω κατά παράδοση ή έστω κατά ισχύουσα ακόμη σύμβαση) εκφραστών της δημόσιας αντίληψης, από την άλλη.

Η διχοτόμηση αυτή σχετίζεται άμεσα και με τους άλλους προεξάρχοντες δυϊσμούς της τρέχουσας περιόδου: παρεμβατισμός – νεοφιλελευθερισμός, κοινοτισμός – ατομικισμός, μοντερνισμός – μεταμοντερνισμός. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δημοσιογράφοι που να διεκδικούν την εκφραστική τους αυτονομία ή ότι εξέλειψαν οι επικοινωνητές που να εξακολουθούν να στηρίζουν νεωτερικές ή ακόμη και αρχαϊκές θεωρήσεις, ούτε πως δεν υπάρχουν πολιτικοί, (κάθε άλλο) που να μην έχουν ήδη ενδώσει στις πολιτικές των ιδιωτών.Σε κάθε περίπτωση, γίνεται όλο και πιο ορατή η ανάγκη να διερευνηθούν εκτενέστερα οι μορφές με τις οποίες παρουσιάζεται σήμερα η επικοινωνιακή εξουσία.

Έχει υπάρξει άλλη ιστορική περίοδος κατά την οποία οι ιδιώτες να παρουσιάζονται τόσο ισχυροί; 

Ναι, χαρακτηριστική  όσον αφορά την αυξημένη  δύναμη των ιδιωτών υπήρξε η μεσαιωνική περίοδος στον δυτικό κόσμο. Και τότε είχαν καταφέρει, χάρη σε μια σειρά ιστορικών συγκυριών, να ιδιοποιηθούν τη βασική οικονομική λειτουργία της περιόδου (που δεν ήταν η «νέα οικονομία», αλλά η γεωργική εκμετάλλευση του εδάφους  -οι άλλες οικονομικές λειτουργίες είχαν συγκυριακά υποβαθμιστεί), και τότε είχαν επιτύχει, αν όχι τον έλεγχο, τουλάχιστον έναν αμοιβαία επωφελή συνεταιρισμό με  την κεντρική επικοινωνιακή δύναμη της εποχής, την καθολική εκκλησία. Η σχέση στηρίχτηκε και μακροημέρευσε, μεταξύ άλλων, χάρη σε ένα σύστημα κληρονομικής διανομής των αξιωμάτων (ο πρωτότοκος γιος φεουδάρχης, ο δευτερότοκος καρδινάλιος ή επίσκοπος).

Είναι αυτή η μόνη αξιοπρόσεκτη ομοιότητα ανάμεσα στις σημερινές τάσεις και την μεσαιωνική συγκυρία;

Οχι. Πέρα από τη συμβολική ομοιότητα μεταξύ των θυρεών και των κατατεθέντων εμπορικών σημάτων, τώρα όπως και τότε η εδαφικότητα ως σημείο αναφοράς υποχωρεί: τότε προς όφελος αναθέσεων, συμβάσεων και συμφωνιών που ανεξαρτητοποιούσαν το φεουδάρχη από τη συγκεκριμένη γη που διοικούσε, ενώ σήμερα η επίθεση στην εδαφικότητα εντάσσεται στο πλαίσιο της κατεδάφισης του νεωτερικού εθνικού κράτους.  

Επίσης συνέπεσε και ενδεχομένως ευνόησε τις εξελίξεις, το γεγονός ότι τότε, όπως και τώρα, ο «παγκόσμιος» διαθέσιμος χώρος έμοιαζε περιορισμένος, τότε από απροσπέλαστους ωκεανούς και ερήμους, σήμερα από ένα απροσπέλαστο (επί του παρόντος) αστρικό διάστημα.   Και στις δύο περιπτώσεις η επικοινωνιακή εξουσία μπόρεσε να δημιουργήσει και να χειριστεί ένα φαντασιακό υποκατάστατο του χώρου, τότε το υπερπέραν, τώρα το χώρο της αποκαλούμενης εικονικής πραγματικότητας.

Η διαπίστωση αυτών των ομοιοτήτων έχει κάποια συγκεκριμένη επίπτωση στην κατανόηση της σημερινής κατάστασης;

Θα μπορούσε ίσως να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ότι, παρά τις συχνές δηλώσεις των μεταμοντέρνων νεοφιλελεύθερων παγκοσμιοποιητών πως ο κύριος στόχος των καταιγιστικών αλλαγών που προτείνουν και που υλοποιούν είναι οι αρχαϊκές επιβιώσεις, αντίθετα, ενδέχεται ο στόχος να μην είναι άλλος από τον (μεταμεσαιωνικό) μοντερνισμό.

Είναι δυνατό και επιτρεπόμενο να μιλάει κανείς, έστω mutatis mutandis,  για ιστορικές αντιστοιχίες και να κάνει συγκρίσεις με φαινόμενα του απώτατου παρελθόντος, όταν ζούμε σε μια εποχή που μοιάζει να φετιχοποιεί την (κάποτε προς αποκλειστική χρήση των ενιστάμενων και των καταπιεσμένων) ιδέα της προόδου και που λατρεύει, με καθεστωτικό πλέον τρόπο, την καινοτομία;

Ναι, αν αποδεχθεί απόψεις όπως αυτές που διατυπώνει ο Regis Debray,  σύμφωνα με τις οποίες η πρόοδος είναι υπαρκτή και ουσιαστικά μη αντιστρέψιμη στις σχέσεις του ανθρώπου με τα πράγματα (διαρκώς αυξανόμενη γνώση του φυσικού κόσμου), όχι όμως και στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τομέα όπου είναι δυνατές παλινδρομήσεις, εμμονές και επανεμφανίσεις.

Η ελληνική εκδοχή της προκείμενης κρίσης παρουσιάζει αξιοπρόσεκτες ιδιομορφίες;

Αν και οι καθοριστικοί παράγοντες της κρίσης είναι διεθνούς χαρακτήρα, η ελληνική περίπτωση παρουσιάζει όντως αξιοπρόσεκτες ιδιαιτερότητες, χάρη στις ιδιομορφίες του κοινωνικού και του πολιτισμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εκδηλώνονται οι αλλαγές.   

Βασίλης Νόττας

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Από τον Άμβωνα στην Οθόνη

Posted by vnottas στο 3 Ιουνίου, 2007

…και κάτι ακόμη…

 -για όσους ενδιαφέρονται για τις (διαχρονικές) σχέσεις Κοινωνίας και Επικοινωνίας

-για τους φοιτητές μου:

Στη νέα σελίδα: ¨Από τον Άμβωνα στην Οθόνη¨ θα βρείτε δύο εισαγωγικά κείμενα, παρμένα από την (υπό δημοσίευση)  μελέτη με τον ίδιο τίτλο, η οποία αναφέρεται στην Κοινωνική Ιστορία της Επικοινωνίας και εστιάζει στη διαχρονική εξέλιξη των ομάδων που ασκούν επικοινωνιακή εξουσία.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »