(Κάποτε στην Ηλιούπολη Αττικής)
Η μικρή παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία πρέπει να υπάρχει ακόμη κάπου. Ίσως στο πατρικό σπίτι, ίσως ανακατεμένη μ’ εκείνες που συντηρεί κατ’ αποκλειστικότητα το μικρό μου αδελφάκι, στην Αθήνα.
Στην φωτογραφία, αν τα θυμάμαι σωστά, ένα μικρό μέρος καταλαμβάνω εγώ, τόσος δα, και κρατάω μια ανθοδέσμη. Μιλάμε για τη δεκαετία του πενήντα, πρέπει να είμαι στις πρώτες τάξεις του δημοτικού.
Τριγύρω διάφοροι τύποι της εποχής: Μεγάλοι κύριοι, κουστουμάτοι, με τα παντελόνια φαρδιά και τις ζώνες ψηλά στη μέση, μεγάλες κυρίες ταγιεράτες και καπελοφόρες.
Πέρα από την ομάδα των καλοντυμένων, δε θυμάμαι αν φαινόταν στο φωτογραφικό πλάνο, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι στο τοπίο κυριαρχούσε, η προαστιακή σχεδόν-ερημιά: εδώ κι εκεί τα μονόπατα, άντε δίπατα σπιτάκια, και τριγύρω άφθονα οικόπεδα-χωράφια. Όμως, κι ας μη το ξέραμε τότε (έξι χιλιόμετρα από την Ομόνοια), η Αθήνα ήδη κόχλαζε και εγκυμονούσε: όπου να ’ναι από τις αγκυλόμορφες (αλλά πανάσχημες) σιδερένιες ¨αναμονές¨ θα ξεπετάγονταν πανωσηκώματα, υπερβάσεις και λοιπές εξαμβλωματικές αυθαιρεσίες.
Μία ψηλή κυρία, στη μέση της φωτογραφίας σκύβει να πάρει τα λουλούδια και χαμογελά στον πιτσιρικά-εμένα, ο οποίος (πιτσιρικάς-εγώ) ντρέπεται λίγο, αλλά έχει αποφασίσει να τα βγάλει πέρα. Άλλωστε το καθήκον/ειδική αποστολή που μου έχει ανατεθεί δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Δεν έχει απαγγελία ούτε λόγια να τα θυμάσαι απ’ έξω. Το μόνο που μου είπανε είναι να παραδώσω τα άνθη στην ψηλή κυρία. Τα λόγια θα τα ‘λεγε, ή τα είχε ήδη πει -δεν θυμάμαι, ο κύριος Επίσημος.
Εγώ βρίσκομαι εκεί γιατί οι γονείς μου, και οι δύο, συμμετέχουν στα τοπικά κοινά, πάντα με την αντιπολίτευση, που μετά την εμφύλια αιματηρή ταραχή προσπαθεί κουτσά στραβά να ανασυγκροτηθεί. Εμένα αυτές οι συλλογικές ιστορίες μου αρέσουν και μπλέκομαι ευχαρίστως στα πόδια τους χωρίς να με νοιάζει πολύ που κατά κανόνα χάνουμε. Οι εκλογές, για παράδειγμα, μου φαίνονται πανηγύρι: οι μεγάλοι σε έξαψη κι εγώ μαζί να ξενυχτάμε για να καταγράψουμε και να αθροίσουμε (στην πίσω όψη ψηφοδελτίων που περίσσεψαν) τα αποτελέσματα που ξεφουρνίζει κάθε τόσο σε δυσκοίλια καθαρεύουσα το Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, Πρώτον Πρόγραμμα.
Εν πάση περιπτώσει, που και που υπάρχει και κάποια μικρή νίκη: κάποια πρόταση που περνάει στο συμβούλιο της κοινότητας, κάποιος δρόμος που ασφαλτοστρώνεται, μια στάση παραπέρα για το Λεωφορείο. Ή ακόμη, κάποια πλατεία να παίρνει ένα όνομα της προκοπής, κάποιου που να τ’ αξίζει.
Το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο όπου φοιτώ στις πρώτες τάξεις, είναι μακριά από το σπίτι. Ένα χιλιόμετρο και κάτι ανηφόρα (στον πηγαιμό) και δύο ρέματα ανεβοκατέβασμα. Πάντως, αν και ο τόπος είναι ακόμη αδιαμόρφωτος και αγροτικός, εδώ είναι μία από τις σπάνιες περιοχές της Αττικής όπου οι συγκυρίες έχουν επιτρέψει την σύνταξη ενός ρυμοτομικού σχεδίου. Άρα, διαθέτει δρόμους και πλατείες, μη ορατές δια γυμνού οφθαλμού, αλλά σαφώς τοπογραφημένες στο εν λόγω σχέδιο. Απέναντι από το Πρώτο Δημοτικό έχει προβλεφτεί μια τέτοια μεγάλη πλατεία.
Να ’μαι λοιπόν στα βαφτίσια της πλατείας, ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, με την ανθοδέσμη αγκαλιά και την ψηλή κυρία (εμένα μου φαίνεται θεόρατη) να γέρνει προς τη μεριά μου. Ευτυχώς δε με τσιμπάει στο μάγουλο, πράγμα που αποτελεί μια από τις πιο ενοχλητικές συνήθειες των μεγάλων της εποχής, αλλά μου χαμογελάει!
Χαμογελάω επίσης κι εγώ και παραδίδω τα άνθη.
Όμως η κυρία δεν είναι το κυρίως τιμώμενο πρόσωπο. Το κατ’ εξοχήν τιμώμενο πρόσωπο, εκείνο που θα δώσει το όνομά του την πλατεία στέκεται εκεί δίπλα και προσπαθεί, μέσω διερμηνέως, να καταλάβει τα καλά λόγια που του αφιερώνουν οι ρήτορες κατά τη διάρκεια της τελετής.
Ο δωρητής του ονόματος της πλατείας δεν είναι στρατηλάτης, δεν είναι πολιτικός, δεν είναι καν καλλιτέχνης. Είναι εφευρέτης! Το έχουμε ήδη μάθει στο σχολείο και μοιάζει ακριβώς με αυτό που μάθαμε: ένας εφευρέτης ευεργέτης!
Είναι ηλικιωμένος, ασπρομάλλης και το μόνο στράτευμα που του ανήκει είναι ένα άγημα ενισχυμένων αντισωμάτων που ανακάλυψε κρυμμένο σε κάτι μούχλες (όπως μας διευκρίνισε η κυρία Ζωή, η δασκάλα μας, βιολίστρια, φίλη της μητέρας μου και κάπως σαν την κυρία Μιμ του Ντίσνεϊ)
Παραδίδω τα άνθη, κάνω μεταβολή και προκειμένου να αποφύγω τυχόν τσιμπήματα στο μάγουλο την κάνω διακριτικά. Δε θυμάμαι αν πήγα να παίξω ή να διαβάσω απαγορευμένη λογοτεχνία (¨Μικρό Ήρωα¨)
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που συνάντησα τον Αλέξανδρο Φλέμιγκ. Την Αμαλία Φλέμιγκ θα τη συναντούσα ακόμη μία φορά καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα.
(συνεχίζεται…)
Υστερόγραφο: Μπορεί να μη βρήκα (ακόμη) τη φωτογραφία για την οποία σας μιλάω παραπάνω, ψάχνοντας όμως βρήκα μια επίσημη αναμνηστική φωτογραφία από το τέλος της τελετής. Βρίσκεται αναδημοσιευμένη στον επετειακό τόμο (Ηλιούπολη: Σελίδες Ιστορίας) που εξέδωσε ο Δήμος το 2006
Σε κάποιες σελίδες του ίδιου τόμου βρήκα απεικονισμένο τον πατέρα μου Θανάση Νόττα: πρώτος αριστερά στην πρώτη (προεκλογική συγκέντρωση σε καφενείο της Κάτω Ηλιούπολης) και όρθιος τρίτος από τα δεξιά στη δεύτερη. Πρέπει να ήταν τότε 34 χρονών.