Μέρος Γ Κεφάλαιο τρίτο.
Πρωί. Στο ναό του Μαρδούκ, στα Σούσα
Ο Άρπαλος σηκώνει το κεφάλι και περιεργάζεται τις τρομακτικές φιγούρες που μοιάζουν να κρέμονται από την οροφή και να τον απειλούν: Δαιμόνισσες και δαίμονες σκαλισμένοι σε σκούρες σκληρές πέτρες, με πρόσωπα εξωτικά, σώματα παραμορφωμένα και μέλη δανεισμένα από οξύνυχα αιμοβόρα ζώα. Μετά, κατεβάζει το βλέμμα πιο χαμηλά, όπου κυκλοφορούν μεταλλικοί δράκοι με κέρατα και φολιδωτά κορμιά, Εδώ κι εκεί είναι τοποθετημένα σκυθρωπά αγάλματα θεοτήτων και στο κέντρο κυριαρχεί ένας ογκωδέστερος εξανθρωπισμένος γενειοφόρος Θεός, όμοιος με έναν άλλο, φτερωτό, που απεικονίζεται στο βάθος, σε ένα μεγάλο επιτοιχισμένο ανάγλυφο. Μια βαριά δυσάρεστη μυρωδιά αιωρείται στη σκοτεινή αίθουσα μαζί με τις αναθυμιάσεις των λιγοστών αναμμένων κεριών. «Δε διάλεξα το καλύτερο μέρος για να φιλοξενηθώ», σκέφτεται ο Μακεδόνας.
Ο τέως γενικός θησαυροφύλακας και τέως φυγάς βρίσκεται σ’ ένα κτιριακό συγκρότημα που ανήκει στους ιερείς του θεού Μαρδούκ, του αρχαίου αλλά ακόμη ισχυρού πολιούχου θεού της Βαβυλώνας. Η ισχύς του Μαρδούκ επαληθεύεται και από το ότι, παρά τη φανερή δυσαρέσκεια, τόσο του παλιού ορθόδοξου ιερατείου του Πέρση θεού Αχούρα Μάσδα, όσο και των οπαδών του ανακαινιστή Ζωροάστρη, διαθέτει ακόμη ναούς και σε κάποιες άλλες μεγάλες πόλεις, πλην της Βαβυλώνας, κυρίως στα Νότια και τα Δυτικά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Όπως αυτός εδώ, που λειτουργεί στα Σούσα, όχι μόνο ως σημείο αναφοράς για τους πιστούς της παλιάς μεσοποτάμιας θρησκείας, αλλά και σαν βάση εξόρμησης και τραπεζιτικό παράρτημα για τους Βαβυλώνιους που εμπορεύονται στην Σουσιανή επαρχία.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μαρδούκ, όπως άλλωστε και ο φοινικικής προέλευσης Βάαλ και άλλοι ελάσσονες θεοί που λατρεύονται από τους ¨Μάγους[1]¨ του βαβυλωνιακού ιερατείου, πάει καιρός που δεν τα πάνε και τόσο καλά με την Ιρανική διοίκηση. Όχι μόνο γιατί αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό των Ζωροαστρών, αλλά και γιατί η δυναστεία των Αχαιμενιδών έχει αρχίσει, ήδη από την εποχή του Ξέρξη, να βάζει χέρι στους θησαυρούς των πλούσιων ναών, μειώνοντας τα αποθεματικά και το κύρος των παλιών Μεσοποτάμιων θεών. Όπως είναι επίσης αλήθεια -σκέφτεται ο Άρπαλος- ότι τώρα τελευταία προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις νέες ισορροπίες που δημιούργησε η προέλαση των Ελλήνων, για να επανακτήσουν ισχύ και κέρδη.
Ο Άρπαλος έχει φροντίσει να πληροφορηθεί για τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της αναίμακτης παράδοσης της Βαβυλώνας. Ξέρει για τις υποσχέσεις των Βαβυλωνίων ¨Μάγων¨ προς τους Μακεδόνες, χάρη στις οποίες ο Αλέξανδρος έχει επιτρέψει την εκ νέου οικοδόμηση των καταστραμμένων ναών και την επαναλειτουργία πολλών άλλων που οι Πέρσες είχαν σφραγίσει εδώ και δεκαετίες. Ξέρει επίσης ότι οι ¨Μάγοι¨ κάθε άλλο παρά έχουν αποσυρθεί οικειοθελώς από τα παιγνίδια του πλούτου και της εξουσίας μόνο και μόνο επειδή ο Δαρείος χάνει, προς το παρόν, ορισμένες μάχες απ’ το παιδαρέλι από το βόρειο Γιουνάν.
Έτσι ο Άρπαλος δεν εξεπλάγη ιδιαίτερα που ο Ανάξαρχος, στο επείγον μήνυμα που του έστειλε με προσωπικό αγγελιοφόρο από την Περσέπολη, τον συμβούλευσε να διανυκτερεύσει, κατά την παραμονή του στην Πόλη των Κρίνων, στο κτίσμα των βαβυλωνίων ιερέων. Ο Άρπαλος ακολούθησε τη συμβουλή, αν και η βαριά, σκοτεινή ατμόσφαιρα των διαμερισμάτων όπου διανυκτέρευσε και του πρώτου από τους πολλούς ορόφους του ναού όπου τον ξεναγεί τώρα ένας σκυφτός ξερακιανός ιερέας, τον ψυχοπλακώνει και τον δυσαρεστεί.
Ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης, επαγγελματίας σοφιστής και επίδοξο μέλος των στενών αυλικών κύκλων, στο μήνυμά του, αφού πρώτα χαιρέτιζε θερμά την επιστροφή του Άρπαλου πίσω στην προελαύνουσα εκστρατεία, αφού αφιέρωνε αρκετές αράδες εξυμνώντας τις αρετές του γιου του Μαχάτα, (τις οποίες εννοείται ότι ο ίδιος είχε αμέσως αντιληφθεί, αν και προφανώς είχαν παρεξηγηθεί από τους άλλους) και αφού έκανε ορισμένες νύξεις σχετικά με το θετικό ρόλο που προσωπικά έπαιξε στην απόφαση του Αλέξανδρου να συγχωρήσει τον παιδικό του φίλο, του ζητούσε να συναντηθούν ¨για να αντιμετωπίσουν από κοινού και προς αμοιβαίο όφελος τις ευκαιρίες και τα προβλήματα που καθημερινά παρουσιάζονται¨. Ευκαιρίες και προβλήματα που έχουν πάρει πλέον επείγοντα χαρακτήρα και που απαιτούν άμεση συσπείρωση των ¨εχεφρόνων¨ Εκείνο που τώρα χρειάζεται είναι μια άμεση παρέμβαση, δεδομένου ότι η εκστρατεία έχει φτάσει πλέον σε κρίσιμη φάση.
Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα πρόταση που θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν -έγραφε χωρίς να διευκρινίζει περισσότερα. Υπογράμμιζε όμως ότι οι αποφάσεις που θα παρθούν τώρα, θα επηρεάσουν την μελλοντική διαμόρφωση της οικουμένης (- αυτό ήταν ένα επιχείρημα που ο Άρπαλος έχει βαρεθεί να ακούει και, εδώ που τα λέμε, τον ενδιαφέρει ελάχιστα).
Εφόσον ο ίδιος βρισκόταν στην Περσέπολη και ο Άρπαλος στην Βαβυλώνα, ο Ανάξαρχος πρότεινε να μοιραστούν την απόσταση και να συναντηθούν στην -ενδιάμεση- πόλη των Σούσων. Εάν δε ο Άρπαλος δεν έχει αντίρρηση, θα μπορούσε να οργανωθεί στα Σούσα μια άτυπη και, φυσικά, άκρως μυστική σύσκεψη που θα συμπεριλαμβάνει και άλλους παράγοντες που συμμερίζονται τις ανησυχίες για την κρισιμότητα της στιγμής.
Ο Άρπαλος απάντησε με τον ίδιο αγγελιοφόρο ότι δεν είχε αντίρρηση, και ότι θα βρισκόταν στα Σούσα την προτεινόμενη ημερομηνία.
Τελικά ο επιστρέψας τέως φυγάς και ο ξερακιανός ιερέας βγαίνουν από τον ναό περνώντας μια αψιδωτή πλευρική πύλη, κατεβαίνουν την εξωτερική σκάλα και βρίσκονται σε ένα αίθριο που το λούζει ο πρωινός ήλιος. Κάπου κοντά πρέπει να ρέει ο ποταμός Χοάσπης, όχι τόσο ορμητικά ώστε να εμποδίζει τα πλεούμενα να τον ανεβαίνουν μεταφέροντας εμπορεύματα από την πεδιάδα και την ακτή, άλλα ούτε και τόσο ήρεμα ώστε να μην ακούγεται ως εδώ η υποβλητική βουή των νερών που ρέουν. Στον υπαίθριο αυτόν χώρο βλέπουν επίσης οι αποθήκες και οι στάβλοι του συγκροτήματος. Ο Κάνθαρος και ο Σωσίβιος περιμένουν εκεί έξω τον Άρπαλο.
Ο Μακεδόνας, βγαίνοντας, παίρνει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης και ρωτάει τον σκυφτό συνοδό του αν υπάρχει κίνδυνος η επικείμενη συγκέντρωση των επιφανών καλεσμένων να τραβήξει την προσοχή των αρχών και των περιπόλων που ελέγχουν την κατεχόμενη πόλη. Εκείνος του απαντά ότι οι αποψινοί επισκέπτες έχουν οδηγίες να καταφτάσουν διακριτικά, χωρίς τα εμβλήματα της όποιας εξουσίας τους και να αναμειχτούν με τους προσκυνητές που προβλέπεται ότι θα έρθουν απόψε στο τέμενος κατά εκατοντάδες, από ολόκληρη τη Σουσιανή, για να συμμετάσχουν σε μια μεγάλη και σημαντική τελετή: την επέτειο της νίκης του Μαρδούκ κατά του Χάους.
Ο Άρπαλος έχει ακόμη μία ερώτηση: πότε ακριβώς θα καταφτάσουν οι άλλοι συμμετέχοντες στην ¨συνάντηση¨. Ο ξερακιανός ιερέας του απαντά ότι ο ναός έχει ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος να φιλοξενήσει τη σύσκεψη των ¨ανώνυμων¨ μεν, πλην όμως επιφανών παραγόντων, την ίδια εκείνη μέρα, με τη δύση του ήλιου.
Ο Άρπαλος στρέφεται προς του δύο συνοδούς του: «Παίδες, φέρτε τα άλογα∙ έχουμε χρόνο για μια βόλτα στα αξιοθέατα των Σούσων».
[1] Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας συνάντησαν πολλούς ¨Μάγους¨. Η ρίζα της λέξης είναι περσική (ακριβέστερα Μηδική) και αναφέρεται αρχικά σε μια από τις φυλές των Μήδων, η οποία ασκούσε ιερατικά καθήκοντα και εξακολούθησε να τα ασκεί και μετά την επικράτηση των Περσών. Πάντως η λέξη ¨Μάγοι¨ χρησιμοποιείται συχνά από τους αρχαίους ιστορικούς για να κατονομαστεί το ιερατείο της Βαβυλώνας ή και, γενικότερα, οι Χαλδαίοι της Μεσοποταμίας.
***
Μέρος Γ Κεφάλαιο τέταρτο.
Όπου ο Εύελπις συναντά την Συσίγαμβρη
Οι διάδρομοι μέσα σ’ αυτό το τεράστιο κτίριο είναι κυριολεκτικά ατελείωτοι και λαβυρινθώδεις. Τουλάχιστον για μένα, που δεν συχνάζω σε αυτή την πτέρυγα των ανακτόρων. Ο Νικίας πλάι μου, δείχνει πιο άνετος∙ είναι που συμμετέχει στις παραδόσεις μαθημάτων ελληνικής γλώσσας προς τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και κυκλοφορεί σε αυτήν τη διαδρομή καθημερινά. Καθώς προχωρούμε ο λόγιος με ενημερώνει για την συμπεριφορά των υψηλών μαθητών του τις τελευταίες μέρες. Δεν φαίνεται να έχει προκύψει κάτι το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο.
Μας συνοδεύουν δύο Μακεδόνες φρουροί οι οποίοι, όταν επιτέλους φτάνουμε στην δίφυλλη πόρτα των διαμερισμάτων της βασιλομήτορος, την ανοίγουν αλλά δεν την προσπερνούν, παρά παίρνουν θέση εκατέρωθεν για να μας περιμένουν. Στην πόρτα εμφανίζεται ένας Πέρσης που αναλαμβάνει να εκφωνήσει την άφιξή μας.
Η Σισύγαμβρη δεν παύει να με εντυπωσιάζει. Σήμερα είναι καθισμένη σε μια πολυτελή πολυθρόνα, σε ένα υπερυψωμένο τμήμα του δαπέδου στο κέντρο της αίθουσας. Φοράει έναν μαύρο χιτώνα και από πάνω έναν λευκό φαρδύ μανδύα διακοσμημένο με χρωματιστές ταινίες και πολύτιμες πέτρες. Πάνω στην περίτεχνη κόμμωσή της είναι στερεωμένη (ελαφρώς γυρτά προς τα πίσω, γιατί όρθια επιτρέπεται να την φοράει μόνον ο Πέρσης αυτοκράτορας αυτοπροσώπως) η τιάρα, αυτή η μη πολεμική περικεφαλαία που τόσο αρέσει στους ντόπιους άρχοντες.
Άντε να της πάρεις τον αέρα, σκαρφαλωμένη όπως είναι εκεί πάνω, σκέφτομαι, καθώς γέρνω ελαφρά το κεφάλι και ανυψώνω σε χαιρετισμό το δεξί μου χέρι. Ευτυχώς η Σισύγαμβρη σηκώνεται και κατεβαίνει από την εξέδρα, χωρίς όμως να μας πλησιάσει ιδιαίτερα. Έχω ακόμα μια φορά την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι, ακόμη και εάν δε φορούσε αυτό το πανύψηλο καπέλο, δε θα έπαυε να είναι μία ψηλόκορμη ωραία γυναίκα κάποιας απροσδιόριστης ηλικίας. Εστιάζω στο βλέμμα της: είναι ερωτηματικό ή μήπως κάπως περιπαικτικό;
«Πες της», λέω στον Νικία, «ότι δε θα την ενοχλούσαμε χωρίς να την έχουμε ειδοποιήσει πολύ πιο έγκαιρα, εάν δεν προέκυπταν απρόβλεπτα γεγονότα, σχετικά με τα οποία, πες της, υποθέτω ότι θα έχει ήδη πληροφορηθεί».
Ο Νικίας μεταφράζει και η Σισύγαμβρη συνοφρυώνεται προσπαθώντας, φαντάζομαι, να καταλάβει το ακριβές νόημα αυτής της σειράς δυσπρόφερτων ήχων που παράγει ο διερμηνέας. Μετά κουνάει το κεφάλι της με έναν τρόπο που, αν αποκωδικοποιώ σωστά, σημαίνει ότι δεν ξέρει ή εν πάση περιπτώσει ότι δεν ξέρει με σιγουριά τι ακριβώς έχει συμβεί.
«Πες της ότι ο Καλλισθένης έπεσε θύμα δολοφονικής απόπειρας μέσα στον ευρύτερο χώρο των ανακτόρων και ότι διεξάγεται έρευνα για να εντοπιστεί η ταυτότητα και τα κίνητρα εκείνων που οργάνωσαν την επίθεση. Πες της ότι την παρακαλώ να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις που θα μας διευκολύνουν να βρούμε τους ενόχους και να αποφύγουμε τη λήψη δυσάρεστων έκτακτων μέτρων γενικότερης κλίμακας».
Ο Νικίας αποδίδει στα περσικά τα λόγια μου και η Ιρανή αυτή την φορά απαντά. Η άκαμπτη αταραξία της έχει τώρα κάπως υποχωρήσει και στη θέση της διακρίνω μια πιο ανθρώπινη αντίδραση∙ θέλει να μάθει σε τι κατάσταση βρίσκεται ο Καλλισθένης. Την καθησυχάζω.
Γίνεται κάπως πιο ομιλητική. Μου λέει ότι όντως κυκλοφόρησε ανάμεσα στο ιρανικό προσωπικό η φήμη ότι κάτι συνέβη στο θησαυροφυλάκιο και ότι από χτες το μεσημέρι υπήρξε ασυνήθιστη παρουσία ελλήνων αξιωματούχων στα ανάκτορα, αλλά ότι μόλις τώρα μαθαίνει για τον τραυματισμό του Καλλισθένη. Ρωτάει αν θα επιθυμούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον προσωπικό της γιατρό.
Της απαντώ ότι προς το παρόν δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο και την ευχαριστώ εκ μέρους της ελληνικής διοίκησης για το ενδιαφέρον της. Ύστερα την ρωτάω αν γνωρίζει την ύπαρξη μυστικών διαδρόμων που να οδηγούν στο θησαυροφυλάκιο ξεκινώντας από άλλα σημεία των ανακτόρων.
Μένει για λίγο σκεπτική και μετά μου λέει ότι τα περσικά ανάκτορα των Σούσων έχουν οικοδομηθεί από τον Μεγάλο Βασιλέα Δαρείο τον πρώτο, δυο εκατοντάδες χρόνια πριν και ότι έχουν επίσης προστεθεί κατασκευές από άλλους Αχαιμενίδες βασιλείς. Δεν αποκλείει στα αρχεία να υπάρχουν ακόμη τα σχετικά σχεδιαγράμματα. Όμως για ¨μυστικούς υπόγειους διαδρόμους¨ τα μόνα που έχει ακούσει βρίσκονται στους περιπετειώδεις διασκεδαστικούς μύθους που διηγούνται οι επαγγελματίες παραμυθάδες στις γιορτές. Αν τους πιστέψει κανείς, υπάρχει ολόκληρο δίκτυο από διαδρόμους στο υπέδαφος της Ακρόπολης. Η ίδια όμως δεν έχει επισκεφτεί ποτέ κανέναν και έτσι δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια στην ερώτησή μου.
Λέω στον Νικία να την ρωτήσει ευθέως αν θεωρεί ότι ανάμεσα στους Πέρσες που ακόμη διαμένουν στα ανάκτορα, είτε ως ¨υποχρεωτικά¨ φιλοξενούμενοι, είτε επειδή διατήρησαν τις θέσεις τους χάρη στη γενναιοδωρία του Αλέξανδρου, όπως ο Σατράπης Αβουλίτης, υπάρχουν κάποιοι που θα μπορούσαν να έχουν οργανώσει ή απλώς βοηθήσει στην εκτέλεση αυτής της επίθεσης.
Η Σισύγαμβρη μένει σιωπηλή, δείχνοντας ότι η συνεργασιμότητά της έφτασε στα όρια της.
Εντάξει, δεν περίμενα να απαντήσει. Είναι γνωστό ότι επιθυμεί τον συμβιβασμό ανάμεσα στον γιο της και τον Αλέξανδρο, αλλά δε παύει να είναι μια περσίδα βασίλισσα.
Εγώ οφείλω να επιμείνω. «Ρώτησέ την τώρα Νικία αν, κατά τη γνώμη της, υπάρχει κάτι ανάμεσα στα αποθηκευμένα λάφυρα που θα ενδιέφερε τους ιρανούς που αντιστέκονται στην ελληνική επέκταση, έτσι ώστε να οργανώσουν μια επιχείρηση ανάκτησής του. Κάποιο σύμβολο, κάποιο κειμήλιο. Κάτι που ενδεχομένως θα τους ενίσχυε το ηθικό και θα τους συσπείρωνε».
Η Σισύγαμβρη παίρνει πάλι το υπεροπτικό της ύφος. «Οι Πέρσες και οι λαοί που τους ακολουθούν, όσο ζει ο Μεγάλος Βασιλέας, δεν έχουν ανάγκη από σύμβολα για να συσπειρωθούν. Αρκούν τα κελεύσματα και τα εμβλήματα του μονάρχη τους», απαντά.
«Ρώτα την αν είναι το ίδιο σίγουρη ότι δεν υπάρχουν ευγενείς που θα επιθυμούσαν να πάρουν τη θέση του Δαρείου, ίσως επειδή τον θεωρούν εξαιρετικά συμβιβαστικό, και ότι αυτοί δεν θα ήταν ικανοί να πάρουν πρωτοβουλίες, ώστε να δείξουν ότι μπορούν να τα βάλουν με τους Έλληνες».
Εκείνη μένει και πάλι σιωπηλή για λίγο.
«Αυτό δεν το αποκλείω» λέει τελικά και η φωνή της φτάνει στ’ αφτιά μου λιγότερο σίγουρη.
«Πες της ότι θα είμαι στη διάθεση της, αν θελήσει να μου πει κάτι περισσότερο» λέω στον Νικία. «Και», συνεχίζω με χαμηλότερη φωνή, «μετά αποχαιρέτισέ την. Δεν νομίζω ότι θα εκμαιεύσουμε τίποτα άλλο εδώ. Πάμε να δούμε τον Αβουλίτη, ή μάλλον όχι, αυτόν ας τον αφήσουμε λίγο να περιμένει, πάμε στον Αζάρη».