Ο Francis Jammes (1868-1938) υπήρξε ένας γάλλος ποιητής και μυθιστορηματογράφος καθολικής (με τη θρησκευτική έννοια) έμπνευσης. Το ποίημά του Rosaire (Kομποσκοίνι) τραγούδησε ο G. Brassens με τίτλο La Prière (Η προσευχή). Αξιοσημείωτο ότι ο Brassens χρησιμοποίησε την ίδια μουσική με εκείνη που είχε συνθέσει για το ποίημα του L. Aragon «Il n’y a pas d’amour heureux» (Ευτυχισμένους έρωτες δεν έχει) – Θα το βρείτε εδώ).
Ο George Brassens μίλησε σχετικά σε ραδιοφωνική εκπομπή (Radioscopie του Jacques Chancel, -1971): «Μια μέρα, καθώς μελοποιούσα τους στίχους του Aragon, πρόσεξα πως το ποίημα La Prière του Francis Jammes είχε το ίδιο μέτρο και ¨χωρούσε¨ στην ίδια μουσική. Ζήτησα λοιπόν τη γνώμη της Patachou (γνωστή τραγουδίστρια της εποχής, φίλη του Brassens) και εκείνη διάλεξε την ¨Προσευχή¨»
Τελικά κυκλοφόρησαν και τα δύο τραγούδια με την ίδια μουσική επένδυση. Ενδιαφέρον είναι επίσης, όπως σχολιάστηκε τότε, ότι οι συγγραφείς των κειμένων ανήκαν σε αντικρουόμενα (τον καιρό εκείνο) ιδεολογικά ρεύματα, ο ένας έντονα καθολικός, ο άλλος έντονα κομμουνιστής.
Σημείωση: Προσπαθώντας η απόδοση στα ελληνικά να διατηρήσει μια ανεκτή σχέση με την μουσική του τραγουδιού και επειδή συμβαίνει η γλώσσα μας να διαθέτει πολλές πολυσύλλαβες λέξεις που δυσκολεύονται να βολευτούν στα ¨μέτρα¨ του γαλλικού πρωτότυπου, είναι κανείς υποχρεωμένος να συμπτύξει ορισμένα σημεία και να παραλείψει κάποια άλλα. Εδώ, παραδείγματος χάριν, μεταξύ άλλων συνέβησαν τα παρακάτω:
Στην 1η στροφή παραλήφθηκαν τα παιδιά που παίζουν στην αυλή καθώς και η περιρρέουσα ζέουσα παραφροσύνη
Στην 3η στροφή παραλήφθηκε ο (αντίστροφος) συσχετισμος του φουκαρά που δεν βρίσκει ¨ανθρώπινη αγάπη¨ με τον Σίμωνα τον Κυρηναίο που βοηθά τον Υιό σηκώνοντας τον σταυρό κατά την ανάβαση στον Γολγοθά.
Η Προσευχή
Από το τόσο δα παιδί / που άκαιρα πεθαίνει
Τη μάνα του, που είναι εκεί / και που βαριανασαίνει
Από εκείνον που πεινά κι από τον διψασμένο
Κι απ’ το πουλί που ξαφνικά / νιώθει εξαντλημένο
-το αίμα να στάζει απ’ το φτερό- / και πέφτει πληγωμένο
Σε χαιρετώ Μαρία
.
Από το ξύλο που ο μπεκρής / έδωσε στα παιδιά του
Το γαϊδουράκι που κλωτσιές / έφαγε στην κοιλιά του
Από τον γιο που αναίσχυντα / τη μάνα του την βρίσαν
Απ’ το κορίτσι που έγδυσαν / κι ύστερα το πουλήσαν
Και από τον αθώο που / άδικα εξευτέλισαν
Σε χαιρετώ Μαρία
.
Απ’ τη γριά που, σκόνταψε / απ’ το μεγάλο βάρος,
που κουβαλούσε πάνω της / και φώναξε «Θεέ μου!»
καθώς κι από τον φουκαρά / που έρμαιο του ανέμου
δεν μπόρεσε να στηριχτεί / σ’ ανθρώπινη αγάπη
Κι απ’ το πεσμένο καταγής / άλογο τ’ αγωγιάτη
Σε χαιρετώ Μαρία
.
Με τέσσερις ορίζοντες / τον κόσμο να σταυρώνουν
Μ’ όλους όσους οι σάρκες τους / ματώνουν, μαραζώνουν
Με όσους πια δεν έχουνε / τα πόδια ή τα χέρια
Με εκείνους που υπέφεραν / κάτω απ’ τα νυστέρια
Με τους εξιλαστήριους / τους συκοφαντημένους
Σε χαιρετώ Μαρία
.
Από τη μάνα πού ΄μαθε / ο γιος της πως ανάρρωσε
Από φιλί που χάθηκε / κι αγάπη που δυνάμωσε
Απ’ το πουλί π’ ανήσυχο / τον νεοσσό γυρεύει
Απ’ το γρασίδι που διψά / και πίνει απ’ τα βρεμένα
Απ’ τον ζητιάνο που ξανά / βρήκε ψιλά [που νόμιζε] χαμένα
Σε χαιρετώ Μαρία
Εδώ από τον Brassens
.
Εδώ η ανάγνωση της απόδοσης στα Ελληνικά
.
La Prière
Par le petit garçon qui meurt près de sa mère
Tandis que des enfants s’amusent au parterre
Et par l’oiseau blessé qui ne sait pas comment
Son aile tout à coup s’ensanglante et descend
Par la soif et la faim et le délire ardent
Je vous salue, Marie
Par les gosses battus, par l’ivrogne qui rentre
Par l’âne qui reçoit des coups de pied au ventre
Et par l’humiliation de l’innocent châtié
Par la vierge vendue qu’on a déshabillée
Par le fils dont la mère a été insultée
Je vous salue, Marie
Par la vieille qui, trébuchant sous trop de poids
S’écrie «mon Dieu !» par le malheureux dont les bras
Ne purent s’appuyer sur une amour humaine
Comme la Croix du Fils sur Simon de Cyrène
Par le cheval tombé sous le chariot qu’il traîne
Je vous salue, Marie
Par les quatre horizons qui crucifient le monde
Par tous ceux dont la chair se déchire ou succombe
Par ceux qui sont sans pieds, par ceux qui sont sans mains
Par le malade que l’on opère et qui geint
Et par le juste mis au rang des assassins
Je vous salue, Marie
Par la mère apprenant que son fils est guéri
Par l’oiseau rappelant l’oiseau tombé du nid
Par l’herbe qui a soif et recueille l’ondée
Par le baiser perdu par l’amour redonné
Et par le mendiant retrouvant sa monnaie
Je vous salue, Marie