Posts Tagged ‘Αφήγημα’
Τηλέμαχος Χυτήρης: Ημερολόγιο μιας επιστροφής. Παρουσίαση
Posted by vnottas στο 10 Νοεμβρίου, 2017
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ποιήση, Τηλέμαχος Χυτήρης | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Δ΄, κεφάλαιο ενδέκατο: Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος
Posted by vnottas στο 9 Ιουλίου, 2016
Μέρος Δ΄
Κεφάλαιο ενδέκατο: Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος
Ό ήλιος έχει πια σκαρφαλώσει ψηλά στον ουρανό εξαφανίζοντας ό, τι έχει απομείνει από την τέως χρυσαφιά σελήνη και, μαζί μ’ ένα αεράκι που κατεβαίνει από τα βουνά του βορρά, χαρίζει στην Περσέπολη μια διαυγή, δροσερή, κίτρινη λιακάδα.
Ο Εύελπις κατευθύνεται έφιππος προς τα κεντρικά κτίρια των ανακτόρων. Είναι φανερό ότι η είδηση για την επικείμενη αναχώρηση της στρατιάς έχει κυκλοφορήσει, όπως είναι φανερό ότι η ατμόσφαιρα στην πόλη έχει αλλάξει αισθητά. Μια ορατή ένταση διαπερνά το πλήθος των συνακολουθούντων που γεμίζει τώρα τους δρόμους αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για τα τεκταινόμενα. Θα γίνει άραγε εγκατάσταση εποίκων στην Περσέπολη; Ποιος από τους εταίρους θα παραμείνει ως επικεφαλής της φρουράς στην κατακτημένη πόλη; Μήπως η πόλη θα καταστραφεί εντελώς, όπως ισχυρίζονται ορισμένες φήμες που κυκλοφορούν επίμονα τις τελευταίες μέρες; …Και οι γιορτές; Οι γιορτές και οι τελετές αναχώρησης; Πότε θα γίνουν; Οι εξέδρες μοιάζουν να είναι έτοιμες… Θα υπάρξει άραγε ο απαιτούμενος χρόνος ώστε να στηθούν όλες οι απαραίτητες κερδοφόρες ¨δουλειές¨ που συνοδεύουν κάθε μεγάλη εκδήλωση ή η ευκαιρία θα πάει χαμένη;
Ο Εύελπις παρατηρεί ότι μαζί με τον ίδιο, ανηφορίζουν προς τις κεντρικές αίθουσες των ανακτόρων ομάδες πρέσβεων από τις συμμάχους ελληνικές πόλεις. Φορούν ενδυμασίες ¨παράστασης¨∙ προφανώς έχουν κληθεί για να ενημερωθούν επισήμως, προκειμένου να συντάξουν τις αναφορές τους προς τα διάφορα άστεα. Σε λίγο, σκέφτεται, θα αναχωρήσουν βιαστικοί ιππείς μεταφέροντας στο πανελλήνιο την είδηση ότι η εκστρατεία συνεχίζεται, πιθανώς μαζί με εικασίες και προβλέψεις για τις παρά πέρα προθέσεις της μακεδονικής ηγεσίας.
Ο Ευμένης, που βρίσκεται στο γραφείο του πολιορκημένος από περγαμηνές και παπύρους γεμάτους κείμενα και σχέδια-γράμματα, υποδέχεται τον Εύελπι με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Όλα εντάξει;», τον ρωτάει, «ξεκουράστηκες κάπως από το ταξίδι;»
Ο Εύελπις ανταποδίδει το χαμόγελο και τον διαβεβαιώνει ότι αισθάνεται κάτι παραπάνω από εν τάξει: είναι έτοιμος να αναλάβει ξανά πλήρη καθήκοντα.
Ο Ευμένης τον κοιτάζει για μια στιγμή σκεφτικός.
«Μη βιάζεσαι. Ο Καλλισθένης εισηγείται κάτι το διαφορετικό για σένα», λέει και τραβάει κοντά του έναν από τους παπύρους που πλημμυρίζουν το γραφείο. «Υποθέτω πως είσαι ενήμερος…»
Ο Εύελπις κάνει να απαντήσει, αλλά ο Ευμένης βιαστικός, ίσως λόγω της σύσκεψης που επίκειται, ρίχνει μια ματιά στον πάπυρο με την επιστολή του Καλλισθένη, που τώρα κρατάει ανοιχτή μπροστά του και συνεχίζει.
«Διάβασα με προσοχή την επιστολή του Ολύνθιου. Σήμερα μάλιστα το πρωί συναντήθηκα με τον βασιλέα στον οποίο παρέδωσα τον γραπτό χαιρετισμό του Καλλισθένη και συζήτησα μαζί του σχετικά με ορισμένα από τα θέματα που θίγει στην επιστολή του προς εμένα. Έχω λοιπόν να σου πω, με λίγα λόγια, ότι ο βασιλέας εγκρίνει!»
Ο Εύελπις αρχίζει να καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται, αλλά προλαβαίνει να αρθρώσει μόνο μια λέξη: «Εγκρίνει; …» με ερωτηματικό και αποσιωπητικά.
«…Την πρόταση του Καλλισθένη να συνοδεύσεις εσύ τα αγάλματα που θα επιστρέψουμε στους Αθηναίους. Στην Αθήνα θα παραμείνεις όσο θα χρειαστεί ώστε να συντάξεις μια πλήρη αναφορά για την πολιτική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και για τις πληροφορίες που φτάνουν εκεί από τις άλλες ελληνικές πόλεις. Η πρόσφατη νίκη του Αντίπατρου[1] κατά των Σπαρτιατών φέρνει ξανά την Αθήνα στο προσκήνιο, αλλά και δίνει στον αντιβασιλέα εξαιρετική δύναμη. Πριν φύγεις θα σε ενημερώσω λεπτομερέστερα για το πώς διαγράφεται η κατάσταση σήμερα και πού θα πρέπει να εστιάσεις την προσοχή σου.
Αλλά υποθέτω ότι θα σου δώσει τις κατάλληλες οδηγίες και ο Καλλισθένης, αφού τα αγάλματα των τυραννοκτόνων, -πολύτιμα σύμβολα για τους Αθηναίους και το πρωτότυπο όσο και χαώδες πολίτευμά τους- βρίσκονται στα Σούσα και η παράδοσή τους θα γίνει εκεί. Θα τα δώσουμε σε μια αντιπροσωπεία πρέσβεων, αλλά ο επίσημος συνοδός μέχρι την άφιξή στην Αθήνα και την παράδοσή τους στις εκεί αρχές θα είσαι εσύ».
«Ήμουν πράγματι ενήμερος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δηλαδή ότι ίσως χρειαστεί να συνοδεύσω τα αγάλματα στην Αθήνα, γιατί ο Καλλισθένης, που είναι υπέρμαχος αυτής της χειρονομίας καλής θέλησης απέναντι στους Αθηναίους, πιστεύει ότι, παράλληλα, πρέπει να έχουμε μια καλύτερη γνώση των όσων τεκταίνονται εκεί. Επομένως γνωρίζω ότι κάποιος από εμάς θα πρέπει να επισκεφτεί την Αθήνα και να επαληθεύσει τις διάφορες, συχνά αντιφατικές πληροφορίες που φτάνουν από την πρωτεύουσα πόλη των Ιώνων. Όμως δεν περίμενα να εγκριθεί τόσο γρήγορα η πρότασή του».
«Βρισκόμαστε σε μια φάση αλλεπάλληλων εξελίξεων και όπως ξέρεις ο βασιλιάς δεν καθυστερεί να πάρει αποφάσεις. Το γεγονός ότι η στρατιά θα βρεθεί και πάλι σε πορεία απαιτεί το να κλείσουμε εγκαίρως ορισμένες εκκρεμότητες.
Εξ άλλου, μετά τη σύλληψη του Δαρείου, που -πίστεψέ με- δεν πρόκειται να αργήσει, ο βασικότερος στόχος της εκστρατείας θα έχει επιτευχθεί και μέχρι τότε θα πρέπει να έχουμε ολοκληρώσει τον σχεδιασμό της επόμενης φάσης. Είναι λοιπόν αναγκαίο η ηγεσία να είναι καλά πληροφορημένη για το τι συμβαίνει σήμερα σε όλους τους τομείς. Να ξέρει τι σκέφτεται το στράτευμα, πώς αντιδρούν και τι σκαρφίζονται οι Πέρσες, αλλά και ποιο είναι το κλίμα στα μετόπισθεν, τόσο στην χώρα των Μακεδόνων, όσο και στις πόλεις του ευρύτερου ελληνικού χώρου.
Αλλά περισσότερα θα σου πω αύριο. Τώρα δεν πρέπει να καθυστερούμε άλλο, η σύσκεψη των εταίρων αρχίζει όπου να ‘ναι. Εσύ, όπως είπαμε, θα παραμείνεις στον προθάλαμο, εγώ θα ανιχνεύσω το κλίμα που θα επικρατήσει και, εάν χρειαστεί, θα σε ειδοποιήσω να μπεις για να δώσεις κάποιες διευκρινίσεις».
Ο Ευμένης διαλέγει ορισμένα από τα έγγραφα που πλημμυρίζουν το γραφείο του και τα τοποθετεί προσεκτικά μέσα με μια μεγάλη δερμάτινη θήκη. Μετά φωνάζει τον υπασπιστή του και του ζητάει να συμμαζέψει και να κλειδώσει τα υπόλοιπα. Με την θήκη με τα έγγραφα υπό μάλης, ξεκινάει για την αίθουσα όπου θα συνεδριάσουν οι Εταίροι. Ο Εύελπις και ο υπασπιστής τον ακολουθούν.
Ο ¨προθάλαμος¨ στον οποίο έχει αναφερθεί ο Ευμένης δεν είναι ο ¨όποιος κι όποιος¨ χώρος αναμονής, αλλά η εντυπωσιακή Απαντάνα της Περσέπολης, πλάι στην οποία -σε έναν μικρότερο εξ ίσου πολυτελή χώρο- διεξάγεται η σύσκεψη. Πρόκειται για μια τεράστια αίθουσα όπου κυκλοφορούν τώρα οι διάφοροι υπασπιστές και συνεργάτες, περιμένοντας μήπως και οι σύμβουλοι που συνεδριάζουν χρειαστούν τη συνεισφορά τους.
Η Απαντάνα δεν θα έπρεπε ίσως να προκαλεί έκπληξη στους Έλληνες. Στην τετράχρονη πορεία τους σε Αίγυπτο και Ασία έχουν ήδη δει και θαυμάσει εκπληκτικές κατασκευές. Έχουν ήδη εκπλαγεί και σχολιάσει τον τιτανικό γιγαντισμό των αιγυπτιακών φαραωνικών τάφων, τις ¨εκκρεμείς¨ κατασκευές της πληθωρικής Βαβυλώνας, καθώς και την ανάλογη (αν και κάπως μικρότερη) αίθουσα υποδοχής που οι Πέρσες αποκαλούν επίσης ¨Απαντάνα¨, στα Σούσα. Ωστόσο δεν μπορούν να αποφύγουν το να σηκώνουν κάθε τόσο τα βλέμματά τους προς τα πάνω, καμιά ογδονταριά πόδες[2] ψηλότερα και να κάνουν επαινετικά ή δεικτικά σχόλια για την πλούσια διακοσμημένη οροφή, καθώς και για τα περίτεχνα ζωόμορφα κιονόκρανα στην κορυφή των εβδομήντα δύο κιόνων που την στηρίζουν.
Στη νότια πλευρά της Απαντάνα ξεκινάει μια σύντομη εξωτερική στοά, η οποία ενώνει το γιγαντιαίο κτίριο υποδοχής με την μικρότερη διπλανή πολυτελή κατασκευή από γκρίζα σκληρή πέτρα, που οι Πέρσες αποκαλούν Ταχάρα[3]. Εκεί συνεδριάζουν σήμερα οι εταίροι του στενού κύκλου. Η είσοδος στη στοά φρουρείται εκατέρωθεν από δύο σωματώδεις μακεδόνες, αλλά η φρούρηση είναι περισσότερο τελετουργική παρά ουσιαστική, μια που κάθε τόσο μπαινοβγαίνουν σ’ αυτήν κάποιοι έμπιστοι συνεργάτες και υπηρέτες. Ένα χαρακτηριστικό περιβραχιόνιο κεντημένο με τον μακεδονικό ακτινωτό ήλιο επιτρέπει την πρόσβασή τους στα ενδότερα. Οι υπόλοιποι γνωρίζουν ότι ο χώρος αποτελεί ¨άβατον¨ εάν δεν υπάρχει ειδική πρόσκληση.
Εκεί καταφτάνει τώρα ο Εύελπις, ύστερα από πολλή ώρα αναμονής, συνοδευόμενος από τον αξιωματικό που τον ειδοποίησε ότι ο Ευμένης τον χρειάζεται.
Οι υψηλοί αξιωματούχοι της εκστρατείας (δύο δεκάδες πάνω κάτω) είναι καθισμένοι γύρω από μια μεγάλη ωοειδή ξύλινη τράπεζα, η κορυφή της οποίας παραμένει κενή.
Ο Εύελπις μπαίνοντας, βρίσκει τον Ευμένη να ομιλεί:
«…συνοψίζοντας σχετικά με αυτό το θέμα, μπορώ να πω ότι οι συνολικές προβλέψεις είναι θετικές και ότι οι επιμελητείες θα είναι σε θέση να ανεφοδιάσουν το στράτευμα, αφού οι επιτάξεις και οι αγορές των απαραίτητων βασικών αγαθών έχουν ολοκληρωθεί. Βέβαια, τα ειδικά αποσπάσματα ανεφοδιασμού θα πρέπει να παραμείνουν σε επιφυλακή και να προηγούνται της πορείας του κυρίως εκστρατευτικού σώματος, προκειμένου να επιτάξουν οτιδήποτε άλλο χρειαστεί.
Η συνεργασιμότητα των πληθυσμών που θα συναντήσουμε καθ’ οδόν, σύμφωνα με τις αναφορές των ανιχνευτών, δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη γιατί αφήσαμε ήδη πίσω τις εξαρτημένες περιοχές και μπαίνουμε σε ορεινά εδάφη που ανέκαθεν ανήκαν σε Πέρσες και Μήδους, δηλαδή στα αρχοντικά σόγια της αυτοκρατορίας. Όμως η φήμη των νικών μας έχει ήδη διαδοθεί -φροντίσαμε κι εμείς γι αυτό- όπως και η φήμη για την πρόθεσή μας να είμαστε ευμενείς ή σκληροί, ανάλογα με το εάν υπάρχει ή όχι διάθεση για συνεργασία από τους ντόπιους. Οι πληροφορίες μας λένε ότι επικρατεί διχόνοια ανάμεσα στους πέρσες ηγέτες της περιοχής και ότι εκείνοι που θα ήθελαν να καταστρέψουν υποχωρώντας κάθε δυνατή πηγή ανεφοδιασμού, δεν κατάφεραν μέχρι στιγμής να επιβάλουν την άποψή τους».
Οι περισσότεροι από τους παριστάμενους δεν δείχνουν να έχουν αντιρρήσεις στα όσα λέει ο Καρδιανός εταίρος, μερικοί μάλιστα κουνάν επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους. Ο Ευμένης βλέπει ότι ο Εύελπις είναι πλέον μέσα στην αίθουσα και του κάνει νεύμα να πλησιάσει.
«…Αλλά η ένταση και η ανασφάλεια δεν επικρατεί μόνο σε τοπικό επίπεδο», συνεχίζει, «από ό, τι φαίνεται, κυριαρχεί πλέον και ανάμεσα στους πρίγκιπες και τους επιτελικούς του περσικού στρατού. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τα όσα συνέβησαν πρόσφατα στα Σούσα όπου βρίσκεται, δυστυχώς τραυματίας αυτή τη στιγμή, ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος. Εκεί είχαμε μια εν πολλοίς αποτυχημένη προσπάθεια εισβολής στο θησαυροφυλάκιο της πόλης, η έρευνα για την οποία, όμως, μας οδήγησε στην επιβεβαίωση κάποιων διάσπαρτων πληροφοριών που ήδη είχαν φτάσει στ’ αυτιά μας: Ανάμεσα στους Πέρσες ευγενείς εξυφαίνεται συνωμοσία κατά του Δαρείου του Κοδομανού. Την έρευνα διεξήγαγε ο Εύελπις ο Μεγαρέας, ο οποίος μόλις έφτασε από την πρωτεύουσα της Σουσιανής και που, εάν το επιθυμείτε, μπορεί να σας πει περισσότερα για τα όσα συνέβησαν εκεί».
Δεν υπήρξαν αντιρρήσεις και ο Ευμένης έκανε νόημα στον Εύελπι να έρθει δίπλα του και να πάρει το λόγο.
Ο Μεγαρέας δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα παραστεί, και πολύ περισσότερο μιλήσει, σε μια σύσκεψη της αφρόκρεμας των εταίρων. Όμως το ενθαρρυντικό βλέμμα του Ευμένη τον βοηθάει να ξεπεράσει όποια συστολή μπορεί να αισθάνεται μπροστά στους πιο ένδοξους -μερικοί από αυτούς είναι ήδη ζωντανοί θρύλοι- και τους πιο έμπειρους από τους συμπολεμιστές της εκστρατείας. Ξέρει ότι επιθυμία του Καλλισθένη είναι οι πολεμιστές της πρώτης γραμμής να γνωρίζουν την σημασία των ¨κρυφών μαχών¨ που δίνονται από τις ¨υπηρεσίες¨ στο παρασκήνιο της εκστρατείας, αλλά ξέρει επίσης ότι μιλώντας στους σκληρούς μάχιμους πρέπει να είναι λακωνικότερος των Σπαρτιατών. Έτσι περιορίζεται στα βασικά: Οι Πέρσες είναι διαιρεμένοι και εμείς κάνουμε ό, τι χρειάζεται έτσι ώστε κάθε γεγονός, κάθε πληροφορία, να αποβεί σε όφελος της νικηφόρου πορείας του στρατεύματος.
Ό Εύελπις έχει σχεδόν ολοκληρώσει τα όσα έκρινε σκόπιμο να πει, όταν μια αναταραχή στην είσοδο της αίθουσας τραβάει την προσοχή του, καθώς και την προσοχή του υψηλού ακροατηρίου του προς τα εκεί. Πριν το βλέμμα του τον βοηθήσει να ξεκαθαρίσει περί τίνος ακριβώς πρόκειται, ακούει τους ξηρούς κρότους που δημιουργεί το κτύπημα των σαυρωτήρων[4] στο πέτρινο πάτωμα της αίθουσας και βλέπει τους εταίρους να πετάγονται όρθιοι και σχεδόν συντονισμένα να ζητωκραυγάζουν.
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος και η συνοδεία του έχουν μπει στην αίθουσα.
Από μακριά εκείνο που ξεχωρίζει είναι το λοφίο από την περικεφαλαία του εταίρου Ηφαιστίωνα, αλλά καθώς η ομάδα πλησιάζει στο τραπέζι, είναι φανερό ότι η προσοχή όλων εστιάζεται σε έναν όμορφο, αν και λιγότερο εντυπωσιακό, νέο άνδρα, με ξανθή χαίτη και σταθερό, αποφασιστικό βλέμμα, του οποίου η παρουσία μοιάζει να μαγνητίζει και να ξεσηκώνει όλους τους παρευρισκόμενους.
Καθώς ο βασιλιάς μέσα σε κραυγές ενθουσιασμού πλησιάζει στο τραπέζι της συνεδρίασης, στο μυαλό του Εύελπι έρχονται μερικές εμπιστευτικές φράσεις του Καλλισθένη:
¨Οι μακεδόνες αγαπάνε ειλικρινά τον βασιλιά τους, και όχι μόνον επειδή τους οδηγεί από νίκη σε νίκη. Τον αγαπούν γιατί μάχεται δίπλα τους, γιατί τον αισθάνονται όμοιό τους. Ο ίδιος όμως, ίσως χωρίς να το αντιλαμβάνεται καν, έχει υποστεί την επιρροή της υπερβολικά φιλόδοξης μάνας του. Έτσι, αν και είναι ευτυχισμένος, μόνον όταν βρίσκεται -ίσος μεταξύ ίσων- ανάμεσα στους φίλους και τους συμπολεμιστές του, και αυτό μπορεί να το καταλάβει εύκολα όποιος τον παρατηρήσει προσεκτικά, θέλει ταυτόχρονα να ξεχωρίζει όχι σαν απλός βασιλιάς-ηγέτης, αλλά σαν κάτι το παραπανίσιο, που του το έχει υποβάλει η ανικανοποίητη εμμονή της Ολυμπιάδας¨.
Ο Αλέξανδρος κατευθύνεται χαμογελώντας προς στην κορυφή της μεγάλης τράπεζας σφίγγοντας τα χέρια που προτείνονται προς το μέρος του. Για μια στιγμή κοντοστέκεται για να σφίξει τον καρπό του Ευμένη. ¨Ναι¨, σκέφτεται ο Εύελπις, ¨αυτός είναι ο Αλέξανδρος των φίλων, των Μακεδόνων, των Ελλήνων!¨
«Ενημερώθηκαν;» ρωτάει ο βασιλιάς τον Καρδιανό.
«Ναι Αλέξανδρε».
Η προσοχή του βασιλιά στρέφεται τώρα προς τον Μεγαρέα.
«Ο Ευμένης μου είπε ότι ο Ολύνθιος είναι καλύτερα. Θεωρείς ότι θα τον έχουμε σύντομα πλάι μας;»
«Ναι, βασιλέα Αλέξανδρε. Σύντομα θα είναι σε θέση να ταξιδέψει», απαντά ο Εύελπις.
«Χαίρομαι που το ακούω. Έμαθα επίσης ότι η μεταφορά των θησαυρών στα Σούσα έγινε με επιτυχία, ενώ κατά την επιστροφή σου εδώ είχες κάποια προβλήματα, τα οποία όμως αντιμετωπίστηκαν».
Ο Εύελπις απορεί. Ο Ευμένης έδωσε στο βασιλιά τόσο λεπτομερή αναφορά που να περιλαμβάνει και το ταξίδι της επιστροφής στην Περσέπολη; Αλλά αμέσως μετά καταλαβαίνει. Για την ιστορία της ενέδρας στον Καλαμώνα πρέπει να μίλησε στον βασιλιά ο καλός του φίλος, ο Άρπαλος. Ανασηκώνει το βλέμμα του και, πράγματι, διακρίνει λίγο πιο πίσω, δυσδιάκριτο ανάμεσα στους ψηλόκορμους εταίρους, τον γιο του Μαχάτα να του στέλνει ένα μικρό δυσερμήνευτο χαμόγελο.
«Όλα πήγαν καλά βασιλιά Αλέξανδρε».
«Εύχομαι να πάνε όλα καλά και στη νέα σου αποστολή», λέει ο βασιλιάς καθώς τους αφήνει και παίρνει τη θέση του στην κεφαλή του τραπεζιού.
***
[1] Αντίπατρος: Ευγενής Μακεδόνας στην υπηρεσία αρχικά του Φίλιππου, ορίστηκε στη συνέχεια από τον Αλέξανδρο ως στρατηγός αντιβασιλέας της Μακεδονίας, για όσο θα διαρκούσε η εκστρατεία στην Ασία. Κατά την εποχή της αφήγησής μας (330 πΧ ) ο Αντίπατρος, αφού είχε ήδη εξουδετερώσει ορισμένα κινήματα αποστασίας στον Πόντο και την Θράκη, είχε στραφεί κατά των εξεγερμένων Σπαρτιατών, τους οποίους και νίκησε στη μάχη της Μεγαλόπολης.
[2] Για την ακρίβεια 24 μέτρα ή (με τον πόδα στα 0,3053μ) 77,84 πόδια ή 7,78 άκαινες (1 άκαινα=10 πόδες)
[3] Η Ταχάρα (στην παλιά περσική γλώσσα: χειμερινό ανάκτορο) κτίστηκε από τον Δαρείο τον πρώτο και τελειοποιήθηκε από τον Ξέρξη. Πρόκειται για μια (σχετικά) μικρή κατασκευή 1160 τ. μέτρων. Η αίθουσα στην οποία τοποθετούμε την (υποτιθέμενη) σύσκεψη είναι υπαρκτή στα ερείπια της Περσέπολης και έχει επιφάνεια 15.15 × 15.42 μέτρα
[4] Σαυρωτήρας: Μεταλλικό εξάρτημα στη βάση των ακοντίων, προκειμένου να διευκολύνεται η στερέωσή τους στο έδαφος και να ισορροπείται το βάρος της αιχμής.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Αλέξανδρος, Ευμένης, Εύελπις, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Περσέπολη | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Δ΄κεφάλαιο Όγδοο: Η μύηση του Οινοκράτη
Posted by vnottas στο 20 Μαΐου, 2016
Μέρος Δ΄
Κεφάλαιο όγδοο. Ο Οινοκράτης και η μυητική τελετή
Εάν ο Οινοκράτης δεν είχε δει τον τελευταίο καιρό όνειρα, όνειρα από εκείνα που εξελίσσονται κάπου ανάμεσα σ’ ένα ασαφές υπερβατικό σκηνικό και σε μια θολή γήινη πραγματικότητα, ίσως δεν θα είχε μέτρο σύγκρισης προκειμένου να περιγράψει την εμπειρία της ημέρας εκείνης. Ωστόσο, καταλήγει ότι αυτήν την αίσθηση, την κάπως περίεργη, την κάπως ανησυχητική, την με κάποια έξαρση, την με κάποιο κατακάθι, την είχε ¨εν τινι μέτρω¨ ξανααισθανθεί μόνον σε αυτά τα αλλόκοτα όνειρα που τον κατακλύζουν τελευταία.
Είχαν έρθει να τον πάρουν δύο εντυπωσιακοί παιδαράδες οπλίτες, ντυμένοι με την καλή τους στολή, που είναι και οι τελευταίοι των οποίων είδε τα πρόσωπα εκείνη τη μέρα. Αυτοί, χωρίς περιττά λόγια, -για να είμαστε πιο ακριβείς, χωρίς να βγάλουν μιλιά – περιορίστηκαν στο να του δέσουν τα μάτια με ένα μαλακό μαύρο ύφασμα και, μετά, να τον επιβιβάσουν σε μια κλειστή άμαξα.
Καλπασμός, τίκι τάκα πάνω στο λιθόστρωτο των δρόμων των Σούσων και μετά σούρσιμο πάνω σε χωματόδρομους ποιος ξέρει που.
Χλιμίντρισμα, σταμάτημα κάπου, ή κάπου αλλού!
Κάποιος να τον τραβάει για να κατεβεί απ’ την άμαξα.
Κάποιος να του δίνει την άκρη ενός μπαστουνιού. Κάποιος, που κρατάει την άλλη άκρη, να τον τραβάει προς τα κάπου.
Περπάτημα. Στροφές. Μυρωδιά υγρασίας, ίσως μούχλας.
Σκαλοπάτια ανηφορικά. Σκαλοπάτια κατηφορικά, γλιστερά.
Αντήχηση. Για να φτιάχνει τέτοια αντήχηση, ο χώρος πρέπει να είναι κλειστός και ψηλοτάβανος, ίσως θολωτός.
Τον στήνουν όρθιο σε κάποιο σημείο. Μυρωδιές μυστηριώδεις, απροσδιόριστης προέλευσης, που αιωρούνται…
Τώρα επικρατεί απόλυτη σιγή!
Έξαφνα, μια συγχρονισμένη χορωδιακή βοή αρχίζει υπόκωφα και ανελίσσεται αστραπιαία σε οξύτατη ιαχή.
Ο Οινοκράτης τρομάζει, όπως θα τρόμαζε οποιοσδήποτε που θα του έκαναν ξαφνικά και απροειδοποίητα ¨μπαμ¨ πίσω από τ’ αφτί∙ για να τα λέμε όλα: ίσως και λίγο περισσότερο.
Η ιαχή καταλαγιάζει και μετατρέπεται σε μια σχεδόν ψιθυριστή μουρμούρα. Ο Οινοκράτης ηρεμεί και προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς λένε. Δεν τα καταφέρνει.
Παύση. Δονούμενη ανησυχητική σιγή.
Κάποιος του βάζει ένα κουτάλι ανάμεσα στα δόντια. Κατάποση εκ των πραγμάτων στραβή. Γεύση γλυκόπικρη!
Παύει να είναι ακριβώς ξύπνιος ή ακριβώς εν υπνώσει, αλλά αρχίζει να καταλαβαίνει για ποιο πράγμα μιλάει το μουρμουρητό που ξαναρχίζει.
Πρόκειται για μια θεϊκή ιστορία!
Άγνωστη;
Όχι. Γνωστή!
Ζωντανεύει ο ¨μύθος¨ του τιτάνα Προμηθέα, εκείνου που ¨πρώτα σκέφτεται¨. Του γιού του Ιαπετού και της Θέμιδας, της μητέρας προστάτιδας της ανθρώπινης τάξης και των θεσμών.
Του Προμηθέα που μεγαλώνει αλλιώτικος από τους άλλους τιτάνες και αλλιώτικος κι από τους Ολύμπιους.
Του Προμηθέα που αγαπάει τους θνητούς σε βαθμό που να αποπειραθεί, για χάρη τους, να ξεγελάσει τους θεούς.
Του Προμηθέα που μπάζει τους θνητούς στο θεϊκό παιχνίδι, χαρίζοντάς τους καινούργια μυστήρια όπλα!
Του Προμηθέα που δρα κρυφά για το κοινό ανθρώπινο καλό.
Του Προμηθέα που δρα κρυφά, αλλά χαρίζει τη Γνώση!
Του Προμηθέα που παρακούει, αλλά ¨προμηθεύει¨ την φωτιά της κατασκευής και της κάθαρσης!
Του Προμηθέα που θα διωχθεί, θα βασανιστεί!
Του Προμηθέα που θα δικαιωθεί τελικά χάρη στην παρέμβαση του ημίθεου προγόνου: του μαχητή Ηρακλή!
Μία φωνή, μόνη, αναρωτιέται:
«Είναι ένοχος για όλα αυτά ο Προμηθέας;»
«Όχι», απαντούν εν χορώ πολλές φωνές. «Είναι αθώος!»
«Είναι αθώος», ψελλίζει και ο Οινοκράτης, πεισμένος μεν, αλλά με βαριά βλέφαρα.
Πρέπει κάπου να υπάρχει ένα κύμβαλο με ήχο βαθύ. Ηχεί και η αφήγηση ολοκληρώνεται.
Κάποιος πλησιάζει και αφαιρεί τον μαύρο επίδεσμο από τα μάτια του Οινοκράτη.
Η ορατότητα δεν βελτιώνεται. Η αίθουσα είναι μαύρη. Η οροφή δεν διακρίνεται, ούτε οι περιμετρικοί τοίχοι. Οι παρόντες είναι τυλιγμένοι στο ανεπαρκές ημίφως λίγων και ασθενικών επικρεμάμενων καντηλιών και σε μελανές τηβέννους. Και φορούν μάσκες που μοιάζουν με εκείνες των ηθοποιών στις τραγωδίες.
Ένας απ’ αυτούς κάνει δυο βήματα μπροστά και ρωτάει υψηλόφωνα.
«Εσύ ποιος είσαι;»
Ο Οινοκράτης δεν είναι σε θέση να απαντήσει και κατά συνέπεια δεν απαντά. Βρίσκεται ακόμη στον Καύκασο και παρακολουθεί με δέος την απελευθέρωση του Προμηθέα από τον Ηρακλή τον ροπαλοφόρο, κάτω από τις επευφημίες των θνητών που έτυχε να είναι ζωντανοί εκείνη την ηρωική-θεϊκή περίοδο.
Ένας καταρράκτης από ψυχρό νερό που προέρχεται από κάπου ψηλά, τον κατάμουσκεύει και τον επαναφέρει στην (αλλοιωμένη) πραγματικότητα.
«Εσύ ποιος είσαι;», επαναλαμβάνει η Φωνή.
«Ο Οινοκράτης», λέει ο Οινοκράτης με επιφύλαξη.
«Και τι θέλεις;» επιμένει η Φωνή.
«Να υπηρετήσω», απαντά ο Σικελός που για αυτή την ερώτηση είναι κατάλληλα δασκαλεμένος.
«Στο όνομα ποίου;» ρωτάει μια άλλη φωνή.
«Του προστάτη της Γνώσης. Του Προμηθέα».
«Για ποιον;»
«Για την πατρίδα, τον βασιλέα, την εκστρατεία».
«Και ποίος ο ανάδοχος;» ακούγεται μια ακόμη φωνή.
Ευτυχώς σε αυτή την ερώτηση απαντούν από μόνοι τους και από κοινού οι υπόλοιποι, γιατί ο Οινοκράτης νόμιζε ότι ανάδοχος ήταν ο αφέντης του.
«Ο φέρων το Κάλλος του Σθένους!» χορ-ωδούν οι φωνές έμπλεες σεβασμού.
Του έγιναν κι άλλες ερωτήσεις, περισσότερο για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του τελετουργικού, παρά για να μάθουν κάτι καινούργιο οι μασκοφόροι, γιατί ο Οινοκράτης είχε ήδη καταθέσει γραπτά τις βασικές απαντήσεις στα πιο εύλογα ερωτήματα των υπηρεσιών, ακολουθώντας τις συμβουλές που του είχε δώσει ο Εύελπις πριν φύγει.
Όταν οι ερωτήσεις τελείωσαν, του ζητούν να μπει μέσα σε μια ξύλινη κάσα που βρίσκεται ακουμπισμένη εκεί κοντά, αν και δε την είχε παρατηρήσει πρωτύτερα. Μπαίνει και ξαπλώνει μέσα της, ενώ οι μασκοφόροι αποχωρούν ένας ένας, προφανώς για να πάνε να συσκεφτούν και να βγάλουν την τελική ετυμηγορία.
Κάποιος, πριν φύγει, καρφώνει το καπάκι του κιβώτιου που εγκυμονεί πλέον Οινοκράτη σε κατάσταση ημιεγρήγορσης. Ευτυχώς οι σανίδες του κουτιού έχουν μεταξύ τους κενά απ’ όπου ο υγρός αέρας της αίθουσας μπορεί να φτάσει ως τα ρουθούνια του -συμβολικά νεκρού- μουσκεμένου επίδοξου κρατικού λειτουργού
Στη κοιλιά της κάσας το υποψήφιο μέλος των υπηρεσιών περιμένει… Ώρες, που του φαίνονται ατέλειωτες. Φτερνίζεται. ¨Πάλι καλά που μου κάνουν τη συντομευμένη διαδικασία… Πού και να μου κάνανε την ΄αναλυτική΄¨, σκέφτεται (καθώς σιγά σιγά ανακτά την γνωστή του θυμοσοφία) και παρηγοριέται.
Κάποτε ακούγονται και πάλι ήχοι προσέλευσης. Ένας ξεκαρφωτής ανοίγει την κάσα, ενώ οι λοιποί μασκοφόροι επιδίδονται σε άσματα μάλλον πανηγυρικού χαρακτήρα.
Ο Οινοκράτης βγαίνει με δυσκολία από το κιβώτιο και προσπαθεί να ξεαγκυλωθεί και να στηθεί όρθιος. Ίσως και να τα κατάφερνε, εάν δεν τον πλησίαζε ένας, με τραγική έκφραση (στη μάσκα) και δεν τού έλεγε με εγκάρδια ιλαρότητα: «Συγχαρητήρια νέε! Τα κατάφερες!», ενώ παράλληλα του καταφέρει ισχυρή κατραπακιά οικειότητας στην πλάτη. Ο Οινοκράτης παραπαίει.
«Είσαι πλέον εις εξ ημών», τον διαβεβαιώνει ένας άλλος, με μια κατραπακιά που, προερχόμενη από την άλλη του πλευρά, τον βοηθάει να ξαναβρεί μια στοιχειώδη ισορροπία, πριν πλακώσουν ενθουσιασμένοι και οι υπόλοιποι.
Τελικά του ξαναδένουν τα μάτια και του δίνουν πάλι το μπαστούνι.
Όχι πολύ αργότερα από ¨σε λίγο¨ θα βρεθεί και πάλι μπροστά στην πόρτα της οικίας που έχει παραχωρηθεί ως κατάλυμα στον Εύελπι και τον πιστό του (τέως υπηρέτη, νυν συνεργάτη και, κυρίως – πλέον- μέλος των αφανών υπηρεσιών) Οινοκράτη (τον πρώτο, μεταξύ άλλων, στη σύνθεση ευεργετικών αφεψημάτων).
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση, Μύηση, Οινοκράτης | Leave a Comment »
Ποιητές στη Σκάλα του Μοδιάνου…
Posted by vnottas στο 17 Απριλίου, 2016
(γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος)
Πήγα στις 3 το μεσημέρι στ’ αεροδρόμιο να πάρω δυο σπουδαίους ποιητές που έρχονταν απ την Αθήνα με τις γυναίκες τους και παρκάρισα το σαράβαλο μου στη θέση των vip σκεπτόμενος πως αν ερχόταν τροχονόμος θάλεγα τη ψεματάρα μου – πως θα παραλάβω το Σύμβουλο του Υπουργείου Πολιτισμού- και τράβηξα προς το παγκάκι που είχε και κάδο καπνιστή- απέναντι απ την έξοδο των αφίξεων -να κάνω το τσιγάρο μου. Το αεροπλάνο είχε μια ώρα καθυστέρηση άρα οριακά θα προλαβαίναμε την εκδήλωση -στη Διεθνή Έκθεση του Βιβλίου- όπου θα μιλούσα μ’ ένα φίλο μου για τον έναν απ τους δυο ποιητές και το βιβλίο του.
Έκανα το τσιγαράκι μου κι είπα σ’ έναν άλλον δίπλα μου που καθόταν και κάπνιζε συνομήλικο μου περίπου ‘πως στο τέλος θα μας πυροβολούν γιατί καπνίζουμε’ και συμφώνησε ενώ απ’ την πόρτα των πληρωμάτων είδαμε νάρχεται μια ομάδα ιπταμένων που περνούσε από μπροστά μας με επικεφαλής μια γυναικάρα 1,80 που είχε στα μπράτσα της 4 σιρίτια –μίλαγε βιαστικά γαλλικά στους άλλους πίσω της- του λέω ‘μεγάλε, σκέφτεσαι ό,τι σκέφτομαι γι αυτήν που είναι κυβερνήτης…’ απαντάει ‘αν σκέφτομαι λέει’ και γελάμε.
Έρχονται οι ποιητάρες με τις γυναίκες τους στις 4 και 5΄ και τους βάζω στ’ αμάξι και τρέχω όσο τρέχει το κωλάμαξο να προλάβουμε να περάσουμε απ’ το σπίτι, να πάρουμε ένα αναψυκτικό και μετά πάμε στην εκδήλωση -οριακά πάντα- κι ευτυχώς βρίσκω να παρκάρω κι έχω την ηλίθια ιδέα να μπούμε στο ασανσέρ 5 άτομα, που μόλις κλείνει η πόρτα και πατώ όγδοο κατεβαίνει μισό μέτρο και μπλοκάρει.
Ντρέπομαι αφάνταστα που με τη μαλακία μου εγκλώβισα τους ποιητές μου και τις γυναίκες τους στο ασανσέρ -ευτυχώς πιάνει σήμα το κινητό- και περιμένουμε την Πυροσβεστική να μας απεγκλωβίσει, η εκδήλωση είναι στις 5, έρχονται τα παλικάρια της Πυροσβεστικής σ’ ένα δεκάλεπτο, μας βγάζουν απ’ το ασανσέρ και με τη ψυχή στο στόμα, ξαναμπαίνουμε στο σαράβαλό μου για την Διεθνή Έκθεση, όπου φτάνουμε με 5 λεπτά καθυστέρηση -πλην όμως- η προηγούμενη εκδήλωση θέλει 30 λεπτά για να τελειώσει και μου λέει η υπεύθυνη πως η καθυστέρηση οφείλεται σ’ έναν Αργεντινό συγγραφέα που άργησε ναρθεί κι αυτός κι έρχεται η καρδιά μου στη θέση της και όταν έρχεται η σειρά μας παρουσιάζουμε με άψογο τρόπο τον φίλο μας ποιητή και παίρνουμε χειροκροτήματα και το ίδιο βράδυ πηγαίνουμε σ ένα μαγαζί στη Μοδιάνο, όπου γινόμαστε μια μεγάλη παρέα κι ένας ψυχοπαθής δικηγόρος που παίζει όλα τα τραγούδια του κόσμου, φέρνει μια σκάλα μπογιατζή -διπλή δηλαδή, που την ονομάζει αυθαιρέτως κι επιτυχώς ‘Σκάλα του Μοδιάνου’, όπου αναβαίνουμε όλοι με τη σειρά -εγώ απήγγειλα Πούσκιν στα ρώσικα- και ο μέγιστος ποιητής Μάγιστρος της Ηπείρου τραγούδησε το ‘Γιάννη μου το μαντήλι σου’ και γενικά περνούμε μια καλοπέραση και γαμώ την ευχαρίστηση και σκεφτόμουν πως η ‘Σκάλα του Μοδιάνου’ είναι σαφώς πιο ειλικρινής από τη Σκάλα του Μιλάνου -όλο φρου φρου κι αρώματα- και πως οι φίλοι μου ήταν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι παρά το γεγονός πως στην αρχή όλα πήγαιναν στραβά κι εγώ -έστω για λίγο ήμουν ευτυχισμένος…
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ηλίας Κουτσούκος, Μοδιάνο, Ποιητές | Leave a Comment »
Ένας απηυδισμένος Αμλετ και λίγος Μπρελ (σε επανάληψη)
Posted by vnottas στο 10 Απριλίου, 2016
Για τον απηυδισμένο Άμλετ γράφει ο Ηλίας και από τους ¨Μπουρζουάδες¨ του Μπρελ (εδώ) επαν-αναρτάται η ανάγνωση της απόδοσης στα ελληνικά, γιατί κατά κάποιο (άγνωστο) τρόπο είχε εξαφανιστεί από την παλιά ανάρτηση. [Η βλάβη προς το παρόν αποκαταστάθηκε]
O άγριος Άμλετ
(Γράαφει ο Ηλίας Κουτσούκος)
Ο Τάκης Στημένος τάχει παίξει. Έχει κλείσει τα 36 κι ενώ ήταν τρία χρόνια άνεργος, τώρα καλείται να παίξει «Άμλετ» στον πρωτοποριακό θίασο το «άλλο όνειρο» ενός σαρανταπεντάρη σκηνοθέτη ο οποίος είναι – κατά τον Τάκη και το σινάφι των ηθοποιών- ‘πυροβολημένη αδερφή’ και θεατρική ψωνάρα.
Επίσης ο Τάκης έκανε το λάθος να επιτρέψει στον σκηνοθέτη -πριν ένα εξάμηνο- να τον ‘ακουμπήσει’ μέσα σ ένα μπαρ και τώρα, είναι υποχρεωμένος να βρίσκει δικαιολογίες ώστε να μη του την ‘πέφτει’ μπροστά στους άλλους ηθοποιούς στις πρόβες, ούτε να τον χουφτώνει κάθε τόσο με τη δικαιολογία ,της ‘σκηνοθετικής κατεύθυνσης’ πάνω στον μονόλογο του Άμλετ, ενώ οι συνάδελφοί του το έχουν μυριστεί και το πείραγμα πέφτει σύννεφο.
Απόψε έχουν πρεμιέρα κι ο Τάκης στο καμαρίνι του προσπαθεί να συγκεντρωθεί, ξέρει πως στην πλατεία δεν έχει ούτε πενήντα θεατές -οι περισσότεροι με προσκλήσεις- ξέρει πως το έργο δεν θα κρατήσει ούτε βδομάδα, μέσα σ αυτή την κρίση των πάντων και πασών, ξέρει πως θα ξαναμείνει άνεργος, ξέρει πως θα πρέπει να παραμείνει-άγνωστο για πόσο- στη θεία του την Αμαλία, στο δυάρι του Κολωνού, ξέρει πως έχει αρχίσει να σιχαίνεται όλο τον κόσμο, αλλά τελευταία και τον εαυτό του.
Κι ενώ ο ηθοποιός όταν ‘παίζει’ ,πρέπει να παραμένει απερίσπαστος απ’ όλα τα καθημερινά του προβλήματα, ο Τάκης Στημένος βρίσκει τον εαυτό του ξαφνικά περικυκλωμένο από αφόρητους ηλίθιους, στους οποίους ο Σαίξπηρ σίγουρα θα απαγόρευε την είσοδο στα έργα του κι ενώ αρχίζει στη Τρίτη πράξη, σκηνή πρώτη, να απαγγέλει τον μονόλογο του «να ζει κανείς ή να μη ζει -αυτό είναι το ζήτημα- τι είναι ανώτερο στο πνεύμα, να υποφέρεις πετριές και βέλη άδικης τύχης, ή να κάνεις επανάσταση ενάντια σ’ ένα πέλαγο βάσανα και με την άρνηση τους να τους δώσεις τέλος..» σ’ αυτό το σημείο, μένει το χέρι του μετέωρο, κρατώντας την πλαστική νεκροκεφαλή, νιώθει εγκλωβισμένος στο ηλίθιο στενό μπλουτζίν [άποψη του βλάκα σκηνοθέτη, γιατί που ακούσθηκε Άμλετ με μπλουτζίν και άρβυλα..] και σαν υπνωτισμένος απ’ ιερό καθοδηγητή τρομοκράτης, συνεχίζει τον Μονόλογο με δικά του λόγια όμως, που φεύγουν απ το στόμα του βροντώδη και πεντακάθαρα δηλαδή « ακούστε καθυστερημένοι και της πλατείας όλοι εσείς οι κοιμισμένοι, η Επανάσταση δεν θα έρθει με κλανιές και τα αβγά δεν βάφουν με πορδές, εσείς θα μένετε διαρκώς υπνωτισμένοι και στον ηλίθιο τον κόσμο σας κλεισμένοι…» κι εδώ σταματάει, μένει ακίνητος κοιτώντας την νεκροκεφαλή, και ξαφνικά σηκώνονται δύο απ την πρώτη σειρά φωνάζοντας υστερικά ‘μπράβο, μπράβο, μπράβο’ κι αμέσως σηκώνονται κι οι πενήντα θεατές όρθιοι φωνάζοντας και χειροκροτώντας ‘μπράβο, μπράβο, μπράβο..’ κι ο Τάκης Στημένος νιώθει πια, πως δεν έχει ελπίδα, με ό,τι τον περιβάλλει και φεύγει απότομα απ τη σκηνή, ενώ στα παρασκήνια πέφτουν επάνω του και τον αγκαλιάζουν, ο Πολώνιος απ το Γαλάτσι, ο Κλαύδιος απ το Περιστέρι κι η Οφηλία απ τα Πετράλωνα, ο ηλίθιος πρωτοποριακός σκηνοθέτης που φωνάζει «μπράβο μωρό μου, τους έσκισες αγάπη μου κι ο Τάκης σαν χτυπημένος από άγριο θεριό λέει ψιθυριστά « ρε άντε γαμηθείτε όλοι σας βλαμμένοι..»
***
Οι Μπουρζουάδες του Ζακ Μπρελ
Ανάγνωση της προσαρμογής στα Ελληνικά
Posted in Μπρελ στα ελληνικά, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΣΤΙΧΟΙ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Αμλετ, Ανάγνωση, Ηλίας Κουτσούκος, Μπρέλ, Μπουρζουάδες | Leave a Comment »
Ο Μπάμπης το λιοντάρι
Posted by vnottas στο 17 Μαρτίου, 2016
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
Ο Τάκης ο Τρούμαν ήταν απόλυτος στο τηλέφωνο: «σου έχω έκπληξη μεγάλη. Θα σε πάω εκδρομή αύριο, να δούμε ένα φίλο που μένει μ’ ένα λιοντάρι στο σπίτι του, μήπως και συνέλθουν τα νεύρα σου. Αν πεις όχι, θα σε πλακώσω…»
Το άλλο πρωί γύρω στις 10, βρισκόμαστε στο δρόμο Θεσσαλονίκης-Μουδανιών κι ο Τάκης μιλάει συνεχώς και βλέπω το κοντέρ του σαράβαλου Χιουντάι που οδηγεί στα 120, του λέω «πιο σιγά ρε μαλάκα θα σκοτωθούμε…» Αυτός απαντάει πως τρέχει όσο είναι τα χρόνια μας, δηλαδή “εξήντα κι εξήντα, άρα 120…»
Του λέω, ”εσύ ρε μαλάκα είσαι 77 κι εγώ 65 τη τύφλα σου, δεν ξέρεις από αριθμητική…” «Δεν ξέρω, λέει, γιατί όταν ήμουν παιδάκι πουλούσα στα μπουρδέλα τσιγάρα κι έτσι έχανα τις τάξεις. Πήγα δυο φορές στη δευτέρα και δυο φορές στη τρίτη, για να τα μάθω καλύτερα, αλλά με κορόιδευαν οι συμμαθητές και τους πλάκωνα, γι αυτό τα παράτησα, δηλαδή με έδιωξαν οι δάσκαλοι…»
Το μόνο που ξέρω με τον Τάκη τον Τρούμαν, είναι πως τουλάχιστον δεν θα πλήξω. Τρούμαν τον λέμε από το 1960 -που ήταν πρωταθλητής πυγμαχίας- γιατί οι γροθιές του ήταν σαν την ατομική βόμβα που έριξαν οι Αμερικάνοι.
Τον ρωτάω πως ζει ο Γρηγόρης, ο γνωστός από παλαιά σαν ‘ξανθός μάγος’ που τρύπαγε το στήθος του με μπλακεντέκερ και κατάπινε σπαθιά κι ήταν μύθος στη δεκαετία του ‘70.
«Ξέρω ‘γω πως ζει ο μαλάκας κι από πού έχει λεφτά. Η σύνταξή του είναι 480 ευρό, αλλά μπορεί να έχει μαζέψει απ’ τα νιάτα του που ήταν στο Λας Βέγκας…»
Φτάνουμε στη Καλλικράτεια και σταματάμε σ’ ένα σπίτι γωνιακό που έχει ένα τεράστιο ψηλό τοίχο γύρω του. Μας ανοίγει ο ίδιος ο Γρηγόρης που τα ξανθά μαλλιά του έχουν αραιώσει και το στομάχι του ξεχειλίζει κάτω απ το κοβάλτ μπλε στενό του πουκάμισο.
Αρχίζει «καλώς τα παιδιά, καλώς τους όμορφους» και μπαίνουμε σ ένα μεγάλο σαλόνι που είναι φορτωμένο με τα πιο κιτς πράγματα κι έπιπλα σε χρυσαφί χρώματα, γραμμόφωνα, αγάλματα φέικ κι αγαλματίδια κακοφτιαγμένες Αφροδίτες, ψεύτικα σπαθιά και ψεύτικα διπλώματα μαγείας, φωτογραφίες απ’ το τσίρκο Μεντράνο, φωτογραφίες απ’ την Αμερική κι ό, τι άλλο έχει να προσθέσει η αισθητική του Γρηγόρη απ τα Γρεβενά.
Ο Τάκης του λέει, «να σου φέρω σε μεγέθυνση και μια φωτογραφία με τα αρχίδια μου να την κρεμάσεις» κι ο Γρηγόρης όλο γελάει και πάει για το ψυγείο για να φέρει δυο παγωμένες μπύρες.
Πίνουμε σιγά-σιγά τις μπύρες μας κι αρχίζουμε μια κουβέντα για διάφορους κοινούς γνωστούς, όπου ανακαλύπτω πως οι περισσότεροι είναι ή πεθαμένοι ή στα νοσοκομεία. Με σώζει όμως ο Τάκης που λέει ξαφνικά του Γρηγόρη, «ρε μαλάκα όλο για πεθαμένους μιλάμε κι εγώ σου έφερα από εδώ τον μικρό για να χαλαρώσει, όχι για να γίνει χειρότερα… Πάνε και φέρε τον Μπάμπη να τον δούμε λίγο..»
Ο Γρηγόρης απαντάει πως ο Μπάμπης έχει γεράσει, του έχουν πέσει τα περισσότερα δόντια, είναι κοντά στα είκοσι τώρα και πως πριν έρθουμε του έδωσε να φάει 5 κοτόπουλα σε φέτες κι αρχίζει όρθιος να μιλάει για τους οικολόγους, που του έχουν κηρύξει πόλεμο και αν δεν μπορεί κάποιος να έχει στην αυλή του όποιο ζωντανό θέλει, αυτό δεν είναι Δημοκρατία και πάει να κάνει και μια ανάλυση για την οικολογία, μέχρι να τον κόψει ο Τάκης «άντε φέρε τον Μπάμπη ρε μαλάκα πολυλογά…»
Ο Γρηγόρης πάει πίσω στην αυλή και σε λίγο γυρίζει στο σαλόνι με ένα λιοντάρι γέρικο, γύρω στα 250 κιλά, που μόνο που το βλέπεις να περπατάει νωχελικά και να σε κοιτάζει, παθαίνεις κρυοπαγήματα στο κεφάλι, είναι κάτι πέρα από θαύμα να βλέπεις μπροστά σου αυτόν τον βασιλιά της φύσης να στέκεται σαν ένα πετ που ο Γρηγόρης του λέει με χαδιάρικη φωνή «κάτσε κάτω Μπάμπη μου » και το λιοντάρι να κάθεται μπρος σου, σαν σκυλάκι που πειθαρχεί πάραυτα στ’ αφεντικό του…
Προσπαθώ να κάνω τον ψύχραιμο, αλλά δεν με παίρνει, νιώθω να είμαι μπλε απ τον φόβο μου και κοιτάζω το λιοντάρι που ανοίγει το τεράστιο στόμα του και χασμουριέται.
«Έλα εδώ ρε Μπάμπη να σε χαϊδέψω», του λέει ο Τάκης κι ο Μπάμπης τον κοιτάζει και πάει προς το μέρος του, κατεβάζει την τεράστια κεφάλα του με τη χαίτη κι Τάκης, του ανακατεύει τις ξεπλυμένες από τα χρόνια καφετιές του τρίχες, ενώ εγώ βρίσκομαι στην κατάσταση του ‘τα έχω δει όλα’.
Βλέπω τον Τάκη που μιλάει τρυφερά στο λιοντάρι, «αχ ρε Μπάμπη, που κατάντησες, από τις ζούγκλες της Αφρικής να σε ταΐζει κατεψυγμένα στη Καλλικράτεια, αυτός ο μαλάκας που κάνει τον μάγο, αχ, ρε Μπάμπη, ρε Μπάμπη…»
Γυρνάει προς τα μένα και μου λέει «χάιδεψε τον και συ ρε να συνέλθεις λίγο. Αυτός είναι φίλος κι όχι τα αρχίδια οι δικοί σου που γράφουν μαλακίες στα βιβλία τους… έτσι δεν είναι Μπάμπη;..»
Απλώνω το χέρι μου και το ακουμπώ στο τεράστιο κεφάλι του Μπάμπη, βλέπω να έχει κλειστά τα κίτρινα μάτια του από γλυκιά ευχαρίστηση, νιώθω την βαριά του αναπνοή, νιώθω μέσα μου μια βαθιά λύπη για τον Μπάμπη, που αντί να βρισκόταν στις πεδιάδες του Σερεγκέτι βασιλιάς, τρώει κατεψυγμένα κοτόπουλα που του δίνει ο ξανθός μάγος, ξέρω πως αυτό που αισθάνομαι δεν περιγράφεται, ξέρω πως σε όποιον το πω θα με κοιτάζει σαν ψευταρά, βυθίζομαι σε μια απόλυτη γλυκιά ματαιότητα, καθώς το αριστερό μου χέρι βυθίζεται κάτω απ τη χαίτη του Μπάμπη κι ακούω τον Τάκη που λέει στον ξανθό μάγο «να του δίνεις και μπριζόλες λαιμού ρε μαλάκα, όχι όλο κατεψυγμένα-κατεψυγμένα, μαζί σου θα τα πάρεις τα λεφτά μαλάκα, ε μαλάκα».
***
Αδικαιολόγητο συνειρμικό σχόλιο: Ho la criniera da leone (perciò attenzione) [Έχω την χαίτη λιονταριού (γι αυτό μην κοιτάς αλλού)] Από ιταλικό τραγουδάκι του Antonio Infantino. Φλωρεντία ’68.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Γέρικο λιοντάρι, Ηλίας Κουτσούκος, Λέων | Leave a Comment »
Λεωφορείο το θέατρο
Posted by vnottas στο 17 Δεκεμβρίου, 2015
(γραφει ο Ηλίας Κουτσούκος)
Το δύσκολο Θέατρο
Ξυπνάω στις επτά. Είτε κοιμηθώ στις τρεις ή στις τέσσερις τα ξημερώματα, στις επτά ,είμαι στο πόδι. Πίνω τον καφέ μου σιγά-σιγά ενώ βλέπω στη τηλεόραση όλα τα νέα, αλλάζοντας δυο-τρία κανάλια, δήθεν για να έχω μια σφαιρική ενημέρωση.
Ξέρω πολύ καλά τι παίζουν και μόνο που χρησιμοποιείται απ όλους ο όρος «παίζουν» φτάνει για να καταλάβω-εδώ και χρόνια-ότι πρόκειται για θέατρο. Φυσικά κακής ποιότητας. Το 1974 πήρα απ το Σωματείο εισιτήριο της Εργατικής Εστίας για ένα έργο του Εθνικού Θεάτρου. Έτσι άλλαξε η ζωή μου. Τότε ήμουν νεαρός και δυναμικός συνδικαλιστής. Το έργο είχε τίτλο «η μεταφυσική του μοσχαριού με τα δυο κεφάλια..». Ήταν ενός Πολωνού συγγραφέα. Όσοι πήγαμε δεν καταλάβαμε τίποτα. Εγώ όμως κατάλαβα καλά πως μας έστειλαν στο θέατρο, για να μην καταλάβουμε τίποτα. Κατάλαβα μετά από καιρό, πως όλα ήταν «θέατρο» και πήγαινα στο θέατρο για να βλέπω πως παιζόταν το θέατρο, ώστε όταν φεύγεις από μέσα ,να μην καταλαβαίνεις τίποτα. Δηλαδή όλα να φαίνονται υπερβολικά, η φτώχεια, η κουταμάρα, η εξυπνάδα, η ομορφιά, η ασχήμια. Κι ακόμα το χειρότερο ήταν για μένα ,πως οι ηθοποιοί έπαιζαν υπερβολικά τους ρόλους τους ή φωνάζαν, λες και ήμασταν όλοι από κάτω κουφοί. Μετά άρχισα σιγά-σιγά να κάνω «θέατρο» τη ζωή μου, δηλαδή, μου άρεσε να νομίζω πως είμαι κάτι άλλο απ αυτό που είμαι, αλλά με προσοχή, χωρίς ακραίο παίξιμο και είδα πως έπιανε μέσα μου και έξω μου και αισθανόμουν καλά.
Έπιανε το θεατρικό μου κόλπο στη δουλειά, στις σχέσεις, στους συγγενείς, στο δρόμο…Λέγαν όλοι «δεν αγριεύει ο Ξενοφών αλλά όταν αγριεύει, αγριεύει…» ή «δεν γελάει συχνά ο Ξενοφών Καρακώστας αλλά όταν γελάει, γελάει…»
Παίρνω το αυτοκίνητο και φτάνω στο αμαξοστάσιο στις οκτώ. Θα πω τις καλημέρες μου στον επόπτη και στον βοηθό του και θα παραλάβω ένα από τα αρθρωτά λεωφορεία -που ευτυχώς είναι αυτόματα – και θα βγω με τη δέουσα πάντα προσοχή στον κεντρικό άξονα, αρχίζοντας το δρομολόγιο Φοίνικας-Σιδηροδρομικός Σταθμός. Ανάλογα με την εποχή πότε ζέστη, πότε κρύο, ρυθμίζω το κλιματιστικό. Σταματώ με προσοχή σ όλες τις στάσεις, επιτηρώ απ την οθόνη του καντράν τις πόρτες. Δεν απαντώ, παρά μονολεκτικά στους ανόητους -κυρίως το κάνουν οι ηλικιωμένοι-όταν ρωτούν αν θα κατέβουν σωστά και σε ποια στάση.
Έχω ήδη συμπληρώσει τριάντα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά και είμαι απίστευτα τυχερός γιατί δεν έπεσα σε μεγάλες φασαρίες, δεν μου έριξαν διαδηλωτές μολότοφ στο λεωφορείο, δεν έγιναν παρά ελάχιστα δυσάρεστα περιστατικά μέσα, οι όποιοι ελεγκτές δεν βρήκαν να σημειώσουν κάποια παράβαση μου, είμαι προσεκτικός, διαρκώς, φοράω ένα ζευγάρι γυαλιά eagl eye κι έτσι βλέπω τα πάντα πιο φωτεινά. Τα τελευταία δυο χρόνια λίγο έχουν δυσκολέψει τα πράγματα, γιατί μερικές φορές βλέπω στις στάσεις, να περιμένουν διάφοροι περίεργοι, αλλά προς το παρών ελέγχω την κατάσταση. Στους γιατρούς που μας εξετάζουν μια φορά το χρόνο, δεν έχω πει τίποτα για τους περίεργους στις στάσεις.
Δεν χρειάζονται κουβέντες με τους επιβάτες κι αυτοί δεν πρέπει να μιλούν στον οδηγό…Σταματώ και παίρνω. Βάζω μέσα κουρασμένους απ τη ζωή τους, απογοητευμένους, συνταξιούχους, χαζοχαρούμενα παιδιά, δημοσίους υπαλλήλους και μερικές φορές νομίζω πως στοιβάζω στρατιώτες από κάποιο μέτωπο που υποχώρησαν, ίσως κάποιο ηρωικό πρόσωπο του παρελθόντος κυρίως σκηνές από ταινίες που είδα.
‘Έχει δυο-τρεις μήνες τώρα, που βλέπω διάφορους περίεργους στις στάσεις, είτε μπροστά στη Νομαρχία, είτε στη Διαγώνιο, είτε στην Αγία Σοφία…Άλλοι περιμένουν κανονικά, με ρούχα όμως άλλης εποχής -της δικής τους- χωρίς οι επιβάτες να τους κοιτάζουν περίεργα και μερικοί ανεβαίνουν στο αστικό μου και κάθονται σιωπηλοί, προτιμώντας τις θέσεις πίσω απ τον οδηγό. Δηλαδή μόνο εγώ τους βλέπω.
Προχθές βλέπω στη στάση της Νομαρχίας να περιμένει ένας στρατιωτικός μ’ ένα τεράστιο σπαθί και μπλε σκούρο καπέλο και μόλις επιβιβάζεται τον αναγνωρίζω αμέσως. Ήταν ο στρατηγός Τζορτζ Άρμστρογκ Κάστερ. Στέκεται όρθιος και κρατιέται απ τον πλάγιο βραχίονα της θέσης μου και κοιτούσε ερευνητικά τα στενά της Βασιλίσσης Όλγας. Τον κοιτάζω κλεφτά απ τον καθρέπτη και τον ρωτάω «πάμε καλά ή θα μας τσακίσουν οι Σιου στο Λιτλ μπιγκ Χορν στρατηγέ μου;» Αυτός με κόβει με αυστηρή ματιά και απαντάει μέσα απ τα δόντια του «αν τολμούν ας κατέβουν απ’ τους λόφους που κρύβονται…»
Κατέβηκε στη Διαγώνιο χωρίς μιλιά. Εγώ όμως του φώναξα «καλή τύχη Στρατηγέ μου..». Τότε ένα γεροντάκι που καθόταν στη πρώτη σειρά, μονολογεί δυνατά, «στρατηγός ε και παίρνει το λεωφορείο ε,ε. Παλαιά θυμάμαι οι στρατηγοί πηγαίναν με γυαλιστερά τζιπ αλλά σήμερα, τι να σου κάνουν κι οι στρατηγοί… κι αυτοί έχουν κουτσουρεμένες συντάξεις, πάει, πάει χάλασαν όλα…»
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ηλίας Κουτσούκος, Θέατρο | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Γ΄, Κεφάλαιο έκτο: Στον ανακτορικό ναό του Αχούρα Μάσδα
Posted by vnottas στο 8 Δεκεμβρίου, 2015
Όπου ο Εύελπις συναντά τον Πέρση αρχιερέα Αζάρη
Στα ανατολικά του ανακτορικού συγκροτήματος ο Αζάρης μας υποδέχεται στον πρόναο του τεμένους του Αχούρα Μάσδα και μετά μας οδηγεί σε μια ακόμη ψηλοτάβανη αίθουσα στολισμένη με περίτεχνα ανάγλυφα και επιπλωμένη με πολυτελή καθίσματα. Μια μεγάλη φωτιά με έντονες γαλαζωπές φλόγες καίει στο κέντρο του χώρου μέσα σε έναν ορειχάλκινο δίσκο. Ο μακροπρόσωπος ιερέας μας κάνει νόημα να καθίσουμε γύρω απ’ το χαμηλό τραπέζι, όπου έχουν ήδη σερβιριστεί πολύχρωμα ποτά.
Δεν χρειάζεται να του κάνω προκαταρκτική ενημέρωση για τα όσα έχουν συμβεί, γιατί ο ιερωμένος παίρνει πρώτος το λόγο και μου λέει σε κατανοητά ελληνικά ότι γνωρίζει τα σχετικά με την χθεσινή απόπειρα, ότι την καταδικάζει απερίφραστα και ότι έχει ήδη ζητήσει τη συμβολή των θεών του στην ταχεία ίαση του Καλλισθένη.
Δεν εκπλήττομαι. Όπως και να ‘χουν τα πράγματα θα ήταν δύσκολο η αναστάτωση που δημιουργήθηκε μετά την συμπλοκή, χτες, να περνούσε απαρατήρητη από τους Πέρσες που εξακολουθούν να διαμένουν στην Ακρόπολη των Σούσων. Ιδιαίτερα απ’ αυτούς που δεν τελούν υπό άμεση επιτήρηση, και ακόμη περισσότερο από έναν ιερέα∙ αυτοί είναι γνωστό ότι καταφέρνουν να τα μαθαίνουν όλα πρώτοι. Αναμενόμενη είναι και η λεκτική καταδίκη της χθεσινής επίθεσης, καθώς και τα ¨περαστικά¨ για τον Καλλισθένη. Ίσως πιο αξιοπερίεργη προκύπτει η σχετικά καλή χρήση από μέρους του της ελληνικής γλώσσας∙ χτες μιλούσε και έψελνε μόνο στα περσικά.
Είναι αρκετά ευφυής για να καταλάβει την απορία μου και σπεύδει να διευκρινίσει ότι όταν ήταν νεότερος είχε ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα στις ελληνικές πόλεις της ασιατικής ακτής που μέχρι πρόσφατα τελούσαν υπό τον έλεγχο της αυτοκρατορίας. Όταν συναντηθήκαμε χτες το πρωί είχε χρησιμοποιήσει τα περσικά γιατί ήταν παρούσα η βασιλομήτωρ, προς την οποία θεώρησε τον εαυτό του υποχρεωμένο να επιδείξει τον απαραίτητο σεβασμό.
Ο Νικίας βλέποντας ότι δε θα χρειαστεί η μεταφραστική του βοήθεια ανασηκώνεται, αλλά του κάνω νόημα να παραμείνει. Θεωρώ ότι υπάρχει πάντα η περίπτωση να υπάρξουν προβλήματα γλωσσικής κατανόησης. Μετά απευθύνομαι στον Αρχιερέα.
«Ποια είναι λοιπόν η άποψή σου για τα όσα συνέβησαν Μεγάλε Ερμηνευτή του Αχούρα Μάσδα;»
Ένα χαμόγελο τέμνει οριζόντια το επίμηκες πρόσωπό του αποκαλύπτοντας δύο ευμεγέθεις κονικλοειδείς κοπτήρες.
«Η ερώτησή σου απευθύνεται στον ηττημένο Πέρση ή στον Ιερέα;»
Αυτός εδώ αρχίζει να μου προκύπτει πιο σύνθετος, πιο μπερδεμένος, απ’ ότι προμηνύει το ελαφρώς φαιδρό παρουσιαστικό του. Βέβαια, ξέρω πια ότι οι Πέρσες έχουν μανία με τους διχασμούς και τις διχοτομήσεις. Αλλά αφού του αρέσουν οι ερωτήσεις, είναι η σειρά μου:
«Ποιος από του δύο έχει να μου πει κάτι το ενδιαφέρον;»
«Ως Πέρσης», μου απαντά, «θεωρώ περιττό να προσθέσω οτιδήποτε στα όσα είναι αυτονόητα. Μια επιθετική ενέργεια ενάντια στις ισχυρές και μέχρι στιγμής αήττητες δυνάμεις των εισβολέων είναι αναμενόμενη και, απ’ ότι ξέρω, σύμφωνη με τη θέληση όλων των Θεών του πολέμου, συμπεριλαμβάνοντας και τον δικό σας τον Άρη. Ανάλογες ενέργειες αντίστασης θα κάνατε κι εσείς, ή μάλλον έχετε ήδη κάνει στο παρελθόν και μάλιστα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Δεν έχω να προσθέσω τίποτα άλλο μια που αγνοώ οτιδήποτε αφορά το συγκεκριμένο περιστατικό.
«Και ως αρχιερέας;»
«Ως ιερέας, οφείλω να έχω μια γενικότερη οπτική πάνω στα όσα έχουν προδιαγράψει οι θεότητες. Και δεν έχω αντίρρηση να σου πω όσα μου υπαγορεύει αυτή η οπτική. Όμως αυτά δεν έχουν άμεση σχέση με το χτεσινό επεισόδιο. Αφορούν στο πως μπορούμε να κάνουμε λιγότερο επώδυνη τη σημερινή σχέση ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες. Επομένως θα καταχραστώ τον πολύτιμο χρόνο σου, μόνον εάν εσύ το κρίνεις χρήσιμο.
Σκέφτομαι ότι ο Αζάρης θέλει να διατυπώσει με τρόπο λογικό, αυτά που η Σισύγαμβρη έχει συλλάβει από ένστικτο. Δηλαδή πως ο συμβιβασμός του Αλέξανδρου με τον Δαρείο -επικυρωμένος αν είναι δυνατό και από έναν δυναστικό γάμο- και η συνεπακόλουθη μοιρασιά της αυτοκρατορίας, θα μπορούσε να είναι, εν τέλει, η καλύτερη λύση.
«Σε ακούω σεβάσμιε Ιερέα», του λέω.
Παίρνει μια ανάσα, και αρχίζει ως εξής:
«Έρχεστε από μακριά, αν και τα ήθη σας δεν μας είναι άγνωστα. Ορισμένες από τις πόλεις σας θα έλεγα ότι ¨κοσμούσαν¨ μέχρι πρόσφατα την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Κάποιες απ’ αυτές, όπως την Μίλητο για παράδειγμα, τις γνώρισα όταν ήμουν νέος και πρέπει να πω ότι τις θαυμάζω για τη ζωτικότητά τους. Θα σου εξομολογηθώ ότι, ήδη από τότε, φοβόμουν ότι αν οι πόλεις των Γιουνάν ομονοήσουν και στραφούν προς ανατολάς, η Αυτοκρατορία θα κινδύνευε. Δυστυχώς για εμάς, οι φόβοι μου επαληθεύτηκαν.
Σήμερα τα στρατεύματά σας έχουν αποκόψει την χώρα των Περσών από τις πιο εύφορες προσαρτήσεις της, τη Δυτική Ασία, τη Συρία και την πεδιάδα των δύο Ποταμών. Για να μη μιλήσω για την Αίγυπτο, όπου όμως δεν είχαμε καταφέρει να στερεώσουμε την επικυριαρχία μας. Όμως τα εδάφη που γέννησαν τους Πέρσες, η κοιτίδα και η αφετηρία τους, είναι ακόμη σε θέση να αντισταθούν. Ο Μεγάλος Βασιλέας βρίσκεται ήδη εκεί και ετοιμάζει την αντεπίθεση. Όσο επώδυνη κι αν είναι η άλωση και η καταστροφή της Περσέπολης, ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, και οι μελλοντικές καταστροφές δεν αποκλείεται να μην αφορούν μόνο τους Πέρσες».
«Θέλεις να πεις ότι για το κοινό καλό συντάσσεσαι με εκείνους που επιθυμούν να πάψουν οι εχθροπραξίες και βρεθεί μια συνεννόηση;»
Ο Αζάρης με κοιτάζει με βλέμμα εξεταστικό και έντονο.
«Όχι μόνον αυτό», υπερθεματίζει.
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή για να αποφευχθούν οι μαζικοί σκοτωμοί, για να επέλθει η ομόνοια μεταξύ των λαών μας και για να δημιουργηθεί μια κοινή μελλοντική Ιστορία, δεν αρκεί να τα βρουν μεταξύ τους οι στρατηλάτες».
«Αλλά;»
«Πρέπει να συμφωνήσουν οι Θεοί!»
Τώρα ναι, αρχίζω να καταλαβαίνω καλύτερα που το πάει ο Αζάρης.
«Νομίζεις, Μεγάλε Αρχιερέα, ότι οι δικοί σας θεοί θα είχαν αντίρρηση σε μια συμφωνία ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες;»
«Δεν το νομίζω, αλλά σε κάθε περίπτωση εδώ είμαστε και μπορούμε να κάνουμε επίκληση στην ευμένεια και την κατανόηση τους. Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός». Σιωπά πάλι για λίγο και μετά επανέρχεται. «Όμως δεν ξέρω πως θα το πάρουν οι δικοί σας Θεοί. Όπως δεν ξέρω ποιος είναι ο πιο έγκυρος μεσολαβητής με τους Θεούς σας».
Τον κοιτάζω ερωτηματικά…
«Μα ναι», συνεχίζει, «το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Βασιλεύς των Μακεδόνων συνοδεύεται από έναν μάντη – ιερέα, τον οποίο συμβουλεύεται συχνά∙ κάποιοι μιλάνε και για κάποιο είδος μάγισσας, αλλά πιθανόν πρόκειται για φήμες. Όμως δεν βλέπω πουθενά το επίσημο Ιερατείο των Ελλήνων Θεών».
Αν ο Καλλισθένης δεν μου είχε μιλήσει -συχνά θα έλεγα- για τους τρόπους με τους οποίους οι ανατολίτες ιερείς ανακατεύονται και διεκδικούν ένα τμήμα της εξουσίας, ομολογώ ότι θα είχα μείνει ενεός με τον τρόπο που τούτος εδώ συλλογιέται.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι αντιμετωπίσαμε ήδη αυτό το φαινόμενο στην Αίγυπτο: Ένα πανίσχυρο ιερατείο, με γνώσεις καλυμμένες από πέπλα θεϊκού μυστηρίου, αλλά ικανό να εγγυηθεί χειροπιαστά πράγματα, όπως τη συναίνεση των υπηκόων και την κατά το δυνατό ομαλή καθοδήγηση της χώρας. Αυτοί είναι που μεσολάβησαν στην αναίμακτη παράδοση της Αιγύπτου στους Έλληνες και που διευθέτησαν την ¨υιοθέτηση¨ του Αλέξανδρου από τους θεούς τους. Όμως στην Αίγυπτο η στρατιά έμεινε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και, όσο και εάν η ομάδα μας ενδιαφέρεται για αυτά τα θέματα, δεν προλάβαμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα τη νοοτροπία και τις μεθόδους τους.
Να όμως που και εδώ, απ’ ό, τι φαίνεται, το ιερατείο διεκδικεί τη συμμετοχή του στις εξελίξεις. Ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να μάθω περισσότερα για τις προθέσεις τους από αυτόν εδώ τον υψηλόβαθμο ανακτορικό ιερέα που δηλώνει πρόθυμος να συνεργαστεί.
«Ο Αρίστανδρος από την Τελμησσό» του απαντώ, «ο ιερέας που συμβουλεύει τον άνακτα, είναι ένας ικανός μάντης και το έχει αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις. Οι συμβουλές του θεωρούνται πάντα πολύτιμες, αλλά, όπως συμβαίνει και με τους λοιπούς μάντεις, αμφισβητούνται μόνο σε μία περίπτωση: εάν συμβεί να συγκρουστούν με αυτά που υπαγορεύει μια άλλη θεότητα, που δε διαθέτει ναούς και βωμούς θυσιών, η οποία όμως είναι όλο και πιο σημαντική για τους Έλληνες, όπως ίσως γνωρίζεις από την περίοδο που έζησες στην Ιωνία. Η θεότητα αυτή, που αποκαλείται Λόγος ή Λογική, μπορεί να μην έχει ιερείς, υποστηρίζεται όμως από ανθρώπους αποδεδειγμένης σοφίας, καθώς και από πειστικούς ρήτορες. Ο Αριστοτέλης ο δάσκαλος του Αλέξανδρου είναι ένας από εκείνους που διερευνούν τους νόμους που υπαγορεύει ο Λόγος».
Ο Αζάρης κάνει μια μικρή κίνηση δυσανασχέτησης, αλλά ¨τσιμπάει¨.
«Αυτά που μου λες μπορεί να ισχύουν για ορισμένους από σας. Κυρίως για τους Αθηναίους και τους οπαδούς τους. Όμως αγαπητέ μου, ο καιρός των Αθηναίων έχει περάσει. Ξέρουμε ότι ηττήθηκαν στους εσωτερικούς πολέμους της Ελλάδας, όπως εξ άλλου εξαντλήθηκαν και οι φονταμενταλιστές Λακεδαιμόνιοι. Και εγώ σε ερωτώ: οι Μακεδόνες που σήμερα ηγούνται σ’ αυτή την προσπάθεια οικουμενικής εξάπλωσης των Ελλήνων, διαθέτουν πειθώ και χειριστές πειθούς, έτσι ώστε να ελπίζουν να πείσουν τις μάζες των Ασιατών και να γίνουν αποδεκτοί ως μία νέα ηγετική τάξη στις χώρες της Ανατολής; Δεν διστάζω να σου πω ότι, από αυτά που είμαι σε θέση να παρατηρήσω, η άποψή μου είναι αρνητική. Δεν διαθέτετε έναν τέτοιο εργαλείο.
Θα σου πω κάτι ακόμα. Από ό, τι αναφέρουν οι γραφές αντιμετωπίσαμε κι εμείς ανάλογα προβλήματα όταν κατακτήσαμε τις χώρες της Μεσοποταμίας. Εδώ υπήρχαν ισχυροί θεοί και τολμώ να πω, ένα ακόμη πιο ισχυρό ιερατείο. Τα προβλήματα που μας δημιούργησαν δεν τα λύσαμε ποτέ στο σύνολό τους. Δυστυχώς και για εσάς, το ιερατείο αυτό υπάρχει ακόμη.
Ξέρω ότι σας διευκόλυναν να καταλάβετε την Βαβυλώνα, ξέρω επίσης ότι πήραν τα πρώτα ανταλλάγματα. Οι Μακεδόνες τους επέτρεψαν να ξαναλειτουργήσουν ορισμένους ναούς που εμείς είχαμε κλείσει, και να ιδρύσουν νέους. Ξέρω επίσης ότι σας προτείνουν, – διακριτικά γιατί δε θέλουν να γίνει γνωστό το ύψος του πλούτου που έχουν ακόμη στα χέρια τους- τη συμβολή τους στη χρηματοδότηση της εκστρατείας. Σχετικά με αυτό, ένα έχω να πω: Αν δεν είστε εξαιρετικά προσεκτικοί θα διαβρωθείτε χωρίς καν να το αντιληφθείτε».
Τον κοιτάζω προσεκτικά. Αν και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του εξακολουθούν να παραπέμπουν σε άνδρα εύθυμο αν όχι φαιδρό, παρατηρώντας τον νομίζω ότι διακρίνω τα ίχνη μιας πραγματικής ανησυχίας. Το θέμα είναι τι τον ανησυχεί πραγματικά. Αποφασίζω να του θέσω άμεσες ερωτήσεις, ώστε να εκμαιεύσω μια απάντηση έξω από τους μεγάλους εμφανείς κοπτήρες του.
«Τι είναι λοιπόν Μεγάλε Αρχιερέα εκείνο που προτείνεις στους Μακεδόνες;»
«Προτείνω την ασφαλέστερη δυνατή συμμαχία: μια συμμαχία Θεών. Ή μάλλον, για να είμαι ακριβέστερος, προς το παρόν προτείνω μια εκεχειρία. Οι Θεοί μας δεν θα σας πολεμήσουν, αντίθετα θα επιτρέψουν την αποδοχή σας από τις μάζες. Εσείς δε θα πολεμήσετε τους θεούς μας. Αργότερα, είναι σίγουρο ότι οι συνθήκες θα οδηγήσουν στη γέννηση νέων θεοτήτων, που θα έχουν τα καλύτερα από τα κοινά χαρακτηριστικά των λαών μας και θα είναι ικανές να καθοδηγήσουν τη νέα Ελληνοασιατική Αυτοκρατορία».
Ρίχνω μια ματιά στον Νικία δίπλα μου και με κοιτάζει κι αυτός. Το βλέμμα του εμπεριέχει ερωτηματικά και αρκετή δόση έκπληξης…
«Αλλιώς…;»
«Αλλιώς είναι πολύ πιθανές οι ακόλουθες εξελίξεις: Εσείς, δεδομένου ότι δεν διαθέτετε ένα οργανωμένο ιερατείο, και επί πλέον αγνοείτε τα τοπικά ήθη και την τοπική νοοτροπία, θα αναγκαστείτε να αποδεχτείτε την στήριξη των Μάγων της Βαβυλώνας, (εσείς τους αποκαλείτε έτσι, αν και δεν έχουν καμιά σχέση με τους παλιούς Μάγους των Μήδων ή τους δικούς μας Μάγους του ήπιου Ζωροαστρισμού) Αυτούς που είμαι σίγουρος ότι ήδη προσπαθούν να σας πείσουν ότι γνωρίζουν καλύτερα τους λαούς της εύφορης πεδιάδας. Έτσι θα τους παραδώσετε, αμαχητί, την σημαντική εξουσία της πειθούς. Μη ξεχνάτε, όμως, ότι είναι ισχυρότεροι από ότι φαντάζεστε και ότι ξέρουν να διακινούν, μαζί με τη λατρεία των θεών τους, αφανή μεν, αλλά πραγματικό πλούτο. Επομένως θα είναι επικίνδυνοι για σας, ακόμη και αν δεχτούν να θεοποιήσουν τον βασιλιά σας∙ ίσως μάλιστα σε αυτή την περίπτωση να αποδειχτούν ακόμα περισσότερο επίφοβοι, γιατί θα ζητήσουν να αναλάβουν οι ίδιοι τα τελετουργικά της λατρείας και μαζί όλα τα σχετικά προνόμια».
«Και εσείς; Τι θα κάνετε σ’ αυτή την περίπτωση;»
«Εμείς θα βρεθούμε υποχρεωμένοι να κάνουμε παραχωρήσεις προς ορισμένες ομάδες φανατικών που επιθυμούν την εφαρμογή μιας ακραίας εκδοχής της διδασκαλίας του προφήτη Ζαρατούστρα και οι οποίοι έχουν ενισχυθεί έντονα τον τελευταίο καιρό. Κατηγορούν το ιερατείο για υπερβολική ανοχή απέναντι στις άλλες θεότητες και τους ηγεμόνες για πολιτική υποχωρητικότητα απέναντι στους μη Πέρσες, καθώς και αναποτελεσματική αντίσταση στην επέλαση των Ελλήνων. Διακατέχονται από υπερβολική επιθυμία να προσδιορίζουν κάθε φορά και με κάθε ευκαιρία το ¨καλό¨ που πρέπει να προστατευτεί και το ¨κακό¨ που πρέπει να πολεμηθεί. Να σκεφτείς ότι απεχθάνονται τους ναούς και ότι προτιμούν να ιερουργούν στην ύπαιθρο και να αφήνουν τους νεκρούς στο έλεος των όρνεων, παρά να τους θάβουν. Αν επικρατήσουν δεν θα έχουμε προβλήματα μόνο εμείς, αλλά και εσείς».
***
Με τον Νικία πάντοτε πλάι μου, εγκαταλείπω τον Ναό του Αχούρα Μάσδα και κατευθύνομαι προς τον χώρο σίτισης της φρουράς. Έχει ήδη μεσημεριάσει για τα καλά και αισθάνομαι ότι, πριν συναντήσω τον Πέρση σατράπη, πρέπει κάτι να βάλω στο στόμα μου και να στυλωθώ.
Καθόμαστε στα τραπέζια των αξιωματικών και ενώ περιμένουμε τους υπηρέτες να μας φέρουν τους δίσκους που παραγγέλλουμε, προσπαθώ να συνοψίσω τα αποτελέσματα από τις πρώτες αυτές επαφές. Το πρώτο μου συμπέρασμα είναι μάλλον απαλλακτικό για τους δύο πρωινούς μου συνομιλητές. Σίγουρα έχουν συγκεκριμένες επιδιώξεις και πιθανότατα ενεργούν παρασκηνιακά για να τις υλοποιήσουν, αλλά αν τα όσα διηγούνται είναι αληθινά (και δε βλέπω γιατί να μην είναι) δεν έχουν λόγο να είναι αναμεμιγμένοι στη χθεσινή απόπειρα. Η βασιλομήτωρ επιθυμεί την ευόδωση μιας συνεννόησης ανάμεσα στο Δαρείο και τον Αλέξανδρο, και η ανάμιξή της σε κάθε ενέργεια που οξύνει το κλίμα στα ανάκτορα δυσχεραίνει την υλοποίηση αυτής της επιθυμίας.
Ο Αζάρης πάλι, έχει δικά του σχέδια για τη αυριανή δομή της εξουσίας στην Ανατολή. Σχέδια που σύμφωνα με τις εκμυστηρεύσεις του αποβλέπουν σε έναν ¨αμοιβαία επωφελή¨ συμβιβασμό ανάμεσα στους πέρσες, -αλλά εννοεί κυρίως το επίσημο περσικό ιερατείο- και τον Μακεδόνα.
Οι απόψεις του μου φάνηκαν ενδιαφέρουσες, μια που εξαρτώνται από εντάσεις που δεν δίστασε να μου περιγράψει: φαίνεται ότι στο χώρο των ιερέων υπάρχει μια διπλή έντονη ρήξη. Αφενός ανάμεσα στο αυτοκρατορικό ιρανικό ιερατείο και το ντόπιο ιερατείο που καθοδηγείται από τους μάγους της Βαβυλώνας και αφετέρου ανάμεσα στους ιερείς της επίσημης θρησκείας και κάποιων ζηλωτών που επιζητούν την κάθαρση της ¨λατρείας του πυρός¨ από τις ¨μαλθακές¨ αυτοκρατορικές αντιλήψεις, την επιστροφή στην αρχική της καθαρότητα και , γιατί όχι, στην αρχική της επιθετικότητα.
Μπορεί, σκέφτομαι, να μην έχω ακόμη κάτι το χειροπιαστό για τους υπεύθυνους της χθεσινής δολοφονικής απόπειρας, αλλά οι πιθανοί ένοχοι ανάμεσα στους ένοικους του παλατιού, μειώθηκαν ήδη κατά δύο. Κάτι είναι κι αυτό για την ώρα.
Μα τον Δία (ποιον άλλο;) δεν βλέπω την ώρα να συζητήσω όλα αυτά με τον Καλλισθένη, του οποίου οι αναλύσεις σχετικά με την σημασία της ¨εξουσίας της πειθούς¨ ακόμη μια φορά επαληθεύονται. Αλλά πρέπει ακόμη να δω τον ντόπιο Σατράπη.
Φτάνουν οι δίσκοι με τα εδέσματα και ένας αμφορίσκος με αραιωμένο κρασί.
«Ας ελπίσουμε» λέω στον Νικία ανυψώνοντας με ευχητήριο τρόπο το ποτήρι μου, «ότι από τον Αβουλίτη θα εκμαιεύσουμε πιο συγκεκριμένα πράγματα».
«Είθε!» μου απαντάει.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Αχούρα Μάσδα, Αζάρης, Εύελπις, Ιστορικό μυθιστόρημα, Ιερατείο, Κύλικες και Δόρατα, Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση | Leave a Comment »
Μελανιές
Posted by vnottas στο 3 Δεκεμβρίου, 2015
Κονδυλοφόροι στα δάκτυλα…
(γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος)
Το 1961 ήμουν υποχρεωμένος να βρίσκομαι κάθε απόγευμα στο σταθμό της Βασιλικής Χωροφυλακής σ ένα χωριό του Έβρου. Εκεί, παρουσία του πατέρα μου διάβαζα κι έγραφα τα μαθήματα μου, μέσα στο γραφείο του, απλώνοντας τα βιβλία μου και τα δυο μου τετράδια σ ένα μικρό τραπεζάκι.
Ο σταθμός τότε είχε προσωπικό, τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν διοικητής σε επτά χωριά και πέντε χωροφύλακες που ήταν, απ τα μισόλογα που έλεγαν οι συμμαθητές μου, ο φόβος και το τρόμος των ντόπιων.
Ένα απόγευμα του Οκτώβρη έκανα την καλλιγραφία μου στο τραπεζάκι βουτώντας τον κονδυλοφόρο στο μελάνι, κι ο πατέρας μου παιδευόταν μ ένα χειροκίνητο τηλέφωνο, για να μιλήσει σε κάποιον ανώτερο του, όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα του γραφείου και μπήκε μέσα ο χωροφύλακας ο Βαγγέλης, που έριχνε το περισσότερο ξύλο απ όλους, στους λίγους που υπήρχαν κομμουνιστές, έχοντας γραπωμένο απ το γιακά, κάποιον Σίμο -γύρω στα σαράντα- που έλεγαν πως ήταν ο μόνος ‘αδιόρθωτος’ αριστερός στο χωριό.
Τον πέταξε πάνω σ ένα ξύλινο καναπέ κι είπε στον πατέρα μου ‘τον έφερα για να του ρίξουμε ένα μπερντάκι πέρα απ το πρωινό γαμώ το καντήλι του, ε καπετάνιο..’
Τότε ο Βαγγέλης γύρισε και με είδε και μου λέει ‘ας πάρω τους κονδυλοφόρους σου αγόρι μου για λίγο..’ ενώ εγώ είχα μαρμαρώσει και παίρνοντας τρεις κονδυλοφόρους, ανοίγει τα δάκτυλα του Σίμου και τους βάζει ανάμεσα τους και ύστερα ,του σφίγγει δυνατά το χέρι, κι αυτός βγάζει ένα ουρλιαχτό σαν σκυλί που το κλωτσάνε κι εγώ δεν ξέρω τι να κάνω κι ο πατέρας μου χασκογελάει, ενώ στο γραφείο οι Χριστοπαναγίες χτυπούν από τοίχο σε τοίχο και μέσα μου, το μόνο που υπάρχει, το νιώθω, είναι ένα μίσος και τίποτα άλλο, τίποτα άλλο, τίποτα άλλο…
Βγήκα τρέχοντας απ το γραφείο και πήγα δίπλα στη κουζίνα του σταθμού όπου ένας άλλος χωροφύλακας έτρωγε τη φασολάδα του και γελούσε ακούγοντας τις κραυγές ‘ έλα κάτσε -μου λέει- θα τον γαμήσουν στο ξύλο αυτόν τον άχρηστο ,ο πατέρας σου κι ο Βάγγος’ κι εγώ τον ρώτησα τι θα τον κάνουν μετά….
Αυτός -ενώ ακούγαμε τα ουρλιαχτά του Σίμου- μου εξήγησε πως αργότερα θα πάει στο σπίτι του και θα ειδοποιήσει τη μητέρα του να ‘ρθει να τον πάρει, γιατί μετά το ξύλο δεν μπορούσε να περπατήσει και γι αυτό τον κουβαλούσε η μητέρα του στη πλάτη.
Δεν θυμάμαι και πολλά για μετά, τι ακριβώς έγινε, παρά μόνο, πως παρόλο που έγραφα όμορφα γράμματα στη καλλιγραφία μου, σιχαινόμουν για χρόνια , πολλά-πολλά χρόνια, τους κονδυλοφόρους.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ηλίας Κουτσούκος, Καλλιγραφία, Κουτσούκος, Κονδυλοφόρος, Μελανιές | Leave a Comment »
Μάθημα Ανατομίας…
Posted by vnottas στο 16 Νοεμβρίου, 2015
(από τον Ηλία Κουτσούκο)
Ο καθηγητής Ιατρικής Διαμαντής Καρλάφτης έχει για τους φοιτητές του το παρατσούκλι ‘ο κόφτης’ γιατί διδάσκει Ανατομία, μάθημα δηλαδή που θα το δώσεις τουλάχιστον δυο φορές και θα είσαι τυχερός αν το περάσεις με 5.
Είναι πέντε το απόγευμα, και στο αμφιθέατρο της Ανατομίας ο καθηγητής βρίσκεται μπροστά στο μακρόστενο τραπέζι επίδειξης, όπου επάνω του κείτεται το πτώμα ενός άντρα 75 περίπου ετών. Με το νυστέρι του, έχει ανοίξει το στέρνο μέχρι το κάτω μέρος της κοιλίας και με τα επιδέξια χέρια του ανασύρει τους δύο πνεύμονες σε σχήμα κώνου, τονίζοντας στους επτά φοιτητές γύρω του, πως ‘ο δεξιός πνεύμων είναι πιο ογκώδης του αριστερού’… Ρωτάει με ειρωνικό ύφος, μήπως ξέρει κάποιος απ τους φοιτητές γιατί είναι πιο ογκώδης ο δεξιός πνεύμων, δεν παίρνει απάντηση, οπότε τους λέει με υποκρυπτόμενο σαρκασμό πως…’ ο δεξιός πνεύμων είναι ταυτόσημος με τη πολιτική, άρα εκπροσωπεί τη Δεξιά…’ και γελά πρώτος πριν αρχίσουν να γελούν δειλά οι φοιτητές…
Όλοι φορούν άσπρες μάσκες και μπλε γάντια στα χέρια, ώστε η φαινόλη και η φορμαλδεύδη του πτώματος, να μην ενοχλεί την εκπαιδευτική ομήγυρη, παρά το γεγονός πως το μάθημα Ανατομίας είναι το πλέον σιχαμερό και ανάλογο του πόσο προετοιμασμένος είναι ψυχολογικά ο εκπαιδευόμενος να το αντέξει.
Ο καθηγητής Καρλάφτης συνεχίζει τώρα βγάζοντας το συκώτι, επισημαίνοντας πως το βάρος του είναι σταθερό, γύρω στα 1500 γραμμάρια, διότι όπως γνωρίζετε κύριοι συνάδελφοι, -λέει ειρωνικά πάντα- βρίσκονται άνθρωποι τριγύρω μας να μας πρήξουν το συκώτι, άλλωστε κι εσείς το κάνετε συνεχώς σε εμένα…
Οι φοιτητές γελούν, βρίσκουν τον ‘κόφτη’ καθηγητή να είναι κεφάτος σήμερα, ο οποίος δείχνοντας τώρα τον σπλήνα, τους επισημαίνει πως θα ήταν ενδιαφέρον ν ανατρέξουν στο πίνακα ‘μάθημα ανατομίας του δόκτορος Τουλπ’ του Ρέμπραντ ‘διότι η ανατομία είναι το ήμισυ της Ιατρικής…’
Το μάθημα διακόπτει με την είσοδό της στο αμφιθέατρο, η γραμματέας του καθηγητή, η οποία κάτι του λέει στο αυτί κι αυτός ανακοινώνει στους φοιτητές ότι θα λείψει για περίπου μισή ώρα στο γραφείο του, πλην όμως αυτοί να περιεργαστούν τα όργανα του πτώματος και με την επάνοδο του, η παράδοση θα συνεχιστεί.
Μόλις φεύγει ο καθηγητής, οι φοιτητές αρχίζουν τη πλάκα με τους υπόλοιπους του αμφιθέατρου, δείχνοντας το όργανα του πτώματος, ενώ ένας απ αυτούς παίρνει τον ένα πνεύμονα και τον πετά προς τον συναδελφό του, στην άλλη άκρη του τραπεζιού και σε δευτερόλεπτα κι ο άλλος πνεύμονας γίνεται μπάλα του βόλεϊ, ενώ από πάνω άλλοι φωνάζουν ‘δώστε πάσα τον σπλήνα στην εξέδρα ρε μαλάκες’, δηλαδή επικρατεί στο αμφιθέατρο κάτι το φρικώδες και γελοίο μαζί, ανάμεσα σε χαχανητά και σφυρίγματα κερκίδας και ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα, ο καθηγητής Διαμαντής Καρλάφτης εμφανίζεται κι όλοι μένουν ακίνητοι, σιωπηλοί υποπτευόμενοι τι θα ακολουθήσει.
Ο καθηγητής προχωρεί μέχρι το τραπέζι της ανατομίας και αρχίζει να επανατοποθετεί τα όργανα στη θέση τους, εντός του πτώματος κι αφού κοιτάξει σοβαρός-σοβαρός έναν-έναν τους φοιτητές και μετά το υπόλοιπο του ακροατηρίου, λέει: ’Φυσικά
πως θα περάσουν πολλά εξάμηνα για να περάσετε το μάθημά μου, μετά απ αυτό το ανοσιούργημα. Επίσης, να σας ενημερώσω, πως το πτώμα αυτό ανήκε στον ποιητή Ευγένιο Καρακώστα που ήταν δωρητής σώματος και αγαπημένος φίλος του Γιώργου Σεφέρη. Πιστεύω πως το μόνο που θα ήθελε ειδικά σε σας να χαρίσει, θα ήταν τα αρχίδια του. Αντε μου όλοι στο διάολο τώρα ηλίθιοι…’
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ανατομία, Ηλίας Κουτσούκος, Μάθημα ανατομίας, Πανεπιστήμιο | Leave a Comment »
Casta diva στη Λαχαναγορά
Posted by vnottas στο 11 Νοεμβρίου, 2015
[γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος- τραγουδάει η Μαρία Κάλλας ζωντανά, στο Παρίσι, το 1958]
Ο Γιαννάκης ο Γκλάβας δεν έπαιρνε τα γράμματα. Δεν τα έπαιρνε από άποψη γιατί σκεφτόταν πως αυτοί που ήταν καλύτεροί του στο Γυμνάσιο του Περιστερίου που πήγαινε, σκατά πατημένα ήταν αφού στη συνέχεια θα γίνονταν σαν τους πατεράδες τους.
Τον μόνο άντρα που γούσταρε ο Γιαννάκης ο Γκλάβας ήταν ο νονός του, που είχε μια μεγάλη αποθήκη, στη Λαχαναγορά του Ρέντη και προμήθευε πλοία με τα πάντα. Πατάτες, ντομάτες, λάχανα, κι όλα τα ζαρζαβατικά.
Ο νονός του ήταν περίεργος τύπος, πνιγμένος μες στα τιμολόγια και κάτι τεράστιους γκρίζους φακέλους και δίπλα του στο γραφείο, είχε ένα μεγάλο, το μοναδικό στην αγορά στερεοφωνικό, όπου συνέχεια έπαιζε Μαρία Κάλλας, σαν μια απίστευτη κόντρα με τα σκυλάδικα, που άκουγαν οι νταλικιέρηδες απ’ τις ανοιχτές καμπίνες τους, όταν φόρτωναν το εμπόρευμα.
Όταν ο πατέρας του Γιαννάκη κατάλαβε πως ο γιος του με τίποτα δεν θα προχωρούσε στο σχολείο και το κουβέντιασε με το νονό του, ο νονός καλοδέχθηκε τον Γιαννάκη στη τεράστια αποθήκη της Λαχαναγοράς του Ρέντη, για να βάλει σε μια τάξη στα τιμολόγια, πράγμα, όχι και τόσο δύσκολο…
Στη λαχαναγορά -όπου δεν έβρισκες θηλυκή γάτα- ο Γιαννάκης μάθαινε δίπλα στο νονό του όλα τα κόλπα, συνήθισε το ωράριο 4 το πρωί με 2 το μεσημέρι και αγάπησε τρελά την Κάλλας που άκουγε ο νονός του, καπνίζοντας αδιάκοπα, με τις ενδιάμεσες ατάκες του… ‘ρε τη καριόλα, τι θεϊκή φωνή είναι αυτή..’ ή ‘πω, πω ρε πούστη μου, τι ήχους βγάζει η θεά ’ κτλ.
Όταν ρώτησε το νονό του ποιος του έμαθε τη κλασική μουσική, αυτός απάντησε πως το έκανε μόνος του, πιτσιρικάς, για να γλυτώσει από τους ήχους του εμφύλιου στην Αθήνα, τα χωνιά που ούρλιαζαν στις γωνίες και απ τον βρυχηθμό των εγγλέζικων τανκς τις νύχτες γύρω απ το Μοναστηράκι.
Ο Γιαννάκης ο Γκλάβας έμαθε όλες τις λεπτομέρειες απ τις άριες, ήξερε πια κάθε νότα απ τη Norma του Μπελίνι, φανταζόταν αυτόν τον παραμυθένιο απίθανο κόσμο της όπερας, μέσα στα τιμολόγια απ’ τις πατάτες και τα λάχανα και τα υπόλοιπα ζαρζαβάτια.
Είχε πάνω από δέκα γύφτους να φορτώνουν τα φορτηγά από την αποθήκη, γαμούσε -γιατί ήταν και όμορφο παιδί- όλες τις καινούργιες γκαρσόνες απ τις καφετέριες στο Περιστέρι και κυρίως του άρεσε, όταν έμπαινε στη λαχαναγορά, μετά από σκυλάδικο, να βάζει τέρμα τα γούφερ-μεγάφωνα μ’ ανοιχτά τα παράθυρα του Fiat κι η θεϊκή φωνή της Καλλας στο ‘casta diva’ να σαρώνει το περιβάλλον .
Αυτό όμως που του άρεσε πιο πολύ, ήταν να ακούει το καλωσόρισμα των γύφτων ‘γεια σου κυρ-Γιάννη με τα ωραία και παράξενα τραγούδια σου’ χωρίς να ξέρει ότι ο επικεφαλής των γύφτων, ο Άλκης o παραμυθατζής απ’ τα Λιόσια, είχε ξεκαθαρίσει στους δικούς του ότι… ‘ακούει στο φουλ ο κυρ-Γιάννης γιατί αυτή που τσιρίζει έτσι, είναι η μάνα του που τον άφησε μικρό κι έφυγε στην Ιταλία να γίνει τραγουδιάρα και γι αυτό να του μιλάτε με σεβασμό και όμορφα…
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Casta diva στη Λαχαναγορά, Αφήγημα, Ηλίας Κουτσούκος, Μαρία Κάλλας | Leave a Comment »
Η τρυφερή Μελίσσα
Posted by vnottas στο 8 Νοεμβρίου, 2015
Ο Νίκος «κεντάει» πάνω στον καμβά των παιδικών αναμνήσεων…
ΜΕΛΙΣΣΑ
(γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος)
Μελίσσα τη λέγανε. Ήταν πολύ όμορφη κι είχε μια καλοσύνη ανεπιτήδευτη, πηγαία που δε την βρίσκεις εύκολα. Το χρώμα της σκούρο μελί, τα μάτια της βαθύ καφέ, ας μη χαμογελούσε απέπνεε μιαν αισιοδοξία μέσα από τη σιγουριά της. Μέρα τη μέρα με κατάκτησε σε τέτοιο βαθμό που αναζητούσα να τη συναντήσω για να αισθανθώ βεβαιότητα ότι όλα θα πάνε καλά. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας και να σκεφτεί κανείς ότι δεν είχα συμπληρώσει τα πέντε. Όταν πήγαινα στο χώρο της, σηκωνόταν με πλησίαζε με επεξεργαζόταν με περιέργεια και συμπάθεια τέτοια που με γέμιζε ευφορία. Της άρεσε πολύ να χαϊδεύω το θαυμάσιο τρίχωμά της και μου το ανταπέδιδε ακουμπώντας τη πελώρια μουσούδα της πάνω στα ξανθά αχτένιστα μαλλιά μου. Ακράδαντα πιστεύω μέχρι σήμερα ότι δεν έχει υπάρξει άλλη τέτοια αγελάδα.
Η σχέση που μ’έδενε με τη Μελίσσα εκτός από ψυχική κι αισθηματική αποτελούσε εγγύηση για μένα, μια κι ο παππούς μου πλάι της έβαζε τη Παγώνα, άλλη αγελάδα, που ήταν χαρακτήρας κακός, επιθετικός, μ’έναν αδικαιολόγητο κυκλοθυμισμό κι άκρως επικίνδυνη σε όποιον την πλησίαζε. Όχι μόνο δεν την αγαπούσα την κοκκινοτρίχα αυτή, αλλά τη φοβόμουν και την έτρεμα. Τρεις φορές που χρειάστηκε μεσολάβησε αποφασιστικά η Μελίσσα για να με προστατέψει, απομακρύνοντάς την. Η αλήθεια είναι ότι φαινόταν να την υπολογίζει η Παγώνα γι αυτό όταν μ’έβλεπε κοντά στην αγαπημένη μου, δεν ασχολιόταν καθόλου μ’εμένα παρ’ότι το βλέμμα της έκρυβε πάντα μιαν αδιευκρίνιστη απειλή.
Πέρασαν έτσι περίπου τέσσερεις μήνες. Η συντροφιά με τη Μελίσσα πρωί απόγευμα γέμιζε τις παιδικές μου ώρες. Ένα ανοιξιάτικο ξημέρωμα πολύ νωρίς πριν προβάλλει ο ήλιος, ξύπνησα τρομαγμένος από δυνατά χτυπήματα που ακούστηκαν στην εξώπορτα. Άγνωστες φωνές έφτασαν στ’αυτιά μου. Άκουσα τον παππού να τους αποκρίνεται λέγοντας : «Ένα λεπτό να βάλω το παντελόνι μου και θα σας πάω να τις δείτε.» Ύστερα ακολούθησε παύση για μερικά λεπτά. Σε λίγο όμως άκουσα μια βραχνή φωνή, δε θα σβήσει ποτέ από το μυαλό μου η χροιά της, να λέει : «Δεν υπάρχει κανένα θέμα διαλέξαμε αυτή που είπαμε, αύριο το πρωί θα έρθουμε με τα χρήματα ο λόγος μας όπως ξέρεις είναι συμβόλαιο.» Μετά τα βήματά τους απομακρύνθηκαν κι ο ήχος τους στο λιθόστρωτο καθώς αργόσβηνε, ήταν σαν εισαγωγή σε μουσικό μελαγχολικό κομμάτι. Ένα προαίσθημα λύπης με κυρίευσε. Η τρελή μου υποψία επιβεβαιώθηκε όταν ο παππούς μου πληροφόρησε την γιαγιά πως οι άγνωστοι απ’το διπλανό χωριό διάλεξαν ν’αγοράσουν τη Μελίσσα. Μαχαιριά στο στέρνο μου έπεσε το νέο.
Ντύθηκα βιαστικά κι έτρεξα στο στάβλο. Ανύποπτη η αγαπημένη με περιεργάστηκε με κάποια απροσδιόριστη θλίψη, έτσι μου φάνηκε. Ενώ τη χάιδεψα ένιωσα ρίγος, μουρχόταν να κλάψω. Ήταν η πρώτη μου φορά που βίωνα ένα χωρισμό. Αυτή ήρθε από πάνω μου και με την ανάσα της να μοσχοβολάει βίκο κι αγριόχορτα δρόσιζε το κεφάλι μου. Θυμάμαι καθαρά τη μέρα εκείνου του μακρινού Απριλίου. Ο λαμπρός ήλιος ανέβαινε καλπάζοντας στον ουρανό, τα πουλιά τραγουδούσαν ασταμάτητα κι άπειρα ζωύφια πετούσαν ζουζουνίζοντας. Βράδιασε γρήγορα, πολύ γρήγορα έτσι μου φάνηκε. Δεν θυμάμαι αν έφαγα, πότε και πως κοιμήθηκα. Μια μαυρίλα μόνο τύλιγε τη σκέψη μου.
Όταν το φως της αυγής άρχισε να μπαίνει από τον φεγγίτη και να διαλύει το σκοτάδι στο δωμάτιο, σηκώθηκα από νωρίς κι έτρεξα στη Μελίσσα. Οι τελευταίες μας στιγμές, σκεφτόμουν μοιρολατρικά. Περίμενα μ’ένα κόμπο στο στήθος να δω τους ανυπόφορους μισητούς εχθρούς να καταφθάνουν. Δεν άργησαν. Ήταν πολύ κεφάτοι. χαιρέτησαν τον παππού, του μέτρησαν πολλά χαρτονομίσματα λέγοντάς του ταυτόχρονα πως είχαν μεταβάλλει γνώμη. «Λέμε ν’αγοράσουμε την άλλη την κόκκινη εάν δεν υπάρχει αντίρρηση», κατέληξαν. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, μουρχόταν να φωνάξω ζήτωωω ! … Ο παππούς δεν αρνήθηκε και μετά από λίγο η Παγώνα καπιστρωμένη και δεμένη μ’ένα σκοινί που την άκρη του κρατούσε ο ένας από τους αγοραστές, έφευγε μαζί τους. Με κοίταζε με το απλανές βλέμμα της σαν να μου ζητούσε συγνώμη. Εγώ ήδη την είχα συγχωρήσει. Έμεινα για λίγο σκεπτικός μέχρι που χάθηκε απ’το οπτικό μου πεδίο η Παγώνα με τους νέους ιδιοκτήτες της.
Πολύ αργότερα έμαθα ότι οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν πως «Ους οι θεοί βούλονται σώζεσθαι και εξ αυτών ανασπώσι των βαράθρων.» Αν το ήξερα τότε θα ταίριαζε απόλυτα με τα όσα έγιναν. Έτσι απροσδόκητα ξαναβρέθηκα με τη Μελίσσα. Οι μέρες χάντρες στο κομπολόι του χρόνου συνέχισαν να παρέρχονται η μια μετά την άλλη, η μια μετά την άλλη…
Ένα μεσημέρι θυμάμαι ότι μετά το φαγητό ο παππούς διάβαζε στη γιαγιά δυνατά και πολλές φορές συλλαβιστά μιαν εφημερίδα που τυχαία είχε πέσει στα χέρια του. Τα λόγια δυσνόητα για μένα τότε, όμως έμειναν χαραγμένα στη μνήμη μου ανεξίτηλα. «Τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας οδηγήθηκαν και οι δύο καταδικασθέντες στο Γουδί στο συνήθη τόπο των εκτελέσεων και πριν την ανατολή του ήλιου εθανατώθησαν δια τυφεκισμού.» Τι πα να πει εθανατώθησαν δια τυφεκισμού ; τόλμησα να ρωτήσω. Δεν πρόλαβα να πάρω απάντηση γιατί μπήκε η μαμά μου στη κάμαρα κι ανήγγειλε το νέο που είχε φτάσει στ’αυτιά της. Την Παγώνα λέει την είχαν σφάξει και το κρέας της πουλήθηκε στα χωριά της περιοχής μέχρι την Αρεόπολη. Ο παππούς άφησε να του πέσει η εφημερίδα και κάτι σαν να συλλογίστηκε. Η γιαγιά που πάντα ήταν πιο ψύχραιμη σχολίασε με ρεαλιστική αυθάδεια, αυτός ήταν ο προορισμός της, όπως όλων των αγελάδων. Εγώ ανατρίχιασα και ταυτόχρονα μούρθε στο μυαλό η Μελίσσα. Κυριολεκτικά είχε γλιτώσει από του χάρου τα δόντια. Κατά βάθος είχα συγκλονιστεί από την τύχη της δύστροπης Παγώνας και την σκεφτόμουν χωρίς να μούρχονται οι κακές στιγμές της.
Μετά απ’όλα αυτά μπορώ να πως ότι έγινα ακόμα πιο τρυφερός με τη Μελίσσα. Χωρίς νάχω συνειδητοποιήσει τι είναι ο θάνατος, ένιωθα ότι είναι κάτι αμετάκλητο, χωρίς επιστροφή. Όλα γίνονταν κάτω από τη σκιά του σ’ένα οδυνηρό άγνωστο θαμπό τοπίο. Αυτό μου δημιουργούσε μιαν αναστάτωση στο στήθος. Η σκέψη μου ταραζότανε ασυνήθιστα όταν προσπαθούσα να φτάσω σε κάποιο ξέφωτο διέξοδο. Δεν κατάφερνα όμως νάχω κάποιαν εξήγηση.
Στο μεταξύ μπήκαμε στο καλοκαίρι. Αίθριες διαυγείς μέρες και νύκτες αστρογεμισμένες, με συνέπεια εναλλάσσονταν και διέγραφαν την τροχιά του διανυόμενου χρόνου. Ένα πρωινό του Ιουλίου, όταν ξύπνησα η μαμά μου ανακοίνωσε ότι θα φεύγαμε γιατί ο πατέρας μου μας περίμενε στην Αθήνα. Μ’έπλυνε, με χτένισε, μ’έντυσε με τα καλά μου και κατεβήκαμε στο Γερολιμένα για να πάρουμε το πλοίο για Πειραιά. Επειδή διέκρινε πως στεναχωρήθηκα μου υποσχέθηκε κατηγορηματικά πως σύντομα θα επιστρέφαμε. Εγώ πάντως με δάκρυα στα μάτια είχα αποχαιρετήσει τη Μελίσσα γιατί κατά βάθος κάτι μου έλεγε ότι δεν πρόκειται να την ξαναδώ. Αλλά κι εκείνη κάτι είχε ψυχανεμιστεί αφού εκτός από την έκδηλη μελαγχολία στα μάτια της, μουγκανίστηκε, πράγμα που δεν το συνήθιζε, δυο φορές δυνατά και παραπονιάρικα. Σαν το πλοίο προσάραξε στο λιμάνι του Πειραιά είδα έκπληκτος για πρώτη φορά αυτοκίνητα να κινούνται πάνω κάτω στους δρόμους ενώ ένα βυτιοφόρο υδροφόρος του Δήμου κατάβρεχε για να μη σηκώνεται σκόνη. Εγώ σκεφτόμουν εκείνη. Α γιατί να μην την έχω κοντά μου ; Να βλέπουμε μαζί όλα αυτά τα θαύματα.
Σιγά σιγά μπήκα σ’ένα νέο τρόπο ζωής. Έμαθα να παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς, έκανα τους πρώτους μου φίλους, όμως ποτέ δεν σταμάτησα να συλλογίζομαι τη Μελίσσα. Οι λιγοστές ελπίδες μου για επιστροφή στο χωριό εξανεμίστηκαν μάλλον ανώδυνα αφού οι νέες συνθήκες διαβίωσης μου αποκάλυψαν ένα νέο κόσμο ωραιοποιημένο ή μπορεί κι ωραίο. Χωρίς να το επιδιώξω έμαθα μετά από λίγο καιρό ότι ο παππούς που στο μεταξύ αρρώστησε, πούλησε και τη Μελίσσα. Δεν ρώτησα τι απέγινε, από φόβο μήπως η απάντηση ήταν κάτι που δεν ήθελα ν’ακούσω. Ποια ήταν η τύχη της άραγε ; Ναι ήμουν δειλός, δεν θέλησα ποτέ μου να μάθω. Μερικές φορές όταν την σκεφτόμουνα, χωρίς να το καταλαβαίνω ερχόντουσαν τα λόγια της εφημερίδας που διάβαζε κάποτε ο παππούς : «Τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας οδηγήθηκαν και οι δύο καταδικασθέντες στο Γουδί στο συνήθη τόπο των εκτελέσεων και πριν την ανατολή του ήλιου εθανατώθησαν δια τυφεκισμού.»
Στο μεταξύ είχα μάθει τι πα να πει εθανατώθησαν δια τυφεκισμού κι αναρωτιόμουν χωρίς νάμαι σίγουρος, ποιος τάχα είχε θανατωθεί η Μελίσσα ή εγώ ; Μια γλυκιά πληγή μέσα μου, μου θύμιζε διαρκώς ότι το μόνο που δεν θανατώθηκε ήταν αυτό που είχα νιώσει για κείνη. Και μου ήταν αρκετό για να ελπίζω και να πορεύομαι.
Ν.Μ.
Επί τη (βουκολική) ευκαιρία σας θυμίζω δύο προσαρμογές στα ελληνικά στίχων του Μπρασένς που σας είχα φτιάξει παλιότερα (Β.Ν.) Έδώ και εδώ
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Αγελάδα, Μελίσσα, Μοσχοβάκος, Νίκος Μοσχοβάκος | Leave a Comment »
Κάστανα στο Πάικο….
Posted by vnottas στο 29 Οκτωβρίου, 2015
(γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος)
Τέλος Οκτώβρη του 48, απομεσήμερο κι ο Γιαννάκης ο Γκάηντας απ το Κιλκίς, είναι σε αποστολή ‘επιτήρησης εχθρού’ μαζί με τρεις συντρόφους του απ το λόχο του κατετάν Σφυρή στις παρυφές του Πάικου σ ένα πέταλο γεμάτο καστανιές.
Είναι κρυμμένοι, καμουφλαρισμένοι μέσα σε κάτι βατσινιές και με τα κιάλια κοιτάζουν κάθε τόσο προς την πεδιάδα, όπου οι πληροφορίες έλεγαν πως μπορεί να εμφανιζόταν ένα τάγμα πεζικού και αν το έβλεπαν, έπρεπε αμέσως να κινηθούν βορειοανατολικά προς τη κορυφή για να ειδοποιήσουν τις μονάδες του απελευθερωτικού στρατού.
Ο Γιαννάκης με το αετίσιο μάτι του οργώνει την πεδιάδα χωρίς να ξέρει βέβαια πως τριακόσια μέτρα πιο πάνω κι αριστερά από αυτόν και τους συντρόφους του, βρίσκεται ακίνητος μπρούμυτα μέσα στους σκληρούς θάμνους ο οπλίτης-ελεύθερος σκοπευτής Χρήστος Μπούμπασης από το Χέρσο του Κιλκίς, το καμάρι του 505 τάγματος πεζικού που μέχρι σήμερα –δυο χρόνια τώρα- είχε στείλει στον άλλο κόσμο πάνω από 20 καθοδηγητές κι αξιωματικούς του ΕΛΑΣ.
Ο Χρήστος ο Μπούμπασης ή ‘χάρος’ -όπως τον είχαν ονομάσει στο τάγμα -ήταν πάντα μόνος του, έχοντας τη μόνη εντολή, να σημαδεύει μέσα από τη διόπτρα του πεντάκιλου enfield του, επιλεκτικά τους επικεφαλής των ανταρτών ή τους ανιχνευτές τους.
Τώρα ξαπλωμένος στο θάμνο, έβλεπε μέσα απ τη διόπτρα του ντουφεκιού του από ώρες, τους τέσσερις αντάρτες τριακόσια μέτρα κάτω και πλάγια και σκεφτόταν μόνο πότε θα τραβήξει τη σκανδάλη. Ο Χρήστος που μόλις χτες έκλεισε τα εικοσιδύο, ξέρει απ το λοχαγό του, πως ο εμφύλιος θα τελειώσει γρήγορα και με το χαρτί που θα πάρει απ το τάγμα του, θα μπορέσει ν ανοίξει περίπτερο στο Κιλκίς κι όχι να ξεπατώνεται στα κουτσοχώραφα του Χέρσου.
Οι καστανιές στο Πάικο είναι φορτωμένες κι ο Γιαννάκης ο Γκάηντας λέει στους συντρόφους του, πως θα μαζέψει μερικά κάστανα στο ντορβά από τα δυο ψηλά δέντρα που είναι μπροστά τους κι οι τρεις συναγωνιστές του συμφωνούν γιατί τους έχει κόψει η πείνα απ το πρωί.
Πάνω του στα τριακόσια μέτρα ο ‘χάρος’ βλέπει μέσα απ τη διόπτρα του τον Γιαννάκη να βαδίζει προς τις καστανιές και ξέρει πως είναι κατάδικος του, όπως κι οι άλλοι τρεις αντάρτες κι αυτό σημαίνει τουλάχιστον μια κούτα τσιγάρα Ματσάγκος, μια εύφημη μνεία, δυο μερίδες κοτόπουλο κι ένα μπουκάλι κονιάκ απ το λοχαγό του, πέρα απ την διήμερη άδεια για το Χέρσο και ήρεμα, αποφασιστικά, αμετάκλητα τραβάει τη σκανδάλη και πυροβολεί με ακρίβεια, το πίσω μέρος απ το κεφάλι του Γιαννάκη και σε δέκα δεύτερα έχει κλείσει βόλτα στον αγύριστο τους συμπατριώτες του, μέσα από τον σκληρό μαύρο αμφιβληστροειδή του.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Εμφύλιος, Ηλίας Κουτσούκος, Κάστανα στο Πάικο, Καστανιές | Leave a Comment »
Έλμερ Φαντ 1957
Posted by vnottas στο 9 Οκτωβρίου, 2015
(γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος)
Ήμουν στη πρώτη δημοτικού, στη Νέα Φιλαδέλφεια, όταν ξυπνώντας ένα πρωί βρήκα πάνω στο κομοδίνο μου ένα μεγάλο πακέτο και όταν το άνοιξα είδα πως είχε ένα ζευγάρι παπούτσια, χρώμα καφέ που δεν μου άρεσαν καθόλου γιατί είχαν εντελώς στρογγυλές μύτες και κορδόνια.
Η μητέρα μου, μου είπε πως τα είχε αφήσει ο πατέρας μου το βράδυ που είχα κοιμηθεί.
Εγώ τότε, όταν ο πατέρας φορούσε τη στολή του, ρουφούσε με θόρυβο τον καφέ του κι έριχνε μερικές Χριστοπαναγίες πριν φύγει, έκανα πως κοιμόμουν γιατί φοβόμουν εκείνον τον απαίσιο θόρυβο από το χαστούκι πούδινε ανελλιπώς μετά το καθιερωμένο βρισίδι του στη μάνα μου.
Το πρωί έκανα πάντα το κόλπο πως κοιμόμουν γιατί έτσι κι αλλιώς λίγο πριν το βραδάκι ο πατέρας μου μετά από τις ρετσίνες του, που έπινε στη κουζίνα, καταχέριαζε τη μάνα μου κι εγώ το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να πάω στο μέσα δωμάτιο και να κλείσω τη πόρτα να κάνω πως δήθεν διαβάζω και να ακούω τα χαστούκια χωρίς να τα βλέπω.
Τώρα όμως το πρόβλημά μου ήταν αυτά τα καινούργια παπούτσια, τα καφέ με τα κορδόνια που δεν τα ήθελα με τίποτα αλλά έπρεπε να τα φορέσω γιατί αν έλεγα δεν τα φορώ θα έτρωγα οπωσδήποτε τις μπούφλες μου.
Όμως η μητέρα μου όταν ήρθε στο δωμάτιο, μου είπε πως σήμερα δεν θα πήγαινα σχολείο κι ότι θα πηγαίναμε μαζί στη Διοίκηση της Χωροφυλακής όπου αυτή θα έλεγε πως τρώει κάθε μέρα ξύλο απ το πατέρα μου και μένα αν θα με ρωτούσαν, θα έλεγα πως ναι τρώει.
Άρχισε να με ντύνει και μου έβαλε τα παπούτσια με τις στρογγυλές μύτες που σιχαινόμουν γιατί τέτοια παπούτσια φορούσε σε κάτι εικονογραφημένα περιοδικά ο Ελμερ Φαντ που τον μισούσα γιατί όλο πυροβολούσε τον Μπαγκς Μπάνι τον λαγό και μου έδεσε τα κορδόνια γιατί εγώ δεν ήξερα να τα δένω επειδή πιο μπροστά φορούσα παπούτσια παντοφλέ που μου άρεσαν πολύ γιατί δεν είχαν κορδόνια.
Αυτό που έλεγε η μητέρα μου στη διαδρομή δεν μου ήταν και τόσο ευχάριστο κι ας έχανα το σχολείο γιατί δεν ήξερα σε ποιον θα έλεγα πως ο πατέρας μου την δέρνει και μήπως αυτός που θα το έλεγα ύστερα θα το έλεγε στον πατέρα μου και μετά πάλι θα έπεφτε πολύ ξύλο στο σπίτι αλλά μετά βάλθηκα να κοιτάζω μόνο τα καφέ μου παπούτσια που τα ονόμασα αυτομάτως ‘έλμερ φαντ’ και σκεφτόμουν πως την άλλη μέρα θα τα έβλεπαν οι συμμαθητές μου και θα με κορόιδευαν όλοι στη τάξη.
Φθάσαμε σ ένα δρόμο κοντά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, σ ένα ωραίο κτίριο που έγραφε απέξω ‘Αρχηγείον Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής’ και ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο σ ένα πολύ όμορφο γραφείο που πίσω του καθόταν ένας τύπος με στολή που είχε πιο πολλά παράσημα απ τον πατέρα μου και τρία χρυσαφιά άστρα στους ώμους του κι ήταν κάτι σαν τον θείο μου τον Δημητράκη στην ηλικία κάπου στα 50 δηλαδή.
Όση ώρα μιλούσε η μητέρα μου και του έλεγε με το νι και με το σίγμα για το ξύλο που έτρωγε, εγώ κοιτούσα τα παπούτσια μου και διαπίστωνα πως ήταν τόσο γυαλιστερά ώστε όπως ήμουν σκυμμένος φαινόταν το πρόσωπο μου πάνω τους.
Δεν θυμάμαι πόσο καθίσαμε σε κείνο το γραφείο, με τη μάνα μου να κλαίει κατά διαστήματα κι αυτόν να λέει ‘σας παρακαλώ κυρία μου, όχι μπροστά στο παιδί’, πάντως κάποια στιγμή ο τύπος αυτός σηκώθηκε απ το γραφείο του κι ήρθε προς το μέρος μου, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε ‘ώστε έτσι ο μπαμπάς λοιπόν’ κι εγώ έγνεψα ‘ναι’ με το κεφάλι και μετά φύγαμε.
Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι πάλι κοιτούσα τα παπούτσια μου και γέλασα από μέσα μου γιατί σκέφτηκα πως αν μου κολλούσε κάποιος συμμαθητής μου θα του έλεγα να το βουλώσει γιατί θα έπαιρνα μια καραμπίνα και θα τον κυνηγούσα όπως έκανε ο Ελμερ Φαντ στον Μπαγκς Μπάνι.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: 1957, Αφήγημα, Ελμερ Φαντ, Ηλίας Κουτσούκος | Leave a Comment »
Κριθαρόσουπα…
Posted by vnottas στο 15 Σεπτεμβρίου, 2015
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
Ρίχνεις στο καυτό νερό λίγο λαδάκι…
¨τι νόμιζες,πως είμαστε από παράδοση καλοί ε…¨ γελούσε ο γέροντας Ιωανίκιος στο Αγιο-Ορος καθώς μου έδειχνε μια μικρή μετόπη που έχουν όλα τα μοναστήρια στη κεντρική τους πύλη και πάνω της καθόταν μία τεράστια χύτρα όπου έχυναν λάδι με βραστό νερό, να κάψουνε τους πειρατές, που από κάτω προσπαθούσαν να παραβιάσουνε τη πύλη¨.
Μόλις αρχίζει να βράζει τότε ρίχνεις το κριθαράκι και λίγη ντομάτα σάλτσα
¨το θείο σου τον κυνηγήσανε οι χίτες μέσα στο κριθοχώραφο του Βασιλάκου και τούριξαν 5 κουμάσια από τα τριάντα μέτρα. Τον βρήκε η πρώτη στο λαιμό και τιναζότανε το αίμα σιντριβάνι… Βάψανε όλα κριθάρια ένα γύρω. Η μάνα του ήταν στην άκρη στο χωράφι και χτυπιόταν βλέποντας πως σκοτώνανε το στερνοπούλι της απόγευμα που έγερνε ο ήλιος και ήταν σαν βάφανε με κόκκινο χρυσάφι από το αίμα του παιδιού τα αψηλά κριθάρια. Και τώρα λένε, άμα βρέξει ξαφνικά πως παίρνει χρώμα κόκκινο στο κέντρο του, του Βασιλάκου το χωράφι από το αίμα που πετούσε ο μπάρμπας σου που ήταν τότε στα δεκαεννιά.¨
Ρίχνουμε μέσα λίγο σκόρδο, λίγο αλάτι και πιπέρι
¨γίνονταν τότε σημεία και τέρατα παιδάκι μου…Στο αλώνι του Μανωλάκου έσυραν τον Γιωργάκη της Φανής, κόψανε το λαιμό του άκρη μέρα- μεσημέρι και ρίχνανε αλάτι και πιπέρι στο ξεπεταρούδι 15 χρόνων να τους πει που τράβηξε η ομάδα του Σταυρόμπεη… Θα το πεις τσογλάνι, θα το πεις ούρλιαζαν μες τα αυτάκια του τριγύρω οι Μάηδες απ του Μελιγαλά…¨ μου έλεγε
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ηλίας Κουτσούκος, Κριθαρόσουπα | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Β΄ κεφ. όγδοο. Σύσκεψη
Posted by vnottas στο 28 Αυγούστου, 2015
Μέρος Β΄ κεφάλαιο όγδοο
Όπου οι επικεφαλής της ελληνικής διοίκησης συσκέπτονται
Τα Σούσα είναι μια μάλλον επίπεδη πόλη. Τα τείχη που την περικλείουν είναι χαμηλά, φτιαγμένα από τούβλα και κάπως παραμελημένα∙ είναι κατά κάποιο τρόπο ορατό πως δεν έχουν υποστεί επίθεση εδώ και καιρό. Τα σπίτια, μικρά τα περισσότερα, είναι κατασκευασμένα από πλίνθους ξεραμένους στον ήλιο και, κολλημένα το ένα στο άλλο, σχηματίζουν εσωτερικές αυλές αόρατες από το δρόμο. Αντίθετα η ακρόπολη της ¨πόλης των κρίνων¨, ταυτόχρονα φρούριο, ανάκτορα και ναός, έχει κτιστεί πάνω σε έναν τεχνητό λόφο που υψώνεται επιβλητικά πάνω από τον αστικό ιστό και αποτελεί σημείο αναφοράς και προσανατολισμού. Προς την οχυρωμένη ακρόπολη κατευθύνεται τώρα ο Οινοκράτης περπατώντας βιαστικά κάτω από τον ήλιο του απομεσήμερου.
Φτάνοντας στην πύλη του ανακτορικού συγκροτήματος, χαιρετά κάποιους φρουρούς, γνωστούς του, οι οποίοι ανήκαν στο άγημα που συνόδευσε το καραβάνι με τους θησαυρούς από την Περσέπολη. Εκείνοι τον αναγνωρίζουν και του επιτρέπουν τη διέλευση χωρίς πολλές διατυπώσεις. Πάντως, ο παρατηρητικός Οινοκράτης, κοιτάζει ανήσυχος γύρω του γιατί αντιλαμβάνεται ότι στην πύλη επικρατεί αναστάτωση κι ότι υπάρχει μια ασυνήθιστη κινητοποίηση.
Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές θα έμενε ευχαρίστως για λίγο κοντά στους φρουρούς για να μάθει τι τρέχει, αλλά και για να πιάσει μαζί τους ένα γενικότερο κουβεντολόι. Όμως βιάζεται, και γι αυτό παίρνει αμέσως τον ανηφορικό περιστροφικό δρόμο προς την πίσω πλευρά των ανακτόρων και μετά, προς μια από τις εσωτερικές αυλές. Ξέρει ότι εκεί θα βρει τον Εύελπι είτε στον χώρο που του έχει παραχωρηθεί στα δώματα της εσωτερικής φρουράς, είτε στο θησαυροφυλάκιο.
Στην αυλή όμως η αναστάτωση είναι ακόμη πιο έντονη. Οι στρατιώτες περιφέρονται νευρικοί, υπάρχουν μερικοί έφιπποι που κάτι περιμένουν, ενώ ορισμένοι αξιωματικοί από διαφορετικές υπηρεσίες της φρουράς είναι μαζεμένοι σε ¨πηγαδάκι¨ και συζητούν χαμηλόφωνα, αλλά με ένταση∙ υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που κοντοστέκονται παρατηρώντας και κουβεντιάζοντας, οι οποίοι κανονικά δε θα ’πρεπε να είναι εκεί. Ο Οινοκράτης διακρίνει ανάμεσά τους τον Νικία, τον έλληνα λόγιο-μεταφραστή που ανήκει στην ομάδα των γραμματικών και κατευθύνεται προς αυτόν. Εκείνος τον αναγνωρίζει.
«Τι έγινε Οινοκράτη; Ο κύριός σου σε φώναξε επειγόντως; Τον είδες; Πώς είναι ο Καλλισθένης;»
«Όχι», απαντά ειλικρινής ο Οινοκράτης. «Μόλις έφτασα και τον κύριό μου δεν τον είδα ακόμη. Μήπως ευγενικέ κύριε Νικία ξέρεις που ακριβώς είναι;»
«Σίγουρα δεν είναι στα Θησαυροφυλάκια. Όπως βλέπεις έχουν και τα δύο προσωρινά σφραγιστεί. Πρέπει να είναι στα δώματα της φρουράς. Αλλά το πιθανότερο είναι να βρίσκεται σε σύσκεψη με τον επικεφαλής διοικητή, τον εταίρο Μάζαρο και, εάν αυτοί οι έφιπποι που περιμένουν εκεί στην άκρη είναι -όπως νομίζω- οι ακόλουθοι του στρατηγού Αρχέλαου, πρέπει να είναι κι αυτός εκεί.
Αν δε σε έχει καλέσει ο ίδιος ο Εύελπις σε συμβουλεύω να περιμένεις μέχρι να τελειώσουν».
«Μα, αν μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω ευγενικέ Νικία, τι συνέβη εδώ;»
«Α, δεν ξέρεις τίποτα; Θα σου πω. Βλέπεις εκεί κάτω τους στρατιώτες που φρουρούν δύο μπόγους; Πρόκειται για ό ,τι απέμεινε από τους δύο τύπους που προσπάθησαν το πρωί να δολοφονήσουν τον Καλλισθένη».
Όπως σωστά ανέφερε ο λόγιος Νικίας, όχι πολλά βήματα μακριά από τα θησαυροφυλάκια, στο εσωτερικό της βόρειας, πίσω πλευράς του ανακτορικού συγκροτήματος και συγκεκριμένα στην αίθουσα όπου έχει εγκατασταθεί το αρχηγείο της φρουράς, ο φρούραρχος Μάζαρος, ο υπεύθυνος για την πόλη των Σούσων στρατηγός Αρχέλαος και ο Εύελπις, συσκέπτονται καθισμένοι γύρω από ένα κυκλικό τραπέζι. Ο τελευταίος παίρνει μέρος ως προσωρινός αντικαταστάτης του τραυματισμένου Καλλισθένη, αλλά και ως συμμέτοχος και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Ο Εύελπις έχει αυτή την στιγμή το λόγο.
«…Αυτά που σας είπα ως εδώ, αποτελούν μια λεπτομερή περιγραφή των όσων συνέβησαν σήμερα, όπως ακριβώς διεξήχθησαν. Όπως σας είπα, ήμουν μαζί με τον Καλλισθένη από το πρωί».
«Ευτυχώς!», παρατηρεί ο Αρχέλαος.
Ο ¨πολιούχος¨ είναι ένας εγκάρδιος τύπος με γκρίζα μαλλιά και γένια που κοντεύει τα πενήντα και ανήκει στη γενιά των στρατιωτών του Φιλίππου. Λέγεται πως είναι πιο καλός στο να διοικεί πολίτες παρά στρατιώτες και γι αυτό ο Αλέξανδρος τον άφησε στη διοίκηση της πόλης των Σούσων. Φοράει έναν γαλαζωπό χιτώνα χωρίς τα διακριτικά του στρατηγού.
«Εντάξει», συνεχίζει, «πες μας τώρα ποια είναι η άποψη σου για όλα αυτά;»
«Κατά τη γνώμη μου», απαντά ο Εύελπις, «ορισμένες πρώτες, απλές παρατηρήσεις μπορούμε ήδη να τις κάνουμε:
Πρώτον. Ο προφανής στόχος των δύο εισβολέων ήταν ο Καλλισθένης, ο οποίος συνήθως αυτήν την πρωινή ώρα επιθεωρεί τις εργασίες στο παλιό θησαυροφυλάκιο, περιφερόμενος χωρίς συνοδεία από τη μια αίθουσα στην άλλη. Την δική μου παρουσία σίγουρα την αγνοούσαν. Πράγματι, βρισκόμουν εκεί επειδή ο Καλλισθένης με προσκάλεσε την τελευταία στιγμή, για να μου δείξει νέους τρόπους καταγραφής και ορισμένα αντικείμενα.
Πάντως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο να προσπάθησαν να μπουν στην ¨αίθουσα των Ελλήνων¨ νομίζοντας ότι είναι άδεια από προσωπικό και αγνοώντας ότι θα έπεφταν απάνω μας. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να δούμε τι μπορεί να υπάρχει εκεί που θα μπορούσε να ενδιαφέρει τους δύο εισβολείς.
Δεύτερον. Ο τρόπος με τον οποίο μπήκαν στον φρουρούμενο χώρο είναι κάτι που πρέπει να διερευνήσουμε άμεσα, αν και…»
«Διέταξα ήδη την ανάκριση των φρουρών της εισόδου του Θησαυροφυλακίου και εκείνων της Πύλης των Ανακτόρων», τον διακόπτει ο Μάζαρος.
Ο φρούραρχος Μάζαρος, ένας από τους συνομήλικους του Αλέξανδρου εταίρους, είναι ένας κλασικός γεροδεμένος στρατιωτικός με τετράγωνο σαγόνι και κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά. Φοράει την ελαφριά πανοπλία του διοικητή (δερμάτινο θώρακα και κοντό σπαθί) και είναι ο πιο φανερά ανήσυχος από τους τρεις. Ξέρει ότι η απόπειρα αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη κακής φρούρησης του πιο ευαίσθητου σημείου των ανακτόρων, όπως ξέρει επίσης ότι η ασφάλεια των θησαυρών είναι πιο σημαντική ακόμη και από την προστασία της αρτιμέλειας των βασιλικών ομήρων-φιλοξενούμενων.
«Η ανάκριση που ήδη διέταξες Μάζαρε είναι απαραίτητη», συγκατανεύει ο Εύελπις, «αν και φοβάμαι ότι δε θα αποδώσει. Ακόμη και αν οι εισβολείς δωροδόκησαν ή παραπλάνησαν τους φρουρούς και διείσδυσαν στο εσωτερικό μεταμφιεσμένοι σε καταγραφείς, το βρίσκω λίγο δύσκολο να άλλαξαν ενδυμασία, να μαυροφορέθηκαν και να εξοπλίστηκαν με μάχαιρες μέσα στο Θησαυροφυλάκιο. Πάντως ακόμη κι αυτό δεν αποκλείεται, γιατί την παλιά πτέρυγα δεν την έχουμε πλήρως αποτυπώσει και ενδέχεται να υπάρχουν μυστικοί χώροι που αγνοούμε, για να μη πω ότι είναι πιθανό να υπάρχουν ακόμη και μυστικά περάσματα που να την ενώνουν με το παλάτι».
«Θα αναθέσω αμέσως λεπτομερή έρευνα όλων των χώρων και των δύο πτερύγων», λέει ο Μάζαρος και κάνει να ανασηκωθεί.
«Μιλάμε για το θησαυροφυλάκιο», τον συγκρατεί με μια κίνηση του χεριού του ο Αρχέλαος. «Πρέπει να αναθέσεις την έρευνα σε απολύτως έμπιστα πρόσωπα που θα διαλέξεις προσεκτικά».
Ο Εύελπις ανακεφαλαιώνει: «Ψάχνουμε για χώρους που χρησιμοποιήθηκαν ως ορμητήριο από τους εισβολείς, σε περίπτωση που αυτοί διείσδυσαν απ’ έξω και ψάχνουμε επίσης για τυχόν μυστικά περάσματα που να οδηγούν ως εδώ από άλλα σημεία των ανακτόρων. Αυτά, εάν υπάρχουν, θα είναι σίγουρα παραλλαγμένα και θα είναι δύσκολο να τα βρούμε, αλλά σίγουρα πρέπει να προσπαθήσουμε. Εάν κρίνετε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να είναι χρήσιμο, μπορώ να σας δώσω και έναν έμπειρο τέκτονα μηχανικό που να βοηθήσει στην έρευνα».
«Σύμφωνοι», αποδέχεται ο Μάζαρος.
Ο Αρχέλαος απευθύνεται στον Εύελπι: «Άλλο;»
«Ναι, ψάχνουμε την ταυτότητα των δολοφόνων. Ο γιατρός ο Φίλιππος, ο πιο αρμόδιος σ’ αυτά τα θέματα απ’ όσους διαθέτουμε, εξέτασε ήδη τα σώματα των νεκρών, αλλά δεν κατέληξε με σιγουριά σε ποια φυλή ανήκουν. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα. Σκούρα σπαστή κόμη με λευκό δέρμα βρίσκεις τόσο ανάμεσα στους Πέρσες όσο και ανάμεσα στους Έλληνες. Η ενδυμασία και τα όπλα που χρησιμοποίησαν είναι σίγουρα τοπικής κατασκευής, αλλά δεν είναι δύσκολο να προμηθευτεί κανείς τέτοια».
«Κατά τη διάρκεια της επίθεσης δεν άρθρωσαν λέξη;» ρωτάει ο Μάζαρος.
«Πέρα από κάποιες άναρθρες κραυγές και βογγητά, όχι».
«Μια στιγμή… Γιατί πρέπει να είναι Έλληνες; Υποπτεύεσαι συνωμοσία; » αντιδρά ο Αρχέλαος.
«Απλά δε νομίζω ότι, με τα λίγα που γνωρίζουμε αυτή την στιγμή, είμαστε σε θέση να αποκλείσουμε οτιδήποτε».
«Ίσως θα πρέπει να δείξουμε τα πρόσωπά τους, των λείψανων εννοώ, στους στρατιώτες της φρουράς πριν αλλοιωθούν. Να μάθουμε αν κάποιος τους γνωρίζει», λέει ο Μάζαρος.
«Όχι», διαφωνεί ο Αρχέλαος, «αν το κάνουμε, θα δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι ένοχοι μπορεί να είναι έλληνες, το θέμα θα μεγαλοποιηθεί ακόμη περισσότερο και θα αρχίσουν να κυκλοφορούν διαβρωτικές φήμες για έριδες και συνωμοσίες μέσα στο στράτευμα. Δε νομίζω ότι συμφέρει κάτι τέτοιο, τι λες Εύελπι;»
Ο Εύελπις κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. Όμως τον απασχολεί κάτι άλλο.
«Επειδή, πράγματι, το πιθανότερο είναι να έχουμε να κάνουμε με Πέρσες που αισθάνονται προσβεβλημένοι και οργισμένοι γιατί οικειοποιηθήκαμε, όχι μόνο τους θησαυρούς της αυτοκρατορίας τους, αλλά ίσως και -όπως σωστά λέει ο Καλλισθένης- κάποια αντικείμενα που αποτελούν γι αυτούς ανεκτίμητα, ιερά σύμβολα, και επειδή αυτοί οι Πέρσες στην απεγνωσμένη εισβολή τους στο θησαυροφυλάκιο δε μπορεί παρά να είχαν βοήθεια και συμπαράσταση από τους συμπατριώτες τους που εξακολουθούν να διαμένουν στα ανάκτορα, νομίζω ότι πρέπει να ανακρίνουμε τους σημαντικότερους από τους ένοικους του βασιλικού Μεγάρου».
Οι δύο συνομιλητές του Εύελπι σιωπούν για λίγο.
«Ξέρεις ποιες είναι οι εντολές», λέει ο Μάζαρος. «Πλήρης σεβασμός, διακριτική περιφρούρηση, αλλά και συνεχής προστασία της ασφάλειάς τους».
«Για το εάν θα γίνουν οι ανακρίσεις, που κι εγώ θεωρώ απαραίτητες και, κυρίως, για το πώς θα γίνουν αυτές», παρατηρεί ο Αρχέλαος, «αρμόδιος να αποφασίσει είναι ο Καλλισθένης. Αυτός έχει αναλάβει την εποπτεία της οικογένειας του Δαρείου. Θα ήθελα την άποψή του. Τι είπε ο Φίλιππος; Πότε θα είναι σε θέση να μας μιλήσει;»
«Ο Φίλιππος του έχει δώσει μια ισχυρή παυσίπονη ουσία. Φοβάμαι ότι για αρκετές ώρες δε θα συνέλθει. Το πιθανότερο είναι ότι δε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε μαζί του πριν από αύριο».
«Εάν ο Καλλισθένης συμφωνήσει, αισθάνεσαι σε θέση να αναλάβεις αυτές τις ανακρίσεις;», επιμένει ο Αρχέλαος.
«Θα προσπαθήσω».
«Εντάξει. Και με τον Αβουλίτη, που τον έχουμε αφήσει να παίζει το ρόλο του σατράπη τι θα κάνουμε; Νομίζετε ότι πρέπει να τον ενημερώσουμε για τα συμβάντα ή να τον ανακρίνουμε κι αυτόν, όσο, τέλος πάντων, διακριτικά χρειάζεται;»
***
Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα ακόμη. Η μέρα τελειώνει, όταν ο Εύελπις ξαναβγαίνει στην εσωτερική αυλή και κατευθύνεται προς το παρακείμενο διαμέρισμα του προϊσταμένου του, όπου έχει μεταφερθεί ο τραυματίας Καλλισθένης. Η ατμόσφαιρα έξω έχει πάρει μια κοκκινωπή απόχρωση, αλλά η ορατότητα είναι ακόμη καλή.
Στην αυλή ο κόσμος έχει πια αισθητά αραιώσει. Οι περισσότεροι από τους ταξινομητές και τους εκτιμητές έχουν φύγει. Ο Αρχέλαος αποχωρεί τώρα έφιππος, συνοδευόμενος από την ένοπλη συνοδεία του. Ο Μάζαρος, που έχει επίσης βγει έξω, δίνει συμπληρωματικές οδηγίες στους επικεφαλής της φρουράς των θησαυροφυλακίων. Εκείνο που δεν υπήρχε νωρίτερα, αλλά τώρα κυριαρχεί στο κέντρο της αυλής είναι μια μεταφορική αρμάμαξα με δύο άλογα, δίπλα στην οποία μία γυναίκα και δύο άντρες κουβεντιάζουν, παρατηρώντας ταυτόχρονα την έξοδο από τα δώματα της φρουράς. Ένας από τους άνδρες, μόλις βλέπει τον Εύελπι τρέχει προς το μέρος του, ενώ, πιο συνεσταλμένα, πλησιάζει και το ζευγάρι.
Ο Εύελπις αναγνωρίζει πρώτα τον Οινοκράτη και αμέσως μετά και τους άλλους δύο. Πρόκειται για τον Ευρυμέδοντα, έναν ευσυνείδητο Θεσσαλό, συνεργάτη της ομάδας του Καλλισθένη και -μα τι στην ευχή μπορεί να κάνει εδωπέρα;- για μια από τις μικρές ακολούθους της Θαΐδας.
(συνεχίζεται…)
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αρχέλαος, Αφήγημα, Εύελπις, Κύλικες και Δόρατα, Μάζαρος, Οινοκράτης, μυθιστόρημα | Leave a Comment »
Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Στο οινομαγειρείο της Βαβυλωνίου Πύλης
Posted by vnottas στο 22 Αυγούστου, 2015
Μέρος Β΄ Κεφάλαιο έβδομο. Όπου η αιρετική αυτοσχέδια χαχόμα επιδρά κάπως διαφορετικά από τη γνήσια.
Το ¨Οινοποτείον μετά Τραγημάτων[1] ¨Η Ωραία Πατρίς¨ βρίσκεται κοντά στα τείχη, στη βορειοδυτική άκρη της πόλης των Σούσων. Συγκεκριμένα η πρόσοψή του βλέπει σε μια μικρή πλατεία με κρήνη και περιστέρια, ακριβώς απέναντι από την Πύλη που οδηγεί προς τη Βαβυλώνα.
Ένας καπάτσος Κορίνθιος, αφού κατάφερε να πάρει τη σχετική άδεια στο άψε σβήσε, έχει μετατρέψει ένα εγκαταλειμμένο οίκημα (παλιότερα τμήμα του χώρου προσωρινής αποθήκευσης των εμπορευμάτων που μπαινοβγαίνουν στην πόλη) σε ένα κοινωφελές (αλλά κυρίως επωφελές για τον ίδιο) μη κυβερνητικό ίδρυμα, αφιερωμένο στον Διόνυσο τον Μετανάστη, τους πιστούς και τους συμπαθούντες του.
Απ’ ότι θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς από την περιποιημένη είσοδο και τις έγχρωμες ζωγραφιές που την κοσμούν, το ¨Οινοποτείον¨ τα πάει εξαιρετικά καλά. Οι γαστρονομικές του δραστηριότητες έχουν απ’ ό, τι φαίνεται επεκταθεί και οι αλλεπάλληλες πρόσθετες επιγραφές κάτω από την επωνυμία του καταστήματος, δίνουν στους υποψήφιους πελάτες χρήσιμες συμπληρωματικές πληροφορίες, όπως:
¨Οίνοι ημέτεροι άρτι αφιχθέντες εξ Ελλάδος¨,
¨Και τοπικούς οίνους, επιλεγμένους έχομεν¨,
¨Διαθέτομεν πρωϊνόν Ακρατισμόν[2], μεσημβρινόν Άριστον[3] και εσπερινόν Δείπνον¨,
¨Γέυσεις ελληνικαί παραδοσιακαί¨,
¨Ποικιλία αρτυμάτων[4]¨,
¨Πεπλατισμένοι άρτοι μετά βραχέων οβελιδίων οπτού κρέατος δια τους ταξιδιώτας¨,
¨Μέλας ζωμός κατόπιν παραγγελίας¨,
¨Εις το βάθος εσωτερική αυλή θερινής χρήσεως μετά σκιάστρου¨.
¨Τιμαί ασυναγώνισται¨,
Σε μια γωνιά της πρόσοψης, έχει προστεθεί μία ακόμη επεξήγηση, αυτήν τη φορά σε σφηνοειδή γραφή, η οποία κρίθηκε απαραίτητη για να αποφεύγονται εγκαίρως τυχόν παρεξηγήσεις. Έλεγε πάνω κάτω τα ακόλουθα:
¨Πολυπολιτισμική πολιτική: Ευπρόσδεκτοι Πέρσες και λοιποί γηγενείς.
Απελεύθεροι: Δεκτοί εάν φέρουν τα κατάλληλα διακριτικά.
Δούλοι: Δεκτοί μόνον εάν συνοδεύονται¨.
Περιττό να πούμε ότι οι άνδρες της ελληνικής φρουράς που υπηρετούν στην Πύλη προς την Βαβυλώνα, είναι ενθουσιασμένοι από το μαγαζί που λειτουργεί τόσο κοντά στις εγκαταστάσεις τους, και δεν παραλείπουν να το επισκέπτονται όσο συχνά τους επιτρέπει η άσκηση των λοιπών τους καθηκόντων.
Πολλοί είναι και οι ευκαιριακοί θαμώνες, δηλαδή οι ταξιδιώτες που προέρχονται από την Βαβυλώνα και άλλες πόλεις του Βορρά, οι οποίοι σταματούν εδώ για να ξαποστάσουν από την κούραση της διαδρομής και να μαζέψουν χρήσιμες πληροφορίες πριν μπουν στο εσωτερικό της πόλης.
Έτσι, όταν ο Οινοκράτης και ο στρογγυλός του συνεργάτης ο Χοντρόης φτάνουν στο ¨Οινοποτείον¨ γύρω στην ώρα του μεσημεριού, οι πάγκοι και τα υπόλοιπα καθίσματα της αίθουσας είναι ήδη γεμάτα πελάτες και με δυσκολία καταφέρνουν να βρουν δυο σκαμνιά και ένα μικρό τετράγωνο τραπέζι.
Εκείνο το πρωί οι δύο υπηρέτες είχαν αποφασίσει ότι σήμερα, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουν με ασφάλεια τις δυνατότητες του προϊόντος των πειραμάτων τους, θα υποδύονταν τους εξής ρόλους: Ο Οινοκράτης θα ήταν έμπορος προερχόμενος από την Μεγάλη Ελλάδα και ο Χοντρόης θα ήταν ο ντόπιος δούλος-διερμηνέας του. Με αυτές τις ιδιότητες θα επισκέπτονταν αυτόν τον δημοφιλή νέο ιδιωτικό ¨ναό του Διονύσου¨ που είχε ανοίξει στα βόρεια τείχη, όχι πολύ μακριά από το σπίτι.
Έβαλαν λοιπόν στους σάκους τους από ένα καλοταπωμένο γυάλινο φιαλίδιο έκαστος, (γεμάτο με την αιρετική Χαχόμα, που είχε πλέον κατακαθίσει και είχε πάρει μια διαυγή χρυσαφιά απόχρωση), έβαλαν στα κεφάλια τους ο μεν Οινοκράτης έναν πλατύγυρο πέτασο κατεβασμένο ως τα φρύδια ο δε Χοντρόης ένα φρυγικό σκούφο και ξεκίνησαν σε αναζήτηση του κατάλληλου πότη/δοκιμαστή.
Στο εσωτερικό του οινοποτείου αιωρούνται βαριές μυρουδιές με αποτέλεσμα ο Χοντρόης να στραβομουτσουνιάσει, σε αντίθεση με τον Οινοκράτη που τις βρίσκει απολύτως του γούστου του και χαμογελάει κατευχαριστημένος. Μετά απλώνει το χέρι του και συλλαμβάνει μια διερχόμενη μελαχρινή σερβιτόρα.
«Ρεβίθια με ψιλοκομμένο φρέσκο κρεμμυδάκι, ελιές και δύο σκύφους άωτους[5] λευκό κρασάκι από τα νησιά. Γάρο[6] έχετε;»
«Οινόγαρο και ελαιόγαρο. Αλλά τα ψαράκια έχουν έρθει αλατισμένα από κάτω, από τον κόλπο των Περσών».
«Σίγουρα δεν είναι ποταμίσια;»
«Όχι, θαλασσινά».
«Τότε μία και μία. Καν’να πιτσουνάκι έχει;»
«Της πλατείας», η σερβιτόρα του δείχνει προς τη μικρή πλατεία έξω απ’ το κατάστημα, όπου φτεροκοπάει μια παρέα από συγγενείς του εδέσματος, «αλλά», συμπληρώνει, «μαγειρεμένα με παλιά Συβαρίτικη συνταγή».
«Περίφημα», ενθουσιάζεται ο Σικελός. «Βάλε κι απ’ αυτά∙ από δύο σε κάθε δίσκο».
«Τρώγε Ευτραφή γιατί θα χάσεις το ¨εύσχημον¨, που στην περίπτωσή σου είναι το ¨σφαιρικόν¨ με αποφύσεις. Σήμερα κερνάω εγώ.
Κι αν ακόμα την έχουμε πατήσει με την Χαχόμα σου, να μας μείνει τουλάχιστον ένα καλό φαγοπότι εκτός υπηρεσίας».
Ο Χοντρόης περιφέρει το βλέμμα του στο θορυβώδες και ελαφρώς ομιχλώδες περιβάλλον.
«Άπαντα ταύτα άδειαν φέροντα εισί», αποφαίνεται συγκαταβατικά.
«Τι είπες;»
«Ένδειαν φέροντα;» τροποποιεί, όχι πολύ σίγουρος, ο Ασιάτης.
«Θα με τρελάνεις Χοντρόη. Σιγά μη φέρουν και μεταδοτικά νοσήματα. Εν-δι-α-φε-ρο-ντα θέλεις να πεις, υποθέτω!»
«Ακριβώς! Οίτινα λέγεις ουκ διαφέροντα των υποθέτων λέγω και εγώ!», αποδέχεται ο ελληνομαθής Χοντρόης, που, όπου μπορεί, βάζει ολίγη από τελικόν νι.
«Καλά άσε», εγκαταλείπει ο Οινοκράτης.
Οι δύο συνεργάτες (είναι κάπως πρόωρο να μιλήσουμε για φιλία, αλλά το μέλλον άδηλον), έχουν εκκαθαρίσει πλέον το μεσημεριανό τους Άριστον, έχουν πιεί το περιεχόμενο των σκύφων τους (έτσι ώστε το ηθικό τους να πάρει την ανιούσα) και, ανταλλάσσοντας το κατάλληλο βλέμμα (πράγμα που στην περίπτωσή τους είναι μια μορφή επικοινωνίας αποτελεσματικότερη από τις άλλες), αποφασίζουν να προχωρήσουν στην (προσχεδιασμένη) δράση.
Μετά από αυτή την εξουθενωτική, όσο και κατατοπιστική πρόταση, δε μένει παρά να πούμε ότι τα δύο φιαλίδια με την απαστράπτουσα αιρετική χαχόμα έχουν ανασυρθεί από τους σάκους και έχουν τοποθετηθεί τώρα πάνω στο μικρό τραπέζι, ο δε Οινοκράτης ξεροβήχει, παίρνει βαθειά ανάσα και ετοιμάζεται να προκαλέσει το ενδιαφέρον των θαμώνων μιλώντας φωναχτά πάνω από τη γενική βαβούρα.
Τον εμποδίζει όμως η έλευση νέων πελατών που, ανασηκώνοντας το υφαντό παραπέτασμα της εισόδου, εισέρχονται τη στιγμή αυτή στο οινοποτείο. Είναι τρεις Έλληνες με ταξιδιωτική περιβολή, πιθανώς Μακεδόνες αν κρίνει κανείς από τις τεράστιες ¨καυσίες¨[7]που αφαιρούν από τα κεφάλια τους μπαίνοντας. Ο ένας είναι ογκώδης και προηγείται ανοίγοντας αυταρχικά δρόμο ανάμεσα στους πάγκους και τα τραπέζια, ο δεύτερος είναι νεότερος, ξανθωπός και κουτσαίνει ελαφρά παρά την ενισχυμένη σόλα στο αριστερό του σανδάλι και ο τρίτος, ένας κοντοκουρεμένος με μεγάλα αυτιά, τους ακολουθεί διερευνώντας ταυτόχρονα με το ανήσυχο βλέμμα του δεξιά κι αριστερά.
Ένας παχουλός αεικίνητος τύπος εμφανίζεται από την πόρτα που οδηγεί στην κουζίνα και απευθύνεται προς τους τρεις νεοφερμένους με ελαφρώς πελοποννησιακή προφορά.
«Από ’δω ευγενῐκοί μου πελάτες. Καλῐώς ήλθατε. Μικρέ, φέρε τρεις καρέκλῐες για τους κυρίους».
Οι τρεις βολεύονται σ’ ένα πρόσθετο τραπέζι, εκεί δίπλα, και παραγγέλνουν, ενώ στο μαγαζί επανέρχεται η συνηθισμένη βοή.
Ο Οινοκράτης ξεροβήχει, κορδώνεται ελαφρά για να αυξήσει την εμβέλεια της φωνής του και… ξαναμαζεύεται γιατί διαπιστώνει ότι η προσοχή του κοινού έχει τώρα προσελκυστεί από τρεις νεαρές, μια αυλητρίδα, μια κιθαρωδό και μια αοιδό, που περιβεβλημένες με κοντούς πτυχωτούς χιτώνες εμφανίζονται ως δια μαγείας σε μια μικρή εξέδρα στο βάθος της αίθουσας και αρχίζουν να εκτελούν τις τελευταίες αθηναϊκές μουσικές επιτυχίες.
‘Όμως, ύστερα από λίγο, οι θαμώνες επιστρέφουν στις συζητήσεις τους και ο χαοτικός θόρυβος επιστρέφει στο σύνηθες μέσο επίπεδο, συν κάποιες αποχρώσεις από το μη περσικό μουσικό χαλί της τριάδας.
Αυτή τη φορά, η φωνή του Οινοκράτη ακούγεται δυνατή και μάλλον αγανακτισμένη πάνω από τη γενική βαβούρα.
«Μα όχι σου λέω, όχι. Αν αληθεύουν αυτά που μου λες είναι πολύ επικίνδυνο. Πρέπει να διαθέτεις όρχεις τετράγωνους και στόμαχο σιδηρούν για να το δοκιμάσεις!»
«Εν τούτοις λέγω υμίν ότι τούτο αποτελεί προϊόν διασταυρώσεως. Ούτω διαβεβαιούσασι ημάς οι παπαράξαντες γεωργοί», απαντά επίσης φωναχτά ο Ασιάτης. «Άμπελος εξ Ελλάδος υποποβληθείσα εις εμβόλιμον εμβολιασμόν γηγενούς φυτού!»
«Να τα λες όλα. Όχι απλώς ¨φυτού¨. ¨Μυστηριώδους φυτού¨, πες καλύτερα. Και δε ξέρουμε καν εάν είναι ντόπιο. Φημολογείται ότι προέρχεται από την μυστηριώδη Ινδία!»
Ο Οινοκράτης καθώς ξεφωνίζει τα παραπάνω, ρίχνει μια κλεφτή περιστροφική ματιά ολόγυρα και διαπιστώνει ότι εκτός από δυο-τρία κεφάλια που έχουν στραφεί ερωτηματικά προς το μέρος τους με ύφος ¨τι έπαθαν αυτοί οι μαλάσσοντες και φωνασκούν;¨ οι υπόλοιποι μάλλον αδιαφορούν πανηγυρικά. Ωστόσο, παρατηρεί επίσης ότι τα ημικυκλικά φρύδια του συνδαιτυμόνα του ανεβοκατεβαίνουν, υποδεικνύοντας ότι, ακριβώς από πίσω, ο ένας από τους τρεις νεοφερμένους έχει στρίψει το κάθισμά του και τους παρατηρεί προσεκτικά.
Ο Οινοκράτης γυρίζει και αυτός πάνω στο στριμωγμένο του σκαμνί προς τον ξανθό Έλληνα της πλαϊνής συντροφιάς. «Καλά δε τα λέω αγαπητέ μου κύριε; Το εμπόριο έχει το ρίσκο του, δε λέω, αλλά το γουρούνι στο σακί καλό είναι να το αποφεύγουμε… έτσι δεν είναι;»
«Εσύ από πού είσαι;» Η ερώτηση προέρχεται από τον αυτιά με το ανήσυχο βλέμμα.
«Να σας συστηθώ», ανασηκώνεται ο Σικελός. «Κράτης, έμπορος Συρακούσιος. Από ’δω ο Ρόης, ο ντόπιος μεταφραστής μου∙ τον αγόρασα ευκαιρία αλλά κάνει αρκετά καλή δουλειά».
«Καλά το κατάλαβα», λέει ο αυτιάς στον ογκώδη, κάπως έτσι είναι η προφορά των ελληνικών στις Δυτικές Αποικίες. Βέβαια, μετράει και ποια είναι η μητρόπολη». Γυρίζει προς τον Σικελό: «Εσείς στις Συρακούσες κατάγεστε από τους Κορίνθιους αν δεν κάνω λάθος, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, βέβαια», λέει βιαστικά ο Οινοκράτης που δεν θέλει να χάσει τον έλεγχο της συζήτησης. Και προσθέτει:
«Με ποιους έχω την τιμή;»
«Έμποροι και εμείς», λέει κοφτά ο ξανθωπός, χωρίς να διευκρινίσει άλλο. Μετά προσθέτει: Αυτή η ιδέα της προσαρμογής της αμπέλου μέσω διασταυρώσεως είναι ενδιαφέρουσα. Και εάν οργανωθεί συστηματικά μπορεί να αποβεί…»
«Λίαν ποπωφελής» πάει να συμπληρώσει ο Χοντρόης, αλλά μια φάπα από τον Οινοκράτη του υπενθυμίζει ότι οι δούλοι δεν ανακατεύονται απρόσκλητοι στις συζητήσεις των αφεντικών.
«Όλα εξαρτώνται από τα αποτελέσματα των σχετικών προσπαθειών, ευγενικέ μου κύριε», λέει ο Σικελός στον ξανθωπό.
«Κι αν κατάλαβα καλά», επιμένει εκείνος, «αυτό που έχετε εκεί είναι το τελικό προϊόν ενός τέτοιου πειραματισμού των ιθαγενών γεωργών».
«Βεβαίως!»
«Καλά, πότε πρόλαβαν;», παρεμβαίνει δύσπιστος ο αυτιάς.
«Α, οι προσπάθειες άρχισαν πριν από την εκστρατεία», επινοεί ο επινοητικός Οινοκράτης. «Για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση από τη μεριά των χιλιάδων Ελλήνων μισθοφόρων που υπηρετούσαν κατά καιρούς τους τοπικούς άρχοντες, βασιλιάδες και σατράπηδες».
«Δε μου λες ω Κράτη», παίρνει τώρα το λόγο ο ογκώδης, τον οποίο απ’ ό, τι φαίνεται οι χρυσαφιές ανταύγειες των φιαλιδίων δεν αφήνουν αδιάφορο, «εγώ ξέρω ότι οι Κορίνθιοι δεν φτιάχνουν μόνον καλό κρασί, ξέρουν και να το πίνουν. Τώρα, εκεί στις Συρακούσες, την ξεχάσατε την τέχνη της πόσης; Τι είναι αυτά που ακούμε; -τι ¨ακούμε¨, μας ξεκούφανες- φοβάσαι να πιείς από αυτό το δειγματάκι που έχεις εκεί πέρα;»
«Να πιώ; Α πα πα! ευγενικέ μου κύριε».
«Και τι θα έλεγες αν το δοκιμάζαμε εμείς», παίρνει το λόγο ο ξανθωπός χαμογελώντας, ενώ δυο μικροί άσωτοι και ευτράπελοι δαιμονίσκοι εμφανίζονται στιγμιαία στο βλέμμα του.
«Σε αυτήν την περίπτωση, εξ ίσου αγαπητέ μου κύριε, θα πρέπει να δηλώσετε μεγαλοφώνως ότι το πίνετε με δική σας πρωτοβουλία και ευθύνη», διευκρινίζει ο προνοητικός Οινοκράτης.
Ο Ξανθός απλώνει το χέρι του και παίρνει τα δύο φιαλίδια από το τραπέζι των δύο, ας πούμε διστακτικών, εμπόρων και μετά δίνει το ένα στον μετρίως γιγαντιαίο συνοδό του.
«Κάνθαρε, για κάνε μια δήλωση».
Ο ογκώδης σηκώνεται όρθιος, ενώ ο αυτιάς, που επίσης σηκώνεται, αρχίζει να χτυπάει παλαμάκια. Μερικοί από τους θαμώνες γυρίζουν προς το μέρος τους.
«Ο πατριώτης από ’δω», αρχίζει ο Κάνθαρος με βροντερή φωνή, «έχει κρασάκι ανάμικτο, ελληνικό και ντόπιο, και φοβάται να το δοκιμάσει γιατί του είπανε, λέει, κάτι για ασιατικά μυστήρια και τα τοιαύτα! Ας γελάσω, χα, χα, χα! Εγώ λέω να του το δοκιμάσουμε εμείς, τι λέτε;»
«Ναι», «ναι», «δώσε» «βάλε», απαντούν κάποιοι, ενώ όλο και περισσότεροι προσέχουν το εν εξελίξει χαριτωμένο επεισόδιο.
Ο ξανθωπός κάνει ένα παρακινητικό νεύμα στον σχεδόν τεράστιο και εκείνος σηκώνει το φιαλίδιο και πίνει μια γερή γουλιά.
Για μια στιγμή μένει ακίνητος. Μετά ανοίγει διάπλατα τα μάτια του όπου ένας προσεκτικός παρατηρητής θα διέκρινε δύο κοχλιοειδείς όφεις να περιστρέφονται βουστροφηδόν. (Ας σημειώσουμε όμως ότι οι προσεκτικοί παρατηρητές σπανίζουν αυτήν τη στιγμή στο οινοποτείο). Μετά, ένα όλβιο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του.
Ύστερα ομιλεί και λέει με πειστική μακαριότητα:
«Με λένε Κάνθαρο και είμαι καλά!»
Αυτές οι λέξεις και κυρίως το ευτυχές ύφος του συντρόφου του, οδηγούν τον αυτιά με το ανήσυχο βλέμμα στο να ξεπεράσει τους έμφυτους ενδοιασμούς του και να αρπάξει το φιαλίδιο από το χέρι του Κάνθαρου.
«Υγιαίνομεν», λέει και κατεβάζει μια επίσης ικανοποιητική δόση.
«Εις υγείαν», του απαντούν οι από κάτω.
Αυτή τη φορά δεν είναι αναγκαίοι οι τυχόν προσεκτικοί παρατηρητές. Οποιοσδήποτε μπορεί να δει τα ώτα του αυτιά, τα οποία, αφού πρώτα πέσουν σαν μαραμένα φύλλα, αρχίζουν να ανασηκώνονται αργά, ως ιστία αποπλεούσης τριήρους, κοκκινίζοντας όλο και πιο έντονα.
«Είμαι ο Σωσίβιος», αναφωνεί το άλικο ιστιοφόρο. «Μέχρι στιγμής ήμουν ανήσυχος και ανιχνευτικός σωματοφύλακας. Τώρα είμαι απλώς αλλού!»
Οι καταπόσεις έχουν πλέον τραβήξει το ενδιαφέρον ολόκληρης της αίθουσας.
Μερικοί χειροκροτούν, άλλοι ποδοκροτούν, άλλοι απλώς επιδοκιμάζουν, άλλοι πάλι, θέλουν να δοκιμάσουν κι αυτοί. Μια παρέα νεαρών στο βάθος αρχίζει να φωνάζει χορηδόν: «Κέ-ρα-σμα, κέ-ρα-σμα!»
Ο ανοιχτόχρωμος νεαρός μοιάζει να έχει μια ιδέα. Κάνει νόημα στον κάπελα που έχει εμφανιστεί στην πόρτα της κουζίνας για να δει τι τρέχει, και καθώς αυτός πλησιάζει του παραγγέλνει μια μεγάλη γαβάθα κρασί, την πιο μεγάλη που διαθέτει, και μια κουτάλα.
«Έγινῐε», απαντάει εκείνος και εξαφανίζεται προκειμένου να επιστρέψει σε λίγο κρατώντας με τη βοήθεια ενός σερβιτόρου ένα είδος γαλατικής χύτρας γεμάτης με αραιωμένο κοκκινέλι.
Ο ξανθωπός στηρίζεται στο τραπέζι και σηκώνεται όρθιος. Ύστερα κάνει δύο πράγματα στη σειρά:
Πρώτα απευθύνεται στο κοινό του οινοποτείου.
«Κέρασμα θέλετε; Εντάξει, κάτι μπορεί να γίνει!»
Ξεταπώνει το φιαλίδιο που κρατάει ο ίδιος και το σηκώνει ψηλά, έτσι ώστε να θαυμάσουν όλοι τις χρυσαφιές του ανταύγειες∙ μετά το αναποδογυρίζει στη χύτρα. «Πιάσε την κουτάλα, ανακάτεψέ το καλά και γέμισέ τους τα ποτήρια», λέει στον κάπελα.
Από κάτω σηκώνεται αν όχι μια θύελλα, τουλάχιστον μία βροχή επιδοκιμασιών και εγκρίσεων.
Ύστερα ο νεαρός παίρνει από τα χέρια του αποσβολωμένου Σωσίβιου το φιαλίδιο με την εναπομείνασα αιρετική Χαχόμα και το κατεβάζει μονοκοπανιά, σα να ήταν σκυθική ¨βότακα¨.
Αισθάνεται τα μάτια του να διαστέλλονται. Για μια στιγμή αισθάνεται κάτοχος του απώτερου νοήματος της Ζωής και του Σύμπαντος και των Πάντων, αλλά δυστυχώς δεν διαθέτει τις κατάλληλες λέξεις για να κοινοποιήσει αυτήν την στιγμιαία ενόραση στους συνανθρώπους του. Ωστόσο τον καταλαμβάνει μια έντονη ανάγκη να δηλώσει κάτι, οτιδήποτε, ο, τι του έρχεται πρώτο στο στόμα:
«Είμαι ο Άρπαλος και από μένα μπορείτε να τα περιμένετε όλα» λέει. «Πράγματι, είμαι εδώ, στα Σούσα για να συμμετάσχω σε μία συνομωσία!»
Εάν οι συνθήκες που επικρατούν αυτήν τη στιγμή στο εσωτερικό του οινοποτείου ήταν φυσιολογικές, ίσως κάποιος να αντιδρούσε σε αυτές τις δηλώσεις και να υπέβαλε στον δηλωσία κα’να διευκρινιστικό ερώτημα, του τύπου:
¨Συγγνώμη κύριε Άρπαλε, για ποια συνομωσία είπατε;¨
ή ακόμη και:
¨Μα, είστε ο Άρπαλος του Μαχάτα; το γνωστό μέλος του στενού κύκλου του βασιλιά Αλέξανδρου;¨
Όμως οι θαμώνες είναι απασχολημένοι, άλλοι να σχηματίζουν μια διεκδικητική θορυβώδη ουρά μπροστά στη χύτρα και άλλοι να γεμίζουν και να καταναλώνουν ήδη το μείγμα που τους προσφέρει ο εστιάτορας με την κουτάλα. Αυτοί οι τελευταίοι δεν αποσβολώνονται, δεδομένου ότι η Χαχόμα που καταπίνουν είναι αρκούντως αραιωμένη (θα πέσουν ξεροί λίγο αργότερα), αλλά επιδίδονται σε μια σειρά απρόβλεπτων όσο και αυθόρμητων συμπεριφορών που επαυξάνει κατακόρυφα το γνωστό χάος του οινοποτείου.
Ωστόσο, υπάρχει τουλάχιστον ένας που παρατηρεί εξεταστικά τις εξελίξεις. Πρόκειται φυσικά για τον Οινοκράτη, ο οποίος δεν παρατηρεί μόνον, αλλά και κρατάει σημειώσεις. Για να τα καταφέρει χρησιμοποιεί μια πλακέτα αλειμμένη με κερί γραφής (που έβγαλε απ’ το σάκο του) και το μικρό στιλέτο με τη βοήθεια του οποίου ξεκοκάλιζε πριν λίγο τα πιτσουνάκια.
Στην πλακέτα έχει ήδη αναγράψει τα εξής:
Κατάποση αμιγούς αιρετικής χαχόμας από τρεις εθελοντές:
Ποσότης: Λίγοι κυβικοί δάκτυλοι έκαστος (περίπου ένα τρίτο του φιαλιδίου).
Ορατές επιπτώσεις:
α. Αποσβόλωση; ναι
β. Απουσία από τα εδώ δρώμενα και προσωρινή μετάβαση σε άγνωστες σφαίρες της ύπαρξης; πιθανόν
γ. Παραληρηματικές ανακοινώσεις; μάλλον
δ. Επαληθ…
Σε αυτό ακριβώς το σημείο συνειδητοποιεί τις δηλώσεις του τρίτου εθελοντή πότη, που μόλις άκουσε. Ανασηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τον προσωρινά αποχαυνωμένο.
Μα ναι, αυτό το όνομα το έχει ξανακούσει. Άρπαλος! Το αναφέρει που και που ο Εύελπις. Συχνά με απέχθεια και ακόμη πιο συχνά με περιφρόνηση. Μα δεν είναι ο χωλός φίλος του Αλέξανδρου, αυτός που ήταν μπλεγμένος σε ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο;
Μα ναι, αυτός είναι!
Τι θέλει άραγε εδώ πέρα και μάλιστα υποδυόμενος τον έμπορο;
Αλλά… είπε, (δεν είπε;) και κάτι για μια συνομωσία που εξυφαίνεται…
Ο Οινοκράτης μαζεύει βιαστικά τα πράγματά του και λέει ψιθυριστά στο αυτί του Χοντρόη: «Δικέ μου, πρέπει να φύγω αμέσως. Συμβαίνει κάτι σημαντικό και πρέπει να ειδοποιήσω τον Εύελπι. Πληρώνω το λογαριασμό και έφυγα. Εσύ μείνε και παρατήρησε προσεκτικά τι θα γίνει στη συνέχεια. Θα μου τα πεις αναλυτικά στο σπίτι».
«Έσο ήσυχος» του απαντά καθησυχαστικά ο Ασιάτης. «Παπαρατηρήσω πάπαντα»
Όπως θα έχετε παρατηρήσει και εσείς, ιστοριόφιλοι αναγνώστες, ο Χοντρόης έχει μια προφανή αδυναμία στις συλλαβές πα, και πο και πι, τις οποίες, ποιος ξέρει για ποιο λόγο, θεωρεί ως απαραίτητες συνιστώσες της ελληνικής γλώσσας. Δεν χάνει λοιπόν ευκαιρία να τις αρθρώνει, συνήθως ως διακοσμητικό αναδιπλασιασμό μπροστά από λέξεις που περιέχουν ένα τουλάχιστον πι και που τον εμπνέουν. (Ο Οινοκράτης πιθανολογεί ότι ο παλιότερος έλληνας αφέντης του Σφαιροειδούς, εκείνος κοντά στον οποίο έμαθε τα ελληνικά(;), πρέπει κατά κάποιο τρόπο να τραύλιζε).
Απόψε όμως ο Χοντρόης δεν έχει ανάγκη από τέτοιες λέξεις-αφορμή προκειμένου να εκφέρει μια ολόκληρη ακολουθία από πιποφόρα επιφωνηματικά, όπως:
«Πα πα πα πά!!!»,
«Πω πω πω πω!!!»,
καθώς και άλλα παραπλήσια.
Το θέαμα-ακρόαμα που μπορεί να απολαύσει όποιος, μη έχοντας υποστεί την επιρροή της αιρετικής Χαχόμα, είναι σε θέση να παίξει το ρόλο του (νηφάλιου) θεατή-ακροατή, είναι ομολογουμένως απολαυστικό!
Συγκεκριμένα:
Ορισμένοι θαμώνες, μόλις καταπιούν γουλιές από το κέρασμα, παρουσιάζουν την τάση να εξομολογηθούν αυθορμήτως τις στιγμιαίες έλξεις ή απωθήσεις που τους εμπνέει ο πλησιέστερος άλλος (ενδιαφέρον- αδιαφορία, συμπάθεια-αντιπάθεια, έλξη-απώθηση, κλπ. ). Όλα αυτά εκφέρονται ως επί το πλείστον με επιφωνήματα, τα οποία ως ευκόλως εννοούμενα, λέω να παραλείψω.
Αυτός ο άλλος όμως, ούτε κολακεύεται ούτε θυμώνει, αλλά διατυπώνει με τη σειρά του, όσο πιο φωναχτά μπορεί, την αντίστοιχη άποψή του στον προηγούμενο, εάν βέβαια αυτός είναι ακόμη εκεί και δεν έχει μετακινηθεί ώστε να βρει κάποιον τρίτο για να του την πει κι αυτουνού με ειλικρίνεια και αυθορμητισμό.
Βέβαια η επιλογή του καθένα δεν είναι τελείως τυχαία, δεδομένου ότι, για παράδειγμα, οι απλοί φαλαγγίτες, προτιμούν να την πουν στους λοχίες και τους λοχαγούς τους.
Πάντως, σιγά σιγά, το πολυπληθές ανδρικό κοινό του οινοποτείου (με κάποιες βέβαια εξαιρέσεις) καταλήγει να εκφράζει τον ενδόμυχο και απαλλαγμένο αναστολών θαυμασμό του, συγκεντρωμένο γύρω από τις σχετικά λίγες σερβιτόρες και καλλιτέχνιδες του προσωπικού. Αυτές, αν και δεν έχουν πιει από τη χύτρα, ενθουσιάζονται από την αποψινή ανταπόκριση στην γοητεία τους και επιδίδονται σε ακραίους ακκισμούς και τσαλιμάκια.
Οι λικνιστικές αυτές κινήσεις δεν αργούν να μετατραπούν σε χορό, ο οποίος επίσης δεν αργεί να εξελιχθεί σε συλλογικό κωμικό χορόδραμα με τη συνοδεία αυτοσχέδιων κρουστών οργάνων (τραπέζια, σκαμνιά, πλάτες, γλουτοί ή κεφαλές παρακειμένων συνδαιτυμόνων).
Οι μόνοι που δεν συμμετέχουν είναι οι τρεις έλληνες που έχουν πιει την αναραίωτη Χαχόμα, οι οποίοι έχουν μεν καταρρεύσει εξαντλημένοι στα καθίσματά τους, αλλά κάθε τόσο αναδεύονται και εξαπολύουν ψιθυριστά κάποια επιπλέον εξομολόγηση που δεν ακούγεται.
Σε μια στιγμή ένας αξύριστος σωματώδης οδοιπόρος πλησιάζει τον Χοντρόη και αρχίζει να του εκφράζει τον ανυπόκριτο θαυμασμό για την έλξη που ασκούν οι τέλειες ομόκεντρες καμπύλες του.
«Πα πα πα!» αντιδρά εκείνος και αποδρά ολοταχώς από το οινοποτείο, χάνοντας έτσι την τελική φάση του επεισοδιακού συμβάντος, η οποία δεν θα αργήσει να επέλθει: Ενώ όλα δείχνουν ότι το παράξενο γλέντι θα εξελισσόταν σε ένα μεγαλοπρεπές αυτοσχέδιο όργιο, οι συμμετέχοντες αρχίζουν να πέφτουν ένας ένας σε ξαφνικό, βαθύ, ληθοφόρο λήθαργο, με τελικό αποτέλεσμα οι θηλυκές πρωταγωνίστριες να απομείνουν ολομόναχες, μάλλον απογοητευμένες και επιπλέον με τον Κορίνθιο να τους φωνάζει ότι κάποτε επιτέλους πρέπει να μπει κάποια τάξη εκεί μέσα!
[1] Τραγήματα: Μεζέδες, προσφάγια.
[2] Πρωϊνός Ακρατισμός: Ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο (μη αραιωμένο) κρασί, συνηθισμένο ελληνικό πρωϊνό.
[3] Άριστον: Το μεσημεριανό γεύμα.
[4] Άρτυμα: Καρύκευμα, μυρωδικό.
[5] Σκύφοι άωτοι: Ευρύχωρα κωνικά ποτήρια χωρίς αυτιά-λαβές.
[6] Γάρος ή γάρον: Δημοφιλής κατά την αρχαιότητα σάλτσα, με βάση μικρά ψάρια διατηρημένη στο αλάτι και αραιωμένη με νερό, ή κρασί, ή λάδι.
[7] Καυσία: Ένα είδος αρχαιοελληνικού ¨σομπρέρο¨ (με την ίδια εξάλλου λειτουργία, την προστασία από τον ήλιο και τον καύσωνα) στο οποίο είχαν αδυναμία οι Μακεδόνες. Εξ αιτίας αυτού του καπέλου οι Πέρσες αποκαλούσαν τους Μακεδόνες Yauna takabara , δηλαδή Έλληνες με καπέλα σε μέγεθος ασπίδας.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αρπαλος, Αφήγημα, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Οινοκράτης, Οινομαγειρείο, Χαχόμα, Χιούμορ | Leave a Comment »
Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Άρπαλος
Posted by vnottas στο 17 Αυγούστου, 2015
Μέρος Β, Κεφάλαιο έκτο
Όπου ενώ μια ακόμη άμαξα φτάνει στα Σούσα, ο Άρπαλος συλλογιέται…
Αργά το πρωί εκείνης της ίδιας μέρας, καθώς ο Καλλισθένης και ο Εύελπις περιηγούνται τα άδυτα του θησαυροφυλακίου, καθώς ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης εκτελούν τα χαχομικά τους πειράματα και καθώς η μεταφορική άμαξα με τον Ευρυμέδοντα και το Πουλχερίδιον κατευθύνεται με καθυστέρηση μόλις μιας νύχτας στην νότια είσοδο της πόλης των Κρίνων, στην βορειοδυτική πύλη, εκείνη στην οποία καταλήγει η ¨βασιλική οδός¨ που έρχεται από την Βαβυλώνα, πλησιάζει ακόμη μια αρμάμαξα[1]. Είναι μια μεγάλη και καλοφτιαγμένη περσική κατασκευή, που την σέρνουν τρεις εύρωστοι ίπποι ζεμένοι με τον σκυθικό τρόπο.
Τρείς είναι και οι επιβάτες.
Ο ηνίοχος, κάτω από ένα υπερμέγεθες ψάθινο καπέλο στηριγμένο σε δυο επίσης τεράστια αυτιά, ξεφωνίζει παροτρύνσεις που, αν κρίνει κανείς από την αντίδραση των αλόγων, πρέπει να είναι αρκούντως εκνευριστικές. Τα άλογα εν τέλει εκτονώνονται καλπάζοντας προς τα μπρος, ενώ το κιτρινωπό τοπίο φεύγει γλιστρώντας γοργά προς τα πίσω.
Δίπλα του, αδιαφορώντας για τους θορύβους και τα σκαμπανεβάσματα, λαγοκοιμάται ένας γίγαντας μετρίου (για γίγαντες) μεγέθους .
Στο τμήμα των επιβατών της καρότσας βρίσκεται ο τρίτος της παρέας, ο νεότερος, με μαλλιά ανοιχτόχρωμα και μάτια επίσης κλειστά. Μόνο που αυτός δεν κοιμάται. Σκέφτεται. Τα ταξίδια του δημιουργούν πάντοτε σκέψεις, κυρίως απολογιστικές, ανασκοπητικές, αυτό-εξομολογητικές. Όταν ταξιδεύει τις αντέχει περισσότερο.
Είπα αυτό το ταξίδι να το κάνω ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Στην περίπτωσή μου μαθαίνεις περισσότερα όταν οι άλλοι δεν ξέρουν ποιος είσαι…
Ποιος είσαι άραγε Άρπαλε;
Είσαι ο Άρπαλος ο γιος του Μαχάτα, ο Ελιμιώτης από την Αιανή; Αυτός που ο Μαχάτας τον ήθελε Μαχάτα κι αυτόν, ένα μικρό είδωλο του εαυτού του, κι όταν είδε ότι το βρέφος είχε το ένα ποδάρι κοντύτερο από τ’ άλλο και ούτε δρομέας, ούτε άλτης, ούτε παλαιστής, ούτε βέβαια καβαλάρης μαχητής θα γινόταν ποτέ, τον ξέχασε κι αδιαφόρησε ολότελα γι αυτόν;
Είσαι ο Άρπαλος, που αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, πιτσιρίκος κι αυτός τότε -μόλις λίγο μεγαλύτερός σου-, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος να σε προστατεύει από τις καζούρες και τα άγρια αστεία των άλλων αρχοντο- πιτσιρικάδων, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος να πατήσει πόδι και να πει: χωρίς αυτόν εδώ το μικρό μου φίλο, ούτε κι εγώ εντάσσομαι στους ¨βασιλικούς παίδες¨, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, είναι σίγουρο πως θα σε εξαιρούσαν απ’ την αυλή του Φίλιππου και θα σ’ έδιωχναν χωρίς πολλές κουβέντες και δίχως βέβαια ο Μαχάτας να διαμαρτυρηθεί για την προσβολή! Αυτός ο Άρπαλος είσαι;
Την προσβολή! Χα! Τώρα που δεν είσαι πια ούτε παιδί ούτε αφελές μειράκιον, ξέρεις ότι οι ¨παίδες¨ της αυλής των βασιλέων δεν είναι μόνο προνομιούχα τέκνα των αρχόντων της επαρχίας που ανατρέφονται μαζί με τους διαδόχους για να προετοιμάσουν την αυριανή αυλή, αλλά, κυρίως, είναι όμηροι του άρχοντα που το παίζει βασιλιάς, έτσι ώστε οι ήσσονες ισχυροί της περιφέρειας να μη του κουνιούνται και να μην τον αμφισβητούν.
Μα όχι δικέ μου, εσύ είσαι ο Άρπαλος ο Μακεδόνας, ο ευπατρίδης, ο ταξιδεμένος, ο κολλητός του βασιλιά Αλέξανδρου!
Κολλητός; Δε θα ’λεγα. Όχι πια. Εκείνος δεν είναι πλέον εδώ, εκείνος είναι αλλού, εκείνος έχει πάει να κατακτήσει την οικουμένη. Δεν έχει καιρό πια για τον μικρό του φίλο. Τι κι αν φροντίζει να σου αναθέτει αρμοδιότητες και καθήκοντα. Χωρίς καν να σε ρωτήσει.
Παραπονιέσαι; Ναι, όταν είσαι μόνος σου, ή ακριβέστερα όταν ξεμένεις με τα χλωμά σου φαντάσματα, αυτά που, απρόσκλητα, σε συνοδεύουν και σε περιγελούν και σφυρίζουν σα φίδια στα αυτιά σου, τότε μπορεί και να παραπονιέσαι.
Κι όμως, εκείνος σου έδωσε τη μεγαλύτερη εξουσία μετά από τη δική του. Ίσως, στο μέλλον, ακόμα μεγαλύτερη κι απ’ τη δική του. Εκείνος είναι πολεμιστής και βασιλιάς, έχει στρατεύματα και υπουργούς και συμβούλους. Εσένα σου έδωσε το χρήμα, τον πλούτο, τον αμύθητο πλούτο της Ασίας. Ο Άρπαλος ο επί των χρημάτων!
Χρήματα! Θυμάμαι, έχουν περάσει μόλις λίγα χρόνια κι ας μοιάζουν αιώνες, που ήμουν στην Αθήνα, πριν ακόμη ξεκινήσει η εκστρατεία. Θυμάμαι ότι είχα βρεθεί εκεί ακολουθώντας την παραίνεση του Αριστοτέλη ότι ¨η άγρα της γνώσης απαιτεί κίνηση, θέλει ταξίδια¨. Κι εγώ είχα βαλθεί να σπουδάσω τη ζωή ταξιδεύοντας, έστω κούτσα κούτσα∙ και όπως είναι λογικό, ¨εξ Αθηνών άρξασθαι¨.
Οι Αθηναίοι είναι εκείνοι που περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα ξέρουν τη δύναμη και τα όρια του πλούτου. Θυμάμαι πόσο είχα γελάσει και πόσο είχα προβληματιστεί όταν στο θέατρο του Διονύσου είχα παρακολουθήσει ένα έργο για τον Πλούτο, γραμμένο από αυτόν τον παλιό θεομπαίχτη, τον Αριστοφάνη. Ο Πλούτος δεν ήταν παρά ένας θεός θεόστραβος, που καταλήγει πάντα στα χέρια των κακών και των ανάξιων.
Κάτι τέτοιο εξάλλου πιστεύαμε και όλοι εμείς (όλοι εσείς είναι ορθότερη διατύπωση), εμείς, η συντροφιά των ¨βασιλικών παίδων¨ του Φιλίππου, όταν συζητούσαμε για τη ζωή που μας περιμένει και τη στάση μας απέναντί της. Εσείς τον κόσμο θα τον κατακτούσατε με την τόλμη και την γενναιότητα στο πεδίο της μάχης, όπως οι ανένδοτοι Σπαρτιάτες τους οποίους ενδόμυχα θαυμάζετε. Εμένα οι Σπαρτιάτες θα με έριχναν στον Καιάδα και θα ξεμπέρδευαν. Το Χρήμα ήταν δευτερεύον. Το πολύ πολύ να μπουκώναμε μ’ αυτό τους μέτοικους των πόλεων για να κάθονται ήσυχοι και να μην συνωμοτούν.
Και όμως, τι ειρωνεία! Εδώ στην Ασία, ο τριφηλός πλούτος, το προϊόν, όπως και να το κάνουμε, της τόλμης και της γενναιότητάς σας, έρχεται να κατακάτσει στην αγκαλιά του Άρπαλου του Χωλού!
Θα έπρεπε να υποκλιθώ εδαφιαία όταν ο Αλέξανδρος με όρισε Ύπατο διαχειριστή των χρημάτων; Θα έπρεπε να πέσω χάμω γονυπετής; Ή μήπως θα έπρεπε να ευχαριστήσω με τον περσικό τρόπο έρποντας στο δάπεδο; Δεν έκανα τίποτα απ’ όλα αυτά.. Ήμουνα συνεπής με τις δικές σας απόψεις για τον Πλούτο. Δεν τον υπερεκτιμούσα.
Θα έπρεπε ίσως να αρνηθώ; Δεν έκανα ούτε αυτό.
Έπρεπε να δοκιμάσω, να πειραματιστώ. Τι σόι εξουσία, τι σόι ικανοποίηση, τι σόι πλήρωση και ευτυχία σου δίνει η κατοχή και η κατανάλωση του μεγάλου πλούτου.
Αποδέχτηκα το διορισμό, ενώ οι εσείς οι άλλοι ξεκινούσατε και πάλι ακάθεκτοι κυνηγώντας την ουρά της ιπτάμενης πτερωτής Νίκης στα πέρατα του κόσμου.
Έφερα εταίρες, έφερα κρασιά, έφερα ζώα και φυτά από τα πάτρια εδάφη για να δω αν πιάνουν εδώ, έφερα και βιβλία, γιατί εκείνος, όταν θέλει να διαβάσει, σ’ εμένα απευθύνεται. Δεν αντέδρασε κανείς.
Έκανα συμπόσια και γλέντια και όργια που θα μείνουν ιστορικά, αλλά και πάλι, εκτός από κάτι πιστούς σκύλους, φανατικούς και αιθεροβάμονες σαν τον Καλλισθένη, που κάτι άρχισαν να σχολιάζουν και να διαμαρτύρονται, οι άλλοι μιλιά! Μερικοί χωριάτες της φάλαγγας με χειροκρότησαν κιόλας. Αυτός ναι, ξέρει να είναι κατακτητής, σιγανο-ψιθύριζαν μεταξύ τους.
Λένε ότι, όταν πήρα όσα τάλαντα μπόρεσα και την κοπάνισα για τα Μέγαρα, κι από κει -φυσικά- για την Αθήνα, ήταν το φιλαράκι μου ο Ταυρίσκος[2], ο κακός που με παρέσυρε.
Δεν είναι αλήθεια. Εγώ τον παρέσυρα γιατί χρειαζόμουν ένα βοηθό κι έναν παθιασμένο συνένοχο που να κρατάει το ηθικό μου ψηλά. Γιατί, μα τον Δία, ο Ταυρίσκος όντας εκ γενετής φτωχός και κακομοίρης λατρεύει το Χρήμα ανεπιφύλακτα. Να το έχει και να το ξοδεύει. Χωρίς φιλοσοφικές απορίες, ταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Ελπίζω να το γλεντάει το μερίδιό του, αν και, εδώ που τα λέμε, άλλο η Ήπειρος, όπου έχει καταφύγει και άλλο η Αθήνα, όπου βρέθηκα τελικά εγώ.
Στην Αθήνα επιτέλους και πάλι. Στο κλεινόν άστυ, όπου γλεντούσα και γελούσα, καθώς σκεφτόμουν τα ¨επιγραμματικά¨ των ιστορικών του μέλλοντος: Αλέξανδρος ο μέγας Κατακτητής, Άρπαλος ο μέγας Άρπαγας! Ποια η διαφορά; Λίγοι δάκτυλοι μείον στο πόδι του δεύτερου.
Στην Αθήνα, γελώντας σαρκαστικά και περιμένοντας τις αντιδράσεις τους, την αντίδραση εκείνου…
Και μα τους Αρχιδαίμονες και τα μικρά δαιμόνια μαζί, εκείνος αυτή τη φορά αντέδρασε… Αλλά πώς;
Σάμπως επικήρυξε τον μεγάλο κλέφτη Άρπαλο που άρπαξε τα τάλαντα κι έφυγε; Σάμπως ζήτησε την έκδοσή του από τους άσπονδους φίλους του, τους Αθηναίους; Μήπως με εξόρισε δια παντός;
Τίποτα από όλα αυτά. Η τιμωρία που μου επέβαλε ήταν πρωτότυπη.
Με συγχώρεσε! Και όχι μόνον αυτό. Μου επέτρεψε να γυρίσω στα κατακτημένα βασίλεια. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα… ή σαν να αδιαφορούσε πλήρως, ό, τι κι αν έκανα!
Μα τι, μα τον Ερμή τον Παμπόνηρο, πρέπει να κάνει κανείς για να τραβήξει επιτέλους την προσοχή; Ή εγώ την προσοχή δεν την αξίζω;
Αμ’ κάνετε λάθος φιλαράκια εταίροι, κι εσύ αλλοπαρμένε Καλλισθένη, αν νομίζετε ότι επιτηρώντας με θα με εξουδετερώσετε, Είμαι πάλι εδώ, με μεγαλύτερη όρεξη αυτή τη φορά. Να είστε σίγουροι ότι αργά η γρήγορα θα σας κάνω και πάλι να εκπλαγείτε.
Την προηγούμενη νύχτα έβρεξε κι εδώ κι εκεί λούμπες νερό αντανακλούν τον πρωινό ήλιο. Πάντως, το τρί-ιππο αμάξι κυλάει γοργά προς τα Σούσα. Κατά πάσα πιθανότητα το μεσημέρι θα είναι εκεί.
*****
[1] Αρμάμαξα: Κλειστή άμαξα για επιβάτες ή φορτία.
[2] Η μόνη αναφορά στον Ταυρίσκο που βρήκα, βρίσκεται στην Αλεξάνδρου Ανάβαση του Αριανού (3ο βιβλίο, παρ.6η) και είναι η ακόλουθη: «ὀλίγον δὲ πρόσθεν τῆς μάχης τῆς ἐν Ἰσσῷ γενομένης ἀναπεισθεὶς πρὸς Ταυρίσκου ἀνδρὸς κακοῦ Ἅρπαλος φεύγει ξὺν Ταυρίσκῳ. καὶ ὁ μὲν Ταυρίσκος παρ᾿ Ἀλέξανδρον τὸν Ἠπειρώτην ἐς Ἰταλίαν σταλεὶς ἐκεῖ ἐτελεύτησεν».
(Συνεχίζεται… Στο επόμενο Μέρος Β΄ Κεφάλαιο έβδομο. Στο οινομαγειρείο της Βαβυλωνίου Πύλης)
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Άρπαλος, Αφήγημα, Βιβλίο, Ιστορικό μυθιστόρημα, Σούσα | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Β, κεφάλαιο πέμπτο: Τα μάρμαρα , η εισβολή
Posted by vnottas στο 27 Ιουλίου, 2015
Μέρος Β΄ Κεφάλαιο πέμπτο
Αφηγείται ο Εύελπις (συνέχεια): Μάρμαρα, άλλα κλοπιμαία και μια ένοπλη εισβολή
Προχωρώντας προς την ¨Αίθουσα των Ελλήνων¨ είχα την ευκαιρία να ρωτήσω τον Καλλισθένη για κάτι άλλο, μια απορία που μου είχε δημιουργηθεί το πρωί, αλλά δεν είχα μέχρι στιγμής την ευκαιρία να του ζητήσω να μου την διευκρινίσει.
«Γιατί είπες στη Σισύγαμβρη ότι μπορεί να φύγεις; Υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο;»
Κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά γύρω, στο διάδρομο που αυτή τη στιγμή ήταν άδειος, με κοίταξε προσεκτικά και έμεινε για λίγο σιωπηλός.
«Σήμερα το πρωί», μου είπε τελικά, «έλαβα μια επιστολή από τον Αριστοτέλη. Απαντά σε μια προγενέστερη δική μου, όπου τον ενημέρωνα για τα τελευταία γεγονότα, την προέλαση του στρατεύματος, την πτώση των περσικών μητροπόλεων και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί εδώ. Ο Αριστοτέλης κρίνει ότι οι εξελίξεις έχουν επιταχυνθεί και ότι επίκεινται επιπτώσεις στη ζωή και τηνιστορία των ελλήνων. Το να είναι οι επιπτώσεις αυτές θετικές και γόνιμες εξαρτάται από όλους εμάς.
Καταλήγοντας μου ζητάει να συναντηθούμε και ρωτάει αν θα μπορούσα να βρω κάποιο τρόπο να επισκεφτώ την Αθήνα το συντομότερο. Να συζητήσουμε και να ανταλλάξουμε πληροφορίες και απόψεις».
«Ναι, όμως…»
«Έχεις δίκιο, με τις τρέχουσες συνθήκες δε μπορώ να μετακινηθώ, εκτός και…». Είχαμε φτάσει μπροστά σε μία ακόμη πόρτα. «Θα σου εξηγήσω», είπε και την έσπρωξε.
Βρεθήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου απ’ ότι φαίνεται οι τακτοποιήσεις είχαν ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα ο χώρος να είναι μεν γεμάτος αντικείμενα, αλλά άδειος από ανθρώπους. Άναψα μερικούς πυρσούς για να βελτιώσω την ορατότητα και πήρα μια βαθειά ανάσα. Ένα μαγικό σκηνικό που μύριζε πατρίδα αναδύθηκε μπροστά μου. Αγάλματα, κοσμήματα, κομψά κεραμικά παντός είδους, μια γωνιά της Ελλάδας φυλακισμένη μέσα στο περσικό παλάτι.
Με συνεπήρε μια γλυκόπικρη αίσθηση νοσταλγίας, την οποία ανέκοψε ο Καλλισθένης οδηγώντας με σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο βάθος της αίθουσας. Εκεί, πάνω σε μαρμάρινα βάθρα ύψους πέντε περίπου ποδών, ήταν τοποθετημένες, πλάι πλάι, δύο ευμεγέθεις χάλκινες προτομές. Δύο άνδρες, ένας νεότερος κι ένας πρεσβύτερος. Καλαίσθητη αθηναϊκή γλυπτική, τίποτα παραπάνω.
«Τους αναγνωρίζεις;», με ρώτησε.
Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Αυτό σημαίνει ότι στα μεταγενέστερα αγάλματά τους, τα οποία σίγουρα γνωρίζεις, χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά μοντέλα, πιθανώς πιο όμορφα».
Πήρε έναν πυρσό από τον τοίχο και τον πλησίασε στις προτομές, έτσι μπόρεσα να διαβάσω τις επιγραφές στη βάση τους: ¨Αρμόδιος¨ στη μια και ¨Αριστογείτων¨ στην άλλη.
«Μη μου πεις! Οι τυραννοκτόνοι!»
«Ε, ναι! Πρόκειται για ό, τι το πιο συμβολικό από τα λάφυρα που πρόλαβε να πάρει μαζί του ο Ξέρξης, όταν τελικά έφυγε κυνηγημένος από τα μέρη μας[1]».
«Νόμιζα ότι τα αρχικά αγάλματα έμοιαζαν με εκείνα που έφτιαξαν ο Κριτίας και ο Νησιώτης μετά τη νικηφόρα ναυμαχία στη Σαλαμίνας∙ βρίσκονται σε περίοπτο σημείο της Αγοράς της Αθήνας και τα θαυμάζουν όλοι όσοι περνούν από εκεί».
«Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι αυτά εδώ είναι τα αρχικά, και επομένως απεικονίζουν πιστότερα τα χαρακτηριστικά των τιμώμενων ανδρών.
»Τα αγάλματα που ξανάφτιαξαν οι Αθηναίοι σε πείσμα του Ξέρξη και με τα οποία αντικατέστησαν αυτά εδώ, τα έχω δει. Είναι όντως εξαιρετικής ομορφιάς. Συμβολίζουν κυρίως τις νίκες επί των εισβολέων: μας τα κλέψατε; εμείς φτιάξαμε ωραιότερα και μεγαλοπρεπέστερα!
»Αυτά εδώ φιλοτεχνήθηκαν πολύ πιο παλιά για να τιμήσουν κυρίως τη νεότευκτη ή μάλλον την υπό δημιουργία, τότε, Δημοκρατία, το αγαπημένο πολίτευμα των Αθηναίων, αν και, μεταξύ μας, πολλά και αντιφατικά λέγονται για τους πραγματικούς λόγους που δολοφονήθηκε ο εν λόγω τύραννος, πριν έρθει η εποχή του Κλεισθένη και αργότερα του Περικλή.
«Για πες μου, τι ακριβώς έγινε;», η περιέργειά μου είχε εξαφθεί.
«Γι αυτό το θέμα υπάρχουν πολλές μαρτυρίες στη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, στην Αθήνα. Όταν βρεθείς πάλι εκεί είμαι βέβαιος ότι θα χαρεί να σου επιτρέψει να ψάξεις. Όμως…»
Έγινε πάλι σκεπτικός.
«Όμως Εύελπι, νομίζω ότι αυτές οι προτομές μπορεί να μου δώσουν την ευκαιρία να υλοποιήσω το ταξίδι που λέγαμε πριν.
»Μόλις εντοπίστηκαν, πριν ο Αλέξανδρος αναχωρήσει για την Περσέπολη, έσπευσα να του τις δείξω. Αντιλήφτηκε αμέσως και σωστά ότι είχε στα χέρια του μια καλή ευκαιρία για να κάνει μια γενναιόφρονη κίνηση απέναντι στους Αθηναίους. Να τους επιστρέψει τις προτομές. Δεν έχουμε πει, άλλωστε, τόσες φορές ότι η εκστρατεία δικαιώνεται και μέσα από την αποκατάσταση των αδικιών και των ταπεινώσεων του παρελθόντος; Έδωσε λοιπόν ήδη την συγκατάθεσή του για την επιστροφή, αλλά δεν είχαμε χρόνο να αποφασίσουμε τις λεπτομέρειες. Θα μπορούσαμε να τις παραδώσουμε στους πρέσβεις των Αθηναίων που ακολουθούν την εκστρατεία, αλλά νομίζω ότι αυτό θα περιόριζε τη σημασία της χειρονομίας.
»Σκέφτομαι όμως τώρα, ότι εάν τις προτομές τις συνοδεύσει στην Αθήνα ένας ανώτερος αξιωματούχος, ο αντίκτυπος θα είναι διαφορετικός. Άσε που εάν ο αξιωματούχος αυτός διαθέτει τις κατάλληλες ικανότητες θα έχει την ευκαιρία να ελέγξει εκ του σύνεγγυς τι κάνουν οι άνθρωποί μας στην Αθήνα, καθώς και πως λειτουργούν εκεί οι άνθρωποι των Περσών και των Λακεδαιμονίων».
Ο Καλλισθένης έχει δίκιο, οι δικές μου εμπειρίες το επιβεβαιώνουν. Τα τελευταία χρόνια, ήδη πριν φύγω, αλλά απ’ ότι μαθαίνω και μετά, η Αθήνα έχει γίνει άντρο κατασκόπων, καθώς και διεκπεραιωτών των συμφερόντων όλων των μεγάλων δυνάμεων της οικουμένης.
Παράλληλα, η ελευθερία που επικρατεί εκεί επιτρέπει στην πολιτική σκέψη να ωριμάζει με μεγαλύτερη άνεση από οπουδήποτε αλλού. Και ο πολιτικός στοχασμός δεν είναι απαραίτητος μόνον στις εποχές κρίσης και δυσπραγίας, αλλά κάθε φορά που οι συνθήκες αλλάζουν. Όπως τώρα.
Πάντως η ιδέα ότι ο Καλλισθένης ενδέχεται να φύγει, έστω για λίγο, με αφήνει κυριολεκτικά άναυδο.
«Θα ειδοποιήσεις τον Αλέξανδρο;»
«Ναι, βέβαια, μετά τα όσα μου είπες χτες για τις δολοπλοκίες των άλλων, οτιδήποτε γίνει πρέπει να έχει την ρητή έγκρισή του».
«Να δούμε τι θα βρει να πει ο Ανάξαρχος άμα δει τον ¨μεγάλο συνωμότη¨, όπως θέλει να σε παρουσιάζει, να απομακρύνεται από το προσκήνιο οικειοθελώς».
«Δε θα δυσκολευτεί πολύ. Θα πει, να μου το θυμηθείς, ότι πάω να βρω και να συνασπίσω συμμάχους για την υποτιθέμενη ανταρσία μου. Και να δεις ότι αν καταφέρει να δημιουργήσει τελικά το κλίμα καχυποψίας που επιδιώκει, δεν αποκλείεται να γίνει πιστευτός».
«Χτες ήσουν πιο αισιόδοξος».
«Χτες δεν περνούσε απ’ το κεφάλι μου, ούτε κατ’ ελάχιστον, η ιδέα να φύγω. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι εσύ εδώ στα Σούσα και ο Ευμένης στην Περσέπολη ή οπού αλλού θα βρίσκεται ο Αλέξανδρος, θα τα καταφέρετε μια χαρά. Αυτό άλλωστε έχω σκοπό να διαβεβαιώσω και τον Βασιλέα».
Ο Καλλισθένης παίρνει έναν πυρσό και στρέφεται προς την πόρτα. Εγώ σβήνω τους υπόλοιπους βυθίζοντάς τους στο βαρέλι με το νερό που υπάρχει εκεί γι αυτόν το σκοπό. Ο Καλλισθένης ανοίγει την πόρτα αλλά δεν προλαβαίνει να βγει. Ακούγεται ένας συγκεχυμένος ήχος, ένα επιφώνημα πόνου, ένα βογκητό.
Ο Ολύνθιος παραπατάει και κάνει αμέσως ένα βήμα πίσω, αφήνοντας τον πυρσό να πέσει στο έδαφος. Το αριστερό του χέρι βρίσκεται τώρα στο δεξί μέρος του στήθους του, όπου κάτι σκούρο εξαπλώνεται πάνω στη λευκή εσθήτα. Το δεξί ψάχνει στη ζώνη του.
Ο Καλλισθένης σπάνια οπλοφορεί. Έχει όμως πάντοτε περασμένο στη ζώνη ένα μικρό εγχειρίδιο, που τον βοηθάει συχνά ως εργαλείο γραφής. Χαράζει σημειώσεις πάνω σε πλάκες με κερί ή νωπή άργιλο, κόβει, αν χρειαστεί, τους άγραφους πάπυρους και τις περγαμηνές. Τώρα τα δάχτυλά του βρίσκουν και αδράζουν αυτό το στιλέτο.
Από την ανοιχτή πόρτα εισβάλει στην ¨Αίθουσα των Ιώνων¨ ένας τύπος ντυμένος στα μαύρα, με ένα επίσης μαύρο κεφαλόδεσμο να του σκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια. Κρατά και με τα δύο του χέρια μια μεγάλη ασιατική μάχαιρα. Τη σηκώνει απειλητικά πάνω από τον Καλλισθένη, που δεν έχει βρει ακόμη την ισορροπία του. Πίσω απ’ τον μαυροφορεμένο πιέζει για να μπει στην αίθουσα κι ένας δεύτερος.
Τραβώ το κοντό αθηναϊκό μου σπαθί, και ορμώ πάνω στον πρώτο. Το φως που φτάνει ως εδώ από τους φεγγίτες είναι έτσι κι αλλιώς ανεπαρκές. Ο πυρσός που καίει ακόμη πεσμένος στο πέτρινο πάτωμα σκορπά λιγοστές μίζερες ανταύγειες φωτός. Στοχεύω το στήθος του, αλλά δεν τον πετυχαίνω. Το ξίφος μου προσκρούει στη μάχαιρα που ο μελανός έχει κατεβάσει, κάνοντας ταυτόχρονα ένα βήμα αριστερά. Εγώ παρασυρμένος από την ορμή μου προσκρούω στον απέναντι τοίχο και βρίσκομαι μισοκαθισμένος δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, από όπου ένας δεύτερος, εξ ίσου σκοτεινός και μαυροφορεμένος εισβολέας μπαίνει τώρα με φόρα στην αίθουσα. Ο νεοφερμένος με αγνοεί και ετοιμάζεται να χτυπήσει τον Καλλισθένη που υποχωρώντας πληγωμένος, έχει βρεθεί κι αυτός ανάσκελα στο έδαφος. Ενάντια στον Ολύνθιο στρέφεται ξανά και ο πρώτος.
Κάνω το μόνο που μπορώ να κάνω. Απλώνω το μακρύ μεγαρικό μου κανί εγκάρσια μπροστά στην πόρτα.
Συμβαίνει το μοιραίο. Ο δεύτερος εισβολέας μπουρδουκλώνεται και πέφτει, τελείως άχαρα, πάνω στον Καλλισθένη. Εκεί τον περιμένει το στιλέτο του Ολύνθιου, έχοντας πάρει την κατάλληλη για την περίσταση όρθια θέση. Αλλά του συμβαίνει και κάτι άλλο: Η μάχαιρα του πρώτου μαυροφορεμένου που κατεβαίνει αδυσώπητη στοχεύοντας το λαιμό του Καλλισθένη καταλήγει αναπόφευκτα στην πλάτη του συνεταίρου του, ανοίγοντάς τη στα δύο.
Ο μελανός που απόμεινε βγάζει μια ζωώδη κραυγή και στρέφεται προς τα ‘μένα. Εγώ όμως έχω προλάβει να ανασηκωθώ, και είμαι αυτήν τη φορά έτοιμος.
Στη μάχη σώμα με σώμα, το κοντό ελαφρό σπαθί που το χειρίζεσαι με το ένα χέρι, ενώ το άλλο σε βοηθάει να κρατήσεις την ισορροπία σου ακόμη κι αν αναγκαστείς να χορέψεις πυρρίχιο, παρουσιάζει τεράστια πλεονεκτήματα απέναντι σε μια βαριά μάχαιρα που την κραδαίνει κανείς και με τα δύο χέρια μαζί. Αυτό όμως είναι κάτι που ο αντίπαλός μου, κατά τα φαινόμενα, δεν το έχει ακόμη πληροφορηθεί. Έτσι, αντί να παραδοθεί, -εγώ, είναι αυτονόητο ότι θα τον προτιμούσα ζωντανό- μου επιτίθεται με πρωτοφανές μένος.
Η σύγκρουση διαρκεί λίγες μόνο στιγμές. Ύστερα ο εισβολέας πάει να συναντήσει τον σύντροφό του στα τάρταρα ή σε, ποιος ξέρει ποια, άλλη, αγύριστη μεριά του σύμπαντος.
Σκύβω προς τον Καλλισθένη και τραβώ από πάνω του το μαυριδερό κουφάρι. Ένα στωικό χαμόγελο έχει ανασηκώσει τις άκρες των χειλιών του. Βλέπω ότι εκτός από την πληγή στο στήθος, η μάχαιρα του έχει σακατέψει τον μηρό.
Επιστρέφω στον Καλλισθένη μια γκριμάτσα που μοιάζει με χαμόγελο και βάζω τις φωνές. Σε λίγο φαίνεται στην πόρτα το πρόσωπο ενός δικού μας καταγραφέα. Πίσω του καταφθάνουν κι άλλοι.
«Τον Φίλιππο, τον γιατρό, αμέσως!» τους φωνάζω.
[1] Μετά την μάχη των Θερμοπυλών και πριν την ήττα του στη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης πρόλαβε να λεηλατήσει την Αθήνα και να πάρει μαζί του, μεταξύ άλλων, τα ολόσωμα αγάλματα ή προτομές (δεν έχουν διασωθεί ούτε τα πρωτότυπα ούτε τυχόν αντίγραφά τους) των ¨τυραννοκτόνων¨ Αριστογείτονα και Αρμόδιου, φονέων του παλαιότερου τύραννου Ίππαρχου. Οι Αθηναίοι στη θέση τους τοποθέτησαν νέα αγάλματα των οποίων έχουν διασωθεί ρωμαϊκά αντίγραφα. Για την ανεύρεση των αρχικών γλυπτών από τον Αλέξανδρο στα Σούσα, ο Αρριανός γράφει: ¨πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα κατελήφθη αὐτοῦ, ὅσα Ξέρξης ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἄγων ἦλθε, τά τε ἄλλα καὶ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος χαλκαῖ εἰκόνες. καὶ ταύτας Ἀθηναίοις ὀπίσω πέμπει Ἀλέξανδρος, καὶ νῦν κεῖνται Ἀθήνησιν ἐν Κεραμεικῷ αἱ εἰκόνες, ἧ ἄνιμεν ἐς πόλιν, καταντικρὺ μάλιστα τοῦ Μητρῴου, μακρὰν τῶν Εὐδανέμων τοῦ βωμοῦ. [Αρριανός, Αλεξάνδρου ανάβασις (3. 16.8.)]
(συνεχίζεται… Στο επόμενο: Μέρος Β Κεφάλαιο έκτο. Μια ακόμη άμαξα φτάνει στα Σούσα. Άρπαλος)
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αριστογείτων, Αρμόδιος, Αφήγημα, Αλέξανδρος, Εύελπις, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Καλλισθένης | Leave a Comment »
Γιαούρτι στο παλτό του Γκόγκολ
Posted by vnottas στο 22 Απριλίου, 2015
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
Ο Σωτηράκης Κυριζόπουλος είναι απ τον Πύργο της Ηλείας κι έχει ένα μεγάλο πρόβλημα το καλοκαίρι του 1993 στην Αθήνα. Δεν του βγαίνουν οι ‘επιχειρήσεις’. Είναι μικρομέτοχος σε δυο σκυλάδικα της παραλιακής, πλην όμως,τα λεφτά είναι λίγα και σπάει το κεφάλι του για να βρει κάτι το πρωτότυπο που να του φέρνει χρήμα και στα γρήγορα. Εχει να θρέψει την οικογένεια, τη γυναίκα του τη κυρά-Σούλα, το γιο του τον Γιαννάκη που είναι τούβλο και τον στέλνει σε Ιδιωτικό και έχει επίσης το καινούργιο γκομενάκι απ την Πετρούπολη που έβγαλε πριν δυο μήνες για το οποίο δίνει τις δόσεις απ τη κόκκινη MG σπορ που της αγόρασε για να την κρατήσει όσο γίνεται παραπάνω… Μαναράκι που στριγγλίζει σαν μικρό γουρουνάκι όταν την βάζει κάτω του….
Τότε του ήρθε η φοβερή ιδέα και η ιδέα ήταν απλή.Oι θαμώνες που φεύγουν απ τα σκυλάδικα πάνε ύστερα για πατσά ή σούπες με τα τσόλια τους. Ενδιαμέσως-σκέφτεται ο Σωτηράκης – υπάρχει ένα δημιουργικό κενό. Το κενό είναι πως οι παρέες αυτές χρειάζονται μια εκτόνωση. Κι η εκτόνωση είναι υπέροχη. Νοικιάζεις ένα θερινό σινεμά κι αντί για έργο, βρίσκεις ένα θεατρικό μπουλούκι. Οι πελάτες αγοράζουν το εισιτήριο και τέσσερα κεσεδάκια γιαούρτι. Βάζεις μια κόκκινη κορδέλα 10 μέτρα μακριά απ τη σκηνή κι ενώ το μπουλούκι παίζει ένα χαζό θεατρικό τύπου ‘Γκόλφω’ -ξημερώματα γύρω στις 6, οι πελάτες κατά βούληση ρίχνουν το γιαούρτι τους στον ηθοποιό που προτιμούν.
Το εισιτήριο είναι 500 δραχμές, 200 είναι το μεροκάματο των πέντε-έξι ηθοποιών, υπολογίζεις γύρω στις 10-15 παρέες των 5-6 ατόμων κι όλοι βγάζουν ένα λαμπρό μεροκάματο.
Ο Σωτηράκης τηλεφωνεί στον Λευτέρη τον ‘εντερτέημεντ’ που βρίσκει τα μπουλούκια,που βεβαίως αντί να τρέχουν στα χωριά της Πίνδου για να παίξουν την Γκόλφω στους χωριάτες, προτιμούν να γιαουρτωθούν για πιο πολλά χρήματα στην Αθήνα.
Το πείραμα ξεκινάει με τα φέιγ-βολάν που βάζει στα τραπέζια των σκυλάδικων ο Σωτηράκης με τους δικούς του σερβιτόρους μια Παρασκευή νύχτα και γίνεται της πουτάνας, διότι διαδίδεται από τραπέζι σε τραπέζι πως η ‘Γκόλφω’ παίζεται στον Νηρέα στην Βουλιαγμένης και μιλάμε για λαϊκό προσκύνημα.
Οι πελάτες παίρνουν το εισιτήριο και τέσσερα κεσεδάκια γιαούρτι από το ταμείο ,δίνουν τα δυο στο ταίρι τους, φτάνουν κοντά στη σκηνή και μόλις πει ο πρωταγωνιστής ‘Γκόλφω μου πέρδικα θαμαστή είσαι το φως του Αυγερινού..’ φεύγει ο κεσές και όπου πάει, είτε στο πρόσωπο, είτε στα μαλλιά, είτε στα ρούχα, δεν έχει τόση σημασία διότι επιτρέπονται και οι βωμολοχίες..’άντε ρε παλιομαλάκα που κάνεις και τον ηθοποιό’ ή ‘αντε μωρή καριόλα δείξε λίγο αίσθημα γαμώ τη Παναγία σου..’ κτλ,κτλ,κτλ…
Το πράγμα στράβωσε σ ένα μήνα, όταν ένας ηθοποιός ενός νεόβγαλτου θιάσου της πλάκας, θέλησε να ‘παίξει’ θεατρικό ‘το παλτό’ του Γκόγκολ.
Ακριβώς στη σκηνή που ο Γκριγκόρι Πέτροβιτς -που ήταν ένα παλικάρι απ το Μέτσοβο- έπαιρνε τα μέτρα του Ακάκι Ακακίεβιτς για το καινούργιο του παλτό, – του Γιώργου Μάστορα δηλαδή απ τα Πετράλωνα- ένας κεσές γιαούρτι προσγειώθηκε με πάταγο στο πρόσωπο του Γκριγκόρι παίρνοντας και λίγο απ το πέτο του παλτού ,που το εκσφενδόνισε ένας χοντρός ξενύχτης με απόλυτη ακρίβεια, έτσι ώστε ο Γκριγκόρι να πει στον Ακάκι Ακακίεβιτς ‘ρε πούστη μου τι ξεφτίλα είναι αυτή που ζούμε για ένα κωλοπεντακοσάρικο..’ και ο Ακάκι τα πήρε στο κρανίο, πετάχτηκε απ τη σκηνή κι έριξε ένα χοντρό φούσκο κατακέφαλα στον χοντρό που τον ξάπλωσε πάραυτα κάτω λιπόθυμο, ανάμεσα σε τσιρίδες από γκόμενες και ουρλιαχτά από θεατές, πλην όμως ο Ακάκιος Ακακίεβιτς συνέχισε να χτυπάει όποιον έβρισκε μπροστά του απ τους θεατές και τις συνοδούς τους μέχρι να τον ξαπλώσει κάτω ένας τύπος με μια καρέκλα κι έτσι τέλειωσε εντελώς άδοξα το πείραμα του Σωτηράκη Κυριαζόπουλου, μοναδικό ίσως στην αβαγκαρντ της θεατρική πρωτοπορίας της Αθήνας χωρίς καν οι εφημερίδες να ασχοληθούν μ αυτό..
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Γιαούρτι, Γκόγλολ, Ηλίας Κουτσούκος, Παλτό | Leave a Comment »
Μαιρούλα la douce…
Posted by vnottas στο 6 Απριλίου, 2015
Ηλίας Κουτσούκος
Μια κούτα ΚΕΝΤ κι ένα πενηντάρικο…
Απρίλης 1972.
Όχι μόνο δεν έχω μία αλλά αναγκάζομαι να καπνίζω γόπες-που το σιχαινόμουνα πολύ-.Είναι Κυριακή, έχει ‘εξοδο’ είμαι εξοδούχος αλλά δεν έχω που να πάω χωρίς χρήματα κι έχω μια τεράστια ανάγκη να γαμήσω αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να δανειστώ από κανέναν και σκέφτομαι πως αν βγω θα τριγυρνάω σα μαλάκας στη πόλη με τα φανταρίστικα και αν καθίσω σε παγκάκι θα πρέπει να είναι για λίγο και μετά θα πρέπει να πάρω το απογευματινό σκατολεωφορείο για το Σέδες και μακάρι να μη πέσω και σε κάποια ‘μικτή’ περιπολία της ΕΣΑ γιατί ότι και να τους πω θα με ‘γράψουν’ κυνηγούν τους φαντάρους με το παραμικρό, οπότε είναι καλύτερα να μείνω στο στρατόπεδο και να φάω την κρύα βρωμόσουπα-γιατί τις Κυριακές βγαίνουν έξω κι οι μάγειροι και οι ‘βοηθοί’ τους που μένουν στο πόστο τους, το μόνο που ξέρουν κάνουν είναι σκατόσουπες με απομεινάρια κρέας από Αργεντίνικες κονσέρβες.
Αυτά σκεφτόμουν όταν με φώναξε ο ‘Ολλανδός’ απ το βάθος του διαδρόμου και με ρώτησε γιατί δεν βγαίνω. Τον ‘Ολλανδό’ τον φωνάζαμε Ολλανδό γιατί ήταν ανυπότακτος-δούλευε βατσιμάνης σε καράβια εμπορικά- κι δεν είχε έρθει εγκαίρως στη χώρα να υπηρετήσει τη θητεία του απ το Άμστερνταμ κι ήρθε με καθυστέρηση πέντε χρόνων και γι αυτό του είχαν ρίξει παραπάνω ένα χρόνο θητεία, αλλά ο Ολανδός στ αρχίδια του γιατί είχε λεφτά και δεν τον ένοιαζε.
Του είπα πως δεν θα βγω έξω γιατί δεν έχω λεφτά και μου απάντησε πώς να μην είμαι μαλάκας κι έβγαλε δύο πενηντάρικα απ τη τσέπη του και μου είπε να τα πάρω και να πάω κατευθείαν στη Μαιρούλα, ένα πουτανί καινούργιο, απέναντι απ τον Ερυθρό Σταυρό στο λιμάνι, 27 χρόνων μαναράκι που μόλις βγήκε στη πιάτσα και κυρίως, μου τόνισε ο Ολλανδός ‘είναι ρε συ ίδια η Κατρίν Ντενέβ και φοράει τα ίδια γυαλιά ξανθιά, σχετικά αδύνατη, μ ένα βυζί που κρεμάς επάνω του παλτό, και να της πεις πως σε έστειλε ο Ολλανδός ρε μαλάκα για να φιλήσει γαλλικά στο στόμα’ -πράγμα που δεν έκαναν ποτέ οι άλλες πουτάνες γιατί τα χείλη τους τα κρατούσαν για τους νταβατζήδες τους.
Πήρα τα δυο πενηντάρικα με τεράστια ευγνωμοσύνη -αλλωστε ο Ολλανδός που τον έλεγαν Θανάση, με χρησιμοποιούσε γιατί του έγραφα ωραία ερωτικά γράμματα σε μια ακοντίστρια μικρούλα απ την Αθήνα- κι έφυγα τρέχοντας για τη πύλη του στρατοπέδου με την 2ωρη άδεια στη τσέπη.
Όταν έφτασα στον Ερυθρό, βρήκα αμέσως το πουτανάδικο της Μαιρούλας και μου είπε η τσατσά -ευτυχώς δεν είχε άλλους πελάτες, τέσσερις το μεσημέρι-‘περίμενε αγόρι μου, έρχεται η κοπέλα, δώσε μου το πενηντάρικο και πέρνα σ’ αυτό το δωμάτιο’..
Εγώ πέρασα, έβγαλα τις βρωμοαρβύλες μου που τις είχα βάψει τσίλικες-αλλά τις σιχαινόμουν πολύ-τις κάλτσες μου τις μάλλινες που μου έφερναν εμετό κι έμεινα τελικά ολόγυμνος πάνω σ ένα κρεβάτι με κόκκινο σεντόνι, κι ακούω κάτι βήματα με λεπτό χτύπημα τακουνιού και μπαίνει μέσα στο δωμάτιο μια πανέμορφη ξανθιά κοπέλα γύρω στο 1,70 με όμορφο πρόσωπο, γυαλιά πεταλούδα κόκκινα, κόκκινο κυλοτάκι και σουτιέν, όπως μου την είχε περιγράψει ακριβώς ο φίλος μου ο Ολλανδός, χαμογελαστή, μου λέει ‘τι γίνεται αγοράκι μου’, της λέω ‘μ έστειλε ο Ολλανδός’.. α, μου λέει ‘υπηρετείς με το ξαδερφάκι μου’ και γελάει όμορφα, βγάζει το κυλοτάκι της, το σουτιέν της και παθαίνω πλάκα απ την ομορφιά, ένα δέρμα απαλό, βέλβετ Μπράσελ και μόλις μου βάζει με απαλές κινήσεις το προφυλακτικό και μόλις μπαίνω μέσα της απαλά και μυρίζω αυτό το πανέμορφο πατσουλί του κορμιού της και μόλις με φιλάει με γλώσσα, έχω ήδη τελιώσει, πώς να κρατηθώ σ αυτή την ομορφιά και βρίζω δυνατά τον εαυτό μου ‘τι μαλάκας, τέλειωσα αμέσως γιατί, γιατί, γιατί είσαι πολύ όμορφη’ κι αυτή λέει ‘δεν πειράζει αγοράκι μου, κάτσε δίπλα μου να κάνουμε παρέα ένα τσιγαράκι’ και ’γω νιώθω ξαφνικά πως είμαι πολύ τυχερός σε σχέση με τους μπόγους που γαμούσα πιο πριν όταν μου τύχαινε κανά τριαντάρι, αλλά εδώ αυτό το μαναράκι που είναι όλη η ομορφιά του κόσμου, αυτή τη συγκεκριμένη ώρα, που με λυπήθηκε -φαντάζομαι- έτσι γρήγορα που τέλειωσα, και που με κερνάει τσιγάρο στο κρεβάτι, λες κι έχουμε σχέση, ε ναι, είναι σπουδαία τύχη και να πάνε να γαμηθούνε όλα, ο στρατός, η χούντα, ο πατέρας μου που δεν μου στέλνει φράγκο, οι κωλοασκήσεις τους κι οι ιδρώτες και η βρωμιά της διμοιρίας κι η γαμημένη Χαρούλα η φοιτήτρια που πριν ένα μήνα μου είχε γράψει ‘χωρίζουμε ποιητή μου κι ο καθένας θα ταξιδέψει στο δικό του δρόμο’ -τι λες γαμώ τον Αντίχριστό σου.. όλα αυτά δεν υπάρχουν πλέον, υπάρχει μόνο η Μαιρούλα που μου χαϊδεύει απαλά το χέρι και νιώθω μια χαλαρή τρυφερότητα, ένα άγγισμα αγγέλου που δεν το πιστεύω ότι μου έτυχε και τραβάω μια βαθιά ρουφηξιά και τότε ακούω απ το σαλόνι βαδίσματα από κωλοαρβύλες και κάτι γελάκια αντρών και αμέσως καταλαβαίνω πως μπήκε στο μπορντέλο η κωλοΕΣΑ και με πιάνει πανικός, μισοσηκώνομαι στο κρεβάτι, λέει η Μαιρούλα ‘καλέ,τι έπαθες ξαφνικά’,της εξηγώ πως έξω θα είναι μάλλον η ΕΣΑ και όλο και κάτι θα μου βρει γιατί αυτοί κάνουν ότι θέλουν και γαμούν τους φαντάρους, τους παίρνουν τα στοιχεία και τα στέλνουν στη μονάδα σου κι έχεις σίγουρα μια δεκάρα φυλακή, τα λέω όλα βιαστικά και τρομοκρατημένος και η Μαιρούλα γεμάτη αυτοπεποίθηση σηκώνεται απ το κρεβάτι, φοράει το σουτιέν και το κυλοτάκι της, φοράει μια μεταξωτή ρόμπα και μου λέει ‘θα σου στείλω ένα καφέ με τη τσατσά, κάτσε στο κρεβάτι, θα του διώξω, ξέρω εγώ,’ μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο και βγαίνει έξω. Την ακούω που μιλάει, έχω κολλήσει τα αυτί μου στη πόρτα και μετά από ένα-δυο λεπτά που μου φαίνονται αιώνες, τα γομάρια της ΕΣΑ ξεκουμπίζονται.
Κάθομαι στο κρεβάτι, ανοίγει η πόρτα, μπαίνει η τσατσά που έχει σ ένα δίσκο καφέ και γλυκό κεράσι με δροσερό νερό, τα αφήνει στο κομοδίνο χαμογελώντας ‘τους ξαπόστειλε η Μαίρη’ μου λέει και φεύγει.
Αρχίζω να ντύνομαι και μπαίνει η Μαιρούλα, λέει, όλα εντάξει αγόρι μου, έφυγαν και μου αφήνει στο κομοδίνο μια κούτα αμερικάνικα ΚΕΝΤ και πάνω της ένα πενηντάρικο…
Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, λέω ‘σε παρακαλώ Μαίρη’…κι αυτή μου λέει ‘εγώ σε παρακαλώ, δεν φτάνει που φοβήθηκες σιγά μη σου πάρω και λεφτά, άλλωστε δεν πρόλαβες να το φχαριστηθείς, θα σε περιμένω κι άλλη φορά έτσι…’
Παίρνω το χέρι της και το φιλώ, βάζω το πενηντάρικο στη τσέπη, παίρνω τη κούτα με τα ΚΕΝΤ σαν να κρατώ τα άγια των αγίων και φεύγω.
Έχουν περάσει 45 χρόνια κι αυτό το αξέχαστο δώρο Δεν το ξεχρέωσα ποτέ κι ακόμα το έχω βάρος βαρύ πολύ μες στη συνείδηση μου, μερικές φορές την είδα στον ύπνο μου,-σα να μου φάνηκε λυπημένη- και την άλλη μέρα που ξυπνώ είμαι στενοχωρημένος.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ηλίας Κουτσούκος, Φαντάρος | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 6. Χαχόμα ένα κυλικάκι
Posted by vnottas στο 25 Μαρτίου, 2015
- Μέρος Α΄: Σούσα
Κεφάλαιο έκτο. Ο Οινοκράτης και ένας στρογγυλός ντόπιος (συνέχεια)
Χαχόμα ένα κυλικά -ά-κι
χαχόμα ένα ασματά-ά-κι…
Ο Οινοκράτης, τελείως φτιαγμένος και άλλο τόσο φευγάτος, τραγουδάει παιανιστί, παραφράζοντας ένα παλιό αθηναϊκό τραγουδάκι των συμποσίων. Κρατάει στην αγκαλιά του και λικνίζει με τρυφερότητα την φιάλη με το απαστράπτον υγρό, το οποίο αντίθετα με ό, τι θα υπέθετε κανείς έχει ελαττωθεί ελάχιστα. Πάντοτε στην οιναποθήκη του αρχοντικού, μαζί με τη νέα του γνωριμία, τον στρογγυλοπρόσωπο στρουμπουλό ανατολίτη, κάθονται σε έναν πάγκο στους πρόποδες ενός τεράστιου πιθαριού.
Ο σφαιρικός έχει βγάλει το μελιτζανί του σαρίκι αποκαλύπτοντας το στρογγυλό του κεφάλι, επικαλυπτόμενο τώρα από μαύρο κοντό μαλλί με χωρίστρα στη μέση και ¨αφελείς¨ φούντες που διακοσμούν το επίσης κοντό του κούτελο. Προσπαθεί να υφαρπάξει, αλλά με τακτ, την ιερή φιάλη από την αγκαλιά του Οινοκράτη, πράγμα που του προκύπτει μάλλον ακατόρθωτο.
«Ελθέ φίλτατε, ομιλήσωμεν», επιμένει.
«Ομιλήσωμεν, συμφωνήσωμεν», τραγουδάει ακάθεκτος ο πρώην σιτιστής και νυν πιστός υπηρέτης, τραβώντας ταυτοχρόνως το υπογένειο του συνομιλητή του. Υπογένειο μάλλον άχρηστο μια που ματαίως προσπαθεί να διαταράξει την απηνή κυκλικότητα του προσώπου του.
«…Ιώδη φορεσιά, μη ξαναβάλεις πια…», συνεχίζει ο αυτοσχέδιος αοιδός, αντλώντας τώρα από τη λαϊκή μουσική παράδοση.
«Δως εμοί την φιάλην ταύτην ήτις πιπικίνδυνος δια μη μύστας εστί. Εγώ δε τω ιερώ πυρί ομνύω, ότι οσονούπω τα ημέτερα ιμάτια άπαντα αλλάσσω».
«Φιάλη ταύτη επιτάσσεται, κατάσχεται, επιστρατεύεται, δεσμεύεται, δημεύεται, από-ιδιωτικοποιείται, αμ’ πως!» τον ενημερώνει ο Οινοκράτης.
«Εν τούτοις, ποίος γιγνώσκει οδηγίας χρήσεως ε;»
«Ποίος;»
«Ο υμέτερος δούλος Βακχέ»
«Βακχέ;»
«Σύ είπας»
«Άκου να δεις πεπλατυσμένε. Όχι Βακχέ ούτε Βάκχε, αυτός είναι άλλος. Θεός μεγάλος και μερακλής. Χικ! Εγώ θα σε λέω μμμ… Πιπικίνδυνο… όχι είναι μακρύ. Θα σε λέω Χοντρόη!»
Εγώ ξέρεις ποιος είμαι;»
«Ποίος;»
«Ο όχι τυχαίως ονομαζόμενος Οινοκράτης!»
«Καλώς. Τις ουν γιγνώσκει οδηγίας χρήσεως ιερού καταποτήματος;»
«Ποίος;»
«Ο υμέτερος δούλος Χονδρόης!»
«Τότε κατάσχεσαι κι εσύ! Και οι δύο. Τώρα βοηθήστε με να ανέβω στα διαμερίσματα του κύρη μου. Και από αύριο αρχίζουμε μαθήματα. Θέλω να μου μάθετε ο ένας τις οδηγίες χρήσεως και ο άλλος τις οδηγίες παραγωγής. Ομίλησα!»
(Συνεχίζεται. Στο επόμενο: Κεφάλαιο έβδομο: Καθώς οι οπλές του αλόγου μου κροτούν ρυθμικά πάνω στις πλάκες του δρόμου)…
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Οινοκράτης, Σούσα, Χαντρόης | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 5. Ο Εύελπις συνεχίζει την αφήγησή του: Η σφαγή
Posted by vnottas στο 15 Μαρτίου, 2015
Ο Εύελπις συνεχίζει την αφήγησή του: Η σφαγή
Ο ουρανός πάνω από τον εξωτικό κήπο έχει σκουρύνει αρκετά ώστε να είναι πια ορατό το λαμπερό δίχτυ των αστεριών καθώς και ένας ασημένιος μηνίσκος σελήνης που κρέμεται μπλεγμένος ανάμεσά τους. Οι δύο Έλληνες, ο Ολύνθιος και ο Μεγαρέας, εξακολουθούν να συζητούν καθισμένοι στις καλαμένιες πολυθρόνες.
Ο Εύελπις συνεχίζει την αφήγησή του.
«…Στη συνέχεια η πορεία άρχισε να γίνεται κατηφορική, η μεγάλη οροσειρά τελείωνε… Φτάσαμε στον ποταμό Αράξη όπου οι μηχανικοί είχαν ήδη δημιουργήσει ασφαλές πέρασμα. Ανάμεσα σε μας και την Περσέπολη υπήρχε μόνο η πόλη των Πασαγάρδων που μας παραδόθηκε χωρίς καμία αντίσταση.
Ο Αριοβαρζάνης, ο σατράπης της Περσίδας που είχε οργανώσει την γενναία αντίσταση στα βουνά, προφανώς γύρισε κοντά στον φυγάδα βασιλιά του, ψηλά στον βορρά στην άλλη άκρη του Ζάγκρου».
Ο Εύελπις σιωπά για μια στιγμή, και μετά συνεχίζει: «Ξέρω πως υπερβάλουμε κάπως με όλες αυτές τις ¨πρωτεύουσες πόλεις¨ αλλά και εκεί, στις Πασαγάρδες, βρήκαμε βασιλική παρουσία, συγκεκριμένα το μαυσωλείο του παλιού βασιλιά – ήρωα Κύρου, γεμάτο αφιερώματα και πολύτιμα αντικείμενα.
Όμως υπάρχει και κάτι άλλο που θα σε ενδιαφέρει».
Ο Καλλισθένης κατεβάζει το βλέμμα του από τον σπινθηροβόλο έναστρο ουρανό και το στρέφει προς τον συνομιλητή του. «Α, ναι; Και τι είναι αυτό;»
«Ανακρίνοντας διακριτικά το χαμηλόβαθμο προσωπικό του ναού που είναι προσαρτημένος στο μαυσωλείο -όπως ξέρεις οι μεγαλόσχημοι ιερείς αποφεύγουν να μιλήσουν χωρίς ειδική μεταχείριση, αυτοί θέλουν είτε κολακείες και υποσχέσεις είτε απειλές, και εγώ βιαζόμουν- οι μικροί λοιπόν ιερωμένοι, μου παινεύτηκαν για την ευστάθεια του ναού και του μαυσωλείου στις ταλαντεύσεις του εδάφους. Βέβαια, κατά την γνώμη τους, η αντοχή αυτή οφείλεται αποκλειστικά στις μαγικές ικανότητες του υψηλού ιερατείου.
Είπα στους μηχανικούς να ρίξουν μια πρώτη ματιά, στα θεμέλια της κατασκευής, αλλά αυτό βέβαια δεν αρκεί. Πρέπει να οργανώσουμε μια αποστολή ειδημόνων. Στην Ελλάδα έχουμε διαρκή αγώνα ενάντια στον Εγκέλαδο και αυτά τα κατασκευαστικά μυστικά μπορεί να αποβούν εξαιρετικά ωφέλιμα.
Ο Καλλισθένης ανακάθεται και του χαμογελάει. «Έχεις δίκιο και σε συγχαίρω γι αυτήν σου την πρωτοβουλία», και συνεχίζει. «Τι θεούς λατρεύουν εκεί;»
«Κάτι ανάμεσα στο ιερό πυρ και τους προγόνους. Απ ό, τι κατάλαβα είναι θρησκευτικά ήθη που προέρχονται από την Ινδία, όπου φημολογείται ότι οι ιερείς αποτελούν την ισχυρότερη τάξη.
«Κι αυτό είναι ενδιαφέρον».
Ο Καλλισθένης θέλει να πει κάτι ακόμη και μάλλον δυσκολεύεται στη διατύπωση: «Μεγαρέα, ομολογώ ότι παρά το εύθυμο του ύφους και του χαρακτήρα σου, έχεις αποδειχθεί ένας αποτελεσματικός συνεργάτης.
Θα πρέπει ίσως να σου πω ότι όταν σε πρωτοείδα στην Άβυδο, η αθηναϊκή σου κομψότητα δεν είναι ότι με ενθουσίασε ιδιαίτερα.
Όμως η επιστολή και τα καλά λόγια του Αριστοτέλη ήταν ισχυρό κίνητρο για να σε αποδεχτώ ανάμεσά μας. Χαίρομαι που ο Σταγειρίτης Δάσκαλος έχει δίκιο για μια ακόμη φορά».
«Σε ευχαριστώ Καλλισθένη» ανταποκρίνεται εύχαρις ο Εύελπις. Αλλά αμέσως αλλάζει διάθεση και σοβαρεύει. «Σου προλέγω όμως ότι, όσο και αν θα το επιθυμούσα, το επόμενο τμήμα της αφήγησής μου, αυτό που αφορά τα όσα συνέβησαν μετά την παράδοση της Περσέπολης, δεν έχει τίποτα το εύθυμο».
«Καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς. Οι άσχημες ειδήσεις και μάλιστα αυτές που περιέχουν άφθονη, αδικαιολόγητη ροή αίματος, ταξιδεύουν γρήγορα».
«Ο κυβερνήτης Τυριδάτης μας παρέδωσε την Περσέπολη και τους θησαυρούς της ελπίζοντας ότι, όπως συνέβη έως τώρα με όλες τις πόλεις που δεν πρόβαλαν αντίσταση, δεν θα υπήρχε δήωση και εξανδραποδισμός. Όμως αυτή τη φορά τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Η πόλη λεηλατήθηκε, οι κάτοικοι, όλοι οι κάτοικοι που δεν την εγκατέλειψαν εγκαίρως, ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία είτε κατασφάχτηκαν είτε μετατράπηκαν σε δούλους.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος ούτε απαγόρευσε ούτε επαίνεσε την λαφυραγώγηση και τη σφαγή στην πόλη. Δεν μπορώ επομένως να σου πω με απόλυτη σιγουριά εάν ήταν μια προειλημμένη απόφασή του, ή εάν ήταν κάτι το συγκυριακό που δεν μπόρεσε να ελέγξει. Δεν μπορώ καν να εικάσω τι ρόλο μπορεί να έπαιξε η ομάδα των κολάκων ¨αυτοκρατορικών¨ που, όπως σου ανέφερα, έχουν αυξήσει την επιρροή τους πάνω του».
Ο Εύελπις, με μια κίνηση του κεφαλιού προσπαθεί να διώξει τις φρικτές εικόνες που η μνήμη του επιμένει να ανακαλεί. Για λίγο σιωπά. Μετά συνεχίζει.
«Πάντως, έδωσε ρητή εντολή να μη τολμήσει κανείς να πλησιάσει τα ανάκτορα και φυσικά το θησαυροφυλάκιο.
Ύστερα από μια πρώτη, μάλλον πρόχειρη, εκτίμηση του τεράστιου πλούτου που υπήρχε στα ανάκτορα της Περσέπολης, αποφασίστηκε ένα μεγάλο μέρος του να αποσταλεί εδώ, στα Σούσα, όπου θα καταγραφεί και θα εκτιμηθεί λεπτομερώς μαζί με τον εντόπιο θησαυρό, ενώ το υπόλοιπο θα παραμείνει εκεί και θα χρησιμοποιηθεί κυρίως για τη συνέχιση της εκστρατείας».
Ο Καλλισθένης σηκώνεται και αρχίζει να βαδίζει πέρα δώθε μπροστά από το τραπέζι.
«Αυτό σημαίνει ότι αφετηρία της προσεχούς εξόρμησης θα είναι η Περσέπολη και όχι τα Σούσα. Και, πιθανότατα, η στρατιά θα στραφεί προς βορρά, ακολουθώντας την ανατολική πλευρά της οροσειράς προκειμένου να κυνηγήσει και να εξουδετερώσει τον Δαρείο», συμπεραίνει. «Αλλά εάν αληθεύει ότι το κλίμα από την άλλη πλευρά του Ζάγκρου είναι ανυπόφορα ψυχρό και βίαιο, ο Αλέξανδρος θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το τέλος της άνοιξης».
Μετά αλλάζει θέμα. «Πες μου οι βιβλιοθήκες σώθηκαν;»
«Οι πάπυροι και τα βιβλία των ανακτόρων και του κεντρικού ναού σώθηκαν, προς το παρόν τουλάχιστον. Εκείνα που υποθέτω ότι θα υπήρχαν σε άλλους, περιφερειακούς ναούς, όχι».
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον Ευμένη να προστατέψει τα βιβλία με κάθε τρόπο. Προσφεύγοντας εν ανάγκη στον ίδιο τον Αλέξανδρο, αλλά και σε όποιους εταίρους κρίνει ότι μπορεί να επηρεάσει».
«Θα το αναλάβω εγώ. Αύριο νωρίς θα του στείλω μήνυμα με έμπιστο ημεροδρόμο».
Ο Καλλισθένης σταματά μπροστά στον Μεγαρέα και τον κοιτάζει με ένταση.
«Όσο για τη σφαγή, θέλω να σου πω το εξής:
Μπορώ, θέλοντας, να βρω κάποιες δικαιολογίες γι αυτή την απόφαση. Ξέρω τι πίεση ασκούν ορισμένοι πολεμιστές αλλά και ο συρφετός που τρέχει ξωπίσω μας και που δεν ονειρεύεται άλλο από πλιάτσικο. Σου είπα ότι έμαθα πως δυσανασχέτησαν επειδή τους απαγορέψαμε να λεηλατήσουν την πάμπλουτη Βαβυλώνα και τα Σούσα.
Ξέρω επίσης, αν όχι γι άλλο λόγο επειδή εμείς οι ίδιοι χρησιμοποιήσαμε αυτό το επιχείρημα, ότι η αποστολή μας υποτίθεται ότι ολοκληρώνεται μόνον όταν οι παλιοί εισβολείς ξεπληρώσουν με το ίδιο νόμισμα τις ωδίνες που προξένησαν στις ελληνικές πόλεις στο παρελθόν.
Τα πράγματα μοιάζουν απλά: Ήρθαν πριν εκατόν πενήντα χρόνια οι πρόγονοί τους στα μέρη μας, κατέστρεψαν ό, τι μπόρεσαν, έσφαξαν και δήωσαν και τώρα εμείς τους επιστρέφουμε στα ίσα την καταστροφή. Για το στράτευμα, αν όχι όλοι οι θεοί, τουλάχιστο η Νέμεση είναι σε κάθε περίπτωση με το μέρος μας.
Θα πρόσθετα επίσης ότι εάν ο Αλέξανδρος κυνηγήσει στο βορρά τον Δαρείο θα πρέπει να διασχίσει πολύ λιγότερο εύφορες περιοχές από αυτές της Μεσοποταμίας. Εδώ, οι καλομαθημένοι άρχοντες μπορεί να μας παραδίνουν αμαχητί τείχη και πολύτιμα αντικείμενα, αλλά να δεις ότι οι ορεσίβιοι και οι αγρότες της άλλης πλευράς δεν πρόκειται να συμμετάσχουν οικειοθελώς στον ανεφοδιασμό του στρατεύματός με τρόφιμα και ζώα. Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο εκφοβισμός αποτελεί μια κλασική τακτική.
Ωστόσο, απέναντι σε όλα αυτά τα επιχειρήματα υπάρχει μια βασική ένσταση».
Η φωνή του Καλλισθένη γίνεται βαθμιαία όλο και πιο έντονη.
«Γιατί είμαστε εδώ Εύελπι;
Ξέρω, επειδή σε γνωρίζω, ότι δεν θα μου απαντήσεις ¨για να αρπάξουμε πλούτη¨ ως τυχεροί και ικανοί τυχοδιώκτες.
Είναι πιθανότερο να μου πεις ότι βρεθήκαμε εδώ ¨για να αποδείξουμε ότι ενωμένοι μπορούμε να πάμε παντού¨. Μια τέτοια απάντηση, μετά από αιώνες εμφύλιων πολέμων και την απώλεια πολλών πόλεων που υποτάχτηκαν στην αυτοκρατορία, έχει μια αδιαμφισβήτητη λογική.
Όμως, αν δεις ευρύτερα τα πράγματα θα καταλήξεις ότι δεν πρόκειται μόνο γι αυτό.
Είμαστε εδώ Εύελπι, γιατί στα μέρη μας γεννήθηκε μια διαφορετική οπτική, ένας νέος τρόπος για να αντιλαμβάνεται κανείς τον άνθρωπο, τη φύση και τους θεούς.
Μια νέα κοσμοθεωρία, στο εσωτερικό της οποίας ανθούν, συγκρούονται και γεννοβολούν διαφορετικές απόψεις.
Που όμως όλες δίνουν εξ ίσου μεγάλη σημασία στον άνθρωπο και στην ικανότητά του να νοείται.
Κοσμοθεωρία, στο σύνολό της αισιόδοξη, πολυποίκιλη και δυναμική. Κοσμοθεωρία που ασφυκτιά κάτω από την πίεση και την διαρκή ανάμιξη που ασκεί πάνω της, μια άλλη πολύ αρχαιότερη θεώρηση: η αυτοκρατορική.
Εμείς Εύελπι καταφέραμε να βγούμε από τα σκοτάδια της άγνοιας όχι για να φτιάξουμε τεράστια μνημεία προς όφελος και προς δόξα των μοναρχών και των ιερατείων, αλλά για να επινοήσουμε νέους τρόπους του κυβερνάν και του κυβερνάσθαι και για να δώσουμε στους καθέκαστα ανθρώπους νέες προοπτικές.
Και όλα αυτά χωρίς ακαμψίες και δογματισμούς.
Σε άλλες πόλεις καταφέραμε να μετατρέψουμε τους υπηκόους σε πολίτες, σε άλλες να αναδιανείμουμε τον πλούτο και να φτιάξουμε πιο δίκαιες κοινωνίες. Παντού εκτιμήσαμε ως θετική την ευστροφία των ανθρώπων και την προσπάθειά τους να γνωρίσουν την περιβάλλουσα φύση, ακόμη και να εξερευνήσουν τα σκοτεινά βάθη του ίδιου τους του εαυτού.
Εάν Εύελπι είχαμε παραμείνει εσωστρεφείς, εξακολουθώντας να ξοδεύουμε αλόγιστα την πλεονάζουσα ενεργητικότητα στις αναμεταξύ μας συγκρούσεις, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να επέλθει πρόωρη οριστική παρακμή. Ήταν ενδεχόμενο να κακοφορμίσουν οι μειονεξίες και οι ανεπάρκειες που αναπόφευκτα συνοδεύουν την εμφάνιση κάθε νέας νοοτροπίας. Μειονεξίες και ανεπάρκειες που ήδη είχαν γίνει αισθητές σε οιονδήποτε προσεκτικό παρατηρητή».
Η φωνή του Καλλισθένη παίρνει ένα τόνο ειρωνικό και ταυτόχρονα θλιμμένο. «Κοίτα για παράδειγμα τους Λακεδαιμόνιους, που έχοντας, γενναιόφρονη, δε λέω, εμμονή στην μόνον ¨μεταξύ ΄ίσων΄¨ ισότητα, έχουν ήδη φτάσει στο σημείο να αντιμετωπίζουν πρόβλημα λειψανδρίας και χαμηλού ενεργού πληθυσμού.
Κοίτα τις εξαρτημένες από τους Πέρσες πόλεις της Μικρασίας και ορισμένων νησιών που βαθμηδόν εθίστηκαν στις αυτοκρατορικές πρακτικές και γεννοβολάν ανθρώπους ικανούς μεν, αλλά δεμένους στο άρμα των δυναστών. Δες ως που έφτασε ο Μέμνων ο Ρόδιος[1].
Κοίτα ακόμα και την πρωτοπόρο πόλη των Αθηνών. Η διαφθορά των πολιτικών και ο σχετικισμός ορισμένων διανοούμενων, εκείνων που σοφίζουν κυρίως χάριν του θυλακίου τους, έχει ήδη φθείρει σοβαρά τη Δημοκρατία».
Ο Καλλισθένης κοιτάζει για λίγο τις ανταύγειες πύρινου φωτός που ξεχωρίζουν το περίγραμμα της πόλης από την σκοτεινή πεδιάδα, και μετά στρέφεται πάλι στον συνομιλητή του.
«Είναι άραγε δυνατό, απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους η απάντηση, η λύση, να είναι ο Συνασπισμός των Ελλήνων και η οριστική εξουδετέρωση της Περσικής επικυριαρχίας;
Η απάντηση είναι ναι, με μία μόνον βασική προϋπόθεση: Ότι δεν θα πολεμήσουμε τους παρωχημένους αυτοκρατορικούς για να γίνουμε κι εμείς μια αυτοκρατορία, δε θα νικήσουμε τους ¨Μεγάλους Βασιλείς¨ για να υιοθετήσουμε κι εμείς τις ξεπερασμένες αυτοκρατορικές, ασιατικές μεθόδους διακυβέρνησης, νοοτροπίας και σκέψης.
Να γιατί Εύελπι, ακόμη και στις στρατιωτικές πρακτικές δεν πρέπει να είμαστε ίδιοι με αυτούς. Δεν θα είναι φιλάνθρωποι οι νέοι θεοί αν εμείς αποδειχθούμε απάνθρωποι. Να γιατί θλίβομαι για τις αναιτιολόγητες σφαγές.
Να γιατί Εύελπι πρέπει να επαγρυπνούμε ώστε ο Βασιλιάς, που είναι νέος, ενθουσιώδης, που στον τόπο του θεωρείται πρώτος μεταξύ ίσων και που υπήρξε άλλωστε μαθητής του Αριστοτέλη, να μη παρασυρθεί από τους διάφορους κόλακες που θα επιθυμούσαν και εν μέρει το έχουν καταφέρει, να τον μετατρέψουν είτε σε αφρικανό είτε σε ασιάτη θεό».
(συνεχίζεται: Στο επόμενο: Χαχόμα ένα κυλικάκι)
[1] Μέμνων ο Ρόδιος: Ικανός στρατηγός στην υπηρεσία του Δαρείου Γ΄, προξένησε αρκετές δυσκολίες στην ¨ανάβαση¨ του Αλέξανδρου.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Αλέξανδρος, Εύελπις, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Καλλισθένης, Περσέπολη | Leave a Comment »
Βιογραφικός χάρτης εκτός εμπορίου
Posted by vnottas στο 11 Μαρτίου, 2015
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
Αν τύχαινε να γεννηθείτε στην Αθήνα το 50 από πατέρα αστυνομικό πως φαντάζεστε τα πρώτα παιδικά χρονάκια σας. Σαν μούδιασμα είναι όσο κι αν παίζετε με τους συμμαθητές σας γιατί ξέρουν ποιος είναι ο πατέρας σου και δεν έχουν περάσει ούτε δέκα χρόνια που γινόταν της πουτάνας απ τον Εμφύλιο…
Νέα Φιλαδέλφεια, νοικιασμένη προσφυγική κατοικία με δυο δωμάτια, τουαλέτα έξω σε μια μικρή πίσω αυλή, γενικά μιζέρια και σχεδόν κάθε βράδυ όταν επέστρεφε ο πατέρας με μια ελάχιστη αφορμή έριχνε μερικά χαστούκια στη μάνα μου πότε γιατί δεν του άρεσε το φαγητό, πότε γιατί το πουκάμισο της μαλακισμένης πράσινης στολής του δεν ήταν καλά σιδερωμένο..
Δεν ήξερα καλά τα εκτός Αθήνας και στο χάρτη, μου φάνταζε τεράστια η χώρα και μακριά τα σύνορα που ήταν όλο κινδύνους-όπως άκουγα-γύρω-γύρω κομουνιστές και στην ανατολή οι αιώνιοι εχθροί Τούρκοι.
Καπάκι μ αυτούς τους φόβους ο πατέρας μου-ποτέ δεν έμαθα γιατί-παίρνει μια μετάθεση για τον Έβρο κι έτσι βρισκόμαστε σ ένα κωλοχώρι έξω απ την Ορεστιάδα που όλοι μιλούσαν τούρκικα και το λέγαν ‘ορτάκιογι’ οι ντόπιοι και οι εκτός ‘Λεπτή’ ..φυσικά δεν είχε ηλεκτρικό κι είχε μόνο λασπουριά κακοντυμένους χωρικούς και βέβαια οι συμμαθητές μου, δεν ήθελαν να με κάνουν παρέα γιατί ήμουν ο γιος του Αστυνόμου.
Πέρασα τρία χρόνια φριχτά και πήγαινα στο γυμνάσιο μ ένα σαράβαλο ποδήλατο όπως έκαναν όλα τα παιδιά τότε 15 χιλιόμετρα πήγαινε-έλα.Μισούσα τον πατέρα μου που συνέχιζε το χόμπι του ξυλοφορτώματος στη μάνα μου και σε όσους κατά την άποψη της Χωροφυλακής ήταν αριστεροί και φυσικά μισούσα το βραδινό αλκοολίκι του. Μισούσα τους καθηγητές μου, φουκαράδες τύραννοι της γαμημένης επαρχίας και δεν ξέρω αλήθεια πως έγινα τόσο νευρικός και σκληρός που το μόνο πράγμα που ψιθύριζα όλη μέρα κι όλη νύχτα μέσα μου ήταν ‘θα φύγω, θα φύγω, θα φύγω’.
Ξαφνικά ένα καλοκαίρι ο πατέρας μου πήρε μετάθεση για την Αλεξανδρούπολη και ένιωσα ευτυχισμένος πρώτη φορά που βρέθηκα σε πόλη με ηλεκτρισμό κι όμορφα σπίτια στη παραλία. Εκεί όμως ένιωσα επίσης φοβερή απέχθεια για τους λίγους πλούσιους που είχαν αυτοκίνητα κι επειδή ήμουν κοντός ένιωθα μίσος για τους ψηλούς κι έγινα πολύ σκληρός με όλους όσους ήταν καλύτεροι από μένα κι είχαν τις πρώτες τους φιλενάδες απ το σχολείο κι εγώ τίποτα. Τότε-θυμάμαι- αρρώστησα με ψηλό πυρετό κι έφερε ο πατέρας μου στο σπίτι να με δει ένας επίατρος ο οποίος αφού τον έβγαλε έξω απ το δωμάτιο με ρώτησε αν ήθελα να πάω με γυναίκα και του είπα ‘βεβαίως θέλω’.
Ο πατέρας μου-οφείλω να πω-όταν έφυγε ο πυρετός μ έστειλε σ ένα μπουρδέλο μ έναν ασφαλίτη χωροφύλακα που μόλις τέλειωσα με μια φουκαριάρα πουτάνα πιο μεγάλη σε ηλικία απ τη μάνα μου και με ρώτησε ‘ποιος θα με πληρώσει αγόρι μου’ εγώ απάντησα ‘ο κύριος έξω’ κι αυτή όταν του ζήτησε τα χρήματα-το θυμάμαι σαν νάναι τώρα-της απάντησε ‘δεν φτάνει που σε γαμήσαμε γαμώ το Χριστό σου θέλεις και λεφτά,μη σου σπάσω τα μούτρα..’ και με πήρε και φύγαμε κι αυτή τη ντροπή δεν θα τη βγάλω από πάνω μου μέχρι να βγει η ψυχή μου.
Παρ όλα αυτά αγάπησα τις πουτάνες που προσφέρουν το σώμα τους έναντι αμοιβής σε κάθε λογής ανθρώπους, το βρίσκω ιεραποστολικό και πάντα τις λάτρευα διότι πάνε με κοντούς, κακομούτσουνους, χοντρούς, βρωμιάρηδες αρκεί να υπάρχει παραδάκι. Μετά κατάλαβα πως υπάρχουν πουτάνες που πάνε μόνο και μόνο με άνδρες για να τους τα παίρνουν κανονικά κι αυτοί νομίζουν πως γαμάνε τζάμπα οι ηλίθιοι γιατί τις έκαναν γυναίκες τους ή γκόμενες τους…
Επειδή λοιπόν εγώ γαμούσα ενώ οι συμμαθητές μου είχαν τρελαθεί στη μαλακία, έκανα παρέα με μεγαλύτερους από μένα που μου έμαθαν ένα σωρό κόλπα και μου δάνειζαν βιβλία εξωσχολικά κι έτσι αγάπησα πολύ τους κυρίους Τολστόι, Ντοστογιέβσκι, Μαγιακόβσκι, Γκόρκι κι αργότερα τον κύριο Χεμινγουέη,τον κύριο Στάιμπεκ,τον κύριο Μαξ Νορντάου και τον κύριο Τσβάιχ..
Όταν ήμουν στα 16 έχωσα μια γροθιά στο γυμνασιάρχη μαθηματικό που με άφησε εξεταστέο και τότε συνεδρίασε το συμβούλιο του Γυμνασίου και με απέβαλαν απ όλα τα σχολεία της Θράκης. Εγώ έφυγα απ το σπίτι και κοιμόμουν για μέρες σε κάτι χαμόσπιτα ακατοίκητα κι όταν γύρισα στο σπίτι δεν με χτύπησε ο πατέρας μου αλλά μου είπε πως φεύγουμε απ την Αλεξανδρούπολη για τη Θεσσαλονίκη αφού βεβαίως μου τόνισε πως κατέστρεψα τον ίδιο και τον εαυτό μου και πως στο μέτωπο μου θα υπάρχει πάντα εγχάρακτη η λέξη ‘αλήτης΄
Στη Θεσσαλονίκη μ έστειλε στο ελληνικό κολέγιο-γιατί δεν πλήρωνε επειδή ο ιδιοκτήτης του ήταν απ το χωριό του, αλλά έζησα μόνος μου σ ένα απίθανο υπόγειο της Μαρτίου μ έναν μεγαλύτερο μου φίλο σπουδαστή της Αρχιτεκτονικής κι αυτό το δέχθηκε ο πατέρας μου γιατί ο πατέρας του φίλου μου ήταν αξιωματικός και γιατί ήθελε να με ξεφορτωθεί απ το σπίτι μη τύχει και με σκοτώσει απ τα νεύρα του, και το αλκοολίκι του.
Η μητέρα μου δεν είχε άποψη για όλα αυτά επειδή συνέχιζε να τρώει ξύλο σχεδόν μέχρι τα γεράματα της.
Στο υπόγειο της Μαρτίου τη πέρασα ζάχαρη για δυό χρόνια επειδή ανήκε στην Αποστολική Διακονία κι έρχονταν μέρα-παραμέρα κάποιες μαλακισμένες θεούσες και μας έφερναν και του πουλιού το γάλα επειδή ήμασταν έφηβοι μακριά δήθεν απ την οικογένεια κι αυτές το παίζαν ‘προστασία εκ Θεού’ κι εμείς παίζαμε εκπληκτική επιτυχία, το θεατρικό ‘φτωχά παιδιά και απροστάτευτα’.
Εφυγα στρατιώτης και δεν τους είπα ούτε ‘γεια’ [πατέρα-μητέρα]και ενώ ήταν δικτατορία καθόλου δεν με ένοιαζε ο Στρατός της Ελλάδας φρουρός γιατί δεν είχα μία και απολάμβανα να με κερνούν τσιγάρα οι έχοντες στους οποίους το έπαιζα και διανοούμενος τόσα βιβλία που είχα διαβάσει…Έβλεπα την όλη ιστορία σαν μια κατάσταση ημιαπελευθέρωσης σε μια μεγαλύτερη φυλακή, είχα καθαρίσει μ αυτό που λέγεται Οικογένεια, διάβαζα κι έγραφα και να σκεφτεί κάποιος πως είχα στα 20 μου πάρει 4 πανελλήνια βραβεία Ποίησης με χρήματα παρακαλώ, τα οποία κατέθετα στις λατρεμένες πουτάνες μου.
Όταν απολύθηκα, πείνασα για κάπου 4 μήνες αλλά μετά βρήκα περιστασιακές δουλειές και κατέληξα στο εργοστάσιο Λιπασμάτων και στα 24 μου ήμουν αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας.
Παντρεύτηκα σαν βλάκας και χώρισα μετά 17 χρόνια. Δούλεψα στη τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες κι έγραψα 10 βιβλία.
Δεν έχω σπίτι, πάντα νοικιάζω σε διαφορετικές περιοχές της πόλης κατά καιρούς.
Εχω όμως μια μηχανή μεγάλου κυβισμού γιατί θεωρώ πως είναι ύψιστο αγαθό να καβαλάς ένα σιδερένιο δίκυκλο που σου χαρίζει 148 άλογα κάτω απ τα αρχίδια σου και σε πηγαίνει μια εκδρομή κοντά στη θάλασσα όπου ακούς απ το mp3 όπερες και καπνίζεις, καπνίζεις, καπνίζεις…
Αυτό θαρρώ πως είναι το πραγματικό βιογραφικό μου, πέρα απ το γαμήσι, τα τσίπουρα-ανευ και τα μεταξωτά πουκάμισα που μου αρέσουν πολύ καθώς και τα ψυχοαναληπτικά που τα παίρνω κατά καιρούς για μη σκοτώσω κάποιον που δεν μου αρέσει…
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Βιογραφικός χάρτης, Εκτός εμπορίου, Ζωή, Ηλίας Κουτσούκος, Ημερολόγιο | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 4. Ο Οινοκράτης και ένας στρογγυλός ντόπιος
Posted by vnottas στο 7 Μαρτίου, 2015
Ο Οινοκράτης και ένας στρογγυλός ντόπιος
«Πρόσεχε! Ουκ καθεύδειν», λέει ο στρουμπουλός σαρικοφόρος ανατολίτης, σηκώνοντας ψηλότερα τη δάδα που κρατάει. «Κλιμάκια γλίστρες εισί. Σκότος δε πιπικίνδυνον».
«Και γαμώ τα ελληνικά σου φιλαράκο!», παρατηρεί με λοιδορούντα θαυμασμό ο υπηρέτης του Εύελπι.
Πρόκειται για μια νέα γνωριμία του Οινοκράτη. Τον βρήκε εξερευνώντας το σπίτι που τους έχει δοθεί, κρυμμένον στα δωμάτια του προσωπικού.
Με έκπληξη διαπίστωσε ότι αυτό το απροσδιόριστης ηλικίας στρογγυλωπό εύρημα, τα καταφέρνει -ως ένα βαθμό- να επικοινωνεί σε ένα ιδίωμα κατά προσέγγιση ελληνικό.
Ο μπουλούκος του έδωσε τσατρα-πατριστί τις απαραίτητες εξηγήσεις: Ανήκει στο οικιακό προσωπικό του γαιοκτήμονα που διέφυγε με την οικογένειά του πριν την είσοδο των ελλήνων στην πόλη. Τον άφησαν εδώ με εντολή να εποπτεύει, με όποιο τρόπο μπορέσει, την ακίνητη περιουσία που εγκατέλειψαν πίσω, την οποία, περιουσία, «αγαπούσασι φόδρα».
Είχαν διαλέξει εκείνον, ακριβώς επειδή τον θεωρούσαν ξεφτέρι στη γλώσσα τόσο του Γιουνάν όσο και των περιχώρων, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν. Η αλήθεια είναι ότι τον είχαν αγοράσει κελεπούρι, από κάποιον έλληνα μισθοφόρο που ξεπουλούσε τον ντόπιο εξοπλισμό του, προκειμένου να επιστρέψει στη πατρίδα του, στην Εγγύς Δύση.
Τώρα οι δυο τους, ο Οινοκράτης και ο σφαιρικός, ο οποίος φοράει έναν ολόσωμο ανατολίτικο βυσσινί σάκο, κατηφορίζουν προς ένα υπόγειο σημείο κοινού ενδιαφέροντος: την οιναποθήκη της πολυτελούς κατοικίας.
«Μμμμ!!!» ονοματοποιεί ο Οινοκράτης την απόλαυση που του δημιουργεί το όλο και πιο έντονο άρωμα αλκοολικής ζύμωσης που αναδύεται από τον υπόγειο χώρο.
«Μμμμ!!!», συγκατανεύει κι ο σαρικοφόρος.
Φθάνουν στο τέλος της γλιστερής σκάλας, σηκώνουν την αμπάρα που ασφαλίζει την πόρτα και μπαίνουν σε μια χαμηλοτάβανη, αλλά κατά τα άλλα ευρύχωρη, δροσερή αίθουσα, γεμάτη πίθους και ξύλινους κλειστούς κάδους ποικίλων μεγεθών.
«Χαίρε Βάκχε απανταχού παρόντα!» ενθουσιάζεται ο Οινοκράτης.
«Χαίρε εσύ ομοίως» απαντάει ο συνοδός του. «Πλην όμως, ουχί ¨Βάκχε¨ ονομάζειν εμέ. Εμέ ονομάζειν ∞┴►ζ↓≠ν!
«Καλά άσε» στωϊκοποιεί τη συζήτηση ο ελληνομαθέστερος των δύο. Και μετά απευθύνεται στον άλλο, δείχνοντάς του τις σφηνοειδείς επιγραφές πάνω στα δοχεία: «Πες μου χοντρέ, τι γράφουν αυτές οι χαρακιές;»
Ό άλλος δείχνει να καταλαβαίνει την ερώτηση και κάνει μια προσπάθεια να εκφραστεί προσεκτικότερα.
«Πατήρ άρχων οίκου τούτου συλλέκτης εστί. Οίνους παράγει, πλην όμως και άλλα τινά προς πόσιν συλλέγει». Και προσθέτει με στρογγυλό χαμόγελο, όσο πιο καλόβολο μπορεί. «Ελθέ, εγώ εσέ εκ πλήττειν»
«Σιγά μη μας δείρεις κιόλας», μουρμουρίζει ο Οινοκράτης που κατά βάθος διασκεδάζει με τον τρομαγμένο ιθαγενή. Τον ακολουθεί μπροστά σε ένα μικρό πιθάρι που βρίσκεται όμως σε περίοπτη θέση. Εκείνος συγκεντρώνεται και μεταφράζει την χαραγμένη στον πηλό σκουλικογραμμή:
«Οίνος… λευκός… άρωμα… πεύκη!»
«Μη μου πεις! Ρητινίτης στα Σούσα! Εγώ δεν τον πάω ιδιαίτερα, αλλά το αφεντικό μου θα τρελαθεί απ’ τη χαρά του!»
Ο ευτραφής κρίνει τον ενθουσιασμό του Οινοκράτη μικρότερο του αναμενομένου γι αυτό και τον παρασύρει παρακάτω μπροστά σε έναν ογκώδη κυλινδρικό κάδο.
«Ενταύθα κρίθος, ουχί άμπελος. Βούλεσαι πίνειν;».
«Α, ζυμωτό κριθαροζούμι με λυκίσκο…, έχουμε και ’μεις. Το πίνουν οι άρρωστοι, καμιά φορά και οι αθλητές. Το λέμε ζύθο. Το είδα και στην Αίγυπτο, απ’ όπου περάσαμε τις προάλλες για να την κατακτήσουμε», πουλάει μούρη ο Οινοκράτης.
Ο ανατολίτης γυρίζει το κεφάλι του ένα γύρο αναζητώντας κάτι πιο εντυπωσιακό. Το βλέμμα του σταματάει σε ένα ράφι, και συγκεκριμένα σε μια μεγάλη ξύλινη κασέτα που είναι τοποθετημένη εκεί. Πάνω της είναι χαραγμένη μια εικόνα. Ένας γενειοφόρος με φτερά.
Μοιάζει έκπληκτος κι ο ίδιος. Του ξεφεύγουν κάποια σχόλια στην ακατανόητη γλώσσα του. «Αδύνατον!», αυτομεταφράζεται.
«Τι είναι αδύνατο», απορεί ο Οινοκράτης.
«Αναχωρούντες, έχουσι λησμονήσει τούτο!»
«Τι είναι; Άνοιξέ το»
«Ουχί, ουχί άνευ καταλλήλου ευχής».
«Προχώρα!»
Ο χονδρός περιφέρει αργά, τελετουργικά και αυτονοήτως κυκλικά τον πυρσό πάνω από το κυτίο. Μετά τον αφήνει σε μια εντοιχισμένη υποδοχή και μένει για λίγο συγκεντρωμένος, ακίνητος. Μετά κάνει δύο χορευτικές κινήσεις: μία προς τα αριστερά -δεξί πόδι σηκωμένο ψηλά και μικρά πηδηματάκια με το αριστερό, ενώ τα χέρια του διαγράφουν περιστροφικές κινήσεις- και μία ίδια, αλλά αντεστραμμένη, προς τα δεξιά. Μετά υποκλίνεται δις. Μετά λέει μια τελετουργική φράση από εκείνες που έτσι κι αλλιώς είναι ακαταλαβίστικες. Μετά ξαναυποκλίνεται άπαξ. Μετά απλώνει και τα δύο χέρια και προσπαθεί να ανεβάσει το καπάκι, αλλά εκείνο αντιστέκεται. Ο ευτραφής δυσανασχετεί, αλλά επαναλαμβάνει τη χορογραφία και την απαγγελία με μεγαλύτερη προσοχή.
Αυτή τη φορά το κουτί ενδίδει.
Μία διαφανής φιάλη γεμάτη απαστράπτον υγρό αποτελεί το μοναδικό περιεχόμενο της κασέτας.«Χαχόμα!!!», ανακράζει ο ολοστρόγγυλος θριαμβευτικά! «Ιερή Χαχόμα!»
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Οινοκράτης, Χοντρόης, μυθιστόρημα | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 3. Η μάχη στην Περσίδα πύλη
Posted by vnottas στο 1 Μαρτίου, 2015
Μέρος Α΄. Σούσα
Κεφάλαιο τρίτο. Όπου ο Εύελπις εξιστορεί στον Καλλισθένη τη μάχη της Περσίδας Πύλης
Οι σκιές μακραίνουν και συγχέονται, ο εξωτικός κήπος βαθμιαία σκουραίνει, το νότιο αεράκι κάνει τις μυρωδιές που αναδύονται στην λεπτή ατμόσφαιρα ακόμη πιο έντονες.
Σε κεντρικό υπερυψωμένο σημείο του κήπου υπάρχει μια περίτεχνη περίπτερη κατασκευή. Κάτω από το σκίαστρό της είναι τοποθετημένα πολυτελή καθίσματα φτιαγμένα από ένα χοντρό, άγνωστο στην Ελλάδα, είδος καλαμιού, καθώς και ένα επίμηκες χαμηλό μαρμάρινο τραπέζι.
Εκεί κατευθύνεται τώρα ο Καλλισθένης λέγοντας στον Εύελπι που τον ακολουθεί θαυμάζοντας την απεριόριστη θέα: «Αφού ο καιρός το επιτρέπει ας καθίσουμε εδώ».
Ο Καλλισθένης κάθεται σε μια από τις καλαμένιες πολυθρόνες και ο Εύελπις, αφού πρώτα βγάλει απ’ τον ώμο τον μεγάλο δερμάτινο σάκο και τακτοποιήσει στο πλάι το κοντό αθηναϊκό του ξίφος, κάθεται προσεκτικά σε μιαν άλλη.
Εμφανίζεται ένας υπηρέτης ντυμένος με τοπικό ιματισμό. Είναι εξοπλισμένος μ’ ένα αναμμένο λυχνάρι με το οποίο ανάβει τους φανούς του περιπτέρου και απέρχεται.
«Και μια που ο λόγος το ’φερε στον καιρό, αν δεν κάνω λάθος, ήμαστε ακόμη στον Ανθεστηριώνα μήνα, τουλάχιστον σύμφωνα με το αττικό ημερολόγιο, έτσι δεν είναι;» παρατηρεί ο Καλλικράτης.
«Ναι, έτσι λένε αυτόν τον μήνα στην Αττική. Όταν πρωτοπήγα πολύ μικρός στην Αθήνα νόμιζα ότι οι αισιόδοξοι αθηναίοι ήθελαν τα λουλούδια να ανθίζουν πριν την ώρα τους. Γι αυτό, μεσοχείμωνα, έχουν αυτόν τον μήνα και, στην αρχή του, μια τριήμερη γιορτή που τη λέγαν ¨Ανθεστήρια¨. Μετά, όταν άκουσα στο τέλος της γιορτής τον ιερέα να διώχνει τα κακά πνεύματα από την πόλη φωνάζοντας ¨Έξω από την πύλη, δυνάμεις του θανάτου, το ανθεστήρια τελείωσαν¨[1] κατάλαβα ότι η λέξη προέρχεται από το ρήμα ¨ανθεστιώ¨, ανταλλάσσω φιλοξενία, κι ότι οι Αθηναίοι δεν είναι τόσο αισιόδοξοι, όσο απροκατάληπτοι. Πρώτα φιλοξενούν τα δαιμόνια και τις σκοτεινές ψυχές και μετά, με μια ωραία γιορτή, τα διώχνουν!».
Ο Καλλισθένης γελάει και ο Εύελπις παίρνει κουράγιο και συνεχίζει, «Οι Μακεδόνες προτιμούν να καταγράφουμε αυτόν τον μήνα στο βασιλικό ημερολόγιο ως ¨Δύστρο¨, που δεν αμφιβάλω ότι στα μέρη τους θα είναι ένας δύστροπος χειμωνιάτικος μήνας. Εμείς στα Μέγαρα τον ονομάζουμε όπως οι Λακεδαιμόνιοι, ¨Ελευσίνιο¨, αλλά σε διαβεβαιώ ότι παρά το εξαιρετικό κλίμα που έχουμε εκεί, αυτόν τον μήνα υπάρχουν μέρες που κάνει γερό κρύο. Για να φτάσουμε σε ζέστη σαν τη σημερινή πρέπει να μπει για τα καλά η εαρινή περίοδος».
Ο Καλλισθένης ατενίζει τον δυτικό ουρανό στον οποίο είναι ακόμη διακριτές οι τελευταίες πορφυρές ανταύγειες. «Μη παραπονιέσαι. Θυμήσου μόνο τι καύσωνα αντιμετωπίσαμε μετά τα Γαυγάμηλα, εξ άλλου μου είπανε ότι η χειμωνιάτικη ζέστη σ’ αυτά τα μέρη είναι προάγγελος βροχής».
Ο υπηρέτης επανέρχεται κρατώντας αυτή τη φορά έναν χάλκινο δίσκο με αλαβάστρινη οινοχόη και πολυτελείς σκύφους[2]. Τον τοποθετεί πάνω στο τραπέζι, υποκλίνεται και φεύγει.
Οι άκρες των χειλιών του Καλλισθένη ανασηκώνονται σχηματίζοντας ένα λεπτό μειδίαμα «Χαίρομαι που σε βλέπω Μεγαρέα».
Ο Εύελπις ανταποδίδει εγκάρδια το χαμόγελο. «Είμαι ευτυχής που είμαι πάλι εδώ Καλλισθένη. Και είμαι έτοιμος να σου διηγηθώ διεξοδικά τα όσα συνέβησαν τα τελευταία δεκαήμερα».
Ο Ολύνθιος ακουμπάει αναπαυτικότερα στην πλάτη της πολυθρόνας. «Σε ακούω».
«Ξεκινήσαμε, όπως ξέρεις, ακολουθώντας την Βασιλική Οδό προς τα νοτιοανατολικά. Δεξιά μας η αχανής εύφορη πεδιάδα των δίδυμων ποταμών και αριστερά μας ο Ζάγκρος. Προχωρούσαμε με ρυθμό ταχύ, όπως πάντα, πολύ περισσότερο τώρα που ο δρόμος είναι αμαξιτός και σε αρκετά καλή κατάσταση. Οι ανιχνευτές, επιστρέφοντας από τις προωθημένες περιπολίες τους, μας διαβεβαίωναν ότι δεν υπήρχαν ορατές παγίδες και ενέδρες.
Πίσω μας, θα τους είδες όταν ξεκινήσαμε, έτρεχαν πλήθος οι ¨συνακολουθούντες¨. Είχαν μάθει ότι στην πορεία μας υπάρχει ακόμη μία πρωτεύουσα πόλη της αυτοκρατορίας, άρα πλούτη από τα οποία θα μπορούσαν να τσιμπολογήσουν, ή τόποι όπου θα τους δινόταν η άδεια να εγκατασταθούν».
«Έμαθα ότι κάποιοι αναμεταξύ τους υποδαυλίζουν τη δυσαρέσκεια γιατί δεν τους επιτρέψαμε να πλιατσικολογήσουν ούτε στη Βαβυλώνα ούτε στα Σούσα», παρατηρεί ο Καλλισθένης. «Είναι επίσης αλήθεια ότι ανάμεσά τους κυκλοφορούν φήμες ανεξέλεγκτες». Σκέπτεται για μια στιγμή και προσθέτει: «Από την άλλη είναι γεγονός ότι συχνά καταφέρνουν να πληροφορούνται πράγματα που ίσως δεν θα ’πρεπε. Είναι ένα θέμα που πρέπει να το δούμε».
Ο Εύελπις έχει ήδη ανοίξει το σάκο του και τώρα βγάζει μερικούς κυλίνδρους που τους ακουμπάει προσεκτικά στο μαρμάρινο τραπέζι. Διαλέγει έναν και τον ανοίγει.
«Εδώ είναι η Βασιλική Οδός» δείχνει. «Είχαμε συμπληρώσει πορεία τεσσάρων ημερών και ήμασταν σε αυτό ακριβώς το σημείο, όταν εμφανίστηκε… αντιπροσωπεία, ας την πούμε έτσι, από ντόπιους ορεσίβιους, που ούτε λίγο ούτε πολύ μας ζήτησαν να πληρώσουμε τέλη διέλευσης!»
Ο Καλλισθένης σηκώνεται για να δει καλλίτερα τον χάρτη και με την ευκαιρία γεμίζει τα ποτήρια με το περιεχόμενο του κρατήρα «Α, ναι;»
«Μα το Δία! Ισχυρίζονταν ότι ακόμη και οι Πέρσες τους προσφέρουν δώρα, έτσι ώστε αυτοί με τη σειρά τους να εγγυώνται ασφαλή διέλευση».
Ο Καλλισθένης πίνει και αφήνει το ποτήρι του στην άκρη του τραπεζιού. «Ποια φυλή ήταν;»
«Ήταν Ούξιοι, όχι όμως εκείνοι που καλλιεργούν την πεδιάδα, οι πλούσιοι. Αυτοί παραδόθηκαν εύκολα. Ήταν τα ξαδέλφια τους που μένουν στα βουνά και ζουν ελέγχοντας τα περάσματα». Στο άκουσμα του ονόματος της φυλής ο Καλλισθένης έχει μια αδιόρατη αντίδραση. Ο Εύελπις την αντιλαμβάνεται. «Τους έχεις ακουστά;»
«Μαθαίνω ότι τους αναφέρει συχνά η Σισύγγαμβρις. Φαίνεται ότι τους συμπαθεί. Θα πρέπει να ελέγξουμε αν διατηρεί μυστικές επαφές μαζί τους.
Λοιπόν, πώς αντέδρασε ο Αλέξανδρος; »
«Κατ’ αρχήν χαμογελώντας.
Έπειτα ανηφόρισε τα βουνά μαζί με τον Κρατερό και μερικές ίλες ιππέων και κυριολεκτικά τους διέλυσε. Ο Πτολεμαίος του Λάγου διαπραγματεύεται τώρα μαζί τους τι αποζημίωση θα πληρώσουν. Μου έλεγε ότι επειδή ούτε έχουν ούτε ξέρουν από νομίσματα, θα τους βάλει να πληρώσουν σε είδος. Άλογα, τρόφιμα και τέτοια. Σου έχω σημειώσει ορισμένα στοιχεία εδώ». Ο Εύελπις δείχνει έναν άλλο κύλινδρο, και μετά έναν ακόμη. «Την επίσημη εκδοχή την έχει καταγράψει ο Ευμένης στο Ιστορικό της Εκστρατείας, νάτη».
«Είναι καλά ο Ευμένης;»
«Μια χαρά. Σου στέλνει εγκάρδιους χαιρετισμούς Μου είπε ότι αδημονεί να αναλάβεις πάλι τον συντονισμό της ομάδας. Γιατί -αυτό μπορώ να σου το επιβεβαιώσω κι εγώ- οι ¨άλλοι¨ έχουν πάρει τ’ απάνω τους τελευταία.
«Αυτά θα μου τα πεις αναλυτικά στη συνέχεια. Πες μου τώρα πως τα πήγαν οι οδηγοί που είχαμε επιλέξει;»
«Μια χαρά. Αν και, όπως θα δεις, σπουδαίο ρόλο αυτή τη φορά έπαιξε ένας περίεργος δίγλωσσος βοσκός που παρουσιάστηκε επί τόπου μόνος του».
«Δίγλωσσος βοσκός; Μιλούσε και τη γλώσσα των προβάτων;»
Ο Εύελπις γελάει. «Ήταν ένας καλλιεργημένος βοσκός που μιλούσε Περσικά και Ελληνικά παρακαλώ! Αλλά περίμενε, αυτός εμφανίζεται αμέσως μετά».
«Εντάξει. Συνέχισε».
«Μετά τη συμμόρφωση των βουνίσιων, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να χωρίσει τη στρατιά στα δύο. Με τη συνοδεία του θεσσαλικού ιππικού, οι βαριά οπλισμένοι, οι σύμμαχοι, οι μισθοφόροι και βέβαια οι σκευοφόρες άμαξες και οι ασύνταχτοι εξακολούθησαν την πορεία τους στην κάτω πεδινή διαδρομή. Το πρόσταγμα, γι αυτό το μέρος της στρατιάς, ο Αλέξανδρος το ανέθεσε στον Παρμενίωνα.
Ο ίδιος, μαζί με το ιππικό των εταίρων, τους πεζεταίρους, μεγάλο αριθμό τοξοτών και αρκετούς μηχανικούς εξειδικευμένους στις διαβάσεις, αποφάσισε να ακολουθήσει την ορεινή διαδρομή. Εκείνη που ήταν χαραγμένη στο σχεδιάγραμμα που του παραδώσαμε πριν την αναχώρηση. Όχι γιατί αυτή είναι συντομότερη, αλλά μάλλον γιατί ήθελε να εξασφαλίσει την στρατιά από τυχόν πλευρική επίθεση από τη μεριά των βουνών. Ίσως πάλι να ήθελε να εξακριβώσει πόσο στρατηγικά σημαντικό ήταν το ορεινό πέρασμα που στον χάρτη αναφερόταν ως ¨Περσίδα Πύλ稻.
«Τους ακολούθησες κι εσύ;»
«Ναι, με τη σύμφωνη γνώμη του Ευμένη, ο οποίος παρέμεινε με τον κορμό της στρατιάς».
«Λοιπόν;»
«Λοιπόν η διαδρομή έως το στενό αυτό πέρασμα ήταν σχετικά εύκολη. Λέω ¨σχετικά¨ γιατί μερικά πράγματα άλλαζαν ραγδαία καθώς σκαρφαλώναμε στο βουνό. Πρώτα ο καιρός. Ο χειμώνας επέστρεφε δριμύς. Συναντήσαμε ως και χιόνια και πάγους.
Από ψηλά ήταν ορατή στα δεξιά μας, πέρα από την πεδιάδα, στο βάθος, η θάλασσα των Περσών. Αυτό σήμαινε ότι είχαμε φτάσει κοντά στο νότιο άκρο της οροσειράς και όπου να ’ναι τα βουνά θα τελείωναν, αλλά μέχρι να φτάσουμε στην Περσίδα Πύλη κινούμασταν σε δύσβατα παγωμένα ορεινά μονοπάτια.
Έπειτα, οι ντόπιοι που συναντούσαμε μας φάνηκαν αλλιώτικοι από εκείνους που μας είχαν υποδεχθεί ως τα τώρα. Φανερά εχθρικοί, μας επιτηρούσαν από μακριά. Είμαι σίγουρος ότι ενημέρωναν τους Πέρσες για τις κινήσεις μας».
«Μέχρι τώρα, Εύελπι, είχαμε να κάνουμε με χώρες και πληθυσμούς που οι Πέρσες είχαν υποτάξει. Έστω κι αν μερικούς απ’ αυτούς τους έχουν ενσωματώσει, άλλους περισσότερο και άλλους λιγότερο, υπάρχουν πάντα εκείνοι που δυσανασχετούν κάτω από τον περσικό ζυγό. Λάβε υπ’ όψιν σου ότι για αυτούς εμείς δεν είμαστε περισσότερο ξένοι απ’ ό, τι οι Πέρσες. Έτσι λοιπόν, πολλοί ως τα τώρα προτίμησαν να μας δουν ως ελευθερωτές.
Τώρα πάντως εισερχόμαστε στην Περσία καθαυτή. Από δω και πέρα τα πράγματα θα αλλάξουν, οι αντιστάσεις θα ενταθούν, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον εθνικό πυρήνα της αυτοκρατορίας τους».
«Νομίζω ότι ο Αλέξανδρος έχει την ίδια άποψη. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που η πολιτική του ήδη άλλαξε. Φαίνεται ότι περνάμε σε μια φάση εκφοβισμού και επίδειξης δύναμης».
Ο Εύελπις πήρε μια βαθειά ανάσα. «Βέβαια, δεν είμαι ακόμη σίγουρος τι ρόλο μπορεί να έχουν παίξει σε αυτή την αλλαγή οι ¨άλλοι¨…»
Το σκοτάδι μιας νύχτας που δεν έμοιαζε σε τίποτα με χειμωνιάτικη είχε απλωθεί ανάλαφρο πάνω απ’ τον κήπο. Το φως των πυρσών τρεμόπαιζε. Ο Εύελπις συνέχισε.
«Αλλά άκουσε τι συνέβη στην Περσίδα Πύλη.
Πρόκειται για μια στενή διάβαση, όπου συναντήσαμε απρόβλεπτη, έντονη αντίσταση και είχαμε πολλούς νεκρούς και πληγωμένους.
Κατ’ αρχήν είχαν κλείσει το τέλος του περάσματος με τείχος. Όταν η εμπροσθοφυλακή έφτασε εκεί αποκλείστηκε, ενώ οι Πέρσες άρχισαν να πετούν από τα γύρω υψώματα ακόντια, βέλη και βράχους. Αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε εσπευσμένα. Ο απεγκλωβισμός υπήρξε δύσκολος και βαρύς σε απώλειες.
Ο Αλέξανδρος, ο Κρατερός, ο Φιλώτας, ο Αμύντας και άλλοι εταίροι ήταν μαζεμένοι στη βασιλική σκηνή για να εξετάσουν ποιες εναλλακτικές λύσεις ήταν εφικτές, όταν ζήτησε ακρόαση ο βοσκός που σου έλεγα προηγουμένως. Τον ανέκρινα εγώ ο ίδιος. Ισχυριζόταν ότι γνώριζε ένα μονοπάτι που παρέκαμπτε την τειχισμένη Πύλη και οδηγούσε στο πίσω μέρος του στρατοπέδου των Περσών.
Όπως είναι φυσικό φοβήθηκα παγίδα. Τον ρώτησα που έμαθε ελληνικά και μου είπε ότι καταγόταν από τη μικρασιατική περιοχή της Λυκίας, όπου ακόμη και όταν ήταν υπό περσική κατοχή, η πιο διαδεδομένη γλώσσα ήταν τα ελληνικά. Υποστήριξε ότι επειδή, χρόνια πριν, είχε κάποια προβλήματα με τις τοπικές αρχές, είχε περιπλανηθεί στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και είχε καταλήξει κτηνοτρόφος στα βουνά του Ζάγκρου».
Ο Καλλισθένης του ρίχνει μια διερευνητική ματιά «Σε έπεισε;»
«Όχι. Υπήρχε βέβαια μια μικρή πιθανότητα να είναι αυτό που ισχυριζόταν, δηλαδή ένας φιλάργυρος ριψοκίνδυνος βοσκός με γνώσεις ελληνικής, αλλά κάτι μέσα μου έλεγε ότι είναι βαλτός.
Μόνο που δεν μπορούσα να καταλήξω από ποιόν.
Αν τον είχαν βάλει οι νομιμόφρονες Πέρσες που ήθελαν να μας παρασύρουν σε μία ακόμη ενέδρα, θα έπρεπε να καταλήξει στον πυθμένα του πλησιέστερου γκρεμού.
Αλλά θα μπορούσε να δρα για λογαριασμό κάποιας από τις φατρίες που εχθρεύονται τον τωρινό Πέρση βασιλιά και που θεωρούν ότι μια ακόμη ήττα των στρατευμάτων του θα επέσπευδε την ανατροπή του…
Ή ακόμη να είναι σταλμένος από κάποιον αντιπέρση τοπικό ηγεμόνα που θα ήθελε να μας βοηθήσει χωρίς να εκτεθεί ακόμη προσωπικά…»
«Τι ανταλλάγματα ζήτησε;»
«Τριάντα τάλαντα. Αργυρά».
« Όχι λίγα. Λοιπόν;»
«Επειδή, παρά τους ενδοιασμούς μου, ο Λύκιος δεν μου φάνηκε τελικά ένας τύπος που θα αυτοκτονούσε υπέρ οποιουδήποτε ιδανικού, ενημέρωσα τους εταίρους για την προσφορά του, αλλά και για τις ανησυχίες μου. Αποφάσισαν να το διακινδυνέψουν και τελικά έπραξαν σωστά».
Ο Εύελπις σηκώνεται όρθιος προκειμένου να γίνει πιο παραστατική η αφήγησή του: «¨Αν ψεύδεσαι θα πεθάνεις και μάλιστα με τον πιο επώδυνο τρόπο. Αν λες αλήθεια θα ανταμειφτείς¨, του είπε ο Κρατερός και ανέθεσε τη φρούρησή του σε έναν τεράστιο αγριωπό Μακεδόνα.
Ο Αλέξανδρος χώρισε και πάλι το στράτευμα.
Ένα τμήμα υπό τον Κρατερό θα παρέμενε στο στρατόπεδο έως την επομένη το πρωί, οπότε και θα επιτιθόταν και πάλι στο τείχος της Περσίδας.
Ένα άλλο τμήμα υπό τον Φιλώτα και με τους μηχανικούς μαζί, ξεκίνησε αμέσως κατηφορίζοντας προς την πεδιάδα με εντολή να γεφυρώσει τον ποταμό Αράξη, το τελευταίο φυσικό κώλυμα πριν την Περσέπολη, και να περιμένει εκεί.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος, με το που νύχτωσε, ξεκίνησε ακολουθώντας την στενή, δυσδιάκριτη, επικίνδυνη διαδρομή που υποδείκνυε ο Λύκιος.
Το μονοπάτι πότε χωνόταν στο δάσος και πότε κρεμόταν στην παρειά του βουνού και οι ιππείς έβρισκαν με δυσκολία ασφαλή πατήματα. Τους ακολούθησα ενταγμένος στην οπισθοφυλακή. Μετά από, ευτυχώς, όχι ιδιαίτερα μακρά πορεία, ανασυνταχτήκαμε σιωπηλά σε ένα πλάτωμα λίγο πάνω από περσικό στρατόπεδο.
Οι Πέρσες που φύλαγαν με τόση επιμέλεια και τόσο πάθος την Περσίδα Πύλη, δεν είχαν δείξει την ίδια πρόνοια για το στρατόπεδό τους. Προφανώς δεν περίμεναν αυτό που τελικά συνέβη.
Οι φρουρές τους εξουδετερώθηκαν εύκολα και ο αιφνιδιασμός πέτυχε απόλυτα. Όσοι κατάφεραν να οπλιστούν πολέμησαν με γενναιότητα, αλλά ειλικρινά δεν είχαν καμία πιθανότητα να καταφέρουν να μας αποκρούσουν. Τελικά οι απώλειές τους ήταν ολικές. Ελάχιστοι κατάφεραν να γλιτώσουν και μέσω της δασωμένης πλευράς του βουνού να κατηφορίσουν στην κοιλάδα για να μεταφέρουν τα νέα στην Περσέπολη. Οι δικές μας απώλειες -αν εξαιρέσεις τους πολεμιστές που χάσαμε κατά την αρχική επίθεση στην Πύλη- ήταν μικρές.
Το ξημέρωμα ο Κρατερός επιτέθηκε στο τειχισμένο πέρασμα και εξουδετέρωσε εύκολα τη φρουρά που μάταια περίμενε ενισχύσεις από το στρατόπεδο.
Ο Καλλισθένης μένει για λίγο σιωπηλός. Μετά παρατηρεί: «Μια νίκη που μοιάζει με την ήττα που υπέστησαν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες.
Να που η Ιστορία μπορεί να αναστραφεί. Εμείς στα βάθη της Ασίας νικητές, οι Πέρσες να πολεμούν με ανδρεία για την πατρίδα τους και να προδίδονται από έναν ακόμη Εφιάλτη». Ο Ολύνθιος παίρνει μια βαθειά ανάσα: «Εφιάλτες, αυτό το χρήσιμο για τους νικητές, είδος ερπετών!»
«Με αυτήν ακριβώς την αναφορά στις Θερμοπύλες κατέγραψε ο Ευμένης τα γεγονότα στο Ημερολόγιο της Εκστρατείας. Θεία Δίκη, Ανθρώπινη Δικαιοσύνη, Νέμεσις...
Ήταν πάντως μια πραγματικά μεγάλη νίκη. Χάρη σ’ αυτήν εξασφαλίσαμε την παράδοση της Περσέπολης».
Ο Καλλισθένης σηκώνεται κι αυτός «Ας πιούμε». Δείχνει στον Εύελπι το ακόμη γεμάτο ποτήρι του. «Πιες άφοβα. Είναι τοπικό κρασί ήδη αραιωμένο». Ξαναγεμίζει το δικό του και το υψώνει προκειμένου να κάνει πρόποση: «Στην επάνοδο των Θεών του ορθού λόγου!»
Ο Εύελπις ανταποκρίνεται: «Στις νίκες των ενωμένων ελλήνων!»
Χαμογελούν και οι δύο και πίνουν.
[1] «Θύραζε Κήρες, ουκ έτ’ Ανθεστήρια»
[2] Σκύφοι: Κωνικά επιτραπέζια ποτήρια
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Εύελπις, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Καλλισθένης, Περσίδα Πύλη, Σούσα | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 2. – Καλλισθένης ο Ολύνθιος
Posted by vnottas στο 21 Φεβρουαρίου, 2015
Μέρος Α΄
Κεφάλαιο δεύτερο.
Καλλισθένης ο Ολύνθιος
Ο Ήλιος έχει πάρει το χρώμα του κερασιού, έχει γίνει τεράστιος και αιωρείται στο βάθος, πάνω από το δυτικό τμήμα του ορίζοντα. Όπου να ’ναι θα καταδυθεί στο λεπτό ροδαλό πάπλωμα που του έχουν ετοιμάσει οι υδρατμοί των ρεόντων θεών Τίγρη και Ευφράτη.
Ο Χοάσπης και, παρακάτω, ένας άλλος μικρός ποταμός του οποίου το ντόπιο όνομα προφέρεται δύσκολα, επωφελούνται για να εγκαταλείψουν το σύνηθες λαδί τους χρώμα και να αστράψουν σαν ασημένιες φιδωτές κορδέλες που απομακρύνονται από τα Σούσα προς τη απέραντη πεδιάδα.
Ένα αεράκι, που σίγουρα προέρχεται από τη θάλασσα, ανηφορίζει έως τα Σούσα, τη βασιλική ¨Πόλη των Κρίνων¨, μεταφέροντας ως εδώ μυρωδιές καλλιεργημένης γης και αναδεύοντας τα αρώματα των κήπων.
Εάν ο Καλλισθένης ήταν περισσότερο ποιητής και λιγότερο ορθολογιστής παρατηρητής της φύσης, θα έλεγε ότι το πέταγμα των αλκυόνων, αυτών των αέναων φορέων χειμωνιάτικης καλοκαιρίας, φέτος περνάει σίγουρα από τη Νότια Μεσοποταμία.
Δεν το λέει. Πάντως σηκώνει ασυναίσθητα το κεφάλι ψηλά μην και, κατά τύχη, δει να περνάει από εκείνα τα μέρη καν’α ξεστρατισμένο γαλαζωπό πουλί.
Ο Καλλισθένης βρίσκεται σ’ έναν όμορφο υπερυψωμένο κήπο, έξω από το πολυτελές κατάλυμα που του έχει αποδοθεί στο συγκρότημα των χειμερινών ανακτόρων, πάνω στην υπερυψωμένη και περιτειχισμένη Ακρόπολη.
Είναι μάλλον ψηλός, ευθυτενής, με μαύρα μαλλιά χαραγμένα εδώ κι εκεί από κάποιες πρώιμες λευκές τρίχες και κοντοκουρεμένα κοκκινωπά γένια. Φοράει έναν ποδήρη λευκό χιτώνα με φαρδιά μανίκια και ιμάντα στη μέση.
Περπατάει και συλλογίζεται. Το βλέμμα του, καθώς αγναντεύει τον εσπερινό ουρανό μπορεί να μην βλέπει ιπτάμενους μετεωρικούς οιωνούς, όμως ανάμεσα στις κορυφές των φοινικόδεντρων συναντάει στην ανατολική πλευρά του ορίζοντα τις λευκές βουνοκορφές της οροσειράς του Ζάγκρου και μαζί τα βαριά σύννεφα που κουρνιάζουν εκεί.
Ο Ζάγκρος, στους πρόποδες του οποίου βρίσκονται τα Σούσα, αποτελεί ένα απέραντο τείχος, που καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την ανατολική πλευρά της Μεσοποταμίας και επεκτείνεται ακόμη πιο χαμηλά, στα ανατολικά του περσικού κόλπου. Απέραντος σε μήκος, πανύψηλος, μυστηριώδης και σχεδόν άβατος, εμποδίζει την πρόσβαση προς το ιρανικό οροπέδιο όπου βρίσκεται η κοιτίδα των Περσών και των Μήδων.
Ο Καλλισθένης σκέπτεται πως, πέρα από τον επίσημο δρόμο που ενώνει τις μεγάλες πόλεις τις αραδιασμένες στα ριζά της οροσειράς, σίγουρα κάποια ορεινά περάσματα θα υπάρχουν, όπως θεωρεί βέβαιο ότι πρέπει να υπάρχουν χάρτες που να τα καταγράφουν.
Ήδη, πριν από την αναχώρηση του στρατεύματος από τα Σούσα προς την Περσέπολη, ο Καλλισθένης είχε εξασφαλίσει και παραδώσει στον Αλέξανδρο ένα σχεδιάγραμμα που υποδείκνυε μια εναλλακτική διαδρομή, μέσω της οποίας, αν κάτι τέτοιο κρινόταν χρήσιμο, θα μπορούσε να παρακάμψει την αμαξιτή ¨Βασιλική Οδό¨. Το διάγραμμα αυτό ήταν σχεδιασμένο και σχολιασμένο στην ελληνική γλώσσα από μαχητές που παλιότερα είχαν συμμετάσχει ως μισθοφόροι στις τοπικές εμφύλιες ενδοπερσικές συγκρούσεις.
Ο Ολύνθιος, και οι ¨συν αυτώ¨, μια μικτή ομάδα που απαρτίζεται από λόγιους, καθώς και επιλεγμένους στρατιωτικούς με επικεφαλής τον εταίρο Λαομέδοντα (έναν Μυτιληνιό που γνωρίζει πολύ καλά την περσική γλώσσα), από την αρχή της εκστρατείας δεν έχουν σταματήσει να συλλέγουν τέτοιου είδους στρατιωτικές μαρτυρίες, που συχνά αποδεικνύονται πολύτιμες για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Στην ομάδα των ειδημόνων του Καλλισθένη έχει επίσης ανατεθεί η ανάκριση και, στη συνέχεια, η επιλογή των απαραίτητων οδηγών, ανάμεσα σε ένα πλήθος αιχμαλώτων και αυτομόλων που ισχυρίζονται ότι ξέρουν καλά την περιοχή.
Ευτυχώς όλα έχουν καταλήξει αισίως: Η Περσέπολη έχει κυριευτεί.
Την επιτυχία της νέας εξόρμησης την έχουν ήδη αναγγείλει πρώτα οι φλόγες των πυρσωρών που η προελαύνουσα στρατιά άφηνε στα κατάλληλα σημεία πίσω της, και στη συνέχεια, με περισσότερη ακρίβεια, οι έφιπποι ημεροδρόμοι. Χτες κατέφτασε η πιο χειροπιαστή και πανηγυρική από όλες τις αποδείξεις: ο θησαυρός.
Ο Καλλισθένης θα έπρεπε κανονικά να είναι εκεί, κοντά στις αιχμές των ελληνικών δοράτων καί σε αυτήν την προέλαση. Η εκτέλεση των καθηκόντων του απαιτεί το να βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται στην πρωτογενή δράση της στρατιάς. Και τα καθήκοντά του αυτά δεν εξαντλούνται στην ανίχνευση και την αξιολόγηση χρήσιμων πληροφοριών, αλλά συμπεριλαμβάνουν την εποπτεία της καταγραφής των γεγονότων έτσι ώστε να υπάρξει -ελεγμένο- υλικό για τους μελλοντικούς ιστορικούς, καθώς επίσης -και αυτό τον γοητεύει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- την εξερεύνηση των μυστικών αυτής της τόσο αρχαίας και συνάμα τόσο μυστηριώδους γης.
Ο Ολύνθιος είναι σίγουρος ότι η Περσέπολη, όπως όλες οι μεγάλες πόλεις, πέρα από τα πολύτιμα αντικείμενα, διαθέτει εκείνο που πρώτιστα τον ενδιαφέρει: γνώσεις.
Γνώσεις ανεπεξέργαστες, ζηλότυπα φυλακισμένες σε ναούς και σ’ ανάκτορα. Γνώσεις που θα έπρεπε να ξεπλυθούν από την ανατολίτικη μυστικοπάθεια και τις υστεροβουλίες ιερέων και μάγων και να υποστούν τη διύλιση του νου και του ορθού λόγου. Γνώσεις που ήρθε ο καιρός να ανθίσουν λιπασμένες από τη βάσανο των δημόσιων φιλοσοφικών αναλύσεων.
Όμως ήταν ο ίδιος ο Αλέξανδρος που ζήτησε από τον Καλλισθένη να παραμείνει στα Σούσα και, όντως, υπήρχαν κάποια εύλογα αίτια γι αυτό.
Η κατακτημένη από τους Πέρσες παλιά Ελαμιτική πόλη είχε παραδοθεί αμαχητί -όπως άλλωστε προηγουμένως και η Βαβυλώνα. Ο βασιλιάς και το κύριο μέρος του στρατεύματος είχαν παραμείνει εδώ μόλις ένα δεκαήμερο. Ίσα ίσα για να πάρουν μια ανάσα, να διοργανώσουν μια γιορτή και να καταστρώσουν λεπτομερέστερα σχέδια για την συνέχιση της προέλασης. Ο Αλέξανδρος όρισε υπεύθυνο για την πόλη τον στρατηγό Αρχέλαο και επικεφαλής της φρουράς των περιτειχισμένων ανακτόρων τον εταίρο Μάζαρο. Οι δύο έμπειροι στρατιωτικοί θα ήταν ίσως αρκετοί αν δεν υπήρχαν τουλάχιστον δύο θέματα που απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή και επιτήρηση.
Το ένα ήταν ο Θησαυρός των Σούσων, στην ουσία ο θησαυρός που είχε σωρεύσει εδώ παλιότερα ο βασιλιάς Ξέρξης, μέρος του οποίου αποτελούσαν λάφυρα που είχαν αφαιρεθεί από την γη των Ελλήνων.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι οι Πέρσες δεν μετακίνησαν εγκαίρως το θησαυρό από τα Σούσα για να καθυστερήσουν τον Αλέξανδρο, ο οποίος υπέθεσαν ότι δεν θα απέφευγε να τον θαυμάσει και να τον καταμετρήσει καταναλώνοντας δεκάδες ημερών αν όχι μήνες. Χρόνος που θα ήταν πολύτιμος για την ανασυγκρότηση των περσικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων.
Ο Καλλισθένης δεν πιστεύει αυτή την εκδοχή. Ιδιαίτερα τώρα που βλέπει τον όγκο των θησαυρών και φαντάζεται την αναταραχή και την ηττοπάθεια που θα δημιουργούσε η μεταφορά τους αλλού: Όχι, η σωστή ερμηνεία είναι ότι οι Πέρσες εγκαταλείπουν τους θησαυρούς τους γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μακεδόνες δεν πρέπει να τους καταγράψουν και να τους εκτιμήσουν το ταχύτερο. Και, βέβαια, να τους προστατέψουν από τυχόν νέες απειλές, από οπουδήποτε κι αν προέρχονται. Ακόμη και -δυστυχώς έχουν προκύψει τελευταία και τέτοια κρούσματα- από την επιβουλή ορισμένων ημετέρων.
Το άλλο ζήτημα που απαιτεί ειδική φροντίδα είναι η επιτήρηση της οικογένειας του Δαρείου που αυτή τη στιγμή βρίσκεται, περισσότερο φιλοξενούμενη παρά αιχμάλωτη, εδώ, στα ανάκτορα της πόλης.
Βέβαια, ούτε η Σισύγγαμβρις, η μητέρα του Δαρείου, ούτε οι κόρες του ούτε και ο -εξάλλου μικρός στην ηλικία- γιος του, έχουν δημιουργήσει μέχρι στιγμής προβλήματα. Αντίθετα δείχνουν ευγνωμοσύνη για την καλή μεταχείριση που τους επιφυλάχτηκε.
Η μόνη απώλεια αφορά την Στάτειρα, τη σύζυγο -αλλά και αδελφή, σύμφωνα με τα περσικά ανακτορικά ήθη- του Δαρείου.
Την ώριμη ομορφιά της βασίλισσας είχαν θαυμάσει και επαινέσει όλοι οι φιλόκαλλοι Έλληνες, όταν, μετά τη μάχη στην Ισσό πριν δυο χρόνια περίπου, ο Δαρείος είχε τραπεί σε φυγή, αφήνοντας την οικογένειά του στο έλεος του Μακεδόνα. Δυστυχώς όμως, η Στάτειρα πέθανε εδώ και λίγους μήνες, γεγονός που προξένησε μεγάλη θλίψη στον Αλέξανδρο. Η κηδεία της υπήρξε μεγαλοπρεπής και οι τιμές που της αποδόθηκαν ξεχωριστές.
Όμως, στο επίσημο βασιλικό ημερολόγιο δεν αναγράφηκε η αιτία του θανάτου. Θα δημιουργούσε αμηχανία. Η Στάτειρα, ήδη υπό -πολυτελή- ομηρεία για περισσότερο από έναν χρόνο, είχε πεθάνει από επιπλοκές τοκετού.
Ορισμένα ζητήματα ας μείνουν ανοικτά στην ευθυκρισία των μελλοντικών ιστορικών, σκέφτεται ο Καλλισθένης και ένα αδιόρατο δυσερμήνευτο χαμόγελο εμφανίζεται στις άκρες των χειλιών του.
Όμως το μυαλό του επιστρέφει στα τρέχοντα.
Ο Αλέξανδρος έχει δώσει εντολή να παρασχεθούν μαθήματα ελληνικής γλώσσας στα μέλη της βασιλικής οικογένειας που το επιθυμούν και ο Καλλισθένης έχει δώσει με τη σειρά του εντολή στους Έλληνες λόγιους γνώστες της περσικής που ανέλαβαν αυτό το έργο, να τον ενημερώνουν καθημερινά για οτιδήποτε το ενδιαφέρον περιπέσει στην αντίληψή τους κατά τη διάρκεια αυτών των μαθημάτων.
Επίσης, έχει ήδη φροντίσει ώστε να επιτηρείται, με την απαιτούμενη διακριτικότητα, ο Αβουλίτης, ο σατράπης που παρέδωσε αμαχητί την πόλη των Σούσων στους Έλληνες και τον οποίο ο Αλέξανδρος δεν καθαίρεσε, αλλά τον επιβεβαίωσε στη θέση του διοικητή της Σουσιανής. Ας σημειωθεί ότι οι εταίροι είχαν μεταφέρει το δύσκολο όνομα του Πέρση σατράπη στα ελληνικά με όλη τη νεανική, περιπαικτική τους διάθεση και έμοιαζαν να διασκεδάζουν όταν τον προσφωνούσαν Α-βουλίτη. Ο Κλεισθένης χαμογελάει. Ο ίδιος δεν είχε καμία αντίρρηση να τον καταγράψει ως ¨στερούμενο βούλησης¨ στην Καταγραφή της Εκστρατείας.
Γι όλα αυτά ο Ολύνθιος έχει στείλει τακτικές αναφορές στον Αλέξανδρο. Χτες, ο Εύελπις ο Μεγαρεύς, ο οποίος επέστρεψε συνοδεύοντας τον θησαυρό, του παρέδωσε επιστολή όπου ο βασιλιάς δηλώνει ευχαριστημένος για την πορεία των πραγμάτων και ζητά από τον Καλλισθένη να εξακολουθήσει να παραμένει στα Σούσα έως ότου τον ειδοποιήσει να πράξει διαφορετικά. Το αίτημα αυτό του Αλέξανδρου παραξενεύει και βάζει σε σκέψεις τον Καλλισθένη. Ωστόσο, όπου να ’ναι ο Μεγαρεύς θα έρθει και θα του πει περισσότερα…
Πράγματι, οι σκέψεις του διακόπτονται από το ποδοβολητό ενός αλόγου που πλησιάζει.
Ο Καλλισθένης κατεβάζει το βλέμμα στο κάτω διάζωμα του κρεμαστού κήπου, όπου ο νεαρός Εύελπις έχοντας ξεπεράσει την φρουρά της Πύλης, καταφτάνει, ξεπεζεύει και παραδίνει το θεσσαλικό καστανόχρωμο άλογό του στον ντόπιο υπηρέτη που τον περιμένει εκεί. Μετά στρέφει τη γαλανή ματιά του προς τα πάνω και χαιρετά τον Ολύνθιο. Εκείνος τον αντιχαιρετά και με ένα νεύμα του δείχνει την κλίμακα που οδηγεί στο άνω διάζωμα.
(συνεχίζεται… Στο επόμενο: Μέρος Α΄ Σούσα. Κεφάλαιο τρίτο. Όπου ο Εύελπις εξιστορεί στον Καλλισθένη τη μάχη της Περσίδας Πύλης)
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Καλλισθένης, μυθιστόρημα | Leave a Comment »
Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση) Μέρος Α, Κεφάλαιο 1
Posted by vnottas στο 17 Φεβρουαρίου, 2015
Διευκρίνιση: Μετά την εισαγωγή (που ήδη ανάρτησα εδώ κι εδώ) ιδού το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους του υπό εκπόνηση μυθιστορήματος. Εδώ ο Εύελπις εξακολουθεί να είναι ο αφηγητής, όχι όμως πια ως ο συγγραφέας των υποτιθέμενων ανευρεθέντων αρχαίων κειμένων (όπως στην εισαγωγή), αλλά καθώς διηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη δική του εκδοχή των όσων καθημερινά του συμβαίνουν. Επομένως το αφηγηματικό του ύφος παύει να μοιάζει με εκείνο των (μεταφρασμένων) αρχαίων ιστορικών και γίνεται περισσότερο βιωματικό. Από εδώ κι εμπρός και έως ότου ξαναχρειαστούμε την ευρυγώνιο και αποστασιοποιημένη προοπτική ενός ¨ιστορικού¨ ο Εύελπις θα μας τα λέει σε πρώτο πρόσωπο είτε γιατί θα κρατάει σημειώσεις προκειμένου να συγγράψει κάποτε το έργο που αναφέρουμε παραπάνω είτε επειδή απλώς έτσι θέλει (δηλαδή επειδή εγώ αποφάσισα να τον κάνω ήρωα -αφηγητή σε ορισμένα κεφάλαια της παρούσας μυθιστορίας).
Στο πρώτο κεφάλαιο τον βρίσκουμε στα Σούσα, την παλιά πρωτεύουσα του βασιλείου του Ελάμ, ήδη παραδομένη αμαχητί στην προελαύνουσα ελληνική στρατιά, και τώρα κέντρο συντονισμού και ανεφοδιασμού των διεξαγόμενων επιχειρήσεων.
Συναντάμε τον Εύελπι την επόμενη μέρα της επιστροφής του στα Σούσα από την πρόσφατα κατακτημένη Περσέπολη (όπου επί του παρόντος βρίσκεται το κύριο μέρος της στρατιάς και ο βασιλιάς). Ο Μεγαρέας είναι ένας από τους επικεφαλής της ομάδας των στρατιωτικών και των λογίων που συνόδευσαν πίσω στα Σούσα ένα μεγάλο τμήμα του θησαυρού που ανευρέθηκε στην κυρίως περσική πρωτεύουσα, και που ο Αλέξανδρος αποφάσισε ότι πρέπει να μεταφερθεί, να εκτιμηθεί και αποθηκευτεί στα μετόπισθεν.
Μέρος Α΄: Τρίτο δεκαήμερο του Ανθεστηριώνα[1], ημέρα Τρίτη από το τέλος του Μήνα
Κεφάλαιο πρώτο: Σούσα [2]. Εύελπις
Ξυπνάω με το κεφάλι βαρύ και το αίμα να κτυπάει παλμικά στους κροτάφους μου δημιουργώντας επίμονο διακεκομμένο πόνο. Σκιώδεις μορφές από πρόσφατο όνειρο τριγυρίζουν ακόμη στο μυαλό μου, αλλά δε μπορώ να τις εξιχνιάσω.
Ανασηκώνομαι στο παράξενα στολισμένο ανάκλιντρο στηρίζοντας το χέρι μου στην χαίτη ενός διακοσμητικού μπρούτζινου τέρατος, που δεν είναι σαφές αν προορίζεται για να διώχνει τα τρομαχτικά όνειρα ή για να τα δημιουργεί.
Για μια στιγμή δεν αναγνωρίζω την ψηλοτάβανη ψυχρή αίθουσα όπου βρίσκομαι. Σιγά σιγά όμως, ο Μορφέας μου επιστρέφει τις χθεσινές μνήμες, τουλάχιστον τις βασικές.
Λέω να φωνάξω τον Οινοκράτη να δώσει ένα χέρι και να ετοιμάσει έναν από τους θαυματουργούς ζωμούς, για τους οποίους έχει ήδη κάνει όνομα ανάμεσα στους φίλους και τους συνδαιτυμόνες, αλλά η φωνή μου δεν ανταποκρίνεται επαρκώς. Βγαίνει κάτι σα γρύλισμα. Αρχίζω να βήχω δυνατά ελπίζοντας να καθαρίσω τον κολλημένο μου λαιμό, ενώ ταυτόχρονα κατεβαίνω προσεκτικά από το ανυψωμένο ανάκλιντρο και αρχίζω να αναζητώ τα σανδάλια μου.
«Εδώ, εδώ είναι κύριε…» Ο Οινοκράτης μπαίνει φουριόζος κι εγώ δε ξέρω από που, κραδαίνοντας τα σανδάλια με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο μεταφέρει μια κανάτα νερό κι ένα λευκό προσόψιο. Ακουμπάει την κανάτα και το προσόψιο σ’ ένα είδος λουτήρα εκεί παραδίπλα, και με το απελευθερωμένο του χέρι μού δείχνει κάτι παράξενες φουντωτές θήκες ακουμπισμένες στο πλακοστρωμένο δάπεδο.
«Φόρεσέ τα αφέντη. Είναι υποδήματα άνετα, χωρίς λουριά και κορδόνια, που οι ντόπιοι τα χρησιμοποιούν μέσα στο σπίτι… Α, τι; Επιμένεις για τα σαντάλια; Εντάξει. Στα έχω έτοιμα και περιποιημένα. Κάθισε να σου τα δέσω.
«Πονάει το κεφάλι μου Κράτη. Γι αυτό δώσε μου τα σανδάλια και πήγαινε να ετοιμάσεις ένα από τα βοτανομείγματά σου. Ξέρεις εσύ».
«Εγώ ξέρω, εγώ ξέρω», διαπιστώνει υπερήφανα ο υπηρέτης μου, ο οποίος έχει άποψη για όλα, γι αυτό και προσθέτει: «Μεταξύ μας αφεντικό, εάν οι Μακεδόνες ήξεραν να πίνουν όπως ξέρουν να πολεμάνε…»
Του ρίχνω μια απεγνωσμένη ματιά, αλλά το παίρνει στραβά. «Καλά, καλά, φεύγω, μην θυμώνεις και είναι ακόμη πρωί… Πρωί; όχι λάθος: μέρα μεσημέρι, …σχεδόν απόγευμα».
Έχει δίκιο. Από τα μακρόστενα κάθετα ανοίγματα στην άλλη άκρη της αίθουσας, φως ώριμου ασιατικού ήλιου μπαίνει λοξά και χαράζει τις έγχρωμες πλάκες του πατώματος.
Τον αποπαίρνω γιατί αλλιώς δε θα σταματούσε να μιλάει, κι αυτό είναι κάτι που ακόμη κι αν δεν έχεις πονοκέφαλο σου τον φέρνει, αλλά καθώς τον παρακολουθώ να αποσύρεται μουρμουρίζοντας, καταλήγω πως μάλλον τα λέει σωστά. Οι Μακεδόνες λατρεύουν τον Διόνυσο με τρόπο συχνά καταχρηστικό. Οπότε, χάνουν τον έλεγχο και διακινδυνεύουν την επιδιωκόμενη ευφορία. Να πίνεις μαζί τους δεν είναι πάντα συνετό.
Αλλά, σκέφτομαι καθώς πλένω το πρόσωπό μου και το τρίβω με το λευκό ύφασμα, ας είμαι δίκαιος, μετά την ένταση, την προσπάθεια, το άγχος των ανηλεών συνεχών μαχών, υπάρχει καλλίτερος, ιαματικότερος συμπαραστάτης από τον αμπελοστεφανωμένο γιό της Σεμέλης;
Όχι, δεν υπάρχει, αποφαίνομαι.
Εξ άλλου, το βαρύ μου κεφάλι και ο μακρύς ληθαργώδης ύπνος δεν οφείλεται μόνο στην πλεοναστική χθεσινοβραδινή οινοποσία. Πρόκειται μάλλον για σωρευμένη κούραση.
Αλλά να που ο Οινοκράτης επανέρχεται εξ ίσου φουριόζος με πριν. Αυτή τη φορά κρατάει κάλυκα που αχνίζει, ενώ πίσω του σέρνει μια αλλόκοτη κατασκευή, κάτι σαν μικρό τροχοφόρο τραπέζι σκεπασμένο με αραχνοΰφαντο πανί.
«Εδώ το ίαμα του Οινοκράτη» διακηρύσσει. «Άμποτε να το είχαν όλοι οι πότες και όχι μόνον όσοι διαθέτουν Οινοκράτη διαθέσιμο και ευδιάθετο».
«Οινοκράτη κάνε κράτει και πάψε να αυτοδοξάζεσαι. Τουλάχιστον μέχρι να μου περάσει ο πονοκέφαλος».
«Αυτός; Να ’ταν κι άλλος!», λέει δίνοντάς μου τον κάλυκα. «Πιες εδώ δα και πάει έφυγε, …και μετά…»
Ο εξυπηρετικός υπηρέτης μου, με μια κίνηση αντάξια της καλλίτερης αθηναϊκής θεατρικής τεχνικής, τραβάει από το καρότσι το αραχνοΰφαντο πανί που προφανώς έχει εντομοαπωθητικό προορισμό και αποκαλύπτει κεραμικό δίσκο με διάφορα εδέσματα, άλλα αναγνωρίσιμα και άλλα όχι.
«Που τα βρήκες όλα αυτά;», απορώ.
«Ο κύριος ξεχνάει ότι ο εδώ παρών πιστός υπηρέτης του έχει διατελέσει στρατιώτης σιτιστής. Και τι κάνει ένας σιτιστής μόλις εγκαθίσταται σε νέο, μη γνώριμο τόπο;
Διερευνά εάν υπάρχει επάρκεια από τα απαραίτητα προς βρώσιν και προς πόσιν. Ήδη από χθες που η επιμελητεία παραχώρησε στην ομάδα των λογίων αυτό το συγκρότημα και σε εμάς αυτό το κτίριο φρόντισα να ανακαλύψω το κελάρι, το περιεχόμενό του και την εστία παρασκευής εδεσμάτων».
Πράγματι, αν και ο λάλος Οινοκράτης δεν έδωσε ποτέ επαρκείς -ή τουλάχιστον συνεπείς μεταξύ τους- πληροφορίες για την πρότερη ζωή του, είναι γεγονός ότι ο Ευρύνους, ο πατέρας μου, τον αγόρασε ως τέως στρατιώτη που είχε αιχμαλωτιστεί στην Σικελία και μεταφερθεί προς πώλησιν στον Πειραιά. Το ότι έχει διατελέσει σιτιστής είναι κάτι που ακούω για πρώτη φορά. Πάντως, είναι γεγονός ότι μιλάει καλά -εκτός από πολύ- τα ελληνικά, αν και η προφορά του είναι κάπως περίεργη και του ξεφεύγουν που και που κάποιες παράξενες, δυσνόητες λέξεις.
Κατά τα άλλα είναι βραχύσωμος, μελαχρινός, αεικίνητος, και η πιθανή ηλικία του κυμαίνεται περί τα σαράντα έτη.
Όσο για το όνομά του, κάποτε, στην αρχή, είχε αναφέρει κάποια δυσπρόφερτη λέξη, αλλά σύντομα ακόμη και ο ίδιος έπαψε να τη χρησιμοποιεί.
Προτιμάει το Οινοκράτης, το όνομα που του έχει δώσει ο Ευρύνους, είτε γιατί είχε κάποτε διαπιστώσει την αντοχή του υπηρέτη στο κρασί είτε γιατί είχε εκτιμήσει τα ενάντια στη μέθη ιαματικά ροφήματά του.
Καταπίνω το γιατροσόφι. Έχει στυφή γεύση, αλλά άρωμα μάλλον ευχάριστο.
Αρχίζω να αισθάνομαι κάπως καλλίτερα.
Καθώς η θολούρα υποχωρεί, οι χθεσινές μνήμες επιστρέφουν διαυγέστερες. Το συμπόσιο ήταν η κατακλείδα της γιορτής που οργάνωσε η μακεδονική φρουρά της πόλης για να μας υποδεχτεί. Δηλαδή, για να είμαι ακριβέστερος, η αιτία της διάχυτης χαράς δεν ήταν κυρίως η επιστροφή ενός στρατιωτικού αγήματος που είχε συμμετάσχει στην τελευταία νικηφόρα εξόρμηση, ούτε βέβαια η δική μου, αλλά η άφιξη του τεράστιου καραβανιού που συνοδεύαμε και του κυριολεκτικά ανεκτίμητου φορτίου του.
Έστω κι αν ο Αλέξανδρος είναι ακόμη εκεί, στην κυριευμένη Περσέπολη, και κατά τα φαινόμενα θα παραμείνει εκεί έως ότου πάρει οριστικές αποφάσεις για την συνέχιση της εκστρατείας, θέλησε να στείλει πίσω στα Σούσα ένα μεγάλο τμήμα του θησαυρού που βρήκε στα ανάκτορα.
Ένας ακόμη θησαυρός, μετά από εκείνον που βρέθηκε στη Βαβυλώνα και εκείνον που ο παλιός βασιλιάς Ξέρξης είχε σωρεύσει εδώ, στα Σούσα. Κανένας από αυτούς τους θησαυρούς δεν έχει ακόμη εξεταστεί και αποτιμηθεί πλήρως.
Πρέπει να πω ότι η απόφασή του αυτή με εξέπληξε, διότι ναι μεν τα Σούσα είναι αυτή τη στιγμή το κέντρο υποστήριξης των πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά προσωπικά εκτιμώ ότι αυτόν το ρόλο θα τον αναλάβει σύντομα η μόλις κατακτημένη Περσέπολη, ή, το θεωρώ κι αυτό εξ ίσου πιθανό, η περιβόητη, πολύκοσμη, σαγηνευτική Βαβυλώνα, η οποία πρώτη παραδόθηκε αμαχητί στα ελληνικά στρατεύματα.
Η μακρά ακολουθία από άμαξες, φορτωμένους όνους, ημίονους και αυτά τα αστεία αλλά ανθεκτικά ζώα που μοιάζουν με τις καμήλες της Αιγύπτου και της Αραβίας, αλλά έχουν δύο καμπούρες και φορτώνονται ευκολότερα, -ό, τι ζώο είχαμε μπορέσει να βρούμε και να επιτάξουμε- είχε μπει θριαμβευτικά στην πόλη των Σούσων χτες, νωρίς το πρωί.
Το προηγούμενο βράδυ, το καραβάνι, το ισχυρό στρατιωτικό σώμα που το συνόδευε και οι λόγιοι που συμμετείχαμε στην αποστολή με συγκεκριμένες αρμοδιότητες -ο υποφαινόμενος ανήκει σε αυτήν την ομάδα- είχαμε ήδη φτάσει στα περίχωρα. Προτιμήσαμε όμως να διανυκτερεύσουμε εκεί, διότι κρίναμε ότι η είσοδος στην πόλη θα έπρεπε να γίνει με το φως της ημέρας. Είχαμε μια καλή ευκαιρία να εντυπωσιάσουμε τον ντόπιο πληθυσμό και να του δώσουμε ακόμη μια χειροπιαστή απόδειξη ότι οι καιροί έχουν αλλάξει, έστω και αν ο φυγάς Δαρείος προσπαθεί ακόμη να οργανώσει κάποια αντίσταση.
Έδωσα εντολή να καλύψουν τα ως τότε παραλλαγμένα, σκονισμένα φορτία με πολύτιμα υφάσματα και να αφήσουν επίσης ακάλυπτα μικρά τμήματα των σάκων με τα πολυτελή αντικείμενα. Ήθελα να εξάψω την φαντασία των Σουσιωτών χωρίς να δώσω ακριβέστερες πληροφορίες σχετικά με το ύψος των λαφύρων. Άλλωστε ούτε και εμείς δεν τα είχαμε ακόμη αποτιμήσει με ακρίβεια και αυτό ήταν ένα από τα αμέσως προσεχή καθήκοντά μας. Ο πραγματικός θρίαμβος θα τελούταν όταν θα επέστρεφε ο νικητής Αλέξανδρος, η δική μας είσοδος στα Σούσα ήταν μια χρήσιμη υπαινικτική προαναγγελία.
Αυτά σκέφτομαι, καθώς τσιμπολογώ τα εδέσματα που βάζουν σε δοκιμασία τη γεύση μου. Αν είναι αλήθεια ότι η απόσταση από την Ελλάδα έως την Ινδία μπορεί να υπολογιστεί από την ένταση των χρησιμοποιούμενων καρυκευμάτων, τότε η χώρα του Ινδού ποταμού πρέπει να μην απέχει πολύ.
Ο Οινοκράτης επανεμφανίζεται, με παρατηρεί μάλλον ικανοποιημένος να καταναλώνω τα εδέσματα που μου ετοίμασε, και φυσικά παρεμβαίνει:
«Νομίζω ότι πρέπει να σου υπενθυμίσω ότι πριν δύσει ο ήλιος έχεις να συναντήσεις τον Καλλισθένη τον Ολύνθιο».
«Αυτό δε λησμονιέται Κράτη. Το θυμάμαι. Πού τακτοποίησες τα ¨εγγεγραμμένα¨;»
«Μαζί με τη γραφική ύλη, τους κυλίνδρους και τα βιβλία, σε εκείνον τον μεγάλο φωριαμό στο βάθος».
«Και από γραφείο;»
«Βρήκα κάτι που του μοιάζει στην διπλανή αίθουσα. Νομίζω ότι θα σε βολέψει».
Πριν συναντήσω τον Καλλισθένη πρέπει να τακτοποιήσω τις σημειώσεις μου. Ευτυχώς η επιμελητεία έχει ανακατανείμει περισσότερο ορθολογικά τους διαθέσιμους χώρους κι έτσι, επιστρέφοντας, βρήκαμε αυτό το νέο κατάλυμα στο ψηλοτάβανη αστική οικία ενός φυγά γαιοκτήμονα.
Εδώ αρκεί να ψάξεις, και βρίσκεις. Και ο Οινοκράτης είναι καλός στο ψάξιμο. Η τράπεζα που ανακάλυψε είναι αρκετά μεγάλη ώστε να μπορώ να ανοίξω πάνω της τους κυλίνδρους χωρίς να τους προκαλέσω ζημιές, ενώ ο ήλιος –που στα μέρη μου αυτή την εποχή θα ήταν χειμωνιάτικος- καταφέρνει και τρυπώνει ως εδώ εξασφαλίζοντας ικανοποιητικό φως.
Η αλήθεια είναι ότι συνάντησα για λίγο τον Καλλισθένη χτες το πρωί, αμέσως μετά την άφιξή του καραβανιού και του παρέδωσα το γραπτό μήνυμα του Αλέξανδρου. Όσο όμως αφορά σε μια λεπτομερέστερη αναφορά, ο ίδιος ο Ολύνθιος, αφού πρώτα έριξε μια ματιά στην επιστολή, με συμβούλεψε να τελειώσω πρώτα τις διαδικασίες παράδοσης του θησαυρού. Έπρεπε να δώσω τις κατάλληλες εντολές σε απολύτως έμπιστα άτομα, ώστε η καταγραφή να γίνει με άκρα επιμέλεια και προσοχή. Μετά θα τα λέγαμε με άνεση. Ορίσαμε τη συνάντηση για σήμερα, κατά τη δύση του ήλιου.
Ο Καλλισθένης, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν ήταν παρών στο χθεσινοβραδινό συμπόσιο. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι όποιος μελετά και γνωρίζει τις σχέσεις και τις επικοινωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους, αποφεύγει εκείνες που δεν θεωρεί επαρκώς δικαιολογημένες. Δε ξέρω αν αυτή του η άποψη είναι πιο κοντά στους νεωτεριστές σκεπτικιστές, η σε εκείνη τη γραφική ομάδα των νέων φιλοσόφων που αυτοαποκαλούνται κυνικοί. Θα τον ρωτήσω.
Ελέγχω και στοιβάζω τις αποδείξεις παραλαβής, μετά επιθεωρώ τις πρόχειρες ημερολογιακές μου σημειώσεις του τελευταίου μήνα, βάζω μαζί και ένα αντίγραφο των καταγραφών των τελευταίων γεγονότων όπως συντάχθηκαν στην Περσέπολη υπό την επίβλεψη του φίλου Ευμένη του γιού του Ιερώνυμου, λίγο πριν από την αναχώρησή μου. Είμαι σχεδόν έτοιμος για τη συνάντηση με τον Καλλισθένη.
Στο μυαλό μου χωρίς φανερή αιτιολόγηση και συνειρμό σχηματίζεται μια εικόνα από το όνειρο του ταλαιπωρημένου μου ύπνου.
Μία γυναίκα με σαγηνευτικά χαρακτηριστικά: η Θαΐδα.
Μου χαμογελάει αινιγματικά κι εξαφανίζεται πάλι.
Καθώς τοποθετώ με προσοχή το υλικό σε μια φαρδιά δερμάτινη πήρα[3], επιστρέφει στη σκέψη μου η έμμονη ιδέα των τελευταίων ημερών: ότι είναι ίσως καιρός να επιχειρήσω μια προσωπική, δική μου καταγραφή όλων αυτών που συμβαίνουν. Νομίζω ότι ο Αριστοτέλης θα ενέκρινε κάτι τέτοιο.
(συνεχίζεται – Μέρος Α΄ Κεφάλαιο δεύτερο. Καλλισθένης ο Ολύνθιος)
[1] Ανθεστηριώνας Ο μήνας του αττικού ημερολογίου (του επικρατέστερου στις ιστορικές αναφορές αυτής της περιόδου) που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα περίπου μεταξύ 16 Φεβρουαρίου–15 Μαρτίου ή σύμφωνα με άλλους μεταξύ 23 Ιανουαρίου και 20 Φεβρουαρίου. Οι μήνες των αρχαίων διαιρούνταν σε τρία δεκαήμερα (εκ των οποίων το τρίτο είχε δέκα ή εννιά μέρες). Η αρίθμηση –μόνο για το τρίτο δεκαήμερο- γινόταν συχνά ανάποδα. Π.χ. μία, ή δύο, ή τρεις κ.ο.κ. μέρες από το τέλος του μήνα.
[2] Σούσα: Παλαιά πρωτεύουσα του μεσοποτάμιου Βασίλειου του Ελάμ, το οποίο πριν την κατάκτηση από τον Αλέξανδρο ήταν υποταγμένο στους Πέρσες. Η λέξη σημαίνει ¨Η πόλη των κρίνων¨.
[3] Πήρα: σάκος σακίδιο, τσάντα
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αφήγημα, Αλέξανδρος, Εύελπις, Θαίδα, Ιστορικό μυθιστόρημα, Κύλικες και Δόρατα, Καλλισθένης, Σούσα | Leave a Comment »
Ο Εύελπις ο Μεγαρεύς γράφει… (ΙΙ)
Posted by vnottas στο 11 Φεβρουαρίου, 2015
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της ¨Εισαγωγής¨ στο μυθιστόρημα με ιστορικές αναφορές και (προσωρινό) τίτλο ¨Κύλικες και Δόρατα¨.
Σημείωση: Στην εισαγωγή αλλά και στην υπόλοιπη αφήγηση, παρουσιάστηκε το γνωστό πρόβλημα των υποσημειώσεων: Φτιαγμένες για να προσφέρουν συμπληρωματικές εξηγήσεις, (εδώ για να αγκυρώσουν τον μύθο στο ιστορικό πλαίσιο) συχνά κόβουν το νήμα της ανάγνωσης, μπερδεύουν και ενοχλούν. Σε ένα επιστημονικό δοκίμιο κάτι τέτοιο είναι συγχωρητέο αν όχι αναγκαίο κακό. Σε μια μυθοπλασία όχι. Ομολογώ ότι στα προηγούμενα μυθιστορήματα (Το πολυτεχνείο τρέμει, ΜΠΑ!) χρησιμοποίησα τις υποσημειώσεις κυρίως για να τις σατιρίσω. Τις έβαζα εδώ κι εκεί ως σουρεαλιστική γαρνιτούρα. Στην ειδική όμως περίπτωση του αφηγήματος με ιστορικές αναφορές (όπως φιλοδοξεί να γίνει αυτό εδώ) η χρήση των υποσημειώσεων απαιτεί (τουλάχιστον) διευκρινίσεις.
Διευκρινίζω λοιπόν ότι ειλικρινά δεν ξέρω αν θα υιοθετήσω τελικά τις υποσημειώσεις για να συνδέσω την πλοκή με το ιστορικό πλαίσιο ή αν θα φτιάξω ένα ξεχωριστό ¨παράρτημα¨ με τις απαραίτητες συμπληρωματικές πληροφορίες. Πάντως, μάλλον θα κρατήσω μερικές στο κάτω μέρος της σελίδας για να δώσω την μετάφραση στη νεοελληνική ορισμένων ¨ξεχασμένων¨ λέξεων της αρχαίας ή της κοινής ελληνικής, λέξεις που μου χρειάζονται για να δώσω στις περιγραφές άρωμα ιστορίας. Δεν αποκλείω εξ άλλου το περιεχόμενο ορισμένων υποσημειώσεων να είναι εξ ολοκλήρου φανταστικό.
Β. Νόττας
Μυθιστόρημα (υπό εκπόνηση)
Κύλικες και δόρατα
(Η συνέχεια και το τέλος της εισαγωγής)
Α.5 Ο Εύελπις κάνει μνεία στα τελευταία γεγονότα πριν την έναρξη της εξόρμησης κατά των Περσών
Στο τριετές χρονικό διάστημα ανάμεσα στην εκφώνηση των ύστατων δημόσιων ομιλιών του Ισοκράτη και την επιστροφή του Αριστοτέλη στην Αττική, συνέβησαν αλλεπάλληλα γεγονότα, τα οποία είχαν αποφασιστικές επιπτώσεις στις μετέπειτα εξελίξεις. Θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να αναφερθώ συνοπτικά στα σημαντικότερα από αυτά: Τη μάχη της Χαιρώνειας, την Πανελλήνια κοινή Συνεδρία των Ελλήνων στην Κόρινθο και τη δολοφονία του βασιλέα Φιλίππου.
Κατ’ αρχήν, παρά τις παραινέσεις που περιέχονταν στους τελευταίους λόγους του Ισοκράτους και υπό τη σαγηνευτική επίδραση των αγορεύσεων του ρήτορα Δημοσθένη του Παιανιέα, οι Αθηναίοι συνασπισμένοι με το Κοινό των Θηβαίων και άλλες πόλεις, επιτέθηκαν κατά του Φιλίππου. Οι Μακεδόνες είχαν, βέβαια, ήδη προσπεράσει τις Θερμοπύλες, ανακαλώντας στους νότιους Έλληνες αμφίσημες μνήμες. Στο σημείο αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι ο Δημοσθένης του Δημοσθένους ο Παιανιεύς, αν και υιοθετούσε απόψεις που αντιπολιτεύονταν τις δικές μας, και ήταν οπαδός διαφορετικής ρητορικής τεχνικής, ήταν και είναι ένας ρήτορας πρωτοφανούς δεινότητας. Οι Αθηναίοι λοιπόν πείσθηκαν να επιτεθούν και η σύγκρουση έλαβε χώρα στη Χαιρώνεια. Στη μάχη θριάμβευσαν οι Μακεδόνες.
Όμως στη συνέχεια δεν ακολούθησαν ούτε σφαγές ούτε καταστρεπτικά μέτρα κατά των ηττημένων. Αντίθετα, συνέβη εκείνο που ο σχεδόν εκατοντάχρονος Ισοκράτης -ο οποίος διάβηκε τον Αχέροντα λίγο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας- είχε σφόδρα επιθυμήσει, αλλά δεν πρόλαβε να δει: Σε πανελλήνιο συνέδριο στην Κόρινθο αφού πρώτα αναγνωρίζεται από τους νικητές η ανεξαρτησία των ηττημένων πόλεων, δημιουργείται πανελλήνιος συνασπισμός. Η ηγεσία των κοινών στρατευμάτων ανατίθεται στους ισχυρότερους των ελλήνων, τους Μακεδόνες, οι οποίοι αναλαμβάνουν να συντονίσουν την εκστρατεία για την απελευθέρωση των μικρασιατικών ελληνικών πόλεων από την περσική επικυριαρχία.
Μετά το συνέδριο, ο Φίλιππος επιστρέφει στην Πέλλα ως πανελληνίως αναγνωρισμένος ηγέτης[1], αλλά, προτού προλάβει να αρχίσει τις προετοιμασίες της εκστρατείας, δολοφονείται κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου της κόρης του Κλεοπάτρας.
Στη πόλη των Αθηνών κυκλοφόρησαν τότε διάφορες εκδοχές για την δολοφονία αυτή. Άλλοι μίλησαν για πολιτική σκευωρία, άλλοι για κίνητρα που ανάγονταν σε ζηλοτυπίες στο εσωτερικό της μακεδονικής αυλής, ενώ πολλοί απέδωσαν την ευθύνη σε περσικό δάκτυλο, υπενθυμίζοντας τις αναλογίες ανάμεσα στη δολοφονία του Φίλιππου και εκείνη του Θεσσαλού βασιλιά Αίσονα. Είναι σε όλους γνωστό ότι ο Αίσονας δολοφονήθηκε κατ’ εντολήν των Περσών όταν αυτοί πληροφορήθηκαν ότι σχεδίαζε πανελλήνια εκστρατεία κατά της Αυτοκρατορίας.
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες αμφισβητήσεις όσον αφορά στη διαδοχή. Ο Αλέξανδρος ανακηρύσσεται βασιλεύς και αμέσως, με ακόμη μεγαλύτερη ζέση, αναλαμβάνει την προετοιμασία της εκστρατείας προς την Ανατολή, αρχίζοντας με την εξασφάλιση των βορείων συνόρων. Πράγματι, πλαισιωμένος και από τα νότια στρατιωτικά σώματα που προέβλεπε η συμφωνία της Κορίνθου, εκστρατεύει με επιτυχία ενάντια στις επικίνδυνες φιλοπόλεμες φυλές, από την ορεινή περιοχή των Ιλλυρίων έως την νότια όχθη του μεγάλου πλωτού ποταμού Ίστρου.
Εν τω μεταξύ, ο Αριστοτέλης του Νικομάχου αποφάσισε ότι έφτασε ο καιρός να επιστρέψει στην πόλη των φιλοσόφων. […]
Α.6 Ο ενήλικος πλέον Εύελπις παίρνει αποφάσεις για το μέλλον
Όταν ο Αριστοτέλης έφτασε και πάλι στο Άστυ των Αθηνών ύστερα από απουσία δώδεκα χρόνων, ο Ευρύνους, συνομήλικος και οικείος του από παλιά, τον συνάντησε, τον καλωσόρισε και είχε μαζί του μακρά συνομιλία.
Εγώ ήμουν τότε νεαρός άνδρας είκοσι και ενός ετών. Εκτιμούσα την κοινωνία των Αθηναίων, αν και, παρά το ότι είχα πολλούς φίλους ανάμεσα στους νέους γηγενείς ευπατρίδες, δεν ήμουν πλήρως ενσωματωμένος σε αυτήν. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι ως Μεγαρεύς δεν θα μπορούσα να θεωρηθώ ο πιο κατάλληλος για αφομοίωση στην κυριότερη πόλη των Ιώνων, αλλά και στο ότι, ακόμη κι εγώ ο ίδιος –επηρεασμένος ενδεχομένως από τις παραινέσεις του Ευρύνου και του Ισοκράτους- ήθελα να πιστεύω ότι ανήκω σε μια νέα, πανελλήνια αριστοκρατία, ουσιαστικά ανώτερη από τις τοπικές, ακόμη και από τη αθηναϊκή, την τόσο σπινθηροβόλο και ποικιλόμορφη.
Μία άλλη αιτία για την σχετική απομόνωσή μου από την κοινή δημόσια ζωή της πόλης, αιτία που ως Δωριεύς κατανοούσα και κατά βάθος συμμεριζόμουν, ήταν ότι δεν μπορούσα να συμμετάσχω στις πολεμικές επιχειρήσεις των Αθηναίων με την ιδιότητα του πολίτη, αλλά μόνον, εάν το επιθυμούσα ιδιαίτερα, ως μισθοφόρος. Αλλά δεν το επιθυμούσα. Μπορεί να γυμναζόμουν και να ασκούμουν κανονικά στις τέχνες του πολέμου, αλλά αποστρεφόμουν την ιδέα ότι η συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε πολεμική διένεξη -και πολύ περισσότερο στις μεταξύ ελλήνων, εμφύλιες συγκρούσεις, θα μπορούσε να έχει ως κίνητρο τη χρηματική αμοιβή.
Από την άλλη πλευρά τον καιρό εκείνο, -δεδομένου ότι, όπως οι παιδαγωγοί μου συχνά υποστήριζαν, η ανθρώπινη φύση υφίσταται αντιφατικές ροπές- πρέπει να ομολογήσω ότι ήμουν απολύτως γοητευμένος από δύο πράγματα.
Το ένα ήταν η σαγήνη που ασκούσε πάνω μου η ανάγνωση. Όντως, παρά το ότι σπούδαζα ρητορική σε μια πόλη που εθεωρείτο μοναδική σε αυτό το είδος επικοινωνίας, και παρά το ότι βρισκόμουν πλάι σε ορισμένους από τους καλλίτερους χειριστές του προφορικού λόγου όλων των πόλεων και όλων των εποχών, εγώ ήμουν ερωτευμένος με τον ακινητοποιημένο γραπτό λόγο, που εντρυφούσε σε τόσο διαφορετικά θέματα, και που ήταν για μένα όχημα όχι μόνο γνώσεων, αλλά και ταξιδιών σε τόπους συναρπαστικούς, έως τότε άγνωστους.
Το άλλο που με γοήτευε τότε, ήταν κι αυτό ένα σύνολο από υπερβάσεις. αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την πόλη των Αθηνών. Υπερβάσεις σχετικές, όχι τόσο με τον νου, όπως η ανάγνωση των συγγραφών, όσο με την ικανότητα του να αισθάνεται και να συναισθάνεται κανείς ο, τι ενδεχομένως υπάρχει πέρα από τα κοινά καθημερινά βιώματα. Υπερβάσεις εφικτές με τη συνδρομή των τεχνών του κάλλους, της μίμησης και του θεάτρου. Υπερβάσεις σχετικές με την υποβλητικότητα των αθηναϊκών αρχιτεκτονημάτων, με την μέθεξη των εορταστικών τελετών και, ακόμη, έσχατον μεν, ουκ έλασσον δε, εφικτές χάρη στη συναναστροφή με εκείνη την σπάνια κατηγορία των ωραίων, καλλιεργημένων, και φιλόμουσων γυναικών, που οι Αθηναίοι αποκαλούν ¨εταίρες¨. Υπερβάσεις που απ’ ο, τι γνωρίζω, μόνο η Αθηναϊκή Δημοκρατία προσέφερε τόσο απλόχερα και τόσο χειροπιαστά στους κοινωνούς της.
Όσο όμως ελκυστικά κι ήσαν όλα αυτά, φτάνοντας στην πλήρη ανδρική ηλικία έπρεπε να πάρω οριστικότερες αποφάσεις. Το είχα ήδη συζητήσει με τον γεννήτορα, αλλά να που είχα την ευκαιρία, όχι μόνο να έχω ακόμη μια έγκυρη γνώμη, αλλά, ίσως, και μια πολύτιμη συμβολή στην υλοποίηση μιας νέας πορείας. Παρακάλεσα λοιπόν τον Ευρύνου να φροντίσει να συναντήσω κι εγώ τον παιδαγωγό του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα, τον Αριστοτέλη.
[…]
Α.7 Η αναχώρηση
[…] Ο Δημάδης είχε καταφέρει να απαλλαγεί από τα παλιά του χρέη[2] και η πόλη των Αθηνών είχε γλιτώσει από τις κυρώσεις για την τελευταία της παρασπονδία. Η πόλη των Θηβών όχι. Οι αγγελιοφόροι και οι κατάσκοποι μετέφεραν ότι στην πρωτεύουσα πόλη των Βοιωτών, το μόνο σπίτι που έστεκε ακόμη όρθιο χωρίς να καπνίζει, ήταν εκείνο του ποιητή Πινδάρου. ¨Οι Μακεδόνες εκτιμούν τουλάχιστον την υμνητική ποίηση¨, σχολίαζαν τώρα πικρόχολα ορισμένοι ευπατρίδες. Αλλά πλέον στο Άστυ η περιρρέουσα κατάσταση είχε αλλάξει και οι Αθηναίοι ξανάρχισαν εσπευσμένα τις προετοιμασίες για τη συμμετοχή τους στην κοινή εκστρατεία.
[…]
Στον αμαξιτό δρόμο που παρέτρεχε το βόρειο σκέλος των Μακρών Τειχών συνωστίζονταν οχήματα, ιππείς και πεζοί παντός είδους, ενώ στην πειραϊκή απόληξη των τειχών και στο Νεώριο λιμένα, επικρατούσε γενικός αναβρασμός. Ένας μεγάλος αριθμός ποικιλόμορφων πλοίων είχε ανασυρθεί από τους νεώσοικους, ενώ ένα πλήθος από τεχνίτες, ναυτικούς και λιμενεργάτες ανεβοκατέβαινε στα κήτη, τα καταστρώματα και τους ιστούς, εκτελώντας έργα ανασκευής, όπου κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο, και φορτώνοντας τα πλοία που κρίνονταν ετοιμοπόλεμα με προμήθειες και πολεμικό υλικό. Κωπηλάτες και πεζοναύτες ετοιμάζονταν στην προκυμαία για την επιβίβαση.
Η πόλη της Παλλάδος ήταν ακόμη κυρίαρχη στις θάλασσες και ήταν απολύτως φυσικό η συμμετοχή της στην εκστρατεία να είναι κυρίως ναυτική. Ήταν άλλωστε γνωστό ότι οι Μακεδόνες δεν κατείχαν αξιόλογο στόλο και ότι ήδη, μετά τις συμφωνίες της Κορίνθου, είχαν ενισχυθεί με πλοία από τα νησιά και άλλες ναυτικές πόλεις, όπως -ας το υπογραμμίσω- η ευημερούσα μεγαρική αποικία που ίδρυσε στο Βορρά ο ήρωας Βύζας: το Βυζάντιο.
Ένα τμήμα των εμπορευόμενων παροικούντων, οι οποίοι κατά τα φαινόμενα διέθεταν δικές τους πληροφορίες για τα επικείμενα, καθώς και ένα τμήμα από τους ενδεέστερους των κατοίκων της Αττικής, οι οποίοι ήσαν πάντα έτοιμοι να ενδώσουν σε υποσχέσεις πλουτισμού, είχαν ήδη αρχίσει να αναχωρούν πεζή προς βορράν, προκειμένου, πιθανώς μαζί με άλλους ομοίους που θα προσθέτονταν καθ’ οδόν, να συμμετάσχουν στην εκστρατεία ως ¨συνακολουθούντες¨. Είναι αυτονόητο ότι από τον αναχωρούντα συρφετό δεν έλειπαν οι αυλητές, οι κιθαρωδοί, οι ηθοποιοί, που θα διασκέδαζαν και θα ενίσχυαν το ηθικό του στρατεύματος, ούτε, βεβαίως, οι πόρνες και οι πορνοβοσκοί επιχειρηματίες που τις εκμεταλλεύονταν.
Εγώ, χάρη στην ειδική άδεια που μου είχε παραχωρήσει το Στρατηγείο, θα επιβιβαζόμουν σε ένα από τα πολεμικά πλοία που έσπευδαν στα στενά του Ελλήσποντου, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διεκπεραίωση των στρατευμάτων από την ευρωπαϊκή στην ασιατική όχθη. Εκεί θα αποβιβαζόμουν για να παρουσιαστώ στον Καλλισθένη, τον γραμματέα και επίσημο εξιστορητή του βασιλέα, ενώ τα πλοία θα παρέπλεαν την μικρασιατική ακτή βοηθώντας στην απελευθέρωση των παραλίων ελληνικών πόλεων.
Για τον Καλλισθένη προοριζόταν η εκτενής επιστολή του Αριστοτέλους, που αυτήν τη στιγμή βρισκόταν επιμελώς συσκευασμένη ανάμεσα στις αποσκευές μου.
Όπως ήδη ανέφερα[3], ο Σταγειρήτης, όχι μόνο είχε συναινέσει με έκδηλη ικανοποίηση στο αίτημά μου να συμμετάσχω στην πανελλήνια εκστρατεία, αλλά και είχε εκφράσει την επιθυμία να συμπαρασταθώ εκ του σύνεγγυς στον μαθητή του, όχι τον Αλέξανδρο -όπως προς στιγμήν ήλπισα, αλλά τον Καλλισθένη, ο οποίος θα κατέγραφε την αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, καθώς και ό, τι άλλο έκρινε ενδιαφέρον και χρήσιμο από τις γνώσεις και τις συνήθειες των ανατολικών λαών. Όλα αυτά, για τον φιλόσοφο, δεν ήταν μόνο απλές καταγραφές που θα ενίσχυαν το νου των μελλοντικών αναγνωστών, αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο: ¨Οι μεγάλες αλλαγές¨, είχε παρατηρήσει χαμογελώντας αινιγματικά, ¨υλοποιούνται, ίσως, από τα ξίφη, αλλά προετοιμάζονται, σίγουρα, από τις γραφίδες, ακόμη κι όταν αυτές μοιάζουν να αναφέρονται σε πράξεις που έχουν ήδη συντελεστεί¨.
Έτσι λοιπόν, εκείνη την ηλιόλουστη αττική ημέρα, αφού είχα αποχαιρετίσει νωρίς το πρωί στις προς τον Πειραιά πύλες των Αθηνών την συγκινημένη μητέρα και τις μικρότερες αδελφές μου, και αφού είχαμε, μαζί με τον πατέρα Ευρύνου και τον ακόλουθο υπηρέτη Οινοκράτη, διανύσει έφιπποι τον δρόμο των βόρειων Μακρών τειχών, βρισκόμασταν επιτέλους στον σφύζοντα Νεώριο λιμένα αναζητώντας την τριήρη με τον Ιχθυοκένταυρο ως επίσημον αναγνώρισης. Την ανακαλύψαμε στο βάθος του λιμενοβραχίονα σχεδόν έτοιμη προς απόπλου. Οι απαραίτητοι για τους ελιγμούς εξόδου ερέτες βρίσκονταν ήδη στις θέσεις τους, ο τυμπανιστής δοκίμαζε το ηχηρό όργανο συντονισμού με την συνεπικουρία του αυλητή, οι φωνές του κελευστή ήσαν σχεδόν ευδιάκριτες πάνω από τον γενικό αχό, ενώ μια μικρή ομάδα βαφέων έβαζε τις τελευταίες χρωματιστές πινελιές στη διπλή, εκατέρωθεν της πλώρης, απεικόνιση του Ιχθυοκένταυρου.
Ο Οινοκράτης ανέλαβε να μεταφέρει τις αποσκευές από τον ημίονο που μας συνόδευε, στο κήτος. Το πλοίο δεν ήταν ιππαγωγό, οι ίπποι και ο ημίονος θα επέστρεφαν στο Άστυ με τον γεννήτορα, ενώ εγώ θα προμηθευόμουν τα απαραίτητα ζώα μετά την αποβίβαση στην απέναντι όχθη του Αιγαίου πελάγους.
Ο Ευρύνους ήταν συγκινημένος, όσο κι αν η δωρική του καταγωγή τον εμπόδιζε να το δείξει. Προσπαθούσε να με αποχαιρετίσει επαναλαμβάνοντας τις βασικότερες από τις παραινέσεις του, αλλά μια βουή αποτελούμενη από θορύβους παράταιρους και αταίριαστους με το λιμενικό σκηνικό τον διέκοψε. Ο Ευρύνους κατάλαβε πρώτος περί τίνος επρόκειτο, και μου έδειξε την καταφθάνουσα θορυβώδη πομπή με μια κίνηση της κεφαλής συνοδευόμενη από ένα μισό χαμόγελο.
¨Φαίνεται ότι θα έχεις ενδιαφέροντες συνεπιβάτες¨, μου είπε.
Το δικό μου χαμόγελο ήταν πλήρες. Πράγματι, κατά τα φαινόμενα δεν ήμουν ο μόνος που διέθετε ειδική άδεια για να ταξιδέψει με το πολεμικό πλοίο.
Από το φορείο που είχε μόλις εναποτεθεί στην προκυμαία έβγαινε μια πασίγνωστη, πανέμορφη, απρόσμενη οπτασία. Πλαισιωμένη από μια ομάδα γυναικών και ευνούχων που τιτίβιζαν αδιάκοπα, προχώρησε αγέρωχη προς την τριήρη, ενώ μια νέα βοή από επιφωνήματα, θαυμασμού αυτή τη φορά, επικάλυψε τον ακραίο προβλήτα: Η εταίρα Θαΐδα, η Θεά!
[…]
(Στο επόμενο: Μέρος Α΄: Τρίτο δεκαήμερο του Ανθεστηριώνα, ημέρα Τρίτη από το τέλος του Μήνα. Κεφάλαιο πρώτο: . Ο Εύελπις στα Σούσα)
[1] Ας σημειωθεί ότι στο κείμενο δεν γίνεται αναφορά στις διαφωνίες και την μη συμμετοχή των Σπαρτιατών. Τουλάχιστον στα διασωθέντα τμήματα.
[2] Εδώ γίνεται αναφορά στη, μετά το θάνατο του Φιλίππου, νέα υπαναχώρηση της Αθηναϊκής πολιτικής και στην εκ νέου, από κοινού με τους Θηβαίους, εξέγερση, η οποία καταστάληκε με την ταχεία κάθοδο του Αλεξάνδρου και των συμμάχων και κατέληξε στην καταστροφή των Θηβών. Γίνεται επίσης νύξη στον ρήτορα Δημάδη (και αυτός Παιανιεύς όπως ο Δημοσθένης), ο οποίος αν και εκ των ηγητόρων του φιλομακεδονικού κόμματος είχε συμμετάσχει στην μάχη της Χαιρώνειας, όπου και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Μακεδόνες. Ο Δημάδης, μεγαλόστομος και πνευματώδης, κατάφερε εν τέλει να γίνει συμπαθής στον τότε διάδοχο Αλέξανδρο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου όταν οι συμπολίτες του ζήτησαν να μεσολαβήσει ώστε η τύχη των Αθηνών να είναι διαφορετική από εκείνη των Θηβών, απαίτησε ως αντάλλαγμα την παραγραφή των σωρευμένων χρεών του. Εκείνοι συναίνεσαν.
[3] Δυστυχώς η λεπτομερέστερη εξιστόρηση της συνάντησης του Εύελπι με τον Αριστοτέλη δεν διασώθηκε.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αριστοτέλης, Αφήγημα, Αλέξανδρος, Ανάβαση, Θαίδα, Ιστορικό μυθιστόρημα, Ισοκράτης, Φίλιππος. Κύλικες και Δόρατα | 1 Comment »
Ο Εύελπις ο Μεγαρεύς γράφει…
Posted by vnottas στο 5 Φεβρουαρίου, 2015
Μπήκε χρόνος καινούργιος στολισμένος με ελπίδες που προμηνύεται, αν όχι άλλο, ενδιαφέρων και πιθανότατα εφοδιασμένος με ανατροπές και εκπλήξεις. Μάλλον δεν πρόκειται να πλήξουν παρά μόνον οι αθεράπευτα καταδικασμένοι σε αρτηριοσκληρωτικό σνομπισμό. Οι υπόλοιποι, δε θέλει πολύ, ενθουσιασμένοι, δαγκωμένοι, κοντοανασασμένοι, θα συμπάσχουμε…
Και ενώ η πραγματικότητα εξελίσσεται πιο ενδιαφέρουσα από οποιαδήποτε μυθιστορία, λέω να ασχοληθώ λίγο με το παρόν Ιστολογοφόρο, που τελευταία αργοπλέει τροφοδοτούμενο από παλιότερους ανέμους και καύσιμα δανεισμένα από λιγοστούς καλούς φίλους. Επομένως…
Επομένως λέω να σας κοινοποιήσω κάποιες από τις ιστορίες που συντάσσω τον τελευταίο καιρό, παρά το ότι είναι ακόμη ανολοκλήρωτες και η έκβασή τους αβέβαιη. Πρόκειται για τα πρώτα κείμενα του αφηγήματος με ιστορικές αναφορές για το οποίο σας έχω ήδη μιλήσει…
Σήμερα αναρτώ τις πρώτες σελίδες από την εισαγωγή. Εδώ προσπαθώ να δώσω το περίγραμμα μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η μυθοπλασία. Επειδή πρόκειται για κείμενα λίγο-πολύ πρωτόλεια, τίποτα δεν αποκλείει να αλλάξουν εάν και όταν η αφήγηση θα προχωρήσει και η πλοκή θα βρει τα τελικά της αυλάκια.
Σημείωση: Ο τίτλος καθώς και οι τίτλοι των επί μέρους ενοτήτων είναι προσωρινοί (πρόχειροι).
Μήνυμα προς τους εθελοντές αναγνώστες: Καλό διάβασμα!
(Απόψεις και συμβουλές ευπρόσδεκτες)
Β. Νόττας
Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση
Κύλικες και Δόρατα (προσωρινός τίτλος)
Εισαγωγή
Όπου ο Εύελπις, έγκριτο μέλος της ομάδας των καταγραφέων – λογογράφων που ακολουθούν τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, αποφασίζει να δημιουργήσει ιδιωτική συγγραφή και να περιγράψει τις προσωπικές του εντυπώσεις και σκέψεις σχετικά με τα εξαιρετικά περιστατικά που βιώνει.
Πρόκειται για την μετάφραση στη νεοελληνική γλώσσα ορισμένων ευανάγνωστων σπαραγμάτων από τις καταγραφές του Ευέλπιδος του Μεγαρέως[1] που ανεβρέθησαν πρόσφατα. Το ακόλουθο τμήμα εκτιμάται ότι συνεγράφη περί το 330 πΧ. στα Σούσα ή στην Περσέπολη.
Στη θέση των δυσανάγνωστων ή απολεσθέντων τμημάτων σημειώνεται το σύμβολο […]
Α.1 Ο Εύελπις παρουσιάζει τον εαυτό του στους αναγνώστες και περιγράφει συνοπτικά τις περιβάλλουσες την συγγραφή συνθήκες
Λέγομαι Εύελπις, γιος του Ευρύνου. Γεννήθηκα στη Μεγαρίδα Γη, και συγκεκριμένα στη Νίσαια το λιμάνι των Μεγάρων από το οποίο σήμερα βρίσκομαι αναρίθμητους παρασάγγες μακριά.
Η Μοίρα, που επιβλέπει την πορεία των ανθρώπων, όπως εξάλλου και των θεών, φρόντισε ώστε να γίνω μάρτυρας συγκλονιστικών γεγονότων, τα οποία είμαι βέβαιος ότι οι σοφοί θα καταγράψουν και οι αοιδοί θα τραγουδήσουν στις μελλοντικές γενιές.
Τα γεγονότα αυτά σημαίνουν την έναρξη νέων εποχών, και μάλιστα όχι μόνο για τις χώρες των Ελλήνων και των γειτόνων τους. Όλα δείχνουν ότι ο ρους της Ιστορίας έχει επιταχυνθεί και ότι οι επιπτώσεις των τρεχουσών εξελίξεων αποκτούν ήδη ευρύτερη, οικουμενική διάσταση.
Ευχαριστώ την Ειμαρμένη που με έκρινε άξιο, αν και ακόμη σε ηλικία που οι άλλοι κρίνουν νεανική[2], να ζήσω όλα αυτά από κοντά. Αλλά είναι πιο σωστό να πω ¨ηλικία που έκριναν ως νεανική¨ άλλοτε. Γιατί ποιος τολμά τώρα πια να χαρακτηρίσει οποιονδήποτε πολύ νέο για οτιδήποτε, όταν ο άρχοντας βασιλιάς που ηγείται των Μακεδόνων και των λοιπών Ελλήνων σ’ αυτήν την πρωτόφαντη νικηφόρο ¨ανάβαση¨ δεν έχει ακόμη φτάσει τα τριάντα έτη ζωής;
Ο Αλέξανδρος ο του Φιλίππου, επικεφαλής των στρατευμάτων των ¨αεί παίδων¨[3], βρίσκεται σήμερα θριαμβευτής στο κέντρο της αυτοκρατορίας των Περσών, εκείνων δηλαδή που κατά τη διάρκεια αμνημόνευτων χρόνων αποτέλεσαν την κύρια απειλή ενάντια στην ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων.
Όμως και πάλι τον λόγο μου θα πρέπει να διορθώσω: Εχθροί μέγιστοι, περισσότερο καταστροφικοί ακόμη και από την Αυτοκρατορία των Περσών, υπήρξαν για τους Έλληνες η Έριδα και η Διχόνοια, δαιμόνια που εύκολα παρεισφρέουν και επηρεάζουν τον ¨παιδιώδη¨ χαρακτήρα ημών των Ελλήνων.
Δαιμόνια όμως που εν κατακλείδει υποχωρούν και ηττώνται, εάν όχι από τις παραινέσεις των σοφών ανδρών όπως ο Ισοκράτης ο Αθηναίος, ασφαλώς από τα ξίφη και τον ενθουσιασμό των ακριτικών ελληνικών λαών, οι οποίοι άνοσοι στα παλαιά πάθη αποδεικνύονται ικανοί να ανοίξουν νέους κοινούς δρόμους. Σε αυτούς έλαχε εν τέλει η τιμή να ξεπεράσουν την παρακμή και την αδυναμία που επέφεραν οι ανηλεείς εμφύλιοι πόλεμοι.
[…]
Ευελπιστώ ότι κάποτε οι λόγοι που καταγράφω εδώ ενδέχεται να αντιγραφούν και να φτάσουν με αυτόν τον τρόπο σε περισσότερους αναγνώστες, που θα βρίσκονται αλλού ή ακόμη και άλλοτε, στην δυσδιάκριτη χώρα του μέλλοντος.
Γιατί αυτή είναι ακριβώς η δύναμη της γραφής: όσα απαθανατίζει είναι δυνατό να ξεπερνούν τα όρια που θέτουν τόσο οι αποστάσεις, όσο και ο χρόνος.
Κι επειδή οι αναγνώστες που ίσως προσλάβουν τα όσα γράφω μου είναι άγνωστοι, όπως πιθανότατα θα τους προκύπτω άγνωστος κι εγώ, θεωρώ πρέπον να αναφέρω εδώ, καθώς αρχίζω την αφήγησή μου, ορισμένες κατατοπιστικές πληροφορίες. Σκοπός μου είναι να γίνει πιο κατανοητή η ανάγνωση των όσων διηγούμαι σε εκείνους που είτε στο χώρο είτε στον χρόνο βρίσκονται μακριά από εμένα.
Α.2 Ο Εύελπις διευκρινίζει τα σχετικά με την οικογένεια, την καταγωγή, και την παιδεία του, κάνοντας νύξεις στις αιώνιες εντάσεις ανάμεσα στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους
Ανάφερα ήδη πως με αποκαλούν ¨φορέα καλής ελπίδας¨, ανάγραψα επίσης το όνομα του Ευρύνου, του γεννήτορα και τον τόπο καταγωγής μου. Όμως, θα πρέπει να διευκρινίσω πως παρά το ότι αποτελώ καρπό της Γης των Μεγάρων, ανατράφηκα στην γειτονική Αττική Γη και έλαβα αθηναϊκή παιδεία. Αυτό συνέβη διότι ο Ευρύνους, υπέρμαχος των ειρηνικών σχέσεων ανάμεσα στις όμορες πόλεις, αναγκάστηκε να μετοικήσει με ολόκληρη την οικογένεια από τη Νίσαια στο άστυ των Αθηνών, σε μία περίοδο κατά την οποία στα Μέγαρα κυριαρχούσαν οι φίλοι των Λακεδαιμονίων.
Ας υπενθυμίσω στο σημείο αυτό, ότι οι εναλλαγές στον τρόπο που οι συμπολίτες μου αντιμετώπισαν τις άλλες ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα την ισχυρή γειτονική πόλη των Αθηνών, υπήρξαν αλλεπάλληλες.
Συχνά οι περίοδοι θανάσιμης έχθρας διακόπτονταν από περιόδους προσπαθειών αποκατάστασης των σχέσεων καλής γειτονίας. Οι εναλλαγές δε αυτές συνεχίζονται αέναα, από την εποχή του ιδρυτή ήρωα Μεγαρέα έως και σήμερα.
Οι λόγοι για την δημιουργία και την εμμονή του εριστικού κλίματος μεταξύ Μεγαρέων και Αθηναίων υπήρξαν πολλαπλοί. Μεταξύ των προφανέστερων το ότι τα Μέγαρα δημιούργησαν αποικίες και κατά συνέπεια ανάπτυξαν στόλο και εμπορικές δραστηριότητες ανταγωνιστικές με εκείνες των Αθηνών, καθώς επίσης ότι οι Μεγαρείς είμαστε απόγονοι Δωριέων και όχι Ιώνων και αυτό μας εντάσσει εγγύτερα στους έτερους ισχυρούς Έλληνες, τους Λακεδαιμόνιους.
Για τους πολίτες της Σπάρτης, ηγήτορες των Λακεδαιμονίων, δεν ήμασταν άλλο παρά προχωρημένο φυλάκιο της Δωρικότητας στα σύνορα με τις ¨μαλθακές¨ χώρες των Ιώνων. Οι Αθηναίοι πάλι, μας θεωρούσαν άλλοτε πολύτιμους φίλους, κατόχους ασφαλών λιμανιών στο Σαρωνικό, αλλά και στον Κορινθιακό κόλπο, άρα θυροφύλακες των δυτικών θαλασσών, και άλλοτε ετεροκινούμενους προξενητές άγους[4] και διαρκών ανασφαλειών. Οι αμαθέστεροι δε των Αθηναίων δεν δίσταζαν να λοιδορήσουν τον ¨μεγαρίζοντα¨ τρόπο ζωής.
Η αντιδικία με την πόλη των Αθηνών κατέληξε να έχει καταστροφικές συνέπειες για την χώρα των Μεγάρων. Είναι δε πιθανό να συνεισέφερε στην έναρξη του μεγάλου αδελφοκτόνου πολέμου που ακολούθησε τις παλιές ένδοξες μέρες, τότε που οι Έλληνες απέκρουσαν από κοινού τους εξ ανατολών αυτοκρατορικούς εισβολείς.
Α.3 Ο Εύελπις κάνει μνεία στις φιλικές σχέσεις ανάμεσα στον γεννήτορα Ευρύνου και τον αθηναίο διδάσκαλο Ισοκράτη.
Ο Ευρύνους, ζώντας στην εποχή που ακολούθησε την κοινή κατάρρευση της ισχύος των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων, που είχαν άπαντες εξαντληθεί από την πολύχρονη αλληλοκαταστροφή, θεώρησε πρέπον να υποστηρίξει ενεργά την αποκατάσταση της πνευματικής και πολιτικής ενότητας όλων των απογόνων του προπάτορα Έλληνα. Ασφαλώς γνώριζε και συμμεριζόταν σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις για τη δημιουργία μιας πανελλήνιας δύναμης, που ένθερμα διακήρυσσε ο Ισοκράτης των Αθηνών.
Ο Ισοκράτης, διδάσκαλος της ρητορικής τέχνης και συγγραφέας δεοντολογικών διατριβών, δεν είχε απ’ ευθείας ανάμιξη στην πολιτική ζωή του Αθηναϊκού Άστεως. Δεν επιχείρησε ποτέ την άμεση εκλογή του σε δημόσιο αξίωμα, και εθεωρείτο υπεράνω των καθέκαστα πολιτικών παρατάξεων. Αυτό δεν εμπόδιζε, αλλά μάλλον ενίσχυε την μεγάλη επιρροή που ασκούσε μέσω των λόγων του, οι οποίοι καταγράφονταν και κυκλοφορούσαν όχι μόνο εντός των Αθηνών, αλλά σε ένα ευρύτερο, πανελλήνιο κοινό. Οι λόγοι αυτοί ήταν επικεντρωμένοι στην επείγουσα αναγκαιότητα για ενότητα και συσπείρωση όλων των Ελλήνων, ούτως ώστε να ξεπεραστούν οι αυτοκαταστροφικές τάσεις των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και για να αντιμετωπιστεί η πάντοτε επικρεμάμενη ασιατική απειλή.
Ο Ευρύνους γνώριζε προσωπικά τον γέροντα διδάσκαλο της ρητορικής της γειτονικής μητροπόλεως, διατηρούσε φιλικές σχέσεις μαζί του και προμηθευόταν τακτικά τις Ισοκράτειες συγγραφές.
Αν και οι μνήμες μου από την περίοδο της μετοίκησης της οικογένειας του Ευρύνου από την Μεγαρίδα στην Αττική είναι συγκεχυμένες λόγω της τότε μικρής μου ηλικίας, γνωρίζω από τις αφηγήσεις των οικείων ότι ο σεβάσμιος Ισοκράτης και οι συννοούντες, ήταν εκείνοι που φρόντισαν να διευκολύνουν την εγκατάσταση του Ευρύνου στο Άστυ των Αθηνών, και μάλιστα όχι με την ιδιότητα του παροίκου, αλλά με εκείνη του επιφανούς φιλοξενούμενου.
[…]
Είχα λοιπόν την ευκαιρία να σπουδάσω κοντά στον γηραιό μεν, πλην όμως ευθαλή Ισοκράτη, ο οποίος συμπεριφέρθηκε απέναντί μου με τρόπο ανάλογο της εκτίμησης και της φιλίας που έτρεφε προς τον πατέρα Ευρύνου.
Ο Ισοκράτης, όπως άλλωστε και ο Πλάτων, ο επώνυμος ιδρυτής της αθηναϊκής φιλοσοφικής Ακαδημίας, έχοντας αμφότεροι παρακολουθήσει στο παρελθόν τη διδασκαλία του αείμνηστου Σωκράτη του Σοφρωνίσκου, συνέχιζαν, ο καθένας με τον τρόπο του, την παιδαγωγική προσπάθεια εκείνου. Ο Πλάτωνας όμως, αν και λίγο νεότερος απ’ τον Ισοκράτη απεβίωσε πρώτος, όταν εγώ ήμουν μόλις εννέα ετών και έτσι δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω προσωπικά τις ενδιαφέρουσες διαλέξεις του. Μπορώ πάντως να μαρτυρήσω ότι αυτές είχαν ευρύ αντίκτυπο ανάμεσα στους λόγιους Αθηναίους και ότι συχνά γίνονταν αφορμή για μακρές και έντονες συζητήσεις, τόσο ανάμεσα στον πατέρα μου τον Ευρύνου και ους φίλους του, όσο και ανάμεσα σε εκείνους που σύχναζαν στην σχολή ρητορικής του Ισοκράτη. Ακόμη και ο ίδιος ο Ισοκράτης, ο οποίος συχνά περιέπαιζε τους περί την Ακαδημία ως ¨θεωρητικολογούντες και επιστημολογούντες, πλην όμως τυρβάζοντες μακράν της πραγματικότητος¨, έδειχνε ενδιαφέρον για τα όσα λέγονταν εκεί σχετικά με την ¨ιδανική πολιτεία¨, τους ¨φιλοσοφούντες πολιτικούς¨ και τους ¨πολιτευόμενους φιλοσόφους¨.
Ένας από εκείνους που μαθήτευσαν επί μακρόν κοντά στον Πλάτωνα, και μάλιστα ένας από εκείνους που ο Πλάτων θεωρούσε από τους πλέον διαυγείς, ευρυμαθείς και διορατικούς νέους φιλοσόφους, ήταν ο Αριστοτέλης ο του Νικομάχου. Ο Αριστοτέλης προέρχεται από τα Στάγειρα, μια από τις βόρειες αποικίες της νήσου Άνδρου και των Χαλκιδαίων.
Α.4 Ο Εύελπις αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στον Ισοκράτη και τον Αριστοτέλη τον Σταγειρήτη
Όταν ο γηραιός πλην όμως οξύνους Ισοκράτης πείστηκε ότι το ιδανικό της ενότητας των ελλήνων θα μπορούσε να υλοποιηθεί όχι μόνον υπό την ηγεσία των Αθηναίων ή έστω μιας από τις άλλες γνωστές παλιές ελληνικές πόλεις, αλλά ότι σημείο εστίασης θα μπορούσε να είναι η ανερχόμενη Μακεδονική δύναμη, φρόντισε να απευθύνει επιστολές και παραινέσεις απ’ ευθείας στον βασιλέα Φίλιππο, προς τον οποίο εξ άλλου προσέβλεπε ήδη ανεπιφύλακτα η φιλομακεδονική μερίδα των συμπολιτών του. Όμως, εκτός από αυτό, ο Ισοκράτης φρόντισε να έρθει σε ιδιαίτερη επαφή με τον βορειοελλαδίτη διανοητή Αριστοτέλη.
Αυτός ο τελευταίος, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα είχε αποχωρήσει από την Αττική και αφού προσπάθησε να εφαρμόσει τις αρχές της Πλατωνικής Ακαδημίας στη Άσσο[5] και στη Μυτιλήνη, στη συνέχεια αποδέχτηκε πρόσκληση του Φιλίππου του Μακεδόνα και ανάλαβε την διαπαιδαγώγηση του δεκατριετούς γιου του, του σημερινού βασιλέα Αλεξάνδρου.
Από ό, τι υπέπεσε στην αντίληψή μου – διότι ο Ισοκράτης δεν δίσταζε να μιλάει χωρίς επιφυλάξεις για όσα τον απασχολούσαν, ιδιαίτερα όταν βρισκόταν στο οικείο περιβάλλον του οίκου του Ευρύνου – ο Αριστοτέλης του είχε απαντήσει, διαβεβαιώνοντάς τον μεταξύ άλλων ότι η παιδεία του νεαρού διαδόχου είχε ήδη ως άξονα το ελληνικό φρόνημα[6], όπως αυτό περιγράφεται στα Ομηρικά Έπη. Και ότι η δική του καθοδήγηση δεν θα μπορούσε παρά να εστιάζεται στις κοινές αξίες των ελλήνων.
Θυμάμαι επίσης ότι ο Ισοκράτης αναφερόταν συχνά στην υπόσχεση του Αριστοτέλη να επιστρέψει στην πόλη των Αθηνών, μόλις θα ολοκλήρωνε τα παιδαγωγικά του καθήκοντά στην Μακεδονία.
Είναι πιθανό ότι ο γηραιός διδάσκαλος θεωρούσε τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ως ενδεχόμενο συνεχιστή της δικής του προσπάθειας για την πνευματική ενίσχυση της συνοχής των Ελλήνων. Ο Αριστοτέλης διέθετε όλα τα απαραίτητα προσόντα για κάτι τέτοιο: διέθετε σπάνιες νοητικές ικανότητες, βορειοελλαδική προέλευση και μάλιστα από πόλη που είχε υποστεί τις συνέπειες της Μακεδονικής επέκτασης[7] -για τις οποίες εν τούτοις ο ίδιος δεν έδειξε μνησικακία- και επιπλέον είχε ήδη διαμείνει επί μακρόν στην πόλη των Αθηνών και ήταν μέτοχος της αθηναϊκής παιδείας.
Ίσως πάλι ο Ισοκράτης να αποσκοπούσε σε κάτι περισσότερο από αυτό. Έχω την εντύπωση ότι ο επίμονος γέροντας είχε καταστρώσει ένα πληρέστερο σχέδιο: δίπλα σε έναν ικανό άνδρα όπως ο Αριστοτέλης, θα μπορούσαν να συμπαραταχθούν ορισμένοι από τους μαθητές της δικής του ρητορικής σχολής, επιλεγμένοι από τον ίδιο και άπαντες ομού να αποτελέσουν τον εναρκτήριο πυρήνα μιας νέας, πανελλήνιας ηγετικής τάξης. Ένας από αυτούς, εάν συνέχιζα να είμαι επιμελής και αξιόπιστος ακόλουθός του, θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ, ο Δωριεύς Εύελπις από τα Μέγαρα. Ο ίδιος ο διδάσκαλος, λίγο πριν από το θάνατό του, μου είχε πει ότι στις επιστολές του προς τον Αριστοτέλη είχε ήδη αναφέρει το όνομά μου με τρόπο επαινετικό.
Πράγματι, η υπόσχεση του Αριστοτέλη για επιστροφή στο Αθηναϊκό Άστυ υλοποιήθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Φιλίππου και την ανάληψη της ηγεσίας των Μακεδόνων από τον Αλέξανδρο, δηλαδή μόλις πέντε έτη πριν από σήμερα. Δυστυχώς ο Ισοκράτης είχε ήδη αποβιώσει τρία χρόνια νωρίτερα, όταν εγώ ήμουν ακόμη δεκαοκτώ ετών.
[…]
(συνεχίζεται)
[1] Η παρουσία του Ευέλπιδος στην ακολουθία του Αλεξάνδρου επιβεβαιώνεται και σε κείμενα που εικάζεται ότι ανήκουν στον Καλλισθένη, συγγενή του Αριστοτέλη, ιστορικό και έμπιστο γραφέα των επισήμων επιστολών του Μακεδόνα βασιλέα.
[2] Από τα αναγραφόμενα προκύπτει ότι Εύελπις πρέπει να είχε περίπου την ίδια ηλικία με τον Αλέξανδρο, επομένως όταν συντάχθηκε το παρόν τμήμα των κειμένων πρέπει να ήταν 26 ετών.
[3] Ο Εύελπις προφανώς γνωρίζει τα όσα αναφέρει ο Πλάτων στον Τιμαίο, σχετικά με τον διάλογο ανάμεσα σε Αιγύπτιο ιερέα και τον Σόλωνα τον Νομοθέτη. Ο ιερέας φέρεται να λέει στον Αθηναίο σοφό: Ὦ Σόλων, Σόλων, Ἕλληνες ἀεί παῖδές ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν. Νέοι ἐστέ τάς ψυχάς πάντες. Οὐδεμίαν γάρ ἐν αὐταῖς ἔχετε δι’ ἀρχαίαν ἀκοήν παλαιάν δόξαν οὐδέ μάθημα χρόνῳ πολιόν οὐδέν.
Δηλαδή: Σόλωνα, Σόλωνα, εσείς οι Έλληνες μένετε πάντα παιδιά και δεν υπάρχει κανένας γέροντας Έλληνας. Νέοι είστε στις ψυχές σας όλοι. Γιατί δεν έχετε πεποιθήσεις ριζωμένες σε κληρονομικές δοξασίες ούτε γνώσεις γερασμένες.
[4] Προφανώς εδώ γίνεται υπαινιγμός στην υπόθεση του Κυλώνειου Άγους, που είχε ως πρωταγωνιστή τον Κύλωνα, αθηναίο μεν ευπατρίδη, αλλά υποκινούμενο από τον πεθερό του, τον τύραννο των Μεγάρων Θεαγένη.
[5] Ο Εύελπις αναφέρεται εδώ στις πλατωνικές αντιλήψεις περί του ηγετικού ρόλου των φιλοσόφων στην ιδανική Πολιτεία, καθώς και στην προσπάθεια του Αριστοτέλη να συνεισφέρει στην διοίκηση της μικρασιατικής πόλης Άσσου από τους πλατωνικούς Ερμεία, Έραστο και Κορίσκο
[6] Προφανώς στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στους προγενέστερους παιδαγωγούς του Αλέξανδρου, όπως ο Λεωνίδας, Μολοσσός από την Ήπειρο και ο Λυσίμαχος από την Ακαρνανία.
[7] Εδώ γίνεται μνεία στην πολιορκία και καταστροφή της πόλης των Σταγείρων από τον Φίλιππο το 349 π.Χ. Ο Φίλιππος επανοικοδόμησε την πόλη προς τιμήν του Αριστοτέλους.
Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: Αριστοτέλης, Αφήγημα, Αλέξανδρος, Ανάβαση, Θαίδα, Ιστορικό μυθιστόρημα, Ισοκράτης, Κύλικες και Δόρατα | 1 Comment »