Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Βιβλίο’

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Άρπαλος

Posted by vnottas στο 17 Αυγούστου, 2015

Μέρος Β, Κεφάλαιο έκτο           

Όπου ενώ μια ακόμη άμαξα φτάνει στα Σούσα, ο Άρπαλος συλλογιέται…

 view_33_87035749

Αργά το πρωί εκείνης της ίδιας μέρας, καθώς ο Καλλισθένης και ο Εύελπις περιηγούνται τα άδυτα του θησαυροφυλακίου, καθώς ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης εκτελούν τα χαχομικά τους πειράματα και καθώς η μεταφορική άμαξα με τον Ευρυμέδοντα και το Πουλχερίδιον κατευθύνεται με καθυστέρηση μόλις μιας νύχτας στην νότια είσοδο της πόλης των Κρίνων, στην βορειοδυτική πύλη, εκείνη στην οποία καταλήγει  η ¨βασιλική οδός¨ που έρχεται από την Βαβυλώνα, πλησιάζει ακόμη μια αρμάμαξα[1]. Είναι μια μεγάλη και καλοφτιαγμένη περσική κατασκευή, που την σέρνουν τρεις εύρωστοι ίπποι ζεμένοι με τον σκυθικό τρόπο.

Τρείς είναι και οι επιβάτες.

Ο ηνίοχος, κάτω από ένα υπερμέγεθες ψάθινο καπέλο στηριγμένο σε δυο επίσης τεράστια αυτιά, ξεφωνίζει παροτρύνσεις που, αν κρίνει κανείς από την αντίδραση των αλόγων, πρέπει να είναι αρκούντως εκνευριστικές. Τα άλογα εν τέλει εκτονώνονται καλπάζοντας προς τα μπρος, ενώ το κιτρινωπό τοπίο φεύγει γλιστρώντας γοργά προς τα πίσω.

Δίπλα του, αδιαφορώντας για τους θορύβους και τα σκαμπανεβάσματα,  λαγοκοιμάται ένας γίγαντας μετρίου (για γίγαντες) μεγέθους . 

Στο τμήμα των επιβατών της καρότσας βρίσκεται ο τρίτος της παρέας, ο νεότερος, με μαλλιά ανοιχτόχρωμα και μάτια επίσης κλειστά. Μόνο που αυτός δεν κοιμάται. Σκέφτεται. Τα ταξίδια του δημιουργούν πάντοτε σκέψεις, κυρίως απολογιστικές, ανασκοπητικές, αυτό-εξομολογητικές. Όταν ταξιδεύει τις αντέχει περισσότερο.

21-7

Είπα αυτό το ταξίδι να το κάνω ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Στην περίπτωσή μου μαθαίνεις περισσότερα όταν οι άλλοι δεν ξέρουν ποιος είσαι…

Ποιος είσαι άραγε Άρπαλε;

Είσαι ο Άρπαλος ο γιος του  Μαχάτα, ο Ελιμιώτης από την Αιανή; Αυτός που ο Μαχάτας τον ήθελε Μαχάτα κι αυτόν, ένα μικρό είδωλο του εαυτού του, κι όταν είδε ότι  το βρέφος είχε το ένα ποδάρι κοντύτερο από τ’ άλλο και ούτε δρομέας, ούτε άλτης, ούτε παλαιστής, ούτε βέβαια καβαλάρης μαχητής θα γινόταν ποτέ, τον ξέχασε κι αδιαφόρησε ολότελα γι αυτόν;

Είσαι ο Άρπαλος, που αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, πιτσιρίκος κι αυτός τότε -μόλις λίγο μεγαλύτερός σου-, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος να σε προστατεύει από τις καζούρες και τα άγρια αστεία των άλλων αρχοντο- πιτσιρικάδων, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος να πατήσει πόδι και να πει: χωρίς αυτόν εδώ το μικρό μου φίλο, ούτε κι εγώ εντάσσομαι στους ¨βασιλικούς παίδες¨, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, είναι σίγουρο πως θα σε εξαιρούσαν απ’ την αυλή του Φίλιππου και θα σ’ έδιωχναν χωρίς πολλές κουβέντες και δίχως βέβαια ο Μαχάτας να διαμαρτυρηθεί για την προσβολή! Αυτός ο Άρπαλος είσαι;

Την προσβολή! Χα! Τώρα που δεν είσαι πια ούτε παιδί ούτε αφελές μειράκιον, ξέρεις ότι οι ¨παίδες¨ της αυλής των βασιλέων δεν είναι μόνο προνομιούχα τέκνα των αρχόντων της επαρχίας που ανατρέφονται μαζί με τους διαδόχους για να προετοιμάσουν την αυριανή αυλή, αλλά, κυρίως, είναι όμηροι του άρχοντα που το παίζει βασιλιάς, έτσι ώστε οι ήσσονες  ισχυροί της περιφέρειας να μη του κουνιούνται και να μην τον αμφισβητούν.    

1270645791465_3

Μα όχι δικέ μου, εσύ είσαι ο Άρπαλος ο Μακεδόνας, ο ευπατρίδης, ο ταξιδεμένος, ο κολλητός του βασιλιά Αλέξανδρου!

Κολλητός; Δε θα ’λεγα. Όχι πια. Εκείνος δεν είναι πλέον εδώ, εκείνος είναι αλλού, εκείνος έχει πάει να κατακτήσει την οικουμένη. Δεν έχει καιρό πια για τον μικρό του φίλο. Τι κι αν φροντίζει να σου αναθέτει αρμοδιότητες και καθήκοντα. Χωρίς καν να σε ρωτήσει.

Παραπονιέσαι; Ναι, όταν είσαι μόνος σου, ή ακριβέστερα όταν ξεμένεις με τα χλωμά σου φαντάσματα, αυτά που, απρόσκλητα, σε συνοδεύουν και σε περιγελούν και σφυρίζουν σα φίδια στα αυτιά σου, τότε μπορεί και να παραπονιέσαι.

Κι όμως, εκείνος σου έδωσε τη μεγαλύτερη εξουσία μετά από τη δική του. Ίσως, στο μέλλον, ακόμα μεγαλύτερη κι απ’ τη δική του. Εκείνος είναι πολεμιστής και βασιλιάς, έχει στρατεύματα και υπουργούς και συμβούλους. Εσένα σου έδωσε το χρήμα, τον πλούτο, τον αμύθητο πλούτο της Ασίας. Ο Άρπαλος ο επί των χρημάτων!

Χρήματα! Θυμάμαι, έχουν περάσει μόλις λίγα χρόνια κι ας μοιάζουν αιώνες, που ήμουν στην Αθήνα, πριν ακόμη ξεκινήσει η εκστρατεία. Θυμάμαι ότι είχα βρεθεί εκεί ακολουθώντας την παραίνεση του Αριστοτέλη ότι  ¨η άγρα της γνώσης απαιτεί  κίνηση, θέλει ταξίδια¨. Κι εγώ είχα βαλθεί να σπουδάσω τη ζωή ταξιδεύοντας, έστω κούτσα κούτσα∙ και όπως είναι λογικό, ¨εξ Αθηνών άρξασθαι¨.

Οι Αθηναίοι είναι εκείνοι που περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα ξέρουν τη δύναμη και τα όρια του πλούτου. Θυμάμαι πόσο είχα γελάσει και πόσο είχα προβληματιστεί όταν στο θέατρο του Διονύσου είχα παρακολουθήσει ένα έργο για τον Πλούτο, γραμμένο από αυτόν τον παλιό θεομπαίχτη, τον Αριστοφάνη. Ο Πλούτος δεν ήταν παρά ένας θεός θεόστραβος, που καταλήγει πάντα στα χέρια των κακών και των ανάξιων.

Κάτι τέτοιο εξάλλου πιστεύαμε και όλοι εμείς (όλοι εσείς είναι ορθότερη διατύπωση), εμείς, η συντροφιά των ¨βασιλικών παίδων¨ του Φιλίππου, όταν συζητούσαμε για τη ζωή που μας περιμένει και τη στάση μας απέναντί της. Εσείς τον κόσμο θα τον κατακτούσατε με την τόλμη και την γενναιότητα στο πεδίο της μάχης, όπως οι ανένδοτοι Σπαρτιάτες τους οποίους ενδόμυχα θαυμάζετε. Εμένα οι Σπαρτιάτες θα με έριχναν στον Καιάδα και θα ξεμπέρδευαν. Το Χρήμα ήταν δευτερεύον. Το πολύ πολύ να μπουκώναμε μ’ αυτό τους μέτοικους των πόλεων για να κάθονται ήσυχοι και να μην συνωμοτούν.

Και όμως, τι ειρωνεία! Εδώ στην Ασία, ο τριφηλός πλούτος, το προϊόν, όπως και να το κάνουμε, της τόλμης και της γενναιότητάς σας, έρχεται να κατακάτσει στην αγκαλιά του Άρπαλου του Χωλού!

Θα έπρεπε να υποκλιθώ εδαφιαία όταν ο Αλέξανδρος με όρισε Ύπατο διαχειριστή των χρημάτων;  Θα έπρεπε να πέσω χάμω γονυπετής; Ή μήπως θα έπρεπε να ευχαριστήσω με τον περσικό τρόπο έρποντας στο δάπεδο; Δεν έκανα τίποτα απ’ όλα αυτά.. Ήμουνα συνεπής με τις δικές σας απόψεις για τον Πλούτο. Δεν τον υπερεκτιμούσα.

Θα έπρεπε ίσως να αρνηθώ; Δεν έκανα ούτε αυτό.

Έπρεπε να δοκιμάσω, να πειραματιστώ. Τι σόι εξουσία, τι σόι ικανοποίηση, τι σόι  πλήρωση και ευτυχία σου δίνει η κατοχή και η κατανάλωση του μεγάλου πλούτου.

Αποδέχτηκα το διορισμό, ενώ οι εσείς οι άλλοι ξεκινούσατε και πάλι ακάθεκτοι κυνηγώντας την ουρά της ιπτάμενης πτερωτής Νίκης στα πέρατα του κόσμου.

Έφερα εταίρες, έφερα κρασιά, έφερα ζώα και φυτά από τα πάτρια  εδάφη για να δω αν πιάνουν εδώ, έφερα και βιβλία, γιατί εκείνος, όταν θέλει να διαβάσει, σ’ εμένα απευθύνεται. Δεν αντέδρασε κανείς.

Έκανα συμπόσια και γλέντια και όργια που θα μείνουν ιστορικά, αλλά και πάλι, εκτός από κάτι πιστούς σκύλους, φανατικούς και αιθεροβάμονες σαν τον Καλλισθένη, που κάτι άρχισαν να σχολιάζουν και να διαμαρτύρονται, οι άλλοι μιλιά! Μερικοί χωριάτες της φάλαγγας με χειροκρότησαν κιόλας. Αυτός ναι, ξέρει να είναι κατακτητής, σιγανο-ψιθύριζαν μεταξύ τους.

Λένε ότι, όταν πήρα όσα τάλαντα μπόρεσα και την κοπάνισα για τα Μέγαρα, κι από κει -φυσικά- για την Αθήνα, ήταν το φιλαράκι μου ο Ταυρίσκος[2], ο κακός που με παρέσυρε.

Δεν είναι αλήθεια. Εγώ τον παρέσυρα γιατί χρειαζόμουν ένα βοηθό κι έναν παθιασμένο  συνένοχο που να κρατάει το ηθικό μου ψηλά. Γιατί, μα τον Δία, ο Ταυρίσκος όντας εκ γενετής  φτωχός και κακομοίρης λατρεύει το Χρήμα ανεπιφύλακτα. Να το έχει και να το ξοδεύει. Χωρίς φιλοσοφικές απορίες, ταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Ελπίζω να το γλεντάει το μερίδιό του, αν και, εδώ που τα λέμε, άλλο η Ήπειρος, όπου έχει καταφύγει και άλλο η Αθήνα, όπου βρέθηκα τελικά εγώ.

Στην Αθήνα επιτέλους και πάλι. Στο κλεινόν άστυ, όπου γλεντούσα και γελούσα, καθώς σκεφτόμουν τα ¨επιγραμματικά¨ των ιστορικών του μέλλοντος: Αλέξανδρος ο μέγας Κατακτητής, Άρπαλος ο μέγας Άρπαγας! Ποια η διαφορά; Λίγοι δάκτυλοι μείον στο πόδι του δεύτερου.

Στην Αθήνα, γελώντας σαρκαστικά και περιμένοντας τις αντιδράσεις τους, την αντίδραση εκείνου…

Και μα τους Αρχιδαίμονες και τα μικρά δαιμόνια μαζί, εκείνος αυτή τη φορά αντέδρασε… Αλλά πώς;

Σάμπως επικήρυξε τον μεγάλο κλέφτη Άρπαλο που άρπαξε τα τάλαντα κι έφυγε; Σάμπως ζήτησε την έκδοσή του από τους άσπονδους φίλους του, τους Αθηναίους; Μήπως με εξόρισε δια παντός;

Τίποτα από όλα αυτά. Η τιμωρία που μου επέβαλε ήταν πρωτότυπη.

Με συγχώρεσε! Και όχι μόνον αυτό. Μου επέτρεψε να γυρίσω στα κατακτημένα βασίλεια. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα… ή σαν να αδιαφορούσε πλήρως, ό, τι κι αν έκανα!

Μα τι, μα τον Ερμή τον Παμπόνηρο, πρέπει να κάνει κανείς για να τραβήξει επιτέλους την προσοχή; Ή εγώ την προσοχή δεν την αξίζω;

Αμ’ κάνετε λάθος φιλαράκια εταίροι, κι εσύ αλλοπαρμένε Καλλισθένη, αν νομίζετε ότι επιτηρώντας με θα με εξουδετερώσετε, Είμαι πάλι εδώ, με μεγαλύτερη όρεξη αυτή τη φορά. Να είστε σίγουροι ότι αργά η γρήγορα θα σας κάνω και πάλι να εκπλαγείτε.07dechirico

Την προηγούμενη νύχτα έβρεξε κι εδώ κι εκεί λούμπες νερό αντανακλούν τον πρωινό ήλιο. Πάντως, το τρί-ιππο αμάξι κυλάει γοργά προς τα Σούσα. Κατά πάσα πιθανότητα το μεσημέρι θα είναι εκεί.

*****

[1] Αρμάμαξα: Κλειστή άμαξα για επιβάτες ή φορτία.

[2] Η μόνη αναφορά στον Ταυρίσκο που βρήκα, βρίσκεται στην Αλεξάνδρου Ανάβαση του Αριανού (3ο βιβλίο, παρ.6η) και είναι η ακόλουθη: «ὀλίγον δὲ πρόσθεν τῆς μάχης τῆς ἐν Ἰσσῷ γενομένης ἀναπεισθεὶς πρὸς Ταυρίσκου ἀνδρὸς κακοῦ Ἅρπαλος φεύγει ξὺν Ταυρίσκῳ. καὶ ὁ μὲν Ταυρίσκος παρ᾿ Ἀλέξανδρον τὸν Ἠπειρώτην ἐς Ἰταλίαν σταλεὶς ἐκεῖ ἐτελεύτησεν».

(Συνεχίζεται… Στο επόμενο Μέρος Β΄ Κεφάλαιο έβδομο. Στο οινομαγειρείο της Βαβυλωνίου Πύλης)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Εκσυγχρονιστικό

Posted by vnottas στο 30 Ιουλίου, 2014

¨Εκσυγχρονιστικό¨ το λέω εγώ. Ο Νίκος, ίσως πιο απαισιόδοξα, το τιτλοφορεί απλώς ¨Σύγχρονο¨.

        images (14)

Νίκος Μοσχοβάκος

ΣΥΓΧΡΟΝΟ

 

Ανέπαφο είχε μείνει το βιβλίο.

Αν και βρέθηκε να στολίζει

τριών γενιών βιβλιοθήκες

κανείς ποτέ του δεν το άνοιξε

ούτε από περιέργεια.

Έτσι βρέθηκε στην κατοχή

του νέου κληρονόμου

ανθρώπου με αγωγή της εποχής

και γενικά ευσυνείδητου.

Αφού το εξέτασε εξωτερικά

και τίναξε τη σκόνη

που έμεινε στα χέρια του

είπε στην αλλοδαπή καθαρίστρια

-Αυτό να πάει για ανακύκλωση !

*

images (15)

Posted in ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Σιγκουάπα ή ένα σχεδόν αυτοτελές απόσπασμα με τα όλα του…

Posted by vnottas στο 4 Ιουλίου, 2013

images (11)

Να μια μικρή, σχεδόν αυτοτελής, ιστορία, παρμένη κι αυτή από το ΜΠΑ!!!, πέμπτο μέρος (¨Διακόπτουμε για αποδομήσεις, απορυθμίσεις, αποσυνθέσεις και αποσαρθρώσεις¨), δηλαδή εκεί που οι δύο δαιμονικές κλίκες, οι Νεοδαίμονες και οι Παλαιοδαίμονες, χωρίς να αμελήσουν τις μεταξύ τους τρικλοποδιές, (αν έγραφα σήμερα το ΜΠΑ!!! μάλλον θα τους έβαζα να στήσουν συγκυβέρνηση), αγωνίζονται να επιφέρουν, επιτέλους, το Τέλος. 

Συγκεκριμένα βρισκόμαστε στο 6ο κεφάλαιο του 5ου μέρους, όπου ο πράκτορας Σος Μορς  επισκέπτεται την αποσυρμένη δαιμόνισσα Σιγκουάπα και επιχειρεί να την πείσει να ενταχθεί με το μέρος των Νεοδαιμόνων (μεταξύ των οποίων έχει διαπιστωθεί έλλειψη επαρκούς πάθους).

Εδώ μια απόπειρα ανάγνωσης μετά μουσικής και ήχων
Στην υπόκρουση χρησιμοποίησα, μεταξύ άλλων, το Φάντο Chuva τραγουδισμένο από τη Mariza

και το Frenetico-tango-argentino

Porto-01

Μέρη μαγικά, καταραμένα

Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες στη νότια άκρη του μεγάλου εμπορικού λιμα­νιού σουρουπώνει.

Η ένταση του τροπικού ήλιου έχει ήδη μειωθεί στο ελάχιστο και ο όρμος με το νεκροταφείο των πλοίων σταμάτησε να φλέγεται.

Τώρα, ο ουράνιος προβολέας, τεράστιος, βυσσινής και ανώδυνος κατρακυ­λάει προς του χαμηλούς δασωμένους λόφους στα δυ­τικά.

Οι οδοντωτές στέγες των Φαβέλας  γύρω από τον όρμο μπαίνουν σιγά σιγά στη ζώνη της σκιάς και το ξυσμένο μίνιο στα πλευρά των παροπλισμένων καραβιών αποκτά, για μια φευγαλέα στιγμή, την ευκαιρία να λάμψει με την τελευταία κοκκινωπή ανταύγεια της μέρας.

Απέναντι, στον ουρανό της Ανατολής, μια παράξενη σκοτεινιά με κίτρινες και ερυθρές ραβδώσεις παίρνει να φουσκώνει και ετοιμάζεται να απλωθεί πάνω απ’ τη θάλασσα.

Σηκώνεται αέρας.

Ένας αέρας άλλοτε αδύναμος και παραχωρητικός κι άλλοτε απειλητικός και ζόρικος που αρχίζει να στριφογυρίζει ταρακουνώντας τα ξάρτια και τις σπασμένες αντένες των πλοίων.

Μεταλλικά σφυρίγματα, ραπίσματα χαλαρών σχοινιών και ντενεκεδένιοι ήχοι ανακατεύονται με αποσπάσματα από καθημερινές κραυγές που ο άνεμος αρπάζει από τη λιμανίσια φτωχογειτονιά -ίσως και απ’ το τροπικό δάσος πάρα έξω- φτιάχνοντας μηνύματα παράξενα, σε κώδικες εξωτικούς και δυσεπίλυτους.

Ένα ουρλιαχτό παρατεταμένο, αγωνιώδες,  υψώνεται για λίγο πάνω από τις στέγες με τις λαμαρίνες και ύστερα εξαερώνεται και εξαφανίζεται χωρίς να τραβήξει την προσοχή κανενός. Οι ναύτες και οι καταβροχθιστές δασών που κατηφορίζουν ως εδώ από το γειτονικό εμπο­ρικό λιμάνι και από τη ζούγκλα ψάχνουν για φτηνό ποτό και γι ανήλικα ευκαιρίας (που και τα δυο παράγονται άφθονα στις γύρω παράγκες) και δεν ενδιαφέρονται  για  τα αδέσποτα ουρλιαχτά.

Ούτε οι πόρνες που παίρνουν σιγά σιγά τη θέση τους μπροστά στις πόρτες με τις χρωματιστές κουρτίνες και με τις σήτες για τα κουνούπια, ενδιαφέρονται.

DSCN0716

Ύστερα από λίγο, σε ένα από τα παραπήγματα που είναι αραδιασμένα στην προκυμαία, ανοίγει μια παράπλευρη πόρτα.  Ένα ζευγάρι μικρόσωμων όντων -παιδιά, ίσως νάνοι-, βγαίνει κουβαλώντας έναν τεράστιο σακί. Δυσκολεύονται καθώς προσπαθούν να το μετακινήσουν σέρνοντάς το στο στενό χωμάτινο πέρασμα ανάμεσα στην «Ταβέρνα της Μεθυσμένης Γοργόνας» από όπου βγήκαν και το διπλανό υπόστεγο όπου, εδώ και καιρό, ένα μεγάλο κομμάτι βαπόρι αποσυναρμολογείται σε σιδερένια τεμάχια ανεξακρίβωτης χρησιμότητας και άγνωστου προορισμού.

Οι δύο μικρούληδες κατευθύνονται αγκομαχώντας προς τη θάλασσα, περνούν τον παράλιο τσιμεντένιο δρόμο και  κατεβαίνουν στην αποβάθρα. Τραβώντας και σπρώχνοντας καταφέρνουν να ρίξουν το τσουβάλι σε μια μικρή μαύρη βάρκα που λικνίζεται εκεί μπροστά.

Ύστερα, το ένα από τα δύο  μικροκαμωμένα όντα ψάχνει λίγο τριγύρω και βρίσκει μια μαυριδερή αλυσίδα. Ο άλλος κοντούλης ξετρυπώνει έναν τσιμεντόλιθο.

Τα ρίχνουν κι αυτά στη βάρκα και αποπλέουν γλιστρώντας στη ταραγμένη επιφάνεια των νερών προς την έξοδο του όρμου και τον Ωκεανό.

images (7)

Καθώς προσπερνούν το φάρο που έχει κιόλας αρχίσει τον νυκτερινό του λόξυγκα, ένα άλλο πλεούμενο διαγράφεται απέναντί τους με φόντο την κίτρινο­κόκκινη σκοτεινιά της ανατολής και μεγαλώνει ραγδαία καθώς έρχεται γοργά προς το μέρος τους. Είναι ένα κομψό, μικρό σκάφος που τους φτάνει γρήγορα και τους προσπερνά αγέρωχα κάνοντας τη βαρκούλα να τρικλίσει και σχεδόν να μπατάρει.

Οι δύο μικρούληδες προλαβαίνουν να δουν στο τιμόνι του σκάφους έναν ψηλό άνδρα. Δεν μπορούν, βέβαια, στο ημίφως του δειλινού να προσέξουν ούτε το άψογο βραδινό του κουστούμι που δεν έχει τίποτα το ναυτικό, ούτε το παράξενο κοροϊδευτικό χαμόγελο που κρέμεται από τα λεπτά, σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του, ούτε το παράξενα χλωμό του δέρμα, ούτε τα μάτια του που έτσι κι αλλιώς κρύβονται πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.

Την ώρα που οι δυο κοντοί πετούν τον σάκο στη θάλασσα, αφού πρώτα τον δέσουν γερά με την αλυσίδα στον τσιμεντόλιθο, έχει πια σκοτεινιάσει για τα καλά και ο άνδρας με το μαύρο γυαλιστερό κουστούμι, το δαντελωτό πουκάμισο και τα μαύρα γυαλιά έχει ήδη αποβιβαστεί στην κεντρική αποβάθρα του Όρμου.

Η παρουσία του καλοντυμένου τύπου κάτω από τα βρώμικα  φανάρια της προκυμαίας δεν φαίνεται να παραξενεύει κανέναν. Στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες έρχονται συχνά  πλούσιοι σικάτοι  τύποι κυνηγώντας απολαύσεις που να είναι ακόμα απαγορευμένες (πράγμα αρκετά δύσκολο την εποχή εκείνη).

Οπωσδήποτε, το να σου τύχει ένα τέ­τοιο φρούτο για ξεζούμισμα είναι μάννα εξ ουρανού για τους προξενητές της Μπαία. Γι αυτό καμιά ντουζίνα απ’ αυτούς τον περιτριγυρίζουν  αμέσως, προσφέροντάς του υποσχέσεις που θα ικανοποιούσαν και τους πιο εξεζητημένους διδάκτορες Περιπεπλεγμένης Διαστροφι­κής. Ο ψηλός όμως τους παραμερίζει και κατευθύνεται με σιγουριά προς τη ¨Μεθυσμένη Γοργόνα¨.

Οι προξενητές δεν επιμένουν. Τον τελευταίο καιρό στην πιάτσα του λιμανιού έχει βγει βρώμα ότι στη «Γοργόνα» συμβαίνουν πράγματα καινούργια, πρωτότυπα, ακατονόμαστα. Λεπτομέρειες δεν κυκλοφόρησαν ακόμη, όμως τα σαΐνια του λιμανιού κάτι ξέρουν. Και αυτό το κάτι είναι ότι ένα πανέμορφο σούπερ θηλυκό πολλών οκτανίων, έχει εγκατασταθεί στο μαγαζί  της προκυμαίας. Και μια έλξη που σχεδόν την μυρίζεις τρα­βάει όλους τους αρσενικούς προς τα ‘κει.

Η γκόμενα όμως φαίνεται πως ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλα τα μυστικά και τ’ απόκρυφα της γοητείας και δε δίνεται ούτε με τη πρώτη ούτε σ’ όποιον κι όποιον. Ούτε καν βγαίνει ποτέ από το παράπηγμα της Ταβέρνας.

Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι οι άντρες της Ακτής έχουνε τρελαθεί μαζί της, αλλά κανένας δεν έχει ακόμη μπορέσει να διηγηθεί στη πιάτσα λεπτομέρειες για τις μυστικές χάρες της Όμορφης. Και τώρα -ήτανε να το περιμένουνε οι μάγκες της Προκυμαίας- να που άρχισαν να ενδιαφέρονται και οι Απέξω.

Mauritania2005FOTON.21

Μια ριπή τ’ ανέμου ταρακουνάει το καλώδιο και τα πολύχρωμα λαμπάκια που κρέμονται γύρω από την είσοδο της «Γοργόνας» αναβοσβήνουν για μια στιγμή σπινθηρίζοντας. Ο  άνδρας περ­νάει κάτω από τη χρωματιστή ηλεκτρική γιρλάντα και σπρώχνει το πορτόφυλλο της ταβέρνας.

Μέσα, οι λιγοστοί λαμπτήρες που φωτίζουν την αίθουσα κρέμονται μελαγχολικά από το ταβάνι, γύρω από τον πάγκο του μπαρ. Από τους πελάτες του μαγαζιού διακρίνονται μόνο τα σκοτεινά  περιγράμματα ανάμεσα στους πηχτούς καπνούς που αναβλύζουν από τα τραπέζια και που μαρτυρούν το κάψιμο λογής λογής ουσιών.

Μόνο στο βάθος, πίσω από έναν τραβηγμένο μπερντέ, ένας ασθενικός προβολέας φωτίζει τρεις μουσικούς που με κιθάρες διαφορετικού μεγέθους, μια κανονική μια τεράστια και μια τόση δα μικρούτσικη, παίζουν ένα νοσταλγικό φάντο.

Ο καλοντυμένος άντρας πλησιάζει το πάγκο. Ένα ξυρισμένο κεφάλι με σκουλαρίκι, που προφανώς ανήκει στον μπάρμαν, τέλεια καμουφλαρισμένο ανάμεσα στα μισοάδεια μπουκάλια, αποκτά ξαφνικά αυτοτέλεια και τον ρωτά τι επιθυμεί.

Ο μαυροφορεμένος (για να μη χαλάσει την ατμόσφαιρα) θέλει ρούμι. Ύστερα σκύβει και κάτι λέει στ’ αυτί του γλόμπου.

Τι άλλο θέλει; Δεν είναι μυστήριο. Αυτό που θέλουν όλοι αυτή τη στιγμή στη Μπαία ντε Λος Σερπέντες και πάρα πέρα σ’ όλη την Ακτή.

Ένα πρασινωπό χαρτονόμισμα μετακομίζει από το κροταλίσιο πορτοφόλι του ψηλού, στην κωλότσεπη του ξυρισμένου.

Ο μπάρμαν απαντάει κι αυτός ψιθυριστά. Ναι, η Γόησσα, αυτή για την οποία όλοι μιλάνε, είναι εδώ. Σε λίγο θα τραγουδήσει. Ναι, είναι καλύτερη από οποιαδήποτε περιγραφή.  Όμως, εκείνος δε μπορεί να υποσχεθεί τίποτα, η Όμορφη αποφασίζει από μόνη της.

Έπειτα, βγαίνει από το κουβούκλιό του και οδηγεί τον ασπριδερό Ψηλό σ’ ένα τραπέζι φυλαγ­μένο για τα δυνατά πουρμπουάρ.

FADO_baixa

Η ώρα ήρθε. Ο μπερντές που το παίζει αυλαία τραβιέται ξανά και από πίσω δε βρίσκονται τώρα μόνο οι τρεις μουζικάντηδες με τις ανισομεγέθεις κιθάρες, αλλά και ένας μικρός μαύρος μ’ ένα τουμπελέκι, καθώς και μια άλλη φιγούρα, ακίνητη, που σιγά σιγά φωτίζεται, καθώς ο προβολέας λες και καρδάμωσε ξαφνικά.

Μια γυναίκα.

Η γυναίκα!

Μέσα στην αίθουσα απλώνεται ξαφνική σιγή.

Ακόμα και οι γυμνόστηθες μελαψές κοπέλες που τριγυρνάν από τραπέζι σε τραπέζι παύουν να φλυαρούν και προσηλώνονται στο πάλκο μαζί με τους αρσενικούς.

Το ταμπούρλο δίνει το ρυθμό και η γυναίκα τραγουδάει. Δίχως να κινείται πολύ, στηριγμένη σε μια ψάθινη καρέκλα, με το κόκκινο φόρεμά της να φτάνει ως κάτω, στο σανίδι της εξέδρας, με τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της να κυματίζουν απαλά σε κάθε της κίνηση.

Πίσω απ’ τη βαθιά, ίσως λίγο τραχιά φωνή της οι κιθάρες απλώνουν ένα χαλί  πλεγμένο με αισθησιακές ηδυπαθείς αρμονίες. Και μετά η φωνή εκείνης, παίρνει  τις μουσικές φράσεις και πότε τις πλέκει σε συνδυασμούς γεμάτους υπαινιγμούς άφατων ηδονών, πότε τις ανεβάζει σε ορμητικά, άγρια κρεσέντο που μαγεύουν και φοβίζουν.

Ωστόσο τα τσακάλια της Ακτής που μαζεύτηκαν απόψε στη «Γοργόνα» δεν είναι από τη φωνή της Ωραίας που ακινητοποιούνται και χαζεύουν.

Είναι η εικόνα της που ξυπνάει μέσα τους ό, τι το πιο άγιο και πιο αμαρτωλό. Η εικόνα της, που για τον καθένα είναι διαφορετική.

Οι πιο απίθανες επιθυμίες τους αγκιστρώνονται πάνω της.

Πάθη που ζητούν κορεσμό, ενοχές που θέλουν εξιλέωση, μοναξιές που θέλουν απάντηση. Οι πιο απίθανες φαντασιώσεις θέλουν τη Γυναίκα της ¨Γοργόνας¨ για ηρωίδα τους.

Ο μαυροφορεμένος είναι κι αυτός ακινητοποιημένος ή έτσι θα νόμιζε κανείς βλέποντας το πρόσωπό του, χλωμό στις αντανακλάσεις του προβολέα, με τα σκούρα γυαλιά και τα ίχνη απ’ το ειρωνικό χαμόγελο να εξακολουθεί να κρέμεται απ’ τα σχεδόν ανύπαρκτα χείλη του.

Η γυναίκα τραγουδώντας μετακινείται αργά προς το μέρος των θαμώνων. Η κίνησή της έχει κάτι το παράξενο, σαν κάτι να την τραβάει προς τη γη (άραγε μια μικρή γυναικεία αδυναμία ώστε να γίνει τέλεια η έλξη της πάνω στους αρσενικούς του λιμανιού; άραγε μια κρυφή σύνδεση με τη γυναικεία υπόσταση της μάνας Γαίας;), αλλά αυτή αντιστέκεται σ’ αυτό το κάτι, το ελέγχει  και, γλιστρώντας περισσότερο παρά περπατώντας, φτάνει στο κέντρο της αίθουσας.

Εκεί το τραγούδι της τελειώνει και πίσω του σβήνουν οι κτύποι του ταμπούρλου και το άρπισμα των χορδών.

Οι μάγκες του λιμανιού μένουν για λίγο άφωνοι, αλλά μετά σηκώνονται όρθιοι, χειροκροτούν, επευφημούν, παραδέχονται, ουρλιάζουν, συναινούν, εγκρίνουν επικροτούν, ποδοκροτούν, καθομολογούν, λένε καλά λόγια, μετανοούν (για ότι κακό έχουν πει μέχρι τότε για τις γυναίκες), επιδοκιμάζουν, δοξάζουν, θέλουν κι άλλο, τα θέλουν όλα, θέλουν εκείνη!

Εκείνη χαμογελάει, αλλά δεν υποκλίνεται, παρά μόνο κάνει να υποχωρήσει, πάντα με το συρτό της βήμα, σα ρωσίδα Πριγκίπισσα- Χορεύτρια, προς το βάθος της αίθουσας. Δεν προλαβαίνει. Καθώς βρίσκεται κοντά στον μαυροφορεμένο, αυτός με μια φιδίσια κίνηση την αρπάζει απ’ το λευκό μπράτσο και την τραβάει προς το μέρος του.

ciguapa (1)

Η Ωραία βρίσκεται τώρα στα γόνατά του.

Τα μάτια της αστράφτουν με μια στιγμιαία λάμψη θανάσιμης έχθρας.

Τα κόκκινα νύχια της στοχεύουν το χλωμό του πρόσωπο, αλλά εκείνος, πιο γρήγορος, την ακινητοποιεί.

Ανάμεσά τους λαμπυρίζουν αστραπές έντασης.

Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην ένταση που γιγαντώνεται στην αίθουσα.

Ο ξένος είναι απαράδεκτος, εγκληματίας, ιερόσυλος!

Οι θαμώνες θυμώνουν.

Βγάζουν χατζάρια, μασέτες, γιαταγάνια, μαχαίρια, στιλέτα, ο μπάρμαν βγάζει από τα έγκατα του πάγκου του ένα μπαλτά και ο μάγειρας εμφανίζεται στην πόρτα της κουζίνας μ’ ένα εγχειρίδιο (μαγειρικής).

Ο χλωμός άνδρας δεν δείχνει  να πτοείται.

Ανασηκώνεται κρατώντας με το ένα χέρι σφικτά στην αγκαλιά του τη γυναίκα.

Εκείνη σπαρταράει, αλλά αυτός πιέζει το πρόσωπό της στρίβοντάς το προς το στήθος του, έτσι ώστε να μη μπορεί να δει τι θα συμβεί στην αίθουσα.

Μετά κάνει μια κίνηση πολύ απλή, αλλά και άκρως αποτελεσματική -όπως θα αποδειχθεί αμέσως τώρα. Σηκώνει το άλλο ασπριδερό χέρι και βγάζει τα σκούρα γυαλιά.

Οι μάγκες της Μπαία ντε Λος Σερ­πέντες δεν συνηθίζουν να κοιτούν τα μελλοντικά τους θύματα στα μάτια. Τώρα όμως δεν μπορούν να το αποφύγουν.

Το βλέμμα τους μοιραία, αναπόφευκτα, μαγνητίζεται από αυτό που βρίσκεται κάτω από τα μαύρα κρύσταλλα του μαυροφορεμένου τύπου: δυο άδειες κόγχες  που εκπέμπουν κιτρινοκόκκινες γλώσσες φωτιάς.

Από κάποιον στο βάθος, πολύ μεθυσμένο για να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται, ξεφεύγει μια κραυγή: «Φάτε τον το Μούργο», αλλά ξαφνικά βρίσκεται να κρατάει στο χέρι, αντί για το σπασμένο μπουκάλι που κράδαινε μια στιγμή πριν, το κεφάλι του, ενώ στην παραδοσιακή θέση του κεφαλιού του βρίσκεται τώρα ένα φιάσκο κρασιού και μάλιστα άδειο.

Ένας άλλος, που από κεκτημένη ταχύτητα ξαπόστελνε στον Χλωμό ένα μαχαίρι, αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι τόσο το μαχαίρι όσο και το χέρι του έχουν μεταβληθεί σε μια πρασινωπή οχιά που τώρα τον κοιτάζει με ύφος όχι και τόσο φιλικό.

Οι θαμώνες ξεθυμώνουν και κατακάθονται στα τραπέζια τους.

"fado"-playing a tradicional portuguese guitar

Ο δαίμονας χαλαρώνει τη λαβή και η γυναίκα γυρίζει προς την αίθουσα για να διαπιστώσει ότι το πλήθος έχει δαμαστεί, έστω κι αν δεν καταλαβαίνει πως ακριβώς έγινε αυτό.

Χαλαρώνει κι αυτή. Χώνει το γό­νατό της ανάμεσα στα σκέλια του μαυροντυμένου και  σφίγγεται πάνω του.

Μετά τον παρασέρνει μαζί της σε μια μικρή πόρτα, στο πίσω μέρος του μαγαζιού.

Στην Ταβέρνα της Γοργόνας φαίνεται ότι οι δαίμονες είτε ξορκίζονται γρήγορα και πάνε γι άλλα αλλού, είτε γίνονται αποδεκτοί κι ενσωματώνονται στον ανθρώπινο παραλογισμό του τόπου.

Το γεγονός είναι πάντως ότι στην αίθουσα όλα μοιάζουν να ‘χουν καταλαγιάσει.

Τα κορίτσια κυκλοφορούν και πάλι ανάμεσα στους μάγκες, δυο τρία παράταιρα σώματα που περίσσεψαν από το επεισόδιο με τον Χλωμό Δαίμονα έχουν ήδη σταλεί να κάνουν παρέα στα μεταλλαγμένα ψάρια του ωκεανού  και, στο πάλκο, οι κιθάρες συνοδεύουν τώρα έναν μυστακοφόρο δεξιοτέχνη ακορντεονίστα που επιδίδεται στην εκτέλεση ενός παθιασμένου ταγκό.

Στο μικρό δωματιάκι στο βάθος, οι ήχοι του ταγκό φτάνουν ανακατεμένοι με το βουητό του ανέμου που έχει σηκωθεί και πάλι σφοδρός και σαρώνει τα μαγαζιά της αποβάθρας.

Αλλά ούτε η γυναίκα ούτε ο δαίμονας προσέχουν τον άνεμο.

Η γυναίκα έχει πια διαλέξει και τώρα έχει πάρει την πρωτοβουλία της συνάντησης. Έχει τραβήξει το κορδόνι που σβήνει τη λάμπα και το δωματιάκι φωτίζεται ελάχιστα από τις χαραμάδες της πόρτας. Το κόκκινο φόρεμα βρίσκεται στο πάτωμα μαζί με τα δαντελένια εσώρουχα και εκείνη στέκεται τώρα γυμνή, όρθια, ακουμπισμένη στην σαραβαλιασμένη πολυθρόνα απέναντι από το κρεβάτι.

Ξέρει τη δύναμή της και ξέρει τη μοίρα της.

Ξέρει ακόμη τη μοίρα αυτού του άνδρα που τόλμησε να την προσβάλει, αλλά συνάμα να τη διεκδικήσει και που είναι τώρα εκεί, μπροστά της, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακόμη ντυμένος και με το αδιόρατο σαρκαστικό του χαμόγελο να γίνεται αισθητό παρά το ημίφως.

Η γυναίκα τον πλησιάζει και αρχίζει να τον γδύνει με αισθησιακή σοφία που θα έκανε μια βετεράνα γκέισα να αισθανθεί αδέξια γράσο-πρωτάρα (debu­tante).

Κάτω από το σκούρο κουστούμι είναι άσπρος όσο και το νταντελωτό του πουκάμισο. Είναι πιο άσπρος από οποιονδήποτε έχει γνωρίσει ως τότε, αλλά η γυναίκα δεν έχει προκαταλήψεις και ξέρει από πείρα ότι οι άνθρωποι ξεφουρνίζονται σε πλήθος ράτσες και παραλλαγές.

Τα πλευρά του ξένου είναι στενά  και παρακάτω το πέος του, στο άγγιγμά της τινάζεται και ανασηκώνεται σαν ερπετό.

Η γυναίκα για μια στιγμή σταματά έκπληκτη. Δεν της έχει ξανατύχει τέτοια αντίδραση. Το όργανο του χλωμού άντρα είναι στενό και μακρύ και παρά τη σκληράδα του ευλύγιστο.

Η έκπληξή της κρατά ένα τίποτα. Σκέφτεται: ¨Έ, και τι έγινε;¨, και το χέρι της μπαίνει κάτω από το στρώμα και ξαναβγαίνει αμέσως κρατώντας ένα μακρύ ξυράφι μπαρμπέρη.

ββ

Με μια κίνηση γρηγορότερη απ’ όσο χρειάζεται μια βρώμικη φήμη για να διαδοθεί παντού (ακόμη και χωρίς τη βοήθεια του Μουμουεδώνα) το ξυράφι επιτίθεται στο πέος και το κόβει σε δύο ισομεγέθη κομμάτια.

Ένα σιντριβάνι αίμα πλημμυρίζει το μικρό δωμάτιο.

Ή τουλάχιστον αυτή είναι η πρώτη εντύπωση, γιατί, ενώ το σιντριβάνι είναι πραγματικό, έχει δηλαδή τη συμμετρική τελειότητα μιας αναγεννησιακής φοντά­νας, το αίμα δεν είναι ακριβώς αίμα, άλλα ένα αμέτρητο πλήθος κατακόκκινες λαμπερές μύγες που αφού ολοκληρώσουν το ρόλο τους σαν σταγόνες, αρχίζουν να κάθονται παντού κατακοκκινίζοντας το μικρό χώρο.

Η γυναίκα δείχνει ξαφνικά απελπισμένη και άσχημη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβιούνται σε μια φρικιαστική γκριμάτσα κακίας, ενώ τα νύχια της μακραίνουν και το δεξί της χέρι χώνεται στο αριστερό μέρος του άσπρου στήθους του δαίμονα.

Ψάχνει, κάτι βρίσκει, και τραβιέται ξανά έξω.

Αυτό όμως που πάλλεται στην παλάμη της δεν είναι η καρδιά του άνδρα, αλλά ένα σαραβαλιασμένο μηχανικό ξυπνητήρι που, μάλιστα, αρχίζει ξαφνικά να κουδουνίζει μ’ έναν εξοργιστικά κοροϊδευτικό ήχο.

«Πάκο, Πακίτα», φωνάζει υστερικά η γυναίκα.

Ο Δαίμονας έχει τώρα σηκωθεί και ξαναφοράει το παντελόνι του χώνοντας μέσα και το κομμάτι του πέους που περίσσεψε.

Η φωνή του είναι λεπτή, ένρινη, αλλά ήρεμη.

«Μη φωνάζεις άδικα», της λέει. «Οι δύο κοντοστούπηδες βοηθοί σου, γυρίζοντας από το θέλημα που τους έστειλες, παρασύρθηκαν από μια ριπή απροσδιοριστίας και τώρα υπολογίζω ότι πρέπει να έχουν εξοκείλει σε  κάποια βραχονησίδα στη μέση του ωκεανού».

«Πάκο, Πακίτα, θα σας γδάρω τέρατα», εξακολουθεί να ουρλιάζει η γυναίκα.

«Μη τα βάζεις μαζί τους Σιγκουάπα. Οι κοντοπίθαροι, σου είναι πάντα πιστοί. Μάλιστα, πριν τους τύχει αυτή η μικρή αναποδιά, πρόλαβαν και ξαπόστειλαν  στα βάθη του Ωκεανού το τελευταίο σου θύμα, τον καταβροχθιστή δασών από τη ζούγκλα».

Εκείνη ακινητοποιείται. Γυρίζει, τον παρατηρεί προσεκτικά. «Δεν ξέρω τι μου λες», λέει.

Ο Δαίμονας τραβάει το σκοινάκι και ο λαμπτήρας φωτίζει  και πάλι το δωμάτιο, ενώ οι κόκκινες μύγες εξαφανίζονται. Μετά την κοιτάζει από τη κορυφή ως τα νύχια.

Η γυναίκα είναι πάντα γυμνή και είναι και πάλι εκπληκτικά όμορφη.

Ο λαιμός της, τα στήθη της, η κοιλιά της, οι μηροί της, οι γάμπες της  δεν είναι απλά τέλειες. Τέλειες ανατομίες μπορείς να βρεις κάθε μέρα, σε κάθε φτηνό περιοδικό γεμάτο μοντελάκια των τρεις κι εξήντα.

Είναι κάτι παραπάνω: είναι ελκυστικές κι αυτό είναι που μετράει, για όλους, ακόμα και για το δαίμονα που την παρατηρεί με θαυμασμό.

Μετά τα μάτια του καρφώνονται στα πόδια της.

Εδώ υπάρχει το Σημάδι.

Της το δείχνει για να την κάνει να καταλάβει ότι αυτός ξέρει και ότι οι διαμαρτυρίες της είναι περιττές.

Η Όμορφη έχει δύο πόδια αριστερά, άρα η Όμορφη είναι η Σιγκουάπα.

Η Σιγκουάπα, η Δαιμόνισα που εκδικήθηκε για αιώνες τη θρασύτητα των ανδρών, η ακαταμάχητη Λάμια που μπορούσε να πάρει την όψη και τον ξεχωριστό χαρακτήρα της γυναίκας που ο κάθε άνδρας ονειρεύεται, πριν τον μακελέψει.

Η εκδικήτρα που όμως, μόλις πήραν το πάνω χέρι οι μοντέρνες μάγισσες, εκείνες που πάλευαν τους άντρες με τα δικά τους αρσενικά μέσα, αποσύρθηκε πεισμωμένη στα δάση του Αμαζόνιου.

Όμως δεν στέριωσε ούτε εκεί η Σι­γκουάπα. Πρόσφατα έφτασαν και στα τελευταία παρθένα δάση οι καταβροχθι­στές δασών με τις αδηφάγες μπουλντόζες τους.

Και η Σιγκουάπα κατηφόρισε στη παραλία πιο απελπισμένη κι οργισμένη από πριν.

Αυτήν αναζητούσε ο Σος Μορς, μεταμφιεσμένος σε κοσμοπολίτη μεγαλομέτοχο για να μην τον εντοπίσουν οι παλαι­οδαίμονες.

φγ

Η αποστολή του είναι να της εξηγή­σει την σοβαρότητα της κατάστασης, να  την προσηλυτίσει και να την πείσει να περάσει στο νεοδαιμονικό στρατόπεδο.

Στο γενικό επιτελείο των Νεοδαιμό­νων είχαν καταλήξει ότι οι τελευταίες επιχειρήσεις δεν πήγαιναν και τόσο καλά επειδή, όντως, από τους νεωτεριστές  έλειπε μια επαρκής δόση πάθους. Μετά έψαξαν στα αρχεία για να δουν αν υπήρχε κανένας παθιασμένος δαίμονας που να μην είχε ήδη προσχωρήσει στους αντίπαλους. Εκεί ο Μανατζέριους και ο Ελεκτρόνικους ανακάλυψαν τη Σι­γκου­άπα με τα δυο αριστερά πόδια.

Υπήρξαν βέβαια μερικές μουστακο­φόρες νεοδαιμόνισες, σπονσόρισες του τέταρτου και του πέμπτου φύλου, που είχαν κάποιες αντιρρήσεις και που δήλωσαν ότι θεωρούν τη Σιγκουάπα ξεπερασμένη, αν όχι κάπως ύποπτη για μανι­χαϊκό σεξιστικό αυθορμητισμό. Όμως οι ενστάσεις αυτές τελικά ξεπεράστηκαν, ο Μουμουεδώνας έδωσε τη συγκατάθεσή του, και ο Σος Μορς ξεκίνησε για το νότιο ημισφαίριο.

Νάτος λοιπόν τώρα που (ύστερα από ένα συνηθισμένο δαιμονικό σκέρτσο από εκείνα που συνηθίζονται ανάμεσα στα ξωτικά γιατί τα διασκεδάζουν και τους επιτρέπουν να αλληλοαναγνωρίζονται πέρα από κάθε αμφιβολία), προσπαθεί να εξιστορήσει στη Σιγκουάπα τις τελευταίες εξελίξεις, (σύμφωνα πάντα με τη νεοδαιμονική εκ­δοχή) και να της εξηγήσει γιατί θα έπρεπε να μπει στον αγώνα με το μέρος των Νεωτεριστών.

Ο Μορς επιμένει ιδιαίτερα στα νεώτερα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ιστορική Πτώση και το κατρακύλισμα των δαιμόνων στα κάτω πατώματα, δεν οφειλόταν ακριβώς στην περίφημη Μεγάλη Παλαιά Ανταρσία! (ΜΠΑ!), αλλά ήταν το αποτέλεσμα της παρενόχλησης των θνητών γυναικών από τους ερωτύλους παλαιοδαίμονες.

Η κουβέντα ανάμεσα στην Σι­γκουάπα και τον Σος Μορς κράτησε μια ολόκληρη μακριά νύχτα, κατά τη διάρ­κεια της οποίας ο κιτρινοκόκκινος τυφώνας της Ανατολής έφτασε μέχρι την Μπαία και σάρωσε πέρα ως πέρα την Ακτή, μη αφήνοντας τίποτα όρθιο εκτός από το δωματιάκι όπου γινόταν η συνομιλία.

Το πρωί, η Σιγκουάπα ακολού­θησε τον Σος Μορς στις προστατευμένες περιοχές.

Νύχτα έκτη

… Τη νύχτα εκείνη όλες οι δευτερότοκες χελώνες καρέτα- καρέτα βγήκαν από τα αυγά τους και άρχισαν να κολυμπούν σε πελάγη ευτυχίας με το καύκαλό τους διακοσμημένο με φωτεινές διαφημιστικές επιγραφές σε ακατανόητη διάλεκτο…

Ίσως γι αυτό κανένας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή.

Την ίδια νύχτα, όσοι λέο­ντες επιζούσαν ακόμη, απέκτη­σαν χαίτη με χωρίστρα στη μέση και λαμέ μες, ενώ, χωρίς κανέ­νας να το προσέξει, οι χαμαι­λέοντες ανακηρύχτηκαν βασιλείς της ζούγκλας.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Από το ημερολόγιο καταστρώματος: αλλαγή πορείας

Posted by vnottas στο 18 Ιουλίου, 2012

Για να σας τα πω όλα, τα αρχικά σχέδιά μου για το προσεχές χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένου και (τμήματος) του καλοκαιριού, ήταν άλλα.

Έλεγα, είχα μάλιστα ήδη αρχίσει να μαζεύω τα σχετικά στοιχεία, να ασχοληθώ με την περιγραφή και την ανάλυση του μεσαιωνικού σταδίου της ¨πορείας¨  των ανθρώπων της επικοινωνίας, (των επικοινωνητών, όπως τους ονομάζω στο σχετικό σύγγραμμα) από τον Βωμό και τον Άμβωνα, στην Οθόνη.

Στο ομώνυμο βιβλίο, αφού περιέγραφα την βασική υπόθεση εργασίας([i]), ανέλυα διεξοδικά μόνο την πρώτη φάση αυτής της πορείας: την περίοδο που οι επικοινωνητές ήταν ¨μάγοι¨, μάντεις, σαμάνοι, και άλλα παρόμοια, δηλαδή την περίοδο της Προφορικότητας, η οποία συμπίπτει κατά αρχήν με την προϊστορική εποχή..

Αυτή τη φορά είχα επιλέξει την μεσαιωνική περίοδο, όχι γιατί οι άλλες ήταν λιγότερο ενδιαφέρουσες.

Είναι, για παράδειγμα, ελκυστικά ενδιαφέρουσα η τρέχουσα εποχή του ¨διαδικτύου¨: τηλεματική, ¨μετανεωτερική¨, μη ακόμη ολοκληρωμένη, άρα με δόσεις εκκρεμότητας και σασπένς.

Ή η παρεμβαλλόμενη στην Αρχαϊκότητα περίοδος του πρώιμου ελληνορωμαϊκού μοντερνισμού, όπου θα ήταν ενδιαφέρον να ψάξει κανείς, τώρα που υπάρχει εντονότερη ροή στοιχείων,  αντιστοιχίες και αντιστίξεις με τις εξελίξεις στην τότε Άπω Ανατολή.

Εν τέλει κατέληξα στην εποχή του μεσαίωνα γιατί, όπως είχα εικάσει σε ένα άλλο κείμενό μου,([ii]) υπάρχουν ορισμένες σημαίνουσες ομοιότητες ανάμεσα στη σημερινή και την τότε εποχή, με κυριότερη την αυξημένη εξουσία των Ιδιωτών .([iii])

Εξάλλου, από ό, τι φαίνεται, η παλιά διένεξη, έχθρα, αντιδικία, ανάμεσα στους Αρχαϊκούς (ιερατείο) και τους εκκολαπτόμενους τότε Νεωτερικούς επικοινωνητές (ιντελιγκέντσια), που θα πρωτοεμφανιστεί στο τέλος της μεσαιωνικής περιόδου, μοιάζει να επαναλαμβάνεται σήμερα (έστω ως φάρσα, μια που κανείς δεν είναι πια αυτό που ήταν) με χρήση νέων επικοινωνιακών όπλων, όπως, παραδείγματος χάριν, κωδίκων Ντα Βίντσι ή άλλων κινηματογραφικών Παθών.

Έχοντας λοιπόν αποσαφηνίσει τη γραμμή έρευνας, και αφού είναι καμιά εικοσαριά χρόνια που δεν κάνω χρήση της διευκόλυνσης που προβλέπεται για τους πανεπιστημιακούς, προκειμένου να συγγράψουν, ζήτησα να απαλλαγώ, για το νομίμως προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, από το λοιπό διοικητικό και διδακτικό έργο, προκειμένου να αφιερωθώ σ’ αυτήν τη δουλειά.

Μου είπαν ναι, ευχαρίστως, αλλά αμέσως μετά ανακάλυψα (ένα βράδυ, καθώς πίναμε τσίπουρα στην Καλαμαριά και τα λέγαμε με παλιούς φίλους-καθηγητές, από την εποχή που ήμουν στην Αρχιτεκτονική), ότι ο (εν τω μεταξύ σε τυπική ισχύ) νέος αρχοντοχωριάτικος όσο και δυσεφάρμοστος νόμος, στερεί αυτή τη δυνατότητα σε όποιον είναι κοντά στη σύνταξη (τι είναι αυτό; υπάρχει ακόμη;), όπως ο υποφαινόμενος.

Άρα άκυρον και ελαφρά τροποποίηση των σχεδίων για το προσεχές μέλλον: Αποφάσισα να μην αφιερωθώ από τώρα στη συγγραφή της εν λόγω μελέτης, αλλά να την αφήσω για χρόνους πιο άνετους.

Και μια που για την ώρα διανύουμε αισίως εποχή θέρους, είπα ότι υπάρχει (ελεύθερος) χρόνος για να ασχοληθώ με κάτι λιγότερο δεσμευτικό, ας πούμε με μια ακόμη μυθοπλασία.

Έτσι δημιουργήθηκε η ιδέα για την ¨Μπαλάντα της γενιάς των Οσίων¨

Η ¨Μπαλάντα¨ τελεί ήδη υπό καθεστώς προκαταρκτικής προετοιμασίας. Στους φακέλους των εγγράφων μου υπάρχουν ήδη κείμενα με τίτλους όπως ¨Μπαλάντα: σημειώσεις για τη βασική πλοκή¨ ή ¨Μπαλάντα: ενδεχόμενοι ήρωες¨ ή ακόμη ¨Μπαλάντα: τραγούδια και άλλα λυρικά¨ και ούτω καθεξής.

Ήδη στην προηγούμενη ανάρτηση σας έδωσα κάποια ιδέα για τις υπό εκκόλαψη πλοκές και προθέσεις, με το σχεδίασμα ¨Πόσο στ’ αλήθεια αξίζει η Ιθάκη¨ μια που ο βασικός μου Όσιος θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ένας Οδυσσέας στον ¨πηγαιμό¨.

Νεώτερα, οσονούπω.


([i]) Ένα τμήμα του βιβλίου μπορείτε να το βρείτε εδώ. Στο τέλος της καταχώρησης θα βρείτε και έναν -ελπίζω- διαφωτιστικό πίνακα.

Περισσότερο περιληπτικά η βασική θεώρηση είναι η εξής:

Η ιστορία της επικοινωνίας ή τουλάχιστον η κοινωνική της διάσταση, είναι δυνατό να διερευνηθεί και να γίνει εναργέστερα κατανοητή εξετάζοντας αναλυτικά  τις δραστηριότητες και την εξέλιξη διακριτών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες αναλαμβάνουν κάθε φορά επικοινωνιακές κοινωνικές δραστηριότητες και ως εκ τούτου αποκτούν και ασκούν εκείνη την ιδιαίτερη μορφή θεσμοποιημένης (λιγότερο ή περισσότερο) εξουσίας που αποκαλείται ¨επικοινωνιακή¨.

Οι επικοινωνητές εξετάζονται θεωρούμενοι ως κύριοι χειριστές της  ¨φαντασιακής σφαίρας¨ των κοινωνιών, τόσο σε σχέση με τους εκάστοτε κατόχους των άλλων μορφών εξουσίας (οικονομικής, πολιτικής κλπ), όσο και σε σχέση με τις συγκρούσεις ή συμπλεύσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες επικοινωνητών που συνυπάρχουν την ίδια εποχή.

Η διερεύνηση μπορεί να διεξαχθεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν, πέρα από τις κλασικές ιστορικές περιόδους και εκείνες που προκύπτων από την     κατάτμηση της Ιστορίας με αμιγώς επικοινωνιακά κριτήρια,

δηλαδή:

προφορικότητα -κυρίαρχοι επικοινωνητές: μάγοι,

χειρογραφία-κυρίαρχοι επικοινωνητές: ιερείς,

τυπογραφία-κυρίαρχοι επικοινωνητές: διανοούμενοι,

οπτικοακουστικά μέσα -κυρίαρχοι επικοινωνητές: οι χειριστές των μαζικών μέσων και κυρίως αυτοί που χειρίζονται την μαζική εικόνα

διαδίκτυο -εμφάνιση και προοδευτική κυριάρχηση των μετανεωτερικών επικοινωνητών: χειριστές εικονικής πραγματικότητας, διαφημιστές, κα.

αλλά και εκείνες που προκύπτουν από την διαίρεση του ιστορικού συνεχούς με βάση τα εκάστοτε ευρέα πολιτισμικά ρεύματα, σε

αρχαϊκότητα (βασικός ενδιάμεσος συντελεστής για κάθε μορφή επικοινωνίας: οι υπερφυσικές οντότητες) με παρεμβαλλόμενη την περίοδο του πρώιμου ελληνορωμαϊκού μοντερνισμού (και εμφάνιση των πρώτων πρώιμων ανθρωποκεντρικών επικοινωνητών),

μοντερνισμό, (στροφή στον ανθρωποκεντρισμό, περικλεισμός του  απόλυτου με νέα όρια που θα αποκληθούν ¨λογική¨ και ¨επιστήμη¨) και

μεταμοντερνισμό (για μερικούς πρόκειται απλώς η για την περίοδο γήρατος του μοντερνισμού, ενώ για  άλλους είναι ο κύριος σημερινός αντίπαλός του, χαρακτηρισμένος από οξυμένο σχετικισμό, ατομικισμό, πραγματισμό, λατρεία της εικόνας).

([ii]) ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (Στο βιβλίο ΜΜΕ, Κοινωνία και Πολιτική, εκδ. Ι. Σιδέρη) Το κείμενο και εδώ

([iii]) Σχετικά πρόσφατη μετάλλαξη του ηγετικού τμήματος των κλασικών καπιταλιστών. (Αλλαγή σχεδόν ανθρωπολογικής διάστασης). Στην νέα αυτή κατηγορία  κυριαρχούν νέα (μεταλλαγμένα) προτάγματα, με κυριότερο την ακυρωτική στάση απέναντι στο Κράτος.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

¨Τα μαχητικά στη μύτη…¨ και ¨O Tολστόι κατακέφαλα…¨

Posted by vnottas στο 21 Ιουνίου, 2012

Κυκλοφορεί όπου να ’ναι μια νέα συλλογή διηγημάτων του Ηλία Κουτσούκου. Οι ιστορίες αρθρώνονται γύρω από ένα ντελίβερι μπόι που αντί για πίτσες παραδίδει κατ΄ οίκον αφηγήματα…

Για να πάρετε μια ιδέα, σας έχω εδώ (με την άδεια του) σε προδημοσίευση, δύο από αυτά…

Τα μαχητικά  στη μύτη….

 

Ο Γιώργος θέλει να βγάλει μερικές φωτό στη μύτη του  Αγίου Όρους , στο αέτωμα του μοναχού Ιωσήφ που βρίσκεται στο ακραίο τμήμα  της μεγίστης Λαύρας 300 μέτρα πάνω απ τη θάλασσα στη κορυφή των βράχων.

Πάμε με το τζιπ και το αφήνουμε διακόσια μέτρα πριν το μικρό κελί του γέροντα. Είναι καλοκαίρι, Ιούλιος και στις άκρες των βράχων ο αέρας σφυρίζει.

Το κελί έχει ένα μικρό αύλειο χώρο όπου βρίσκονται κι ανεμίζουν στα ψηλά κοντάρια τους δύο σημαίες. Μία ελληνική και μία του Βυζαντίου. Αυτές ανεμίζει ο γέροντας όταν περνούν τα κορσέρ και τα f16..από πάνω του χαμηλά..’ μου λέει ο Γιώργος, ενώ φωνάζει το όνομα του Ιωσήφ.

Ο Ιωσήφ εμφανίζεται χαμογελαστός κι όπως τον κόβω είναι τουλάχιστον 10 χρόνια μικρότερος μου, πράγμα που δεν είναι ότι καλύτερο για την εσωτερική διάσταση του σεβασμού μου ο οποίος δεν φημίζεται για τις καλύτερες διαθέσεις του απέναντι στους θρησκευτικούς ‘μύθους’..

Ωστόσο ο Ιωσήφ έχει ένα θερμό χαμόγελο στα χείλη και μας καλωσορίζει στο αέτωμα του λέει, περάστε παιδιά, περάστε για μια ρακή κι ένα γλυκό, έχω δικό μου γλυκό συκαλάκι, ελάτε, ελάτε μέσα…

Περνάμε στο κελί του γέροντα και το πρώτο που βλέπω είναι μια μεγάλη γύρω στο ένα μέτρο μινιατούρα μαχητικού f16 μέσα σε φάιμπεργκλας που γράφει στη βάση του ‘στον γέροντα Ιωσήφ από τους πιλότους της Τανάγρας’ και πάνω απ τη μινιατούρα μια στολή πιλότου μαχητικού με τον όνομά του κεντημένο στο δεξί στήθος ‘ιωσηφ’ και όλα τα διακριτικά της μοίρας.

Ο Γιώργος τον ρωτάει αν μένει μόνος του στο κελί κι ο γέροντας απαντάει με φυσικότητα πως μένει με άλλους δυο,,, που εμείς δεν τους βλέπουμε γιατί είναι οι άγγελοι του…

Είναι σίγουρο σκέφτομαι πως ο Ιωσήφ χάνει λάδια πλην όμως θέλω να τον ακούσω στις διηγήσεις του και τον ρωτάω πως κι έτσι έπιασε παρτίδες με τους πιλότους της πολεμικής αεροπορίας κι ενώ μας σερβίρει το συκαλάκι και τη ρακί και του λέμε ‘ευλόγησον’ μ’ ένα χαρούμενο πρόσωπο μας λέει…πως όταν άρχισαν πριν από χρόνια οι αερομαχίες στο Αιγαίο, οι περισσότερες παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας γίνονταν  λίγο πιο πέρα απ τη μύτη του Αγίου Όρους κι όταν οι δικοί μας κυνηγούσαν τους Τούρκους και τους έδιωχναν, μετά πετούσαν χαμηλά προς τη μύτη κι ο Ιωσήφ έβγαινε στην αυλή και κουνούσε τις σημαίες κι οι πιλότοι τις έβλεπαν και χαίρονταν και ξαναγυρνούσαν σε χαμηλή πτήση δυο και τρεις φορές για να τον χαιρετήσουν. Μετά ήρθαν για προσκύνημα στο Όρος και τον  συνάντησαν και ξαναήρθαν και ξαναήρθαν και του έφεραν το αεροπλάνο και μετά του έφτιαξαν και τη στολή, πάνω από δέκα πιλότοι, όλοι βαθύτατα πιστοί, ανθυποσμηναγοί, υποσμηναγοί, σμηναγοί ,ο διοικητής τους  ο σμήναρχος και ο γέροντας έγινε ο προστάτης της Μοίρας τους και τον κάλεσαν στην Τανάγρα και του κάναν γιορτή-κι όσο μας τα διηγείται, τόσο λάμπει το πρόσωπο του-κι ο γέροντας ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλο το επιχειρησιακό πρόγραμμα της Μοίρας, ξέρει τα πάντα γύρω απ το μαχητικό f16 και μάλιστα κορυφώνει τη διήγησή του λέγοντας μας ‘όταν κυνηγάς τον άπιστο με 2 μαχ, όταν παίρνεις κλειστές στροφές στα 450 μέτρα με τέτοιες ταχύτητες κι αρχίζεις να τα βλέπεις όλα κόκκινα, δευτερόλεπτα πριν πάθεις βέρτιγκο, τότε οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ με εντολή της Παναγίας επεμβαίνουν, οδηγούν οι ίδιοι απ το κόκπιτ τ’ αεροπλάνο και το γυρνάνε ασφαλές στη βάση του αφού πρώτα πετάξει απ το ‘Ορος για να πάρει ευλογία….’

Λέω από μέσα μου πως δεν γίνεται να ακυρώσεις αυτή τη λαμπρή ιστορία με τις μεταφυσικές σου ανεπάρκειες κι ενώ ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω αν ήθελε να γίνει πιλότος πριν γίνει Ιωσήφ στο Άγιο Όρος ο Γιώργος του κάνει την ερώτηση πως κουνούν τα μαχητικά τα φτερά τους για να τον χαιρετήσουν κι ο γέροντας σηκώνεται όρθιος απ το σκαμνάκι του, φέρνει τα χέρια σ έκταση και με τα μάτια γεμάτα γλυκιά έκσταση κάνει ‘να έτσι τα κουνούν’ και πάει πλάγια αριστερά και πλάγια δεξιά και με το στόμα του κάνει ‘βου, βου, βου, βου, βου’ τον ήχο απ τις τουρμπίνες…..

Η εικόνα από εδώ

O Tολστόι κατακέφαλα….

 

Ο Σίμος Αραμπατζής συνταξιούχος σιδηροδρομικός στα 82 κάθεται και διαβάζει τον πρώτο από τους τέσσερις τόμους ‘πόλεμος και ειρήνη’ του Λέοντος Τολστόι, απ’ τις εκδόσεις του Γκοβόστη, εδώ στη παραγκούπολη της Καλλικράτειας, στο μικρό δυαράκι με μικρό κήπο, κοντά στη θάλασσα, πούφτιαξε  με κόπους τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ η γυναίκα του μέσα τηγανίζει γάβρους και μιλάει μοναχή της στα διάφορα κουζινικά της.

Κάποια στιγμή ο μπαρμπα-Σίμος την ακούει να λέει στη βρύση ‘αντε τώρα και συ μη σου πω τίποτα και σένα μια λίγο μια πολύ πανάθεμά σε..’  και σχεδόν αμέσως τη βλέπει να βγαίνει έξω με τα χέρια στη μέση -στάση για παρατήρηση που θα τούρθει- όπως και γίνεται..

‘εσύ διάβαζε τη γκουμούτσα του Ρώσου κι άσε τη βρύση να στάζει, που στόχω πει δυo μέρες τώρα να τη δεις.. ε μ’ αυτά τα βιβλία σου που θα τα πετάξω καμιά ώρα…’

Ο μπάρμπα Σίμος την κοιτάζει ανέκφραστος γιατί έτσι όπως έχει γίνει η συμβία του μόνο ανέκφραστος μπορεί να είναι διότι, τι μπορεί ν’ απαντήσει σ’ αυτό το παλαιό τριαξονικό με τη ρόμπα.

Παρ’ όλα αυτά της εξηγεί ήρεμος πως γι αυτό βρίσκεται εδώ για να διαβάσει τα βιβλία που δεν διάβασε, κληρονομιά απ τον παππού του, γιατί αν δεν τα διαβάσει τώρα πότε θα τα διαβάσει…

Η κυρά του με μια γκριμάτσα τύπου ‘αντε  χέσου’ κάνει μεταβολή και ξαναπάει στη κουζίνα της.

Αυτό γίνεται τρία καλοκαίρια τώρα κι ο μπαρμπα-Σίμος είναι σίγουρος  πως θα τελειώσει μες στο καλοκαίρι  τους δυό πρώτους τόμους του Τολστόι γιατί έχει για μετά καβάτζα την Αννα Καρένινα.

Είναι νύχτα Αυγούστου κι ο μπαρμπα-Σίμος κοιμάται σ’ ένα βαθύ πηγαδίσιο ύπνο αναλογιζόμενος σ’ ένα φευγαλέο όνειρο αν θα γνώριζε σήμερα τον Τολστόι προσωπικά γιατί στ’ όνειρο  ήταν μουζίκος στα κτήματα του, κι ο Τολστόι θαρχόταν για επιθεώρηση των αγρών του, όταν ξαφνικά ξυπνάει απ’ τις φωνές της γυναίκας του απ τη κουζίνα ‘βοήθεια, βοήθεια’ και σηκώνεται παίρνοντας απ το κομοδίνο ενστικτωδώς τον τόμο του ‘Πόλεμος και Ειρήνη’, μπαίνει στη κουζίνα και βλέπει τη συμβία του να παλεύει μ’ ένα καχεκτικό λαθρομετανάστη εισβολέα και χωρίς να το σκεφτεί ρίχνει μ’ όση δύναμη έχει το τεράστιο βιβλίο κατακέφαλα από πίσω στον φουκαρά κλέφτη, που πέφτει σαν άδειο σακί στο πάτωμα.

Λέει στην έντρομη γυναίκα του ΄θα τον δέσω, πάρε το 100’ κι αφού την βλέπει ταραγμένη να σηκώνει τα  ακουστικό, συμπληρώνει με περηφάνια…’  για να ξέρεις, πού θελες να πετάξεις τον Τολστόι’…

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΩΝ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Στη Γιορτή του Βιβλίου, το Σάββατο…

Posted by vnottas στο 14 Μαΐου, 2012

Η πρόσκληση προέρχεται από τις Εκδόσεις Ι. Σιδέρης και NOVELBOOKS και λέει τα ακόλουθα:

35η Γιορτή Βιβλίου, στο Πεδίον του Άρεως, Περίπτερο 21

 

Σάββατο 19 Μαΐου
18:30 – 20:00

«Ελάτε να ταξιδέψουμε μαζί στον μαγικό χώρο της μυθοπλασίας»: οι εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ και NOVELBOOKS σας προσκαλούν να γνωρίσετε από κοντά τους συγγραφείς των νέων μυθιστορημάτων τους.

Οργάνωση: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης & NOVELBOOKS

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

PSI, πίε τσάι -κι άντε να κουρεύεσαι…

Posted by vnottas στο 2 Μαΐου, 2012

 Η Βούλα Δαμιανάκου είναι ωραία γυναίκα (με την ουσιαστικότερη έκφανση των λέξεων) και μια μεγάλη κυρία των ελληνικών γραμμάτων. Εκπροσωπεί με σθένος και δημιουργικότητα, μια θρυλική πια γενιά ανθρώπων του πνεύματος που άφησε ισχυρά ίχνη στην Τέχνη και την Αυτογνωσία αυτού του τόπου.

Είχα τη χαρά να την γνωρίσω συμμετέχοντας στην παρουσίαση των δύο τελευταίων βιβλίων της (¨Οδοιπορώ στην πατρίδα¨ και ¨Το κακό κρατάει από  μεγάλο σπίτι και έχει πολύ συγγενολόι¨) εδώ στη Θεσσαλονίκη. Μου έκανε επίσης την τιμή να μου στείλει  την τελευταία της δουλειά: ένα CD με θέμα ¨Από το μοιρολόι το ομηρικό στο μοιρολόι το μανιάτικο¨ και ένα μικρό βιβλίο με τίτλο ¨…στη χάρη της την αεπι ανάβουμε ένα κερί¨.

Στο πρώτο επιλέγει και παρουσιάζει η ίδια μοιρολόγια, -από εκείνα που ανάγονται στις ομηρικές ρίζες της γλώσσας μας, ως εκείνα που ζουν ακόμη σήμερα στην παράδοση της Μάνης. Στο δεύτερο, με ακρίβεια αλλά και μια στάλα πικρό χιούμορ, περιγράφει το τι μπορεί να τραβήξει ένας σημερινός πνευματικός άνθρωπος, μπλέκοντας με τις ¨ιδιωτικοποιημένες¨ σύγχρονες  γραφειοκρατίες των προαγωγών και ¨προστατών¨(με την έννοια του νταβατζή, λέω εγώ) της δουλειάς των συγγραφέων.

(Μαζί, ένα μικρό ιδιόχειρο σημείωμα –δυο αυθόρμητες χιουμοριστικές  αράδες- σχετικό με όσα βιώνουμε όλοι αυτόν το δύσκολο καιρό…)

 PSI, πίε τσάι

κι άντε να κουρεύεσαι

-κούρεμα στο κούρεμα

με κάνατε κουρόγιδο

Βρυξέλες με τα γιουρομπρούκ

και  ρουφιανοσυμβούλια

τρόικες και ταμεία σας

ιδιωτικο-διεθνικά

και ληστονομισματικά!

Κι εσύ Ευρώπη μου ερασμία

του Δία η ευγεγωνία

της Μέρκελ και του Σαρκοζί

φτου σου να μην αβασκαθείς! 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ | Με ετικέτα: , , | 1 Comment »

Το Πολυτεχνείο (που τρέμει) ξανακυκλοφόρησε

Posted by vnottas στο 26 Απριλίου, 2012

Το ¨Πολυτεχνείο τρέμει¨ -μυθιστόρημα περιπετειώδες- δις εξαμαρτεί και ως εκ τούτου πήρε και πάλι δρόμο και κυκλοφορεί ανά τα βιβλιοπωλεία, αυτή τη φορά από την Novel Books (των εκδόσεων ¨Σιδέρης¨).

Εδώ παρακάτω σας έχω το σημείωμα του συγγραφέα που συνοδεύει τη Β΄ έκδοση, ενώ εδώ  θα βρείτε μια συνέντευξη στην Λένα Χουρμούζη της Athens Voice.

Διερωτώμενος αν έχει να προσθέσει κάτι σχετικά με τη δεύτερη έκδοση, ο συγγραφέας είπε τα ακόλουθα:

Στη  πρώτη έκδοση ήμασταν ένας!

Εγώ και ο Ανώνυμος Ένας σε μία ενιαία συσκευασία.

Αυτός μπροστά και εγώ πίσω, να μην φαίνομαι και να παρατηρώ (με μια ιδέα φόβο και μπόλικη περιέργεια) πως πάει το πράγμα.

Ο Ανώνυμος Ένας είχε προκύψει ως ιδανικό προκάλυμμα των μυθοπλαστικών συγγραφικών μου αβεβαιοτήτων. Τον έβαλα λοιπόν μπροστά και, αφού πρώτα τον αναγνώρισα ως το όχι απόλυτα νόμιμο τέκνο εμού του ιδίου και της Φαντασίας μου, τον εξαπέλυσα σε δοκιμαστική πτήση στο συγγραφικό Σύμπαν.

Στην πρώτη έκδοση, του είχα μάλιστα φτιάξει στο ¨αυτί¨ του εξώφυλλου (δίπλωμα όπου συνήθως φιλοξενούνται πληροφορίες για τους συγγραφείς), την απαραίτητη παρουσίαση που έλεγε τα εξής:

 «Ο Ανώνυμος Ένας στην αρχή ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος.

Κάποτε όμως διαπίστωσε ότι -απροσδόκητα- τα πράγματα γύρω του είχαν αρχίσει να παίρνουν λάθος στροφές.

Στο παραπέντε συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει ο καιρός να πάρει ριζοσπαστικές αποφάσεις.

Είχε κάνει κι άλλες φορές ριζικές ανακατατάξεις στη ζωή του.

Μόνο που τούτη  τη φορά του βγήκε κάπως αλλιώς.

Κάπως σαν μυθιστόρημα πανεπιστημιακής φαντασίας με αστυνομικές αποχρώσεις.

Έτσι πέρασε στην ανωνυμία».

 Ο Ένας, καβάλα στο ¨Πολυτεχνείο¨ (που έτρεμε) έριχνε τις διακριτικές βόλτες του ανάμεσα στα λόγο και τα παραλογο-τεχνικά παρασκευάσματα (που γυρόφερναν αλληλοσυγκρουόμενα στις μυστηριώδεις σκοτεινές λεκτικές εκτάσεις) χωρίς να ενοχλεί κυριολεκτικά κανένα, όταν νέες ανακατατάξεις πρόβαλαν στον ορίζοντα, ή μάλλον όχι στον ορίζοντα παρά στη Φαντασία μου, η οποία  προέκυψε και πάλι εγκυμονούσα!

Όχι έναν Ανώνυμο Άλλο, αλλά μια ακόμη ιστορία φαντασίας! 

Κι έτσι πριν να πεις ¨κύμινο¨ (πράγματι δεν το είπε κανείς), από το αυγό, με ένα μπαμ, βγήκε ένα ΜΠΑ!!! Σα να λέμε ένα μυθιστόρημα (αρκούντως προφητικό, όπως θα καταδειχθεί αργότερα) σχετικό με τη Μεγάλη Παλαιά Ανταρσία!

Πριν προλάβουμε να αποφασίσουμε ποιος θα διεκδικήσει την πατρότητα του νεογνού, εγώ ή ο Ανώνυμος, την απόφαση την πήρε, με ένα κτύπημα της επιχειρησιακής του ουράς, ο τότε εκδότης μας, που χωρίς καλά καλά να μας ενημερώσει πήγε και άρχισε τη διαφήμιση του πονήματος στις εφημερίδες, προβάλλοντάς μας και τους δυο, στα πλαίσια μιας υπερμεταμοντέρνας, ευρείας, διασταυρούμενης άνευ αναστολών, οικογενειακής συγγραφικής σχέσης! Ο ένας να γράφει δια χειρός του άλλου! Πρόσθεσε μάλιστα στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ένα δικό μου βιογραφικό (αρκετά χαζογραμμένο) που δεν το είχα γράψει για να μπει στο βιβλίο, αλλά του το είχα αφήσει για να πάρει μια ιδέα για μένα ο ίδιος, μια που δεν γνωριζόμασταν.

 Πάντως αυτό ήταν.

Έκτοτε αποτελούμε συγγραφικό δίδυμο. Γράφω τα παραλογοτεχνικά μου πονήματα δια χειρός Ανωνύμου Ενός, ενώ του έχω παραχωρήσει και ειδική σελίδα στο ιστολογοφόρο μου (μπλογκ).

Στο αντίτυπο που κρατάτε στα χέρια σας θα τον βρείτε, αν δεν κάνω λάθος, κάπου στο οπισθόφυλλο, καθώς και στο σημείωμα που έγραψε για τη δεύτερη έκδοση ο φίλος Γιώργος Σκαμπαρδώνης.

Και έτσι ο καιρός παρήλθε και το ¨Πολυτεχνείο¨ εξαντλήθηκε εντελώς.

Αλλά, προς χαρά και τέρψη των συγγραφέων (και ενίοτε των αναγνωστών) υπάρχουν και οι επανεκδόσεις.  

 Ας αφήσουμε όμως τις νοσταλγικές ανασκοπήσεις κι ας έρθουμε στο ¨Πολυτεχνείο¨ που επανεκδίδεται.

Ποιο είναι το ερώτημα;

Αν η πρώτη του έκδοση άφησε κάποιο ανεξίτηλο σημάδι οπουδήποτε;

Ναι, αν δεν απατώμαι υπήρξε ένα (1): η περιγραφή της Πύλης του Σεπτού Ιδρύματος που κάνω στο δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους συνετέλεσε (θέλω να ελπίζω) στην ανακατασκευή της κεντρικής Πύλης της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου της Θεσσαλονίκης σε πιο αποδεκτές διαστάσεις, πράγμα που συνέβη κανα δυο χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση του Πολυτεχνείου. Είναι κάτι!

Άλλο;

Για τι πράγμα πρόκειται εν τέλει;

Πρόκειται για  μια φανταστική αφήγηση με  αστυνομική πλοκή σε ελαφρώς παραληρηματικό ύφος, που διαδραματίζεται σε μία (φανταστική) παραθαλάσσια πόλη. Θα έλεγα ότι διαθέτει όλα τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά για να θωρηθεί ως Campus Novel (αστυνομικό σε πανεπιστημιακό περιβάλλον -ένα από τα πρώτα δείγματα του είδους στην ελληνική μυθοπλασία), αλλά αυτό μάλλον διέφυγε της προσοχής των αρμοδίων τακτοποιητών. Έτσι μπορεί να εξακολουθήσει ανενόχλητα να είναι ό, τι ήθελε προκύψει στην προσωπική εκτίμηση των αναγνωστών!

 Οδηγίες προς τους ¨ναυτιλλόμενους¨ στις σελίδες του βιβλίου;

Ναι, μία: Δεν χρειάζεται εξ αιτίας του ¨Πολυτεχνείου¨ να αναπτύξετε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Μπαμπινιώτη. Η αλήθεια είναι ότι δεν τον έχω ακόμη ενημερώσει για την ακριβή σημασία των νεολογισμών που καραδοκούν στο κείμενο. Άλλωστε δεν προορίζονται τόσο για να αποδώσουν σημασίες, όσο για να αποπνεύσουν λεκτικά αρώματα. Απολαύστε λοιπόν ανέμελα την ατμόσφαιρα.

Αν και, εάν διαβάζετε τα βιβλία με τον τρόπο που τα διαβάζω εγώ, (πρώτα το κύριο μέρος και μετά οι εισαγωγές, οι πρόλογοι, τα προοίμια), τότε είναι αργά για να σας δώσω συμβουλές. Μάλλον θα πρέπει να μου δώσετε εσείς.

Καλή διασκέδαση.

Ο συγγραφέας

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Οφειλή Περιπέτειας (Αθήνα)

Posted by vnottas στο 3 Δεκεμβρίου, 2011

Οι φίλοι του ιστολόγιου και της ποίησης που θα βρίσκονται στην Αθήνα την προσεχή Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011 (ώρα 08:00 μμ), είναι προσκεκλημένοι στην Αθηναϊκή παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Νίκου Μοσχοβάκου ¨Οφειλή Περιπέτειας¨.

Θα μιλήσουν ο Μιχάλης Μερακλής, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και   ο ποιητής Πάνος Καπώνης. Θα διαβάσει ποιήματα ο ηθοποιός Στέλιος Μάινας και θα τραγουδήσουν μελοποιημένα ποιήματα ο Μιχάλης και ο Παντελής    Καλογεράκης.

Η συλλογή εκδόθηκε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨.

Η εκδήλωση θα γίνει στην Κρητική Εστία, Στράβωνος 12, Άλσος Παγκρατίου.

 

[από τη συλλογή Οφειλή Περιπέτειας]

ΟΥΔΟΛΩΣ ΘΑ ΟΛΙΓΩΡΗΣΩ

Εξέπεσα του βαθμού μου

και καταδιώχτηκα ανηλεώς

τόσο από τους Μήδες

όσο και ιδίως από τους μηδίσαντες.

Η εναντίωσή μου στο ευτελές

και η άρνηση του δεδομένου τάχα εφικτού

με οδηγούν κατάδηλα

στην πυρά των μικρόψυχων

με το αλαβάστρινο βλέμμα στο πρόσωπο.

Κατάπτυστοι λίβελλοι

των κατεχόντων την σωτήρια αλήθεια

προετοιμάζουν τον αφανισμό μου.

Ετοιμοπόλεμος κι αρματωμένος

ουδόλως θα ολιγωρήσω

η απόφασή μου είναι

να πέσω μόνο μαχόμενος.

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Οι λέξεις

Posted by vnottas στο 26 Οκτωβρίου, 2011

Το παρακάτω ποίημα τραγουδήθηκε από ¨τα αδέλφια¨  (δίδυμα, δεκαεννιάχρονα και ταλαντούχα: ο Μιχάλης και ο Παντελής), μαζί με άλλα ποιήματα του Νίκου το βράδυ της 21ης  Οκτωβρίου στο Βαφοπούλειο στη Θεσσαλονίκη. Παρουσιάστηκε η ¨Οφειλή περιπέτειας¨. Πιστεύω πως δεν υπερβάλω αν πω πως ήταν μια όμορφη βραδιά.

Οι λέξεις απόμειναν γυμνές

μελοποίηση – Μιχάλης Καλογεράκης
φωνή – Παντελής Μιχάλης Καλογεράκης
Ποίηση -Νίκος Μοσχοβάκος

https://vnottas.files.wordpress.com/2011/10/tadelfia.mp3%20%20text-align:center;%20lang=en-US

Οι λέξεις απόμειναν γυμνές

Από νόημα γυμνές

οι λέξεις απόμειναν

 

Μακριά μου η θάλασσα

γεμάτη κύματα

δεν έχει τίποτα να κρύψει


Η επέλαση και ετούτου

του καλοκαιριού

τελειώνει

 

Ο αέρας τρίζει τα παράθυρα

και το τοπίο γυμνό ή όχι

με σφάζει

 

Πίσω μου τι ακολουθεί

και μετά απ’ το Φθινόπωρο

ποιος θα με αποκαλύψει…

 

Οι λέξεις απόμειναν γυμνές

Από νόημα γυμνές

οι λέξεις απόμειναν 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Πρόσκληση

Posted by vnottas στο 16 Οκτωβρίου, 2010

Posted in ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨, νέα κεφάλαια

Posted by vnottas στο 6 Σεπτεμβρίου, 2009

Πέντε νέα κεφάλαια, από το 11ο έως 15ο από το ¨καλοκαιρινό ανάγνωσμα¨, μαζί με όλα τα παλαιότερα σχετικά κείμενα, (όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου) δημοσιεύονται εδώ αριστερά, στις ¨σελίδες¨ .

Η μεταφορά έγινε επιδιώκοντας κάποια αποσυμφόρηση στην αρχική σελίδα.

Θα τα πούμε σύντομα. Β.Ν.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Από ιστολογοφόρο, προς συμπλέοντες, παραπλέοντες και αντιπλέοντες (ημερολογιακό)

Posted by vnottas στο 31 Αυγούστου, 2009

 

Επέστρεψα και χαιρετίζω τους γνωστούς και τους άγνωστους φίλους του ιστολογοφόρου: τους τακτικούς, τους έκτακτους, τους περιστασιακούς, τους κατά τύχη και τους κατά ατυχία.

Σε όσους -όπως συμβαίνει και μ’ εμένα- ένα είδος έτους αρχίζει με την έλευση του Σεπτέμβρη (μαθητές, φοιτητές, δάσκαλους και λοιπούς), εύχομαι καλή χρονιά!

[Δεν λέω ¨καλό χειμώνα¨ γιατί μου έχει απαγορευτεί, από άλλους, πιο αισιόδοξους, που θέλουν να πιστεύουν στο αέναο καλοκαιράκι].

Ήμουν στο γύρο, για ένα διάστημα σε πλήρη επικοινωνιακή αποτοξίνωση, με τις ζεύξεις αποκομμένες. Αισθάνομαι ακόμη την ανακούφιση που προέρχεται από την παρατεταμένη αποχή από τα δελτία ειδήσεων και την ξινισμένη και μίζερη οπτική των Μέσων.

Και μια που η ψυχική ηρεμία ευνοεί τη δημιουργική διάθεση, να σας εξομολογηθώ ότι επωφελήθηκα κι αποπειράθηκα (διασκεδάζοντας)  να συγγράψω ένα είδος σκηνικού παιχνιδιού (πείτε το και θεατρικό, αν επιμένετε) που το χαρακτήρισα ως ¨παροδία¨ (δεν είναι ορθογραφικό λάθος, πρόκειται για αφήγηση των δρώμενων στις παρόδους -της Ιστορίας!)

Γυρίζοντας, βρήκα μια ευχάριστη και απρόσμενη έκπληξη: Την παρουσίαση του βιβλίου ¨Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην Οθόνη¨ (που κυκλοφόρησε εν τω μεταξύ), συνοδευμένη από καλά λόγια για μένα, σε σημείωμα του ιστολόγιου της Σίβυλλας και αναδημοσιευμένο σε πολλά άλλα. (Στοχασμός Πολιτική, Ιράκλειο web radio, inews, Press gr, politicsonlineΠαπατζήδες, lamia blogs, me, ίσως και αλλού) Τους ευχαριστώ πολύ όλους.

Τώρα να στείλω έναν ξέχωρο χαιρετισμό στους φοιτητές μου. Για θέματα που δεν (επαναλαμβάνω: δεν) αφορούν τη γραμματεία, μπορούν και να μου στείλουν ηλεκτρονικά μηνύματα στη γνωστή διεύθυνση.

Το επόμενο δημοσίευμα (σήμερα ή αύριο) θα αναφέρει τις ημερομηνίες (προφορικής) εξέτασης των μαθημάτων που δεν συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα εξετάσεων που ήδη εκδόθηκε.

Τα λέμε…

Β. Ν.

 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 10

Posted by vnottas στο 30 Ιουλίου, 2009

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  10.  Επιτόπια έκρηξη (συναισθημάτων)

Το κείμενο μεταφέρθηκε εδώ αριστερά, στις ¨σελίδες¨, με τον τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨.

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | 2 Σχόλια »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 9

Posted by vnottas στο 30 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  9.  Αημαρκσίδης: Κάτι κάνει κλικ μέσα μου

Το κείμενο μεταφέρθηκε εδώ αριστερά, στις ¨σελίδες¨, με τον τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨.

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 8

Posted by vnottas στο 30 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  8.  Την ίδια ώρα,

              αρκετά μέτρα πιο κάτω.

Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

     

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 7

Posted by vnottas στο 24 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  7. …και (ενώ ο Χαράλαμπος φτιάχνει Χαράλαμπους)

              ο Δέλτας παίρνει μια πρώτη γεύση από τα

              τεκτενόμενα

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 6

Posted by vnottas στο 24 Ιουλίου, 2009

  ΚΕΦΑΛΑΙΟ  6. Κυλικείο.

             Όπου ο Αημαρκσίδης

             και ο Δέλτας τα λένε…

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Ευλογίες και Γένια

Posted by vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

 

Γένια έχω εδώ και πολλά χρόνια –ιερατικές ιδιότητες όχι, αλλά την ευλογία, θα την επιχειρήσω το ίδιο.

Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρη το βιβλίο «Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην Οθόνη» (ένα τμήμα του, σε μια πρώτη εκδοχή, υπάρχει στο ιστολογοφόρο, εδώ αριστερά στις ¨σελίδες¨).

Το βιβλίο ασχολείται με τις (διαχρονικές) σχέσεις ανάμεσα στην Κοινωνία, την Επικοινωνία και την Εξουσία. (Μεταξύ άλλων: Πώς και γιατί ο προϊστορικός μάγος προκύπτει ο κοινός πρόγονος ιερέων, διανοουμένων, δημοσιογράφων, καθώς και των μεταμοντέρνων ¨εικονολατρών¨ επικοινωνητών ).

Βιβλίο εξωφ 

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινά αναγνώσματα

Posted by vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

 Σας έχω εδώ παρακάτω  -σπονδή στην αυξανόμενη ζέστη- τα πρώτα κεφάλαια από «Το πολυτεχνείο τρέμει». Πιο κάτω θα βρείτε και την (ήδη αναρτημένη) εισαγωγή και, στις σελίδες αριστερά, τα περιεχόμενα και τα βασικά πρόσωπα. Καλές δροσιές.

Β.Ν.  

 

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 5

Posted by vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Στοπ καρέ στον Βαρωνάκο.

    Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

 

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 4

Posted by vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  4. Όπου ο Tομέας ΑΠΑΣ συνεδριάζει…

    Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨ 

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 3

Posted by vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  3.  Γραφεία του ΤΑΠΑΣ ([1])

                          Λίγο  αργότερα…

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 2

Posted by vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  2. Δόνηση πρώτη

                        Απαλά, απαλά

                        Από τα δεξιά προς τ’ αριστερά

                        Κι αντίστροφα.

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨

    

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινό ανάγνωσμα 1

Posted by vnottas στο 17 Ιουλίου, 2009

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:  Δευτέρα

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1  

          Ώρα 05.30, Στρούμφειο

 Το κείμενο μεταφέρθηκε  εδώ αριστερά, στις¨σελίδες¨, με τίτλο ¨Το πολυτεχνείο τρέμει¨ 

   

Posted in Ω ...και τα λοιπά | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Το πολυτεχνείο (όπως άλλωστε και το πανεπιστήμιο) τρέμει…

Posted by vnottas στο 6 Ιουλίου, 2009

Όπως σας είχα υποσχεθεί, ιδού μερικά αποσπάσματα από «Το Πολυτεχνεί τρέμει…», ένα μυθιστόρημα πανεπιστημιακής φαντασίας, πρώτη έκδοση: εκδόσεις Παραπέντε -1995. (Έχει εξαντληθεί – Ψάχνω εκδότη για επανέκδοση).

(Μιάμιση δεκαετία μετά ίσως και να τρέμει πιο πολύ!).

Αρχίζουμε με την εισαγωγή

 Σημείωμα2 002

EΙΣΑΓΩΓΗ

      Τον καιρό εκείνο ο Τόπος άλλαζε και μαζί του άλλαζε και

η Πόλη.

     Μια νέα εποχή ήταν να γεννοβοληθεί στον πλανήτη, αλλά

κανείς δεν ήξερε,  ούτε μπορούσε να προβλέψει πώς θα ’ταν.

     Άλλοι έλεγαν πως θα ΄ναι μια καλή εποχή και όλα εκείνα τα

αυθεντικά που ως τότε έλειπαν (αν και κανείς δε μπορούσε να

τα ονοματίσει ρητά) θα έπαυαν να λείπουν.

     Άλλοι πάλι φοβόντουσαν και προφήτευαν μύρια κακά.

     Στο μεταξύ οι παλιές παραδοσιακές εποχές τα ΄χαν παίξει.

     Το καλοκαίρι μύριζε πετρέλαιο και μούχλα.

     O ήλιος κρυφογελούσε περιπαικτικά και είχε αρχίσει να

φοράει μαύρα γυαλιά. Κάθε τόσο αμολούσε περίεργες ακτίνες που

έκαιγαν και άφηναν στα δέρματα μυστηριώδη και ανεξίτηλα

σύμβολα.

     Ο χειμώνας ήταν απρόβλεπτος και η άνοιξη και το

φθινόπωρο δεν αποτελούσαν πια εποχές αλλαγής, αλλά, γεμάτες

με αλλεπάλληλα ξεσπάσματα και νάζια, έμοιαζαν περισσότερο με

αναμνήσεις από ένα καλύτερο παρελθόν.

     Μαζί με τις εποχές τα ΄χαν παίξει κι οι άνθρωποι.

 

     Τον καιρό εκείνο στον Τόπο επικρατούσε Σύγχυση.

     Αόρατα δίχτυα με πυκνή ύφανση και ανθεκτικούς αν και

αόρατους ιστούς πολλαπλασιάζονταν στον αέρα του πλανήτη.  Με

χοντρούς κορμούς και λεπτεπίλεπτα άκρα, κάλυπταν όλο και πιο

πολύ τις πόλεις και τα χωριά, προκαλώντας στους ανθρώπους

ξαφνικές αλλαγές συμπεριφοράς χωρίς οι ίδιοι να

συνειδητοποιούν το γιατί.

     Άλλοι άρχισαν να εθίζονται στην σφικτή αγκαλιά των

διχτυών και να ονομάζουν την κάθε απρόσμενη αλλαγή Ελευθερία.

     Στον Άφαντο δημιουργό της νέας Ελευθερίας, που απάλλασσε

από παλιές υποχρεώσεις και νέες ενοχές, αφιέρωσαν ειδικές

τελετές, ιδιωτικά αυτοκαταναλωνόμενες, κυρίως τα βράδια από

τις οκτώ μέχρι τις δώδεκα.

     Σε άλλους πάλι, τα δίχτυα προκαλούσαν ζαλάδες και

πονοκεφάλους, αλλά και στομαχόπονους καμιά φορά.

     Τέλος, μερικοί ιερόσυλοι προσπαθούσαν να τα διερευνήσουν

και να τα αναλύσουν, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία.

 

     Οι αόρατες παραφυάδες είχαν περιτυλίξει πρόσφατα τον

Τόπο της ιστορίας μας.  Οι αντιδράσεις των ντόπιων ήταν ακόμη

μπερδεμένες και δεν  μπορούσε κανείς να τις ταξινομήσει με

ευκολία.

     Εξάλλου ο Τόπος είχε ανέκαθεν τις ιδιομορφίες του,

θετικές και αρνητικές, χάρη στις οποίες, λίγο-πολύ, τα ‘χε

βγάλει πέρα στις εξετάσεις της Ιστορίας.

     Η σύγχυση δεν τους ήταν άγνωστη ως παράμετρος της ζωής

και ήξεραν ότι ένα από τα αντίδοτά της ήταν το Ζόρι.

     Όταν ζορίζονταν έβλεπαν τα πράγματα πιο απλά και πιο

καθαρά.

     Τα δίχτυα όμως δεν ζόριζαν.

     Ή τουλάχιστον δεν ζόριζαν ζόρικα.

     Τα δίχτυα πίεζαν μόνο με ανεπαίσθητους συμβουλευτικούς

υπαινιγμούς, ενώ ταυτόχρονα στηρίζονταν σε υποστηρίγματα

ορατά, καθ’ όλα αξιοσέβαστα και καθώς πρέπει.

     Όπως, μεταξύ άλλων, η ελευθερία να αγαπάς τον εαυτό σου,

όσο μικρός και ταπεινός κι αν είναι, αρκεί να συμβιβάζεται με

ορισμένες -καθόλου δύσκολες και προπαντός καθόλου ηρωικές-

προδιαγραφές.

     Κι ακόμη, η ελευθερία να λατρεύεις τον μικρό σου εαυτό

σε μεγάλα αντίγραφα που, π.χ.  τραγουδούσαν άσχημα, που

υποκρίνονταν με αφοπλιστική ατεχνία, ή και που διοικούσαν

όπως ακριβώς θα διοικούσες και εσύ.

 

     Μερικοί, για να τα βγάλουν πέρα και να βρουν καταφύγιο

άρχισαν να ψάχνουν μέσα τους.

     Εκεί τους είχανε πει, από παλιά, πως υπάρχει ελπίδα,

όταν απέξω όλα αλλοιώνονται και χαλάνε.

     Ήταν μια σοφή συμβουλή το να μάθεις ποιος είσαι.

     Αλλά για να μάθεις κάτι χρήσιμο από σένα έπρεπε να

κοιτάς ευρυγώνια και από κάποια απόσταση.

     Άμα κολλούσες το κεφάλι στο πετσί σου ή, ακόμα

χειρότερα, άμα το έχωνες στις σάρκες σου δεν έβλεπες παρά

παραμορφωμένα τέρατα, όμοια με εκείνα που σου δείχνανε κάθε

βράδυ στον κάθετο  βωμό των κινουμένων ειδώλων.

     Στο τέλος βέβαια συμφιλιωνόσουνα με τα δικά σου τέρατα

καθώς και με τα τέρατα των άλλων.

     Ύστερα, αυτά έπαιρναν αέρα και σιγά σιγά βγαίνανε στην

επιφάνεια, έκαναν το δικό τους σόου και είχανε και εμπορική

επιτυχία.

     «Και τι τρέχει;» έλεγαν.  «Τέρατα είμαστε, είναι

φυσιολογικό τα κακά και οι ματσακωνιές να μας αρέσουν.  Και

άμα λάχει είμαστε και πλειοψηφία στους καλοφαγωμένους και

στους καλοφαγάδες».

     Ήταν, τέλος, κι εκείνοι που βλέποντας πως όταν τρυπούσαν

το αύριο έβγαινε έξω καταχνιά, προτιμούσαν να τρυπάνε τη μάνα

Γη, ψάχνοντας για ελπίδες και για γνώσεις κρυμμένες σε

καλύτερα παρελθόντα.

 

     Στον Τόπο υπήρχαν από παλιά ορισμένα Ιδρύματα αναζήτησης

και διατήρησης της γνώσης, φτιαγμένα και καθαγιασμένα πολύ

προτού δημιουργηθούν τα δίχτυα.

     Εκεί η Σύγχυση που προκαλούσε το γεννοβόλημα της Νέας

Εποχής στον Τόπο προσλάμβανε ιδιόμορφες όψεις, μερικές φορές

αλλόκοτες, που και που διασκεδαστικές…

(συνεχίζεται)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ, ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Περιπέτειες συγγραφής (ΙΙΙ)

Posted by vnottas στο 28 Φεβρουαρίου, 2009

Μετά τα σημειώματα Ι και ΙΙ (βλέπε εδώ παρακάτω -και, όλα μαζί, αριστερά, στις ¨σελίδες¨), τα οποία με διαφορετικούς τίτλους αναφέρονται στο πως (στην περίπτωσή μου) γράφτηκε ένα μυθιστόρημα, ιδού το σημείωμα νούμερο ΙΙΙ όπου, επιτέλους, το εν λόγω δημιούργημα έχει ολοκληρωθεί και βρίσκεται στη φάση αναζήτησης εκδότη.

 

Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο εκείνο όπου ο μπόγος που εξέβρασε ο εκτυπωτής συμπτύσσεται  σε έναν εμφανίσιμο, αξιοπρεπή φάκελο, ο τίτλος, έστω προσωρινός, παίρνει θέση στο εξώφυλλο και η ώρα της αυτό-έκθεσης πλησιάζει αδυσώπητα.

 Πάντως, το γεγονός ότι το κείμενο τελείωσε και είναι εκεί, μπροστά σου, καταγεγραμμένο, ολοκληρωμένο, δομημένο, αρτιμελές, με αρχή, μέση και τέλος, ήδη σε γεμίζει με αισιοδοξία. Το κοιτάς που σου βγήκε πιο μεγάλο απ’ όσο έλπιζες και λες: ¨Για δες πως γεμίζουν οι λευκές σελίδες έτσι και πάψεις να προβληματίζεσαι για το αν θα γεμίσουν ή όχι!¨  

Όμως, έτσι κι αλλιώς, το πρώτο στοίχημα το κέρδισες. Ο τοκετός ολοκληρώθηκε, ο γεννήτορας επέζησε,  και για το πόνημα ελπίζουμε τα καλύτερα!

Είναι μάλιστα τόση η αισιοδοξία σου, που αποφασίζεις να εμπιστευτείς το πνευματικό σου τέκνο απ’ ευθείας στους ¨μεγάλους¨ εκδότες. Και μάλιστα μένοντας Ανώνυμος. Δεν τηλεφωνείς λοιπόν στους παλιούς σου συμφοιτητές, μερικοί εκ των οποίων σταδιοδρομούν στον εκδοτικό χώρο, άλλοι ως σύμβουλοι εκδόσεων, άλλοι ως πολιτισμικοί πολύ-παράγοντες, αλλά προβαίνεις στο διάβημα προς τους ¨μεγάλους¨, ταχυδρομικώς, αφ εαυτού και άνευ ενδιάμεσων κρίκων. 

Αφελές!

Τότε δεν ήξερα ότι οι ¨μεγάλοι¨ σε τέτοιου είδους περιπτώσεις:

α . δε σου απαντούν καθόλου

β . σου απαντούν ύστερα από έξι μήνες για να σου πουν ότι για να το διαβάσουν πρέπει να τους διαβεβαιώσεις γραπτώς ότι δεν το έδωσες (για διάβασμα) και σε άλλο εκδότη (έτσι, για να το δείξεις σε τρεις τέσσερεις από αυτούς, χρειάζεσαι περίπου τρία τέσσερα τέρμινα).

γ. διαθέτουν ¨ομάδες αναγνωστών¨ οι οποίες δεν ελέγχουν απλώς αν το κείμενο ¨διαβάζεται¨, αλλά που συχνά συμπεριλαμβάνουν εκπροσώπους διαφόρων ¨τάσεων¨ και ¨δυνάμεων¨ που ελέγχουν την (ανά περίπτωση) ¨πολιτική ορθότητα¨ των κειμένων.  Η πλάκα είναι ότι αν απορριφθείς για λόγους μη επαρκούς πολιτικής ορθότητας, ουδέποτε θα το μάθεις. Σε αυτή την περίπτωση γυρνάμε στο πρώτο σημείο α΄: δε σου απαντούν καθόλου.

 

Εδώ νομίζω ότι χρειάζεται μια διευκρινιστική υποσημείωση:

Αν τύχει και είσαι εν ενεργεία πανεπιστημιακός, τότε ο κόσμος των εκδοτών μπορεί να χωριστεί σε δύο ομάδες.

Υπάρχουν:

α. Αυτοί που εκδίδουν πανεπιστημιακό υλικό και που ενδιαφέρονται για σένα, σου στέλνουν ευχητήριες κάρτες, σου αποστέλλουν τους καταλόγους τους, σε αγαπάνε, σου χαμογελάνε, σε κολακεύουν και -κυρίως- είναι έτοιμοι να εκδώσουν τις (επιδοτούμενες, τουλάχιστον όσο αφορά την κυκλοφορία) διδακτικές πανεπιστημιακές σου συγγραφές, και  

β. Αυτοί που δεν εκδίδουν πανεπιστημιακό υλικό, παρά παρουσιάζονται ταμένοι (από μικροί)  γενικώς ή κυρίως στη λογοτεχνία και τα παρακλάδια της και οι οποίοι -εκ προοιμίου, φίλε ανώνυμε- ποσώς ενδιαφέρονται και για τις δικές σου λογοτεχνικές ανησυχίες.

Αυτοί οι δεύτεροι μπορούν να χωριστούν σε:

β1. Μικρο Μεγάλους, (δηλαδή την ελληνική εκδοχή του όρου ¨μεγάλος¨) , για τους οποίους είπαμε παραπάνω

β2. Μικρο Μεσαίους, για τους οποίους θα πούμε παρακάτω, και

β3. Μικρο Ανύπαρκτους, που επιβιώνουν κυρίως από την εκμετάλλευση των αυτοεπιδοτούμενων συγγραφικών ονείρων μερικών πρωτοεμφανιζόμενων λογοπλόκων, πρόθυμων να επιδοτήσουν την έκδοση και τον εκδότη από τη τσέπη τους.

Αυτούς τους αποκλείουμε από την αρχή και ξεμπερδεύουμε.

 

Όταν  οι μέν ¨μικροί¨ είναι εκ προοιμίου αποκλεισμένοι, οι δε ¨μεγάλοι¨ τσιμουδιά (κάποτε βαριέσαι να τους περιμένεις), δε μας απομένουν παρά αυτοί που δεν χρησιμοποιούν ομάδες και συμβούλους, ούτε περιμένουν από σένα να χρηματοδοτήσεις το εγχείρημα,  και κατά συνέπεια εύλογα υποθέτεις ότι βασίζονται, όσο αφορά τις εκδοτικές τους επιλογές, στο ένστικτο και τη μύτη τους: οι ¨Μεσαίοι¨.

Αποφάσισα να απευθυνθώ σ’ αυτούς.

 

Έτσι λοιπόν, μία ωραία πρωία πήρα υπό μάλης τέσσερα αντίγραφα (που λέει ο λόγος, -αν τα έβαζα υπό μάλης θα με δυσκόλευαν στην οδήγηση-, η αλήθεια είναι ότι τα έβαλα σε μικρό ταξιδιωτικό σάκο και τα πέταξα στο πορτ μπαγκάζ) και κατέβηκα στην Αθήνα με σκοπό να ¨χτυπήσω¨ ισαρίθμους εκδότες ανήκοντες στην σωστή εκδοτική κλίμακα.

Για να μη σας τα πολυλογώ, τα αποτελέσματα υπήρξαν τα εξής:

·        οι δύο το έπαιξαν αφυψηλούδες ή άσχετοι και δεν απάντησαν

·        ο ένας πρότεινε σύντμηση του πρωτόλειου δημιουργήματος στο μισό περίπου, γιατί ύστερα από μακρόχρονη παρατήρηση του εκδοτικού του κοινού είχε καταλήξει ότι οι νεοέλληνες από βιβλία διαβάζουν  μόνο τα μισά.

και…

·        ένας ενθουσιάστηκε!

 

Επρόκειτο για τον Γιώργο Μπαζίνα εκδότη βιβλίων επιστημονικής φαντασίας και κόμικς, συγγραφέα ¨παράλογων ιστοριών¨ συγγενών κατά κάποιο τρόπο με τις δικές μου.

Περιττό να σας πω ότι (όχι μόνον κατόπιν τούτου) οι Αφοι Μπαζίνα, (υπάρχει και ο Νίκος, επί των οικονομικών-οργανωτικών) μου προέκυψαν αμέσως συμπαθέστατοι. Εξ  άλλου ο Γιώργος έσπευσε ευθύς εξ αρχής να μου εξηγήσει ότι οι καλές σχέσεις ανάμεσα σε συγγραφέα και εκδότη αποτελούν τη μόνη σοβαρή εγγύηση, όχι μόνο για την αποτελεσματικότητα του κοινού εγχειρήματος, αλλά και για την τελική έκβαση εκείνης της (επί του παρόντος δευτερεύουσας αν και όχι αμελητέας) όψεως αυτών των σχέσεων που θα μπορούσαμε (με τη δέουσα σεμνότητα) να αποκαλέσουμε «οικονομική».

Πράγματι, ο Γιώργος μου επεσήμανε ότι, όπως και να το κάνουμε, ¨ο εκδότης δεν ελέγχεται¨. Έτσι εγώ (σε επαφή αργότερα και με άλλους, λιγότερο συμπαθείς εκδότες) συμπληρώνοντας τις κοινωνιολογικές μου παρατηρήσεις επί του προκειμένου, κατάλαβα ότι στις πρώτες απόπειρες έκδοσης, ο συγγραφέας μάλλον δεν πρόκειται να λάβει απάντηση στα ακόλουθα (σεξπηρικά) ερωτήματα:

α. Πόσα ακριβώς αντίτυπα του έργου του τυπώθηκαν;

β. Πόσα από αυτά πωλήθηκαν μέσα σε ένα ¨άλφα¨ χρονικό διάστημα;

γ. Σε ποια ακριβώς τιμή πωλήθηκαν;

δ. Ποια θα μπορούσε να είναι η δική του απολαβή από αυτά τα έσοδα (αν δεν ήταν αυτή που τελικά ήταν, αν ήταν…)

 Όμως οι δικοί μου πρώτοι εκδότες υπήρξαν -επαναλαμβάνω- συμπαθείς και ειλικρινείς. Αυτό σημαίνει  ότι όταν, ένα χρόνο περίπου μετά, έλαβα από τον εκδοτικό οίκο μία επιταγή (ήμουν τότε στη Ρώμη, αλλά αυτή είναι μια ιστορία που θα σας διηγηθώ άλλοτε), αντί να την εξαργυρώσω και να την δηλώσω στην εφορία,  θα έπρεπε μάλλον να την είχα κορνιζώσει και αναρτήσει μεταξύ των πολυτίμων κειμηλίων/παραγώγων  της  πνευματικής μου ζωής.

 

Αλλά

μέχρι να συμβεί αυτό, αλλά και ύστερα από αυτό, θα συμβούν και κάμποσα άλλα ενδιαφέροντα συγγραφικά, που θα σας εξιστορήσω προσεχώς…

Β.Ν. 

 

(συνεχίζεται…)

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Posted by vnottas στο 14 Ιουνίου, 2008

 

Την Παρασκευή 20 Ιουνίου, στις 8 το βράδυ σε υπαίθριο χώρο του Επταπυργίου  (στα κάστρα της Θεσσαλονίκης) θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου της Βούλας Δαμιανάκου  Οδοιπορώ στην πατρίδα.  Για το έργο θα μιλήσουν ο Χάρης Καστανίδης, ο Νίκος Μοσχοβάκος  ο Βασίλης Νόττας και η συγγραφέας. Θα συντονίσει ο Δημήτρης Κουρκούτας.

Την εκδήλωση διοργανώνει η οργάνωση εκπαιδευτικών «Ελλήνιον» .

Posted in ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, ΤΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑ | Με ετικέτα: | Leave a Comment »