Δύο ποιήματα του Νίκου Μοσχοβάκου
ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΟΨΙΑΣ
Είχε δύσει από ώρα ο ήλιος
«οψίας δε γενομένης»
ξεχύθηκε το πλήθος των πεινασμένων κολυμβητών
στην άδεια παραλία
προσπέρασε όμως ακατάδεκτα
τους πέντε μουλιασμένους άρτους
και τα δυο ψαράκια
που είχε ξεβράσει η θάλασσα.
Τότε σε είδα χαμογελαστό
να κάνεις αθόρυβα το θαύμα σου
το πλήθος των κολυμβητών
σε επευφημούσε ξέφρενα
με τρόπο υπέροχο.
Ωστόσο κάποιος αμετροεπής
σε παρότρυνε μ’ αφροσύνη:
μην τσιγκουνεύεσαι
μιας και κάνεις το καλό
κέρασέ μας και λίγο κρασί
σαν κι εκείνο του γάμου της Κανά.
Δεν θυμάμαι αν αποκρίθηκες
όμως γνωρίζω πια
πως γενομένης νυκτός
το ποίημά σου είχε αποτέλεσμα θαύματος.
ΦΥΣΗΞΕ
Στο μικρό βάζο πορσελάνης
ήταν χαραγμένο προσεκτικά
ένα τόσο δα γαλάζιο φύλλο ροδακινιάς
κι όπως θαύμαζα τη δεξιοτεχνία
του δημιουργού
φύσηξε ελαφρό αεράκι
και το μικρό βάζο
έμεινε ολόγυμνο
λευκή πορσελάνη της αποκάλυψης
μέσα σε πλήρη άπνοια.