Βασίλης Νόττας: Το Ιστολογοφόρο

Κοινωνία, Επικοινωνία, Φαντασία και άλλα

Posts Tagged ‘Δημοσθένης’

Κύλικες και Δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο δέκατο: Αποχαιρετισμοί στο Φάληρο

Posted by vnottas στο 15 Ιανουαρίου, 2018

myth_adis

Κεφάλαιο Δέκατο: Αποχαιρετισμοί στο Φάληρο

 Ήταν για μένα ένα καλό μάθημα. Μιλώ για τη δίκη, την οποία παρακολούθησα ανελλιπώς μαζί με τον πατέρα Ευρύνου, ο οποίος καθισμένος  πλάι μου, με βοήθησε να καλύψω τα κενά που μου είχε δημιουργήσει η απουσία από το Άστυ τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Κατάλαβα έτσι καλύτερα ότι δεν πρέπει να υποτιμά κανείς σε καμία περίπτωση την επιμονή των Αθηναίων να εξακολουθήσουν να ασκούν ηγετικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις, αλλά ούτε και τον Δημοσθένη, την ομάδα του, την επιρροή του και τις ικανότητές πειθούς που κατέχει.

Παρόλα αυτά, θα έλεγα ψέματα εάν ισχυριζόμουν ότι δεν μου δημιούργησε έκπληξη το εύρος της νίκης των Αθηνοκεντρικών σε αυτή την -στην ουσία πολιτική- δικαστική αναμέτρηση.

Άρχισα λοιπόν να καταγράφω τις τελευταίες εξελίξεις και τις υποθέσεις για τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν αυτές στο προσεχές μέλλον, προκειμένου να ενημερώσω, όσο καλύτερα γίνεται, τον Καλλισθένη. Προτού όμως συντάξω την τελική επιστολή προς τον προϊστάμενό μου, θα έπρεπε απαραίτητα να δω και να ακούσω τις απόψεις του Δάσκαλου Αριστοτέλη. Γι αυτό και ζήτησα να τον συναντήσω και εκείνος μου παράγγειλε πως θα μπορούσα να τον επισκεφτώ αύριο το απόγευμα.

Έτσι, έχω χρόνο να ασχοληθώ με ορισμένα άλλα σημαντικά θέματα. Για παράδειγμα, να δεχτώ τον Αισχίνη, ο οποίος μου έστειλε έναν υπηρέτη του και ζητά να με δει κατεπειγόντως...

Ο Κοθωκίδης ρήτορας κατέφτασε στην πίσω είσοδο της οικίας του Ευρύνου καλυμμένος με έναν ολόσωμο χιτώνα και με την κουκούλα κατεβασμένη ως τα μάτια, παρά το ότι ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά και η πρωινή ζέστη αισθητή.

Του είπα να καθίσει και να μου τα πει όλα με την άνεσή του.

Όμως είναι βιαστικός. «Παραδέχομαι ότι είχα άδικο», μου λέει. «Η αισιοδοξία μου για την έκβαση της δίκης ήταν εσφαλμένη. Τώρα είμαι αναγκασμένος να φύγω».

«Είσαι σίγουρος πως αυτή είναι η πιο σωστή απόφαση;»

«Δεν έχω πολλές εναλλακτικές λύσεις. Εάν μείνω, είμαι υποχρεωμένος να πληρώσω το πρόστιμο των χιλίων δραχμών, ενώ παράλληλα η στέρηση ορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων που μου επέβαλαν, θα με εμποδίζει να αγορεύω  στην Εκκλησία του Δήμου και στην Ηλιαία».

«Το πρόστιμο δεν πρέπει να σε απασχολεί. Είμαι σίγουρος ότι οι φίλοι σου, και ανάμεσα σε αυτούς και εμείς, θα συνεισφέρουν».

«Όχι. Δεν ήρθα να σε ‘δω επειδή χρειάζομαι οικονομική βοήθεια. Ήρθα βασικά για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι για να παραδεχτώ την εσφαλμένη αισιοδοξία μου. Τώρα έχω πειστεί ότι πέρα από τις δικαστικές έριδες, υπάρχουν και άλλοι, προσφορότεροι τρόποι, για να πετύχει κανείς την ειρήνη μεταξύ των Ελλήνων και την πανελλήνια ενότητα. Ο δεύτερος είναι να σε παρακαλέσω να με διευκολύνεις να δω τον Αλέξανδρο. Πρέπει να δω τον Μακεδόνα προσωπικά».

«Έχεις σκοπό να φτάσεις ίσαμε το μέτωπο των συγκρούσεων; Ο Αλέξανδρος βρίσκεται εκεί και μάχεται στην πρώτη γραμμή.  Είναι μακρύτερα από όσο φαίνεται στους χάρτες».

«Μάλλον δεν θα χρειαστεί να φτάσω ως εκεί. Υποθέτω ότι μετά τις πρόσφατες νίκες ο Αλέξανδρος θα επιστρέψει σε μια από τις ελληνικές πόλεις, την οποία θα επιλέξει ως πρωτεύουσα του νέου, μεγάλου, βασιλείου του. Αν  όχι στην Μακεδονία, που πέφτει πλέον κάπως παράμερα, τουλάχιστον στη Μικρά Ασία. Σκοπεύω να κατευθυνθώ προς τα εκεί. Εάν βέβαια χρειαστεί, και εκείνος μου το ζητήσει, μπορώ να φτάσω και ως τη χώρα των Περσών. Μετά λέω να εγκατασταθώ σε ένα από τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, τη Ρόδο ή τη Σάμο, όπου υπάρχει ζωηρό ενδιαφέρον για τη ρητορική τέχνη. Δε θέλω να υποπέσω και πάλι στο σφάλμα της υπερβολικής αισιοδοξίας, αλλά είμαι σίγουρος ότι σύντομα οι εξελίξεις θα επιτρέψουν την επιστροφή μου στην πόλη της Παλλάδας».

«Στο εύχομαι», του λέω. «Ποια πόλη της Μικράς Ασίας έχεις σκοπό να επισκεφτείς αρχικά;»

«Έχω μερικούς καλούς φίλους στην Έφεσο».

«Θα ειδοποιήσω τις αρχές της Εφέσου να σε υποδεχθούν και να σε φιλοξενήσουν για όσο καιρό χρειαστεί».

«Ας είσαι καλά Μεγαρέα…»

Ο Αισχίνης έχει πια ηρεμήσει. Καταλαβαίνω ότι τώρα μου έχει περισσότερη εμπιστοσύνη και πως θέλει να προσθέσει κάτι ακόμη. Τον κοιτάζω ερωτηματικά.

«Κοίτα», μου λέει. «Θα σου πω γιατί θέλω να δω τον Αλέξανδρο. Μέχρι τώρα οι επαφές μου με τους Μακεδόνες έφταναν μέχρι τον αντιβασιλέα Αντίπατρο. Ήταν εκείνος βασικά που επέμενε να τραβήξουμε το σκοινί και να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με τον αντιρρησία Δημοσθένη και τους οπαδούς του. Δεν ξέρω όμως εάν και κατά πόσο ο Αντίπατρος ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του βασιλιά του, ή αν παίζει δικό του παιχνίδι. Ξέρω πάντως πως δεν τα πάει καλά με την βασιλομήτορα Ολυμπιάδα».

Το ότι ο Αισχίνης έχει επαφές με τον Αντίπατρο δεν είναι κάτι που με εκπλήττει. 

«Πότε φεύγεις;», τον ρωτάω.

Με κοιτάζει, χαμογελάει, και κουνάει το κεφάλι του, κάπως σα να θέλει να στείλει ένα νεύμα αποδοχής στη Μοίρα.

«Φεύγω τώρα αμέσως», μου απαντά. «Μια βάρκα με περιμένει στην ακτή του Φαλήρου, και μια ολκάδα, όπου έχω ήδη φορτώσει ορισμένα πράγματά μου, πρέπει να ξεκίνησε ήδη από τον Πειραιά και θα βρίσκεται σε λίγο στα ανοιχτά της φαληρικής ακτής για να με παραλάβει».

«Θα σε συνοδέψω ως εκεί», του λέω. «Θα πω να δέσουν δυο γερά άλογα σε ένα ανώνυμο κλειστό κάρο. Μου λες περισσότερα για τον Αντίπατρο στο δρόμο».

.

Είναι πάνω κάτω μεσημέρι. Ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από κάτι απρόσμενα μελανά σύννεφα που ξεμύτισαν από τον Υμηττό. Ένα έντονο αεράκι έχει φουσκώσει τη θάλασσα του Φαλήρου. Δεν αποκλείεται ο Αίολος να μας επιφυλάσσει κανένα ασκό με καλοκαιρινή καταιγίδα. 

Σταματάμε το κάρο κοντά στην ακτή και κατευθυνόμαστε πεζοί προς τον περιτριγυρισμένο από βράχια μικρό όρμο και τη μόνη βάρκα που είναι αραγμένη εκεί.  Δίπλα της διακρίνουμε δύο άνδρες. Ο ένας πρέπει να είναι ο βαρκάρης που θα οδηγήσει τον Αισχίνη ως το πλοίο. Τον άλλο πρέπει να τον κοιτάξω δυο και τρεις φορές μέχρι να βεβαιωθώ ότι δεν κάνω λάθος και ότι είναι όντως αυτός. Τον αναγνωρίζω και  τραβάω ενστικτωδώς την καλύπτρα της κεφαλής του χιτώνα μου προς τα κάτω: Ο Δημοσθένης του Δημοσθένους ο εκ Παιανίας.

Κοιτάζω τον Αισχίνη: έχει χλομιάσει περισσότερο απ’ όσο απαιτεί ο γκρίζος ουρανός εκείνης της στιγμής.

Ο Δημοσθένης μας πλησιάζει χαμογελώντας.

«Ε, ναι φίλτατε συνάδελφε», λέει στον Αισχίνη. «Δε πιστεύω να νόμισες ότι μπορεί να μείνει μυστική η αναχώρησή σου. Η πόλη μας δεν αγαπάει τα μυστικά, αγαπητέ μου».

Ο Κοθωκίδης, παρά τη περιβάλλουσα γκριζάδα, καταφέρνει να αλλάξει διάφορα χρώματα, καθώς ετοιμάζεται να μετατρέψει την έκπληξή του σε ηθελημένο υβρεολόγιο κατά του αιώνιου αντιπάλου του, αλλά καθυστερεί κάπως, και έτσι ο Παιανέας προλαβαίνει να του χαμογελάσει ξανά.

«Μην αγριεύεις. Θα πρόσεξες υποθέτω ότι είμαι μόνος μου, χωρίς συνοδεία και φρουρά, έτσι δεν είναι;»

Ρίχνω μια περιμετρική ματιά. Μακριά διακρίνω μερικούς ψαράδες που παλεύουν με τα δίχτυα τους. Ο Παιανέας έχει δίκιο.   Στο σημείο της ακτής όπου βρισκόμαστε δεν υπάρχουν άλλοι εκτός από εμάς. Χαλαρώνω το σφίξιμο του κοντού σπαθιού μου που -ενστικτωδώς πάντα – έχω αρπάξει κάτω από τον φαρδύ θερινό μου χιτώνα. Η παρουσία του Δημοσθένη εδώ, χωρίς συνοδεία, δεν αποτελεί άμεσο κίνδυνο. Είναι όμως πλέον αυτονόητο πως οι κινήσεις του Αισχίνη ελέγχονται. Ίσως από τη στιγμή της έκδοσης της ετυμηγορίας, ίσως και από πιο μπροστά. Αφήνω το σπαθί και τραβάω πίσω την κουκούλα αποκαλύπτοντας το πρόσωπό μου.

«Εσύ τι θα έκανες στη θέση του  Αισχίνη;», τον ρωτάω.

«Πιθανότατα ακριβώς το ίδιο», μου απαντάει ήρεμα, χωρίς να δείξει έκπληξη για την παρουσία μου εκεί.

Πέφτουν μερικές χοντρές ζεστές στάλες.

Ο Δημοσθένης απευθύνεται σε μένα. «Δεν ξέρω αν θα καταλάβεις Μεγαρέα. Ίσως ναι, αφού έχεις ζήσει για πολύ στην Αθήνα και ίσως έχεις κατανοήσει ότι στην δημοκρατία μας υπάρχει μία ευτυχής ασυνέπεια: Οι δημόσιες συγκρούσεις των ρητόρων στη Βουλή ή στην Ηλιαία, που είναι αναπόφευκτες μια που εκεί καθένας υποστηρίζει διαφορετικές ομάδες και διαφορετικά συμφέροντα, δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκην έλλειψη, αν όχι προσωπικής συμπάθειας, τουλάχιστον αμοιβαίου σεβασμού και αλληλοεκτίμησης σε προσωπικό επίπεδο.  Ας μη σε ξεγελούν οι λεκτικές ύβρεις και τα άλλα επιφανειακά φαινόμενα, που συνεπάγεται το ¨πολιτικό δράμα¨ που διαδραματίζεται δημόσια και που, αν όχι τίποτε άλλο, αποτελεί τη γοητεία και το αλάτι της Δημοκρατίας. Εάν υπήρχε όντως βαθύ μίσος και αγεφύρωτη προσωπική έχθρα ανάμεσά μας, θα είχαμε διαλύσει προ πολλού και το πολίτευμα και την Πολιτεία την ίδια».

«Άρα, θα επιτρέψεις την αναχώρηση του Αισχίνη;»

«Όχι, βέβαια. Κανένας δε μπορεί, ούτε πρέπει να εναντιώνεται στις αποφάσεις του Δήμου. Απλώς δεν προτίθεμαι να την εμποδίσω. Άλλωστε αυτή τη στιγμή, επισήμως, δεν βρίσκομαι εδώ. Γι αυτό χαλαρώστε!»

 Ο Δημοσθένης στρέφεται προς τον Αισχίνη. «Ξέρω πως, προς το παρόν τουλάχιστον, αφήνεις τους δικούς σου εδώ. Θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι όταν και εάν θελήσεις να τους πάρεις μαζί σου, δεν θα υπάρξουν προβλήματα».

Ο Αισχίνης δεν μιλάει. Είναι φανερό πως η συμπεριφορά του αιώνιου αντιπάλου του τον έχει αποπροσανατολίσει.

«Α ναι, και κάτι άλλο. Έχω εδώ ένα χρηματικό ποσό, που μπορεί να σε βοηθήσει στις πρώτες δυσκολίες».

Ο Κοθωκίδης κουνάει το κεφάλι του αρνητικά και σηκώνει το χέρι για να δείξει ότι, όχι, δε χρειάζεται χρήματα.

«Και κάτι τελευταίο…» προσθέτει ο Δημοσθένης βγάζοντας από το σακίδιό του έναν σφιχτά τυλιγμένο πάπυρο.

«Ξέρεις τι έχω εδώ; Όχι, μην απαντάς, είναι σαφώς ρητορική η ερώτηση! (χαμογελάει). Εδώ είναι γραμμένος ο λόγος μου, ο σχετικός με τη δίκη που μόλις έληξε. Δεν είναι ακριβώς τα όσα με άκουσες να λέω εκεί. Είναι περισσότερο αυτά που θα σου έλεγα σε πιο ήρεμες και ψύχραιμες περιόδους από την σημερινή. Στο δικαστήριο κι εγώ, όπως κι εσύ, είπαμε εν μέρει αυτά που σκεπτόμαστε και, ταυτόχρονα, αυτά που νομίζαμε ότι θέλει να ακούσει το κοινό μας. Εδώ σου έχω μόνον αυτά που σκέπτομαι. Φαντάζομαι ότι δικαιούσαι να τα ξέρεις, γι αυτό στον χαρίζω. Μπορείς να τον διαβάσεις ή να τον πετάξεις στα κύματα.

Μπορείς ακόμη, εάν το θελήσεις, να μου στείλεις κι εσύ τον αντίστοιχο δικό σου λόγο. Κάνε όπως θέλεις.  Ξέρεις, όπως ξέρω κι εγώ, ότι οι αγορεύσεις μας αντιγράφονται και κυκλοφορούν ανάμεσα σε ιστορικούς και ρήτορες και ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την Πόλη. Αυτό που δεν ξέρεις, όπως δεν το ξέρω ούτε εγώ, είναι πώς θα καταλήξουν οι λόγοι μας, ύστερα από τις πολλαπλές αντιγραφές, ερμηνείες, σχολιασμούς και προσθήκες που ήδη γίνονται. Ίσως λοιπόν θα πρέπει να αφήσουμε και ίχνη από τους πραγματικά γνήσιους λόγους μας. Αυτούς που ίσως δεν είπαμε ποτέ!»

Ο Αισχίνης αυτή τη φορά δείχνει αληθινά συγκινημένος.

«Αυτό το δώρο θα το δεχτώ με ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη» λέει.

.

Έχω την εντύπωση πως σήμερα μαθαίνω πολλά για την Αθήνα και τους ανθρώπους της.

Βρέχει.

*


 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄, κεφάλαιο ένατο: Ποιος κέρδισε;

Posted by vnottas στο 29 Δεκεμβρίου, 2017

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ζ.

Κεφάλαιο ένατο: Περιμένοντας την ετυμηγορία

300px-cottabos_player_louvre_ca1585

«Μα τον Βάκχο τον ονειροθήρα, στον οποίο και αφιερώνω την παρούσα σπονδή, αν θέλετε να εκφράσετε κρίσεις και αξιολογήσεις για τη δίκη, κάντε το τουλάχιστον με τον σωστό τρόπο», λέει ο Οινοκράτης στον Φιλήμονα και τον Χοντρόη με τους οποίους τα κουτσοπίνει τώρα σε μέρος συμπαθητικό και φιλόξενο -την πίσω αυλή της έπαυλης του Ευρύνου. Εκεί έχουν εγκατασταθεί κάτω από μια μουριά, περιμένοντας την λήξη της ψηφοφορίας και την έκδοση του αποτελέσματος της διένεξης.

«Ή μάλλον ας το κάνουμε και οι τρεις», συνεχίζει, «λέω να πάρω μέρος κι εγώ στο παιχνίδι. Ας πούμε λοιπόν ότι είμαστε μια τριμελής επιτροπή επιφορτισμένη να παρακολουθήσει τη δίκη -πράγμα που όντως κάναμε- και να αξιολογήσει τους πρωταγωνιστές. Ας εκδώσουμε λοιπόν την απόφασή μας. Μετά βλέπουμε τι θα πουν οι επίσημοι δικαστές και διαπιστώνουμε αν πέσαμε μέσα ή, αντίθετα, είμαστε έξω από το σημερινό αίσθημα περί δικαίου των Αθηναίων».

Οι άλλοι σιωπούν καταπίνοντας  τον κεκραμένο που τους έχει στείλει η καλόβολη κυρά Άνθεμη με μια θεραπαινίδα. Ο Οινοκράτης θεωρεί τη σιωπή τους συναίνεση. Και συνεχίζει: «Α, ίσως πρέπει πρώτα να σας πω τι λέει ο νεαρός Εύελπις, ο οποίος όχι μόνο έχει σπουδάσει ρητορική δίπλα στον μακαρίτη τον Ισοκράτη, αλλά  και γνωρίζει επίσης την άποψη του δάσκαλου Αριστοτέλη περί ρητορικής. Λέει λοιπόν, πως για να εκφράσει κανείς άποψη για κάποιον ρήτορα, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν πέντε τουλάχιστον στοιχεία.

Νομίζω ότι τα θυμάμαι και τα πέντε. Πρώτο: ο ικανός ρήτορας πρέπει να  μπορεί να βρει και να χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα για την περίσταση επιχειρήματα. Δεύτερο: να είναι σε θέση να ιεραρχήσει τα επιχειρήματα αυτά και να τα τοποθετήσει σωστά  μέσα στην αγόρευσή του. Τρίτο: να γνωρίζει και να κάνει χρήση των κατάλληλων λέξεων, γιατί όλη η ρητορική βασίζεται στις λέξεις. Τέταρτο: να διαθέτει ισχυρή μνήμη για να τα θυμάται όλα αυτά: τα επιχειρήματα, τις λέξεις και θέση τους στο λόγο. Και πέμπτο: να έχει το ταλέντο ενός καλού ηθοποιού, ώστε να μπορεί να εξασφαλίζει το ενδιαφέρον και την προσοχή ενός μεγάλου και κατά κανόνα δύσκολου κοινού».

ΘΥΣΙΕΣ

«Ας αρχίσουμε από τις λέξεις, το τρίτο σημείο», προτείνει ο Φιλήμονας

«Α, ναι; Εντάξει. Ό, τι πεις.  Εσύ λοιπόν Φιλήμονα, που ασχολείσαι με τις λέξεις, και ως συγγραφέας για το θέατρο τις βάζεις στο στόμα των ανθρώπων, τι έχεις να πεις;»

«Ουκ ηλέησαν αυτών αμφότεροι, εγώ λέγω» παρεμβαίνει ο γλωσσικώς ανήλεος Χοντρόης.

«Έχει δίκιο ο δικός σου», συμφωνεί ο συγγραφέας-προσωρινώς μάγειρας στο Πρυτανείο. «Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος λυπήθηκαν τις λέξεις! Τις χρησιμοποίησαν ανηλεώς!». Σηκώνει τα φρύδια και παίρνει μια έκφραση ανάμεσα σε έκπληξη και θαυμασμό: «…. Βρε παιδί μου, συγγράφω από μικρός και ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω καλά τη γλώσσα των  Ελλήνων∙ και όχι μόνο την δωρική, που είναι η διάλεκτος της πατρίδας μου, αλλά και την ιωνική, την οποία μελετώ με επιμέλεια τα τελευταία χρόνια που κατοικώ στην Αττική -αν και εδώ την μιλάνε με κάποιες ιδιορρυθμίες. Παρά ταύτα πρέπει να ομολογήσω ότι στους χαρακτηρισμούς (σκωπτικούς; υβριστικούς;) δυσκολεύομαι να τα πιάσω όλα. Προφανώς υστερώ.  Ακούστε ένα δείγμα από τις λέξεις που έχω καταγράψει στις σημειώσεις μου. Εδώ πρόκειται για την αγόρευση του Αισχίνη, αλλά έχω σημειώσεις και από εκείνη του Δημοσθένη:

Αποκάλεσε λοιπόν ο Αισχίνης τον Παιανέα: αλιτήριο, κακούργο, σοφιστή, μάγο και γόη, βάσκανο ήτοι γρουσούζη, γλωσσοπλάστη, ακόμη και σοφό βάταλο… Κι εδώ αρχίζω να μπερδεύομαι γιατί, εντάξει, έτσι λέμε αυτόν που ψευδίζει μπερδεύοντας το ρο με το λάμδα, αλλά ας μη ξεχνάμε ότι βάταλος εκτός από ψευδός σημαίνει και πρωκτός. Επομένως ιδού, λέω εγώ,  μια ωραία αμφίσημη λέξη για την κωμωδία που προτίθεμαι να συγγράψω…» (γελάει).

«Το νου του έχει πάντοτε στο θέατρο, ο αδιόρθωτος!» σχολιάζει ο Οινοκράτης απευθυνόμενος στον Χοντρόη.

«Κίναιδόν τε επί ίσης αποποκαλεί ούτον», προσθέτει ο κυκλικός Πέρσης.

«Σώπα, έχει κι άλλα!» συνεχίζει ο Φιλήμονας απτόητος. «Τον λέει ¨κέκροπα¨, και δεν νομίζω ότι θέλει να κάνει αναφορά στον βασιλιά που θεμελίωσε την παλιά Αθήνα – που μάλιστα την έλεγαν κάποτε Κεκροπία (εκτός κι αν του καταλογίζει ότι ήταν αυτός, ο Κέκρωψ, ο πρώτος που υποχρέωσε τους Αθηναίους να παντρεύονται, ώστε να ξέρουν με κάποιες πιθανότητες επιτυχίας ποιανού είναι τα παιδιά τους)∙ αλλά μάλλον δεν εννοεί τον βασιλιά, αλλά το τέρας -μισό άνθρωπος και μισό φίδι- που γέννησε κάποτε η Γαία. Τον αποκαλεί επίσης Παιπάλημα, θα έλεγα ¨σκόνη¨ με την έννοια του τετριμμένου, αν και είναι πιθανότερο να εννοεί τον πανούργο, ή τον εσκεμμένα θολό και συγκεχυμένο, όσο το νέφος που προκαλεί η σκόνη του αλευριού.  Τον λέει παλίμβολο, σαν να λέμε εκείνος που έχοντας ασταθή βούληση πάει ¨όπου φυσάει ο άνεμος¨. Τον αποκαλεί φτιαγμένο μόνο από γλώσσα και καθόλου από ουσία. Και άλλα πολλά…»

«Άρα πώς θα χαρακτήριζες τον Αισχίνη, όσο αφορά στη γνώση και τη χρήση του λεξιλόγιου;»

«Γενική εντύπωση; Λεξιλόγιο ευρύτατο! Λίαν καλός!».

«Εσύ Χοντρόη θέλεις να βαθμολογήσεις; Τι βαθμό θα του έδινες του Αισχίνη; Μη ντρέπεσαι, αρκετοί από τους δικαστές μιλάνε τα αθηναϊκά με (λίγο-πολύ) την ίδια ευχέρεια με εσένα!»

«Υποποθετικώς και πεπαιγνιοειδώς δύναμαι αποδίδειν αυτώ επίδοσιν αρίστην», αναδιπλασιάζει ο Ασιάτης.

«Κι εγώ μαζί σου», συμφωνεί και ο Οινοκράτης. «Έχουμε και λέμε: Δύο άριστα και ένα λίαν καλώς. Ας περάσουμε τώρα στον Δημοσθένη. Φιλήμονα, τι έχεις σημειώσει για το λεξιλόγιό του; Πώς τον αποκαλεί τον Αισχίνη;»

assets_large_t_420_54035522

«Εννοείς εκτός από συκοφάντη, προδότη, μίσθαρνο του Φίλιππου πρώτα και του  Αλέξανδρου ύστερα;»

«Έλα τώρα, θύμισέ  μας όσα είπε∙ πέρα από τα αναμενόμενα».

«Σύμφωνοι. Ο Παιανέας αποκάλεσε τον Κοθωκίδη κατάρατο, κατάπτυστο, αρουραίο, μισόπολι, αλλά και γραμματοκύφωνα, κάνοντας έτσι υπαινιγμό στην εποχή που ο Αισχίνης βοηθούσε τον πατέρα του στο διδασκαλείο, όπου ως γνωστόν χρησιμοποιείται ένα είδος κύφωνα[1] για τον σωφρονισμό των άτακτων μαθητών. Και το πιο δηλητηριώδες: Κάνοντας νύξη στην περίοδο που ο Αισχίνης είχε δοκιμάσει να ασκήσει την υποκριτική τέχνη, τον χαρακτήρισε  τριταγωνιστή και αυτοτραγικό πίθηκο».

«Ε, ναι! Αυτό πρέπει να πόνεσε!».

«Σίγουρα. Κατά τα άλλα χρησιμοποίησε κάπως λιγότερα επίθετα απ’ τον αντίπαλό του, ίσως γιατί θεώρησε ότι δεν του χρειάζονται, και ότι τα επιχειρήματά του είναι αρκετά ισχυρά για να εξουδετερώσουν τις κατηγορίες του Αισχίνη».

«Ας τον βαθμολογήσουμε για τις λέξεις και ας περάσουμε μετά στα επιχειρήματα. Εγώ θα έλεγα ότι ήταν ¨καλός¨».

«Έλα τώρα Τσίτσους. Πρόκειται για τον Δημοσθένη. Αν όχι άριστα, ένα ¨λίαν καλώς¨ δε μπορείς να του το αρνηθείς. Εγώ του το δίνω χωρίς επιφυλάξεις».

«Εσύ Χοντρόη;»

«¨Καλός συν λίαν¨, έχει καλώς;»

«Κάλλιστα! Επομένως στις ¨λέξεις¨ προηγείται ο Αισχίνης. Εντάξει; Πάμε τώρα στην επιχειρηματολογία. Ας εξετάσουμε μαζί ουσία και θέση στην αγόρευση. Έχεις να πεις κάτι Φιλήμονα;»

«Έχω. Κοιτάξτε ω φίλτατοι. Τα δύο πρώτα επιχειρήματα του Αισχύνη, εκείνα που αφορούν στην τυπική μη-νομιμότητα των ενεργειών του Κτησιφώντα, ήταν θεμιτά και έκανε καλά που εν τέλει τα τοποθέτησε στην αρχή της ομιλίας του. Η ανάγνωση των σχετικών νόμων από τον γραμματέα του δικαστηρίου επιβεβαίωσε την ύπαρξη απαγόρευσης για την βράβευση ή και τον δημόσιο έπαινο, όσων εκ των αρχόντων δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τη θητεία τους και δεν έχουν επισήμως απολογηθεί για αυτήν. Ακούσαμε επίσης τον νόμο που απαγορεύει η απονομή τιμών στους Αθηναίους πολίτες να γίνεται στο θέατρο. Αυτά τα εξήγησε και προφορικά με επάρκεια. Αντίθετα η επιχειρηματολογία με την οποία  προσπάθησε να αποφύγει την παρουσία του Δημοσθένη στη δίκη, μου φάνηκε ανεπαρκής. Πώς θα γινόταν να μη παραστεί  ο Δημοσθένης στην εκδίκαση, όταν είναι πασιφανώς αυτός και  όχι ο Κτησιφώντας ο κύριος στόχος της γραφής που έχει κατατεθεί από τον Αισχίνη;  

Επίσης νομίζω ότι κακώς ο Αισχίνης τα έβαλε με την δήθεν κακή τύχη του Δημοσθένη. Του έδωσε έτσι περισσότερα επιχειρήματα για να αμυνθεί.

Από την άλλη πλευρά ο Δημοσθένης τοποθέτησε τα πιο ισχυρά του επιχειρήματα – δηλαδή βασικά το πόσο φιλόπατρις είναι- στην αρχή και στο τέλος της ομιλίας του, ενώ τα σημεία τα σχετικά με την τήρηση των ισχυόντων νόμων (στα οποία ήξερε ότι μειονεκτούσε), τα ανέφερε παρεμπιπτόντως κάπου στη μέση».

-15-728

«Αυτά; Ή έχεις να προσθέσεις και κάτι άλλο;»

«Ναι. Όσο αν και οι δύο στάθηκαν περισσότερο στο παρελθόν από όσο θα έπρεπε, νομίζω ότι στη συνολική αντιπαράθεση επιχειρημάτων μου φάνηκε πως κερδίζει ο Παιανέας, αν και τελικά ούτε αυτός κατάφερε να μείνει στα θέματα γενικού ενδιαφέροντος και δημόσιου συμφέροντος και να μην εμπλακεί σε επιθέσεις προσωπικού χαρακτήρα».

«Εσύ Χοντρόη τι λες;»

«Δέον καταδικάζειν αμφοτέρους λέγω, ένεκα της υπ’ αυτών εκουσίας κοινοποιήσεως τοις πάσι, θεμάτων άτινα οποπουδήποτε δει αποποτελείν αποπορήτους θέσεις του κράτους!»

«Αυτή είναι μια άποψη μάλλον περσικής νοοτροπίας. Πιθανόν να την υιοθετούν και οι Λάκωνες, που είναι λίγο κρυψίνοες, ας το παραδεχτούμε. Αλλά, καλώς ή κακώς, δεν ισχύει εδώ στην Αθήνα», παρατηρεί ο Οινοκράτης. «Εδώ λέγονται όλα, γιατί εδώ όλοι πρέπει να ξέρουν τι γίνεται, αφού βαραίνει η άποψη όλων και όλοι πρέπει να συναποφασίζουν».

Έπειτα στρέφεται προς τον συμπατριώτη του. «Ε, ναι ρε Φιλήμονα, μπορεί να ήταν ο Κοθωκίδης που έβαλε πρώτος τις μανάδες στη διένεξη, λέγοντας πως η μητέρα του Δημοσθένη κατάγεται από τη Σκυθία και ότι αυτό δημιουργεί κάποια κωλύματα στον αντίπαλό του, (εντάξει, τον είπε ανοιχτά Σκύθη!), αλλά εκείνος που το παράκανε με τις αναφορές στη μάνα του Αισχύνη ήταν ο Δημοσθένης. Και τι δεν είπε! Και ότι την φωνάζανε κάποτε Έμπουσα[2] θυμήθηκε, και σε εξωτικές ιεροτελεστίες αναφέρθηκε, ως και εταίρα υπαινίχθηκε ότι ήταν. Και όλα αυτά εδώ, στην καρδιά της Ελλάδας, όπου λίγα πράγματα είναι ιερά όσο η ιδέα της μάνας!»

«Δεν θυμάμαι αν το είπε ακριβώς έτσι, αλλά ναι, έχεις δίκιο, εκτοξεύτηκαν εκατέρωθεν βαριές λεκτικές κατηγορίες», παραδέχεται ο Φιλήμονας.

«Εντάξει, ας τους θεωρήσουμε πάνω κάτω ισόπαλους  στους τομείς των επιχειρημάτων -αποτελεσματικότητα και τοποθέτηση στην ροή του λόγου. Τι μας μένει; Α, ναι: Μνήμη και Ηθοποιία».

«Εάν ως μνήμη θεωρήσουμε την ικανότητα των ρητόρων να θυμούνται καλά μόνον ό, τι τους συμφέρει και να ξεχνούν επιμελώς ό, τι συμφέρει τον αντίπαλο, νομίζω ότι και εδώ τα πήγαν αρκετά καλά αμφότεροι. Έτσι δεν είναι;»

«Έτσι! Και τα καταφέρνουν χάρη στην ικανότητά τους να υποκρίνονται. Την ηθοποιία τους!»

«Η οποία, παρά το διαφορετικό ύφος που υιοθετούν, είναι πασιφανής και στους δύο».

«Τους βγάλαμε λοιπόν σχεδόν ισόπαλους;»

«Μάλλον».

«Αλλά εγώ εξακολουθώ να νομίζω ότι υπερέχει κάπως ο Αισχίνης», επιμένει ο Οινοκράτης.

«Γιατί; Επειδή όντως οι νόμοι απαγορεύουν τους άκαιρους επαίνους;»

«Όχι. Γιατί στην Ασία νικάει ο Αλέξανδρος. Και γιατί ο Αλέξανδρος σέβεται την Αθήνα».

«Και νομίζεις πως οι Αθηναίοι το εκτιμούν αυτό;»

«Θες να σου πω την αλήθεια βρε Φιλήμονα; Δεν ξέρω. Πάντως το αποτέλεσμα της δίκης θα δείξει…».Teatro_griego

Αυτά λέγανε κουτσοπίνοντας τον κεκραμένο οίνο, όταν στην πίσω αυλή κατέφτασε λαχανιασμένος ένας υπηρέτης.

«Οινοκράτη σε θέλει ο κύριος Εύελπις. Θα τον βρεις στο γραφείο, όπου μόλις έφτασε».

«Έρχομαι. Αλλά για πες μου, είπε τίποτα για την ετυμηγορία των δικαστών».

«Ναι. Αν κατάλαβα καλά νίκησε ο Δημοσθένης. Με μεγάλη διαφορά ψήφων. Ο Αισχίνης θα πρέπει να πληρώσει πρόστιμο για ανυπόστατη κατηγορία».

Ο Οινοκράτης στέκεται για μια στιγμή ακίνητος και ξεροκαταπίνει.

«Ωχ» λέει. Και μετά: «Φαίνεται ότι θα έχουμε πολλή δουλειά τις επόμενες μέρες».

Ύστερα κάνει ένα νεύμα αποχαιρετισμού στους φίλους του και εξαφανίζεται στα εσωτερικά δώματα του μεγάρου.

 

…………………

[1]  Κύφων: ξύλινη  συσκευή που ακινητοποιούσε  το κεφάλι ή άλλα μέρη του σώματος και χρησιμοποιούταν στην τιμωρία καταδίκων  και δούλων. Μια πιο ανώδυνη παραλλαγή του χρησιμοποιούταν και για την τιμωρία των απείθαρχων μαθητών. Σύμφωνα με άλλους μελετητές το ¨γραμματοκύφων¨ ειπώθηκε με την υποτιμητική έννοια του ¨καλαμαρά¨.

[2] Έμπουσα: ενδεχομένως από το ρήμα εμπάζομαι (γραπώνω, προσκολλώμαι, ενδιαφέρομαι). Η Έμπουσα σύμφωνα με αυτή την εκδοχή πιθανώς ήταν ένα νυχτερινό φάντασμα που τρόμαζε τα μικρά παιδιά.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄, κεφάλαιο όγδοο: Σήμερα δικάζουμε (ΙΙ)

Posted by vnottas στο 22 Δεκεμβρίου, 2017

9219588129_d8da90ff9a_b

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ζ.

Κεφάλαιο όγδοο: Σήμερα δικάζουμε! (ΙΙ) – Ο Δημοσθένης στο βήμα

Στο βήμα βρίσκεται τώρα ο Δημοσθένης του Δημοσθένους ο εγγεγραμμένος στα μητρώα του Δήμου των Παιαναίων. Δείχνει ήρεμος. Φοράει έναν φαρδύ χιτώνα που του προσδίδει  επιβλητικότητα και, καθώς μιλάει, κινεί τα χέρια του. Όχι πολύ, μόνον όσο χρειάζεται για να υπογραμμίσει με περισσότερη έμφαση ορισμένους συλλογισμούς.

«Αρχίζω από τους θεούς κύριοι Δικαστές», λέει με ψύχραιμη, αλλά δυνατή φωνή. «Εύχομαι στο όνομά τους, όση αγάπη κι αφοσίωση έδειξα ανέκαθεν για την Πόλη μας, δηλαδή για όλους εσάς,  τόση ευμένεια και καλή πίστη να δείξετε κι εσείς απέναντί μου σε αυτήν εδώ τη δίκη. Και παρακαλώ τους θεούς να μην επιτρέψουν κακοδικίες και έτσι να προστατέψουν τη δικαστική σας υπόληψη.

Θα γίνω πιο συγκεκριμένος: τους ζητώ να σας αποτρέψουν από το να υιοθετήσετε το αίτημα του αντίδικου και να μου επιβάλετε τον τρόπο με τον οποίο θα απολογηθώ. 

Εκείνο που, κατά τη γνώμη μου  πρέπει να κάνετε είναι απλό: να εφαρμόσετε αυτά που προβλέπει ο νόμος. Με άλλα λόγια, να θυμηθείτε τον όρκο που πήρατε ως δικαστές∙ δηλαδή να ακούτε και τους δύο διάδικους με τον ίδια διάθεση και να μην καταδικάζετε κανένα χωρίς να του δώσετε την ευκαιρία να απολογηθεί. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας απ’ τους δικαζόμενους πρέπει να μπορεί να εκθέσει τα επιχειρήματά του με τον τρόπο και τη σειρά που ο ίδιος θεωρεί προσφορότερη».

Ο Δημοσθένης παίρνει μια βαθιά ανάσα και το ύφος του γίνεται ακόμα πιο ήπιο.

«Θα είμαι ειλικρινής κύριοι δικαστές και θα παραδεχτώ ότι απέναντι στον Αισχίνη βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση!»

Μικρή παύση. Ο ρήτορας περιστρέφει το βλέμμα  ανάμεσα στους δικαστές προσπαθώντας να ανιχνεύσει την εντύπωση που έκανε αυτή η ¨ομολογία¨ του. Μετά συνεχίζει.

«Γιατί; Πρώτον, γιατί έχω περισσότερα να χάσω από εκείνον σ’ αυτήν τη δίκη. Εγώ διακινδυνεύω να χάσω την εύνοιά σας, που πάει να πει την εύνοια της πόλης στην οποία αφιέρωσα τη ζωή μου, εκείνος απλώς να μην κερδίσει μία δίκη∙ δεν νομίζω ότι είναι το ίδιο πράγμα!

Εγώ κινδυνεύω αγαπητοί συμπολίτες… αλλά όχι, δε θα το εκστομίσω, δε θέλω να ξεκινήσω το λόγο μου κακομελετώντας. Θα πω μόνο ότι εκείνος πλεονεκτεί, γιατί ως κατήγορος δεν διατρέχει κινδύνους».

images (19)

Ο Χοντρόης κοιτάζει ερωτηματικά τον Οινοκράτη.

«Όχι, δεν είναι έτσι», λέει εκείνος. «Απ’ ό, τι ξέρω, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν τον τελευταίο καιρό στην Αττική, σε περίπτωση που οι καταγγελίες αποδειχθούν αβάσιμες, ο καταγγέλλων κινδυνεύει να υποστεί κυρώσεις, καμιά φορά μάλιστα, τσουχτερές. Αλλιώς, έτσι φιλόδικοι που είναι οι Αθηναίοι, δε θα κάνανε άλλη δουλειά απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, από το να δικάζουνε τις μηνύσεις που εκτοξεύονται πανταχόθεν».

«Εάν η ¨γραφή¨ του δεν υπερψηφιστεί τουλάχιστον από το ένα πέμπτο των δικαστών», παρεμβαίνει ο Φιλήμονας, «ο Αισχίνης θα υποστεί ένα πρόστιμο χιλίων δραχμών. Και είναι πιθανό να υπάρξουν επιπτώσεις ακόμη και στα πολιτικά του δικαιώματα… έτσι άκουσα να λένε στου Κυνοσάργους κι αυτοί εκεί ξέρουν απ’ αυτά».  

 «Δεύτερον», συνεχίζει ο Παιανέας στο βήμα, «ο Αισχίνης προτίθεται να εξαπολύσει εναντίον μου κατηγορίες και κακολογίες, δηλαδή πράγματα που αρέσουν. Σε ποιόν; Σε όλους. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση κύριοι δικαστές. Το ξέρετε καλά όπως το ξέρω κι εγώ. 

Εγώ, αντίθετα, προκειμένου  να αμυνθώ θα πρέπει να μιλήσω για τον εαυτό μου. Αλλά εκείνοι που μιλούν για τον εαυτό τους, εκείνοι που ¨περιαυτολογούν¨, μάλλον δυσφορία παρά συμπάθεια προκαλούν. Για αυτό, όπως σας είπα, βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση. Εκείνος θα λέει πράγματα αναληθή μεν, αλλά ελκυστικά για το μέσο αφτί, εγώ δε, αμυνόμενος, θα μιλάω για μένα κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ εγωπαθής και υπερφίαλος».

21519-123

Ο Φιλήμονας παρακολουθεί και σημειώνει. Τον ενδιαφέρει ο χειρισμός της γλώσσας, αλλά και γενικότερα της έκφρασης. Δεν παύει να εκπλήττεται από το τι μπορεί να δημιουργήσει κανείς χρησιμοποιώντας τον αρθρωμένο λεκτικό ήχο και την εικόνα. Αλλά τον ενδιαφέρουν και οι τυχόν αντιφάσεις. Όχι τόσο από πολιτική άποψη, όσο, κυρίως, από δραματουργική.

Ο Οινοκράτης παρακολουθεί και σκέφτεται. Ή μάλλον όχι: ακούει και ταυτόχρονα ονειροπολεί. Μέσα σε αυτό το ασυνεπές μείγμα σκέψεων και ονειρικών προβολών, ο ίδιος πότε είναι ρήτορας-κατήγορος ενάντια στις λογής-λογής αδικίες της ζωής και πότε άδικα κατηγορούμενος. Τι θα έλεγε άραγε σε μια τέτοια περίπτωση; Πώς θα το έλεγε; Ποιος θα μπορούσε άραγε να τον δικαιώσει;

Ο Χοντρόης προσπαθεί να παρακολουθήσει και να καταλάβει. Όχι τόσο τη γλώσσα, όσο τη νοοτροπία∙ αλλά εκείνο που καταλαβαίνει είναι ότι για να προσαρμοστεί σε αυτό το περίεργο, αλλά και γοητευτικό, περιβάλλον της Δύσης, του χρειάζεται χρόνος. Είναι καλόβολος και δε γκρινιάζει μπροστά στα καινούργια πράγματα, αλλά η καινοτομία που έχει μπει στη ζωή του τον τελευταίο καιρό είναι πολλή και δε μπορεί να την αφομοιώσει όλη μαζί.

*Δημοσθένης

«Όσον αφορά στην ιδιωτική μου ζωή» λέει τώρα ο Δημοσθένης, «δείτε πόσο απλά και λογικά τα λέω: Εγώ δεν έχω ζήσει πουθενά αλλού, παρά μόνο εδώ, μαζί σας. Άρα με ξέρετε.

Εάν λοιπόν με θεωρείτε ένοχο στα όσα αυτός με κατηγόρησε, τότε μη με αφήσετε να πω κουβέντα παραπάνω, ούτε καν εάν πολιτεύτηκα σωστά στις κοινές υποθέσεις, αλλά να σηκωθείτε όρθιοι και να με καταδικάσετε τώρα αμέσως. Να ξεμπερδεύουμε!

Εάν όμως αναγνωρίζετε ότι είμαι πολύ καλύτερος απ’ αυτόν, από καλύτερη καταγωγή και όχι κατώτερος από κανέναν ευυπόληπτο πολίτη ούτε εγώ ούτε οι δικοί μου, τότε -για να μη πω τίποτα το εξοργιστικό- τότε λέω, να μην τον πιστεύετε ούτε στα άλλα που ισχυρίζεται, γιατί είναι προφανές ότι όλα τα μηχανεύτηκε με τον ίδιο τρόπο.  Σε εμένα δε, να είστε το ίδιο καλοπροαίρετοι όσο ήσασταν και σε πολλές άλλες προηγούμενες δίκες».

Ο Δημοσθένης στρέφεται απ’ ευθείας προς τον κατήγορό του:

«Εσύ όμως Αισχίνη, αν και είσαι παμπόνηρος, σκέφτηκες ότι εγώ θα αποφύγω να μιλήσω για την πολιτική μου δράση, και θα στραφώ μάλλον προς την απόκρουση των λοιδοριών σου. Αυτό, ασφαλώς, δεν θα το κάνω, δεν είμαι δα τόσο ανόητος.

Τι θα κάνω; Θα εξετάσω τα όσα ψέματα και όσες διαβολές διαδίδεις για τις πολιτικές μου πράξεις, και όσο για τον σωρό των ύβρεων και των λοιδοριών που αδιάντροπα ξεστόμισες, θα αναφερθώ αργότερα και μόνον εφόσον οι δικαστές θα έχουν τη διάθεση να ακούσουν».

agora market*

Ο Ευρύνους σκύβει στ’ αυτί του Εύελπι. «Πρόσεξέ τον, τώρα θα μιλήσει για όσα συνέβησαν παλιά, δηλαδή την εποχή που ο Φίλιππος κατέλαβε την Ελάτεια και οι Αθηναίοι άρχισαν να ανησυχούν στα σοβαρά, όχι πια για τις αποικίες, αλλά για την πόλη τους την ίδια. Καθώς και για την εποχή της ήττας στη Χαιρώνεια. Αυτά τα ¨φαντάσματα¨, από τα οποία η Αθήνα δεν καταφέρνει να απαλλαγεί.

Όμως στην ουσία θα αναφέρεται στο σήμερα. Θα μιλάει για τον Φίλιππο, αλλά θα εννοεί πλέον τον Αλέξανδρο. Στόχος του είναι οι ντόπιοι ¨Μακεδονίζοντες¨ στο σύνολό τους, αλλά και εκείνοι που δεν θεωρούν την Αθήνα ως τη μόνη πόλη που μπορεί να ηγηθεί των Ελλήνων. Δεν πρόκειται να χάσει την ευκαιρία να εξαπολύσει εναντίον τους, -και εναντίον μας- τους ρητορικούς του κεραυνούς».

Ο Εύελπις κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. «Είναι κρίμα», λέει και η φωνή του ακούγεται αποκαρδιωμένη.  Ο πατέρας του τον καταλαβαίνει και του σφίγγει το μπράτσο παρηγορητικά.

*

Ο νεαρός Μεγαρέας ενδιαφερόταν ανέκαθεν για όσα συνέβαιναν στην πόλη. Και αυτά που συνέβαιναν στην Αθήνα, από τότε που η οικογένειά του και  ο ίδιος -σχεδόν βρέφος ακόμη- εγκαταστάθηκαν στην Αττική,  είχαν συνήθως να κάνουν με τους Μακεδόνες και την επεκτατική τους πολιτική.

Το  περιβάλλον του Ευρύνου, καθώς και εκείνο της σχολής του Ισοκράτη είχαν μια ευρύτερη αλλά συγκεκριμένη άποψη: Ναι στις πόλεις, αλλά όχι στην αυτοκτονία του ελληνισμού για χάρη τους. Για να επιτευχθεί η ενότητα των Ελλήνων, μερικές ¨θυσίες¨ και κάποιες παραχωρήσεις από την πλευρά των πολιτειών, θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτές. Με μέτρο. Ο Εύελπις μεγαλώνοντας συμφωνούσε, αλλά την πόλη της Αθηνάς την αγαπούσε και μαζί της ήταν ιδιαίτερα διαλλακτικός.

Τώρα, ενήλικος πια και με υπεύθυνο ρόλο, ο Εύελπις προσπαθεί να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα με ψυχραιμία. Πρέπει να αξιολογήσει τα γεγονότα και να μην εμπλακεί στις συναισθηματικές  προεκτάσεις με τις οποίες οι ρήτορες διανθίζουν εσκεμμένα τους λόγους τους.

Όμως, όσο να ‘ναι, παρασύρεται από την ροή της ομιλίας. Αυτά που ιστορεί ο Δημοσθένης συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με την παιδική και την εφηβική του ηλικία. Τα θυμάται. Τα έχει ζήσει κι ας ήταν μικρός. Στο νου του ξανάρχονται εκφράσεις, κουβέντες, σκηνές ολόκληρες δεμένες με τα γεγονότα αυτά: ¨Η κάθοδος των Μακεδόνων¨, που ακόμη και σήμερα οι Αθηναίοι δεν έχουν καταλήξει πόσο μπορούν να την καταπολεμήσουν ή πόσο πρέπει να την ανεχτούν ή και να επωφεληθούν απ’ αυτήν, η ¨Ελάτεια¨, η μικρή πόλη που η κατάληψή της έδειξε για πρώτη φορά πόσο κοντά στην Αθήνα μπορούν να φτάσουν οι βόρειοι, η ¨Καταστροφή της Θήβας¨ , που οι Αθηναίοι παρακολούθησαν με αποτροπιασμό, αλλά και με ανακούφιση όταν είδαν ότι ο Αλέξανδρος δεν τους επεφύλασσε την ίδια τύχη με τους Βοιωτούς , η ¨Μάχη στη Χαιρώνεια¨ και η βαριά ήττα που θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να αναιρεθεί, αλλιώς η γεωπολιτική κατάσταση που ήδη άλλαζε, θα προέκυπτε ανεπανόρθωτη για τους Αθηναίους, το ¨Συνέδριο της Κορίνθου¨ που εξακολουθούσε να προκαλεί ενθουσιασμούς, αλλά και μεγάλες ανησυχίες.

.images (7)

Στο βήμα ο Δημοσθένης αγορεύει. Τώρα υπεραμύνεται των πεπραγμένων του. Υποστηρίζει πως οι προτάσεις του ξεκινούσαν πάντα από την επιθυμία να συμβάλει στο καλό της πόλης. Λέει πως αν μερικές από αυτές υπήρξαν αναποτελεσματικές, γι αυτό φταίνε άνθρωποι σαν τον Αισχίνη που στην ουσία εξαγοράστηκαν από τον Φίλιππο πρώτα και από τον Αλέξανδρο μετά. Αυτοί ήταν που υπονόμευσαν την υλοποίηση των λύσεων που εκείνος είχε προτείνει. Έτσι ο Φίλιππος κατάφερε να κερδίσει πρώτα τον τελευταίο ¨ιερό πόλεμο¨ εις βάρος των Φωκέων, παλιών   συμμάχων των Αθηνών και κατόπιν τους συνασπισμένους Αθηναίους και Θηβαίους.

Μιλάει τώρα για τον επαίσχυντο ρόλο των φιλομακεδόνων κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην   ασταθή ειρήνη που συνάφθηκε ανάμεσα στην Αθήνα και τους Μακεδόνες δέκα έξι χρόνια πριν  και ονομάστηκε Φιλοκράτειος:

 «Σκεφτείτε τώρα τι έκανα εγώ και τι έκανε ο Αισχίνης, την εποχή που η Πόλη έκλεισε ειρήνη με τον Φίλιππο. Έτσι θα καταλάβετε καλύτερα ποιος δρούσε για το συμφέρον σας και το συμφέρον της Πολιτείας και ποιος, αντίθετα, δρούσε σα σύντροφος του Φίλιππου.

Εγώ, όντας τότε μέλος της Βουλής, εισηγήθηκα να ψηφιστεί το εξής: ¨να αποπλεύσουν το συντομότερο οι απεσταλμένοι μας, να πάνε σε όποιο μέρος μάθουν ότι βρίσκεται ο Φίλιππος και να του ζητήσουν την ένορκη επιβεβαίωση της σύναψης ειρήνης¨. Αυτοί, όμως, όχι μόνον δεν θέλησαν να κάνουν όσα πρότεινα, αλλά και το αρνήθηκαν όταν επανέλαβα την πρότασή μου γραπτά και με όλους τους τύπους!

Τι όμως σήμαινε αυτό κύριοι δικαστές;

Θα σας πω εγώ: Στον μεν Φίλιππο συνέφερε να περάσει όσος γίνεται περισσότερος καιρός ανάμεσα στη συμφωνία περί ειρήνης και την ένορκη επιβεβαίωσή της. Σε εσάς συνέφερε η επικύρωση να γίνει άμεσα.

Γιατί; Γιατί εσείς ήδη από τη στιγμή που ελπίσατε πως θα συναφθεί ειρήνη σταματήσατε κάθε πολεμική προπαρασκευή, ενώ ο Φίλιππος, ο οποίος είχε πάντοτε στο νου του μόνον τον πόλεμο, θεωρούσε -πράγμα εξάλλου αληθές- ότι θα κρατήσει όσα μέρη καταφέρει να μας αποσπάσει ως την στιγμή που θα έδινε την ένορκη επικύρωση, γιατί ποιος θα τολμούσε να ακυρώσει μια συμφωνία περί ειρήνης εξ αιτίας κάποιων επιπρόσθετων κατακτήσεων;

Ήταν λοιπόν αυτός ο λόγος, κύριοι δικαστές -επειδή όλα αυτά τα είχα δει και τα είχα προβλέψει- που πρότεινα να ψάξουν να βρουν οι απεσταλμένοι μας τον Φίλιππο και να του ζητήσουν την άμεση ένορκη επικύρωση της συμφωνημένης ειρήνης. Τότε, που οι Θράκες σύμμαχοί μας κατείχαν ακόμα τις οχυρές τοποθεσίες στις οποίες αναγκάστηκε να αναφερθεί και ο Αισχίνης:  δηλαδή το Σέρρειο και το Μυρτηνό και την Εργίσκη. Προτού τις καταλάβει ο Φίλιππος και γίνει έτσι κύριος της Θράκης, προτού αποκτήσει άφθονα χρήματα και πλήθος στρατιώτες, πράγμα που θα του επέτρεπε να επιχειρήσει και άλλες κατακτήσεις.

Αλλά αυτή την πρότασή μου ούτε την αναφέρει ο Αισχίνης ούτε ζητάει την ανάγνωσή της, αλλά με κατηγορεί για κάτι απίθανα πράγματα -άλλα αντ’ άλλων- όπως ότι εγώ, ως βουλευτής, θεώρησα πρέπον να παρουσιάσω τους πρέσβεις του Φιλίππου στην Εκκλησία του Δήμου!

Αλλά τι θα έπρεπε να κάνω; Να τους εμποδίσω να μιλήσουν μαζί σας, αφού γι αυτό είχαν έρθει; Ή να μην διατάξω τον διευθυντή του θεάτρου, όταν πήγαν εκεί, να τους δώσει θέση κατάλληλη ώστε να βλέπουν. Δε θα μπορούσαν άραγε να βρουν θέση και από μόνοι τους πληρώνοντας μόνο τους δύο οβολούς τους εισιτηρίου;

Εντάξει, το δημόσιο ταμείο στερήθηκε τους δύο αυτούς οβολούς! Είμαι ένοχος! Αλλά για πείτε μου: Αυτούς τους δύο οβολούς έπρεπε να διαφυλάξω, ενώ τα μέγιστα συμφέροντα του κράτους θα έπρεπε να τα ξεπουλήσω στον Φίλιππο, ακριβώς  όπως έκανε ο Αισχίνης και η παρέα του; Όχι βέβαια!

Πάρε λοιπόν γραμματέα το ψήφισμα που πρότεινα τότε και εγκρίθηκε, -και που αυτός εδώ το αποσιώπησε- και σε παρακαλώ διάβασέ το».

Ο Προεδρεύων άρχοντας κάνει ένα νεύμα συγκατάθεσης, ο υπεύθυνος για την ροή του χρόνου σταματάει την λειτουργία της κλεψύδρας, ενώ ο γραμματέας ψάχνει τη στοίβα των εγγράφων, βρίσκει το εν λόγω ψήφισμα και αρχίζει να το διαβάζει…

.writing-quill-with-ink-blot_small

«Παλιά ξινά σταφύλια», σχολιάζει με έναν μορφασμό αποδοκιμασίας ο Οινοκράτης.

Ο Φιλήμονας σταματάει τη γραφή των σημειώσεών του.  Όσο κρατάει η ανάγνωση του γραμματέα μπορεί να πάρει μια ανάσα. Στρέφεται προς τον Οινοκράτη και τον ρωτάει: «Γιατί δεν αφήνει κανένα επιχείρημα και για τη δευτερολογία του; Όλα τώρα πρέπει να τα πει;»

«Απ’ ο, τι ξέρω, στις εκδικάσεις των υποθέσεων που θεωρούνται ¨δημοσίου ενδιαφέροντος¨ δεν επιτρέπονται δευτερολογίες», του διευκρινίζει εκείνος. «Μόνο στις δίκες μεταξύ ιδιωτών είναι επιτρεπτό κάτι τέτοιο. Και απ’ ό, τι βλέπω ό Παιανέας δεν πρόκειται να αφήσει τίποτα να πέσει χάμω. Βλέπεις οι δικαστές δεν διέκοψαν τον Αισχίνη, και ο Δημοσθένης ξέρει καλά ότι σήμερα έχουν τοποθετηθεί οι κλεψύδρες των ειδικών περιστάσεων και δε βιάζεται».

«Ποιες κλεψύδρες…;»

«Αυτές των ειδικών περιστάσεων. Είναι πιο κλεψ-ύδρες από τις άλλες. Ο κανονισμός μιλάει για ίσο χρόνο ανάμεσα σε κατήγορο και αμυνόμενο, αλλά δεν εξειδικεύει πόσο. Όταν λοιπόν πρόκειται για δίκες με μεγάλο ενδιαφέρον και μεγάλη κοσμοσυρροή, προτιμώνται οι ¨κλεψύδρες των ειδικών περιστάσεων¨ που είναι μεγαλύτερες και δίνουν στους ρήτορες περισσότερη άνεση χρόνου».

Ο Οινοκράτης ρίχνει μια ματιά στα χειρόγραφα ορνιθοσκαλίσματα του φίλου του, αφήνει ένα θαυμαστικό σφύριγμα και αλλάζει θέμα: «Δεν ξέρω αν θα γίνεις μεγάλος συγγραφέας Φιλήμονα, αλλά για γραφέας νομίζω ότι είσαι έτοιμος. Αν πιάσεις μια θέση κάτω από τα αγάλματα των Επωνύμων Ηρώων, θα βγάλεις λεφτά!»

«Ντροπή Τσίτσους», τον αποπαίρνει ο συμπατριώτης του. «Μην προσβάλεις την τέχνη μου. Ιδιαίτερα όταν βλέπεις πως προσπαθώ να την συνδέσω όσο αυθεντικότερα μπορώ με την πραγματική ζωή».

«Εντάξει, εντάξει, δεν είπαμε τίποτα… Είπαμε; Είπαμε τίποτα Χοντρόη;»

«Α πα πα πα!» συμφωνεί στην ιδιόλεκτό του ο Ασιάτης, εγκαινιάζοντας μια νέα μορφή αρνητικής έκφρασης.

«Άλλωστε δεν είσαι ο μόνος, είδα πως υπάρχουν και άλλοι που κρατούν σημειώσεις από τους λόγους των ρητόρων».

«Αλήθεια;»

«Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται για ανταγωνιστές θεατρικούς συγγραφείς. Μάλλον είναι σπουδαστές ή και διδάσκοντες από τις σχολές ρητορικής που εμπλουτίζουν το υλικό τους…»

Ο Οινοκράτης σκέφτεται κάτι και χαμογελάει. «Ξέρεις για ποιο πράγμα απορώ μωρέ  Φιλήμονα; Θα σου πω: Καθώς οι συγγραφές ζουν παραπάνω από τα λόγια, που ως γνωστόν είναι πτερόεντα, αναρωτιέμαι ποιες από αυτές θα φτάσουν ως τους απογόνους μας για να τους πληροφορήσουν περί αυτών που συμβαίνουν τώρα. Δηλαδή για να αποτελέσουν την ¨αντικειμενική¨ βάση στην Ιστορία που θα γράψουν εκείνοι για μας. Σκέψου τι πλάκα θα έχει αν οι σημειώσεις του Δημοσθένη καταστραφούν σε κάποια πυρκαγιά της βιβλιοθήκης του, αλλά επιζήσουν οι δικές σου, που σίγουρα θα έχουν μια πιο εύθυμη οπτική για τα γεγονότα. Ή εάν διατηρηθούν τελικά οι σημειώσεις κάποιου φοιτητή μαζί με τα σχόλια που σίγουρα θα κάνει στα περιθώρια!»

«Μην ανησυχείς Τσίτσους, εγώ μεν μπορεί να σημειώνω γιατί θέλω οι ήρωες των θεατρικών μου έργων -παρά τις υπερβολές που όχι μόνο επιτρέπονται αλλά και επιβάλλονται στην κωμωδία- να είναι καλά αγκυρωμένοι στην πραγματικότητα, αλλά, όπως ξέρεις, υπάρχουν και οι ίδιοι οι ρήτορες και οι ακόλουθοί τους που ξαναγράφουν και πουλάνε αντίγραφα των πιο γνωστών αγορεύσεων. Μπορεί σήμερα να μην είναι για όλα τα βαλάντια -πράγματι τα επικυρωμένα αυτά αντίγραφα είναι πανάκριβα- αλλά έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιζήσουν από ό, τι οι σημειώσεις μου».

«Όμως ούτε κι αυτά είναι πλήρως αυθεντικά» επιμένει ο Οινοκράτης

«Γιατί

«Είδες πως μιλάνε εδώ μέσα; Μιλάνε με τρόπο που να τους καταλαβαίνει ο κάθε αγρότης που μόλις έφτασε από τα χωράφια του. Γι αυτό και αρέσουν, γι αυτό και πείθουν, γι αυτό και επηρεάζουν και ασκούν εξουσία οι ρήτορες. Ιδιαίτερα οι επιτυχημένοι.  

Έχεις δει όμως πώς καταλήγουν οι επίσημοι λόγοι όταν είναι γραμμένοι; Εγώ είχα την τύχη να βρεθώ σε βιβλιοθήκες και είδα: γραμμένοι είναι σχεδόν ακαταλαβίστικοι, περί-διά-γραμμάτων, περιπεπλεγμένοι, εσκεμμένα καθώς πρέπει, φιλολογίζοντες! Άσε που είναι ορατό πως οι αντιγραφές ενδέχεται να γίνουν από ομονοούντες, αλλά και από διαφωνούντες, από συμπαθούντες, αλλά και από αντιπαθούντες. Όλοι αυτοί, όσο να ‘ναι, κάτι δικό τους το προσθέτουν. Όπως καταλαβαίνεις είναι δύσκολο να υπάρξει άνθρωπος -ιδιαίτερα Αθηναίος- που να ξέρει να διαβάζει και να γράφει, άρα να είναι κατά τεκμήριο διανοούμενος, ο οποίος να μην έχει τη δική του άποψη ή να έχει μεν άποψη, αλλά να είναι ικανός να την αφήνει απέξω από μια πνευματική δουλειά όπως η αντιγραφή και η διαιώνιση των λόγων…»

«Άσε που μπορεί να προκύψει και πρόβλημα μεταγλώττισης!» υπερθεματίζει ο Φιλήμονας. «Ξέρεις τι έπαθα όταν, για να τεκμηριώσω μια κωμωδία που έγραφα με ήρωα τον Εύμαιο, ναι, τον γνωστό δούλο του Οδυσσέα, χρειάστηκε να συμβουλευτώ τα γνήσια κείμενα του Όμηρου, στη βιβλιοθήκη των Συρακουσών;»

«Τι

«Ανακάλυψα ότι πολλά πράγματα δεν τα καταλάβαινα. Η γλώσσα απ’ ό, τι φαίνεται με τη ροή του χρόνου αλλάζει αισθητά. Τα ελληνικά του Όμηρου είναι κάπως διαφορετικά από τα σημερινά. Δεν μοιάζουν με τα ελληνικά των Δωριέων, δεν ταυτίζονται με εκείνα των Ιώνων και των Αρκάδων, και έχουν διαφορές και από τα ελληνικά των Θεσσαλών και των Μακεδόνων.  Ευτυχώς οι άνθρωποι της βιβλιοθήκης μου υπέδειξαν να συμβουλευτώ κάποιους απόγονους των Ομηρίδων ραψωδών που η συντεχνία τους έχει εγκατασταθεί στις Συρακούσες μαζί με τους πρώτους κορίνθιους αποίκους. Αυτοί ευτυχώς κατάφεραν να με βοηθήσουν να βρω τις απαντήσεις στα βασικά μου ερωτήματα».

«Έχεις δίκιο Φιλήμονα. Η γλώσσα αλλάζει. Και πού να δεις τι έχει να γίνει τώρα που ο μισός κόσμος της ανατολής έχει αρχίσει να μαθαίνει ελληνικά. Ξέρεις ποιος έχει πλέον μεγάλες πιθανότητες να γίνει ο εκπρόσωπος της νέας κοινής ελληνικής γλώσσας;»

«Ναι. Κάτι έχω ακούσει σχετικά. Λέγεται πως η πόλη ¨Σόλοι¨ της Κιλικίας, παλιά ροδιακή και αθηναϊκή αποικία σε έναν τόπο όπου παλιότερα ζούσαν Χεταίοι, έχει εγκαινιάσει ένα σωρό γλωσσικούς νεοτερισμούς που άλλοι θεωρούν τολμηρούς και άλλοι αδιάντροπους!»

«Δεν είναι ανάγκη να πας τόσο μακριά Φιλήμονα. Έχουμε μαζί μας ένα ζωντανό δείγμα, ενδεικτικό για τις μελλοντικές γλωσσικές τάσεις. Τον  -μόνο προς το παρόν- Έναν και Μοναδικό, αλλά συντόμως εξελίξιμο σε ασύγκριτο γλωσσικό ανα-διαμορφωτή με πληθώρα οπαδών (ο Οινοκράτης δίνει μια μάλλον τρυφερή κατραπακιά στην καμπύλη πλάτη του γλωσσοπλάστη Ασιάτη φίλου του)∙ του μελλοντικώς γνωστού ανά το πανελλήνιο για την επινόηση του ¨πλεοναστικού υπερδιπλασιασμού   των περί το Πι ελληνικών λέξεων¨: του  Χοντρόη του Πρώτου!. Τα λέω καλά Ευτραφέστατε;»

«Λέτε πολλά και ενοχλητικά κύριοι» παρεμβαίνει και πάλι κάποιος από εκεί δίπλα. «Προφανώς δεν αντιληφθήκατε ότι το διάλλειμα έχει προ πολλού τελειώσει και ότι στο βήμα βρίσκεται ο μεγάλος Δημοσθένης. Σας παρακαλώ ή να σιωπήσετε ή να πάτε εκεί πίσω όπου μπορείτε να κάνετε τα σχόλιά σας χωρίς να ενοχλείτε τους συμπολίτες σας. Αλλιώς να μην διαμαρτυρηθείτε εάν ζητήσω την παρέμβαση της φρουράς!».

*peccato

Τελείως συμπτωματικά, το ίδιο περίπου θέμα -εκείνο της μελλοντικής τύχης των εκφωνούμενων λόγων- απασχολεί και τον Εύελπι που, ακούγοντας τον Δημοσθένη να αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του, ρωτάει ψιθυριστά τον πατέρα Ευρύνου εάν όλα αυτά που λέει ο ρήτορας τα έχει μπροστά του γραμμένα.

«Ναι», του απαντάει σιγανά εκείνος. «Ο Δημοσθένης ετοιμάζει με εξαντλητικό τρόπο τις παρεμβάσεις του. Τα έχει όλα γραμμένα, αλλά τα έχει μάθει απ’ έξω και έτσι δεν χρειάζεται να κοιτάζει διαρκώς τα κείμενά του. Αντίθετα ο Αισχίνης συχνά αυτοσχεδιάζει. Και οι δύο ξέρουν από θέατρο και από υποκριτική τέχνη. Ο Δημοσθένης έχει πάρει μαθήματα από τον Σάτυρο, τον γνωστό ηθοποιό, ενώ ο Αισχίνης, όπως όλοι ξέρουν, έχει διατελέσει ηθοποιός και ο ίδιος. Αλλά εκείνος που διαπρέπει στους αυτοσχεδιασμούς είναι ασφαλώς ο Δημάδης».

«Και τα κείμενα των δικανικών λόγων που κυκλοφορούν, πόσο πιστά είναι σε αυτά που ακούγονται εδώ μέσα;»

«Όχι τελείως. Μόνον εν μέρει. Είναι πάντοτε κάπως ωραιοποιημένα και συνήθως γράφονται εκ των υστέρων από τους βοηθούς και τους ακόλουθους με βάση τις σημειώσεις που κρατούν κατά τη διάρκεια της εκδίκασης ή και εκείνες που έχουν ετοιμάσει για την αγόρευση οι ίδιοι οι ρήτορες. Πάντως ως ¨έγκυροι γραπτοί λόγοι¨ θεωρούνται μόνον εκείνοι που έχουν την έγγραφη αποδοχή των ρητόρων».

img011145604

Ο Δημοσθένης στο βήμα έχει τώρα αφήσει την ιστορική ανασκόπηση και αναφέρεται και πάλι απ’ ευθείας στον αντίδικό του.  

«Απ’ όπου κι αν τον πιάσετε, απ’ όπου κι αν τον δείτε, αυτός ο άνθρωπος είναι κακόβουλος και φθονερός. Κοιτάξτε μονάχα αυτά που είπε για εμένα και την μοίρα μου…

Εγώ, αν θέλετε τη γνώμη μου, θεωρώ πως όποιος περιπαίζει τον άλλον για την τύχη του είναι άμυαλος, ανόητος, χαζός. Γιατί, αυτοί που νομίζουν ότι είναι ευτυχισμένοι και τυχεροί και ότι έτσι δικαιούνται να κοροϊδεύουν τους άλλους, δεν ξέρουν τι μπορεί να τους συμβεί ούτε ίσαμε το βράδυ της ίδιας μέρας. Αλλά πώς μπορεί να καυχιέται κανείς για την τύχη του όταν δεν ξέρει τι, αυτή η άστατη θεά,  μπορεί να του επιφυλάσσει τελικά; Και επιπλέον πώς μπορεί να λοιδορεί τους άλλους και να τους κατηγορεί ως κακότυχους;!

 Αλλά, αφού αυτός εδώ ο ταλαίπωρος μίλησε με πολλή αλαζονεία για εμένα και το ριζικό μου, ας μιλήσω και εγώ για το ζήτημα της μοίρας και να δείτε πως θα τα πω αληθινά και ανθρώπινα.

Εγώ λοιπόν θεωρώ καλή την τύχη της πόλης μας, όπως καλή ήταν και η προφητεία που έκανε για σας ο Δίας της Δωδώνης. Όμως για όλους γενικότερα τους ανθρώπους οι καιροί είναι δύσκολοι. Ποιος έλληνας ή ακόμη και βάρβαρος δεν περνάει αυτήν την εποχή φοβερές δοκιμασίες;

Η πόλη μας, έκανε τις σωστές επιλογές σε σχέση με εκείνους που νόμισαν ότι θα ευτυχούσαν εάν μας πρόδιδαν. Και εάν η πόλη μας βρίσκεται σήμερα σε καλύτερη μοίρα από αυτούς,  το θεωρώ έργο της καλής τύχης που μας προστατεύει. Εάν, από την άλλη πλευρά, η πόλη μας συνάντησε πολλά εμπόδια στις επιδιώξεις της, και δεν έγιναν όλα όπως τα επιθυμούσαμε, νομίζω ότι αυτό ήταν συνέπεια της γενικότερης κακοτυχίας των καιρών∙ συμμετείχαμε και εμείς σ’ αυτήν κατά το μερίδιο που μας αναλογούσε.

Τώρα όσον αφορά στη δική μου προσωπική τύχη, αλλά και την τύχη του καθενός από σας ξέχωρα, καλό είναι, λέω, να την εξετάζουμε ατομικά και όχι σε σχέση με τα κοινά. Μόνον εάν διερευνήσουμε το ζήτημα της τύχης με αυτόν τον τρόπο, θα φτάσουμε σε σωστά και δίκαια συμπεράσματα.  Συμφωνείτε μαζί μου, έτσι δεν είναι;

Όμως, ο κυρ-Αισχίνης από εδώ, ισχυρίζεται ότι το δικό μου ριζικό επηρεάζει την τύχη της πόλης ολόκληρης περισσότερο από ό, τι η κοινή τύχη των πολιτών και πως η μικρή και ασήμαντη δική μου τύχη, υπερισχύει της μεγάλης και αγαθής τύχης της πόλης. Πείτε μου μα τον Δία, είναι ποτέ δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο;»

scan0033

Είπε κι άλλα πολλά ο Δημοσθένης και μετά κατάληξε ως εξής:

Αυτά και άλλα παρόμοια με τα όσα έπραξα εγώ πρέπει να κάνει, Αισχίνη, ο καλός και αγαθός πολίτης. Εάν κάτι τέτοιο γίνει εφικτό, μα τη Γη και μα τους Θεούς, θα είμαστε  δικαίως μέγιστοι. Αλλά και εάν δεν τα καταφέρουμε, θα μας αξίζει η τιμή της προσπάθειας, καθώς κανένας δε θα τολμήσει να κατηγορήσει τη πόλη μας και τις καλές της προθέσεις∙ το πολύ να κακίζουν την τύχη και τη ροή των πραγμάτων.

Μα τον Δία, όχι! Ο καλός πολίτης δεν εγκαταλείπει το συμφέρον της Πόλης, ούτε μισθώνει τον εαυτό του στους αντίπαλους, ούτε δίνει προθεσμία χρόνου στους εχθρούς και όχι στην πατρίδα, ούτε  φθονεί όποιον συμβουλεύει πράγματα αντάξια της πόλης και επιμένει σε αυτά. Εάν δε κάποιος δυσαρεστήσει τον καλό πολίτη αυτός δεν μνησικακεί, ούτε -όπως ακριβώς κάνεις εσύ-  σιωπά και ¨ποιείται την νήσσαν¨ με τρόπο ύπουλο και άδικο!

Είναι, όντως, σωστό και δίκαιο να υπάρχει στην Πόλη ησυχία, αλλά ο δεν είναι ο Αισχίνης που συνεισφέρει στο να δημιουργηθεί κλίμα  ηρεμίας. Κάθε άλλο. Αυτός προτιμά να απομακρύνεται από την πολιτική  όταν νομίσει (και του συμβαίνει συχνά) ότι κάτι τέτοιο τον συμφέρει∙ και να καιροφυλακτεί! Περιμένει πότε εσείς θα έχετε βαρεθεί από τις συνεχείς αγορεύσεις στην εκκλησία του Δήμου, ή πότε θα συμβεί κάποια απρόβλεπτη αναποδιά ή δυσκολία (πράγμα ανθρώπινο και όχι σπάνιο) και τότε ξαφνικά από την ησυχία αναδύεται, σαν να ‘τανε βίαιη πνοή ανέμου, η ρητορική του φωνή! Και φωνασκεί, και διασταυρώνει λέξεις και φράσεις, και τις συναρμολογεί χωρίς να πάρει ανάσα! Και όμως αυτά που λέει δεν ωφελούν σε τίποτα, δεν οδηγούν σε τίποτα το αγαθό,  παρά μόνο φέρνουν συμφορές στον μέσο πολίτη και καταισχύνη στην Πόλη.

Και όμως, Αισχίνη, εάν η ρητορική σου προερχόταν από μια δίκαιη ψυχή που να έδινε προτεραιότητα στα συμφέροντα της πατρίδας, θα μπορούσε να έχει καρπούς καλούς, γενναιόδωρους και ωφέλιμους σε όλους: συμμαχίες ανάμεσα στις πόλεις, εξεύρεση νέων πόρων, αύξηση του εμπορίου, ψήφιση επωφελών νόμων, καθώς και ισχυρά εμπόδια κατά των γνωστών εχθρών της πατρίδας.

Τον τελευταίο καιρό υπήρξαν πολλές ευκαιρίες που απέδειξαν την ορθότητα αυτών που λέω. Και ειδικότερα, ο χρόνος που μόλις τελείωσε περιείχε πολλές περιστάσεις κατά τις οποίες ο καλός και αγαθός πολίτης θα μπορούσε να δείξει τον ζήλο του. Όμως εσύ Αισχίνη, δεν φάνηκες πουθενά! Και ανάμεσα στους καλούς κ’ αγαθούς δεν έγινες μήτε ο πρώτος, μήτε ο δεύτερος, μήτε ο τρίτος, μήτε ο νιοστός!

Μη το αρνιέσαι, ήσουν απλώς άφαντος! Ποια συμμαχία υπέρ της πόλεως έγινε υστέρα από ενέργειές σου; Ποια βοήθεια λάβαμε; ποιους νέους φίλους αποκτήσαμε; σε τι νέο δοξαστήκαμε; ποια  πρεσβεία αποστείλαμε, ποια νέα υπηρεσία βοήθησε να γίνει η πόλη μας άξια τιμής; Ποια προβλήματα των Αθηναίων, ή των Ελλήνων, ή των συμμάχων  επιλύθηκαν επειδή εσύ ήσουν παρών; Και σε τι άλλο υπήρξες χρήσιμος; Σε ποια πολεμικά πλοία ; σε ποια όπλα; σε ποιους ναύσταθμους; σε ποια επισκευή τειχών; σε ποιο ιππικό; Σε τίποτα! Σε ποια χρηματική βοήθεια υπέρ των πολιτών -εύπορων ή άπορων- συνέβαλες; Σε καμία!

Αλλά ίσως θα μου πεις: ¨Εντάξει φίλε. Εάν δεν διαθέτω τίποτα από τα παραπάνω, τουλάχιστον επέδειξα εύνοια και προθυμία¨

Πού; Πότε εσύ, αδικότατε, έδειξες προθυμία; Εσύ που ούτε όταν οι  άλλοι έδιναν χρήματα για τη σωτηρία της πατρίδας (όπως πρόσφατα ο Αριστόνικος[1] που είχε μαζέψει εισφορές φίλων για να μπορέσει να ξαναπάρει τα πολιτικά του δικαιώματα, αλλά προσέφερε τα χρήματα αυτά υπέρ της πατρίδας), ούτε τότε δεν παρουσιάστηκες, ούτε έδωσες τίποτα, και όχι γιατί δεν είχες! (πώς δεν είχες; είχες κληρονομήσει από τον γυναικάδελφό σου τον Φίλωνα πάνω από πέντε τάλαντα, και άλλα τρία σου είχαν δώσει από κοινού οι πλούσιοι αρχηγοί των συμμοριών[2] προκειμένου να καταργήσεις τον ¨τριηραρχικό νόμο¨ που εγώ είχα προτείνει).

Αλλά δεν θέλω να απομακρυνθώ από το θέμα μου γι αυτό δε λέω περισσότερα για όλα αυτά. Όμως από αυτά γίνεται φανερό ότι δεν έδωσες ποτέ χρήματα για τη σωτηρία της πατρίδας, όχι γιατί είσαι φτωχός, αλλά γιατί δεν θέλησες να κάνεις τίποτα ενάντια σε εκείνους για χάρη των οποίων ενεργείς όλον αυτό τον καιρό.

Σε τι λοιπόν αναδεικνύεσαι λαμπρός και τολμηρός παλικαράς; Όταν πρέπει να μιλήσεις εναντίον αυτών εδώ των πολιτών, τότε έχεις λαμπρή φωνή, ισχυρή μνήμη και τόσο καλή υποκριτική, που τύφλα να ‘χει ο Θεοκρίνης[3].

Έπειτα συνηθίζεις να αναφέρεις τους ένδοξους άνδρες του παρελθόντος∙ και καλά κάνεις. Δεν είναι όμως σωστό, ω συμπολίτες Αθηναίοι, δεδομένου ότι εσείς τρέφετε για αυτούς μεγάλη υπόληψη, να τους παραβάλει με εμένα που ζω και δρω ανάμεσά σας. Διότι, όπως καλά ξέρετε, για τους ζωντανούς μπορεί να υπάρχει λίγος ή πολύς φθόνος, ενώ τους νεκρούς δεν τους μισούν πια ούτε οι εχθροί τους. Εάν όμως αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, είναι άραγε δίκαιο εγώ να συγκρίνομαι με τους ένδοξους άνδρες που έζησαν πριν από μένα;  Όχι, γιατί σε μια τέτοια σύγκριση δεν υπάρχει ούτε ισότητα ούτε δικαιοσύνη.

Εάν θέλεις συγκρίσεις Αισχίνη, συνέκρινέ με με εσένα ή με όποιον θέλεις από τους ομοίους σου, αυτούς που είναι ακόμη ζωντανοί. Και πες μου: τι είναι καλλίτερο για την πόλη: να περιφρονεί κανείς τις θυσίες που γίνονται σήμερα υπέρ της πατρίδας, επειδή στο παρελθόν έγιναν άλλες, ανώτερες παντός επαίνου, ή αντίθετα, όλοι όσοι υπηρετούν την πατρίδα με ζήλο -ακόμη και εάν είναι ζωντανοί- να εκτιμώνται και να τιμώνται από τους Αθηναίους;

Και -εάν μου το επιτρέπετε- θέλω να πω και κάτι άλλο. Εάν εξετάσετε τα πράγματα ψύχραιμα, η δική μου πολιτική διαγωγή και η δική μου φιλοπατρία μοιάζουν με τις αρετές των ανδρών εκείνων, έχουν τους ίδιους στόχους και επιθυμούν τα ίδια πράγματα. Η δική σου όμως διαγωγή Αισχίνη, μοιάζει περισσότερο με εκείνη αυτών που τότε συκοφαντούσαν τους μεγάλους άνδρες. Είναι φανερό ότι και σε εκείνους τους χρόνους υπήρχαν οι πονηροί που τους μεν συγχρόνους τους έβριζαν, τους δε προγενέστερους τους επαινούσαν, πράγμα φθονερό και αυτούσιο με αυτά που κάνεις εσύ τώρα!

Έπειτα λες ότι εγώ διαφέρω εντελώς από εκείνους τους ένδοξους άνδρες. Ποιος τους μοιάζει Αισχίνη; Μήπως εσύ; ή ο αδελφός σου; Ή κάποιος  άλλος από τους σημερινούς ρήτορες;

Εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι κάποιος είναι όμοιος με εκείνους. Αλλά, καλέ μου άνθρωπε -για να μη σε πω αλλιώς- τον ζωντανό εξέταζέ τον με τους ζωντανούς και με αυτούς που ασκούν το ίδιο επάγγελμα, έτσι όπως εξετάζουμε τους ποιητές, τους χορευτές και τους αθλητές. Ο Φιλάμμων δεν έφυγε αστεφάνωτος από την Ολυμπία επειδή ήταν πιο αδύναμος από τον Γλαύκο τον Καρυστιανό ή από κάποιους άλλους από τους παλιότερους αθλητές, αλλά και στεφανώθηκε, και νικητής αναγορεύτηκε, γιατί αποδείχθηκε ανώτερος από τους σύγχρονούς του που μπήκαν στο στάδιο για να τον αντιμετωπίσουν[4] .

Και εσύ Αισχίνη, με τον ίδιο τρόπο, σύγκρινέ με με τους σημερινούς ρήτορες, ή με τον εαυτό σου, ή με όποιον θέλεις τέλος πάντων. Για κανέναν δεν κάνω πίσω! Όταν έπρεπε η Πόλη να πάρει μέτρα και όταν έπρεπε όλοι να συναγωνισθούν για να αποδείξουν πόσο την αγαπούσαν, τότε, ανάμεσα σε όλους τους άλλους ήταν φανερό ότι εγώ συμβούλευα τα καλύτερα, και όλοι οι τομείς της δημοκρατίας κυβερνιόνταν με τα δικά μου τα ψηφίσματα και με τους νόμους και τις επιλογές των πρεσβειών που πρότεινα εγώ. Από τους δικούς σου κανένας δεν παρουσιαζόταν, παρά μόνον αν χρειαζόταν να βλάψει σε κάτι τους Αθηναίους.

Αλλά από τότε που (στη Χαιρώνεια) συνέβησαν αυτά που δεν έπρεπε να συμβούν, και πλέον έπρεπε να εξετάσουμε όχι ποιος ήταν ο  καλύτερος σύμβουλος της πατρίδας, αλλά ποιος υπηρέτησε υπό τις διαταγές των εχθρών, ποιοι ήσαν έτοιμοι να γίνουν μισθωτοί κατά της Αθήνας και ποιοι ήταν κόλακες των εχθρών, τότε φάνηκε σε ποιους ανήκει καθένας από τους ομοίους σου, καθώς και εσύ ο ίδιος πλούσιε (ποιος ξέρει πώς) ιπποτρόφε!

Εγώ όμως το ομολογώ, είμαι αδύναμος αυτή την περίοδο. Αλλά σίγουρα είμαι ειλικρινής φίλος των Αθηναίων περισσότερο από σένα.

.%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82-3

Όποιος είναι από τη φύση του αγαθός πολίτης, ω άνδρες Αθηναίοι πρέπει να έχει δύο βασικά προτερήματα (ας μιλήσω με αυτόν τον τρόπο για τον εαυτό μου, ώστε να μη προκαλέσω τον φθόνο κανενός). Όταν έχει εξουσία  να μην ξεχνά την μεγαλοφροσύνη και τα πρωτεία της Πόλης, σε κάθε δε εποχή, κάθε πράξη του να διέπεται από την αγάπη για την πατρίδα. Αλλά εάν η αγάπη προς την πατρίδα εξαρτάται από την προαίρεση του καθενός, η δύναμη και η ισχύς έχουν να κάνουν με άλλα πράγματα, ανεξάρτητα από τη βούλησή μας.

Αυτήν λοιπόν την αγάπη προς την πατρίδα, κύριοι δικαστές, θα την βρείτε σταθερά και ειλικρινά αγκυρωμένη μέσα μου. Όχι, ποτέ δε πρόδωσα την αγάπη μου για σας, ούτε όταν ζητήθηκε (από τον Αλέξανδρο) να τιμωρηθώ για την πολιτική μου, ούτε όταν ζητήθηκε (από τον Φίλιππο) να δικαστώ στο  Αμφικτυονικό συνέδριο, ούτε όταν σαν κακοποιά θηρία οι μακεδόφρονες μου επιτίθονταν και με πρόσβαλαν. Γιατί, από την αρχή της πολιτικής μου ζωής πήρα τον ορθό και δίκαιο δρόμο της πολιτείας και προτίμησα να αποδίδω τιμές στην πατρίδα, να αυξάνω τις δυνάμεις της και να συνυπάρχω μαζί της.

Όχι, δεν περιφέρομαι  στην Αγορά φαιδρός και χαρούμενος για τις νίκες των εχθρών της πατρίδας, σηκώνοντας το χέρι ψηλά και αναγγέλλοντάς τες με χαρά σε εκείνους που θα πρέπει να διαβιβάσουν τη συμπεριφορά μου όπου δει! Ούτε αισθάνομαι φρίκη όταν ακούω καλά πράγματα για την πόλη, ούτε αναστενάζω, ούτε σκύβω κατάχαμα από λύπη, όπως κάνουν οι ασεβείς που δυσφημούν την πατρίδα, σαν να μην δυσφημούν έτσι τον εαυτό τους!»

Ο Δημοσθένης σηκώνει τα χέρια ψηλά, κοιτάζει τον αττικό ουρανό στον οποίο άρχισαν να διακρίνονται ήδη τα πρώτα αστέρια και απευθύνεται πάλι, όπως όταν ξεκίνησε την ομιλία του, στους Θεούς.  

«Είθε, κανένας από εσάς ω Θεοί να μην συγκατατεθεί να υλοποιηθούν τα δυσάρεστα στα οποία αναφέρθηκα.  Αντίθετα, ας φωτίσετε τον νου και την καρδιά κι αυτών ακόμη των εχθρών της πατρίδας, ώστε να στραφούν υπέρ της Πόλης μας και να φρονούν τα καλύτερα για αυτήν.

Εάν όμως η κακία τους παραμείνει σταθερά αθεράπευτη, τότε φροντίστε έτσι ώστε αυτοί, από μόνοι τους -και πριν ούτως ή άλλως φτάσουν στο τέλος της ζωής τους- να καταστραφούν στην ξηρά και στη θάλασσα, εμείς δε να απαλλαγούμε από τους επικείμενους φόβους και να έχουμε ασφαλή σωτηρία».

(συνεχίζεται)

images-6

…………………..

[1]Ο Αριστόνικος είχε καταδικαστεί σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για χρέη προς το Δημόσιο και είχε μαζέψει με δάνεια και εισφορές φίλων το απαιτούμενο ποσό ώστε να εξοφλήσει το χρέος και να ανακτήσει τα δικαιώματα.

[2] Συμμορίες: Συνασπισμοί φορολογούμενων προκειμένου να εκπονήσουν από κοινού κάποιο έργο κοινής ωφέλειας. Οι συμμορίες, για παράδειγμα, που αναλάμβαναν την κατασκευή μιας τριήρους ήταν δεκαεξαμελείς και επομένως το κάθε μέλος συνέβαλε κατά το ένα δέκατο έκτο, ανεξάρτητα από τις οικονομικές του δυνατότητες. Έτσι οι συμμορίες κατέληγαν μέσο φοροδιαφυγής των πλουσιότερων, ενώ μπορούσαν να προκαλέσουν την καταστροφή των φτωχότερων πολιτών που ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν όσο και οι ευκατάστατοι. Τον νόμο που επέβαλε τα παραπάνω τον κατάργησε ο Δημοσθένης το 340 πΧ και τον αντικατέστησε με άλλον που πρόβλεπε η δαπάνη να είναι ανάλογη με την οικονομική κατάσταση των συμμετεχόντων πολιτών.

[3] Θεοκρίνης: Παλιότερα ηθοποιός τραγωδιών, ο οποίος κατέληξε παροιμιώδης κατήγορος και συκοφάντης.

[4] Ο Φιλάμμων ήταν πυγμάχος σύγχρονος του Δημοσθένη, ενώ ο Γλαύκων από την Κάρυστο της Εύβοιας ήταν επίσης πυγμάχος που άκμασε παλιότερα, περί την εβδομηκοστή πέμπτη Ολυμπιάδα.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ζ΄. Κεφάλαιο έβδομο. Σήμερα δικάζουμε! (Ι)

Posted by vnottas στο 14 Δεκεμβρίου, 2017

 Κύλικες και Δόρατα. 

Κεφάλαιο  έβδομο: Σήμερα δικάζουμε! (Ι)

Τα κατάφεραν. Όλα καλά. Ο Οινοκράτης ο Φιλήμονας και ο Χοντρόης, βρίσκονται μέσα στο Περιστύλιο, κοντά στην ανατολική του στοά, σε σημείο όπου προβλέπουν ότι θα υπάρχει σίγουρη σκιά μέχρι και το μεσημέρι.

image009

Στο μεγάλο εσωτερικό αίθριο του οικοδομήματος έχουν τοποθετηθεί ξύλινα καθίσματα για τους δικαστές∙ πάνω από είκοσι σειρές των τριάντα θέσεων, τα οποία έχουν πλέον σχεδόν γεμίσει. Πολλοί έχουν κουβαλήσει φορητά σκιάδια, που είναι ακόμη κλειστά, ενώ σε ένα τμήμα των πρώτων σειρών, το οποίο προορίζεται για τους επίσημους που θα παρακολουθήσουν τη δίκη, τα καθίσματα διαθέτουν σταθερά σκίαστρα καθώς και ψάθινα επιστρώματα πάνω στα έδρανα. Εκεί έχει ήδη φτάσει ο Εύελπις μαζί με τον πατέρα του, τον Ευρύνου.

Ο χώρος για τους καθήμενους δικαστές περιβάλλεται με ένα χοντρό σκοινί στηριγμένο πάνω σε φορητούς μεταλλικούς ορθοστάτες. Έτσι, ανάμεσα στο σκοινί και τις στοές που οριοθετούν τον τετράγωνο χώρο, δημιουργείται ο ¨περίβολος¨, όπου επιτρέπεται να σταθεί το (εκτός των επισήμων) κοινό της δίκης.

Ο Οινοκράτης κοιτάζει με προσοχή ανάμεσα στους πολυπληθείς ένορκους και καταφέρνει να εντοπίσει τον Παλαμήδη. Ωραία. Ο βετεράνος πολεμιστής πρέπει να είναι ικανοποιημένος: τελικά τα κατάφερε να εκλεγεί δικαστής στην σημαντική αυτή δική.

Τώρα, στην υπερυψωμένη έδρα παίρνουν τις θέσεις τους, τα μέλη του προεδρείου. Όχι όλοι. Εκτός από τον υπεύθυνο Άρχοντα, από τους δέκα που έχουν εκλεγεί δια κλήρου (ένας από κάθε φυλή), στην έδρα ανεβαίνουν πέντε. Ένας από αυτούς θα επιτηρεί την κλεψύδρα που βρίσκεται εκεί μπροστά για να μετράει τον χρόνο των ομιλητών, ένας θα εκτελεί χρέη γραμματέα, ενώ τρεις θα αναλάβουν την μέτρηση των ψήφων στις ψηφοφορίες που θα διεξαχθούν Οι υπόλοιποι, που δεν ανεβαίνουν στην έδρα, θα φροντίσουν, μαζί με τους αρμόδιους λογιστές, για τη μισθοδοσία των δικαστών.

Δίπλα στο τραπέζι του προεδρείου υπάρχει ένα μικρότερο, πάνω στο οποίο βρίσκονται τυλιγμένοι πάπυροι και περγαμηνές. Πρόκειται για έγκυρα αντίγραφα από νόμους, ψηφίσματα και κείμενα συμβάσεων, τα οποία οι ρήτορες έχουν ζητήσει να μεταφερθούν εδώ από τα διάφορα αρχεία της Πόλης, έτσι ώστε, εάν χρειαστεί, να ζητήσουν να διαβαστούν δημόσια, προκειμένου να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους. Ο γραμματέας είναι επιφορτισμένος να τα αναγνώσει όταν πάρει τη σχετική εντολή από τον πρόεδρο.

 Ο θόρυβος του πλήθους κοπάζει, καθώς με εντολή του προεδρεύοντος αρμόδιου Άρχοντα, ένας κήρυκας ανακοινώνει την έναρξη της δίκης:

«Γραφή παρανόμων: Αισχίνης του Ατρομήτου, Κοθωκίδης, κατά Κτησιφώντος του Λεωσθένους εξ Αναφλύστου. Τμήμα της Ηλιαίας αποτελούμενο από πεντακοσίους συν έναν δικαστές. Ας επαληθευθεί ο αριθμός των παρόντων και ας συμπληρωθούν τυχόν ελλείψεις δια των αναπληρωτών». 

Οι δικαστές του προεδρείου εκτελούν την απαρίθμηση και την αναπλήρωση μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Ο Προεδρεύων δίνει εντολή στον κήρυκα να διαβάσει την ¨Γραφή¨ που υπέβαλε ο Κοθωκίδης ρήτορας.

*

images (11)

Στο βήμα βρίσκεται τώρα ο Αισχίνης.

«Θα είδατε πιστεύω συμπολίτες Αθηναίοι με τι ραδιουργίες και με τι παρακαλετά στην αγορά, προσπαθούν οι αντίδικοι να τα καταφέρουν, έτσι ώστε να μην τηρείται ούτε το δίκαιο ούτε η νομιμότητα σ’ αυτήν την πόλη. Εγώ όμως παρουσιάζομαι μπροστά  σας, πιστός στους Θεούς, πιστός στους νόμους και πιστός σε εσάς. Γιατί πιστεύω ότι καμία ραδιουργία δεν είναι ισχυρότερη για σας από το δίκαιο και από τους νόμους.

Όμως, συμπολίτες Αθηναίοι, δε σας κρύβω ότι θα επιθυμούσα,  τόσο η βουλή, όσο και οι συνελεύσεις του λαού, όταν συνεδριάζουν, να διευθύνονται με σωστό τρόπο από τους προεδρεύοντες. Θέλω να πω ότι θα πρέπει να ισχύουν τα όσα νομοθέτησε ο Σόλων σχετικά με τη διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα θα πρέπει να δίνεται ο λόγος στους γηραιότερους, οι οποίοι με την ψυχραιμία που τους εξασφαλίζει η ηλικία, χωρίς θορύβους και φωνασκίες, θα συμβουλεύουν την πόλη εκείνα που η πολύχρονη πείρα τους θεωρεί τα καλύτερα. Ύστερα θα μπορεί όποιος από τους πολίτες το επιθυμεί, με τη σειρά που επιβάλει η ηλικία, να εκφράζει τη γνώμη του για όλα τα επίμαχα θέματα. Νομίζω πως με αυτόν τον τρόπο η πόλη θα διοικείται άριστα και οι κρίσεις θα μας πλήττουν σπανιότερα».

«Πολύ νοσταλγικό τον βρίσκω», ψιθυρίζει ο Φιλήμονας στο αυτί του Οινοκράτη.

«Περίμενε να δούμε που το πάει…», του απαντάει εκείνος.

«Όμως από τότε που όλα αυτά καταργήθηκαν» συνεχίζει ο ρήτορας, «και από τότε που μερικοί προτείνουν με ευκολία και μάλιστα εγγράφως, παράνομα ψηφίσματα, φτάσαμε στο σημείο κάποιοι άλλοι, οι οποίοι έλαχε να προεδρεύουν όχι με δίκαιο τρόπο αλλά χάρη στην συνεργία των φατριών, να υποβάλουν τα παράνομα αυτά ψηφίσματα σε ψηφοφορία. 

Και μάλιστα, σε περίπτωση που τυχαίνει να κληρωθεί κάποιος, ο οποίος να προεδρεύει νόμιμα και χωρίς ραδιουργίες και που να ανακηρύσσει σωστά τις αποφάσεις σας, τότε εκείνοι που θεωρούν ότι η δημοκρατική ισότητα αφορά μόνον τους ίδιους και όχι όλους, αρχίζουν να τον φοβερίζουν και να απειλούν ότι θα κινηθούν δικαστικά. Έτσι, μέσω του εκφοβισμού, καταφέρνουν να υποδουλώνουν τους απλούς πολίτες στη θέλησή τους και, αποκτώντας παράνομη εξουσία, καταργούν τις νόμιμες αποφάσεις και κρίνουν με εμπάθεια τα δικά σας ψηφίσματα!

Λέω λοιπόν ότι από τότε που καταργήθηκαν οι παλιές καλές διαδικασίες, δεν ακούμε πια στην αρχή των συνεδριάσεων τον κήρυκα να εκφωνεί εκείνο το ωραιότατο και φρονιμότατο: ¨Ποιος από τους πάνω από πενήντα ετών θέλει να ανεβεί στο βήμα και να αγορεύσει; Και μετά οι νεότεροι, πάντα κατά τη σειρά της ηλικίας τους;¨ Σήμερα δυστυχώς κανείς δε μπορεί να συγκρατήσει την αταξία των ρητόρων: ούτε οι νόμοι, ούτε οι πρυτάνεις, ούτε οι πρόεδροι, ούτε ολόκληρη η προεδρεύουσα φυλή, κι ας αποτελεί το ένα δέκατο της πόλης».

«Μου φαίνεται πως έχεις δίκιο», παραδέχεται ο Οινοκράτης απευθυνόμενος στον Φιλήμονα. «Ποντάρει στους παλιούς Αθηναίους, εκείνους που έχουν ακόμη αναμνήσεις από την αλλοτινή αθηναϊκή κοινωνία, τότε που κανείς δε τολμούσε να πειράξει ή να αναπροσαρμόσει τη νομοθεσία του Σόλωνα».

«Αλλά του διαφεύγει ότι οι νεαροί σκύλοι έχουν αρχίσει να γαυγίζουν» παρατηρεί ο Φιλήμονας. «Αν και δεν νομίζω ότι, προς το παρόν, δαγκώνουν», σπεύδει να συμπληρώσει.

«Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα σήμερα», συνεχίζει ο ρήτορας, «και αφού η πολιτική αταξία είναι αυτή που μπορείτε να δείτε από μόνοι σας, τι απομένει από τη δημοκρατική εξουσία; Ένα μόνο: το να μπορεί κανείς να καταγγείλει όσα παράνομα συμβαίνουν. Εάν το καταργήσετε κι αυτό, ή αν συγχωρήσετε αυτούς που θέλουν να το καταργήσουν, προβλέπω ότι σε λίγο, χωρίς να το αισθανθείτε, θα έχετε παραχωρήσει την εξουσία της δημοκρατίας σε λίγους φύλαρχους.

Όμως, ξέρετε καλά πολίτες Αθηναίοι ότι -όλα κι όλα- τα είδη των κυβερνήσεων σε μια πολιτεία ζωντανών ανθρώπων, είναι τρία: η απόλυτη μοναρχία, η ολιγαρχία και η δημοκρατία. Από αυτά, η απόλυτη μοναρχία και η ολιγαρχία διοικούνται σύμφωνα με τη διάθεση των προϊστάμενων αρχόντων, οι δε δημοκρατικές πόλεις σύμφωνα με τους νόμους.

Κανένας λοιπόν από εσάς δεν πρέπει να αγνοεί, αντίθετα καθένας ας γνωρίζει σαφώς, ότι όταν πηγαίνει στο δικαστήριο για να δικάσει κάποιον που συνέταξε παράνομο ψήφισμα, την ημέρα εκείνη, στην ουσία, ψηφίζει σχετικά με την ίδια του την ελευθερία.

Γι αυτό και ο νομοθέτης, πριν από όλα τα άλλα, στον όρκο των δικαστών έγραψε αυτά τα λόγια: ¨Θα ψηφίζω σύμφωνα με τους νόμους¨. Γιατί ο νομοθέτης ήξερε καλά ότι εάν διατηρηθούν οι νόμοι υπέρ της πόλεως, σώζεται και η δημοκρατία. Εσείς όλα αυτά πρέπει να τα θυμάστε καλά και να μισείτε όσους γράφουν παράνομα ψηφίσματα. Και να μη θεωρείτε πως οποιοδήποτε από αυτά τα ψηφίσματα είναι δευτερεύον, αντίθετα καθένα ενδέχεται  να έχει τεράστιες επιπτώσεις.

Και να μην αφήνετε κανένα να σας στερεί το δικαίωμα της ελεύθερης ψήφου. Ούτε καν τους στρατηγούς με την συνέργεια των οποίων, ήδη εδώ και καιρό, ορισμένοι ρήτορες διαφθείρουν τους νόμους της δημοκρατίας. Και να μην ακούτε τις παρακλήσεις και τα κολακευτικά λόγια των ξένων επισήμων που προέρχονται από τις συμμαχικές πόλεις, τους οποίους κάποιοι χρησιμοποιούν σαν μεσάζοντες και έτσι καταφέρνουν, ενώ κυβερνάνε την πολιτεία με παράνομο τρόπο να αποφεύγουν την καταδίκη των δικαστηρίων»

«Τι εννοεί;», ρωτάει σιγανά ο συγγραφέας.

«Εννοεί ότι μερικοί άρχοντες έχουν καταλάβει ότι περισσότερο κι από το να είναι τίμιοι, σήμερα δυστυχώς, μετράει το να νομίζουν οι άλλοι πως είναι τίμιοι. Και να μην το είχαν καταλάβει υπάρχουν πια πολλοί σοφιστές που τους το υποδεικνύουν. Για να το πετύχουν, βάζουν κάποιους φίλους τους από άλλες πόλεις, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να ξέρουν τι ακριβώς γίνεται εδώ, να λένε δημοσίως θετικά λόγια γι αυτούς. Όταν λοιπόν πρέπει να λογοδοτήσουν, γιατί το απαιτεί ο νόμος, φροντίζουν να έχουν μαζέψει τέτοιες καλές μαρτυρίες, καθώς και άλλους δημόσιους επαίνους, όπως αυτός που ζητάει ο Κτησιφώντας για τον Δημοσθένη, έτσι ώστε το κλίμα να είναι θετικό και να την σκαπουλάρουν ανώδυνα. Να δεις ότι εάν συνεχίσουμε έτσι, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον η πραγματικότητα θα καταργηθεί και θα μετρούν μονάχα οι εντυπώσεις. Και αυτό θα το διδάσκουν ακόμη και στις φιλοσοφικές σχολές! Αλλά πρόσεξε τον Αισχίνη. Υποθέτω ότι όλα αυτά θα τα εξηγήσει αναλυτικά και ο ίδιος».

«Συμπολίτες, αν θέλετε να κάνετε σχόλια, πηγαίνετε τουλάχιστον στην άκρη, κάτω από τη στοά, γιατί εδώ ενοχλείτε», παρατηρεί κάποιος εκεί δίπλα.

Πράγματι ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης οπισθοχωρούν κάπως προς την πλησιέστερη περιμετρική στοά, όπου έχουν κάνει την εμφάνισή τους και ορισμένοι πωλητές δροσιστικών ροφημάτων με τις υδρίες τους, ενώ ο Φιλήμονας παραμένει στη θέση του και εξακολουθεί να κρατάει επιμελώς σημειώσεις.

https-userscontent2.emaze.comimages99007113-5898-4a7c-ae05-db0ec57eeece930807d8201cff88dfe57b73d9d5323f

Ο Αισχίνης συνεχίζει την αγόρευσή του…

«Νομίζω πως αρκετά είπα για την κατηγορία γενικά. Τώρα θα ήθελα να πω μερικά λόγια για τους νόμους που παραβιάστηκαν από τον Κτησιφώντα. Τους νόμους που αφορούν εκείνους που έχοντας αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο ή αρχή, πρέπει να λογοδοτήσουν σχετικά μετά τη λήξη της θητείας τους.

Παλιότερα λοιπόν, κάποιοι άρχοντες που αναλάμβαναν μεγάλα αξιώματα και διαχειρίζονταν τα χρήματα του δημοσίου, αλλά ήσαν παράλληλα και επιρρεπείς σε δωροδοκίες,  τι έκαναν; Πολύ πριν τελειώσει η θητεία τους έπαιρναν με το μέρος τους μερικούς ρήτορες της βουλής, οι οποίοι φρόντιζαν να τους απονεμηθούν τιμητικά ψηφίσματα και έπαινοι. Έτσι λοιπόν δημιουργούσαν ένα ευνοϊκό για τους ίδιους κλίμα που απέτρεπε όσους θα ήθελαν να τους κατηγορήσουν, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούσε αμηχανία στους δικαστές.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, πολλοί υπόλογοι διαχειριστές των δημόσιων αρχών και του δημόσιου χρήματος, ακόμη και αν τους έπιαναν επ’ αυτοφώρω να κλέβουν, κατάφερναν να γλυτώσουν από τα δικαστήρια.

Γιατί; Διότι οι δικαστές θεωρούσαν ντροπή για τον Δήμο και την Πόλη να καταδικάσουν άρα να ανακηρύξουν επισήμως κλέφτη κάποιον που μόλις πριν λίγο, ο ίδιος ο Δήμος και η ίδια Πόλη, είχαν τιμήσει με επαίνους ή και με χρυσό στεφάνι. Αναγκάζονταν λοιπόν οι δικαστές να ψηφίζουν αθωωτικά για να μη ντροπιάσουν τον Δήμο.

Όμως κάποτε ο νομοθέτης αντιλήφθηκε τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και θέσπισε νόμο που απαγορεύει αυστηρά να τιμώνται πριν την λήξη της θητείας τους όσοι είναι υπόχρεοι λογοδοσίας.

Παρά ταύτα έχουν ήδη επινοηθεί δικαιολογίες για να παρακαμφθεί και αυτή η ρύθμιση.  Κάποιοι, και ανάμεσά τους μπορεί να βρίσκονται και μετριοπαθείς πολίτες φαινομενικά υπεράνω υποψίας, προτείνουν να εγκρίνονται οι δημόσιοι έπαινοι, αλλά να απονέμονται επισήμως μετά τον απολογισμό των πεπραγμένων.

Αλλά τι δείχνει μια τέτοια πρόταση; Μάλλον ότι αυτός που προτείνει ένα τέτοιο ψήφισμα, ξέρει και ο ίδιος ότι βρίσκεται εκτός των πλαισίων του ισχύοντος νόμου και ότι μάλλον δεν αισθάνεται και τόσο άνετα με την πρότασή του .

Όμως ο Κτησιφώντας, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν επικαλείται καν τη δικαιολογία που μόλις ανέφερα. Θέλει, σώνει και καλά να στεφανωθεί ο Δημοσθένης πριν δώσει λόγο για την διαχείρισή του όσο ακόμη ήταν άρχοντας!»

Ο Φιλήμονας αντικαθιστά τη γραμμένη -φίσκα- πινακίδα με μια άλλη, λευκή, που βγάζει από τον σάκο του.

images (77)

 «…¨Ναι, εντάξει¨, θα πει κάποιος», λέει τώρα ο ρήτορας, «¨αλλά ο Δημοσθένης έχει δημοκρατικά φρονήματα!¨.

Εάν βέβαια εστιάσετε στα ωραία του λόγια θα εξαπατηθείτε, όπως συνέβη και στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα επαναληφθεί εάν δώσετε προτεραιότητα στην Αλήθεια και εάν προσέξετε τον χαρακτήρα του.

Σας προτείνω λοιπόν το εξής: Εγώ, με τη βοήθειά σας θα εξετάσω ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ο δημοκρατικός και συνετός άνδρας και ποια είναι, αντίθετα, τα κύρια γνωρίσματα του ολιγαρχικού κακού ανθρώπου. Εσείς, στη συνέχεια αποφανθείτε με ποια μοιάζουν, όχι τα λόγια, αλλά οι πράξεις και ο πραγματικός βίος του Δημοσθένη».

«Για να δούμε, τι θα πει…!» λέει στον Χοντρόη ο Οινοκράτης, ο οποίος ενόψει της χειραφέτησής του ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το πώς αξιολογούνται οι συμπεριφορές στον θαυμαστό κόσμο των ελεύθερων.

«Ο δημοκρατικός άνδρας, κύριοι δικαστές, όπως νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσετε, θα πρέπει να έχει τα παρακάτω προσόντα: 

Πρώτα πρέπει να είναι ελεύθερος από πατέρα και από μάνα, έτσι ώστε να μην αντιπαθεί τους νόμους που στηρίζουν την δημοκρατία μόνον και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθεί από μη ελεύθερους γονείς.

Δεύτερο, πρέπει οι πρόγονοί του να έχουν ασχοληθεί με τον δήμο ή, τουλάχιστον, να μην έχουν λόγο να τον εχθρεύονται. Κι αυτό για να είναι σίγουρο ότι δε θα επιχειρήσει να κάνει κακό στην Πόλη θέλοντας να εκδικηθεί για όσα τυχόν έπαθαν οι πρόγονοί του.

Τρίτο, πρέπει να είναι μυαλωμένος και μετρημένος άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή και να μη δωροδοκείται προκειμένου να ικανοποιήσει τις τυχόν ακόλαστες επιθυμίες του.

Τέταρτο, να είναι καλόγνωμος και ικανός ρήτορας, δηλαδή η σκέψη του να επιλέγει το καλύτερο για την πόλη και η ευφράδειά του να πείθει τους ακροατές. Εάν δεν τα έχει και τα δύο τότε η στοχαστικότητα είναι προτιμότερη από τη ρητορική ικανότητα.

Πέμπτο, να είναι γενναιόψυχος για να μην εγκαταλείπει τον λαό στις κρίσιμες περιπτώσεις και τους κινδύνους.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ολιγαρχικού;

Τα ακριβώς αντίθετα. Δε βλέπω το λόγο να τα ξαναπώ.

Σκεφτείτε λοιπόν ποια απ’ αυτά διαθέτει ο Δημοσθένης. Και η εξέτασή σας ας είναι πάντοτε δίκαιη».

«Και όμως αγαπητέ μου Χοντρόη», σχολιάζει ο Οινοκράτης, «όλοι ξέρουν ότι ο πατέρας του Αισχίνη ήταν ένας εγγράμματος δούλος. Άρα δε μας τα λέει και πολύ καλά. Κρίμα, γιατί μου είναι συμπαθής κυρίως επειδή έχει βιώματα σαν τα δικά μας. Και επίσης επειδή αυτός και ο πατέρας του κατάφεραν να ξανακερδίσουν τη ζωή τους. Ας μη ξεχνάμε πως εδώ στην Αθήνα αυτό είναι εφικτό ορισμένες φορές. Αλλά ας μη ξεχνάμε κιόλας, και ας μην απαρνιόμαστε αυτό που υπήρξαμε: καταπιεσμένοι δούλοι!»

*

αρχείο λήψηςσ

Ο ήλιος έχει σηκωθεί ψηλά και η ζέστη έχει αρχίσει να γίνεται ενοχλητική.

Ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης έχουν επιστρέψει κοντά στον Συρακούσιο θεατρικό συγγραφέα, ο οποίος εξακολουθεί να ακούει και να γράφει, και στις δύο όψεις των λευκοβαμμένων λεπτών σανιδιών του.

«Φιλήμονα, ο Αισχίνης όπου να’ ναι τελειώνει, μετά θα πάρει το λόγο ο Κτησιφώντας, αλλά απ’ ότι λέγεται στον γύρο, όχι για πολύ. Σκοπεύει να δώσει το χρόνο του στον συνήγορό του  τον Δημοσθένη. Ο Πρόεδρος σίγουρα θα κάνει ενδιάμεσα ένα διάλειμμα για να πάρουν μια ανάσα και για να φάνε κάτι οι δικαστές. Οι περισσότεροι έχουν φέρει μαζί τους τροφή, εμείς όμως όχι. Οπότε θα  έλεγα να βγούμε και να τσιμπήσουμε κάτι, πριν πλακώσει ο πολύς κόσμος στα κυλικεία της περιοχής. Έτσι επιστρέφουμε έγκαιρα για να ακούσουμε τον Δημοσθένη».

«Εγώ, αν δε σε πειράζει, προτιμώ να μείνω εδώ. Η όλη ιστορία μου φαίνεται ενδιαφέρουσα και δεν θέλω να χάσω καμία φάση».

«Εντάξει, μείνε. Θα σου φέρουμε εμείς καμιά πίτα. Κι εσύ θα μας πεις ό, τι το ενδιαφέρον θα συμβεί εν τω μεταξύ».

«Φέρτε και καμιά φιάλη[1]  ζύθο»

«Έγινε».

Καθώς οι δύο απομακρύνονται, ο Αισχίνης στο βήμα συνεχίζει την αγόρευσή του.

«…Πώς όμως θα μπορούσατε να αποφύγετε τέτοιους παραπλανητικούς λόγους; Νομίζω ότι θα μπορούσα να κάνω μια σχετική πρόταση: Όταν θα έλθει εδώ στο βήμα ο Κτησιφώντας για να σας διαβάσει το λόγο που άλλος του έχει γράψει, ζητήστε του, με τρόπο ήρεμο, να πάρει την πινακίδα και να διαβάσει, παράλληλα με το ψήφισμά του, και τους ισχύοντες νόμους. Και αν δεν σας ακούσει να μην τον ακούσετε κι εσείς. Γιατί δεν ήλθατε στο δικαστήριο για να ακούτε τις δικαιολογίες των κατηγορούμενων, αλλά αυτούς που θέλουν να απολογηθούν σύμφωνα με τους νόμους.

Εάν πάλι ο Κτησιφώντας, παραβιάζοντας τις διαδικασίες καλέσει για συνήγορο τον Δημοσθένη, προς θεού μην δεχτείτε ως υπερασπιστή έναν σοφιστή, που θεωρεί πως με τα σοφίσματά του μπορεί να καταργήσει τους νόμους. Και ας μη νομίσει κανένας από εσάς ότι είναι δα καμιά σπουδαία πράξη -όταν ο Κτησιφώντας θελήσει να καλέσει τον Δημοσθένη για συνήγορο- να αρχίσει  να φωνάζει ¨κάλεσέ τον, κάλεσέ τον¨.  Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση ο δικαστής που θα καλέσει τον Δημοσθένη να καταθέσει, στην ουσία τον καλεί να ρητορεύσει εναντίον του ίδιου, εναντίον όλου του δικαστηρίου, εναντίον των νόμων και εναντίον της δημοκρατίας.

Εάν όμως, παρά ταύτα θελήσετε να ακούσετε τον Δημοσθένη, διατάξτε τον τουλάχιστον να απολογηθεί με τον ίδιο τρόπο που έκανα και εγώ στην κατηγορία μου».

***

8374527

Όταν ο Οινοκράτης και ο Χοντρόης επιστρέφουν στο Τετράγωνο Περιστύλιο φέρνοντας τις πίτες και τον ζύθο που είχαν υποσχεθεί στον Φιλήμονα, το διάλειμμα των εργασιών της Ηλιαίας τελειώνει και οι δικαστές έχουν αρχίσει να ξαναπαίρνουν τις θέσεις τους.

Ο Φιλήμονας κοιτάζει τις σημειώσεις του και τους ενημερώνει:

«Λοιπόν, περιληπτικά -αναλυτικά ελπίζω πως θα τα πούμε αργότερα- τα πράγματα έχουν ως εξής:

Όπως είδατε κι εσείς, για τα δύο πρώτα σημεία της κατηγορίας, (παράνομη βράβευση πριν τη λογοδοσία και παράνομη απονομή στο θέατρο αντί για το βουλευτήριο) ο Αισχίνης επικαλέστηκε τους ισχύοντες νόμους, τους οποίους και ζήτησε να διαβαστούν από τον γραμματέα. Επίσης αναφέρθηκε σε πολλούς πραγματικά άξιους Αθηναίους που ούτε αξιώθηκαν ούτε ζήτησαν ποτέ τέτοιες τιμές.

Όσο αφορά στο τρίτο σκέλος των κατηγοριών, δηλαδή εκείνες που αφορούν τον ίδιο τον Δημοσθένη, και κατά πόσο το ήθος και η συμπεριφορά του αιτιολογούν το αίτημα για δημόσιο έπαινο, εδώ προσπάθησε να είναι αναλυτικός και διεξοδικός. Βασικά, εκείνο που ισχυρίστηκε είναι πως ο Παιανέας είναι κάθαρμα, τόσο στην ιδιωτική, όσο και στην δημόσια ζωή του.

Σχετικά με την ιδιωτική του ζωή έκανε αναφορά στην κακή του συμπεριφορά απέναντι σε κάποιους Αθηναίους που δεν τους γνωρίζω, αλλά που σημείωσα εδώ τα ονόματά τους: Έναν Δημομέλη, μάλλον ξάδελφό του, τον οποίο ο Παιανέας κατηγόρησε ότι του είχε επιτεθεί και τον είχε τραυματίσει, αλλά τελικά, απ’ ό, τι είπε ο Αισχίνης, επρόκειτο μάλλον για αυτοτραυματισμό. Επίσης ανέφερε έναν στρατηγό ονόματι Κηφισόδοτο… ξέρεις εσύ τίποτα γι αυτόν Οινοκράτη;»

«Νομίζω ότι ήταν ένας κολλητός του, με τον οποίο όχι μόνο είχε φάει και πιει μαζί, αλλά είχε και συμπολεμήσει. Λένε ότι ο Δημοσθένης δεν δίστασε να αναλάβει το ρόλο του κατηγόρου όταν υπήρξε ¨εισαγγελία[2]¨ εναντίον του στρατηγού. Εισαγγελία που κατέληξε σε καταδίκη σε θάνατο! Δεν ξέρω άλλα».

«Ανάφερε και κάποιο Μειδία, ίσως να τον έχεις ακουστά».

«Ξέρω ότι είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Πριν καμιά τριανταριά χρόνια και!  Ο Μειδίας ήταν πλούσιος και ισχυρός και, δε ξέρω για ποιο λόγο, γρονθοκόπησε τον Δημοσθένη στο θέατρο. Ο Δημοσθένης όμως δε κινήθηκε εν τέλει δικαστικά εναντίον του, παρά το ότι είχε την υποστήριξη του Δήμου, αλλά αρκέστηκε να του πάρει ένα σεβαστό χρηματικό ποσό».

«Στη συνέχεια, σχετικά με  το δημόσιο βίο, είπε τα περισσότερα∙ χώρισε μάλιστα τον πολιτική ζωή του Δημοσθένη σε τέσσερεις περιόδους, για να την αναλύσει καλύτερα: Τον κατηγόρησε ότι στον ¨Ιερό πόλεμο¨ δωροδοκήθηκε από τους Φωκείς, ότι στη μάχη της Χαιρώνειας το έβαλε στα πόδια, ή τουλάχιστον ότι κάποιοι τον κατηγόρησαν τότε ως λιποτάκτη, ότι συνηθίζει να οικειοποιείται τα επιτεύγματα των άλλων πολιτικών, καθώς και ότι ψεύδεται όταν ισχυρίζεται ότι είναι άξιος δημοκρατικός άνδρας. Α, ναι και ότι η μάνα του είναι από τη Σκυθία, επομένως δεν μπορεί να τιμηθεί σαν να ήταν πλήρης και απολύτως γηγενής πολίτης. Στο τέλος πρότεινε να ψηφιστεί νόμος που να απαγορεύει να αγορεύουν όσους κατηγορούνται πως εισηγήθηκαν παράνομα ψηφίσματα, γιατί υπάρχει κίνδυνος παραπλάνησης των δικαστών. Νομίζω πως αυτά είναι τα βασικά. Α, και κάτι που μου έκανε εντύπωση γιατί το βρίσκω κατάλληλο για αξιοποίηση στο έργο που θα συγγράψω: ο Αισχίνης χαρακτήρισε τον Δημοσθένη γκαντέμη!».

«Γκαντέμη;»

«Βάσκανο, γρουσούζη, πώς το λέτε εσείς εδώ πέρα; Η θεά Τύχη τον αγνοεί. Έχει, λέει, την έμφυτη τάση να προκαλεί συμφορές γύρω του!»

«Εντάξει, κατάλαβα. Ο Κτησιφώντας μίλησε ήδη;»

«Ναι, για πολύ λίγο. Είπε πως το ψήφισμά του είναι καλοπροαίρετο, άρα ο ίδιος είναι αθώος και πως αφήνει τον χρόνο που δικαιούται στον συνήγορό του, που, φυσικά, είναι ο Δημοσθένης. Μετά ο προεδρεύων άρχοντας κήρυξε την προσωρινή μεσημβρινή παύση των εργασιών».

«Το κοινό πως αντιδρά;»

«Αν εννοείς τους δικαστές, φροντίζουν να δείχνουν αρκετή ψυχραιμία και σοβαρότητα, αλλά κατά βάθος υπάρχει ένταση και είναι αισθητή. Είναι φανερό ότι υπάρχουν προσκείμενοι και αντικείμενοι ήδη πεισμένοι. Όσο για μας τους υπόλοιπους, μέχρι στιγμής κανένας δε θέλησε να δοκιμάσει τη ράβδο των φρουρών, καθώς θα τον απομάκρυναν βίαια σε περίπτωση που θα ανακατευόταν στη διαδικασία».

«Ας δούμε λοιπόν τι θα μας πει κι ο Παιανέας», λέει αναστενάζοντας με επιδεικτική ανεκτικότητα ο Οινοκράτης.

(συνεχίζεται)

d1c03-70

…………….

[1] Ποτήρι

[2] Εισαγγελία: μήνυση που οι πολίτες μπορούσαν να καταθέσουν  στη Βουλή ή την εκκλησία του δήμου όταν επρόκειτο για προφανή αδικήματα για τα οποία όμως δεν υπήρχε σαφής πρόβλεψη ούτε για το όργανο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση, ούτε για το ποιοι νόμοι περιγράφουν την σχετική διαδικασία. Για παράδειγμα, αδικήματα όπως η προδοσία της πατρίδας ή η κατάλυση της δημοκρατίας.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Κύλικες και δόρατα. Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο έκτο: Περιμένοντας τη δίκη

Posted by vnottas στο 21 Νοεμβρίου, 2017

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση: Μέρος Ζ.

Κεφάλαιο 6ο Περιμένοντας τους δικαστές

 

Agora-Athens

Κεντρική Αγορά των Αθηναίων. Χαράματα. Η μέρα προοιωνίζεται ανέφελη και ζεστή, αν και ακόμη κυριαρχεί μια ευχάριστη πρωινή δροσιά.  Ο ήλιος δεν έχει ακόμα ξεπροβάλει για τα καλά πάνω από τον Υμηττό∙ είναι η ώρα της ροδοδάκτυλης Ηούς.  

Να που καταφτάνουν οι καταστηματάρχες και  οι προμηθευτές με τα καρότσια και τα κάρα τους. Το πλάτωμα της Αγοράς βρίθει από πάγκους, μαγαζιά, αποθήκες, στοές,   ναούς, αγάλματα και μνημειακά δημόσια κτίρια. Σιγά σιγά, καθώς ο ήλιος παίρνει ν’ ανυψώνεται ροδαλός κι ελπιδοφόρος, ο τόπος ζωντανεύει.  

Στη βορεινή πλευρά υπάρχει ήδη μαζεμένος πολύς κόσμος. Εδώ βρίσκεται το Τετράγωνο Περιστύλιο, ένας μεγάλος νεόδμητος χώρος, αφιερωμένος στην Θέμιδα. Το κτίσμα είναι περίκλειστο, σχηματίζοντας τέσσερεις ανοιχτές περίπλευρες στοές που ¨βλέπουν¨ προς το εσωτερικό, όπου υπάρχει ένας μεγάλος ασκεπής χώρος συνελεύσεων. Η επικοινωνία με την εξωτερική πλατεία γίνεται μέσω δέκα πυλών. Μία για κάθε φυλή.

Σήμερα είναι μια από τις ημέρες που το ημερολόγιο επιτρέπει τη διεξαγωγή δικών[1] και, εκτός από τις συνήθεις ιδιωτικές υποθέσεις, εκδικάζεται και μια ¨γραφή παρανόμων¨, η οποία έχει ήδη προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι πως πολλοί Αθηναίοι έχουν σπεύσει προκειμένου να δηλώσουν έτοιμοι να αναλάβουν το λειτούργημα των δικαστών. Υπάρχουν και άλλοι, πολίτες και μη, που ήρθαν εδώ νωρίς για να βρουν μια καλή θέση, από την οποία να μπορέσουν να παρακολουθήσουν με άνεση την προβλεπόμενη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο από τους πιο γνωστούς και ικανούς Αθηναίους ρήτορες: τον Δημοσθένη και τον Αισχίνη.

Ανάμεσά τους ο Οινοκράτης, που έχει πάνω από έναν λόγο να ενδιαφέρεται για τις πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα, ο Χοντρόης ο οποίος μαθαίνει πώς λειτουργεί αυτή η αξιοπερίεργη πόλη της εξωτικής Δύσης και ο Φιλήμονας, που έχει σκοπό να κρατήσει σημειώσεις από την διεξαγωγή της δίκης, προκειμένου  να τις χρησιμοποιήσει στη συγγραφή του προσεχούς (διασκεδαστικού) θεατρικού του έργου.

Ένας από τους Αθηναίους που περιμένουν στην ουρά μπροστά σε μια από τις δέκα πύλες, (σύμφωνα με την αναρτημένη πινακίδα, προορίζεται για την Λεοντίδα φυλή) τους αναγνωρίζει και τους κάνει νεύμα από μακριά.  Τον πλησιάζουν.

«Φίλτατε Παλαμήδη, υγίαινε», του λέει ο Οινοκράτης, ενώ και οι δύο άλλοι γέρνουν μπροστά τα κεφάλια σε ένδειξη φιλικού χαιρετισμού.

«Χαίρε Οινοκράτη, χαίρε Χοντρόη…»

«Αυτός εδώ είναι ένας παλιός φίλος μου από τις Συρακούσες. Τον λένε Φιλήμονα και γράφει κωμωδίες για το θέατρο», συστήνει ο Οινοκράτης τον έτερο Συρακούσιο.

Ο Παλαμήδης δηλώνει ότι χαίρεται για τη γνωριμία κι ότι ένα από εκείνα που του έλειψαν πολύ στην εκστρατεία ήταν ακριβώς μια επιμελημένη θεατρική παράσταση.

«Ήρθες για να δικάσεις;» τον ρωτάει ο Οινοκράτης.

Ο Παλαμήδης βγάζει από το θυλάκιο και του δείχνει μια μικρή ξύλινη πινακίδα, όπου αναγράφεται το όνομα, το  πατρώνυμο και ο Δήμος στον οποίο ανήκει.

«Ναι, ιδού το πινάκιό μου… αλλά βλέπω ότι υπάρχει καθυστέρηση. Όχι πως έχει πολλές δίκες σήμερα, -άλλωστε μέσα υπάρχουν συσκευές που διευκολύνουν τις διαδικασίες κλήρωσης. Εκείνο που μάλλον παίρνει χρόνο είναι η ορκωμοσία όσων δηλώνουν ότι επιθυμούν να δικάσουν για πρώτη φορά.

Παλιότερα είχαμε προκαταρκτική κλήρωση του συνολικού σώματος των δικαστών, και ορκιζόταν όλη η Ηλιαία μαζί, στην αρχή του χρόνου.   Δηλαδή και οι έξι χιλιάδες μαζί με τους αναπληρωματικούς. Τώρα άλλαξε το σύστημα. Κάθε πολίτης πάνω από τα τριάντα μπορεί να πάρει μέρος σε δίκη ως δικαστής. Όμως, όποιος δεν έχει ορκιστεί άλλη φορά στο παρελθόν, και επομένως δεν κατέχει το εγκεκριμένο πινάκιο-ταυτότητα, πρέπει να ορκιστεί επί τόπου. Αυτό φοβάμαι πως θα μας κάνει να περιμένουμε κάμποσο. Κι αν αργήσουμε εμείς, θα αργήσουν να ανοίξουν και οι πύλες για το κοινό!»

«Δεν το παρακάνουν όμως με τους όρκους οι Αθηναίοι;» παρατηρεί, όχι χωρίς κάποια σκωπτική διάθεση, ο Φιλήμονας. «Θα έλεγε κανείς πως παραείναι θρήσκοι, αφού κάθε τόσο επικαλούνται τους θεούς. Αλλά πώς συμβιβάζεται αυτό με τις φήμες που τους κατηγορούν ότι όχι μόνον ανέχονται, αλλά και αγαπούν τους φιλοσόφους, οι οποίοι τους Θεούς δεν κάνουν άλλο παρά να τους αμφισβητούν;»

«Οι φήμες είναι φήμες αγαπητέ Συρακούσιε», ¨τσιμπάει¨ ο Παλαμήδης. «Εδώ στην Αθήνα πράγματι οι φιλόσοφοι μπορούν να σκέπτονται και να λένε ό, τι θέλουν, γι αυτό και μας προτιμούν και μας επισκέπτονται. Αλλά εάν τα βάλουν με τους Θεούς αντιμετωπίζουν τόσες δυσκολίες, όσες σε  οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη. Υπάρχουν παραδείγματα.

Όσο για τους δημόσιους όρκους δεν νομίζω πως είναι πολλοί. Στην ουσία είναι μόνον τρεις:

Στην αρχή είναι ο όρκος των εφήβων, όταν τελειώνουμε την διετή εκπαίδευση στα όπλα και πρόκειται να γίνουμε πλήρεις πολίτες: ¨ουκ καταισχύνω τα όπλα¨ και τα παρόμοια.

Στο τέλος, και μόνον εφόσον τα καταφέρουμε να φτάσουμε στο αξίωμα των ηγετών, δίνουμε τον όρκο των δέκα αρχόντων: στην ουσία ορκιζόμαστε ότι θα φυλάξουμε τους νόμους και ότι δε θα δωροδοκήσουμε ούτε θα δωροδοκηθούμε κατά τη διάρκεια της θητείας μας.

Ενδιάμεσα, δίνουμε αυτόν εδώ τον όρκο των δικαστών. Όλοι, από τους θήτες μέχρι τους αριστοκράτες, μπορούμε να δικάσουμε αρκεί να ορκιστούμε ότι θα είμαστε αμερόληπτοι: ¨Ψηφιούμαι κατά τους νόμους¨ και ¨ακροάζομαι του τε κατηγόρου και του απολογουμένου ομοίως αμφοίν¨… Α, ναι: ορκιζόμαστε και πως δεν θα επιτρέψουμε επ’ ουδενί να τρωθεί το δημοκρατικό καθεστώς της Αθήνας[2] και, για να τα λέμε όλα, υπάρχουν στον όρκο και κάτι άλλες υποχρεώσεις που προστέθηκαν πρόσφατα και που δεν υπήρχαν στους νόμους του Σόλωνα[3]».

Στο σημείο αυτό ο Παλαμήδης στρέφει την προσοχή του προς το τραπέζι που είναι τοποθετημένο κάτω από την πύλη, από όπου φαίνεται πως του κάνουν νόημα να πλησιάσει.

«Με συγχωρείτε φίλοι μου, νομίζω πως ήρθε η σειρά μου. Ελπίζω να κληρωθώ στην εκδίκαση της ¨γραφής παρανόμων¨ και όχι στη δίκη κανενός κλεφτοκοτά! Πάντως χαίρομαι που θα ξαναπάρω τη δικαστική βακτηρία. Τα λέμε…»

Τους αποχαιρετά υψώνοντας το χέρι που κρατάει το πινάκιο και απομακρύνεται προς την είσοδο.

«Για κοίτα ο Παλαμήδης! Νομίζω πως περισσότερο από το θέατρο πρέπει να έχει πεθυμήσει τα δικαστήρια», σχολιάζει ο Οινοκράτης.

«Τι μου θυμίζεις εσύ όμως!» λέει ο Φιλήμονας.

«Τι

«Αθάνατο Αριστοφάνη, φυσικά!»

«Για λέγε».

«Λοιπόν: Σφήκες. Μιλάει ο Bδελυκλέωνας:».

«Πάμε

Ο Φιλήμονας υποκλίνεται και αρχίζει:

«Θα πρέπει τώρα να σας πω  τ’ αφέντη μου το  ψώνιο:

στης Ηλιαίας τ’ έδρανα τ’ αρέσει να συχνάζει

μπροστά μπροστά να κάθεται∙

και βαριαναστενάζει

όταν δε βγαίνει δικαστής από την κληρωτίδα∙

μένει τη νύχτα άγρυπνος

μα κι αν κλείσει τα βλέφαρα

ο νους του στην κλεψύδρα

θα φτερουγίζει συνεχώς

κι όταν από τη κλίνη του σηκώνεται ορθός

τα δάχτυλά του είναι κλειστά

να, έτσι-

σαν να κρατούν την ψήφο

τόσο που λες τι να ‘παθε απόψε ο φτωχός;

Αγκύλωση; Ή από λιβάνι μια χεριά

πάει στο βωμό να κάψει

 λες κι έχουμε πρωτομηνιά;[4]»

«Μεγάλος!» αναφωνεί ο Οινοκράτης

«Μέγιστος!» υπερ(πε)θεματίζει ο Χοντρόης.

images (22)

***

[1] Υπήρχαν όντως πολλές ημέρες που δεν ετελούντο δίκες στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ, είτε λόγω εορτών και άλλων δημόσιων εκδηλώσεων είτε επειδή συνεδρίαζαν την ημέρα εκείνη η εκκλησία του δήμου ή άλλα πολυπληθή όργανα της δημοκρατίας

[2] Ο όρκος των Αθηναίων δικαστών έχει ως εξής (Εκδοχή που ανάγεται στην περίοδο του μυθιστορήματος: τέλη 4ου αιώνα π.Χ.):

«Θα δικάζω (ψηφίζω) σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου της Αθήνας και της Βουλής των Πεντακοσίων. Δεν θα ψηφίσω για την εγκαθίδρυση τυραννίδας ή ολιγαρχίας και, εάν κάποιος επιχειρεί την κατάλυση της δημοκρατίας στην Αθήνα, προτείνει η θέτει σε ψηφοφορία μέτρο που συγκρούεται με τη δημοκρατία, δεν θα τον ακολουθήσω. Δεν θα ψηφίσω για την απόσβεση των ιδιωτικών χρεών, ούτε για την αναδιανομή της γης των Αθηναίων και των οικιών τους. Δεν θα επαναφέρω τους καταδικασμένους σε εξορία, ούτε τους καταδικασθέντες σε θάνατο, ούτε θα απελάσω από την πόλη τους διαμένοντες ξένους αντίθετα με τους ισχύοντες νόμους και τα ψηφίσματα του Δήμου των Αθηναίων και της Βουλής, ούτε εγώ ο ίδιος ούτε θα επιτρέψω σε άλλον. Δεν θα αφήσω να οριστεί άρχων κάποιος που δεν έχει ακόμη λογοδοτήσει για την άσκηση άλλου αξιώματος, είτε αυτός είναι ένας από τους εννέα άρχοντες, είτε ιερομνήμων ή άλλος άρχων που κληρώνεται την ίδια μέρα με τους εννέα άρχοντες, ή κήρυκας, ή μέλος πρεσβείας ή συμβουλίου. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να ασκήσει δυο φορές το ίδιο αξίωμα, ούτε να ασκήσει δύο αξιώματα μέσα στο ίδιο έτος. Δεν θα δωροδοκηθώ λόγω της δικαστικής μου ιδιότητας, ούτε εγώ προσωπικά, ούτε άλλος ή άλλη για λογαριασμό και εν γνώσει μου κατ’ ουδένα τρόπο και με κανένα πρόσχημα. Έχω συμπληρώσει την ηλικία των τριάντα ετών. θα ακούσω και τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο εξί­σου και τους δύο, και θα ψηφίσω αποκλειστικά για το ζήτημα το οποίο αφορά η δίωξη. Ορκίζομαι στο όνομα του Δία, του Ποσειδώνα, της Δήμητρας. Συμφορά σε μένα και την οικογένειά μου αν παραβώ τις δεσμεύσεις αυτές, κάθε καλό αν τηρήσω τον όρκο».

Επιμέλεια της μετάφρασης από την Εταιρεία Ιστορίας του Δικαίου. ¨Πηγές Ιστορίας του Δικαίου¨, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008.

***

Ψηφιοῦμαι κατά τούς νόμους καί τά ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καί τῆς βουλῆς τῶν πεντακοσίων. καί τύραννον οὐ ψηφιοῦμαι εἶναι οὐδ’ ὀλιγαρχίαν οὐδ’ ἐάν τίς καταλύῃ τόν δῆμον τόν Ἀθηναίων ἤ λέγῃ ἤ ἐπιψηφίζῃ παρά ταῦτα, οὐ πείσομαι· οὐδέ τῶν χρεῶν τῶν ἰδίων ἀποκοπάς οὐδέ γῆς ἀναδασμόν τῆς Ἀθηναίων οὐδ’ οἰκιῶν οὐδέ τους φεύγοντας κατάξω, οὐδέ ὧν θάνατος κατέγνωσται, οὐδέ τους μένοντας ἐξελῶ παρά τούς νόμους τούς κειμένους καί τά ψηφίσματα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καί τῆς βουλῆς οὐτ’ αὐτός ἐγώ οὐτ’ ἄλλον οὐδένα ἐάσω. οὐδ’ ἀρχήν καταστήσω ὥστ’ ἄρχειν ὑπεύθυνον ὄντα ἑτέρας ἀρχῆς, καί τῶν ἐννέα ἀρχόντων καί τοῦ ἱερομνήμονος καί ὅσοι μετά τῶν ἐννέα ἀρχόντων κυαμεύονται ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, καί κήρυκος καί πρεσβείας καί συνέδρων οὐδέ δίς τήν αὐτήν ἀρχήν τόν αὐτίν ἄνδρα, οὐδέ δύο ἀρχάς ἄρξαι τόν αὐτόν ἐν τῷ αὐτῷ ἐνιαυτῷ. οὐδέ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα οὔτ’ αὐτός ἐγώ οὔτ’ ἄλλος ἐμοί οὔτ’ ἄλλη εἰδότος ἐμοῦ, οὔτε τέχνη οὔτε μηχανή οὐδεμιά. καί γέγονα οὐκ ἔλαττον ἤ τριάκοντα ἔτη. καί ἀκροάσομαι τοῦ τε κατηγόρου καί τοῦ ἀπολογουμένου ὁμοίως ἀμφοῖν, καί διαψηφιοῦμαι περί αὐτοῦ οὗ ἄν ἤ δίωξις ᾖ. ἐπομνύναι Δία, Ποσειδώ, Δήμητρα, καί ἐπαρᾶσθαι ἐξώλειαν ἑαυτῷ καί οἰκίᾳ τῇ ἑαυτοῦ, εἰ τι τούτων παραβαίνοι, εὐορκοῦντι δέ πολλά κἀγαθά εἶναι.

[3] Πρόκειται για τα εδάφια του όρκου που αναφέρονται στην απαγόρευση έγκρισης αποφάσεων υπέρ των αναδασμών γης και υπέρ της κατάργησης των ιδιωτικών χρεών, που προστέθηκαν στον όρκο μετά το 333 π.Χ.

[4] Αριστοφάνης,  Σφήκαι, & 87-96, σε ελεύθερη απόδοση.

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. ¨Κύλικες και Δόρατα¨ Μέρος Ζ΄, Κεφάλαιο πέμπτο: Όπου ο Αισχίνης λέει τα δικά του.

Posted by vnottas στο 5 Νοεμβρίου, 2017

Κεφάλαιο 5ο:  Συνάντηση με τον Αισχίνη.

(αφηγείται ο Εύελπις)

Aeschines_bust

Ο Αισχίνης βρίσκεται στον οίκο του Ευρύνου στο Λυκαβηττό, στο γραφείο που μου έχει παραχωρήσει ο πατέρας μου.  Ζήτησε να με δει επειγόντως και διακριτικά, αλλά του παράγγειλα ότι μπορεί να έρθει εδώ, και ότι δεν υπάρχει λόγος για μυστικότητες. Κάθεται λοιπόν σε μια πολυθρόνα απέναντί μου και με κοιτάζει με ένταση.

«Δεν είναι δική μου δουλειά αγαπητέ Αισχίνη», του λέω, «να υπαγορέψω τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες των Αθηναίων ηγετών. Ούτε βέβαια ενός ικανού ρήτορα και καλού γνώστη της αθηναϊκής πολιτικής σκηνής, όπως εσύ. Αφού όμως με επισκέφτηκες και εφόσον μου λες πως σε ενδιαφέρει η γνώμη μου, θα σου την πω: Πιστεύω ότι πριν προχωρήσεις τις δικαστικές πρωτοβουλίες σου, ίσως θα έπρεπε να λάβεις περισσότερο υπ’ όψιν το γενικότερο κλίμα.

Εγώ ναι, ενδιαφέρομαι οι σχέσεις ανάμεσα στην ηγεσία της πανελλήνιας εκστρατείας και τις Αρχές της  αθηναϊκής δημοκρατίας να είναι καλές και απρόσκοπτες. Και μπορούμε να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, η κατάσταση δεν είναι κακή. Ο άρχοντας Φωκίωνας που έχει σήμερα την ευθύνη της πόλης έχει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, από την πλευρά του, αν και βρίσκεται σε μια πρωτοφανή εξόρμηση, απ’ την οποία δεν λείπουν οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι, φροντίζει να προωθεί τα στοιχεία εκείνα που εκφράζουν το σύνολο των Ελλήνων, κι ανάμεσά σε αυτά, πολλά από τα αθηναϊκά πρότυπα.

Ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εδώ κουβαλώντας τα ανακτηθέντα παλιά σύμβολα της αθηναϊκής δημοκρατίας, αυτό ακριβώς θέλει να υπογραμμίσει. Αν και νομίζω ότι μπορώ να σου εκμυστηρευτώ ότι υπάρχουν και κάποιοι στην εκστρατεία που διαφωνούν με αυτή την πολιτική θέση και θα προτιμούσαν να δουν τον Αλέξανδρο να στηρίζεται στον -ακόμη ισχυρό- μηχανισμό της περσικής αυτοκρατορικής διοίκησης. Ίσως λοιπόν, αυτή την περίοδο δεν  πρέπει να αναμοχλεύσουμε τα πάθη της εποχής της μάχης στη Χαιρώνεια. Όμως δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορέσουμε να αποφύγουμε κάτι τέτοιο αν εμπλακούμε σε μια δίκη πάνω σε γεγονότα που αφορούν εκείνη την εποχή και μάλιστα έχοντας πολέμιο έναν ικανό ρήτορα σαν τον Δημοσθένη, γνωστό για την ανένδοτη αντιπαλότητά του απέναντί μας.

Επί πλέον μαθαίνω από έμπειρες πηγές, (όπως ισχυρίζεται πως είναι ο συνάδελφός σου, ο ρήτορας Δημάδης) ότι το κλίμα ανάμεσα σε εκείνους που αύριο θα είναι ένορκοι δικαστές σε μια ενδεχόμενη δίκη, δεν είναι αυτονόητα ευνοϊκό ούτε για εμάς αλλά ούτε για εσένα προσωπικά.

Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι πριν προχωρήσεις σε κινήσεις με αβέβαια αποτελέσματα, καλό θα είναι να μελετήσεις προσεκτικά την ισχύουσα σήμερα πολιτική κατάσταση. Επαναλαμβάνω επίσης ότι αυτά στα λέω μόνο επειδή με ρωτάς. Υπεύθυνος για όποια απόφαση πάρεις, θα είσαι μόνο εσύ. Θα σου πω μόνον το αυτονόητο: Η προσωπική μου γνώμη είναι πως οι καλές σχέσεις της Αθήνας με το επιτελείο της εκστρατείας εξακολουθούν να έχουν προτεραιότητα».

Δεν τον βλέπω να ενθουσιάζεται ακούγοντας την άποψή μου. Τον καταλαβαίνω: απ’ ό, τι μαθαίνω έχει ήδη προχωρήσει στην επίσπευση των διαδικασιών και η εκδίκαση της ¨γραφής παρανόμων¨ που υπέβαλε κατά του Κτησιφώντα, δηλαδή κατά του Δημοσθένη, που πάει να πει κατά της αντιμακεδονικής μερίδας της Βουλής, είναι πλέον ζήτημα ημερών. Προφανώς σήμερα ήρθε εδώ περισσότερο για να με ενημερώσει τυπικά για την έναρξη της δίκης, παρά για να ζητήσει τη γνώμη μου, όπως ισχυρίζεται.

Το παραδέχεται.

image009

«Τη δίκη θα την κερδίσουμε, νεαρέ Μεγαρέα», με διαβεβαιώνει. «Θα είναι μια μεγάλη πολιτική νίκη. Και τότε οι σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και τους Μακεδόνες δεν μπορεί παρά να βελτιωθούν αισθητά.

Και μη νομίσεις ότι δεν το σκέφτηκα αρκετά ή ότι παρασύρθηκα από την αντιπάθεια που μου προκαλεί αυτός ο αλιτήριος ο Δημοσθένης, όχι δεν είναι αυτό το κίνητρό μου. Αντίθετα, ήμουν εγώ που κατάφερα να αναβάλω την εκδίκαση, όσο υπήρχε φόβος να επικρατήσει εκείνος χάρη στις δυσμενείς για εμάς περιστάσεις και τη δύναμη που του δίνουν οι δημαγωγικές του ικανότητες. Όμως σήμερα η κατάσταση δεν είναι αυτή που ήταν πριν από οκτώ χρόνια, όταν υπέβαλα την ¨γραφή παρανόμων¨.

Σήμερα οι συμπατριώτες μου μπορούν να κρίνουν με ψυχραιμία εάν η πολιτική του Παιανέα είναι τυχοδιωκτική ή όχι. Η ήττα μας στη Χαιρώνεια δεν είναι πια πρόσφατη αιτία θλίψης όπως τότε. Μπορούμε πλέον να κρίνουμε τα γεγονότα με ψυχραιμία. Είναι προφανές ότι η δύναμη που είναι σε θέση να συσπειρώσει τους Έλληνες και να νικήσει τους Ασιάτες υπάρχει. Και πως η Αθήνα θα έχει μόνον να κερδίσει εάν σταθεί πλάι της. Θα νικήσουμε στη δίκη νεαρέ Μεγαρέα, με τον ίδιο τρόπο που τα ενωμένα στρατεύματά μας νικούν στο πεδίο της μάχης, θα δεις».

Βλέπω στο πυρετώδες βλέμμα του πως είναι έτοιμος να τα διακινδυνεύσει όλα. Και ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί.

Κοιτάζω τις σημειώσεις μου. Η αντιδικία Δημοσθένη – Αισχίνη είναι μια παλιά ιστορία. Κάποτε οι δυο τους ήταν στην ίδια παράταξη και ο Κοθωκίδης είχε τις ίδιες αντιμακεδονικές  ιδέες με τον Παιανέα. Αλλά είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνια που ο Αισχίνης διαφοροποιήθηκε. Συγκεκριμένα δέκα επτά: όταν είδε ότι οι άλλες ελληνικές πόλεις, ακόμη και οι φιλικές προς την Αθήνα δεν πείθονταν να αντισταθούν ενεργά στους Μακεδόνες. Αλλά η προσωπική του διένεξη με τον Δημοσθένη άρχισε πριν δώδεκα, δεκατρία χρόνια όταν εκείνος τον κατηγόρησε πως χρηματίστηκε από τον Φίλιππο. Τότε ο Αισχίνης κατάφερε, έστω με μικρή διαφορά ψήφων, να αθωωθεί. Τώρα είναι έτοιμος να ανταποδώσει τα ίσα. Και θεωρεί τη συγκυρία ευνοϊκή.

«Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν περιθώρια για υπαναχωρήσεις», μου λέει. «Τα προκαταρκτικά ολοκληρώθηκαν και η δίκη αρχίζει μεθαύριο».

Κοιτάζω πάλι τις σημειώσεις μου. Χρειάζομαι μερικές ακόμη αποσαφηνίσεις. «Το κατηγορητήριο που διατυπώνεις είναι το ίδιο με εκείνο που υπέβαλες παλιότερα, στην πρώτη σου έγκληση;» τον ρωτάω.

«Έχω αλλάξει κάπως μόνον τη σειρά των κατηγοριών. Τότε άρχιζα με τον Δημοσθένη τον ίδιο και ανέλυα διεξοδικά το γιατί η βράβευση που ζητούσε ο Κτησιφώντας δεν αιτιολογείτο ούτε από τα έργα ούτε από τον ήθος του Παιανέα. Το αντίθετο. Μια συνεπής με τον εαυτό της δημοκρατική πολιτεία, θα έπρεπε να τον τιμωρήσει για όσα έχει κάνει έως σήμερα.

Τώρα, αυτό το αφήνω για το τέλος. Προτιμώ το τμήμα της αγόρευσής μου που τον αφορά άμεσα, να βρίσκεται χρονικά κοντύτερα στην ώρα της απόφανσης των δικαστών. Πρώτα παρουσιάζω τους λόγους που η ίδια η πρόταση για τη στέψη του με χρυσό στεφάνι, αφενός όχι στο βουλευτήριο αλλά στο θέατρο και αφετέρου προτού δώσει λόγο για τα πεπραγμένα του ως άρχων διαχειριστής, δεν είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες νόμους. Σε διαβεβαιώνω Μεγαρέα ότι από νομική άποψη αυτά τα σημεία μπορούν να αποδειχτούν μη σύννομα με αδιαμφισβήτητο τρόπο».

«Θα είναι η Ηλιαία που θα εκδικάσει την υπόθεση, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αυτό είναι το τμήμα της εκκλησίας του δήμου που επιλύει τέτοιου είδους δικαστικές διενέξεις Παλιότερα, όπως θα ξέρεις, αναδεικνύονταν με κλήρωση την αρχή κάθε χρόνου έξι χιλιάδες Ηλιαστές, ανάμεσα στους πολίτες με πλήρη δικαιώματα και ηλικία πάνω από τριάντα ετών. Οι δικαστές των επιμέρους δικών επιλέγονταν από αυτούς. Τώρα τελευταία δεν γίνεται πια αυτή η αρχική κλήρωση και κάθε πολίτης που πληροί τις προϋποθέσεις μπορεί να χρισθεί δικαστής, αρκεί να δηλώσει ότι ενδιαφέρεται και να κληρωθεί σε κάποια συγκεκριμένη δίκη».

«Αυτό σημαίνει ότι στην εκδίκαση της δικής σου ¨γραφής¨, οι δικαστές πόσοι θα είναι ;»

«Υποθέτω, πάνω κάτω πεντακόσιοι. Πενήντα από κάθε φυλή που θα προκύψουν από κλήρωση. Αυτό θα το μάθουμε με σιγουριά αύριο».

«Και η απόφαση είναι αμετάκλητη;»

«Αμετάκλητη. Αν καταδικαστούν, ο Κτησιφώντας και ενδεχομένως ο Δημοσθένης, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ισχυριστούν ότι οι κατηγορίες μου ήταν ψευδείς. Σε αυτή την περίπτωση, αν δεν αποδείξουν τον ισχυρισμό τους, ενδέχεται να διακινδυνεύσουν μια νέα δίκη με πιθανή επιβάρυνση της ποινής. Αλλιώς μόνο μια εκ των υστέρων αμνηστία θα μπορούσε να τους σώσει».

«Πού θα διεξαχθεί η δίκη;»

«Αυτό, όπως και τον ακριβή αριθμό των δικαστών θα το μάθουμε αύριο. Τα ονόματα των δικαστών θα κληρωθούν μεθαύριο τα χαράματα. Η κλήρωση γίνεται εσκεμμένα την τελευταία στιγμή. Είναι ένα από τα μέτρα που έχουν ληφθεί έτσι ώστε να αποτραπεί τυχόν προσπάθεια των διαδίκων να επηρεάσουν τους δικαστές. Όσο για το χώρο, πιθανότατα λόγω καλοκαιριού η συνεδρίαση θα γίνει σε κάποιο υπαίθριο αμφιθέατρο, ίσως στο Τετράγωνο Περιστύλιο[1], αλλά θα υπάρχει διαθέσιμος και κάποιος στεγασμένος χώρος για την απίθανη περίπτωση που θα βρέξει ».

«Θα είναι μια ανοιχτή διαδικασία, έτσι δεν είναι;»

«Πιο ανοιχτή δε γίνεται. Ακόμη και επισκέπτες από άλλες πόλεις θα μπορέσουν να την παρακολουθήσουν, αν καταφέρουν να βρουν μια κατάλληλη θέση. Και βέβαια, πέρα από τους πολυάριθμους δικαστές, θα είναι παρόντες και  πάμπολλοι άλλοι κάτοικοι της Αθήνας. Για σένα και για τον πατέρα σου θα φροντίσω να υπάρχει μια τιμητική θέση με ψάθα και σκιάδιο, κοντά στο προεδρείο».

«Μου φάνηκε ότι τις τελευταίες μέρες υπάρχει κάποιος ερεθισμός στα πλήθη…» παρατηρώ.

Ο Αισχίνης είναι πιο ήρεμος τώρα. Έχει χαλαρώσει: είπε ό, τι είχε να πει και έδειξε σε εμένα -ίσως και στον εαυτό του- πόσο έτοιμος είναι για την επικείμενη μάχη.

«Νομίζω ότι τους γνωρίζεις τους γηγενείς και πόσο την βρίσκουν με τις δίκες… Πρέπει -υποθέτω- να  ξέρεις και τη  σχετική ιλαρή ιστοριούλα…» μου λέει.

«Ποια;»

«Μάλλον δεν είναι ακριβώς σκωπτική αφήγηση, αλλά μια ατάκα από τις ¨Σφήκες¨ του γνωστού Αριστοφάνη… Λέει ένας μαθητευόμενος σοφιστής στον Στρεψιάδη δείχνοντάς του έναν χάρτη: ¨Κοίτα Στρεψιάδη, αυτός είναι ένας χάρτης της γης. Και κοίτα: εδώ είναι η Αθήνα¨.

¨Μωρέ τι μας λες: αποκλείεται!¨, απαντάει εκείνος ¨Δεν βλέπω πουθενά δικαστές να κάθονται στην έδρα!¨»

images (16)

(συνεχίζεται)

[1] Τετράγωνο Περιστύλιο: Βρισκόταν στον χώρο όπου αργότερα χτίστηκε η Στοά του Αττάλου.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄ Κεφάλαιο ένατο: Η επίσκεψη του Δημάδη

Posted by vnottas στο 21 Αυγούστου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία].

9219588129_d8da90ff9a_b

Κεφάλαιο ένατο: Η επίσκεψη του Δημάδη

Ξύπνησα νωρίς. Ήθελα να προετοιμαστώ κάπως γιατί όπου να ‘ναι θα κατέφθανε ο Δημάδης.

Τίμησα το πρωινό ¨άριστον¨ που μου ετοίμασε η κυρά Άνθεμη, η οποία βρισκόταν ήδη στο πόδι ακόμη πιο νωρίς από μένα και της είπα πόσο μου έχει λείψει αυτά τα τελευταία χρόνια, τόσο η ίδια όσο και το πρωινό που μόνο εκείνη ξέρει να φτιάχνει. Κέρδισα ένα πλατύ της χαμόγελο. Μετά αποσύρθηκα στη αίθουσα των κειμένων. Υπήρχαν εκεί περγαμηνές και πάπυροι  συλλεγμένοι από τον Ευρύνου, αλλά και κάμποσα συγγράμματα δικά μου, τόσο από εκείνα που χρησιμοποίησα στις σπουδές, όσο  και διάφορα άλλα.

Η χθεσινή συζήτηση με τον πατέρα μου σχετικά με την αντιδικία Δημοσθένη-Αισχίνη και η αναφορά του στην επικείμενη δίκη ανάμεσά τους, είχε τραβήξει την προσοχή μου στο γεγονός που, σύμφωνα με τον Ευρύνου, θα κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή  της Αθήνας τούτο το καλοκαίρι.  Ο πατέρας έχει δίκιο. Οι δίκες στην Αθήνα έχουν σχεδόν πάντα πολιτικές προεκτάσεις. Οι δικαστές είναι ένορκοι πολίτες, πολλοί στον αριθμό, και οι αποφάσεις τους εκφράζουν έγκυρα το κλίμα που επικρατεί κάθε φορά στην Πόλη.

Σκοπεύω να παρακολουθήσω αυτή τη δίκη. Με τρόπο διακριτικό, γιατί δε θέλουν πολύ οι ποικίλοι ¨ενάντιοι¨ να με κατηγορήσουν για εμπλοκή και ανάμιξη εκεί όπου δεν είμαι σπαρμένος. Η Αθήνα είναι ευαίσθητη όσον αφορά στην ανεξαρτησία της και καλά κάνει. Η πολύτιμη ενδο-ελληνική ειρήνη, για να φτουρήσει, πρέπει να είναι μια έντιμη ειρήνη. Επομένως, το ξαναλέω: προσοχή!

images (19)

Δεδομένου ότι οι σπουδές μου δεν ήταν επικεντρωμένες στα νομικά, αλλά κυρίως, θα έλεγα, στα ιστορικά θέματα (ακριβέστερα στην μετατροπή του παρόντος σε Ιστορία), θέλησα να ενημερωθώ διεξοδικότερα για τα ισχύοντα στην αθηναϊκή νομολογία και δικονομία. Άνοιξα λοιπόν τις συγγραφές. Πέρα από τους νόμους και τους κανόνες, βρήκα αρκετούς από τους λόγους των δύο μονομάχων, καθώς και άλλα ενδιαφέροντα τεκμήρια.

Μέχρις ότου ακουστεί ο θόρυβος του αμαξιού με το οποίο κατέφτασε ο Δημάδης, είχα προλάβει να αποκτήσω μια πρώτη εικόνα, όχι μόνον  του νομικού πλαίσιου, αλλά και (εδώ με βοήθησαν οι δικές μου -πριν απ’ την αναχώρηση- σημειώσεις) του ιστορικού της διένεξης ανάμεσα στους δύο επιφανείς Αθηναίους ρήτορες-πολιτικούς.

Με λίγα λόγια…

τοξοτης

Ο ένας, ο Δημοσθένης, ήταν γεννημένος εύπορος. Ο πατέρας του είχε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κλίνες και μια άλλη όπου σκάρωνε μαχαίρια για πολεμική και ειρηνική χρήση. Πέθανε όταν ο γιος του ήταν μόνο εφτά χρονών. Του άφησε μια αξιόλογη περιουσία και τρεις ανίκανους και ιδιοτελείς κηδεμόνες. Όσο κι αν η χήρα-μάνα ανησυχούσε και διαμαρτυρόταν, οι κηδεμόνες κατασπατάλησαν την κληρονομιά.

Ο μικρός Δημοσθένης πείσμωσε! Ή θα γινόταν καλός στα όπλα και θα τους έσφαζε ή θα γινόταν δικανικός ρήτορας και θα τους έσερνε στα δικαστήρια μέχρι να τους αναγκάσει να επανορθώσουν.

Αν ζούσε αλλού θα είχε μόνον την πρώτη επιλογή. Αλλά ζούσε στην Αθήνα. Μια πόλη όπου γίνονταν παρανομίες, όπως παντού, αλλά ταυτόχρονα μια πόλη ικανή να αισθανθεί έως και συλλογικό άγος όταν καταπατιόταν το κοινό αίσθημα περί δικαίου. Όποιος κι αν ήταν ο φταίχτης! Ακόμη κι αν έφταιγε η Πόλη η ίδια!

Έτσι ο μικρός αντί να ασκηθεί στην παλαίστρα βάλθηκε να ασκείται και να μαθαίνει την τέχνη του δικανικού ρήτορα. Κι ας ήταν ψευδός!

 Δημοσθένης

Ό άλλος, ο Αισχίνης, από τον περιφερειακό δήμο των Κοθωκιδών[1],  γεννήθηκε τέσσερα, πέντε  χρόνια πρωτύτερα, γιος ενός εγγράμματου δούλου που τον έλεγαν Τρόμη.  Ο Τρόμης πολέμησε για την Αθήνα, και εναντιώθηκε στους τριάντα τύραννους με αποτέλεσμα, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, να χειραφετηθεί και να αλλάξει όνομα: ήταν πλέον ο Ατρόμητος. Ο Αισχίνης μπόρεσε έτσι να αποκτήσει ευρύτερη μόρφωση, ενώ τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοδιδασκαλείο του πατέρα του. Πάντως, απ’ ό, τι φαίνεται, βασικά  ήθελε να γίνει ηθοποιός.

 Εν τω μεταξύ, οι αντιπαραθέσεις – κατάλοιπα της παλιάς μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών είχαν υποχωρήσει και είχαν αντικατασταθεί με τους προβληματισμούς για την ανάδυση  μιας νέας ισχυρής δύναμης στο βορρά, των Μακεδόνων. Η ενδιάμεση εμφάνιση στο πανελλήνιο προσκήνιο των Θηβαίων, ήταν εμφάνιση διαττόντων αστέρων.

 Ο Δημοσθένης καταφέρνει να διώξει ποινικά τους εκμεταλλευτές – τέως κηδεμόνες του, αλλά όχι και να αποζημιωθεί επαρκώς. Παραμένει συνήγορος-λογογράφος, και μάλιστα πολύ επιτυχημένος, αλλά παράλληλα αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις νέο-αποκτημένες ρητορικές του ικανότητες στον πολιτικό στίβο. Παρουσιάζεται ως  ένθερμος αντιμακεδόνας. Το κλίμα είναι πρόσφορο. Οι επιδρομές του Φίλιππου κατά των πόλεων που τελούν υπό αθηναϊκή προστασία και επιρροή (στην Θράκη και στα στενά της εισόδου στον Εύξεινο Πόντο) δημιουργούν στην Αθήνα δυσκολίες στον ανεφοδιασμό και φόβους για ουσιαστική απώλεια ισχύος στο άμεσο μέλλον.

Ο Αισχίνης πάλι, καταλαβαίνει από τις αντιδράσεις του κοινού ότι ως ηθοποιός δεν πρόκειται να διαπρέψει και το γυρνά και αυτός στην πολιτική. Εντάσσεται στην κυρίαρχη τότε αντιμακεδονική μερίδα. Μετά την πτώση της Ολύνθου παίρνει μέρος στην αποστολή που προσπαθεί να πείσει τις ελληνικές πόλεις του νότου να συσπειρωθούν κατά των Μακεδόνων. Η αποστολή αποτυγχάνει και ο Αισχίνης απογοητεύεται και αλλάζει στρατόπεδο. Από αυτό το σημείο και μετά υποστηρίζει τον Φίλιππο και στη συνέχεια τον Αλέξανδρο. Aeschines_bust

Η Αθήνα προσπαθεί να περιορίσει τις απώλειες (και να κερδίσει χρόνο) με διαπραγματεύσεις. Ο Αισχίνης και ο Δημοσθένης παίρνουν μέρος στις διπλωματικές αποστολές προς τον Φίλιππο, με επικεφαλής τον Εύβουλο, έναν πολιτικό που περισσότερο από φιλομακεδόνας είναι υπέρμαχος μιας ¨ήρεμης¨, μη παρεμβατικής πολιτικής των Αθηνών. Οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν με τη σύναψη ειρήνης, για την οποία οι όρκοι δόθηκαν τελικά  στις Φερές της Θεσσαλίας και πήρε το όνομα ενός άλλου φιλομακεδόνα, ο οποίος επίσης συμμετείχε στην αποστολή, του Φιλοκράτη.

Η ατελείωτη σειρά των διενέξεων ανάμεσα στους δύο ρήτορες αρχίζει ακριβώς εκείνη την εποχή, πριν από περίπου δεκάξι χρόνια. Δηλαδή όταν ακόμη δεν είχε δοθεί η αποφασιστικής σημασίας μάχη στη Χαιρώνεια (οκτώ χρόνια πριν) και δεν είχε ακόμη καταστραφεί η Θήβα (πριν πέντε χρόνια).  

 Ο Δημοσθένης κατηγορεί τον Αισχίνη ότι χρηματίστηκε από τον Φίλιππο. Την κατηγορία δεν την υποβάλλει αυτοπροσώπως, αλλά μέσω ενός πλούσιου φίλου του, του Τίμαρχου.

Ο Αισχίνης απαντά ισχυριζόμενος ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, ένας γνωστός φαύλος και (στα νιάτα του) εκπορνευόμενος όπως ο Τίμαρχος δεν δικαιούται να κατηγορήσει κανέναν. Πολύ περισσότερο έναν αθηναίο ευπατρίδη.

Οι ένορκοι δικαστές εγκρίνουν την ένσταση του Αισχίνη και απορρίπτουν την κατηγορία για τυπικούς λόγους. Ο Τίμαρχος χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα και αυτοκτονεί.

Ο Δημοσθένης επιμένει∙  αυτή τη φορά παρεμβαίνει προσωπικά και απαριθμεί τα επιχειρήματά του στον περίφημο λόγο ¨περί παραπρεσβείας¨

Σύμφωνα με αυτήν τη αγόρευση, οι βασικές πράξεις και παραλείψεις του Αισχίνη που έβλαψαν την Αθήνα και για τις οποίες θα πρέπει να κριθεί ένοχος προδοσίας, είναι οι εξής:

Πρώτα απ’ όλα γιατί παρενέβη ενάντια στην έγκαιρη -και εκ των υστέρων δικαιωμένη- εισήγηση του Δημοσθένη να κλείσουν οι Αθηναίοι τα στενά των Θερμοπυλών και να εμποδίσουν την κάθοδο των Μακεδόνων στο νότο.

Δεύτερο, γιατί με τη συνηγορία του Φιλοκράτη, δέχτηκε η τελική συμφωνία να υπογραφεί στις Φερές, όπου ο Φίλιππος επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων απειλούσε τους σύμμαχους Φωκείς,  αλλά και την ίδια την Αθήνα.

Τρίτο,  γιατί στο τελικό κείμενο της συνθήκης ο Αισχίνης δέχτηκε να μπει η διατύπωση ¨το κάθε μέρος κρατάει όσα (αυτή τη στιγμή) έχει¨ και όχι, όπως θα προτιμούσε η Αθήνα ¨το κάθε μέρος κρατάει τα δικά του¨.

Τέταρτο, όταν η δεύτερη αποστολή διαπραγματεύσεων έφτασε στην Πέλλα, ο Φίλιππος δεν ήταν εκεί αλλά εξαπέλυε πολεμικές επιδρομές στη Θράκη. Αντί να σηκωθούν και να φύγουν (προσβεβλημένοι) αμέσως, τα μέλη της επιτροπής, με εισήγηση του Αισχίνη και του Φιλοκράτη, παρέμειναν περιμένοντάς τον ένα ολόκληρο μήνα.

Πέμπτο, γιατί σύμφωνα με τη μαρτυρία του αθηναίου πρέσβη Δέρκυλου, τον είδαν να βγαίνει νύχτα από τη σκηνή του Φίλιππου. Άσε που έμεινε στις Φερές μια μέρα παραπάνω από τους άλλους πρέσβεις.

Τέλος ο Δημοσθένης κατηγορεί τον Αισχίνη ότι γιόρτασε μαζί με τον Φίλιππο στο μαντείο των Δελφών τη νίκη του Μακεδόνα κατά των (συμμάχων των Αθηναίων) Φωκέων.

Ο Αισχίνης απαντά  άμεσα και διαψεύδει τις κατηγορίες με έναν λόγο (που τον έχω κι αυτόν αντιγραμμένο στα κείμενά μου) με την επικεφαλίδα ¨Περί της ψευδούς Παραπρεσβείας¨. Παρά το γεγονός ότι οι φίλοι των μακεδόνων είναι ακόμη λίγοι, ο Αισχίνης αθωώνεται, αν και με μικρή διαφορά ψήφων.

Όλη αυτή η δικαστική διένεξη κράτησε δυο-τρία χρόνια. Ας σημειωθεί ότι παράλληλα κατηγορήθηκε για προδοσία και ο Φιλοκράτης, ο οποίος πρόλαβε να δραπετεύσει από την Αθήνα πριν την εκδίκαση της καταγγελίας (κατήγορος σε αυτή τη δίκη ήταν ο ρήτορας Υπερείδης). Ο Φιλοκράτης καταδικάστηκε ερήμην σε Θάνατο. αρχείο λήψης (4)

  Πέρα από τις διαρκείς ενδιάμεσες μικρο-αντιδικίες, η δεύτερη πράξη της σύγκρουσης Αισχίνη – Δημοσθένη διαδραματίστηκε πριν έξι χρόνια. Εγώ ήμουν ακόμη στην Αθήνα και την αρχική φάση αυτής της ιστορίας την θυμάμαι αρκετά καλά.

Έχει μεσολαβήσει η ήττα των συσπειρωμένων αντιμακεδόνων στη Χαιρώνεια, με αποτέλεσμα εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Αθήνα πρέπει να τα βρει με τον Φίλιππο να είναι πλέον μια υπαρκτή συνιστώσα της πολιτικής ζωής, η οποία ενίοτε (αν και όχι συχνά) καταφέρνει να πλειοψηφεί.  Ο Κτησιφώντας, ένας φίλος του Δημοσθένη και, φυσικά,  ενάντιος στους Μακεδόνες, έχει την έμπνευση (ή του υποβάλλεται, ποιος ξέρει από ποιόν!) να προτείνει στον Δήμο την απονομή τιμών στον Παιανέα Ρήτορα. Και αυτό γιατί ως Άρχοντας ¨Τειχοποιός¨,  δηλαδή επιφορτισμένος με την επανόρθωση ενός τμήματος του αθηναϊκού τείχους, όχι μόνο είχε κάνει καλή δουλειά, αλλά είχε βάλει και λεφτά από τη τσέπη του για την ολοκλήρωση του έργου. Θα έπρεπε λοιπόν να αποδοθεί στον Δημοσθένη χρυσό στεφάνι, και μάλιστα σε ειδική τελετή στο θέατρο του Διονύσου.

Ο Αισχίνης δεν καθυστερεί. Υποβάλλει αμέσως ¨γραφή παρανόμων¨ (ένσταση κατά νόμον γραπτή, επειδή το θέμα αφορά στη δημόσια ζωή της Πόλης και όχι την ιδιωτική ζωή των πολιτών) όπου ισχυρίζεται ότι:

Ένα. Ο Δημοσθένης δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τη θητεία του ως τειχοποιός, άρα δεν μπορεί ακόμη να γίνει καμία αποτίμηση του έργου του.

Δύο. Σε κάθε περίπτωση, η απονομή τιμών σε οποιονδήποτε δεν μπορεί να γίνει σε Θέατρο. Αυτό είναι πρωτάκουστο και ενάντια στις παραδόσεις της Πόλης.  

Τρίτο (φαρμακερό και ουσιαστικότερο): Οι δραστηριότητες του Δημοσθένη στο σύνολό τους όχι μόνο δεν ωφέλησαν, αλλά, αντίθετα, έβλαψαν την πόλη.

 images (22)

Λίγο μετά την έναρξη των προκαταρκτικών διαδικασιών για την δίκη, συμβαίνει κάτι απρόβλεπτο που ανατρέπει τις ασταθείς αθηναϊκές πολιτικές ισορροπίες: ο Φίλιππος δολοφονείται και οι Αθηναίοι, προς στιγμήν θεωρούν ότι ο βόρειος κίνδυνος εξέλειπε. Το ρεύμα που υποστηρίζει ότι η Αθήνα θα πρέπει να ακολουθήσει και πάλι ηγεμονική πολιτική παίρνει τ’ απάνω του.

Ο Αισχίνης σκέφτεται ότι δεν τον συμφέρει η άμεση εκδίκαση της ¨γραφής¨ και (όσο μπορεί) χρονοτριβεί. Όντως καταφέρνει να αναβάλει την δίκη. Περιμένει να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και η κατάσταση (νοούμενη ως συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων) να γίνει πιο ευνοϊκή.

Πράγματι, ο Αλέξανδρος δεν ¨τρώει τα μούτρα του¨ στην Ασία, όπως περίμεναν και προανήγγελλαν πολλές Κασσάνδρες, αλλά, αντίθετα, αποδεικνύεται ικανός και αποτελεσματικός στρατηλάτης. Νίκες κατά των Περσών, καλή συμπεριφορά απέναντι στην Αθήνα -παρά τους ακκισμούς της πολιτικής της, δώρα αφιερωμένα στην Αθηνά την Παλλάδα, επιβολή πάνω στους προαιώνιους νταήδες της Πελοποννήσου, και τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό ιδού και η επιστροφή των ¨τυραννοκτόνων¨… τι άλλο καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί;

Ο Αισχίνης αναθαρρεύει και, απ’ ότι φαίνεται, έχει ήδη βάλει ξανά μπρος τη δικαστική σύγκρουση. Δεν ξέρω ακόμη, αλλά θα μάθω, αν οι πρωτοβουλίες είναι αποκλειστικά  δικές του ή του συνόλου των φιλομακεδόνων. images (21)

Ακούω τ’ αμάξι του Δημάδη που καταφτάνει και συμμαζεύω κάπως τους παπύρους. Μετά από λίγο, καλοντυμένος,  πληθωρικός, ενθουσιώδης χωρίς να ζορίζεται, να σου ο περίφημος Δημάδης: ο τύπος που όντας αιχμάλωτος των Μακεδόνων μετά τη μάχη της Χαιρώνειας τόλμησε να τη μπει στον Φίλιππο. Ο τύπος που επειδή, παρ’ όλα αυτά, είχε γοητεύσει τον Μακεδόνα, όταν του ζητήθηκε από την Πόλη να διαπραγματευτεί τους όρους της ήττας, απάντησε ¨Εντάξει,  αλλά πρώτα θα με απαλλάξετε από τα χρέη μου¨! Ο τύπος που ανάμεσα σε ένα καλαμπούρι και ένα άλλο έπεισε τον Αλέξανδρο μετά τη καταστροφή της Θήβας να συγχωρήσει τους αθηναίους αντιμακεδόνες ρήτορες και λέγεται ότι εισέπραξε για αυτό πέντε τάλαντα από τον Δημοσθένη και τους λοιπούς.

Εάν κάτι έχει αλλάξει στην Αθήνα μετά την ηρωική εποχή των μηδικών πολέμων, είναι ότι τύποι σαν τον Δημάδη όχι μόνον είναι πλέον ανεκτοί,  αλλά και ασκούν γοητεία και επιρροή. Νέοι καιροί, νέα ήθη!

demades

Χαίρε νεαρέ Μεγαρέα

Πώς σου φάνηκε η χθεσινή υποδοχή; Δε φαντάζομαι να έπληξες, ε;

Ούτε να σου την είχαμε ετοιμάσει επί τούτου αυτή την ¨εορτή μετά θεαμάτων¨, προκειμένου να σε απαλλάξουμε από τη βαρεμάρα των επισήμων τελετών. Αστειεύομαι φυσικά. Ευτυχώς ο υπηρέτης σου μας ξελάσπωσε όλους. Όλους εμάς τους υπεύθυνους για τη διοργάνωση της παραλαβής, εννοώ. Ικανότατος. Μπράβο του. Πώς τον είπαμε; Οινοκράτη;  Τον πουλάς; Φυσικά και αστειεύομαι, αγαπητέ.

Όμως να μιλάει ο Δημοσθένης περί Δημοκρατίας και τα λοιπά και να τον διακόψουν ¨αποκαλύπτοντας¨ ποιον; τον Κλεομένη! Χα! Εκείνον που σύμφωνα με τους ντόπιους αριστοκράτες συνέβαλε όσο λίγοι στην εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας!!! Σιγά τους τυραννοκτόνους, λένε! Και ποιον άλλο; Τον Λεωνίδα, τον μόνο Σπαρτιάτη που είναι διαχρονικά και αδιαφιλονίκητα δημοφιλής σε όλη την Ελλάδα! Χα! Πάντως εδώ κάποιος μας δουλεύει όλους. Και θα έλεγα ότι αυτός ο κάποιος αποδεικνύεται αρκετά πνευματώδης! (γελάει). Ενώ οι ρήτορές μας παραείναι σοβαροφανείς, δεν βρίσκεις;

Ζήτησα να μιλήσουμε για να τις τρέχουσες εξελίξεις, αλλά θέλω και να σε συγχαρώ για την χθεσινή σου ομιλία. Γιατί; Πρώτα απ’ όλα γιατί ήταν σύντομη. Βέβαια και δεν το εννοώ: άλας- Αττικόν Άλας. Πάντως ήταν όντως σύντομη και ουσιώδης. Τα είπες καλά και είναι σημαντικό που, όπως υπογράμμισες, ο απεσταλμένος από το μέτωπο της εκστρατείας, εσύ, είσαι ένας κάτοικος της Αθήνας.  Έτσι δε χρειάζεται να βρούμε γλώσσα αμοιβαίας κατανόησης. Την έχουμε ήδη.

Και επειδή έχουμε κοινή γλώσσα ήρθα να μιλήσουμε. Εμείς, οι φίλοι των Μακεδόνων και της πανελλήνιας συσπείρωσης, σε όποια πολιτεία κι αν ανήκουμε, ίσως πρέπει να μιλάμε πιο συχνά μεταξύ μας. Δε λέω να ζητάμε την άδεια του Αλέξανδρου για καταστάσεις που εκείνος αγνοεί, αλλά που εμείς γνωρίζουμε καλά, ή για πράγματα που η προελαύνουσα ηγεσία των Ελλήνων απλώς δεν ξέρει. Λέω ότι, για να βοηθήσουμε στην υλοποίηση των κοινών επιδιώξεων, πιστεύω ότι πρέπει να γίνεται γνωστή και να λαμβάνεται υπ’ όψιν και η δική μας εκδοχή. Εμείς βλέπουμε καλύτερα τους υφάλους που απειλούν την πορεία του Ελληνισμού προς μια ωριμότερη εποχή. Δεν λέω πως δεν κάνουμε λάθη. Το αντίθετο. Έχουμε κι εμείς τις ατυχείς στιγμές μας. Γι αυτό ο συντονισμός είναι χρήσιμος. Θέλεις ένα παράδειγμα; Θα στο δώσω.

Θα έχεις μάθει υποθέτω για τις πρωτοβουλίες του Αισχίνη. Ξαναέβαλε μπροστά τις δικαστικές διαδικασίες κατά της παρέας του Δημοσθένη. Πρόκειται για τη γνωστή υπόθεση περί ¨στεφάνου¨. Θα τα θυμάσαι όλα αυτά υποθέτω, ήσουν ακόμη εδώ όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Υπέβαλε λοιπόν ¨γραφή παρανόμων¨ κατά της πρότασης του Κτησιφώντα να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, του οποίου, όπως όλοι ξέρουν, ο Κτησιφώντας δεν είναι παρά ένας από τους αχυράνθρωπους. Φυσικά, ο Αισχίνης τον Κτησιφώντα τον έχει χεσμένο. Ο στόχος του είναι πάντα ο Παιανέας -παρεμπιπτόντως: είμαι κι εγώ από την Παιανία ξέρεις, αλλά από την Άνω, την “Καθύπερθεν Παιανία”, ο άλλος είναι από την Κάτω, την  “Υπένερθεν ”∙ αυτό για να μη γίνονται άτυχες συγχύσεις. Σου έλεγα λοιπόν ότι μπορεί να έχει τα δίκια του ο Αισχίνης, μπορεί να ήταν ο Δημοσθένης που ήρξατο χειρών αδίκων. Όμως αυτή η υπόθεση φαίνεται να έχει μεγαλύτερη απήχηση στο Δήμο, από ό, τι οι συνήθεις διαξιφισμοί ανάμεσα στους δύο. Φοβάμαι, αγαπητέ Μεγαρέα, πως ο αντίκτυπος της υπόθεσης θα είναι μεγαλύτερος είτε κερδίσει ο δικός μας,  είτε ο άλλος. Φοβάμαι επίσης ότι αν νικήσει ο Δημοσθένης (πράγμα που δε πρέπει να αποκλείουμε δεδομένου ότι στην Αθήνα αυτόν τον καιρό πνέουν ισχυροί υπόγειοι άνεμοι) οι ισορροπίες θα αλλοιωθούν εις βάρος μας.

Με λίγα λόγια, αν μπορείς, συγκράτησε τον Αισχίνη.  Η μανία του κατά του Δημοσθένη μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα∙ και σε εμάς και στον ίδιο.

Και κάτι άλλο. Καλό είναι να ξέρει ο Αλέξανδρος ότι η δουλειά υπέρ του κοινού μέλλοντος στοιχίζει. Ιδιαίτερα στα μετόπισθεν. Αλλά νομίζω ότι το ξέρει. Περιμένω να δω μόνο πόσο το ξέρει…

Τώρα που εξαπέλυσα και αυτό το σαφές υπονοούμενο, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σε αφήσω. Σου εύχομαι καλή παραμονή και καλή έκβαση των επιδιώξεών σου Μεγαρέα. Εμείς -αυτός είναι ένας πληθυντικός μεγαλοπρέπειας…, αστειεύομαι- θα είμαστε πλάι σου. Αν χρειαστεί σφύριξε.

homepage

[1] Ο Δήμος των Κοθωκιδών, πιθανώς έξι χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ελευσίνας, ανήκε στην Οινηίδα   φυλή και ήταν ένας ¨Παραλιακός Δήμος¨ Συμμετείχε στη Βουλή των πεντακοσίων με δύο βουλευτές.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄Κεφάλαιο Έβδομο και Όγδοο : Περί των εξαφανισμένων χάλκινων ηρώων

Posted by vnottas στο 17 Αυγούστου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία].

01_ceb1cf81cf87ceb1ceafceb1-ceb1ceb8ceaecebdceb1

Κεφάλαιο έβδομο: Τελετή με εκπλήξεις ΙΙ

(Διηγείται ο Εύελπις)

Όταν άρχισε ο σαματάς, εγώ δεν είχα μιλήσει ακόμη. Όπως είχαμε συμφωνήσει θα έπαιρνα το λόγο τελευταίος, μετά τον Φωκίωνα και τον Δημοσθένη. Ο Φωκίωνας υπήρξε ολιγόλογος, ο δε Δημοσθένης, και να ήθελε να είναι σχοινοτενής, δεν πρόλαβε. Όταν άρχισε η φασαρία ήταν στην αρχή της ομιλίας του.

Εγώ τον παρακολουθούσα προσεκτικά ώστε να μπορέσω να καταλάβω, πέρα από τα ωραία ρητορικά του σχήματα, πού ακριβώς το πάει, αλλά όταν συνέβησαν τα απρόοπτα γεγονότα δεν είχε πει ακόμη αρκετά και, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε πει κάτι που να με εκπλήξει. Ήταν ο Δημοσθένης που περίμενα, με τη γνωστή του πολιτική και τη γνωστή λεκτική του δεινότητα.

Όμως, ξαφνικά τον είδα να σταματά και να κοιτάζει διερευνητικά το πλήθος. Θεώρησα ότι ήταν μια ηθελημένη σιγή που θα τραβούσε το ενδιαφέρον του κοινού στα όσα θα έλεγε αμέσως μετά. Ωστόσο, η σιγή του ρήτορα παρατάθηκε και εκείνο που άρχισε να ακούγεται ήταν φωνές από το πλάτωμα όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κόσμος.

Είδα τον Δημοσθένη να εγκαταλείπει το βήμα και να κατεβαίνει κάτω. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Σίγουρα.

Κοιτάζω προσεκτικότερα και βλέπω ότι η προσοχή του κόσμου έχει συγκεντρωθεί στα αγάλματα. Κάποιος έχει τραβήξει το σκοινί. Τα αγάλματα είναι τώρα ξεσκέπαστα. Ο Πανόπτης Ήλιος έχει βουτήξει για τα καλά στα νερά του Σαρωνικού, αλλά η ορατότητα είναι ακόμη καλή. Μου φάνηκε ότι η μία προτομή ξασπρίζει κάπως ανώμαλα, ενώ και η άλλη επίσης γυαλίζει περίεργα.

Μα τα κατάμαυρα δαιμόνια των Μεσοποτάμιων, αυτοί εδώ δεν είναι οι ¨τυραννοκτόνοι¨! Όχι τουλάχιστον αυτοί που παραδώσαμε εμείς χτες. Είναι άλλοι! Κάποιος έχει αποφασίσει να χλευάσει και εμάς και τις αρχές της Αθήνας αντικαθιστώντας τις γνήσιες προτομές με αυτές εδώ.

¨Πρόκειται μόνον γι αυτό;¨ αναρωτιέμαι, ¨ή απόψε οι ¨τυραννοκτόνοι¨ θα προσθέσουν στα παλιά και νέα θύματα;»

Ακούγονται δυνατοί διθυραμβικοί ήχοι. Τύμπανα; Κύμβαλα; Μάλλον κι απ’ τα δυο. Ανάμεσα στο πλήθος εμφανίζονται μεγάλες αγριωπές μάσκες πάνω σε σώματα που, παρά τη ζέστη, φορούν δέρματα ζώων. Τα όντα αρχίζουν να κινούνται ρυθμικά, μαγνητίζοντας τα βλέμματα  του πλήθους.

111258

Σκέφτομαι ότι, εκτός από μένα, θα πρέπει να έχουν μπει σε συναγερμό κι οι άλλοι πάνω στην εξέδρα των επισήμων. Εκείνοι άλλωστε έχουν τον πρώτο λόγο στην αντιμετώπιση του επεισοδίου. Στρέφω λοιπόν την προσοχή μου σ’ αυτούς.

Ο πρώτος που συνέρχεται απ’ την έκπληξη είναι ο Λυκούργος. Ανταλλάσσει μόνον μια ματιά με τον γηραιό άρχοντα Φωκίωνα και μετά, με μία  αποφασιστική κίνηση βγάζει το ιερατικό άμφιο αποκτώντας έτσι και πάλι τη γνωστή δυναμική εικόνα του στρατηγού. Κάνει νόημα στον επικεφαλής της φρουράς, κι εκείνος πλησίαζει.

Πρέπει να πω ότι γύρω μας υπήρχαν διαφορετικά είδη ένοπλων ομάδων: το εφημερεύον τμήμα της Φρουράς της Πόλεως, μία ομάδα τοξοτών από τη Θράκη που αστυνόμευαν τον συνολικό χώρο της Αγοράς και το ειδικό άγημα με στολή τελετής για την απόδοση τιμών στους επισκέπτες και τ’ αγάλματα. Αν ήταν επαρκείς ή λίγοι θα εξαρτιόταν από τον αριθμό και την ποιότητα των τυχόν επιτιθέμενων, προς το παρόν άγνωστα και τα δύο.

Να πω επίσης, ότι με την ιδιότητα του τιμούμενων, είχαν παραταχθεί στη βάση της εξέδρας και τα μέλη της δικής μας ομάδας, εκείνης που είχε την ευθύνη για την ασφάλεια των αγαλμάτων, απ’ την αναχώρηση απ’ τα Σούσα έως την παράδοσή τους, χτες το βράδυ,  στους Αθηναίους. Αυτοί είχαν αρχίσει να κινούν κάπως νευρικά τις όρθιες σάρισές τους, να επιδιώκουν την προσοχή μου και να με κοιτούν ερωτηματικά. Τους έκανα νεύμα να κάτσουν, προς το παρόν, στα αυγά τους.

images (7)

Ο επικεφαλής της φρουράς άκουγε τον Λυκούργο και κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του. Μιλούσαν με τις κοφτές φράσεις που απαιτούν οι έκτακτες περιστάσεις. Αν κατάλαβα καλά ο στρατηγός του είπε να επέμβει αμέσως και να συλλάβει τους ταραξίες, χωρίς όμως αιματοχυσία. Εκτός κι αν κάτω από τα δέρματα κρύβουν όπλα και επιτεθούν.

Ύστερα ο  αξιωματικός απομακρύνθηκε και άρχισε να μοιράζει εντολές στη φρουρά, στους Σκύθες χωροφύλακες, ακόμη και στο τιμητικό άγημα. Είδα τους βόρειους ξανθούς αστυνομικούς να εναποθέτουν τα τόξα τους στο φορτηγό όχημα ανεφοδιασμού (την περίφημη ¨σαύρα¨) που τους συνοδεύει πάντοτε και να προμηθεύονται από εκεί κοντές ξύλινες ράβδους.

Ο Δημοσθένης επέστρεψε στην εξέδρα. Ήταν ασυνήθιστα χλωμός και λαχανιασμένος. «Τα αγάλματα αναπαριστούν  Λακεδαιμόνιους βασιλείς, αλλά ποιος  είναι ο δάκτυλος που κινεί αυτούς τους δαίμονες εκεί κάτω, δεν μπορώ να πω».  Στράφηκε προς τον Φωκίωνα: «Πρέπει να μάθουμε, στρατηγέ! Σε κάθε περίπτωση διακυβεύεται το κύρος της Πόλης μας!»

Ο Φωκίωνας δείχνει ήρεμος∙ προφανώς κρίνει επαρκείς τις πρωτοβουλίες του Λυκούργου.

Ο Αισχίνης, αντίθετα,  μοιάζει πιο ανήσυχος απ’ όλους. «Να που οδηγεί η ¨ηπιότητα!¨» μασουλάει ανάμεσα στα δόντια του. Μου φάνηκε ότι τα έχει βάλει με τον Λυκούργο. «Φρόντισε ώστε να καλυφτεί η εξέδρα με ισχυρό κλοιό οπλιτών», του λέει. «Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι μασκοφόροι στασιαστές και να μας επιτεθούν όταν θεωρήσουν τη στιγμή κατάλληλη. Αν πρόκειται για Σπαρτιάτες, απελπισμένους μετά την πρόσφατη ήττα τους στη Μεγαλόπολη, θα δοθεί σίγουρα μάχη.  Ίσως θελήσουν να ξεμπερδεύουν μαζί μας μια και καλή. Πού θα ξαναβρούν ομού συγκεντρωμένη όλη την αθηναϊκή ηγεσία;». Κάνει μια μικρή παύση, αλλά στη φαρέτρα του έχει ακόμα ένα χτύπημα ουράς: «Αλλά δεν αποκλείω υπεύθυνοι να είναι οι δικοί μας, οι ¨αντιμακεδόνες¨, που θέλουν να χλευάσουν και να  υπονομεύσουν μια εκδήλωση φιλίας με τεράστια συμβολική σημασία∙ ή να πρόκειται ακόμη και για πράκτορες των Περσών!».

Ο Λυκούργος τον κοιτάζει, αλλά μάλλον έχει το νου του αλλού, προφανώς στους οπλίτες που παίρνουν θέση για να υλοποιήσουν τις εντολές του.

Όμως, φαίνεται ότι κάτι πήρε τ’ αυτί του Δημοσθένη εκεί παραδίπλα. Μάλλον τη λέξη ¨αντιμακεδόνες¨, οπότε  καταλαβαίνει τους υπαινιγμούς του Αισχύνη για υποτιθέμενες ευθύνες της δικής του παράταξης και, για μια στιγμή, χάνει τη ψυχραιμία του.  «Ας σοβαρευτούν οι ρητορίσκοι», λέει οργισμένος.  «Ποιος Αθηναίος, αντάξιος αυτής της ιδιότητας, θα βεβήλωνε μια εκδήλωση προς τιμήν των ηρώων Τυραννοκτόνων;»

Προφανώς η ερώτησή του κρίθηκε ως ρητορική, γι αυτό κανείς δεν του απάντησε.

21519-123

Ο Οινοκράτης, όταν κατάλαβε ότι κάτι το ανώμαλο συμβαίνει και ότι η τελετή έχει διακοπεί, αντέδρασε ενστικτωδώς. Εγκατέλειψε τα σκαλοπάτια της Ποικίλης Στοάς και έτρεξε προς την εξέδρα προσπαθώντας να καταλάβει αν ο αφέντης του κινδυνεύει ή όχι. Όταν έφτασε κοντά και είδε ότι ήμουν σώος κούνησε εύχαρις και τα δύο του χέρια προς το μέρος μου.  Τον είδα, τον φώναξα, και πλησίασε στη βάση της εξέδρας.

«Αν οι τύποι που χοροπηδάνε είναι ένοπλοι θα έχουμε σύγκρουση κι αν πρόκειται για κλιμάκιο Σπαρτιατών ίσως και σφαγή, αλλά δεν το νομίζω», του είπα.  «Εάν όμως στο τέλος το βάλουν στα πόδια, έχω οδηγίες για σένα: Επίλεξε έναν από τους μασκοφόρους και παρακολούθησέ τον. Βρες που θα καταλήξει. Θυμήσου ότι ψάχνουμε για τα αγάλματα, τα γνήσια, αυτά εκεί είναι πλαστά. Πάρε ένα άλογο από τους δικούς μας, μπορεί να σου χρειαστεί. Μόλις βρεις οτιδήποτε χρήσιμο έλα αμέσως να με βρεις. Είτε εδώ είτε στο κυλικείο του Πρυτανείου ή όπου αλλού∙ ψάξε με».

Ο Οινοκράτης μου κλείνει ¨συνωμοτικά¨ το μάτι, χαμογελάει και απομακρύνεται βιαστικός.

images (8)*

Είναι ενδιαφέρον  να παρακολουθεί κανείς πως αντιδρά η υψηλή ηγεσία της Αθήνας, όταν (πράγμα όχι σύνηθες) βρίσκεται σε απαρτία, συμπολίτευση και αντιπολίτευση μαζί, απέναντι σε μια απρόβλεπτη κατάσταση που εγκυμονεί, ενδεχομένως, σοβαρούς κινδύνους. Και επιπλέον, με το λαό αποκάτω, να μη ξέρει κανείς με σιγουριά με ποιον ενδέχεται να συμπαραταχθεί!  Περισσότερο ενδιαφέρον από οποιαδήποτε σχετική μελέτη και διατριβή. Ενδιαφέρον και ως απλό θέαμα-ακρόαμα.

Εκ των υστέρων, μπορώ να πω πως το απόλαυσα!

Πάντως -ευτυχώς για την αθηναϊκή ομόνοια- η φάση της μεγάλης έντασης δεν κράτησε πολύ ακόμη. Καθώς οι άνδρες της φρουράς συμπτύχθηκαν προτάσσοντας τις ασπίδες τους και κραδαίνοντας τις σπάθες (από την πλατιά και όχι την κοφτερή μεριά) και καθώς οι Σκύθες παρατάχθηκαν εκατέρωθεν και περίμεναν το σύνθημα της επίθεσης (χτυπώντας το ξύλινο ρόπαλο στη χούφτα του αριστερού χεριού), οι αγριωποί χορευτές κινούμενοι λες άπαντες από τα ίδια αόρατα νήματα, πέταξαν ταυτοχρόνως τα αυτοσχέδια κρουστά, έβγαλαν τα δέρματα που κάλυπταν τα σώματά τους, αλλά όχι τις μάσκες και, βάζοντας φτερά στα ποδάρια, άρχισαν να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση.

images (5)

Εν τω μεταξύ οι θεατές, μετά την απροσδόκητη και μάλλον ¨ονειρική¨ εμφάνιση των χορευτών, έμοιαζαν να έχουν ξεπεράσει το αρχικό δέος που προκάλεσε η ¨ιερόσυλη εξαφάνιση των τυραννοκτόνων¨ και η αντικατάστασή τους. Τώρα θα έλεγα ότι είχαν αρχίσει να εισπράττουν το ενδόμυχα ¨τραγελαφικό¨ νόημα (ή μη-νόημα) της σκηνής. Έτσι δεν με παραξένεψε που, τελικά, δεν εμπόδισαν τους χοροπηδητές στη φυγή τους.

Η οποία φυγή δεν ήταν και τόσο τυχαία όπως είχε φανεί αρχικά, αλλά ήταν σοφά προσχεδιασμένη και βασισμένη σε πολύ καλή γνώση του εδάφους.  Ο κάθε φυγάς κατευθύνθηκε σε συγκεκριμένο σκοτεινό σημείο της Αγοράς, όπου βρήκε συνένοχους που τον βοήθησαν να εξαφανιστεί. Δεν κατάλαβα αν τους προμήθεψαν αλλιώτικα ρούχα, για να αναμειχθούν έτσι δήθεν ανέμελοι με τους θεατές, ή αν τους έδωσαν γρήγορα άτια  με τα οποία έγιναν καπνός στο σούρουπο. Το γεγονός είναι ότι λίγο αργότερα, αν εξαιρέσεις τους ¨τυραννοκτόνους¨ που εξακολουθούσαν να απουσιάζουν, κατά τα άλλα, ούτε γάτα ούτε ζημιά!

images (17)

Η υψηλή εξέδρα παρακολούθησε τα γεγονότα με λιγότερο κέφι και περισσότερη αμηχανία από ό, τι ο κόσμος στο πλάτωμα. Αρχικά, βέβαια, η ανακούφιση υπήρξε το κυρίαρχο συναίσθημα. Βρέθηκε χρόνος να μου παρουσιάσουν επισήμως τον Δημοσθένη, με τον οποίο αντάλλαξα μια τυπική χειραψία. Κατέφτασε -καθυστερημένος- και ο ευτραφής ρήτορας Υπερείδης, ο οποίος άρχισε να ρωτάει ανήσυχος στο γύρο, ¨τι γίνεται παίδες; Έχουμε κίνημα;¨.  Πάντως το ερώτημα που έπρεπε (εκ των πραγμάτων) να απαντηθεί ήταν: Και τώρα τι κάνουμε;

Σαφώς έπρεπε να περιμένουμε το αποτέλεσμα της εξόρμησης της φρουράς. Αν μπορούσαμε να ανακρίνουμε έστω και έναν από αυτούς τους περίεργους αμφισβητίες θα μαθαίναμε ασφαλώς ενδιαφέροντα πράγματα .

Όμως πήρε να σκοτεινιάζει και ουδείς συλληφθείς κατέφτανε στην εξέδρα.

Επί πλέον ο μαζεμένος κόσμος δεν έλεγε να διαλυθεί, παρά περίμενε να δει τι θα γίνει.

Ο Φωκίωνας ζήτησε τη γνώμη των παρόντων. Ο Δημοσθένης ήθελε να μετακινηθούμε -όχι όλοι, μόνο η αθηναϊκή ηγεσία- στους πάγιους χώρους αντιμετώπισης κρίσεων, στον Άρειο Πάγο. Εγώ, που έτυχε να βρίσκομαι πλάι του και ρωτήθηκα αμέσως μετά, είπα να αποτολμήσω να εκφέρω γνώμη, αν και  θα έλεγε κανείς ότι κάτι τέτοιο δεν είναι η διπλωματικότερη κίνηση.

Είπα ότι θα έπρεπε να μείνουμε εδώ, περιμένοντας να δούμε τι θα καταφέρει η φρουρά. Εν τω μεταξύ, χωρίς να μεγαλοποιούμε τα γεγονότα με πρόωρους λόγους προς το κοινό, θα μπορούσαμε να διανείμουμε τα καλοψημένα πλέον σφάγια της θυσίας στον κόσμο.

Ο Δημάδης υπερθεμάτισε, ο Λυκούργος έδειξε μάλλον να συμφωνεί και ο Φωκίωνας κίνησε καταφατικά το δασύ λευκό του κεφάλι. Τα ψητά άρχισαν να μοιράζονται, και όσο για μας, οι υπηρέτες έφεραν αναψυκτικά και μεζέδες, ενώ οι μάγειροι του Πρυτανείου ειδοποιήθηκαν πως το δείπνο θα γινόταν μεν απόψε, αλλά με κάποια καθυστέρηση.

f2783012efaefa49f61bc6d7dfab9471--holidays-halloween-diy-halloween*

Ο Οινοκράτης δεν είχε καταλήξει ποιον θα παρακολουθούσε εν τέλει, μέχρι τη στιγμή που οι χοροπηδητές πέταξαν τις προβιές και τα άλλα δέρματα από πάνω τους. Τότε, με μία μόνη ματιά έκανε την επιλογή του. Δεν ήταν βέβαια τυχαίο πως η επιλογή αυτή διέθετε δύο εσπεριδοειδή στήθη και εξ ίσου ενδιαφέροντες γλουτούς. Το γεγονός ότι η κεφαλή της περιβαλλόταν από φίδια, μια και απεικόνιζε την Μέδουσα, ποσώς επηρέασε την απόφασή του.

Η ¨Μέδουσα¨ εκινείτο με εξαιρετική ταχύτητα, αλλά και χάρη. Χώθηκε στον δρόμο της Αγοράς στο οποίο έβλεπαν πολλά δημόσια κτίρια και τρύπωσε ανάμεσα στο παλιό και το νέο Βουλευτήριο. Στο πρώτο σκοτεινό σημείο που συνάντησε πέταξε το προσωπείο της Οφιούσας, το οποίο ο Οινοκράτης θεώρησε σωστό να περιμαζέψει ως ενθύμιο. Σε ένα άλλο σκοτεινό σημείο προμηθεύτηκε (ως δια μαγείας) ένα πέπλο με το οποίο έκρυψε την κόμη της. Πρέπει να είναι ξανθιά, κατέληξε ο Οινοκράτης από ό, τι πρόλαβε να δει.

Είχαν φτάσει στο ύψος του Πρυτανείου δηλαδή του κτιρίου όπου στεγάζονται οι πρυτάνεις (οι πενήντα βουλευτές της φυλής που κάθε φορά  -για τριάντα πέντε περίπου μέρες- ασχολούνται όχι με τη ψήφιση των νόμων αλλά με την εφαρμογή τους και τη διοίκηση). Το κτίριο ονομάζεται και Θόλος εξ αιτίας του κυκλικού του σχήματος, ή (η) Σκιάς γιατί μοιάζει με κυκλικό σκίαστρο ή και με μεγάλο ψάθινο καπέλο. Εκεί ο Συρακούσιος έχασε την πεπλοφόρο ξανθή νέα.

Ο Οινοκράτης ανέβηκε στο άλογο που μέχρι τότε το έσερνε απ’ τα χαλινάρια και άρχισε να γυρίζει γύρω από το κυλινδρικό κτίριο. Ήταν μόνο χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία που, σε μια στιγμή, το μάτι του περισσότερο διαισθάνθηκε παρά είδε, ότι μια μικρή σιδερένια πόρτα είχε μόλις ανοιγοκλείσει.  Η πόρτα αυτή δεν βρισκόταν πάνω στον καμπύλο τοίχο της Θόλου, αλλά σε ένα μικρότερο παράπλευρο χαμηλό κτίσμα προσαρτημένο στο Πρυτανείο.

αρχείο λήψης

Ο Οινοκράτης το ήξερε καλά αυτό το κτίσμα. Κάποιοι παλιοί του φίλοι που έτυχε να είναι ταυτόχρονα και πολύ καλοί μάγειροι, είχαν περάσει και θητεύσει εδώ. Γιατί εδώ βρίσκεται το περίφημο Μαγειρείο του Πρυτανείου. Η Πολιτεία των Αθηνών παρέχει εγγυημένα καλή τροφή στους πενήντα πρυτανεύοντες βουλευτές. Είναι κι αυτό ένα θέμα αρχής και κύρους. Εδώ διοργανώνονται και τα δημόσια γεύματα που η Πόλη προσφέρει σε επιφανείς φιλοξενούμενους.

Ο Οινοκράτης αφίππευσε και πήρε μια βαθειά εισπνοή… Ψάρι…! Η χαρακτηριστική οσμή τον πληροφόρησε ότι κάπου εδώ ετοιμάζεται, εκτός των άλλων,  μια υπέροχη λεμονάτη ψαρόσουπα. Ο Οινοκράτης ξεροκατάπιε, έδεσε τ’ άλογο σ’ ένα κάγκελο και έσπρωξε απαλά τη σιδερένια πόρτα. Αυτή έκανε πίσω χωρίς διαμαρτυρίες και τριξίματα.

images (14)

***

Κεφάλαιο όγδοο: Τελετή με εκπλήξεις ΙΙΙ

(Διηγείται ο Εύελπις)

F7
*

Εμείς, στην εξέδρα, περιμέναμε. Αν και οι περισσότεροι παρόντες είχαν κάπως χαλαρώσει και αντάλλασσαν μεταξύ τους υποθέσεις και ευφυολογήματα σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα, με θορυβοδέστερο -ποιον άλλο;- τον Δημάδη, παρατήρησα ότι ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης δεν μιλιόντουσαν καν και, όταν δεν αντάλλασσαν ματιές μίσους, αγνοούσαν επιδεικτικά ο ένας τον άλλον.

«Τι τρέχει με αυτούς του δύο;» ρώτησα τον πατέρα Ευρύνου, που δεν είχε πτοηθεί από τα συμβάντα  και έδειχνε ευδιάθετος, «πρόκειται για τη γνωστή αμοιβαία αντιπάθεια ή έχει προκύψει κάτι καινούργιο;»

Γέλασε. «Πρόκειται για τη δίκη», μου είπε. «Ή μάλλον για την ατελείωτη σειρά δικανικών διαξιφισμών και συγκρούσεων στους οποίους έχουν εμπλακεί με πάθος οι δύο τους και στην οποία δε διστάζουν να αναμίξουν και τρίτους. Έτσι καταφέρνουν να φθείρουν εαυτούς, αλλήλους, και κυρίως την πόλη. Την πόλη που, κατά τα άλλα, παρακολουθεί τη σύγκρουση με νοσηρή περιέργεια».

«Υπάρχει ακόμη εκκρεμούσα δίκη; Πώς και δεν άκουσα τίποτα σχετικά;»

«Άκουσες. Και μάλιστα κάμποσα. Πριν φύγεις για την εκστρατεία».

«Πριν φύγω!; Για ποιο πράγμα μιλάμε; Λες για την μήνυση του Δημοσθένη κατά του Αισχίνη. Πως δωροδοκήθηκε από τον Φίλιππο;»

«Βλέπω ότι, παρά το ότι ήσουν-δεν ήσουν τότε δέκα χρονών, παρακολουθούσες ήδη τα πολιτικά συμβάντα. Όμως όχι, δε μιλάω για εκείνην τη δίκη, την περίφημη δίκη ¨περί παραπρεσβείας¨, που με υποκίνηση του Δημοσθένη προκάλεσε η καταγγελία κατά του Αισχίνη κάποιου Τίμαρχου. Μιλάω για την μεταγενέστερη καταγγελία, του Αισχίνη αυτήν τη φορά, ενάντια σε έναν κολλητό του Δημοσθένη, τον Κτησιφώντα».

«Τώρα θυμάμαι! Ο Κτησιφώντας ζήτησε να τιμήσει ο Δήμος τον Δημοσθένη γιατί είχε κάνει καλά τη  δουλειά που του ανατέθηκε. Μιλάμε, αν δεν κάνω λάθος, για τα οχυρωματικά έργα  κατά του Φίλιππου. Αλλά, φυσικά, ο Αισχίνης είχε αντιρρήσεις. Μα καλά, μη μου πεις ότι αυτή η ιστορία εκκρεμεί ακόμη!»

«Ναι αγόρι μου, εκκρεμεί. ‘Η μάλλον επιστρέφει στις αίθουσες των δικαστηρίων αυτές τις μέρες. Και έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η πολιτική κατάσταση στην Αθήνα, η έκβασή της δεν αποκλείεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις. Τόσο σοβαρές που μπροστά τους η κλοπή των ¨τυραννοκτόνων¨ και τα χοροπηδήματα των αποψινών  μασκοφόρων θα μοιάζουν απλώς παιδιαρίσματα!»

Δίπλα μου κατέπλευσε ο πληθωρικός Δημάδης. Ο Ευρύνους πρόλαβε μόνο να προσθέσει στα όσα μου έλεγε πριν, τη φράση: «Να προσέχεις!»

Ο Δημάδης ήθελε να με ρωτήσει… για τον Βουκεφάλα! Ήθελε να μάθει τι κάνει αυτό το μυθικό πλέον άτι. Ή μάλλον ήθελε να μου πει ότι αγαπάει τα άλογα, ότι εκτρέφει και εκπαιδεύει ταχύτατους  τετράποδους δρομείς και  ότι, εάν προλάβει, σκοπεύει να πάρει μέρος στις αρματοδρομίες στα φετινά  Μεγάλα Παναθήναια. Εάν δεν προλάβει, θα λάβει σίγουρα μέρος στους Ολυμπιακούς, του χρόνου, στην εκατοστή δέκατη τρίτη Ολυμπιάδα.

images (16)

Παρατήρησε ότι τον κοίταζα κάπως αφηρημένα και επιτέλους ήρθε στην ουσία: Ήθελε να επιβεβαιώσει εάν θα συναντηθούμε αύριο και πού. Του είπα ότι το απόγευμα θα επισκεπτόμουν τον Αριστοτέλη, αλλά θα μπορούσε να με επισκεφτεί στο σπίτι του Λυκαβηττού το πρωί, όχι πολύ νωρίς, ας πούμε γύρω στη δεύτερη πρωινή ώρα. Είπε εντάξει, μου έριξε ένα πλατύ χαμόγελο και απομακρύνθηκε.

images (4)

Ο Οινοκράτης ξέρει τα κατατόπια. Καθώς προχωρεί προς το εσωτερικό του προσαρτημένου στη Θόλο οικήματος, αναρωτιέται εάν κάποιος από τους παλιούς του φίλους εργάζεται ακόμη εδώ. Για να το μάθει, δεν έχει παρά να ρωτήσει. Αποφασίζει: είναι εδώ γιατί ψάχνει έναν παλιό του φίλο. Βρήκε ανοιχτή τη πόρτα και μπήκε.

Υιοθετεί λοιπόν ύφος ανέμελο και προχωρεί προς τον κεντρικό χώρο των μαγειρικών εγκαταστάσεων, όπου μια πλειάδα ανδρών ποικίλης ηλικίας πλαισιωμένοι και από νεαρούς χειρώνακτες, ασκούν με εκφραστική, σχεδόν χορευτική αρμονία κινήσεων τη γαστρονομική τέχνη:  Ανακατεύουν, ψιλοκόβουν, τηγανίζουν, βράζουν, ψήνουν, ζυμώνουν πλάθουν, πλένουν, τεμαχίζουν, ξεπουπουλίζουν, μυρίζουν, δοκιμάζουν, επιδοκιμάζουν (τις δημιουργίες τους), αποδοκιμάζουν (των αλλονών), αλατίζουν, αρωματίζουν, φυσάνε (ό, τι καίει πολύ), ξεφυσάνε (όταν ζορίζονται).

«Συγγνώμη κύριοι», λέει ο Σικελός. «Θα μπορούσατε να μου πείτε εάν ο Πολύκαρπος από τη Γέλα βρίσκεται ακόμη εδώ γύρω;» Οι μάγειροι τον προσέχουν και, όχι χωρίς κάποια ενόχληση, μερικοί κουνάνε το κεφάλι τους αρνητικά.  Όχι δε ξέρουν κανέναν τέτοιο.

«Δούλευε εδώ πριν τέσσερα χρόνια», επιμένει ο Οινοκράτης.

Εκείνοι εξακολουθούν να κουνάνε τα κεφάλια τους πέρα δώθε, ώσπου ένας πετιέται και λέει: «Ρε παιδιά, μήπως λέει τον Κάρπο; Νομίζω πώς καταγόταν από τη Σικελία. Εσύ ρε Φιλήμονα, που είσαι από εκείνα τα μέρη, δεν τον θυμάσαι; »

Ο εν λόγω Φιλήμονας ανασηκώνει ένα κεφάλι πλαισιωμένο με σγουρά μαύρα μαλλιά. «Δεν ήμουνα  εδώ πριν τέσσερα χρόνια. Δε είχα έρθει ακόμη». λέει. «Αλλά ναι, τον θυμάμαι τον Κάρπο, ήταν εδώ όταν ήρθα, αλλά έμεινε λίγο. Εκτός από μάγειρας, ήξερε και τα ναυτικά. Αυτό τον έκαψε. Ο αφέντης του τον πούλησε σε καλή τιμή σ’ έναν πλοιοκτήτη».

images

Ύστερα το βλέμμα του μελαχρινού τριαντάρη Φιλήμονα, συναντάει εκείνο του Οινοκράτη και σκαλώνει εκεί. Αλλά και ο Οινοκράτης μένει μια στιγμή ακίνητος προσπαθώντας να συνδυάσει εικόνες και λοιπές μνήμες από το απώτατο παρελθόν. Η αναγνώριση είναι αμοιβαία και ταυτόχρονη:

«Φιλήμονα;»

«Τσίτσο;»

Ο Οινοκράτης ανατριχιάζει. Δεν ξέρει αν φταίει το παλιό του παρατσούκλι, -έτσι τον φώναζε κι η μακαρίτισσα η μάνα του σε στιγμές μητρικής τρυφερότητας- ή η ξαφνική ανεύρεση, όχι αυτουνού που περίμενε, αλλά ενός άλλου φίλου απ’ τον παλιό καλό καιρό των Συρακουσών.

Αγκαλιάζονται.

«Σε αιχμαλώτισαν κι εσένα πειρατές;» ρωτάει ο Οινοκράτης.

«Όχι, ήρθα εθελοντικά. Σκέφτηκα πως αυτή η πόλη δε μπορεί παρά να ανέχεται καλύτερα την αγαπημένη μου τέχνη».

Ο Οινοκράτης χαμογελάει. Ξέρει ποια είναι η αγαπημένη τέχνη του Φιλήμονα.

Δεν είναι ο εμπνευσμένος συνδυασμός γεύσεων. Είναι το ευφυές ανακάτεμα των ιδεών, έτσι ώστε να αναδεικνύεται καλύτερα ο εγγενής παραλογισμός της κάθε τάχα ¨γειωμένης¨ πραγματικότητας (τι είπα!). Με άλλα λόγια η κωμική ποίηση. Του δίνει δίκιο που ήρθε εδώ, στην Αθήνα. Η συγγραφή κωμωδιών δεν φτουράει ούτε στις  βασιλικές αυλές ούτε και σε εκείνες των τυράννων, ακόμη κι αν αυτοί οι τελευταίοι παρουσιάζονται μερικές φορές ¨φωτισμένοι¨ όσον αφορά σε άλλα είδη τέχνης. Η κωμωδία είναι εύθραυστο είδος που δεν σηκώνει πιέσεις. Άρα χρειάζεται την ανεκτικότητα των Αθηναίων. Το αττικόν άλας της κάνει καλό…

«Και πώς βρέθηκες στο Πρυτανείο;»

«Έχω προσληφθεί. Με μικρό μισθό, αλλά πες πως τα βγάζω πέρα. Ας είναι καλά οι ιταλικές συνταγές που είναι του συρμού στην Αθήνα, και εγώ που είμαι καλός στα ζυμαρικά όσο και στα άζυμα».

αρχείο λήψης (2)

Ο Οινοκράτης – Τσίτσος  σκέφτεται ότι η ώρα περνάει. Και ότι έχει μια αποστολή να εκτελέσει.

«Θα τα πούμε. Όλα. Και είναι πολλά…»,  λέει, «αλλά τώρα θέλω να μου κάνεις μια χάρη».

«Ναι. Πες μου».

«Πριν από μένα πρέπει να μπήκε εδώ μέσα μια ξανθούλα. Την είδες;»

«Ασφαλώς λες για τη μικρή Ιππαρχία. Πρέπει να πέρασε για να πάρει τον αδελφό της τον Μητροκλή. Δουλεύει κι αυτός εδώ. Είναι πρόσφυγες από εκείνους που κατάφυγαν στην Αθήνα μετά τις καταστροφές που έκανε ο Φίλιππος στο Βορρά. Κανονικά θα έπρεπε να μπει από την κύρια είσοδο, αλλά σήμερα φαίνεται να υπάρχει πανικός στο μαγαζί και ίσως την εμπόδισαν. Όχι μόνο είχαμε εδώ αυτά τα άσχημα αγάλματα που ήρθαν από την Ανατολή, αλλά ετοιμάζουμε και ένα τσιμπούσι για τους μεταφορείς. Ευτυχώς προς ώρας αναβλήθηκε, γι αυτό και έχω την ευχέρεια να σου μιλάω τώρα, αλλά δυστυχώς δεν ματαιώθηκε».

«Τι ακριβώς κάνει ο αυτός ο Μητροκλής στο πρυτανείο;»

«Δουλεύει στη γραμματεία που βοηθά τους πρυτανεύοντες βουλευτές στο διοικητικό τους έργο».

«Άρα δουλεύει απάνω, στο κυρίως κτίσμα, στη Θόλο;»

«Ναι».

«Άρα η μικρή πήγε προς τα εκεί».

«Μάλλον».

«Άντε, πάμε να τη βρούμε».

«Τι έγινε; Τόσο σου γυάλισε η νεαρά; Δε λέω, είναι ομορφούλα, αλλά δυστυχώς είναι δεσμευμένη. Με έναν Θηβαίο, απ’ όσο ξέρω».

«Δε μ’ ενδιαφέρει ο Θηβαίος, δείξε μου από πού θα ανεβώ πάνω».

«Δεν θα σου το συμβούλευα. Απάνω υπάρχει φρουρά και ο επικεφαλής λοχαγός μου φάνηκε σήμερα ιδιαίτερα ευέξαπτος. Αλλά θα δεις πόσο νευρικός θα γίνει εάν ανακαλύψει ότι μπαινοβγαίνει κόσμος στο πρυτανείο χρησιμοποιώντας τις πόρτες του μαγειρείου».

«Πώς τον λένε το λοχαγό;»

«Τον λένε Φώκο και δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι γιος του γέρο Φωκίωνα».

Στο κούτελο του Οινοκράτη εμφανίζονται οριζόντιες γραμμές.

«Είναι πάντα νευρικός αυτός ο Φώκος;»

«Όχι, είναι καλό και πράο παιδί. Αυτές τις τελευταίες μέρες μόνο είναι κάπως! Και ιδιαίτερα σήμερα. Κατά τη γνώμη μου φταίνε αυτά τα κακομούτσουνα αγάλματα που μας έφεραν εδώ».

«Ξέρεις πού ακριβώς φιλοξενούσατε τα αγάλματα;»

«Όχι».

«Ξέρεις πού θα μπορούσε να κρύψει κανείς εδώ μέσα κάτι σε μέγεθος προτομής; Δύο προτομών σε φυσικό μέγεθος, για να είμαι ακριβέστερος».

«Υποθέτω στην αποθήκη ξερών τροφίμων ή στο σκευοφυλάκιο».

«Πάμε».

«Τον βλέπεις εκείνον με τις γαλατικές μουστάκες; Εκείνον εκεί τον τεράστιο, με τον μπαλτά, λέω. Εάν δεν μου τον έχει πετάξει ακόμη κατακέφαλα που έπιασα κουβέντα μαζί σου, είναι επειδή η ομάδα βρίσκεται τρόπον τινά σε αναμονή. Μόλις έρθει η εντολή ξαναβάζουμε μπροστά τις φωτιές, γιατί όπως λέμε και στην πατρίδα, το καλό φαί πρέπει να είναι απολύτως ζεστό. Και εγώ στις φωτιές είμαι ειδικός».

«Μη φοβάσαι Φιλήμονα. Αναλαμβάνω κάθε ευθύνη. Έχε μου εμπιστοσύνη. Έλα!»

αρχείο λήψης (3)

Στην αποθήκη ξηρών τροφίμων δε βρήκαν τίποτα. Στο δωμάτιο με τα σκεύη ούτε. Εκεί όμως υπήρχε μια χαμηλή πόρτα. Ο Φιλήμονας είπε πως εκεί πίσω βάζουν τα χαλασμένα σκεύη πριν τα παραδώσουν στους τεχνίτες για επισκευή. Καζάνια ξεγάνωτα και άλλα τέτοια. Ο Οινοκράτης παίρνει μαζί του μια κουτάλα και μπαίνουν σκυφτοί. Η κουτάλα χρησιμεύει για μια αυτοσχέδια δοκιμή ήχου. Το αποτέλεσμα είναι αμέσως θετικό. Ο ήχος λέει ότι κάτω από τα αναποδογυρισμένα καζάνια υπάρχει πράγμα!

Όντως κάτω από το πρώτο καζάνι εμφανίζεται ο γενειοφόρος και κάτω από το διπλανό ο αμούστακος. Οι «τυραννοκτόνοι¨ έχουν επιστρέψει. Ο Οινοκράτης παίρνει μια βαθειά ανάσα ανακούφισης και δίνει μια επιβραβευτική κατραπακιά στη πλάτη του Φιλήμονα, που δεν πολυκαταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται.

«Έχω ένα άλογο έξω. Βοήθησέ με να τους βάλουμε σε δύο σάκους και να τους φορτώσουμε».

«Θα κλέψουμε τα αγάλματα; Είσαι καλά;»

«Όχι δα. Δεν τα κουβαλήσαμε από την Ασία για να τα κλέψουμε. Απλώς θα τα ξανα-παραδώσουμε στους ιδιοκτήτες. Έλα μαζί μου Φιλήμονα και να δεις πως θα σου βγει σε καλό. Τι θα έλεγες, ας πούμε, για μία διάκριση στον διαγωνισμό κωμωδίας στα προσεχή Λήναια; Ή προτιμάς τα ¨Διονύσια¨; Εντάξει!  Τί διάκριση… Ένα πρώτο βραβείο θα έλεγα!»

140

*

Στην εξέδρα ανεβαίνει ένας της Φρουράς και κατευθύνεται προς τον Λυκούργο. Η προσοχή όλων συγκεντρώνεται πάνω τους. Ο φρουρός κάτι λέει ψιθυριστά στον Άρχοντα κι εκείνος αρχίζει να περιφέρει το βλέμμα στους παρευρισκόμενους. Προφανώς κάποιον ψάχνει. Το βλέμμα του σταματάει πάνω μου. Μου κάνει νόημα να τον πλησιάσω.

«Ένας που ισχυρίζεται πως είναι υπηρέτης σου, σε ζητάει επειγόντως» μου λέει.

«Ο Οινοκράτης!», λέω και στρέφω τη προσοχή μου στην άκρη του ευρύχωρου κλοιού που οι φρουροί έχουν σχηματίσει γύρω από την εξέδρα.

Ο φρουρός καταφάσκει. «Ναι, έτσι είπε ότι τον λένε».

Δεν έχει πια πολύ φως στο πλάτωμα, έχει σχεδόν νυχτώσει, αλλά τον βλέπω. Με το ένα χέρι υψωμένο προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου, ενώ με το άλλο κρατάει σφικτά τα χαλινάρια ενός γκρίζου αλόγου. «Είναι όντως ο υπηρέτης μου», λέω. «Κατεβαίνω».

Αφήνω τους υπόλοιπους, μάλλον δυσαρεστημένους που δεν πρόκειται για την αναμενόμενη σύλληψη κάποιου ταραξία και κατευθύνομαι προς τον δαιμόνιο Συρακούσιο. Πλησιάζοντας βλέπω ότι χαμογελάει από το ένα αυτί ως το άλλο. Είναι παραπάνω από προφανές ότι έχει καλά νέα.

Ευτυχώς προσπαθεί να είναι περιεκτικός και σύντομος. Με τον τρόπο του!

«Ξέρεις τι έχω εδώ μέσα;» μου λέει και μου δείχνει δύο μεγάλους σάκους που κρέμονται εκατέρωθεν της πλάτης του ζωντανού.

Για να μη χάνουμε χρόνο του δίνω τη πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο νου.

«Βρήκες τα προσωπεία των άγριων διαδηλωτών», του λέω. «Μπράβο Οινοκράτη, είναι κι αυτό κάτι. Μήπως κατάφερες να δεις και τα πρόσωπά τους;»

 «Χα!» κάνει ενώ ταυτόχρονα λύνει το ένα σακί, το τοποθετεί στο έδαφος και το ανοίγει. Παίρνω έναν πυρσό από έναν οπλίτη εκεί δίπλα και τον πλησιάζω στο σκούρο όγκο που ήρθε στην επιφάνεια. Κοιτάζω προσεκτικά. Εάν δεν πρόκειται για αντικατοπτρισμό ή οφθαλμαπάτη, αυτός εδώ είναι ο ¨Αρμόδιος¨.

«Πού;» τον ρωτάω

«Στο Πρυτανείο. Συγκεκριμένα στα μαγειρεία. Εκεί με οδήγησε αυτός που παρακολούθησα. Πολύ κοντά στο σημείο όπου παραδώσαμε τα αγάλματα στους Αθηναίους».

«Ποιος;»

«Δεν ξέρω ακόμα, αλλά έχω κάποιες ιδέες που ίσως μας βοηθήσουν στην έρευνα».

«Έλα μαζί μου» του λέω, «αλλά μίλα μόνο αν σου δώσω το λόγο εγώ και πες μόνο όσα μου είπες ως τώρα. Για τις ιδέες σου θα μιλήσουμε διεξοδικά οι δυο μας. Αργότερα».

«Εννοείται», μου απαντάει. «Α, και κάτι άλλο, αυτός εκεί είναι ο παλιός μου φίλος ο Φιλήμονας, μελλοντικός διάσημος κωμικός ποιητής. Με βοήθησε στην ανάκτηση των αγαλμάτων και του εγγυήθηκα πλήρη κάλυψη απέναντι στα αφεντικά του. Δουλεύει εκεί, στο μαγειρείο της Θόλου».

Φωνάζω τους φρουρούς και έρχονται να βοηθήσουν.

Έτσι, μπροστά εγώ, πίσω μου οι προτομές στην αγκαλιά τεσσάρων γεροδεμένων οπλιτών, πιο πίσω περήφανος ο Οινοκράτης και ο -πως τον είπαμε; Φιλήμονας;-  να τα έχει κομμάτι χαμένα, και, ακόμη παρά πίσω, το γκρίζο άλογο που κανείς δε φρόντισε να δέσει κάπου, κατευθυνόμαστε, όλοι μαζί, προς την εξέδρα.

Ανεβαίνω στην εξέδρα μαζί με τον Οινοκράτη και τον φίλο του. Οι χάλκινες προτομές, οι φρουροί και το άλογο μένουν στο έδαφος. Όπως είναι φυσικό, αισθάνομαι τώρα περισσότερη αισιοδοξία και το μυαλό μου είναι σαφώς πιο ξεκάθαρο. Μαζεύονται όλοι γύρω μου. Εάν υπήρχε μία ιαχή ανακούφισης θεωρώ ότι θα μπορούσε να αναδυθεί τώρα. Επειδή δεν (νομίζω ότι) υπάρχει, ακούω μόνο μια αυξημένη διάχυτη βαβούρα. Επωφελούμαι από την έκπληξή τους και παίρνω αμέσως το λόγο. Τους εξηγώ τι συνέβη:

Ο υπηρέτης μου ακολούθησε έγκαιρα έναν από τους μεταμφιεσμένους, Δεν μπόρεσε να τον συλλάβει, δεν είχε άλλωστε την σχετική αρμοδιότητα. Τον είδε να κατευθύνεται στη Θόλο, αλλά εκεί έχασε τα ίχνη του. Επειδή είχε από παλιά κάποιους φίλους ανάμεσα στους μαγείρους, κατάφερε να μπει στο παράπλευρο κτίσμα, στο μαγειρείο, και να κάνει μια μικρή αλλά αποτελεσματική έρευνα. Σε μια δευτερεύουσα  αποθήκη, σκεπασμένες με παλιά καζάνια, βρήκε τις προτομές. Νάτες!» Τους δείχνω τα σκούρα χάλκινα αγάλματα που φωτίζονται τώρα από τους πυρσούς των φρουρών. «Είμαι σίγουρος ότι σήμερα ή αύριο η φρουρά θα καταφέρει να εντοπίσει όλους τους υπεύθυνους για την απαγωγή και τα λοιπά αποψινά συμβάντα».

αρχείο λήψης

Δεν δείχνουν όλοι το ίδιο ενθουσιασμένοι με τις εξηγήσεις μου. Ο Δημοσθένης για παράδειγμα εξακολουθεί να είναι συνοφρυωμένος και στριφνός, αν και δεν ακούω με ακρίβεια όλα όσα λέει κάτω από τα μουστάκια του. Ο Δημάδης πάλι δείχνει πασίχαρης και δε σταματά τα φιλικά και επιβραβευτικά χτυπήματα στις πλάτες του Οινοκράτη και του Φιλήμονα. Ο κύριος λόγος -εικάζω- για τον οποίο ο Αισχίνης δεν γκρινιάζει αυτή τη στιγμή, είναι για να μη φανεί ότι συμφωνεί σε οτιδήποτε με τον Δημοσθένη.

Εμφανώς πιο αναπτερωμένος είναι πια κι ο γέρο -Φωκίωνας, ο οποίος και αναλαμβάνει ξανά τα ηνία. Αφού συνεννοηθεί  για λίγο με τον Λυκούργο, απευθύνεται στην ομήγυρη.

«Μετά από αυτή την αίσια εξέλιξη, θα πρέπει να επιστρέψουμε το γρηγορότερο στην ομαλότητα», λέει. «Οι προτομές μπαίνουν ήδη στη θέση τους και θα φρουρούνται για όσο χρειαστεί».

Κάνει μια παύση για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη προσοχή και συνεχίζει: «Τα αποψινά γεγονότα δε πρέπει να μεγαλοποιηθούν, γιατί κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε τις σκοπιμότητες αυτών που τα προκάλεσαν, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Θεωρώ ότι πρέπει να ολοκληρώσουμε, έστω με συνοπτικές διαδικασίες, την αποψινή τελετή. Άλλωστε οι ¨τυραννοκτόνοι¨ επέστρεψαν. Και όπως βλέπετε, ο λαός είναι ακόμη εδώ και, χάρη στα ψητά και τον οίνο που ευφραίνει γενικώς,  μου φαίνεται μάλλον ευτυχέστερος και πιο καλοπροαίρετος  από ό, τι πριν λίγο».

Στρέφεται προς τον Παιανέα: «Εάν ο ευπροσήγορος Δημοσθένης θέλει, νομίζω ότι θα μπορούσε να ολοκληρώσει, έστω και τώρα, την ομιλία που αναγκάστηκε να διακόψει προηγουμένως», και κοιτώντας έναν γύρο τους άλλους, προσθέτει: «Το επιβάλλουν οι αρχές της ισηγορίας που ισχύουν στην πόλη μας».

Ο Δημοσθένης όμως δεν θέλει. Διαφωνεί. Υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που τους έδωσα, ή μάλλον αυτές που μας προμήθεψε ο υπηρέτης μου και ο φίλος του, δεν είναι αρκετές για να δικαιολογήσουν τα γεγονότα. Όχι. Εκείνος θα μιλήσει την κατάλληλη ώρα. Όταν θα μάθει τι ακριβώς έχει συμβεί και γιατί.

«Εντάξει», λέει ο Φωκίωνας, χωρίς να δείξει ότι τον λυπεί ιδιαίτερα η άρνηση του ρήτορα. Ύστερα απευθύνεται σε εμένα:

«Αγαπητέ Εύελπι, είσαι όχι μόνο το τιμώμενο πρόσωπο αλλά και εκείνος που συνετέλεσε στη επίλυση μιας δυσάρεστης -ας τη πούμε έτσι- κατάστασης. Νομίζω ότι δε θα αρνηθείς να πεις λίγα λόγια στον κόσμο, σύμφωνα πάντα με το αρχικό πρόγραμμα της εκδήλωσης, και να κλείσεις έτσι την τελετή».

Του έκανα νεύμα κουνώντας καταφατικά την κεφαλή, ότι δεν είχα αντίρρηση.

«Ωραία. Ας ηχήσει λοιπόν η σάλπιγγα και ας σε αναγγείλει ο κήρυκας. Αμέσως μετά, θα πάμε όλοι μαζί στο Πρυτανείο για το καθιερωμένο σε αυτές τις περιπτώσεις δείπνο. Εκεί θα μπορέσουμε να τα πούμε μεταξύ μας με μεγαλύτερη άνεση. Γιατί, μπορεί μεν να είμαι εγώ ο πρεσβύτερος και εκείνος που διαθέτει πολυθρόνα, αλλά καταλαβαίνω ότι κι εσείς, οι νεότεροι, πρέπει να έχετε πιαστεί καθισμένοι τόση ώρα σ’ αυτά τα άβολα έδρανα».

Έτσι η εκδήλωση ολοκληρώθηκε  με μια μικρή δική μου παρέμβαση, όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί. Είπα λίγα. Τα αυτονόητα. Είπα δηλαδή ότι έρχομαι από το μέτωπο της εκστρατείας για να μεταφέρω την εκτίμηση του βασιλιά των Μακεδόνων στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς και μαζί τα κειμήλια που έκλεψε παλιότερα ο Ξέρξης. Όμως δεν είμαι άγνωστος στους Αθηναίους, όπως δεν μου είναι άγνωστοι και εκείνοι. Ότι για πολλά χρόνια η οικογένειά μου ζει εδώ, μαζί τους, κάτω από τον ίδιο διαφανή αττικό ουρανό. Ότι η οικογένειά μου μετοίκησε εδώ γιατί πίστευε ανέκαθεν στην ανάγκη οι Έλληνες να είναι ενωμένοι και ισχυροί, αλλά μόνον εδώ μπόρεσε να εκφράσει ελεύθερα αυτές τις απόψεις. Η Αθήνα μας δέχτηκε χωρίς περιορισμούς και όρους και  πως, προσωπικά, αισθάνομαι ευγνώμων γι αυτό.

Όσο αφορά στην αποψινή τελετή, τους είπα χαμογελώντας πως νομίζω ότι εν τέλει, οι θεοί, έχουν τρόπους για να δείχνουν τη θέλησή τους, έστω κι αν συνηθίζουν -και μάλλον τους αρέσει- να μας  υποβάλουν σε λογής λογής δοκιμασίες. Σήμερα, κάποιοι θέλησαν να μας διασκεδάσουν χοροπηδώντας μπροστά μας και εξαφανίζοντας (μόνο για λίγο) τις τιμώμενες εικόνες. Τώρα όμως οι προτομές είναι στη θέση τους, οι θεοί πρέπει να μας ατενίζουν με ευαρέσκεια, και εγώ απευθύνω στους Αθηναίους τις βαθιές και από καρδιάς ευχαριστίες μου για την υποδοχή.

Αυτά τους είπα.

Μετά πήγαμε όλοι μαζί στο Πρυτανείο. Ζήτησα την άδεια να κρατήσω κοντά μου τον Οινοκράτη και τον φίλο του. Μου δόθηκε ευχαρίστως. Και κάτι άλλο. Η ψαρόσουπα μου φάνηκε εξαιρετική!

images (13)

(συνεχίζεται)

 

 

 

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Ιστορικό μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος ΣΤ΄, Κεφάλαιο πέμπτο: Η τελετή

Posted by vnottas στο 31 Ιουλίου, 2017

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

αρχείο λήψης (1)

.

Κεφάλαιο πέμπτο. Τελετή (με εκπλήξεις) στο Λεωκόριο

Στο μέγαρο του βουλευτηρίου υπάρχει παραταγμένο άγημα υποδοχής, καθώς και λοφιοφόρος τελετάρχης που υποδέχεται τον Εύελπι και τον Ευρύνου και τους οδηγεί ως την λιτή αίθουσα-γραφείο του στρατηγού Φωκίωνα. 

Ο Εύελπις σημειώνει με ικανοποίηση ότι, αυτήν τη φορά, δεν υπήρξε καμιά ένσταση που να αφορά στην παρουσία του Ευρύνου στη συνάντηση.  Σε αντίθεση με τον επιφυλακτικό Λυκούργο χτες στη Ζέα, σήμερα, ο γηραιός ηγέτης Φωκίωνας χαιρετά πρώτα τον πατέρα Ευρύνου και συνοδεύει τον  χαιρετισμό με καλά λόγια για την ήρεμη συμβολή του ίδιου, αλλά και των λοιπών υποστηρικτών των ιδεών του αείμνηστου Ισοκράτη,   στην ήρεμη αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Αθήνα∙ και μάλιστα  σε μια εποχή αλλαγών και εύθραυστων ισορροπιών, όπως η σημερινή.

Έπειτα τον μακαρίζει για την ευτυχία που του επιφύλαξαν οι θεοί, να δει το γιο του να επιστρέφει νικητής από μια πανελλαδική εκστρατεία και μάλιστα φέροντας ως τρόπαιο πίσω στην Πόλη της Παλλάδας ένα από τα σύμβολα της ιδιαιτερότητάς της.

Ύστερα σφίγγει το χέρι του Εύελπι και τον ρωτάει αν θεωρεί ότι η υποδοχή υπήρξε μέχρι στιγμής ικανοποιητική, ή αν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα. Ο Μεγαρέας τον διαβεβαιώνει ότι όλα  μπορούν να θεωρηθούν άψογα.

Ο Φωκίωνας είναι ένας ψηλός καλοστεκούμενος γέροντας με φουντωτά γκρίζα φρύδια, λευκή γενειάδα και λιτή αμφίεση. Έχει πολεμήσει ως στρατηγός και ναύαρχος για τη δόξα της Πόλης των Αθηνών ενάντια στους Σπαρτιάτες και τους Μακεδόνες, αλλά δεν υπέκυψε στις φιλοπολεμικές εξάρσεις των ρητόρων όταν θεώρησε ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν αρνητικός και ότι οι προτροπές τους θα κατέληγαν άσχημα για την Αθήνα. Με τη σημερινή ορολογία, σκέφτεται ο Εύελπις,  θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς μετριοπαθή φιλομακεδόνα, όπως ακριβώς ο Λυκούργος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μετριοπαθής αντιμακεδόνας. Αλλά όλα αυτά δεν είναι παρά χρήσιμες μεν, αλλά, σε κάθε περίπτωση, βοηθητικές ετικέτες ¨γενικού προσανατολισμού¨. Η πραγματικότητα είναι πιο μπερδεμένη.

Και οι δυο ηγέτες θεωρούνται έντιμοι και αδιάφθοροι και διοικούν την Αθήνα, παρά την έντονη αντιπολίτευση της ομάδας του Δημοσθένη και παρά το ότι οι Αθηναίοι πολίτες δεν παύουν να τους κατακρίνουν και να τους βρίζουν για την αυστηρότητά τους, ενώ βέβαια, παραδόξως, τους υπερψηφίζουν και τους αναθέτουν τις βασικές ευθύνες της πόλης.

Phocion

Ο Εύελπις αποφασίζει να μεταφέρει με ευθύτητα το μήνυμα του Αλέξανδρου προς τον παλαίμαχο αθηναίο ηγέτη.

«Έχω εντολή σεβαστέ Φωκίωνα να σου μεταφέρω τους χαιρετισμούς του Αλέξανδρου, του βασιλέα των Μακεδόνων. Γνωρίζεις ήδη την εκτίμηση που τρέφει για σένα. Και επειδή ο βασιλεύς είναι περισσότερο άνθρωπος των έργων παρά των λόγων, έχω λάβει εντολή να σε ενημερώσω ότι έχει κατατεθεί στο ταμείο του Δελφικού Ναού του Απόλλωνα ένα ποσό εκατό ταλάντων που μπορείς να αναλάβεις και να διαχειριστείς με διακριτική ευχέρεια μόνον εσύ».

Ο Φωκίωνας συνοφρυώνεται περισσότερο απ’ όσο του επιτρέπουν, από μόνα τους, τα πυκνά του φρύδια, και χαμηλώνει το βλέμμα σκεφτικός. Ύστερα κοιτάζει πάλι τον Εύελπι καταπρόσωπο.

«Θέλω να ευχαριστήσεις τον βασιλιά γι αυτή την γενναιόδωρη προσφορά. Αλλά δεν μπορώ να τη δεχτώ. Δεν μπορώ να δεχτώ κανένα χρηματικό ποσό  που να μην ελέγχεται από επιτροπή εκλεγμένη από τη Βουλή. Είμαι υποχρεωμένος να συμπεριφερθώ έτσι από τους γραπτούς και τους άγραφους νόμους της Πόλης μου. Αν τους καταπατούσα είμαι βέβαιος ότι θα έχανα όχι μόνο την αξιοπιστία απέναντι στους συμπολίτες μου, αλλά και τη δική του εκτίμηση».

Μένει για λίγο σιωπηλός και μετά συνεχίζει. 

«Όμως δε θα ήθελα κατά κανένα τρόπο να τον λυπήσω με την άρνησή μου. Γι αυτό θέλω να του μεταφέρεις ότι θα του είμαι εξ ίσου ή και περισσότερο υπόχρεος αν φροντίσει να επιλυθεί σύντομα το θέμα των αθηναίων αιχμαλώτων. Ναι, αναγνωρίζω ότι υπηρέτησαν ως μισθοφόροι στο στράτευμα του Δαρείου,  αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να είναι αθηναίοι και είναι φυσικό η πατρίδα να ανησυχεί γι αυτούς.

Η ευμένεια απέναντί τους θα διευκολύνει την δημιουργία της νέας Ελλάδας που θα έχει πια ξεπεράσει τις ακραίες εσωτερικές συγκρούσεις. Εγώ από τη μεριά μου εγγυώμαι ότι οι στρατιώτες αυτοί όχι μόνο θα ανανήψουν, αλλά και θα παίξουν στο μέλλον θετικό ρόλο στην εποχή που μόλις τώρα αρχίζει».

Ο Εύελπις διαβεβαιώνει τον στρατηγό ότι θα μεταφέρει το αίτημά του στον βασιλέα και πως ο ίδιος, προσωπικά, το θεωρεί θεμιτό.

240

Ύστερα από λίγο, συνοδευόμενοι από τους οπλίτες του αγήματος κατευθύνονται πεζοί λίγο παρακάτω, μπροστά στον Ναΐσκο του Λεωκόριου,  όπου δίπλα στα υψηλόκορμα και -ομολογουμένως πανέμορφα- αγάλματα των τυραννοκτόνων που έχουν εκπονήσει ο Κριτίας και ο Νησιώτης, είναι τοποθετημένα τα αυθεντικά πρωτότυπα ¨ομοιώματα¨, τα φιλοτεχνημένα από τον Αντήνορα. Αυτά τα τελευταία είναι  σκεπασμένα με υφασμάτινο κάλυμμα, έντεχνα στερεωμένο έτσι ώστε να μπορούν να αποκαλυφτούν με το τράβηγμα ενός μόνο σκοινιού.

 Κάτω από την υψηλή επίβλεψη του άρχοντα βασιλέα Λυκούργου, ο οποίος είναι ήδη εκεί (άλλωστε η έδρα του επιφορτισμένου για τα ιερατικά θέματα βασιλέα, η Βασίλειος Στοά, βρίσκεται κι αυτή εκεί, στην Αγορά, ακριβώς απέναντι από το Λεωκόριο) οι ιερείς ετοιμάζουν τις φωτιές που σε λίγο θα στείλουν στους θεούς τη τσίκνα από τα σφάγια που τόσο τους αρέσει. Εξ άλλου, η προοπτική μιας χορταστικής θυσίας έχει προκαλέσει το αμέριστο ενδιαφέρον ικανού αριθμού φτωχών κατοίκων του Άστεως που έχουν προστεθεί σε εκείνους που ενδιαφέρονται να δουν τους χάλκινους ήρωες ¨τυραννοκτόνους¨ και να γιορτάσουν την επιστροφή τους.

Lycurgus (1)

«Καλά», ρωτάει ο Εύελπις τον πατέρα του, «πότε ο Λυκούργος εγκατέλειψε την θητεία του ως υπεύθυνος για τα οικονομικά για να αναλάβει τα των Θεών; Πριν φύγω θυμάμαι ότι όλοι τον θεωρούσαν αυστηρό μεν, αλλά  επιτυχημένο διαχειριστή».

«Όντως», του απαντάει ο Ευρύνους, «υπήρξε και είναι καλός διαχειριστής των πόρων της Πόλης. Εν τούτοις έκανε μια απλή διαπίστωση: η θέση του υπεύθυνου για τα οικονομικά δεν πρέπει να ανήκει για πολύ καιρό στο ίδιο πρόσωπο γιατί έτσι αυξάνεται η πιθανότητα ο κάτοχος του αξιώματος να διαφθαρεί από τα ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα. Γι αυτό φρόντισε να ψηφιστεί  νόμος που να απαγορεύει σε οποιονδήποτε  να παραμένει σ’ αυτήν τη θέση για πάνω από δύο θητείες. Μετά, φυσικά, παραιτήθηκε».

«Και;» απορεί ο Εύελπις. «Ποιος είναι ο σημερινός διαχειριστής των ταμείων;»

«Ένας που εκλέχθηκε μετά από δική του υπόδειξη. Το όνομά του όμως έχει μικρή σημασία γιατί εκείνος του οποίου η άποψη μετράει για οποιοδήποτε σοβαρό θέμα οικονομικής φύσεως είναι πάντοτε ο Λυκούργος. Διότι σ’ αυτόν εξακολουθούν να απευθύνονται οι Αθηναίοι πριν πάρουν τις σχετικές αποφάσεις». Ο Ευρύνους χαμογελάει κάτω από τα -ακόμη μαύρα- μουστάκια του. «Τυπική Αθηναϊκή λύση!» λέει. «Και να σημειώσεις ότι όλοι φαίνονται ικανοποιημένοι».

«Και γιατί βασιλεύς;»

«Γιατί όπως ξέρεις η μόνη εξουσία που έχουν στην Αθήνα οι άρχοντες βασιλείς αφορά στην εποπτεία των θρησκευτικών θεμάτων. Λάβε υπ’ όψιν ότι ο Λυκούργος ανήκει στην ισχυρή ιερατική γενιά των Βουτάδων. Επομένως, μετά την τυπική απομάκρυνσή του από τα Ταμεία, η μάλλον τιμητική θέση του Βασιλέα κρίθηκε ιδεώδης γι αυτόν».

Πατέρας και γιος σταματούν τα ψιθυριστά τους σχόλια για να αντιχαιρετίσουν τον ενθουσιώδη ευπατρίδη με την πλούσια ενδυμασία που κατευθύνεται προς το μέρος τους με τα χέρια ανοιχτά. «Χαιρετώ τον άξιο συνέλληνα συμπολίτη μου Ευρύνου και τον αξιότιμο γιο του, ο οποίος αποδεικνύει πως η γνώση του Λόγου δεν αποτρέπει, αλλά μπορεί περίφημα να συνυπάρξει με την γενναιότητα των πράξεων»

«Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, άρχοντα Δημάδη», απαντά ο Ευρύνους και σφίγγει το χέρι του αθηναίου ρήτορα-πολιτικού.

«Τον θυμάμαι τόσον δα μικρούλη» συνεχίζει εκείνος δείχνοντας τον Εύελπι, «να ανακατεύεται στα πόδια των μεγάλων και να ενδιαφέρεται ήδη από τότε, τόσο για τα γράμματα, όσο και για τα σχετικά με την διοίκηση των πόλεων. Ο μακαρίτης ο Ισοκράτης έκανε γι αυτόν το μικρό πολλά κολακευτικά σχόλια».

demades

Ο Εύελπις θυμάται κι αυτός τις επισκέψεις του ρήτορα Δημάδη στη σχολή του Ισοκράτη. Εδώ που τα λέμε δύσκολα θα μπορούσε να ξεχάσει, αν όχι την πληθωρική και συνήθως κεφάτη συμπεριφορά του, τουλάχιστον την μόνιμα εντυπωσιακή του αμφίεση.

«Θα πρέπει να βρεθούμε», συνεχίζει απευθυνόμενος στον Εύελπι ο ρήτορας. Ο τόνος του είναι ανέμελος, αλλά το βλέμμα του είναι διεισδυτικό και έντονο.

«Και βέβαια», απαντά ο νεότερος Μεγαρέας. «Ίσως και αύριο…», αλλά ο Δημάδης τον διακόπτει αγγίζοντάς τον στο μανίκι και δείχνοντας του έναν άλλο γνωστό Αθηναίο, που τους πλησιάζει βιαστικά.

«Είμαι σίγουρος ότι καταφτάνει ακόμη ένα αίτημα για επείγουσα συνάντηση…» χαμογελάει. Ύστερα δείχνοντας τον νεοφερμένο στους Μεγαρείς, τον αναγγέλλει: «Ιδού, λοιπόν ο πασίγνωστος Αισχίνης, φίλος των Μακεδόνων και ακραιφνής αντίπαλος του Παιανέα Δημοσθένη!»

«Μη με αναγκάζεις», λέει εκείνος κάνοντας ένα δυσαρεστημένο μορφασμό, «να ακούω ονόματα που μου χαλάνε τη διάθεση, και μάλιστα τη στιγμή που είμαι έτοιμος να χαιρετίσω έναν συμπολίτη που συμμετέχει στην εκστρατεία, και μάλιστα σε στρατηγική θέση». Ο Αισχίνης είναι γκρίζος στα μαλλιά, στο γένι, στα φρύδια, και πιθανότατα στη διάθεση. Σε αντίθεση με τον ¨άνετο¨ Δημάδη μοιάζει νευρώδης και συντηρητικός. Ο νεοφερμένος χαιρετά τον Ευρύνου και τον Εύελπι.

«Τον δικό σου δεν τον είδα ακόμη», επιμένει κάπως περιπαικτικά ο Δημάδης. «Ήρθε ή θέλει να μας κάνει να τον περιμένουμε;»

«Ο Φωκίωνας δεν πρόκειται να περιμένει κανέναν. Τον ξέρεις».

«Έχεις δίκιο. Άλλωστε να ‘τος κι ο Παιανεύς. Βλέπω το αμάξι του να καταφτάνει». Ύστερα απευθυνόμενος στον Εύελπι: «Τον συνάντησες ήδη τον Δημοσθένη;»

Δημοσθένης

«Όχι. Βέβαια, όπως είναι φυσικό, τον ξέρω εκ φήμης και εξ όψεως από τότε που ήμουν παιδάκι, γιατί ήδη τότε ήταν διάσημος και αρκετά δημοφιλής σε ορισμένους κύκλους. Θυμάμαι επίσης ότι ο Ισοκράτης τον ανέφερε συχνά ως πρώην μαθητή του που όμως είχε διαφοροποιηθεί από το πνεύμα της Σχολής.  Υποθέτω πάντως ότι θα μου τον παρουσιάσουν επισήμως ή τώρα, ή στο δείπνο μετά την τελετή».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τη γενική προσοχή τραβάει ο Λυκούργος, ο οποίος όρθιος μπροστά στον βωμό και φορώντας πλέον τα ιερατικά του άμφια, υψώνει τα χέρια επιβάλλοντας την γενική ¨ιερή σιγή¨ που προβλέπει το τελετουργικό. Ύστερα από λίγο τα κατεβάζει, υψώνει τη κεφαλή προς τον υπερκείμενο Παρθενώνα και απευθύνεται προς τους Θεούς αρχίζοντας από την πολιούχο Αθηνά, αλλά χωρίς να παραβλέψει την λοιπή ιεραρχία των Αθανάτων.

Με γλώσσα απλή τους εξηγεί ότι οι Αθηναίοι δεν είναι αγνώμονες, αλλά αντίθετα αγαπούν τους θεούς που εισακούουν τις εκκλήσεις και τις προσευχές τους. Και πως ξέρουν ότι εάν η Αθήνα ευημερεί, ίσως περισσότερο από όσο της αξίζει, αν κρίνει κανείς από την ασυνέπεια αρκετών πολιτών σχετικά με τις υποχρεώσεις τους- αυτό οφείλεται στην αγάπη και την εύνοια των Θεών απέναντι στην πόλη της παρθένου Αθηνάς. Σήμερα οι Αθηναίοι είναι εδώ για να ευχαριστήσουν την Θεά  που επιτρέπει στην πολιτεία να επιβιώνει με τιμή και αξιοπρέπεια, αλλά και να υποσχεθούν στους Θεούς ότι και στο μέλλον θα είναι αντάξιοι της επιείκειάς τους.

Ο Λυκούργος κάνει νεύμα προς τους βοηθούς των ιερέων και αυτοί φέρνουν κοντά τα επιλεγμένα σφάγια, με επικεφαλής ένα καλοθρεμμένο κριάρι που τα κέρατά του είναι βαμμένα χρυσαφιά. Ταυτόχρονα, ένας νεαρός φέρνει τη λεκάνη με το αγιασμένο νερό (τη χέρνιβα) και μια κόρη το καλάθι με τους απαραίτητους κριθαρόσπορους. Ο Βασιλέας ο επί των Θεών παίρνει μια δέσμη από κλαδιά ελιάς που μαζί με την ιερή μάχαιρα είναι τοποθετημένη απ’ την αρχή της τελετής πάνω στο τραπέζι δίπλα στο βωμό, την εμβαπτίζει στην χέρνιβα και ραντίζει πρώτα το (ακόμη) ζωντανό και μετά τους γύρω του παρευρισκόμενους. Ύστερα τους ραίνει με τους σπόρους του κριθαριού και, μετά, παίρνει από τον βωμό το καλοακονισμένο μαχαίρι, κόβει από το ζώο μια τούφα μαλλί και το ρίχνει στην μικρή συμβολική φωτιά που καίει πάνω στον βωμό (παραδίπλα έχουν ήδη φουντώσει οι φωτιές που σε λίγο, προς τέρψιν -και θρέψιν- θεών και πιστών, θα ψήσουν όλα τα ζώα της θυσίας).

Τέλος, ο Λυκούργος -με μια αστραπιαία κίνηση, που δείχνει πόσο καλός στρατιώτης υπήρξε- κόβει το λαιμό του κριαριού.

.

234

Ο Οινοκράτης ξαναβάζει το (ορνιθοσκαλισμένο) λεύκωμα και το καρβουνάκι μεσ’ στο δισάκι και το βλέμμα του εστιάζεται στην τελετή που έχει ήδη αρχίσει. 

Το περιστύλιο στο οποίο έχει  καταφύγει περιβάλλει ένα υπερυψωμένο δημόσιο κτίριο και του εξασφαλίζει καλή θέα στα τεκταινόμενα στο πλάτωμα μπροστά στο Λεωκόριο. Συγκεκριμένα, ο Οινοκράτης βρίσκεται κάτω από τους δωρικούς κίονες που περιβάλλουν την στοά του Πεισιάνακτα, την αποκαλούμενη και Ποικίλη, εξ αιτίας των εικόνων που έχουν φιλοτεχνήσει εδώ διάσημοι ζωγράφοι.

Την επόμενη φορά, σκέφτεται, πρέπει να φέρει εδώ τον Χοντρόη για να του δείξει τις σκηνές από τη μάχη του Μαραθώνα, όπως τις έχει απεικονίσει ο Πολύγνωτος από τη Θάσο. Ή τη μάχη  με τις Αμαζόνες, ή την άλωση της Τροίας…   Και εάν του Χοντρόη δεν του αρέσει η ζωγραφική, θα έχει την ευκαιρία να θαυμάσει έναν όμορφο στεγασμένο χώρο ¨πολλαπλών χρήσεων¨ από τους πιο αγαπημένους των Αθηναίων. Κρίμα που σήμερα δε μπόρεσε να πάρει τον Πέρση μαζί του. Την προσεχή φορά θα τον ανεβάσει στον Παρθενώνα να του δείξει τις περσικές ασπίδες του αναθήματος του Αλέξανδρου στην Παρθένο και μετά θα τον φέρει εδώ, να δει τι σημαίνει Αγορά.

image005

Σήμερα, βέβαια, αν τον είχε εδώ, θα μπορούσε να παρακολουθήσει και πως γίνεται μια δημόσια θυσία στην Ελλάδα. Δε πειράζει, σύντομα θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες∙ το μήνα αυτό -που δεν τον αποκαλούν τυχαία Εκατομβαιώνα- από θυσίες άλλο τίποτα!

Σήμερα πάντως ο κόσμος είναι μεν πολύς, αλλά η συγκέντρωση δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πάνδημη. Ο Συρακούσιος θυμάται ότι στο παρελθόν έχει δει άλλες, με πολύ μεγαλύτερη προσέλευση. Εκείνο πάντως που του κάνει κάποια εντύπωση είναι ότι ανάμεσα στους παρόντες υπάρχουν πολλοί νεαροί αθηναίοι. ¨Αυτοί, πριν τέσσερα χρόνια, όταν φύγαμε από την Αθήνα θα πρέπει να ήσαν ακόμη παιδιά νιάνιαρα¨, σκέφτεται.

Η προσοχή του Οινοκράτη αποσπάται από τους οσμηρούς καπνούς που αναδύονται απ’ το πλάτωμα και στρέφεται προς τέσσερεις γεροδεμένους σκλάβους που καταφτάνουν μεταφέροντας ένα πολυτελές φορείο. Οι βαστάζοι σταματούν εκεί κοντά του και εναποθέτουν το φορείο στο έδαφος, αφού πρώτα κατεβάσουν τα στηρίγματα που θα το κρατήσουν στέρεα υπερυψωμένο, σε ικανή απόσταση από τη γη. Μετά παρατάσσονται γύρω του. Ο Οινοκράτης το παρατηρεί προσεκτικότερα, διακρίνει την επιβάτιδα και χαμογελάει. Αυτό το ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα, η κυρά Φρύνη αποφάσισε να βγει από το μέγαρό της και να μη χάσει το θέαμα. Ωστόσο προτίμησε να μη πλησιάσει τους επίσημους, στο κέντρο, αλλά να παρακολουθήσει την εκδήλωση κάπως ¨εκ του μακρόθεν¨ και κάπως ¨αφ’ υψηλού¨.

Την στιγμή εκείνη προσέχει ότι στην περιφέρεια του συγκεντρωμένου κόσμου, καταφτάνει ακόμη ένα όχημα, αυτή τη φορά ένα κλειστό σκεπασμένο κάρο, που το σέρνουν δύο άλογα και στο οποίο οι ανοιχτές μπροστινές θέσεις του ηνίοχου και του συνοδού του καλύπτονται από πλατύ σκίαστρο φτιαγμένο από ψίαθο. Οι δυσδιάκριτοι οδηγοί φορούν κι αυτοί ψάθινες καυσίες μακεδονικού τύπου, που, απ’ ό, τι φαίνεται, τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει του συρμού[1] και στην Αθήνα.  Το όχημα σταματάει πίσω από μια γέρικη ελιά, η οποία το κρύβει κάπως από το πλάτωμα, όχι όμως και από την υπερυψωμένη θέση του Συρακούσιου. Το βλέμμα του θα προσπερνούσε αδιάφορα το νεοφερμένο κάρο, εάν από τα πλαϊνά του ανοίγματα, δεν άρχιζαν να βγαίνουν κάτι πλάσματα ακαθόριστου περιγράμματος που αφήνουν τον Οινοκράτη άναυδο!

¨Τι είναι πάλι αυτά τα τέρατα;¨, απορεί και, ταυτόχρονα, αρχίζει να ανησυχεί.

.ph6

Ο γέρο-Φωκίωνας είναι στρατιωτικός και όχι ρήτορας. Επί πλέον είναι γνωστό ότι θαυμάζει τους Λακεδαιμόνιους, όχι μόνο επειδή ξέρουν να χειρίζονται τα όπλα, αλλά και επειδή δεν συνηθίζουν να πλειοδοτούν στα λόγια.  Όταν είναι αναγκασμένος να μιλήσει δημόσια, όλοι ξέρουν ότι θα είναι επιγραμματικός και συγκεκριμένος. Στην Αθήνα τέτοιοι ομιλητές, αυτήν την εποχή, είναι μάλλον σπάνιοι άρα συνήθως καλοδεχούμενοι. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Καθώς ο Πρυτανεύων παίρνει το λόγο, η βαβούρα του πλήθους μειώνεται, αν και κάποιες ασυντόνιστες φωνές, αδιευκρίνιστου περιεχόμενου εξακολουθούν να αναδύονται από τα άκρα της συγκέντρωσης.

Ο Φωκίωνας, με κοφτές φράσεις, χωρίς σχήματα λόγου και με λιγοστά έως καθόλου επίθετα απευθύνεται επισήμως στον Εύελπι, ως απεσταλμένο από το μέτωπο της Κοινής Πανελλαδικής Εκστρατείας  κατά των Περσών, αλλά είναι φανερό ότι στην ουσία απευθύνεται στο λαό των Αθηνών. Ευχαριστεί τον Αλέξανδρο για την απόφαση, αλλά και τον Μεγαρέα για την υλοποίηση, της επιστροφής των ιστορικών κειμηλίων και, κοιτάζοντας τον Λυκούργο που (ως αρμόδιος επί των Θεών) κουνάει επιδοκιμαστικά το κεφάλι του, καθησυχάζει τους Αθηναίους ότι η θεά Νέμεση δεν παραμελεί τα καθήκοντά της.

Ύστερα υπογραμμίζει το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει ο αθηναϊκός στόλος στην στήριξη και τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων ξηράς και ολοκληρώνει λέγοντας ότι είναι βέβαιος ότι αυτός ο αποφασιστικός ρόλος θα αναγνωριστεί πλήρως και ότι μελλοντικά ο έλεγχος των θαλασσών δεν θα αφεθεί ούτε στους Φοίνικες που επί αιώνες υπήρξαν σύμμαχοι και εντολοδόχοι των Περσών, αλλά ούτε και σε πόλεις όπως η Ρόδος ή άλλες, που έως πρόσφατα συνεργάστηκαν μαζί τους.

Οι επιδοκιμασίες που ακολουθούν τον λόγο του Φωκίωνα είναι λίγες και συμμαζεμένες. Ο ίδιος δείχνει να αδιαφορεί για τις αντιδράσεις του πλήθους και επιστρέφει στην πολυθρόνα του, στο κέντρο της εξέδρας των επισήμων, ενώ στο βήμα ανεβαίνει ο Δημοσθένης.

Ο Δημοσθένης δε μοιάζει να έχει αλλάξει καθόλου αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, σκέφτεται ο Εύελπις. Είναι πάντα λεπτός και η  ηλικία του, εκ πρώτης όψεως, δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμη. Απόψε φοράει έναν ποδήρη θερινό χιτώνα που τον κάνει να φαίνεται ψηλότερος από όσο πραγματικά είναι. Το πρόσωπό του δείχνει περισσότερα: Έναν άνθρωπο θεληματικό, επίμονο, συστηματικό, όσο κανένας άλλος από τους σημερινούς ρήτορες-πολιτικούς της Αθήνας. Δεν έχει ίσως τον αυθορμητισμό και την ικανότητα να αυτοσχεδιάζει, όπως για παράδειγμα ο Δημάδης,  αλλά κάτι τέτοιο θα του ήταν άχρηστο, αφού κάθε φορά που παίρνει το λόγο είναι πλήρως προετοιμασμένος και ξέρει ακριβώς τι θα πει και πως θα το πει. Και εκείνο που κυρίως δείχνει να ξέρει καλά είναι ότι η γλώσσα και ο λόγος μπορούν να ασκήσουν εξουσία περισσότερο αποτελεσματικά απ’ όσο οι σπάθες και τα δόρατα. Τουλάχιστον στην εκλεπτυσμένη δημοκρατική Αθήνα.

Να ’τος λοιπόν ο ¨υπ’ αριθμόν ένα¨ εχθρός των Μακεδόνων στον Ελλαδικό χώρο!

Ή μήπως ο χαρακτηρισμός είναι κάπως υπερβολικός, όπως άλλωστε αρκετά από τα επιχειρήματά του;  Μήπως άραγε δεν είναι οι Σπαρτιάτες εκείνοι που έμπρακτα αντιτάχθηκαν στη μακεδονική επεκτατικότητα και που θα μπορούσαν επάξια να διεκδικήσουν αυτόν τον τίτλο; Αυτοί δεν είναι που ηγήθηκαν της πρόσφατης εξέγερσης στην Πελοπόννησο και μάλιστα ύστερα από εξακριβωμένες επαφές με τους Πέρσες; Ή, πιο μπροστά, οι Θηβαίοι, που το πλήρωσαν εξ άλλου πολύ ακριβά;

Θα είχαμε ίσως μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα  εάν γνωρίζαμε τα ακριβή κίνητρα και τις απώτερες προθέσεις του Δημοσθένη, σκέφτεται ο Μεγαρέας. Πατριωτισμός; Ιδιοτέλεια; Ξεροκεφαλιά;

.

Ο Δημοσθένης ξέρει πως σήμερα μιλάει στο λαό και όχι στους βουλευτές και έχει προσαρμόσει το ύφος του ανάλογα. Η γλώσσα του είναι πιο απλή και πιο επιγραμματική.

Αρχίζει μιλώντας για την Πόλη και τα περασμένα της μεγαλεία. Ισχυρίζεται ότι η Αθήνα έφτασε ψηλά γιατί αντιμετώπισε και νίκησε την τυραννία ή οποία άλλωστε, όπως όλοι ξέρουν, ως καθεστώς δεν έχει πολλές διαφορές από τη βασιλεία. Κατηγορεί τους Αθηναίους πως δεν αντιδρούν όσο θα έπρεπε στα ρεύματα που εξακολουθούν να υπάρχουν και να υπονομεύουν το δημοκρατικό πολίτευμα. «Όμως», σηκώνει το χέρι και δείχνει προς τα σκεπασμένα ομοιώματα των τυραννοκτόνων, «ξέρουμε όλοι καλά ποια είναι η τελική μοίρα των τυράννων!»

Τότε συμβαίνει κάτι το απρόσμενο. Κάποιο αόρατο χέρι κόβει το σκοινί που κρατάει σκεπασμένα τα αγάλματα του Αντίνορα. Το πανί πέφτει. Ο Δημοσθένης δείχνει έκπληκτος. Ξέρει ότι η αποκάλυψη των αγαλμάτων προβλέπεται να γίνει μετά το τέλος των ομιλιών και ότι θα την κάνει ο ίδιος ο Φωκίωνας στο όνομα του συνολικού αθηναϊκού λαού. Σκέφτεται ότι πρέπει να έγινε κάποιο λάθος από τους χειριστές και ότι το ύφασμα είχε στερεωθεί ελαττωματικά. Ξεπερνά πάντως με ψυχραιμία την προσωρινή έκπληξη και ετοιμάζεται να συνεχίσει το λόγο του, όταν αντιλαμβάνεται ότι από το συγκεντρωμένο πλήθος αρχίζουν να εκφέρονται κραυγές δυσνόητες, που όμως φανερώνουν στην αρχή έκπληξη και μετά οργή!

Στρέφει κι αυτός την προσοχή του προς τα αποκαλυφθέντα αγάλματα, προς τα οποία κοιτάζει και το πλήθος που φωνασκεί. Τι συμβαίνει άραγε; Δεν αρέσουν στο πλήθος; Τι περίμεναν να δουν; Αφού τα γνήσια πρωτότυπα αγάλματα δεν τα έχει ξαναδεί ποτέ κανένας από τους παρόντες. Όταν τα ¨απήγαγε¨ ο Ξέρξης εκατόν πενήντα χρόνια πριν, κανείς τους δεν είχε ακόμη γεννηθεί.

Ο Δημοσθένης στενεύει τα βλέφαρα για να εστιάσει καλύτερα πάνω στους σκούρους όγκους των αγαλμάτων. Πρόκειται για προτομές. Η μια του είναι άγνωστη, ή άλλη όμως είναι εύκολα αναγνωρίσιμη ανά το Πανελλήνιο, αν όχι άλλο, από την χαρακτηριστική σπαρτιάτικη περικεφαλαία. Πρόκειται για τον γνωστότερο Λακεδαίμονα στρατηλάτη: τον Λεωνίδα τον εκ των Αγιαδών, βασιλέα της Σπάρτης. Με άλλα λόγια τον Λεωνίδα της μάχης των Θερμοπυλών!

image002 (1)

Ο Δημοσθένης ξέρει ότι οποιαδήποτε απρόβλεπτη κρίση μπορεί να την χειριστεί καλύτερα αν βρίσκεται επί του βήματος των ομιλητών, παρά μακριά από αυτό. Γι αυτό διστάζει να εγκαταλείψει την προνομιούχο θέση, αλλά εν τέλει δεδομένου ότι κανείς δε του δίνει πλέον σημασία, παρά όλοι φωνάζουν, και δεδομένου επίσης ότι ανάμεσα στους επίσημους επικρατεί μάλλον γενικευμένη απορία και προσωρινή αδράνεια, τελικά κατεβαίνει στο πλάτωμα και προσπαθεί να παραμερίσει τον κόσμο και να πλησιάσει στις προτομές, πράγμα αρκετά δύσκολο.

«Ποιος είναι ο άλλος» ρωτάει έναν φωνασκούντα διαμαρτυρόμενο.

«Ο άλλος είναι ο αδελφός του! Ο ετεροθαλής αδελφός του Λεωνίδα, ο βασιλιάς Κλεομένης! Έτσι γράφει από κάτω».

 Ο Δημοσθένης προσπαθεί να κάνει ακόμη μερικά βήματα προς τις προτομές, αλλά τότε συμβαίνει ακόμη κάτι το αναπάντεχο.

Ανάμεσα στο πλήθος κρατώντας μπαστούνια, χτυπώντας χάλκινα κύμβαλα και χοροπηδώντας  κυκλικά γύρω από τις προτομές με άτεχνο πρωτόγονο τρόπο, εμφανίζονται  ορισμένες τρομακτικές μορφές, σαν κι αυτές που χρησιμοποιούνται στο θέατρο για να απεικονίσουν τους χειρότερους εφιάλτες των μυθικών ηρώων.

(συνεχίζεται)

Βασίλειος Στοά(1)

 

[1] Συρμός: Συμπεριφορά ή τάση που ¨σέρνεται¨ ανάμεσα σε αλληλομιμούμενους πολίτες

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Μυθιστόρημα υπό εκπόνηση. Μέρος Ε΄, Κεφάλαιο όγδοο: Επιστροφή (και μια σημείωση)

Posted by vnottas στο 1 Ιουνίου, 2017

Σημείωση για τους φίλους που παρακολουθούν τις αναρτήσεις με το (υπό εκπόνηση) ιστορικό μυθιστόρημα

images (2)

Λέω να κάνω κάποιες αλλαγές στη δομή του (υπό διαδικασία συγγραφής) ιστορικού μυθιστορήματος και θα ήθελα να ενημερώσω σχετικά όσους παρακολουθούν αυτό το συγγραφικό παιχνίδι.

α. Το Πέμπτο Μέρος είχα πρόθεση να το αφιερώσω στις περιπέτειες των ηρώων κατά την παραμονή τους στην Αθήνα του 330 πΧ, όμως η εξιστόρηση, όπως είδατε, σκάλωσε κάπως στην Τύρο, με αποτέλεσμα να είμαστε ήδη στο ένατο κεφάλαιο και μόλις που έχουμε αντικρύσει, στο βάθος, τους Αθηναϊκούς λόφους.  Επομένως μου φαίνεται σωστό να αυτονομήσω αυτά τα εννιά κεφάλαια ως πέμπτο (ταξιδιωτικό) μέρος, και να ανοίξω ένα αυτοτελές έκτο με τα (πάντοτε υπό επινόηση/συγγραφή) αθηναϊκά δρώμενα.

β. Από τα εννέα κεφάλαια του ταξιδιού της επιστροφής στην Αθήνα των ηρώων (και των χάλκινων τυραννοκτόνων),  σας έχω ήδη κοινοποιήσει τα οκτώ και σήμερα δημοσιεύω το ένατο. Όμως προτίθεμαι στη τελική εκδοχή το ένατο να αλλάξει θέση με το όγδοο και επομένως το τρέχον Ε΄ μέρος να καταλήγει με τα σχόλια και τις επεξηγήσεις του Οινοκράτη καθώς ενημερώνει περί των Αθηνών τον Χονδρόη. Μόνο που χρειάστηκε να προσθέσω μια μικρή παράγραφο στο (νυν όγδοο και από δω και μπρος ένατο και τελευταίο) κεφάλαιο του Ε΄ μέρους, όπου ο Οινοκράτης προειδοποιεί τον φίλο του πώς στην Αθήνα θα προσπαθήσουν να λύσουν πολλά μυστήρια, μερικά από τα οποία τον αφορούν (τον Οινοκράτη) προσωπικά.

γ. Το κεφάλαιο που αναρτώ σήμερα (θα μπει στη θέση του νυν όγδοου ως το προτελευταίο του Ε΄μέρους), αφηγείται τις σκέψεις του Εύελπι καθώς η νηοπομπή πλησιάζει στον Πειραιά,. Εδώ γίνεται μια προσπάθεια να ενημερωθεί κάπως ο αναγνώστης σχετικά με το (κυρίως πολιτικό) σκηνικό που θα βρουν οι ήρωές μας με το που θα (ξανά) πατήσουν το πόδι τους στην Αττική.

*

[Προσωρινός τίτλος: Κύλικες και δόρατα.

Προσωρινός υπότιτλος: Ημέρες και έργα του Εύελπι του Μεγαρέα, λόγιου στην ακολουθία του Αλέξανδρου του Γ΄ του Μακεδόνα, κατά την μεγάλη ασιατική εκστρατεία.]

  images (7)

 Κεφάλαιο όγδοο: Επιστροφή. (Οι προβληματισμοί του Εύελπι…)

 Περίεργα, αλλόκοτα συναισθήματα με διαπερνούν. Επιστρέφω. Άγνωστο για πόσο, αλλά σε λίγο θα είμαι πάλι στην Αθήνα. Ήδη μου φαίνεται πως νιώθω τις μυρουδιές της. Είναι αξιοθαύμαστο πώς διαδίδονται οι μυρουδιές στην Αττική! Και πώς μαζί τους κουβαλάνε, όσο τίποτα άλλο, δονήσεις και αισθήματα απ’ το παρελθόν.

Πόσο μακριά βρίσκεται αυτό το παρελθόν; Δεν ξέρω. Οι χρονογραφές των ιερέων καταγράφουν τέσσερα μόλις χρόνια από τότε που ξεκίνησα, άμαθος και γεμάτος αισιοδοξία από το λιμάνι του Πειραιά, αλλά για μένα τα όσα συνέβησαν από τότε θα μπορούσαν να έχουν διαρκέσει πολύ περισσότερο. Εκεί που βρισκόμουν εγώ αυτά τα χρόνια, ο κόσμος άλλαζε κι εξακολουθεί να αλλάζει καταιγιστικά και τώρα σκέφτομαι – όχι χωρίς κάποια ανησυχία: άραγε έχει αλλάξει εξ ίσου και η Αθήνα;

Εγώ ναι, έχω αλλάξει αρκετά. Υποθέτω ότι τώρα είμαι πιο σοφός, υποθέτω ότι τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τα κίνητρα των ανθρώπων και διακρίνω διαυγέστερα τα νήματα που πλέκουν τις ιστορίες τους. Αλλά η ωρίμανση, η σοφία, η επίγνωση, μήπως μου έχουν μειώσει την ικανότητα να ευτυχώ με  τα απλά πράγματα που με συγκινούσαν και με ενθουσίαζαν άλλοτε;

Θέλοντας και μη οι σκέψεις μου γυρνούν για μια στιγμή στην εκστρατεία και τα όσα εξακολουθούν να ρέουν και να διαμορφώνονται εκεί. Το καταπονημένο αλλά ήρεμο πρόσωπο του Καλλισθένη, η αποφασιστική νευρώδης φιγούρα του Ευμένη, τα ανδραγαθήματα, οι πολιτικοί ελιγμοί, οι σκευωρίες, όλα όσα διακυβεύονται στην αχανή Ασία, ενώ οι πολεμιστές επελαύνουν και καθώς νέοι τρόποι σκέψης και  νέοι τρόποι διοίκησης αναδύονται από το καζάνι όπου οι παλιοί ανακατεύονται, κοχλάζουν και ανασυντίθενται.   

Όμως δε θα ήμουν ειλικρινής με εμένα τον ίδιο, αν δεν παραδεχόμουν ότι πίσω από όλα αυτά στο νου μου κυριαρχεί μια άλλη μορφή. Όμορφη όσο ποτέ κι όμως με κάνει να μελαγχολώ. Προς τι να το κρύψω όταν ακόμη και ο Οινοκράτης το έχει καταλάβει και ανησυχεί; 

Είναι η μορφή εκείνης-που-εξακολουθεί-να-με-παιδεύει. Εκείνη, η προικισμένη με όλες τις χάρες, εκείνη που ξαφνικά και εκεί που δεν το περίμενα, έγινε προσιτή… και αμέσως ύστερα και πάλι απρόσιτη. Εγώ έπρεπε να φύγω, είχε αποφασιστεί. Δεν είχα το χρόνο να αντιδράσω στην άρνησή της να με ακολουθήσει.

Μαζί της πίσω στην Αθήνα θα ήταν σαν να μου είχαν προσφέρει ένα δώρο οι θεοί. Δεν μου παραχωρήθηκε. Μαζί της οπουδήποτε θα ήταν μια ανέλπιστη ευτυχία. Όμως ούτε κι αυτό προβλεπόταν για μένα. Τώρα ταξιδεύω ανάμεσα σε γλυκόπικρες σκέψεις, χωρίς αυτήν… κι όμως σχεδόν κάθε στιγμή, θελημένα ή άθελα, μαζί της.

images (24)

Από τα άλλα πλοία της νηοπομπής φτάνουν ως τα εδώ οι φωνές των απόμαχων πολεμιστών, ανακατεμένες με τα τριξίματα των κουπιών, τα πλαταγίσματα των πανιών και τα κρωξίματα απ’ τα θαλασσοπούλια. Οι ερέτες κωπηλατούν και τραγουδούν συγκινητικά παλιά αθηναϊκά άσματα του νόστου. Όπως αυτοί έτσι κι εγώ χαίρομαι που, όπου να ‘ναι, θα δω τους δικούς μου και χαίρομαι, ακόμα, με τη χαρά που θα πάρουν κι εκείνοι βλέποντάς με.  

Ως και οι πρέσβεις, δείχνουν ευχαριστημένοι και έχουν πάψει να μουρμουρίζουν διατυπώνοντας τις γνωστές, συνήθεις αν όχι πάγιες ¨διπλωματικές¨  επιφυλάξεις τους. Όταν δεν προσπαθούν να εκμαιεύσουν τις προθέσεις μου για το τι ακριβώς θα κάνω στην Αθήνα (πράγμα, όπως και να το κάνουμε, συμβατό με τα διπλωματικά τους καθήκοντα) ή να με κολακέψουν ως ¨σχεδόν Αθηναίο¨ που έχει τη σπάνια ευκαιρία να συμβάλει στην απονομή ιστορικής δικαιοσύνης προς την πόλη της Παλλάδας, αφιερώνονται σε ανώδυνους υπολογισμούς και προβλέψεις.

Υπολογίζουν ότι είμαστε στο μήνα  Σκιροφοριώνα κι ότι, ακόμα κι αν χάσουν τους ιππικούς αγώνες που γίνονται κάθε τέτοιο μήνα και είναι αφιερωμένοι στον Δία, σίγουρα θα βρισκόμαστε στο Άστυ καθώς θα μπαίνει ο Εκατομβαιώνας και μαζί του το νέο έτος. Επομένως έχουμε μπροστά μας Παναθήναια και μάλιστα τα Μεγάλα, τα ανά τετραετία, που πάει να πει  Παναθηναϊκούς αγώνες, ανοιχτούς σε αθλητές, καλλιτέχνες  και επισκέπτες από όλη την Ελλάδα. Με ρωτούν αν συμφωνώ, και εγώ τους λέω ότι έτσι είναι, έχουν δίκιο, τίποτα δεν είναι σαν τα αθηναϊκό καλοκαίρι, ιδίως όταν, κάθε τέσσερα χρόνια,  περιλαμβάνει τις γιορτές των Μεγάλων Παναθηναίων. Δεν αναφέρω καθόλου τις ανταγωνιστικές Ολυμπιακές γιορτές (οι τελευταίοι πανελλήνιοι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν πριν τρία χρόνια) κι έτσι δε τους χαλάω τον ενθουσιασμό.

images (9)

Ο Παλαμήδης, ο βετεράνος πολεμιστής που, ύστερα από θερμή παράκληση του Οινοκράτη, ταξιδεύει στο ίδιο πλοίο με μας, είναι καλή παρέα.

Διαπίστωσα ότι έχει άποψη για ό, τι συμβαίνει στην εκστρατεία και πέρασα πολλές ώρες του ταξιδιού συζητώντας μαζί του για όσα διακυβεύονται στην Ασία.  Μου μίλησε και για κάποια προβλήματα των πολεμιστών, που απ’ ότι φαίνεται δεν είναι επαρκώς γνωστά στην ηγεσία. Πολλοί οπλίτες, ικανοί και άξιοι στο πεδίο της μάχης, είναι αντίθετα άμαθοι και αφελείς σε ό, τι έχει να κάνει με το χρήμα και τις συναλλαγές. Κάποιοι επιτήδειοι (συνακολουθούντες ή και ντόπιοι ασιάτες) εκμεταλλεύονται αυτήν την απειρία και απομυζούν σκοτεινά κέρδη -νομίσματα και λάφυρα- φτιάχνοντας μεγάλες αν και αφανείς περιουσίες. Θυμήθηκα ότι κάτι μου είχε αναφέρει σχετικά ο Οινοκράτης (ή μήπως ήταν ο Ευρυμέδοντας;)  πριν την αναχώρηση, αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα της προετοιμασίας δεν είχα δώσει επαρκή σημασία. Τώρα βλέπω ότι ο Παλαμήδης ενδέχεται να έχει δίκιο και καλό θα είναι να αντιμετωπίσουμε τη κατάσταση προτού πολλοί οπλίτες βρεθούν ξαφνικά καταχρεωμένοι.

Τα λόγια του βετεράνου με έκαναν να θυμηθώ τα όσα μου είπε ο Ευμένης για την επιθυμία του Αλέξανδρου να μάθει τις σκέψεις και τις προσδοκίες του στρατεύματος, προκειμένου να πάρει οριστικές αποφάσεις για τη συνέχιση ή όχι της προέλασης  (μετά την -προβλεπόμενη- εξουδετέρωση του Δαρείου).  Σκέφτομαι ότι αν επιχειρηθεί μια τέτοια διερεύνηση είναι πιθανό να έρθουν στην επιφάνεια πολλές απρόβλεπτες πτυχές της κατάστασης που επικρατεί στη βάση της στρατιάς. Αποφασίζω ότι θα είναι καλό να αναφέρω τις διαπιστώσεις του απόμαχου στον Καλλισθένη στην επόμενη επιστολή μου.

Με τον Παλαμήδη μιλάμε και για ο Άστυ των Αθηνών. Λείπει κι αυτός από κει πάνω-κάτω όσο κι εγώ. Όπως κι εγώ, προσπαθεί να ξαναμπεί κάπως στο κλίμα της πόλης για να μη φανεί απληροφόρητος κι αποξενωμένος όταν ξεμπαρκάρει. Γι αυτό, κάθε τόσο, ζητάει από τους πρέσβεις πληροφορίες για τα όσα έχουν συμβεί στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια.

Οι πρέσβεις δεν ξανοίγονται ιδιαίτερα και τηρούν την διπλωματική τους επιφυλακτικότητα, προπαντός όταν η κουβέντα αφορά στις πολύπλοκες πολιτικές ισορροπίες της Αττικής και όταν οι ίδιοι βρίσκονται σε πλήρη νηφαλιότητα. Που πάει να πει ότι  γίνονται κάπως πιο ομιλητικοί σε δυο περιπτώσεις: Όταν τυχαίνει η συζήτηση να συνοδεύεται από υγρά κατασκευάσματα βακχικής προέλευσης και Οινοκρατικής παρασκευής και, βέβαια,  όταν τα θέματα αφορούν στα καλλιτεχνικά και τα αθλητικά δρώμενα…

Από αυτά που ήδη ξέρω, λόγω της μακρόχρονης παραμονής μου στην πόλη της Παλλάδας, αλλά και έχοντας ενημερωθεί όσο γίνεται πιο αναλυτικά από τους προϊστάμενούς μου και τις υπηρεσίες, πριν την αναχώρηση, καθώς και από αυτά που συμπεραίνω  από τα υπαινικτικά σχόλια που ξεφεύγουν από τους πρέσβεις, η κατάσταση που, κατά πάσα πιθανότητα, θα βρω στην Αθήνα άμα τη αφίξει, σε γενικές γραμμές, έχει ως εξής:

Πρώτα η γενική πολιτική κατάσταση.

Η εξουσία στην Αττική, βέβαια, εξακολουθεί να ασκείται με βάση την αθηναϊκή επινόηση του ¨αρχηγεύοντος Δήμου¨ που αποκαλείται ¨Δημοκρατία¨ και  που αποτελεί βασική συνιστώσα του πανελλήνιου γοήτρου  των Αθηνών, ενώ κάποιες παραλλαγές της εφαρμόζονται και στις πόλεις που τελούν κάτω από την Αθηναϊκή επιρροή.

Στο κυρίαρχο όργανο αυτού του πολιτεύματος, τη Συνέλευση των Πολιτών, (ή Εκκλησία του Δήμου, όπως την αποκαλούν οι Αθηναίοι) οι συσπειρώσεις, εδώ και καιρό, δεν είναι πια εκείνες του παρελθόντος. Δεν είναι πια διακριτοί, όσο άλλοτε, οι ¨ολιγαρχικοί¨ σε αντιπαράθεση με τους ¨δημοκρατικούς¨, ή, ας πούμε, οι ¨παράλιοι (ναυτικοί, έμποροι)¨ κόντρα στους ¨μεσόγειους¨ (κτηματίες), ή τους ¨ορεινούς¨ (φτωχοί αγρότες και κτηνοτρόφοι)  ή τους κατοίκους του κεντρικού άστεως, τους επιλεγόμενους και ¨αστούς¨ (όπου συγχρωτίζονται οι διοικητικοί με τους βιοτέχνες, τους καλλιτέχνες  και αδιευκρίνιστους άλλους).  Εδώ και πάνω από μια δεκαετία, -σημεία των καιρών- στη Συνέλευση έχουν σχηματιστεί δύο κυρίαρχες ομάδες: από τη μια μεριά οι φίλοι των Μακεδόνων και από την άλλη οι κεντρομόλοι Αθηνοκεντρικοί. Δίπλα σε αυτά τα δύο ¨κόμματα¨υπάρχουν (αν και -εκ των πραγμάτων- σε  κρίση), οι μικρότερες ομάδες των κρυπτο-λακωνιζόντων και, πιθανώς να επιβιώνουν ακόμη και κάποιοι κρυπτο-μυδίζοντες.

Πολλούς από όλους αυτούς τους γνωρίζω από παλιά. Ίσως όμως την τελευταία τετραετία να αναδείχτηκαν στη δημόσια ζωή της πολιτείας και άλλα, νέα πρόσωπα,  που να μην τα ξέρω και τα οποία  έχουν διαφύγει της προσοχής των υπηρεσιών  που παρακολουθούν τις εξελίξεις απ’ τους μακρινούς σταθμούς της ασιατικής εκστρατείας

Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι ότι, εδώ που τα λέμε, στην πολιτική ζωή, -της κατά τα άλλα καινοτόμου Αθήνας- κυριαρχούν οι γηραιοί (εξηντάρηδες και βάλε), ενώ η ηγεσία της εκστρατείας αποτελείται ως επί το πλείστον από νέους κάτω των τριάντα ετών. Πάντως τίποτα δεν αποκλείει οι ¨παλιοί¨ των Αθηνών να έχουν αναπροσαρμόσει τις απόψεις τους,  γιατί αυτή η τελευταία τετραετία έχει φέρει τα πάνω κάτω σε ολόκληρη την υφήλιο.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει έγκυρα να διαπιστώσω πόσο ειλικρινής είναι φιλία εκείνων που αναγνωρίζουν τον κυρίαρχο ρόλο του Αλέξανδρου στην ελληνική επέκταση (και τους νέους συσχετισμούς που προκύπτουν από αυτήν) και εάν εκείνοι που εκπροσωπούν αυτή την τάση είναι πρόσωπα αξιόλογα και αξιοσέβαστα ή αν έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις τους οι συνήθεις αφερέγγυοι καιροσκόποι.  Δηλαδή θα πρέπει να εξακριβώσω ποιοι ακολουθούν τους Μακεδόνες επειδή θεωρούν πως είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τα όσα είχε οραματιστεί για τους Έλληνες ο δάσκαλος Ισοκράτης και ποιοι, αντίθετα, τους υποστηρίζουν απλά και μόνο επειδή επωφελούνται από το να είναι με τους ισχυρότερους, είτε αυτοί είναι Μακεδόνες, είτε Λακεδαιμόνιοι είτε Πέρσες.

Πριν την θριαμβευτική εξόρμηση του Αλέξανδρου προς ανατολάς, οι κύριοι εκπρόσωποι των φιλικά διακείμενων προς τους μακεδόνες βασιλείς στην Αθήνα, πέρα από τον ειρηνιστή Εύβουλο που όντας πλέον πάνω από εβδομήντα πέντε ετών,  έχει αποσυρθεί από τα κοινά, και τον Φιλοκράτη (εκείνον της ομώνυμης ¨ειρήνης¨, που βρίσκεται ακόμη αυτοεξόριστος με μια θανατική ποινή που δεν έχει ακόμα αρθεί, να επικρέμεται στην κεφαλή του), ήταν -και απ’ ό, τι φαίνεται εξακολουθούν να είναι- ο Αισχίνης από το δήμο των Κοθωκιδών και ο Δημάδης από την Παιανία.

Οι δυο τους διαφέρουν στην ηλικία κατά μία δεκαετία, (πάνω κάτω εξηντάρης σήμερα ο Αισχίνης, πενηντάρης ο Δημάδης) και κατάγονται και οι δύο από τα φτωχά στρώματα του Αθηναϊκού πληθυσμού. Ο πατέρας του Αισχύνη ήταν εγγράμματος δούλος που χειραφετήθηκε πολεμώντας για την Αθηναϊκή Δημοκρατία, ενώ του Δημάδη ήταν βαρκάρης. Μοιάζουν επίσης στο ότι και οι δυο, στην αρχή της πολιτικής τους ζωής, αντιμετώπισαν την μακεδονική επέκταση ως κίνδυνο για την Αθήνα, όμως αργότερα άλλαξαν γνώμη, διαφοροποιήθηκαν από τον πολυπράγμονα, αλλά συνεπή αντιμακεδόνα Δημοσθένη και ηγήθηκαν της παράταξης των φιλομακεδόνων. Κατά τα άλλα μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αισχύνης, μοιάζει συνεπής στις αρχές που τώρα διακηρύσσει, ενώ τον Δημάδη οι περισσότεροι τον θεωρούν καιροσκόπο και θηρευτή πολιτικών (και οικονομικών) ευκαιριών.

όπλα

Όμως, πιο σημαντική από την τη διερεύνηση των προσκείμενων, είναι η ανάλυση της επιρροής των ενάντιων, δηλαδή εκείνων που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Αθήνα, παρά τις ήττες και τις απώλειες των πρόσφατων χρόνων, μπορεί ακόμη να αποτελέσει την ηγέτιδα δύναμη των ελλήνων.

Εγώ που επιστρέφω από μια εκστρατεία που ανατρέπει και εξαρθρώνει βασίλεια και αυτοκρατορίες, αν δεν γνώριζα από κοντά τις αθηναϊκές ιδιομορφίες, θα απορούσα με την ανθεκτικότητα και την επιμονή με την οποία η Αθήνα εξακολουθεί να διεκδικεί όχι μόνο αυτονομία αλλά και ηγετικό ρόλο στις τρέχουσες εξελίξεις. Εγώ όμως ξέρω ότι οι Αθηναίοι είναι μαθημένοι όχι μόνο να συμμετέχουν στη διοίκηση της πόλης τους, αλλά και η πόλη τους να παίζει αποφασιστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Επομένως πολύ δύσκολα θα ανεχθούν μία παγκόσμια τάξη στην οποία οι αποφάσεις θα παίρνονται σε κάποιο απομακρυσμένο αυτοκρατορικό  κέντρο. Ξέρω, επίσης ότι ανάμεσα στους αντιμακεδόνες υπάρχουν ορισμένα σπινθηροβόλα πνεύματα.

Επικεφαλής τους βρίσκεται ο πασίγνωστος πλέον ρήτορας Δημοσθένης, που πρέπει να είναι πλέον περίπου πενήντα τεσσάρων ή πενήντα πέντε ετών. Μαζί του ο γηραιότερος (πρέπει να ‘χει πατήσει τα εξήντα), ευπατρίδης   Λυκούργος, από την ιερατική γενιά των Βουτάδων, ικανός διαχειριστής των οικονομικών που, παρά ταύτα, δεν έχει χάσει την φήμη του ¨υπεράνω χρημάτων¨. Στην ίδια περίπου ηλικία και ο παλιός μαθητής του Ισοκράτη, ο πλούσιος και καλοζωισμένος ρήτορας Υπερίδης. Ίσως, κατα τη διάρκεια της απουσίας μου από την Αθήνα να έχουν αναδειχτεί και ανάμεσα στους αντιμακεδόνες, άλλα, νεότερα στελέχη.

Πάντως, από ότι φαίνεται, ο κυριότερος, από τους αθηναίους ηγέτες αυτή τη στιγμή είναι ο ικανός τηρητής ισορροπιών, (γηραιός κι αυτός, πάνω από εβδομήντα) στρατηγός Φωκίωνας, που συνδυάζει τις εξής αντιφατικές ιδιότητες: Αφενός (όντας παλιός ολιγαρχικός και φιλολάκων) μοιάζει να είναι ένας από τους λιγότερο δημοφιλείς πολιτικούς της Δημοκρατίας, ο οποίος όμως, παρά την αντιδημοτικότητά του, εξακολουθεί να εκλέγεται αδιάκοπα σε καίριες θέσεις και να επηρεάζει αποφασιστικά τα τεκταινόμενα. Αφετέρου, όλοι συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα σπάνιο δείγμα (τουλάχιστο για τη σημερινή αθηναϊκή δημοκρατία) αδιάφθορου και ανυστερόβουλου πολιτικού ηγέτη. Ο Αλέξανδρος τον εκτιμά ιδιαίτερα και η υπηρεσία μού έχει αναθέσει ειδική μεταχείριση σε ό, τι τον αφορά.

Παράλληλα με την αξιολόγηση των καταστάσεων και των χαρακτήρων που επικρατούν στην πολιτική ζωή της πόλης της Παλλάδος, θα πρέπει να διερευνήσω, με άκρα διακριτικότητα, πώς εξελίσσονται οι σχέσεις της Αθήνας με τον αντιβασιλέα Αντίπατρο. Είναι αναμενόμενο ότι ο Μακεδόνας στρατηγός, μόλις συνέλθει από την επώδυνη νίκη του επί των Σπαρτιατών στη Μεγαλόπολη, θα ασχοληθεί ειδικότερα με τους Αθηναίους. Μέχρι στιγμής δεν έχει ενημερώσει την ηγεσία για τις ακριβείς προθέσεις του, και πιθανώς θεωρεί πλεοναστικό ή και περιττό να ζητήσει κατευθυντήριες γραμμές από το επιτελείο της εκστρατείας, αλλά είναι εξ ίσου πιθανό να έχει κατ’ ευθείαν επαφή με τον Αλέξανδρο. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι ο Βασιλιάς επιθυμεί συμπληρωματική πληροφόρηση για τη δράση του αντιβασιλέα. Ο Ευμένης θεωρεί ότι οι ανησυχίες του Αλέξανδρου για τη συμπεριφορά του Αντίπατρου οφείλονται σε καταγγελίες της βασιλομήτορος Ολυμπιάδας, η οποία είναι γνωστό ότι αντιπαθεί τον στρατηγό που αντικαθιστά το γιο της στο βασίλειο της  Μακεδονίας.

Ο Ευμένης ήταν αρκετά σαφής σχετικά με αυτό το θέμα. Θα πρέπει να εξακριβώσω εάν ο Αντίπατρος έχει ήδη διεισδύσει ¨αυτόνομα¨ στους κύκλους της Αθηναϊκής ηγεσίας ή όχι, καθώς επίσης πώς τον αντιμετωπίζουν γενικότερα οι έλληνες του νότου.

5greca

Όμως δεν ξεχνώ ότι ο βασικός λόγος που είμαι εδώ, ο λόγος για τον οποίο ο Καλλισθένης με πρότεινε για αυτήν την αποστολή, είναι η αποκατάσταση της επαφής της ομάδας μας με τον δάσκαλο Αριστοτέλη. Η κρισιμότητα των καιρών που διανύουμε, η αναγκαιότητα να ληφθούν οσονούπω αποφάσεις που θα επηρεάσουν τον απώτερο βίο των Ελλήνων και παράλληλα η ανάπτυξη στην αυλή του Αλέξανδρου οργανωμένων ανταγωνιστικών ομάδων με απρόβλεπτη επιρροή, καθιστούν αναγκαία και επείγουσα μια διαβούλευση εκείνων που δρουν στο μέτωπο της Εξόρμησης με τους Σοφούς που μπορούν να συμβάλουν έστω από τα μετόπισθεν. Δηλαδή (επί της ουσίας) με τον εγκυρότερο σημερινό φιλόσοφο: τον Αριστοτέλη.  Επί πλέον η αλληλογραφία με τους σοφούς των μετόπισθεν θα πρέπει να επανα-κωδικοποιηθεί έτσι ώστε να  προφυλαχτεί από τις παρεμβάσεις και τις υποκλοπές των -όλο και πιο επικίνδυνων- ¨άλλων¨

Ο Σταγειρήτης όχι μόνο έχει άποψη για την εκστρατεία, αλλά και ξέρει καλά πρόσωπα και πράγματα. Πέρα από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, που τρέφει για τον ¨πνευματικό του πατέρα¨ ιδιαίτερη εκτίμηση αν όχι αγάπη, τον υπολογίζουν και τον σέβονται πολλοί από τους νεαρούς μακεδόνες στρατηγούς που υπήρξαν κι αυτοί μαθητές του.  Εάν αυτήν τη στιγμή είναι καθοριστικής σημασίας κάποιος να συμβουλέψει τον βασιλιά, έτσι ώστε το Μεγάλο Επίτευγμα να μην συρρικνωθεί σε μια σειρά αιματηρών συγκρούσεων προς άγραν χρυσού και επιβολής, δεν υπάρχει ιδεωδέστερος από τον Αριστοτέλη.

Ο Καλλισθένης θα επιθυμούσε να μιλήσει ο ίδιος με τον Δάσκαλο, όμως ο τραυματισμός του απέκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έτσι σκέφτηκε ότι θα μπορούσα να αναλάβω εγώ έναν μεσολαβητικό ρόλο.

Immagine19

Να ‘μαι λοιπόν να πλέω με την πλώρη στραμμένη προς τα λιμάνια του Πειραιά και να αναλογίζομαι πως θα καταφέρω να τα βγάλω πέρα.

Και… δεν είναι μόνο αυτά… (χαμογελάω). Είναι και η εκδούλευση που έχω υποσχεθεί στον Άρπαλο, καθώς και οι χαιρετισμοί που πρέπει να μεταφέρω από την Θαϊδα στη κυρά – Φρύνη.

Posted in ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »